Η απάντηση Κολοκοτρώνη στον Χάμιλτον για τα περί συμβιβασμού με τους Τούρκους και η υπόσχεση για έναν παντοτινό πόλεμο

«Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ᾿ ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦτον μὲ ἕνα λαόν, ὁποὺ ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθεῖ, παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήσει τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαόν, ἀλλ᾿ ὡς σκλάβους. Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ· μοῦ εἶπε ὅτι: "πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμόν, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει". Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι: "Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς, Καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμεν μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί καὶ ἄλλοι, καθὼς ἡμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε· ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸν πόλεμον μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα". Μὲ εἶπε: "Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;" – "Ἡ φρουρὰ τοῦ Βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά". Ἔτζι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον».



Τερτσέτη Απαντα, «Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα», εκδόσεις Χρ. Γιοβάνης, τόμος Γ', σελ. 179.
Ο αρχιστράτηγος του μεγάλου Αγώνα οριοθετεί τον χώρο της ελληνικότητας. Οποιος περάσει τα σύνορα των νοημάτων του λόγου του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη σε σχέση με τα κίνητρα της Εθνεγερσίας και τη συμπεριφορά του δυνάστη αυτομάτως εντάσσεται στη συνομοταξία των Νενέκων και των διαχρονικών γλοιωδών συνεργατών του κάθε Μπραΐμη και Μαχμούτη. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια και οι αναζητήσεις «προεκτάσεων» και «αφανών κινήτρων» εκεί που δεν υπάρχουν εξυπηρετούν τους πάντες εκτός από την Ελλάδα και την αλήθεια. Ο αγώνας ήταν εθνικός και η μοναδική απάντηση στον Σουλτάνο, που μας θεωρούσε σκλάβους, ήταν η βία.
Επίσης ο Κολοκοτρώνης δεν περιορίζει χρονικά την εχθρική στάση του Ελληνισμού απέναντι στους Τούρκους. Στην περιγραφή των ελληνοτουρκικών σχέσεων που έκανε στον Χάμιλτον χρησιμοποιεί τη λέξη «ποτέ». Αυτό αφορά την πιθανότητα συμβιβασμού με τους κατακτητές. Το λέει για το παρελθόν και προβάλλει το αυτό και για το μέλλον. Δεν είναι δυνατό να υπάρξει συμβιβασμός με μια δύναμη η οποία στήθηκε πάνω σε κλεμένα εδάφη, ποταμούς αίματος ελληνικού, σε βεβηλωμένους χώρους λατρείας του Χριστού και στους συλημένους τάφους των προγόνων μας.

Ποτέ και πάντα
Επίσης ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με αυτή την ιστορικής σημασίας απάντηση στα περί συμβιβασμού που του πρότεινε ο Χάμιλτον υπόσχεται παντοτινό πόλεμο στους Τούρκους («ποτέ» και «πάντα» - δυο λέξεις βαριές όσο η αιωνιότητα) και κάνει αποδοχή κληρονομιάς: «Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε· η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους».

Βασιλιάς για τον Γέρο του Μωρηά ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτωρ του υπερχιλιετούς θαύματος του Βυζαντίου. Ο Κολοκοτρώνης αλλά και το σύνολο των μπαρουτοκαπνισμένων ηρώων της Εθνεγερσίας είχαν κοινή αντίληψη: άπαντες οι Ελληνες είναι κληρονόμοι και συνεχιστές και της αρχαίας και της βυζαντινής Ιστορίας. Δεν διαχώριζαν την προχριστιανική από τη χριστιανική εποχή του έθνους.

Και για το τέλος, μερικές διαπιστώσεις του Κολοκοτρώνη για τις απαιτήσεις μιας καλής ελληνικής ηγεσίας, που μπορεί να φανούν χρήσιμες σε όλους όσοι θέλουν να του μοιάσουν - έστω και στο ελάχιστο: «Ἡ ἀρχηγία ἑνὸς στρατεύματος Ἑλληνικοῦ ἦτον μία τυραννία, διατὶ ἔκαμνε καὶ τὸν ἀρχηγό, καὶ τὸν κριτή, καὶ τὸν φροντιστή, καὶ νὰ τοῦ φεύγουν κάθε ἡμέρα καὶ πάλιν νὰ ἔρχονται· νὰ βαστάει ἕνα στρατόπεδον μὲ ψέμματα, μὲ κολακεῖες, μὲ παραμύθια· νὰ τοῦ λείπουν καὶ ζωοτροφίες καὶ πολεμοφόδια, καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν καὶ νὰ φωνάζει ὁ ἀρχηγός· ἐνῶ εἰς τὴν Εὐρώπην ὁ Ἀρχιστράτηγος διατάττει τοὺς στρατηγούς, οἱ στρατηγοὶ τοὺς συνταγματάρχας, οἱ συνταγματάρχαι τοὺς ταγματάρχας καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἔκανε τὸ σχέδιόν του καὶ ἐξεμπέρδευε. Νὰ μοῦ δώσει ὁ Βελιγκτὼν 40.000 στράτευμα τὸ ἐδιοικοῦσα, ἀλλ᾿ αὐτουνοῦ νὰ τοῦ δώσουν 500 Ἕλληνας δὲν ἠμποροῦσε οὔτε μιὰ ὥρα νὰ τοὺς διοικήσει. Κάθε Ἕλληνας εἶχε τὰ καπρίτσια του, τὸ θεό του, καὶ ἔπρεπε νὰ κάμει κανεὶς δουλειὰ μὲ αὐτούς, ἄλλον νὰ φοβερίζει, ἄλλον νὰ κολακεύει, κατὰ τοὺς ἀνθρώπους».


Παναγιώτης Λιάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου