Τη Β΄ (2α) του αυτού μηνός (Σεπτεμβρίου), Άθλησις του Αγίου και ενδόξου Μάρτυρος ΜΑΜΑΝΤΟΣ.

Μάμας ο μέγας του Χριστού και περιβόητος Μάρτυς εγεννήθη εις Γάγγραν, πόλιν της Παφλαγονίας, εν έτει σξ΄ (260). Οι γονείς του ωνομάζοντο Θεόδοτος και Ρουφίνα, ήσαν δε αμφότεροι ευσεβείς και το γένος λαμπρότατοι, έχοντες την καταγωγήν από πατρικίων· ούτοι θερμήν έχοντες την εις Χριστόν αγάπην και μη δυνάμενοι να κρύπτουν τον μέγαν αυτών πόθον, εκήρυττον παρρησία την ευσέβειαν και πολλούς εις αυτήν παρεκίνουν και εστερέωναν. Όθεν μανθάνων ταύτα ο εξουσιαστής της πόλεως Γάγγρας Αλέξανδρος, επειδή είχε προσταγήν από τον βασιλέα, όπως θανατώνη δια βασανιστηρίων όσους Χριστιανούς δεν πείθονται να θυσιάσουν εις τα είδωλα, διέταξε και ωδήγησαν ενώπιόν του τον θείον Θεόδοτον, τον οποίον εβίαζε να θυσιάση εις τα είδωλα· εκείνος όμως ο μακάριος ουδέ καν να τον ακούη δεν εδέχετο· θέλων δε ο κριτής να τον τιμωρήση, ημποδίζετο, επειδή δεν είχεν εξουσίαν να παιδεύση εκείνους, οίτινες κατήγοντο από πατρικίους, εάν δεν έδιδεν ο βασιλεύς ειδικήν άδειαν. Τον απέστειλεν όθεν εις την Καισάρειαν της Καππαδοκίας εις τον ηγεμόνα Φαύστον, όστις ασεβής ων και πολλά σκληρός, ευθύς ως ήλθεν ο Θεόδοτος τον ενέκλεισεν εις την φυλακήν ομού με την σύζυγον αυτού Ρουφίναν, ήτις εκυοφόρει τότε τον μέγαν Μάμαντα.
Ευρισκόμενοι αμφότεροι εις το δεσμωτήριον και φοβούμενος ο Θεόδοτος την ανθρωπίνην ασθένειαν και τας βασάνους, εδέετο του Θεού λέγων· «Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, ο Πατήρ του αγαπητού σου Υιού, ευλογώ και δοξάζω Σε, ότι δια το όνομά σου ηξιώθην να ευρίσκωμαι εις την φυλακήν. Πλην δέομαί σου, Κύριε, δέξαι μου την ψυχήν εις τα δεσμά ταύτα, ο γινώσκων την ασθένειάν μου, μήποτε καυχήσεται ο εχθρός επ’ εμοί». Ταύτα εκείνος προσηύχετο, ο δε Θεός, όστις γινώσκει τα κρύφια της καρδίας, εδέχθη την καλήν του προαίρεσιν, και ευθύς τον ανέπαυσεν· η δε σύζυγός του Ρουφίνα εγέννησε την ημέραν εκείνην εντός του δεσμωτηρίου και ηπόρει μη γνωρίζουσα τι να πράξη· παρεκάλεσεν όθεν και αύτη να την αναπαύση ο Θεός, και ευθύς εισηκούσθη· το δε παιδίον εκείτετο μόνον εν τω μέσω των λειψάνων των γονέων του. Ο προνοητής όμως των όλων Θεός έστειλε τον Άγγελόν του εις σχήμα νεανίσκου και προσέταξε γυναίκα τινα περιφανεστάτην και ευσεβή, ονομαζομένην Αμμίαν και επιλεγομένην Ματρώναν, να ζητήση τα λείψανα των Αγίων· ευθύς δε ως τα εζήτησε, της εδώρησε ταύτα ο ηγεμών· αύτη δε τα μεν λείψανα έθαψε λαμπρώς και φιλοτίμως εις τον κήπον της, το δε βρέφος καταστήσασα θετόν αυτής τέκνον επεμελείτο και ηγάπα περισσότερον από γνήσιον υιόν της, επειδή μάλιστα δεν είχεν άλλο τέκνον, αλλ’ ούτε και άνδρα. Το δε βρέφος επειδή εκάλει συχνάκις την θετήν του μητέρα μάμα, όπερ κατά την λατινικήν γλώσσαν σημαίνει την μητέρα, δια τούτο ωνομάσθη Μάμας. Ότε δε εγένετο πέντε ετών, τον απέστειλεν η Αμμία εις το σχολείον δια να μορφωθή, επειδή δε είχε πόθον μεγάλον υπερέβη ταχέως άπαντας τους συνομηλίκους του. Κατά τας ημέρας εκείνας εβασίλευεν εις την Ρώμην ο Αυρηλιανός, όστις εβίαζε τους Χριστιανούς να θυσιάζουν εις τα είδωλα όχι μόνον τους άνδρας και τας γυναίκας, αλλά και αυτά τα μικρά παιδία, φανταζόμενος ότι δια την απαλότητα της ηλικίας των θέλουν αρνηθή ευκόλως την ευσέβειαν. Τα δε άλλ πιδία υπετάσσοντο εις το θέλημα του βασιλέως, όσα όμως ήσαν συμμαθηταί του Μάμαντος εμιμούντο και αυτά την γεροντικήν σύνεσιν και φρόνησιν αυτού, και δεν υπέφερον καν να ακούσουν τους λόγους των απίστων, επειδή εδιδάσκοντο καθ’ ημέραν από εκείνην την ευλογημένην θετήν μητέρα του Μάμαντος να σέβωνται μόνον τον αληθινόν Θεόν τον δημιουργόν του παντός, και εις εκείνον μόνον να προσφέρουν την λογικήν λατρείαν και προσκύνησιν, τους δε υπό των ασεβών ονομαζομένους θεούς, τους οποίους τιμώσι και σέβονται ούτοι, ν τους αποστρέφωνται ως πολλής αισχύνης και ατιμίας αξίους και να θεωρούν φλυαρίας τα μυθεύματα αυτών. Ότε δε ο Μάμας εγένετο ετών 15, ετελεύτησεν η θετή μήτηρ του Αμμία, ούτος δε κατέστη κληρονόμος απάσης της περιουσίας και των υπαρχόντων αυτής. Την ιδίαν αυτήν εποχήν, μετά τον Φαύστον, επί των ημερών του οποίου ως είδομεν εμαρτύρησαν οι γονείς τού Μάμαντος, εγένετο ηγεμών εις Καισάρειαν εις ονόματι Δημόκριτος, άνθρωπος κατά πολύ ασεβής, έχων ζήλον θερμότατον εις την λατρείαν των ειδώλων, όστις ευθύς ως έφθασε και επληροφορήθη περί του καλού Μάμαντος, ότι όχι μόνον δεν λατρεύει τους θεούς των, αλλ’ ότι και τους συνομηλίκους και συμμαθητάς του παρεμποδίζει και απομακρύνει από την λατρείαν των ειδώλων, εξηγριώθη και επρόσταξε να τον φέρουν ευθύς ενώπιόν του. Προσαχθείς όθεν ο θείος Μάμας προ του τυράννου τον ηρώτησεν ούτος αν είναι Χριστιανός, και εάν είναι αληθές ότι ούτε αυτός θυσιάζει εις τους θεούς ούτε τους συμμαθητάς του αφήνει να πείθωνται εις τους βασιλείς. Ο δε καλός Μάμας ουδόλως δειλιάσας, είπεν· «Εγώ, ω άρχον, σφοδρώς κατηγορώ το βαθύ σκότος της αγνωσίας σας, επειδή αφήσατε τον αληθή και ζώντα Θεόν και επιστεύσατε δαίμονας και είδωλα κωφά και αναίσθητα· δια τούτο ούτε εγώ ήθελον εγκαταλείψει ποτέ τον Χριστόν μου ούτε ήθελον αμελήσει να καθοδηγήσω εις την ευσέβειαν όσους δυνηθώ». Την παρρησίαν ταύτην του νέου θαυμάσας ο Δημόκριτος, αντελήφθη ότι είναι αδύνατον να καταπείση αυτόν με πραότητα· όθεν επρόσταξε τους παρεστώτας να τον οδηγήσουν εις τον βωμόν του θεού των Σεράπιδος, δια να θυσιάση και χωρίς την θέλησίν του· ο δε Μάμας δεν εφοβήθη παντελώς τας απειλάς του, αλλά του είπε· «Δεν έχεις εξουσίαν να τιμωρής, ούτε να απειλής εκείνον, όστις ανετράφη από μίαν τοιαύτην μεγίστην και περιφανεστάτην μητέρα, ως η Αμμία, και όστις εκληρονόμησεν από αυτήν τοσούτον πλούτον». Ο δε Δημόκριτος ακούσας ταύτα, και πληροφορηθείς από τους περιεστώτας λεπτομερώς τα περί της μακαρίας μμίας και του Μάμαντος, γνωρίζων δε ότι δεν επιτρέπεται να τιμωρή τους εκ πατρικίων άνευ αδείας του βασιλέως, τον απέστειλε σιδηροδέσμιον εις τον αυτοκράτορα Αυρηλιανόν, γράψας και τας πράξεις αυτού. Ο δε βασιλεύς λαβών και αναγνώσας τα γράμματα του Δημοκρίτου μετεχειρίσθη με μεγάλην πανουργίαν τον παίδα, διότι φέρων έμπροσθέν του αυτόν άλλοτε μεν τον εφοβέριζε, άλλοτε δε του υπέσχετο πλούσια δώρα και μεγάλας τιμάς, λέγων εις αυτόν· «Αν, ω καλέ νέε, θυσιάσης εις τον μεγάλον Σέραπιν, αφ’ ενός μεν θέλεις ανατραφή βασιλικώς, διαμένων ομού με ημάς εις τα ανάκτορα, αφ’ ετέρου δε πολλοί θέλουν σε θαυμάσει και επαινέσει». Ο δε καλός Μάμας ούτε από τας απειλάς εφοβείτο και εδουλώνετο ούτε από τας υποσχέσεις και κολακείας εμαλάσσετο ή εψύχετο ο ζήλος αυτού, ηύξανε δε μάλλον η προθυμία του περισσότερον και έλεγε· «Μη γένοιτο, ω βασιλεύ, να τιμήσω εγώ είδωλα κωφά και άψυχα! Θαυμάζω δε πως σεις εγίνατε τοσούτον παχείς και αναίσθητοι, και καταδέχεσθε να τιμάτε τοιαύτα ξυστά και χειροποίητα ξόανα! Παύσον όθεν τας απειλάς και τας μεγάλας υποσχέσεις, διότι τιμωρών θέλεις με ευεργετήσει, ευεργετών δε τώρα θέλεις με ζημιώσει κατά πολύ, επειδή ιδική μου τιμή και κέρδος είναι να αποθάνω δια τον Χριστόν». Θυμωθείς δια ταύτα ο Αυρηλιανός κατά του παιδός, διέταξε να δείρουναυτόν με ράβδους. Όθεν εξεσχίζετο το απαλόν και τρυφερόν σώμα του φρονιμωτάτου παιδός, ούτος δε υπομένων αγογγύστως του εφαίνετο πως πάσχει εν ονείρω. Ο δε βασιλεύς και εις ταύτην την ώραν των βασάνων μεγάλην προσπάθειαν κατέβαλε δια να αμβλύνη και μετατρέψη την γνώμην του παιδός, λέγων εις αυτόν· «Ειπέ μόνον με τα χείλη πως θυσιάζεις, και ευθύς θέλεις ελευθερωθή από πάσαν τιμωρίαν και βάσανον». Ο δε Μάμας είπεν· «Ουδέποτε, ω βασιλεύ, θέλω αρνηθή ούτε δια των χειλέων ούτε με την καρδίαν τον μόνον αληθινόν Βασιλέα Χριστόν, εάν και αναρίθμητα κατ’ εμού επινοήσης βασανιστήρια· αλλά μάλιστα πολύ σε ευχαριστώ, ότι δια μέσου των βασάνων αυτών με φιλιώνεις περισσότερον με τον ποθούμενόν μου Χριστόν· παρακαλώ δε να μη κουρασθούν αι χείρες των δημίων, αλλά να ενδυναμωθούν περισσότερον· διότι καθώς βλέπω γίνονται εις εμέ πρόξενοι μεγάλων αγαθών». Βλέπων ο Αυρηλιανός ότι εις ουδέν ελογίζετο ο Άγιος τας πληγάς και τας μάστιγας, τας οποίας του έδιδε, διέταξε ν τον απογυμνώσουν και να κατακαίουν με λαμπάδας πυρός ολόκληρον το σώμα του δια να αναλύη τούτο ολίγον κατ’ ολίγον, και ούτω με την βραδύτητα να αισθάνεται δριμύτερον και πικρότερον τον πόνον της βασάνου. Εγένετο όθεν και η σκληρά αύτη βάσανος εις τον ακατάβλητον παίδα και ήγγιζον αι ανημμέναι λαμπάδες το μαρτυρικόν του σώμα· αλλ’ όμως το πυρ ηυλβείτο τον αθλητήν και ίστατο ο Μάρτυς ατάραχος άνευ τινός πόνου ή βλάβης, ήναπτε δε μάλλον και εφλογίζετο από τον θυμόν του ο τύραννος βλέπων ταύτα. Προσέταξεν όθεν να δέρουν τον Μάρτυρα και να κτυπούν αυτόν με λίθους· ο Άγιος όμως έμενεν αβλαβής ωσάν να ελιθοβολείτο με άνθη και τριαντάφυλλα, και έχαιρε με τας ελπίδας τού μέλλοντος αιώνος. Απορών όθεν ο Αυρηλιανός, και μη γνωρίζων τι να πράξη, βλέπων δε τον Μάρτυρα αήττητον εις όλας τας βασάνους, διέταξε να δέσουν εις τον λαιμόν του μίαν σφαίραν μολυβδίνην και ούτω να τον ρίψωσιν εις το μέσον του πελάγους. Οδηγουμένου όθεν του Μάρτυρος εις την θάλασσαν, ιδού αίφνης Άγγελος Κυρίου εμφανισθείς καθ’ οδόν με μορφήν φοβεράν ηπείλησε δι’ ανθρωπίνης φωνής τους στρατιώτας, οίτινες φοβηθέντες αφήκαν τον Μάρτυρα και ανεχώρησαν, τον δε Μάρτυρα προσέταξεν ο Άγγελος να αναβή εις το όρος της Καισαρείας και να παραμείνη εκεί. Ελθών ο Μάμας εις το όρος έμεινεν εις αυτό, εντός δε τεσσαράκοντα ημερών έκτισε και Ναόν εις τον τόπον, εις τον οποίον είχε συνήθειαν να προσεύχεται. Αλλ’ επειδή έπρεπε, κθώς λέγει ο Απόστολος, να εργάζηται με τας ιδίας του χείρας, ήρχοντο εις τον Άγιον δια θείας δυνάμεως άγρια ζώα, και αμέλγων το γάλα εκείνων των οποίων ετρώγετο, το έκαμνε τυρόν, εβάσταζε δε δια τον εαυτόν του ολίγον, το δε επίλοιπον κατήρχετο εις την Καισάρειαν και το διένεμεν εις τους πτωχούς. Ηγεμόνευε δε τότε εις την Καππαδοκίαν έτερος ηγεμών ονόματι Αλέξανδρος, άνθρωπος κατά πολύ σκληρός και ασεβέστατος· επειδή δε η φήμη εκήρυττε πανταχού τον Μάμαντα, μαθών περί αυτού ο ηγεμών, έστειλεν ιππείς τινας δια να τον συλλάβουν και να τον φέρουν ενώπιόν του. Προγνωρίσας ο Μάρτυς δια της ενοικούσης εις αυτόν θείας Χάριτος την έλευσίν των εξήλθεν εις απάντησιν αυτών· συναντηθέντες δε και μη γνωρίζοντες οι στρατιώται τον Άγιον, ηρώτων αυτόν αν γνωρίζη που ευρίσκεται ο Μάμας, ο δε Μάρτυς είπεν εις αυτούς· «Κατά το παρόν, ω φίλοι, πρέπει να αναπαυθήτε· καταβήτε όθεν από τους ίππους σας και έλθετε μετ’ εμού να γευθώμεν τροφής, κατόπιν δε εγώ θέλω σας δείξει τον Μάμαντα». Εφιλοξενούντο όθεν ούτοι από τον Άγιον δια τυρού και άρτου και έτρωγον με μεγάλην όρεξιν, εκείνα τα οποία τους προσέφερεν ο καλός φιλευτής· ήλθον δε τότε κατά την συνήθειαν κι τα άγρια ζώα δια να αμελχθούν από τον Άγιον, τα οποία ευθύς ως είδον οι στρατιώται εφοβήθησαν κατά πολύ, και εγκαταλείποντες το φαγητόν προσέδραμον εις τον Μάρτυρα δι να τους βοηθήση· ο δε Άγιος τους ενεθάρρυνεν· είτα δε θέλων να τους απαλλάξη και από κάθε φροντίδα, τους είπεν· «Εγώ είμαι ο Μάμας, τον οποίον ζητείτε· όθεν σας παρακαλώ επιστρέψατε εις την Καισάρειαν και εγώ έρχομαι ταχέως». Οι στρατιώται ταύτα ακούσαντες εθαύμασαν και ανεχώρησαν ευθύς, πεισθέντες ότι τοιούτος άνθρωπος δεν θα τους έλεγε ποτέ ψεύματα. Ο δε απτόητος του Χριστού Μάρτυς Μάμας ανεχώρησεν από το όρος και έφθασε τους ιππείς στρατιώτας εις την θύραν της πόλεως, εις την οποίαν ούτοι ανέμενον· όθεν λαβόντες αυτόν τον ωδήγησαν εις τον Αλέξανδρον, όστις ευθύς ως τον είδε του είπε· «Συ είσαι ο περιβόητος μάγος Μάμας»; Ο δε Μάρτυς μετά συνέσεως είπεν· «Εγώ είμαι ο Μάμας, δούλος του Χριστού, του σώζοντος μεν εκείνους, οίτινες πιστεύουσιν εις Αυτόν κι ποιούσι το άγιον Αυτού θέλημα, παραδίδοντος δε εις αιώνιον πυρ τους μάγους και ειδωλολάτρας. Αλλ’ όμως δια ποίαν αιτίαν απέστειλες τους στρατιώτας και με έφεραν εδώ»; Ο δε ηγεμών είπε: «Διότι δεν δύναμαι να εννοήσω με ποίας μαγείας εξημερώνεις τα άγρια ζώα, και συναναστρέφονται μαζί σου, και τα προστάζεις ως να ήσαν λογικά»; Ο δε Μάρτυς, διακόπτων τον λόγον του, είπεν· «Όστις υπηρετεί τον μόνον αληθινόν και αιώνιον Θεόν καταφρονεί τας μαγείας και τα είδωλα. Πρέπει δε να θαυμάζης πως, αν και είναι άλογα και ανόητα ζώα, ευλαβούνται τον εμόν Δεσπότην και Θεόν και τιμώσι τους δούλους του, σεις όμως είσθε κατά πολύ αλογώτεροι και από αυτά· διότι έχοντες προ οφθαλμών και τοιούτον παράδειγμα, δεν θέλετε να γνωρίσετε την αλήθειαν». Ο δε ηγεμών, επειδή δεν ηδύνατο να αποκριθή, εβίαζεν έτι περισσότερον τον Μάρτυρα και έλεγε· «Διατί ήλθες εις τόσην αυθάδειαν και μωρίαν, ώστε να εναντιώνησαι εις τας βασιλικάς προσταγάς, και να υβρίζης και ημάς αναισχύντως; Αλλ’ όμως τα βασανιστήρια και αι τιμωρίαι θέλουν σε διδάξει το πρέπον». Και παρευθύς προσέταξε να τον κρεμάσουν και να τον ξεσχίζουν με δύναμιν. Ο δε καλλίνικος του Χριστού Μάρτυς και με όλον ότι εξεσχίζετο ούτω πικρώς, παρέμενεν όμως γενναίος ωσάν να μη ησθάνετο κανένα πόνον, εις τον ουρανόν μόνον ενατενίζων και εκείθεν την παρηγορίαν εκδεχόμενος· ο δε ηγεμών βλέπων την καρτερίαν τού νέου διέταξε να ξεσχίζουν έτι περισσότερον τον Μάρτυρα. Τότε ηκούσθη ουρανόθεν θεία φωνή και συν αυτή εμετριάσθησαν οι πόνοι του Αγίου και ανεδείχθη νικητής των βασάνων και των τιμωριών. Ταύτα πολλοί Χριστιανοί ακούσαντες και μαθόντες εστερεώνοντο περισσότερον εις την πίστιν του Χριστού. Ο δε Αλέξανδρος, βλέπων τον γενναίον Μάμαντα μη πτοούμενον εκ των σιδηρών ονύχων και των εκδορών, αυτός μάλλον από την μανίαν και οργήν περισσότερον εσπαράσσετο την καρδίαν, και τον μεν Άγιον κατέβασεν απ’ εκεί, ητοίμασαν δε κάμινον πυρός δια να τον ρίψουν εντός αυτής. Ητοιμάζετο όθεν η κάμινος, ο δε ηγεμών εσκέφθη να εγκλείση εν τω μεταξύ τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, ίνα στοχαζόμενος εκεί με περισσοτέραν προσοχήν τας βασάνους τας οποίας έλαβε, και την κάμινον, ήτις μέλλει να τον δεχθή, γίνη ίσως μαλακώτερος εις δευτέρας αποκρίσεις και αλλάξη γνώμην. Εφυλάκισαν όθεν τον Άγιον, αυτός δε εύρεν εκεί ετέρους τεσσαράκοντα Χριστιανούς εγκεκλεισμένους· προσευχηθείς δε εις τον Θεόν ελύθησαν τα δεσμά των, και ηνεώχθησαν αι θύραι της φυλακής, εκείνοι δε έφυγον άνευ τινός κόπου· ο δε Άγιος έμεινε μόνος εις την φυλακήν, ενισχυόμενος υπό θείου Αγγέλου δια τους αγώνας, εις τους οποίους έμελλεν εισέτι να αποδυθή. Κατά το διάστημα τούτο εκαύθη και η κάμινος. Ο δε ηγεμών, αφήνων όλας τας άλλας του φροντίδας, εκάλεσε πάλιν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον και του είπε· «Βεβαίως αι φροντίδες, τας οποίας έχομεν εις άλλας υποθέσεις, και ο χρόνος, όστις παρήλθε, θα σου έδωσαν την ευχέρειαν να αναλογισθής το συμφέρον σου· ει δε και δεν εσυνετίσθης, βλέπε την κάμινον, εις την οποίαν ριπτόμενος κατά πολύ θέλεις κλαύσει ανωφελώς». Ο δε γενναίος Μάρτυς είπεν· «Εγώ, ω ηγεμών, και πρότερον σου απεκάλυψα την απόφασίν μου· τι κοπιάς όθεν άνευ λόγου; Ήρχισας, δώσε τέλος και μη βραδύνης να εκτελέσης εκείνα τα οποί ηπείλησς». Ακούσας ταύτα ο ηγεμών, τον έρριψεν ευθύς εις την κάμινον. Ο Πανάγαθος όμως Θεός, όστις εδρόσισε την κάμινον των τριών Παίδων, εκείνος ήτο και ώδε παρών αφανίζων του πυρός την ενέργειαν. Ο δε Μάρτυς συνανεστρέφετο με την φλόγα ωσάν να ευρίσκετο εις πολυανθή και δροσόλουστον κήπον· όθεν καθ’ όλον το διάστημα, κατά το οποίον ήτο εις την κάμινον, υμνολόγει και εδόξαζε τον Θεόν. Αφού δε εμαράνθη η φλοξ και εγένοντο και οι άνθρακες στάκτη, προσέταξε τους δημίους ο ηγεμών να εξαγ΄γουν εκ της καμίνου, εάν απέμεινε κανέν λείψανον μαρτυρικόν. Φθάσαντες δε αυτοί εις την κάμινον, ήκουσαν τον Μάρτυρα δοξολογούντα μεγαλοφώνως τον Θεόν· επιστρέψαντες δε εις τον ηγεμόνα, του ανήγγειλαν το υπερφυές εκείνο θαύμα· εκείνος όμως ο εσκοτισμένος την διάνοιαν είπεν· «Μάρτυς μου ο μέγας Σέραπις και όλοι οι άλλοι θεοί, τούτο είναι φανερά μαγεία». Τοσαύτην μωρίαν είχεν ο αναίσθητος! Το δε πλήθος, βλέπον τον αθλητήν όλως υγιά και αβλαβή, εδόξαζον, όσοι ήσαν δεκτικοί φωτός και αληθείας, τον Θεόν, τον ποιούντα τοιαύτα θαυμάσια. Ο δε κατά πάντα ανόητος ηγεμών, βλέπων εις το κριτήριόν του τον Μάρτυρα ιστάμενον απαθή και μη έχοντα ούτε τρίχα της κεφαλής του κεκαυμένην, τον ωνόμαζε μάγον και απατεώνα. Ο δε Μάρτυς ουδέ καν ηθέλησε να του αποκριθή. Προσέταξεν όθεν ο ασεβής τύραννος να ρίψουν τον Άγιον εις τα θηρία δια να τον κατασπαράξωσιν· ο δε Μάρτυς εβάδιζε και εις αυτήν την δοκιμασίαν μειδιών, ότε δε εισήλθον εις το στάδιον αφήκαν μίαν πάρδαλιν και μίαν άρκτον δια να επιτεθώσιν εναντίον αυτού, αλλ’ η μεν άρκτος πλησιάσασα τον προσεκύνει και εκυλίετο ευλαβώς έμπροσθεν των ποδών του, η δε πάρδαλις ελαφρώς, ηρέμως και ανενοχλήτως πηδήσασα εις τους ώμους του εσπόγγιζε και έλειχε με την γλώσσαν της τους ιδρώτας αυτού. Ούτω τα του ηγεμόνος θηρία συμπεριεφέρθησαν εις τον Μάρτυρα, το δε πλήθος βλέποντες την θείαν δύναμιν του Μάρτυρος εδοξολόγουν τον αληθή τούτου Θεόν. Ταύτα τα θαυμάσια αρκετά ήσαν και λίθους να μαλάξουν, ο ηγεμών όμως επί τοσούτον εσκληρύνετο. Όθεν εξαπέλυσεν εναντίον του Αγίου ένα λέοντα, ο οποίος όσον άλλοτε εξηγριώνετο εναντίον των ασεβών και τους έδιδε πικρόν θάνατον, τόσον ηρέμως και ταπεινώς επλησίασεν εις τον Άγιον Μάρτυρα. Απελπισθείς όθεν ο ηγεμών, προσέταξεν ανδρείον τινά από τους ανθρώπους του να θανατώση τον Άγιον, εκείνος δε λαβών με τας δύο του χείρας εν ακόντιον φέρον τρίλογχον σιδηράν περόνην διεπέρασε δια ταύτης από του ενός μέρους μέχρι του ετέρου τα σπλάγχνα του Αγίου. Ο δε τρισόλβιος Μάρτυς εβάστασε δια των χειρών του τα σπλάγχνα του, τα οποία εξεχύθησαν ομού με το αίμα του, μία δε γυνή ευσεβής έδραμε και έλαβε εις δοχείον εκ του μαρτυρικού εκείνου αίματος. Εβάδισε δε ο Μάρτυς ούτω κρατών με τας χείρας του τα σπλάγχνα του έως δύο στάδια. Φθάσας δε εις εν σπήλαιον, επειδή ήτο πλέον καιρός να δράμη εις τον αγωνοθέτην Χριστόν και να αναπαυθή εκ των κόπων, παρέδωκεν εκεί την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, ηκούσθη δε τότε και θεία φωνή καλούσα άνωθεν τον αθλητήν εις τας αϊδίους εκείνας σκηνάς και εις την εκείθεν λαμπρότητα και τρυφήν, εις τας οποίας και διέβη τη Δευτέρα του Σεπτεμβρίου μηνός, ων γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί, άμα τω αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου