Ἡ περὶ θεώσεως διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ

Γράφει ὁ Ἀρχιµ. π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος


Ἕνα µεγάλο κενὸ παραµένει ὡς πρὸς τὴν µελέτη καὶ παρουσίαση τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Τὴν προσπάθεια τοῦ ὅποιου µελετητοῦ τῆς θεολογικῆς σκέψεως τοῦ Ἁγίου Μάρκου δυσχεραίνει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ µεγαλύτερο µέρος τῶν ἔργων του παραµένει ἀνέκδοτο, διασκορπισµένο σὲ χειρόγραφα βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς Ἑλλάδος καὶ χωρῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν πολλοῖς ἄγνωστο καὶ δυσπρόσιτο στοὺς µελετητές. Ἐπιχειροῦντες νὰ διερευνήσουµε τὴν περὶ θεώσεως θεολογία τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, θὰ διαπιστώσουµε ὅτι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναδεικνύεται ὡς ἕνας µεγάλος θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συνεχιστὴς τῆς ἀσκητικῆς, νηπτικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς θεολογίας καὶ βαθὺς γνώστης τῶν κειµένων τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδίως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ, ἐπὶ τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας τοῦ ὁποίου ἑδράζεται καὶ θεµελιώνεται ἡ θεολογία τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ (πρβλ. τὴν συνοπτικὴ µελέτη τοῦ π. A. Schmemann, "Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός", ἐν πέρ. Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς, τόµ 34 (1951), σσ. 34- 43 καὶ 230-241). Ἡ προσπάθεια νὰ παρουσιάσουµε τὴν περὶ θεώσεως θεολογία καὶ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ἔχει πολλὲς δυσκολίες. Παρ' ὅλο ποὺ στὰ συγγράµµατά του ὑπάρχουν διάσπαρτες ἀναφορὲς στὴν ἐµπειρία τῆς θεώσεως, ποὺ φανερώνουν ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Μᾶρκος εἶχε βιωµατικὴ γνώση καὶ ἐµπειρία, ἐν τούτοις δὲν ὑπάρχει µία συστηµατικὴ διαπραγµάτευση τοῦ θέµατος. Ὑπάρχουν ὡστόσο κάποια ἔργα τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ποὺ µποροῦν νὰ µᾶς βοηθήσουν νὰ συνθέσουµε τὴν διδασκαλία του περὶ θεώσεως. Ὁµιλοῦµε κυρίως γιὰ ἐκεῖνα τὰ ἔργα ποὺ ἀναφέρονται στὴν θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ περὶ διακρίσεως τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀναδεικνύεται ἔτσι σὲ βαθὺ γνώστη καὶ συνεχιστὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ.
Τὰ ἔργα στὰ ὁποῖα θὰ ἔχουµε συνεχεῖς καὶ πολλαπλὲς ἀναφορὲς εἶναι τὰ "Κεφάλαια συλλογιστικὰ κατὰ τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀκινδυνιστῶν περὶ διακρίσεως θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας" (ἐφ' ἑξῆς θὰ παραπέµπουµε ὡς "Κατὰ Ἀκινδυνιστῶν), τὰ "Πρὸς τὰ πρῶτα τῶν εἰρηµένων Μανουὴλ τοῦ Καλέκα κατὰ τοῦ Συνοδικοῦ Τόµου λόγος ἀντιρρητικὸς πρῶτος ἢ περὶ διακρίσεως θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας" (ἀπὸ τὸ χειρόγραφο τῆς Ὀξφόρδης Canonicus Graecus 49, φφ. 10-54), (ἐφ' ἑξῆς θὰ παραπέµπουµε ὡς "Ἀντιρρητικὸς Α' ), καὶ τὰ "Πρὸς τὰ δεύτερα τῶν εἰρηµένων Μανουὴλ τοῦ Καλέκα κατὰ τοῦ Συνοδικοῦ Τόµου λόγος ἀντιρρητικὸς δεύτερος ἢ περὶ τοῦ κατὰ τὴν διάκρισιν ἀσυνθέτου τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας" (ἀπὸ τὸ χειρόγραφο τῆς Ὀξφόρδης Canonicus Graecus 49, φφ. 55-91), (ἐφ' ἑξῆς θὰ παραπέµπουµε ὡς "Ἀντιρρητικὸς Β'). Ἐπίσης, κατὰ περίπτωσιν θὰ παραπέµπουµε καὶ σὲ ἄλλα ἔργα τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Σύµφωνα µὲ τὸν Ἅγιο Μᾶρκο, ἡ θέωση ποὺ ἐκλαµβάνεται ὡς µέθεξη τῆς θείας ζωῆς, ἀποτελεῖ τὴν κυρίως κλήση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποκτᾶται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ µία ἁγιοπνευµατικὴ ζωή. "Τὸ Πνεῦµα καὶ ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὴν ζωὴν καὶ οἱ µετέχοντες αὐτοῦ ζῶσι θεοπρεπῶς, ζωὴν θείαν καὶ οὐράνιον κεκτηµένοι" (Ἀντιρρητικὸς Α', φ. 48). Καὶ ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ φθάσει στὴν κατ' οὐσίαν θέωση, µπορεῖ ὅµως νὰ βιώσει πνευµατικὲς χαρισµατικὲς ἐµπειρίες ποὺ θὰ τὸν ἑνώσουν µὲ τὸν Θεό, ὥστε νὰ καταστεῖ κατὰ χάριν θεός. Ἑποµένως, ἡ θέωση δὲν εἶναι µία ἁπλῶς ἠθικὴ καλυτέρευση τοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς συµπεριφορᾶς, ἀλλὰ µία χαρισµατικὴ ἐµπειρία πιὸ βαθιά, πιὸ οὐσιαστική, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ καθ' ὁµοίωσιν τοῦ Θεοῦ. Ἡ βάση καὶ ἡ αἰτία ποὺ παρέχει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα τῆς θεώσεως ἔγκειται στὸ µέγα µυστήριον τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σαρκωθεὶς Χριστὸς προσλαµβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν θεώνει. "Ὅλη ἡ θεότης ἐσαρκώθη, ἀλλ' ἐν µιᾷ τῶν αὐτῆς ὑποστάσεων, καθάπερ καὶ ὅλη ἡ ἀνθρωπότης προσελήφθη καὶ ἐθεώθη, ἀλλ' ἐν µιᾷ τοῦ Χριστοῦ ὑποστάσει" (Λύσεις πρὸς τινα ἀπορήσαντα, ἀπὸ τὸ χειρόγραφο τῆς Bibliotheque Nationale, Paris Gr. 1218, φ. 128). Ὡς πρὸς τοῦτο, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος εὑρίσκεται σὲ συµφωνία µὲ τοὺς προγενεστέρους Πατέρες (consensus Patrum), ὅπως λ.χ. ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ποὺ γράφει ὅτι "Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡµεῖς θεοποιηθῶµεν" (Μέγας Ἀθανάσιος, Περὶ Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 54. P.G. 25, 192), ἢ ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιµος ὁ Ὁµολογητὴς ὅτι "ὁ θεώσας αὐτὴν τῇ δυνάµει τῆς ἐνανθρωπήσεως" (Ἅγιος Μάξιµος ὁ Ὁµολογητής, Πρὸς Θαλάσσιον, 54. P.G. 90, 520). Ἡ βάση τῆς θεώσεώς µας εἶναι χριστολογικὴ ἀλλὰ καὶ ἁγιοπνευµατική. Τὸ Ἅγιο Πνεῦµα καθαγιάζει καὶ θεώνει τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τοὺς καθιστᾶ ὄντως πνευµατικοὺς καὶ θεοειδεῖς. " Καὶ γὰρ ἡ ζωή Πᾶσα τῶν κατὰ Θεὸν ζώντων ἑτέρα παρὰ τὴν φυσικήν ἐστι, πνευµατικὴ καὶ θεοειδὴς οὖσα. Ταύτην καὶ ὁ Παῦλος ἔζη µηκέτι ζῶν τῇ σαρκί, ἀλλὰ ζῶντα ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὸν Χριστόν, ὅς ἐστι τῶν χαρισµάτων τὸ πλήρωµα" (Κατὰ Ἀκινδυνιστῶν, 45). Ὁ χῶρος τῆς σωτηρίας καὶ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ θέωση ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς χάριτος τῶν ἁγίων µυστηρίων. Ὁ δρόµος πρὸς τὴν θέωση περνάει µέσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ µυστηριακὴ ζωή. Γράφει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος: "εἰ φυσικὸν τί σπέρµα ἐγκαταβεβληµένον ἡ θέωσις ἦν, οὐκ ἂν ἡµῖν ἔδει ἀναγεννήσεως οὐδὲ τῶν λοιπῶν µυστηρίων, ἐξ ὧν ἡ θεία χάρις ἐπιφοιτεῖ τοῖς καὶ τῷ βίῳ κεκαθαρµένοις" (Κατὰ Ἀκινδυνιστῶν, 64). Ἀξίζει νὰ σταθοῦµε στὴν ἐπισήµανση τοῦ Ἁγίου Μάρκου ὅτι ἡ θεία χάρις ἐπιφοιτᾶ σὲ ὅσους ἔχουν κεκαθαρµένο βίο. Αὐτὸ σηµαίνει ὅτι ἡ θέωση εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς θείας χάριτος, δῶρον Θεοῦ, ἀλλὰ χρειάζεται καὶ τὴν συν έργεια τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ µυστήρια τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπενεργοῦν µὲ µαγικὸ τρόπο, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται ἐκ µέρους τοῦ πιστοῦ προσωπικὸς ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν, ἄσκηση, καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε σὲ µία κεκαθαρµένη καρδιὰ καὶ διάνοια νὰ ἐπενεργήσει ἡ θεία χάρις καὶ νὰ ἀνοίξει ἡ ὁδὸς τῆς θεώσεως. Ὁ θεούµενος ἄνθρωπος γεύεται τὴν ἐµπειρία τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἑνώσεως µὲ τὸν Θεό, ὄχι βεβαίως στὴν ἀµέθεκτη θεία οὐσία, ἀλλὰ στὶς µεθεκτὲς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. " Ὁ Θεὸς ταῦτα καὶ ἡµῖν κατὰ χάριν δωρεῖται... τῆς γὰρ οὐσίας αὐτοῦ οὐδενὶ µεταδίδωσι" (Κατὰ Ἀκινδυνιστῶν, 24). Ὅσοι ἀξιώνονται τῆς θείας αὐτῆς µεθέξεως, φθάνουν στὴν τελείωση, στὸ "τελειοῦσθαι" (Ἀντιρρητικὸς Β', φ. 76). Τὸ τέρµα τῆς πνευµατικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ θέωση, νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνει "κοινωνὸς θείας φύσεως" (Β' Πετρ. 1:4). Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὅτι "ἁπάντων ἐν ἡµῖν γινοµένων, φυσικὰ γὰρ εἰσὶν ἰδιώµατα τοῦ Θεοῦ, συµµορφούµεθα κατ' αὐτὰ τῷ Θεῷ καὶ κοινωνοὶ γινόµεθα θείας φύσεως, ὡς ὁ θεσπέσιος ἔφη Πέτρος. Καὶ τῶν πολλῶν ἡµῶν ἑτεροτήτων συµπτυσσοµένων, ἑνούµεθα διὰ τούτων ἑαυτοῖς τε καὶ τῷ Θεῷ, τῷ ἑνιαίως ταῦτα προέχοντί τε καὶ ὑπερέχοντι. Καὶ τοῦτο ἐστιν ἡ προσδοκωµένη θέωσις τοῖς ἀξίοις, ἡ κοινωνία τῶν θείων ἰδιωµάτων, ἐφ ὅσον ἐστὶν συγχωροῦν" (Ἀντιρρητικὸς Β', φ. 76). Ἡ θέωση νοουµένη ὡς "κοινωνία τῶν θείων ἰδιωµάτων", δηλαδὴ τῶν θείων ἐνεργειῶν, καθιστᾶ τοὺς ἀνθρώπους κατὰ χάριν θεούς, ὅσον αὐτό "ἐστι συγχωροῦν", ὅσον δηλαδὴ αὐτὸ εἶναι ἐφικτὸ ἀπὸ τὴν νῦν ἐπίγεια ζωή. Ἡ πλήρης καὶ τελεία θέωση θὰ ἐπιτευχθεῖ στὸ ἐσχατολογικὸ µέλλον, "ὅταν ἄφθαρτοι καὶ ἀθάνατοι γενώµεθα καὶ τῆς χριστοειδοῦς καὶ µακαρίας ἐφικώµεθα λήξεως (ὅπερ ἔσται ποὺ πάντως κατὰ τὸν αἰῶνα τὸν µέλλοντα" (Ἀντιρρητικὸς Β', φ. 76). Ὁ ἄνθρωπος ὁ πορευόµενος πρὸς τὴν θέωση προγεύεται ἐδῶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἐµπειρία τῆς θείας µεθέξεως, ἡ ὁποία θὰ τελειωθεῖ ἐν τῷ µέλλοντι. Ὁ Θεὸς δίνει στὸν ἄνθρωπο µία πρόγευση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ποὺ νοεῖται ὡς κατὰ χάριν µετάδοση τῶν θείων ἐνεργειῶν. ∆ηλαδὴ ἡ θέωση ταυτίζεται µὲ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ἀντιρρητικὸς Β', φ. 76. Πρβλ. Ἁγίου Μαξίµου Ὁµολογητοῦ, Κεφάλαια θεολογικὰ 2, 90. P.G. 90, 1168). Πάνω ἀπὸ ὅλα, ἡ θέωση νοεῖται ὡς χαρισµατικὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. ∆ιὰ τῆς θείας χάριτος ὁ Θεὸς µεταδίδει ζωή καὶ ζωοποιὸ δύναµη στοὺς ἀνθρώπους. ∆ιὰ τῶν θείων ἐνεργειῶν ὁ Θεὸς προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὸ µεγάλο δῶρο καὶ τὴν δυνατότητα νὰ γίνει κοινωνὸς θείας φύσεως. Ἡ πρωτοβουλία ἀνήκει στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ πλάσµα Του, ἀνοίγεται καὶ κοινωνεῖ ἑαυτὸν µετὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος µετὰ ἀπὸ πνευµατικὸ ἀγῶνα ἔχει ἐπιτύχει τὴν κάθαρση τῶν παθῶν καὶ ἔχει καταστεῖ δεκτικὸς τῆς µεγάλης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, τῆς θεώσεως. Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Μᾶρκος: " τὴν ἐκ τῆς οὐσίας προαγοµένην ἀγαθοποιὸν καὶ ζωοποιὸν δύναµιν ἐννοοῦµεν, καθ' ἥν ὁ Θεὸς ἑαυτοῦ κοινωνεῖ τοῖς δεκτικοῖς" (Ἀντιρρητικὸς Β', φ. 57). Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος προσδιορίζει τὴν θέωση ὡς κάτι ποὺ δὲν µπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ µόνον ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες προσπάθειες, ἀλλὰ ἀποτελεῖ κατ' ἐξοχὴν καὶ καθ' ὑπεροχὴν δῶρον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀνοίγεται ἀγαπητικῶς πρὸς τὸ πλάσµα Του. "Οὐ φύσει ἡ θέωσις, οὐδὲ κατ' ἐπιτηδειότητα καὶ σπουδὴν ἡµετέραν" (Ἀντιρρητικὸς Α', φ. 36), ἀλλὰ ἐκ τῆς χαρισµατικῆς µεθέξεως τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐπίσης σαφὲς ὅτι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἐκλαµβάνει τὴν θέωση ὡς µετοχὴ θείας ζωῆς, ὡς µία χαρισµατικὴ κατάσταση καὶ ὄχι ὡς ἁπλῶς µία φυσικὴ τελειοποίηση ἢ ἠθικὴ καλυτέρευση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει πεπερασµένες δυνατότητες, ἀλλὰ χωρὶς τὴν θεοποιὸ χάριν τοῦ Θεοῦ δὲν µπορεῖ νὰ φθάσει στὴν θέωση. "Ἡ φυσικὴ τελειότης ἀνθρώπου ποιεῖ τὸν κατ' αὐτὴν τελειούµενον, οὐ Θεόν. Οὐδὲ γὰρ οὐδὲ δύναµιν φύσει δεκτικὴν θεότητος ἔχοµεν, µὴ τί γέ δη θεότητι. Τί γὰρ δὴ καὶ τῆς ἀναγεννήσεως ἡµῖν ἔδει καὶ τῶν λοιπῶν µυστηρίων, ἐξ ὧν ἡ θεία ζωή συνέστηκεν, εἰ παρ' ἑαυτῆς ἡ φύσις εἶχε τὴν τοῦ θεοῦσθαι δύναµιν;" (Ἀντιρρητικὸς Β', φ.85). Ἡ θεία χάρις ἔρχεται καὶ ἐνοικεῖ στὸν θεούµενο ἄνθρωπο, ὥστε αὐτὸς πλέον νὰ ζεῖ µία ἀναγεννηµένη ἐν Χριστῷ ζωή, νὰ ἔχει ζῶντα ἐν ἑαυτῷ τὸν Χριστόν, τῶν χαρισµάτων τὸ πλήρωµα (Κατὰ Ἀκινδυνιστῶν, 45), καὶ νὰ βιώνει µία χαρισµατικὴ ἐµπειρία, "ἥτις οὐ κατὰ φύσιν, ἀλλὰ ὑπὲρ φύσιν ἐπιγίνεται τῇ προσκαίρῳ ταύτῃ ζωῇ" (Ἀντιρρητικὸς Α' , φ. 48), ὥστε ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή νὰ ζεῖ ὑπὲρ φύσιν καὶ κατὰ χάριν. Σύµφωνα µὲ τὸν Ἅγιο Μᾶρκο, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου νοεῖται ὡς µέθεξη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐµπεριέχει τὸ στοιχεῖο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ θεούµενος ἀποκτᾶ ὄχι µία ἀκαθόριστη, γενικὴ καὶ θεωρητικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἔρχεται σὲ βιωµατικὴ ἐµπειρία γνωριµίας καὶ κοινωνίας µὲ τὸν Θεό. Ἡ θέωση συνεπάγεται γνώση καὶ ἐµπειρία Θεοῦ. Ὡς πρὸς τοῦτο, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀκολουθεῖ τὸν Ἅγιο Μάξιµο τὸν Ὁµολογητή. Γράφει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Μᾶρκος: " ἀλλ' ἄκουε τοῦ ὡς ἀληθῶς θεοπνεύστου καὶ θεολόγου Μαξίµου, τὴν ἀληθῆ θεότητά τε καὶ θέωσιν οὐ φυσιολογοῦντος, ἀλλὰ θεολογοῦντος, καὶ ὁποία ποτ' ἐστι σαφηνίζοντος, εἰ καὶ µόνῃ τῇ πείρᾳ γνωρίζεται" (Ἀντιρρητικὸς Β', φ. 85). Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει τὴν ἐξ Ἀποκαλύψεως ἀλήθεια περὶ Θεοῦ, ἡ ὁποία πηγὴ της ἔχει τὸν Σαρκωθέντα Θεὸ Λόγο. Ὁ ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔρχεται νὰ φανερώσει στοὺς ἀνθρώπους τὸν Θεὸ Πατέρα. Ἑποµένως, ἡ βάση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἐν γένει τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, στηριζόµενος στὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη ποὺ γράφει ὅτι "αὕτη γὰρ ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν µόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστὸν" (Ἰω. 17:3), ἐπισηµαίνει ὅτι "ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ τοῦ Θεοῦ Θεὸς Λόγος ὁ προαιώνιος πᾶσιν ἀνθρώποις ὀφθῆναι καὶ πρὸς τὴν ἀληθῆ θεογνωσίαν αὐτοὺς ἀγαγεῖν καὶ τῆς τῶν εἰδώλων ἀποστῆσαι πλάνης καὶ τῆς τῶν δαιµόνων ἀπαλλάξαι τυραννίδος καὶ τὴν φύσιν ἅπασαν ἀνακαινίσαι καὶ ἁγιᾶσαι καὶ τῷ ἑαυτοῦ Πατρὶ καταλλάξαι... προῆλθεν ἐπὶ σωτηρίαν τοῦ κόσµου" (Λύσεις πρὸς τινα ἀπορήσαντα, Paris Gr. 1218, φ. 127). Κατὰ τὸν Ἅγιο Μᾶρκο, ἡ θέωση νοουµένη καὶ ὡς γνώση τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖ τὸν θεούµενον νὰ ἔχει ἀληθινὴ ἐµπειρία καὶ θέα τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνέβη µὲ τὸν θεόπτη Μωϋσῆ στὸ Ὄρος Σινᾶ καὶ τοὺς µαθητὲς τοῦ Κυρίου στὸ Ὄρος Θαβὼρ στὴν Μεταµόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Ὡστόσο, ἡ θεοπτικὴ ἐµπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωπικὴ καὶ βιωµατικὴ ἐπιφυλασσόµενη στοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ. Σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ προσπαθοῦν νὰ πλησιάσουν τὸν Θεὸ µὲ τὴν λογικὴ καὶ ἐπιχειροῦν νὰ ἐξιχνιάσουν τὰ θεῖα µυστήρια µὲ σχολαστικοὺς λογισµούς, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποκτήσουν γνώση καὶ ἐµπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀκριβῶς διότι σὲ αὐτοὺς ἀπουσιάζει τὸ χαρισµατικὸ βίωµα. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Βαρλαὰµ καὶ ὁ δυτικὸς σχολαστικισµὸς δὲν µποροῦν νὰ κατανοήσουν καὶ γι' αὐτὸ κατηγόρησαν τοὺς ἡσυχαστὲς τοῦ 14ου αἰῶνος ὡς πλανεµένους. Ἀλλὰ ὅπως πολὺ χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Μᾶρκος διερωτᾶται, "ὅ γὰρ µήτε πείρᾳ τὰ θεῖα γνοὺς καὶ τῷ παθεῖν ὑπερφυῶς τὸ µαθεῖν κτησάµενος, µήτε µὴν τοῖς µαθοῦσι τὸ οὖς ὑπέχων, µήτε τοῖς γεγραµµένοις προσέχων, πῶς ἂν πιστεύσειε, τυφλός τε καὶ µεµηνῶς ἄντικρυς, τοῖς περὶ φωτὸς καὶ ἡλίου λέγουσιν;" (Ἀντιρρητικὸς Β', φ. 86). Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος λέγει ὅτι ἡ ἐµπειρία τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, ἡ θεοπτία τοῦ θείου φωτός, δὲν σηµαίνει καὶ θέα τῆς θείας φύσεως, ἡ ὁποία παραµένει ἀόρατος καὶ ἀκατάληπτος. Ἀκόµη καὶ οἱ µαθητὲς τοῦ Κυρίου ποὺ βίωσαν τὴν ἐµπειρία τοῦ Θαβωρείου φωτὸς στὴν Μεταµόρφωση τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ἔζησαν τοιοῦτον ὕψος θεοπτίας, ἐν τούτοις δὲν εἶδαν τὴν φύση τοῦ Κυρίου (Ἀντιρρητικὸς Α', φ. 15), παρὰ µόνον τὴν λάµψη τῆς ἀκτῖνος τοῦ θείου φωτὸς κατὰ συγκατάβασιν τοῦ Κυρίου. "ὅτι καὶ τοῖς περὶ Θεὸν πρώταις δυνάµεσι, µὴ τί γε ἀνθρώποις τοῖς ὑπὸ γένεσιν καὶ φθοράν, ἄληπτος µὲν καὶ ἀθέατος ἡ οὐσία ἐκείνη, θεατὴ δὲ ἡ δόξα καὶ ἡ λαµπρότης, καὶ αὔτη συγκαταβάσει µόνῃ καὶ χάριτι;" (Ἀντιρρητικὸς Α', φ. 26). Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ὁ θεούµενος βιώνει ὡς θεοπτικὴ ἐµπειρία, αὐτὸ ποὺ γίνεται ὁρατό, εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες καὶ ὄχι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ (Ἀντιρρητικὸς Α', φ, 27). Ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς γίνεται ὁρατὴ καὶ ἀντιληπτὴ ὡς δόξα καὶ λαµπρότητα τοῦ Θεοῦ ποὺ κατὰ χάριν φανερώνεται στοὺς ἀνθρώπους ὡς θεῖος φωτισµός, ὡς θεία ἔλλαµψη. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος προχωρεῖ ἔτι περαιτέρω καὶ ταυτίζει τὸ Θαβώρειο φῶς µὲ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι "τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόµενον εἰς τὸν κόσµον" (Ἰω. 1:9), (Ἀντιρρητικὸς Α', φ. 26), ἀλλὰ καὶ µὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦµα τὸ ὁποῖο ἀποκαλεῖ "φῶς τῆς οὐρανίας φωταγωγίας). Ἀναφερόµενος στὴν θεοπτικὴ ἐµπειρία τοῦ πρωτοµάρτυρος Στεφάνου, ἐπισηµαίνει ὅτι " εἰ ἐν τῷ φωτὶ τῷ Πνεύµατι φῶς τὸν Υἱὸν ὁ πρωτοµάρτυς Στέφανος θεασάµενος οὕτω τὸ πρόσωπον ἔλαµψε, τῷ αὐτῷ ἄρα φωτὶ καὶ τὴν ὀπτασίαν εἶδε καὶ τὸ πρόσωπον ἔλαµψε" (Κατὰ Ἀκινδυνιστῶν, 40). Μόνον ὅσοι ἔχουν φθάσει στὴν θέωση καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχουν πραγµατικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, γίνονται κοινωνοὶ Αὐτοῦ καὶ βιώνουν χαρισµατικῶς θεοπτικὲς ἐµπειρίες, βλέπουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν λαµπρότητα τοῦ ἀκτίστου θείου φωτός. Ὅπως ἡ θέωση εἶναι µία ὑπὲρ φύσιν χαρισµατικὴ κατάσταση, ἔτσι καὶ ἡ θέα τοῦ θείου φωτὸς "ὑπὲρ φύσιν µετέχεται καὶ ὁρᾶται" (Κατὰ Ἀκινδυνιστῶν, 45). Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ γίνει θεούµενος, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν κατὰ χάριν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως. Ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στὴν πορεία του πρὸς τὴν θέωση συνίσταται στὸν πνευµατικὸ ἀγῶνα γιὰ τὸν προσωπικό του καθαγιασµό, τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν βάση γιὰ τὸν θεῖο φωτισµό. Ἡ κεκαθαρµένη καρδιὰ καὶ διάνοια καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δεκτικὸ τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἐµπειρίας τοῦ Θεοῦ. "Οἱ διὰ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ κεκαθαρµένοι τὰς καρδίας ἐλλάµψεις θείας µυστικῶς καὶ ἀπορρήτως ἐγγινοµένας αὐτοῖς δέχονται" (Ἀντιρρητικὸς Α´, φ. 14). Ἡ θέωση ἀποτελεῖ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ κοινωνία µὲ τὸν Θεό, ἐπιστροφὴ στὴν παραδείσια κατάσταση, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε σὲ διαρκῆ ἐπικοινωνία καὶ θέα τοῦ Θεοῦ. Γράφει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Μᾶρκος: "Εἰ τῆς παρ᾽ ἡµῶν ἐπιστροφῆς πρὸς Θεὸν ἔδει πρὸς τὸ φωτίζεσθαι, καὶ οὐ πρὸς τούτῳ καὶ τῆς ἐκείνου ἐπιστροφῆς πρὸς ἡµᾶς, οὐκ ἂν ἐδεόµεθα λέγοντες, Μὴ ἀποστρέψης τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾽ ἐµοῦ, καὶ αὖθις, Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου καὶ σωθησόµεθα, ᾧπερ δηλοῖ τὴν ἐποπτικὴν αὐτοῦ ἐνέργειαν εὐµενῶς πρὸς ἡµᾶς ἐπιστρέφουσαν" (Κατὰ Ἀκινδυνιστῶν, 43). Μὲ τὴν ἐπενέργεια τῆς καθαγιαστικῆς καὶ φωτιστικῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, ὁ ἄνθρωπος καθαίρεται καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶµα του γίνονται δεκτικὰ τῆς θείας ἐλλάµψεως."Τὸ Πνεῦµα ἐνήργησε, περιελὸν τε ἐν αὐτοῖς νοερᾶς δυνάµεως τῶν παθῶν τὰ κωλύµατα, δι᾽ οὗ καθαρθέντες τὰ τῆς ψυχῆς καὶ σώµατος αἰσθητήρια, τῶν παραδειχθέντων αὐτοῖς µυστηρίων τοὺς πνευµατικοὺς ἐκπαιδεύονται λόγους" (Ἀντιρρητικὸς Α´, φ. 25). Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἄνωθεν θεία κλήση του καὶ νὰ ἐργασθεῖ ἀσκητικῶς τὴν ὁδὸν τῆς θεώσεως. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, συνεχιστὴς τῆς µυστικῆς θεολογίας τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ, µύστης καὶ βιωµατικὸς γνώστης καὶ ὁ ἴδιος τῆς ἐµπειρίας τῆς θεώσεως, µᾶς παρουσιάζει τὴν θέωση ὡς µία ἁγιοπνευµατικὴ καὶ ἀσκητικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ἕνωση καὶ κοινωνία µὲ τὸν Θεό.

"Ο.Τ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου