ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΡΟΣΥΝΟΔΟΥ

«Μη μέταιρε όρια, α έθεντο οι Πατέρες σου». Σοφία Σολομώντος.  

Η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απεδέχθη την σύγκλησιν Πανορθοδόξου Προσυνόδου. Ομολογούμεν, ότι το γεγονός είναι εν εκ των σημαντικωτέρων, δια την Ορθοδοξίαν καθόλου, κατά τους τελευταίους τέσσαρας αιώνας, και το μέγιστον, εξ όσων γνωρίζομεν εν τω κλίματι της Ελληνικής Εκκλησίας, από της απελευθερώσεως του Έθνους. Διο και χαίρομεν σφοδρώς.                                                                                                                                                                                  
Είχομεν γνωρίσει την Εκκλησίαν μας κατά κρημνών φερομένην, υπό της Προτεσταντικής αντιβασιλείας του Όθωνος, και ωδυνήθημεν. Την είδομεν ριπιζομένην υπό του αντορθοδόξου πνεύματος του Θεοκλήτου Φαρμακίδου, και επενθήσαμεν. Την εθεωρήσαμεν δεινώς υπό της Σιμωνίας κατακλυζομένην, και εκλαύσαμεν. Ήδη την βλέπομεν δεσμίαν τυραννικώς επί το άρμα της Πολιτείας, ης οι άρχοντες αποδεικνύονται μασόνοι, και πάσχομεν. Και το τραγικώτερον, ότι σήμερον την ζώμεν εσωτερικώς εσχισμένην, και σπαράσσεται η καρδία μας. 
Τι είναι δυνατόν να προκύψη από την εν λόγω Προσύνοδον; Άγνωστον. Η Πανορθόδοξος Προσύνοδος αποτελεί ασφαλιστικήν δικλείδα, και αμφίστομον μάχαιραν. Τούτο θα εξαρτηθή, όχι τόσον από τα υπό συζήτησιν θέματα, αλλά από τον τρόπον εξετάσεως. Εάν δηλονότι, εξ αφορμής της μνημονεύσεως αυτών επιδιώκεται η κραταίωσις της ισχύος των θεμάτων, η πληρεστέρα δια λόγου συνειδητοποίησίς των, ως μη επιδεκτικών ερεύνης, ή πρόκειται περί τάσεως συζητήσεως και αναθεωρήσεώς των. Το πράγμα εν προκειμένω είναι κινδυνωδέστατον, όσον και απλούν. Τίποτε δεν δικαιολογεί τους φόβους μας ακόμη, αλλ’ ούτε και την πλήρη ικανοποίησίν μας.  
Εκ του προγράμματος των ζητημάτων της Προσυνόδου ουδεμία παρέχεται διασάφησις, περί του τρόπου καθ’ ον τίθενται αυτά. Εν τω συνόλω δε αυτών αποτελούν αντιγραφήν των θεμάτων, άτινα ετέθησαν κατά το έτος 1930 εις την εν Αγίω Όρει συνελθούσαν Διορθόδοξον Επιτροπήν. Μήπως πρόκειται ενταύθα περί της μήπω εισέτι πραγματοποιηθείσης Προσυνόδου, ήτις θα προετοιμάση το έδαφος προς σύγκλησιν Οικουμενικής Συνόδου, ως είχε τότε διακηρυχθή; Δεν γνωρίζομεν. Εκείνο όμως, όπερ γνωρίζομεν, είναι ότι η του 1930 Επιτροπή ηναλώθη τας περισσοτέρας ημέρας, εις το θέμα της μη συμμετοχής της Ρωσσικής Εκκλησίας, ούσης κατατετμημένης εις πολλάς Εκκλησίας. Αι σημεριναί συνθήκαι είναι έτι δυσμενέστεραι δια την τοιαύτην Προσύνοδον, επί τω λόγω, ότι αι πλείσται των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τελούν υπό την επιρροήν κομμουνιστικών καθεστώτων. Υπό τοιαύτας προϋποθέσεις, είναι δυνατή η ελευθέρα έκφρασις των βουλών των Εκκλησιών;
Η εν Αγίω Όρει Διορθόδοξος Επιτροπή υπήρξε τολμηροτέρα, εις την προβολήν των θεμάτων, της μελετωμένης Προσυνόδου, κατά τα δύο ταύτα: «Αναθεώρησις και Κωδικοποίησις των Ι. Κανόνων» ως και «Ημερολόγιον και Πασχάλιον». Τα θέματα ταύτα εγένοντο δεκτά υπό της Επιτροπής, όπως συζητηθώσιν εν τη Προσυνόδω. Μόνον η λέξις «Αναθεώρησις», επολεμήθη υπό του Γρόδνο Αλεξίου, αντιπροσώπου της Πολωνικής Εκκλησίας, ως δυναμένη να σκανδαλίση τας συνειδήσεις των πιστών. Διότι ποία αναθεώρησις των Ι. Κανόνων είναι νοητή; Ο δε Αχρίδος εξέφρασε και μίαν σοβαρωτάτην ανησυχίαν, ην διετύπωσεν ως εξής: «…Έχοντες πικράν την πείραν εξ άλλης Συσκέψεως, (εννοεί το Πανορθόδοξον Συνέδριον της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1923) εν η και η ημετέρα Εκκλησία είχεν αντιπροσώπους, αναγκαζόμεθα να είμεθα ωμώς ειλικρινείς. Είναι γνωστόν, ότι αι αποφάσεις της Συνελεύσεως εκείνης, καίπερ μη γενόμεναι αποδεκταί, εθεωρήθησαν ως αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου, και τούτο εδημιούργησε είδός τι Σχίσματος…». Δια τούτου, ο Αχρίδος Νικόλαος, υπαινίσσεται την γενομένην συζήτησιν επί του δυνατού της διορθώσεως του Ημερολογίου, ην συζήτησιν, «ως απόφασιν Οικουμενικής Συνόδου», έσπευσεν η Εκκλησία της Ελλάδος να εφαρμόση, παρά τας διαφωνίας των επί μέρους Εκκλησιών και των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, πράγμα όπερ «εδημιούργησεν είδός τι Σχίσματος…». Ο αναγνώστης δέον να σημειώση, ότι η κατηγορία του Αχρίδος ελέγχει την ανειλικρίνειαν του μακαρίτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, όστις, εις βιβλιάριόν τι υπό τον τίτλον: «Ημερολογιακών κατηγοριών έλεγχος» εκδοθέν το έτος 1937, αγωνίζεται να πείση τον κόσμον, ότι επιέζετο συνεχώς υπό του Σέρβου Πρέσβεως, όπως χωρήση άνευ αναβολής, εις την εφαρμογήν του διωρθωμένου Γρηγοριανού Ημερολογίου. Το ίδιον υπεστήριξεν ο μακαρίτης—«ο αποθανών δεδικαίωται»--και περί του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ότι δήθεν ο Πατριάρχης Φώτιος, αντιτιθέμενος εις την αποδοχήν του Γρηγοριανού και τασσόμενος υπέρ της λύσεως δι’ οικουμενικής Συνόδου, απέστειλεν εν τέλει εις Ελλάδα τον Μητροπολίτην Λεοντοπόλεως Χριστοφόρον—νυν Πατριάρχην Αλεξανδρείας—όστις ωμολόφησεν, ότι όντως επείγει η εισαγωγή του Γρηγοριανού Ημερολογίου. Ενώ ακριβώς μετά εν έτος, από της καινοτομίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, εκυκλοφόρησε φυλλάδιόν τι του Λεοντοπόλεως, δι’ ου κατεφέρετο ούτος μετά ασυνήθους δριμύτητος εναντίον του Αθηνών.
Θλιβεράν εντύπωσιν προκαλεί εις ημάς τους Αγιορείτας η απουσία του Ημερολογιακού ζητήματος εκ των θεμάτων της Πανορθοδόξου Προσυνόδου. Εν τούτοις, η Εκκλησία της Ελλάδος είχεν επιδείξει εξαιρετικόν ενδιαφέρον, δια το ζήτημα τούτο το 1930 εις την Διορθόδοξον Επιτροπήν. Πεισθείς περί του λάθους του, ο μακαρίτης Χρυσόστομος, μετά εξαετή πειραματισμόν, ή προσπαθών να παρασύρη εις την περιπέτειαν και τας άλλας Εκκλησίας, ίνα προσδώση νομιμότητα εις την αντικανονικήν ενέργειάν του, έγραφε προς τους εκπροσωπούντας εις την Επιτροπήν την Εκκλησίαν της Ελλάδος, μακαρίτην Γεννάδιον Θεσσαλοκίκης και Κερκύρας κ. Αθηναγόραν—νυν Οικουμενικόν Πατριάρχην—ότι «περιληφθήσονται, ως εικός, εκ των πρώτων τα υπό επείγουσαν μορφήν προβάλλοντα ζητήματα του Ημερολογίου και του Πασχαλίου». Αλλ’ η Επιτροπή ούτε καν εσχολίασε το θέμα, όπερ έκαιε τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών, και φυσικά αφέθη, δια την Πανορθόδοξον Προσύνοδον.                                                                                                                                                                                              
Θεωρούμεν αναγκαίον να υπομνήσωμεν ενταύθα, πόσον συνδεδεμένον είναι το διωρθωμένον Γρηγοριανόν Ημερολόγιον μετά του Πασχαλίου Κανόνος, αφού κατενοήθη το αδύνατον της υπάρξεως του πρώτου άνευ της αναθεωρήσεως και προσαρμογής και του δευτέρου. Εάν η πρόχειρος μεταπήδησις κατά δέκα τρεις ημέρας έλυε οριστικώς το ημερολογιακόν ζήτημα, ουδεμία εντεύθεν ανάγκη θα προέκυπτε περί μνείας του Πασχαλίου, επί ανατροπή Κανόνος της α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ώστε οι Παλαιοημερολογίται, βλέποντες μακράν, δικαίως διαμαρτύρονται, δι’ αντικανονικάς ενεργείας της Εκκλησίας μας.                                                                                                                                                                                                 
Ας μας επιτραπή να είπωμεν τινα δια το Ημερολογιακόν ζήτημα, το οποίον από του 1924 αποτελεί μέγαν πειρασμόν εν τη Εκκλησία και εσκανδάλισε χιλιάδας συνειδήσεων. Το ημερολογιακόν εψύχρανε πιστούς, ωδήγησεν εις απείθειαν, εις χωρισμόν, εις δημιουργίαν ιδίας Εκκλησίας. Η ενότης εν τη περιοχή της Ελληνικής Εκκλησίας διεσπάσθη. Ευσεβέστατοι χριστιανοί απέκοψαν εαυτούς από της κοινωνίας των λοιπών πιστών. Και αυτοί δεν είναι ολίγοι· πολλαί χιλιάδες κατά συνείδησιν θρησκευομένων αδελφών. Προήλθεν εκ τούτου διάστασις, ανταγωνισμός, εκατέρωθεν άμυνα. Ηκολούθησαν διωγμοί, ελέχθησαν άτοπα, ετέθη εν αμφιβόλω η Κανονική ευστάθεια της Εκκλησίας μας. Κόμματα επί κομμάτων εσχηματίσθησαν και διερράγη ο θεοϋφαντος και άρραφος χιτών του Κυρίου. Τι πταίουν εις ταύτα οι παλαιοημερολογίται; Άνθρωποι ευλαβέστατοι και απλοί, φοβούμενοι περί της σωτηρίας της ψυχής των, προετίμησαν συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν κακώς εννοουμένην ειρήνην. Πολλοί τους ωνόμασαν όχλον. Η λέξις είναι άστοχος και αντιχριστιανικωτάτη. Ο Χριστός εις αυτόν τον όχλον επανεπαύετο. Υπέρ αυτού ο Παύλος ενομοθέτει. Χάριν αυτού οι Πατέρες εδογμάτισαν. Παραβραχύ να είπωμεν, ότι αυτοί είναι αληθώς εκλεκτοί. Τον Παύλον τον εκατηγόρησαν ότι είχε περιμαζέψει όλους τους πληβείους της Μεσογείου, δια να κάμη τας Εκκλησίας του Χριστού. Και απαντά εγκαυχώμενος: «ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί ευγενείς· αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη…». Ας ενθυμηθώμεν, ποίοι αντέδρασαν κατά της εικονομαχίας.  
Η αδιαφορία της καθ’ ημάς αγιωτάτης Εκκλησίας εις το φλέγον θέμα του Ημερολογίου, ήτις καταφαίνεται εις τα θέματα της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, μας λυπεί και μας ανησυχεί σφοδρώς. Τι αναμένει η Εκκλησία δια την άρσιν του σχίσματος; Ποίον βίαιον μέτρον δύναται να ισχύση; Και όμως, αποτελεί αίτημα της Ορθοδοξίας μας, επιβάλλεται από τον ορθόν λόγον, προβάλλεται υπό της ανάγκης της ενότητος η Κανονική διευθέτησις του Ημερολογιακού. Η οικείωσις του Παλαιοημερολογιτικού κόσμου υπό της Εκκλησίας, θα προσεπόριζεν αυτή πλήθη λαού, θρησκεύοντα με συνέπειαν, φρουρούντα την Ορθοδοξίαν και έτοιμα να θυσιασθούν, δια την δόξαν και το καλόν της. Η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να ενθυμηθή τον λόγον του Αποστόλου Παύλου: «ει δε αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθήτε». Φρονούμεν, ότι ολίγον ευφυής προοπτική θα έπειθεν, ότι τους Παλαιοημερολογίτας οιονδήποτε μέτρον, εκτός της τακτοποιήσεως Κανονικώς του ζητήματος, είναι αδύνατον να τους επαναφέρη εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Και η ζημία είναι τεραστία. Ανεξαρτήτως εάν εις την φαντασίαν τινών εμεγεθύνθη μέχρι του απιθάνου η μονομερής εισαγωγή του νέου ημερολογίου, το πράγμα εν τούτοις εις την βάσιν του είναι αντικανονικόν, χρόνιον, και εκθέτει την Εκκλησίαν εις τον υπόλοιπον Ορθόδοξον κόσμον και τους ξένους. Πως θα δυνηθώμεν κατόπιν τούτου να ομιλώμεν περί εμμονής εις τα Πατερικά όρια; Και πως θα αμυνθώμεν κατά των ποικίλων αιρέσεων, εφ’ όσον οι σχισθέντες Παλαιοημερολογίται προκαλούν κατηγορίας, και ο έξω κόσμος μας οικτείρει δια τους διωγμούς; Ο Μακαριώτατος Προκαθήμενος κ. Δωρόθεος, όταν ανήλθεν εις τον θρόνον των Αθηνών υπεσχέθη πολλά υπέρ της ειρηνικής διευθετήσεως του ζητήματος. Ήδη παρατηρούμεν ότι αι καλαί του διαθέσεις συνεπνίγησαν υπό των κύκλω αυτού ακανθών. Που βαίνομεν λοιπόν;
Το Άγιον Όρος ου παύεται προσευχόμενον νυκτός και ημέρας, δια την διόρθωσιν του ανυπολογίστου τούτου εν τη Εκκλησία κακού. Αν και ανήκει εις το κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν τούτοις έπραξε πολλά προς αναχαίτισιν της Εκκλησίας της Ελλάδος και Κωνσταντινουπόλεως από τον όλισθον των καινοτομιών. Δυστυχώς, εν τέλει δεν ηδυνήθη να συγκρατήση την νεοημερολογιακήν σπουδήν των. θα παρέλθουν ικανά έτη, δια να εκτιμηθή η συμβολή των Αγιορειτών εις την διαφύλαξιν των ορθοδόξων Παραδόσεων, ιδία κατά την τελευταίαν τριακονταετίαν. Και όμως τους εχαρακτήρισαν ως αμαθείς. Δεν αρνούνται την κατηγορίαν προκειμένου περί ανωφελών πραγμάτων, αλλά όταν είναι περί πίστεως, γνωρίζουν την Ορθοδοξίαν, όσον ολίγοι εκ των πεπαιδευμένων, ου μην, αλλά και την βιούν. Δικαιούνται επί πλέον να διακηρύξουν, ότι αρνηθέντες να αποδεχθούν το διωρθωμένον Γρηγοριανόν, παρέσχον βαρύνον παράδειγμα ορθοδόξου σκέψεως. Βεβαίως, δεν απεσχίσθησαν της Εκκλησίας των, δεν διέκοψαν την προς αυτήν αναφοράν και κοινωνίαν. Αλλ’ η άρνησις υποταγής των, εν συναφεία προς την διατήρησιν κανονικών σχέσεων, αποδεικνύει ότι, οι Αγιορείται δεν είναι μόνον πιστοί φύλακες των Παραδόσεων, αλλά και πολιτικοί με βαθείαν πείραν και ησκημένα κριτήρια. Πώς να απεγύμνουν το μαρτυρικόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον από το ωραιότερον κόσμημά του, όπερ αποτελεί το Άγιον Όρος εν όλη τη Ανατολή;
Εν τω θέματι τω Ημερολογιακώ, χρεωστούμεν να διαστείλωμεν τας ακρότητας και τας καταχρήσεις, αίτινες παρετηρήθησαν εν τη ιστορία του ζητήματος τούτου. Όπως κάθε ανώμαλος περίοδος παρουσιάζει εκτροπάς, ούτω και η προξενηθείσα αρρυθμία εις την ζωήν της Εκκλησίας εγέννησε την Κερατέαν. Ουδέν έχομεν να είπωμεν περί των ευλαβεστάτων Μοναζουσών της Μονής αυτής, παρά τα σφαλερά περί Εκκλησίας φρονήματά των. Άλλοι όψονται δι’ αυτά. Εκείνο, όπερ είναι σοβαρώτατον, είναι ότι από της στιγμής, καθ’ ην η Μονή παύει να είναι τόπος ησυχίας και προσευχής καθίσταται περιοχή, εν η σχηματίζεται απερίγραπτός τις Εκκλησία, αποτελουμένη εκ δέκα Επισκόπων, με τας μίτρας των, τα εγκόλπιά των, τας ποιμαντορικάς ράβδους των και με τα χρυσοκέντητα… υποπόδιά των. Μάρτυς ο κ. Μπαστιάς, όστις έφριξεν επί τω θεάματι, ειπών, «ούτε αυτός ο Πάπας ευμοιρεί υποποδίου». Τα πολεμούντα την Εκκλησίαν του Χριστού πονηρά πνεύματα, δεν ήτο δυνατόν να σοφισθούν επιτυχεστέραν διακωμώδησιν του Επισκοπικού βαθμού. Εν τούτοις, οι αξιωματούχοι αυτοί, οίτινες απετέλουν τον εκκλησιαστικόν διάκοσμον του ατυχούς Ματθαίου, και ήδη συγκροτούν ζηλοτύπως απηρτισμένην Σύνοδον, είναι άνθρωποι απλούστατοι, αμαθέστατοι και αθωότατοι των περί αυτούς πραγμάτων. Εις μόνον εξ αυτών είναι άξιος πολλών τιμωριών. Ο … Αρχιεπίσκοπος Πειραιώς. Θεολόγος, με πείραν Εκκλησιαστικήν, πως ετόλμησε να δεχθή χειροτονίαν παρ’ ακύρων Επισκόπων; Και πως μετά την χειροτονίαν του εδέχθη να συλλειτουργήση ως απλούς ιερεύς εν τη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους;!
Ταύτα γράφονται δια την Ι. Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτις απηξίωσε να θέση ως θέμα, το εκθέτον την Εκκλησίαν μας απαραδέκτως εις τους ξένους Ημερολογιακόν ζήτημα, εν τη Πανορθοδόξω Προσυνόδω. Ποίος θα ηδύνατο να ζητήση ευθύνας από τους απλοϊκούς αυτούς ανθρώπους, ή να τους εγκαλέση επί αντιποιήσει αρχής; Οχυρούνται όπισθεν των τειχών του Μοναστηρίου, μεθ’ όσης ευκολίας προβάλλουν το μορμολύκειον του Ημερολογίου, το οποίον, πιστεύουν, εν πάση ειλικρινεία, ότι κατέστησε την Εκκλησίαν Σχισματικήν, αιρετικήν, και ό,τι άλλο γεννήση η αδόκιμος διάνοιά των. Και αυτοί μεν, ως είπομεν, είναι απλοϊκοί και έχουν τον αποχρώντα λόγον των, τον οποίον εδημιούργησεν η σκανδαλισθείσα ασθενής συνείδησίς των. Η Εκκλησία όμως, τι ενήργησε τριάκοντα τρία ήδη έτη, δια τας ψυχάς χιλιάδων ανθρώπων, «υπέρ ων Χριστός απέθανε»; Και διατί με την ευκαιρίαν της Πανορθοδόξου Προσυνόδου να μη μεριμνήση δια την διόρθωσιν του ατόπου, όπερ αυτομάτως θα έλυε κατά τον καλύτερον τρόπον σωρείαν όλην προβλημάτων της;
Επί των θεμάτων της Προσυνόδου, έχομεν να παρατηρήσωμεν συγκεκριμένως, ότι, ενώ, ως εχθροί της Ορθοδοξίας κατονομάζονται ο Ρωμαιοκαθολικισμός, ο Ουνιτισμός, ο Προτεσταντισμός και ο Χιλιασμός, αποσιωπάται τελείως ο μέγιστος εξ όλων τούτων εχθρών, ο Μασονισμός. Εν τη Διορθοδόξω Επιτροπή του Αγίου Όρους κατά τον ίδιον τρόπον ετέθη το θέμα των πολεμίων της Ορθοδοξίας. Καίτοι όμως, τότε δεν είχεν εμφανισθή η έκτασις του κινδύνου τούτου, εν τούτοις ο Αχρίδος Νικόλαος, ανήρ ασκητικώτατος, έθηκε το ζήτημα ως λίαν επείγον, ειπών τα αξιομνημόνευτα ταύτα: «Η Μεγάλη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως εσημείωσεν εν τω καταλόγω αυτής αιρέσεις τινάς ονομαστί, ως τον Ουνιτισμόν, Χιλιασμόν κ.τ.λ., αλλ’ ο Μασονικός κίνδυνος υπερβαίνει πάντας, και δυστυχώς ικανοί των διανοουμένων είναι συνδεδεμένοι μετ’ αυτού. Ούτος είναι ο νέος Αρειανισμός και ενώπιον ημών πρόκειται μέγας αγών, ον οφείλομεν άνευ φόβου να αναλάβωμεν εν ονόματι του Θεού. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του Χριστιανισμού εν τω κόσμω δεν είναι ο Μπολσεβικισμός ή άλλο τι, αλλ’ ο Τεκτονισμός, διότι είναι εχθρός εξωτερικός και εσωτερικός…». Σήμερον, μετά είκοσιν επτά έτη, κατόπιν της πληρεστέρας αποκαλύψεως της καταχθονίου δράσεως και φύσεώς του, ύστερα από την επισήμως γενομένην καταδίκην του υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος, δικαιολογείται να μη αναφέρεται ονομαστί ο Μασονισμός εις τα θέματα της Προσυνόδου;
Ωσαύτως επιθυμούμεν να είπωμεν εν συνόψει τας απόψεις ημών επί του τιθεμένου ζητήματος του Μοναχισμού. Χαίρομεν ότι κατενοήθη η αξία του θεσμού. Το ζήτημα τούτο δεν είναι, βεβαίως, δογματικόν, αλλά καθαρώς πνευματικόν. Δια του Μοναχισμού εκάστη Εκκλησία προβάλλει την εαυτής πνευματικότητα. Η καθ’ ημάς Ανατολική, έχει την ιδιάζουσαν πνευματικότητα αυτής, ήτις αποτελεί κατάκτησιν της ασκητικής και αγίας ζωής των Πατέρων και οιονεί, έκφρασιν του πνεύματός των. Ο Μοναχισμός είναι τεθεμελιωμένος επί των Τυπικών και Κανόνων, οίτινες είναι προϊόν της πείρας των, και άγουν εις την δικαίωσιν της υπάρξεως του Μοναχισμού. Δεν συνδέεται με εκκλησιαστικήν σκοπιμότητα, ως τα Τάγματα της Δυτικής Εκκλησίας, ούτε εξαίρεται η ενδεχομένως επιστημονική επίδοσις των Μοναχών, όπως η αγιότης των, ήτις προηγείται πάσης άλλης ενασχολήσεως και προσφοράς.                                                                                                                                                                                                 

Εν τη Πανορθοδόξω Προσυνόδω θα υπάρξουν αι προϋποθέσεις υπευθύνου αναπτύξεως του πνεύματος του Μοναχισμού, δια την λήψιν αναλόγων αποφάσεων, γνωστού όντος, ότι η επιστημονική γνώσις του Μοναχισμού δεν αρκεί δια την εν τω συνόλω αυτού κατανόησιν; Ημείς επ’ αυτού προβάλλομεν ευλαβώς την εξής σκέψιν: Επειδή τόσον το θέμα του Μοναχισμού, όσον και τινα άλλα, αποτελούν αδιάστατα στοιχεία της ορθοδόξου πνευματικότητος, δέον όπως, κατά την τάξιν της αρχαίας Εκκλησίας, ληφθούν και γνώμαι εγκρίτων Μοναχών, είτε παρακαθημένων εν τη Συνόδω, είτε χρησιμοποιουμένων ως τεχνικών, ούτως ειπείν, μελών. Ομοίως έχομεν να παρατηρήσωμεν, ότι, επειδή η ιερότης των εργασιών της Προσυνόδου αποτελεί πραγματικότητα αισθητήν, δεν πρέπει να λάβη αύτη χώραν εν τη τουριστική πόλει της Ρόδου, αλλά εν τω κέντρω της Ορθοδοξίας, εις το Φανάριον εν Κωνσταντινουπόλει, αν αι συνθήκαι ευνοούν τούτο, ή εις Άγιον Όρος, όπου τα πάντα αποπνέουν Ορθοδοξίαν, Πατερικότητα και ειρήνην, στοιχεία επενεργούντα τόσον ευεργετικώς, και εξασφαλίζοντα τας αναγκαίας προϋποθέσεις των ιερών εργασιών ενός τόσον σημαντικού Σώματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου