Τὸ πρόσωπον τῆς φεροµένης ὡς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Τοῦ κ. ∆ηµητρίου Ἰ. Κάτσουρα, Θεολόγου

3ον
Πρόκειται γιά ἕνα περίπου πεντασέλιδο κείµενο τό χαρακτηριστικό τοῦ ὁποίου εἶναι ὅτι δέν περιέχει οὔτε µία (1) φορά τή λέξι αἵρεσι ἤ αἱρετικός, καθώς ἐπίσης (οὔτε) καί τή λέξι-φράσι Ἅγιος-ἅγιοι καί Ἅγιοι Πατέρες! [Σηµείωσι: Μόνο µία ἀναιµική ἀόριστος ἀναφορά περί «τῆς πατερικῆς παραδόσεως» γίνεται σέ ἕνα µόνο σηµεῖο του.] Τήν δέ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τήν προσδιορίζει καί οὐσιαστικῶς τήν περιορίζει, ἀλλά καί τήν ἑτεροπροσδιορίζει µονοσήµαντα, ὡς τήν Ἐκκλησία πού διαθέτει πιστότητα εἰς τήν διδασκαλία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουµενικῶν Συνόδων. Ὡς νά ἔπαυσε (ἀπό) τότε νά ὑφίσταται ἡ πλήρης καί ἀδιαίρετος Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία! Καί, ὡς νά µή ὑπάρχη πέραν τοῦ ὀγδόου (8ου ) µ. Χ. αἰῶνος ὁτιδήποτε σηµαντικό καί ἀπαραίτητο γιά τήν ἐκκλησιολογική ταυτότητα καί αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς πρός τήν Πίστι καί τήν Παράδοσί της, ἀλλά καί τή στάσι της ἔναντι τῶν αἱρέσεων (πλέον ἀποκαλουµένων Ἐκκλησιῶν καί ὁµολογιῶν). Θά ἀντιτείνη κάποιος: µά τί χρειάζεται εἰς ἕνα κείµενο ἀναφερόµενο στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστιανικό κόσµο νά συµπεριλαµβάνονται τέτοιες λεπτοµέρειες; Εἶναι προφανές ὅτι ἀκριβῶς καί κατ’ ἐξοχήν σέ ἕνα τέτοιο κείµενο προέχει ἡ δήλωση καί ὁµολογία τῆς ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος καί µάλιστα µέ σαφήνεια, γιά νά ἀκολουθήση, ἀκριβῶς βάσει αὐτῆς, ἡ ἀναφορά στίς σχέσεις πρός τούς ἑτεροδόξους. Ἄλλωστε (καί) σέ κανένα ἄλλο κείµενο τῆς ἐν λόγω Συνόδου δέν ἔχει περιληφθεῖ σχετική σαφής καί ὀρθή περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως ἐκκλησιολογική καί Θεολογική τοποθέτησις. ∆ίνεται δέ ἐν τέλει ἡ ἐντύπωσι, ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος δέν ἀπευθύνεται εἰς τά µέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, διαβεβαιώνουσα ὅτι δέν ἔχει λόγους νά προβάλη τήν ὀρθότητα τῆς Πίστεως, ἀλλά ὡς µοναδικό σκοπό τό νά προωθήση τό ὅραµα µιᾶς ἀµφιλεγοµένης ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου. Εἰδικώτερον, τά προβληµατικά ἕως ἀντορθόδοξα σηµεῖα τοῦ συγκεκριµένου Κειµένου εἶναι:
Ἡ τοποθέτησις ὅτι « Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεµελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας .... καί ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καί τοῖς µυστηρίοις.» Πρόκειται περί µιᾶς ἐπιµελῶς ἀδιευκρινίστου καί διφορουµένης διατυπώσεως. Τί σηµαίνει ὅτι ἡ (Ὀρθόδοξος) Ἐκκλησία θεµελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως ὄπισθεν τῆς πρώτης ἀναγνώσεως περί τῆς θέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τοῦ θεµελίου τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιδιαστέλλεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρός τήν καθόλου Ἐκκλησία, τήν ὁποία τε- λικῶς δέν τήν ἐκπροσωπεῖ, οὔτε ἐκφράζει, οὔτε ὑποστασιάζει καµµία «ἱστορική» ἐκκλησία, ἀλλά ὅλες µαζί καί τοῦτο µελλοντικῶς, µετά τήν ἀποκατάστασι τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἴσως καί ὁµολογιῶν, µεταξύ των; Ἐπιπροσθέτως, τί σηµαίνει ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας θεµελιοῦται ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι; Μήπως, ἐδῶ, ἀκριβῶς, υἱοθετεῖται τό ἀπό δεκαετιῶν προωθούµενο στά πλαίσια τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν (Ν. ∆ελχί) µοντέλο περί µετατοπίσεως τοῦ κέντρου βάρους τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Χριστολογία στήν Τριαδολογία; Ἔτσι, ὅµως, ἀνοίγει ὁ δρόµος γιά τήν υἱοθέτησι καί τῶν θεωριῶν περί τῆς Ἀγίας Τριάδος ὡς πρώτης Ἐκκλησίας καί κοινωνίας προσώπων, τά ὁποῖα, προερχόµενα ἀπό τήν περσοναλιστική φιλοσοφία καί τίς ἐπιρροές της σέ θεολόγους τῆς Ρωσικῆς ∆ιασπορᾶς στήν Εὐρώπη, χρησιµοποίησε γιά τό ἄνοιγµά της στόν Οἰκουµενισµό ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος! Ἡ τοποθέτησις ὅτι « Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία,...., ἐπρωτοστάτησε µάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, µετέσχε τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐµφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαµόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς». Πρόκειται γιά ἐµφανεστάτη προσπάθεια ἀµνηστεύσεως τοῦ ἀπ’ ἀρχῆς οἰκουµενιστικοῦ, δηλαδή αἱρετικοῦ, χαρακτῆρος καί περιεχοµένου τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως. Ποία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πότε, ποῦ καί πῶς ἐπρωτοστάτησε στήν Οἰκουµενική Κίνησι; Μήπως ἀποφεύγεται νά λεχθῆ ἡ ἱστορική ἀλήθεια περί τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου νά προαγάγουν ὁλόκληρη τήν Ὀρθοδοξία στό χῶρο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, πρωτοστατούντων Μασώνων Πατριαρχῶν; Μήπως, θά ἦταν ἐντιµότερο νά γίνεται ἀναφορά, ὥστε νά γνωρίζουµε ἐπακριβῶς περί τίνος γίνεται λόγος, περί τῆς αἱρετικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 (Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως), ἀλλά καί νωρίτερον τοῦ 1902, τήν καί ὡς Καταστατικό Χάρτη τοῦ Οἰκουµενισµοῦ θεωρουµένη; Πότε δέ καί πῶς ἡ, κατ’ εὐφηµισµόν, λεγοµένη Οἰκουµενική Κίνησις, τῇ ἀληθείᾳ Οἰκουµενιστική οὐνία, ἔλαβε ἔγκρισι ὡς ἐκκλησιαστικῶς καί κανονικῶς ἀποδεκτή στάσι καί δραστηριότητα; Μήπως δέ οἱ ὁδοί καί τρόποι τῆς συγχρόνου ἀναζητήσεως τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ, προβλεπόµενος ἀπό τήν σαφῶς αἱρετική Πατριαρχική Συνοδική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, συµφυρµός µετά τῶν αἱρετικῶν καί ἡ ἀµνήστευσι τῶν αἱρέσεων τίς ὁποῖες ἀποκαλεῖ καί θεωρεῖ ὡς «Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ»; Ἡ τοποθέτησις ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστια- νικῶν Ἐκκλησιῶν...µή εὑρισκοµένων ἐν κοινωνίᾳ µετ’ αὐτῆς». Πρόκειται γιά σαφεστάτη παραδοχή καί ἀναγνώρισι ἐκκλησιαστικότητος σέ αἱρέσεις, ὅπως ὁ Παπισµός, θέσι πού βρίσκεται ἄντικρυς ἀντίθετη στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τίς ἀποφάσεις δύο Οἰκουµενικοῦ κύρους Ἁγίων καί ὄντως Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (τῶν ἐπί Μ. Φωτίου καί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, τόν 9ον καί 14ον αἰώνα, ἀντιστοίχως) καί σειρᾶς τοπικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων τῶν τελευταίων δέκα αἰώνων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ τοποθέτησις ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κό- σµον....ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἐν τῆ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21). Πρόκειται γιά στανική ἐπιβολή τῆς πολλάκις ὑπό πολλῶν θεολογικῶς ἀποδειχθείσης ὡς οἰκουµενιστικῆς παρερµηνείας τοῦ προαναφερθέντος Κυριακοῦ λόγου καί τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, ἀφορώσης στήν ἑνότητα τῶν πιστῶν µαθητῶν τοῦ Κυρίου (καί ὄχι τῶν αἱρετικῶν καί ψευδαδέλφων) µεταξύ των, ὡς ἀπορροίας µάλιστα τῆς προηγουµένης ἑνώσεως αὐτῶν µετά τοῦ Κυρίου, ἐν τῇ ἀκτίστῳ Αὐτοῦ δόξῃ. Συνιστᾶ πρόκλησι καί αἱρετική τακτική ἡ, πρός χάριν τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, παραποίησι τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, πρός ἐπηρεασµό τῶν ἁπλουστέρων ὅτι δῆθεν εἶναι θέληµα Θεοῦ ἡ ἕνωσι µετά τῶν αἱρετικῶν, παρά τίς δογµατικές µετ’ αὐτῶν διαφορές µας. Ἡ τοποθέτησις ὅτι «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουµένη µεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἰς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδοµένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως»! Ὥστε τό ζητούµενο στούς θεολογικούς διαλόγους εἶναι ἡ «λύσις» (λέξις κλειδί ἐν προκειµένῳ) τῶν παραδεδοµένων (καί ὄχι ὑφισταµένων) θεολογικῶν διαφορῶν; ∆ηλαδή, τό νά κατορθώσουµε ἐµεῖς ὅ,τι δέν κα- τόρθωσαν οἱ πρό ἡµῶν Ἅγιοι Πατέρες! Οἱ αἱρετικές δογµατικές παρεκκλίσεις τοῦ Παπισµοῦ, ἐπί παραδείγµατι, θεωροῦνται ὡς ἁπλές θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες ἐνδεχοµένως νά ἐπιλυθοῦν καί διά µεσότητος, µέ ἀµοιβαῖες ὑποχωρήσεις, ὅπως ἐπιλύονται οἱ κοσµικές διαφορές. Αὐτή ἡ τοποθέτησι ἀποτελεῖ παραλλαγή τῆς γνωστῆς βλασφήµου διατυπώσεως (τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου), κατά τήν ὁποία τό Σχίσµα καί ἡ αἵρεσι τοῦ Παπισµοῦ ἀποτελοῦν κληροδοτηθεῖσα εἰς ἡµᾶς διάσπασι ὑπό τῶν θυµάτων τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως προγόνων µας, δηλαδή τῶν εὐσεβῶν πατέρων µας, ἐν οἷς καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες αὐτῆς τῆς περιόδου! Κανείς, ἕως τώρα, δέν ἀπεδείχθη ἱκανός καί ἄξιος ἄνδρας, διά νά ὑπερβεῖ τήν νοσηρά αὐτή κατάστασι τῆς ἀντιπαραθέσεως-διαιρέσεως, ἕως ὅτου ἀνέτειλε ὁ «φαεινός ἀστήρ ὀνόµατι Ἀθηναγόρας, ὁ µέγας», κατά τόν κ. Βαρθολοµαῖο Πατριάρχης, γιά νά διακηρύξη ὅτι παρῆλθεν ὁ αἰών τοῦ δόγµατος καί τόν διαδέχεται ὁ αἰών τῆς καταλλαγῆς καί τῆς ἀγάπης! Ἐπίσης, ὅµως, σκοπός τῶν θεολογικῶν ∆ιαλόγων εἶναι (κατά τό Κείµενο) καί «ἡ ἀναζήτησις τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς Πίστεως»! ∆ιαλεγόµεθα ἀναζητώντας τρόπους πού θά µᾶς ὁδηγήσουν ὁπωσδήποτε στόν δεδοµένο ὡς ἀντικειµενικό σκοπό καί τέλος, τῆς ἑνότητος! ∆ηλαδή, διά νά µή χάσωµε τή λογική καί τήν σοβαρότητά µας, διαλεγόµεθα, συµφώνως πρός τήν νέα, µεταπατερική νοοτροπία καί θεώρησι τῶν θεολογικῶν ∆ιαλόγων, ἔχοντας προδιαγεγραµµένη καί προσυµπεφωνηµένη τήν ἔκβασι καί κατάληξί των! Ἡ τοποθέτησις ὅτι «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῆ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσµιον Συµβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.)...ἕν συγκεκροτηµένον διαχριστιανικόν σῶµα» µέ «σηµαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσµου.» Πρόκειται γιά ἀναγνώρισι καί καθιέρωσι τοῦ παναιρετικοῦ συνονθυλεύµατος µέ τό ὄνοµα Π.Σ.Ε., τό ὁποῖο ἔχει, ἀπό τῆς ἱδρύσεώς του καί µέχρι σήµερον, χρεωθεῖ πλῆθος φρικτῶν, ὡς βλασφήµων ἀπό ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ἐνεργειῶν, ἐκδηλώσεων καί κειµένων στό ἐνεργητικό του, ὅπως αὐτά ἔχουν καταγραφεῖ καί δηµοσιευθεῖ κατά κόρον. Ἀρκεῖ νά ἀναλογισθῆ κανείς ὅτι, αὐτό τό ὁποῖον ἐπιχειρεῖται νά «νοµιµοποιηθῆ», πανορθοδόξως, ὡς ὄργανον διά τήν προώθησιν τοῦ Θείου θελήµατος περί «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ὄχι ἁπλῶς θά ἦτο ἀδιανόητον γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐξάπαντος θά ἐθεωρεῖτο ὑπό ἐκείνων βλάσφηµο καί βδελυκτό! Νέοι καιροί, βεβαίως, νέα ἤθη! Ἡ ἐξίσωσις, σέ οἱοδήποτε ἐπίπεδο καί συνθήκη συµβαίνει, τῆς Ὀρθοδοξίας µετά τῶν αἱρέσεων, ἀκόµη καί τῶν πλέον βλασφήµων ἐξ αὐτῶν, ἡ ὁποία πρακτικῶς καί θεωρητικῶς ἰσχύει ὡς κανών λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε., δέν ἀναιρεῖται ἀπό λεκτικές καί µόνον διαφορο- ποιήσεις, ὡς αὐτή τοῦ Κειµένου περί µή ἀποδοχῆς τῆς ἰδέας τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁµολογιῶν», καθ’ ἥν στιγµήν ἡ ἰδέα αὐτή εἶναι κυρίαρχος καί δοµική γιά τήν σύστασι, τήν ὕπαρξι καί τή λειτουργία αὐτοῦ τοῦ ὀργανισµοῦ. Αὐτό δέ πού προβάλλεται ὡς ἄλλοθι γιά τή συνέχισι τῆς συµµετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. ἰσοτίµως µεταξύ ὅλων τῶν ἄλλων αἱρετικῶν ὁµάδων καί κοινοτήτων, δηλαδή ἡ ἐπίκλησι Καταστατικοῦ ἄρθρου τοῦ Π.Σ.Ε., σύµφωνα µέ τό ὁποῖο «µέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι µόνον αἱ Ἐκκλησίαι καί αἱ ὁµολογίαι, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κ.Η.Ι.Χ. ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁµολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν,...κατά τό Σύµβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως», τοῦτο ἀπό µόνο του συνιστᾶ ἀξιοκατάκριτο δογµατικό µινιµαλισµό, ἀλλά καί µεγίστη ὑποκρισία. Πρός πίστωσι ἀρκεῖ νά πληροφορηθῆ κανείς ποιά εἶναι σήµερον τά µέλη τοῦ Π.Σ.Ε.! Ἐπιπλέον, ἡ τοποθέτησι, ὡς ρητή ἀποδοχή καί ἀναγνώρισι στό Π.Σ.Ε. ὡς προφανῶς θεαρέστου σκοποῦ του, ἤτοι «νά φέρη τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγη τήν µελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητηµάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος»(∆ήλωσις τοῦ Τορόντο, παρ. 2)» συνιστᾶ, πέραν τῆς ἀπαραδέκτου ὁµολογίας ὑπάρξεως πολλῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκχώρησι καί µεταβίβασι τῆς ὑποθέσεως τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος ἀπό τά χέρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στά χέρια καί τούς σχεδιασµούς τῶν ὑπευθύνων τοῦ Π.Σ.Ε, δηλαδή αἱρετικῶν προσώπων καί ὀργάνων ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ! Ἡ ἀντίφασι ὡς πρός τήν ἀρχική τοποθέτησι, στή σχετική διατύπωσι (πρώτη παράγραφο) τοῦ ἐν λόγῳ κειµένου, εἶναι προφανής, ὅπως καί ἡ ἀκύρωσί της. Ἐκεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖται «ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσµου.» Αὐτή, ὅµως, ἡ ἀρχική τοποθέτησι διολισθαίνει σταδιακῶς ἐντός τοῦ κειµένου καί καταλήγει νά ἀκυρώνεται διά τῆς προβολῆς καί ἀποδοχῆς, τελικῶς, τοῦ Π.Σ.Ε ὡς ὀργάνου τοῦ Θείου θελήµατος, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ τά δέοντα πρός τήν ἐκπλήρωσί του. Μόνον πού κάθε ἄλλο παρά κυρία εἶναι ἡ θέσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη- σίας µέσα στό Π.Σ.Ε. καί, βεβαίως, κάθε ἄλλο παρά ἐξασφαλίζονται, οὔτε κἄν στοιχειωδῶς, οἱ προϋποθέσεις ἐπιτεύξεως τοῦ ὑποτίθεται πανορθοδόξως «κοινοῦ σκοποῦ», ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναφέρεται στό Κείµενο, «εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῆ ἀγάπῃ ἑνότητος.» Ἀξιοσηµείωτη καί χαρακτηριστική, προφανῶς δέ καθόλου τυχαία, εἶναι καί ἡ τοποθέτησι πρός τό τέλος τοῦ Κειµένου, ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόµων ἤ ὁµάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς µαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται µόνον διά τοῦ συνοδι- κοῦ συστήµατος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρµόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεµάτων πίστεως.» ! Ἐνταῦθα πρέπει νά ἀναζητήσωµε πολλές ἀπαντήσεις σέ καίρια περί τῆς συγκλήσεως τῆς φεροµένης ὡς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη- σίας, ἐρωτήµατα καί προβληµατισµούς. Σ’ αὐτή τήν παράγραφο συµπυκνώνεται καί συγχρόνως ἀποκαλύπτεται ἡ σαθρότης τοῦ φρονήµατος τῶν διοργανωτῶν καί ἐµπνευστῶν της, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἐπικινδυνότητα τῆς συγκλήσεως αὐτῆς τώρα καί ὑπό τίς ὑπάρχουσες, ἐντελῶς ἀκατάλληλες, συνθῆκες καί προϋποθέσεις.


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου