- Προσευχές και λιτανείες κάνομε κάθε μέρα, αλλά δεν εισακουόμεθα....

ΈΝΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ, από τούς μεγάλους, ξεκίνησε μια μέρα να πάη στο όρος Σινά, για να επισκεφθή τούς Μοναχούς που ασκήτευαν εκεί επάνω. Στο δρόμο συνάντησε έναν απ’ αυτούς, κι’ ανέβαιναν σιγά - σιγά συζητώντας.

- Βρισκόμαστε σε μεγάλη στενοχώρια, Αββά, είπε αναστενάζοντας ο Μοναχός. Έχει μήνες να βρέξη και μας έλειψε τελείως το νερό.

- Γιατί δεν παρακαλείτε τον Θεόν να σας στείλη βροχή; ρώτησε ο Γέροντας.

- Προσευχές και λιτανείες κάνομε κάθε μέρα, αλλά δεν εισακουόμεθα.

- Τότε δεν προσεύχεσθε, όπως πρέπει, είπε ο Πατήρ. Έλα, Αδελφέ, να κάνωμε μια προσευχή μαζί κι’ ελπίζω πως θα την δεχτή ο φιλεύσπλαγχνος Θεός. Στάθηκαν. Ο Άγιος Γεροντας σήκωσε τα χέρια του στον Ουρανό και έκαμε μια σύντομη, αλλά θερμη προσευχή στον Κυριο, να λυπηθή τα πλάσματά Του που υποφέρουν και να στείλη σ’ αυτά την ευεργετική βροχή Του. Δεν είχε προφθάσει να τελειώση, όταν πελώρια μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό και άρχισε να βρέχη ραγδαία βροχή. Σαστισμένος ο Αδελφός από το θαύμα, που έγινε τόσο αστραπιαία μπροστά στα μάτια του, έμεινε πολλή ώρα σαν απολιθωμένος. Ύστερα έβαλε μετάνοια στον Αββά και με πολλήν ευλάβεια του φίλησε τα πόδια. Εκείνος πάλι αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, δεν συνέχισε την πορεία του, αλλά γύρισε πίσω στο κελλί του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου