Ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Κολοβοῦ (9 Νοεμβρίου), γιά κάποια παρθένο, πού ὀνομαζόταν Παϊσία, ἡ ὁποία ἦταν πολύ ἐλεήμων.

Αὐτή εἶχε ξενοδοχεῖο καί φιλοξενοῦσε ὡς ἐλεήμων ὅλους τούς πατέρες τῆς σκήτης. Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό, ἀφοῦ δαπάνησε ὅλη τήν περιουσία της σε φτωχούς καί ξένους, ἐπτώχευσε τόσο πολύ, ὥστε ἀπό συνεργία τοῦ κακοῦ ἔπεσε στήν πορνεία καί στίς κακές συναναστροφές. Ὅταν οἱ πατέρες ἔμαθαν αὐτό τό γεγονός, ἐπειδή εἶχαν εὐεργετηθῆ καί την γνώριζαν πολύ καλά, εἶπαν στόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Κολοβό: «Ἀββᾶ ἀκούσαμε ὅτι ἡ Παϊσία, πού τόσο μᾶς εὐεργέτησε, ζῆ μέ ἀσωτία. Λοιπόν κάνε ἀγάπη γιά τόν Κύριο καί προσπάθησε μέ τήν σοφία, πού σοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος νά τήν κάνης νά μετανοήση». Πράγματι ὁ ὅσιος πῆγε στό σπίτι της, ἀλλά μία γριά οἰκονόμος ὄχι μόνο δέν τόν ἄφησε νά μπῆ, ἀλλά τοῦ εἶπε καί τά ἑξῆς: «Σεῖς οἱ μοναχοί φάγατε ὅλον τόν πλοῦτο τῆς κυρίας μου καί τώρα τί θέλεις ἀπό αὐτήν, πού ἔμεινε φτωχή καί ἄπορη;». «Ἐγώ πές της γιά τό καλό της ἦρθα» ἀπάντησε ὁ ὅσιος.
Καί ἡ Παϊσία εἶπε στήν ὑπηρέτρια: «Αὐτοί οἱ μοναχοί γυρίζουν στήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαρίτες. Ἄφησέ τον λοιπόν νά ἔλθη μήπως καί μοῦ δώση κάτι». Στολίσθηκε, ἑτοιμάσθηκε καί κάθησε στό κρεββάτι. Ὅταν ὁ ὅσιος Ἰωάννης μπῆκε μέσα καί τήν εἶδε, ἔκλαψε πολύ. «Γιατί κλαῖς;» τόν ρώτησε ἡ Παϊσία. «Βλέπω ὅτι σέ τριγυρίζει ὁ σατανᾶς καί κλαίω γιά τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς σου». Ἡ Παϊσία κατενύγη καί τοῦ λέγει: «Ὑπάρχει γιά μένα μετάνοια;». Ὁ Ὅσιος μέ στοργή τήν παρότρυνε: «Ναί τέκνον μου, μόνο βιάσου και ἀκολούθησέ με». Αὐτή, ἀμέσως, χωρίς νά πάρη τίποτε τά ἐγκατέλειψε ὅλα καί τόν ἀκολούθησε. Καθώς λοιπόν ἔφθασαν στήν ἔρημο, νύκτωσε. Τότε ὁ ὅσιος μάζεψε λίγη ἄμμο, τῆς ἔκανε προσκέφαλο καί τῆς εἶπε νά κοιμηθῆ.  Λίγο πιό ἐκεῖ ὁ Ὅσιος προσευχόταν. Τά μεσάνυχτα, ὅταν ὁ Ὅσιος πῆγε νά κάνη τήν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ, βλέπει φῶς στό μέρος, πού κοιμόταν ἡ Παϊσία. Ἔφθανε ἕως τον οὐρανό καί ἅγιοι Ἄγγελοι ἀνέβαζαν τήν ψυχή της στόν Παράδεισο. Ἀπόρησε καί πηγαίνοντας κοντά της εἶδε πὼς πέθανε. Ἔκανε δέηση προς τόν Κύριο νά τοῦ φανερώση, ἐάν σώθηκε. Τότε ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου ἀπό τόν οὐρανό καί τοῦ λέγει: «Γνώριζε, Ἀββᾶ, ὅτι ἡ λίγη ὥρα τῆς μετανοίας της ἦταν ἰσάξια μέ πολλά ἔτη, ἐπειδή ἔγινε μέ ὅλη της τήν ψυχή καί μέ ἀνείπωτη κατάνυξη καρδιᾶς»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου