ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στην «Ασματική Ακολουθία
των Αγιορειτών αγίων Πατέρων», ανυμνολογεί όχι μονάχα τους γνωστούς Αγίους, που
ηγίασαν στις ιερές Μονές, στις Σκήτες, στις ερημικές Καλύβες και στις «οπές της
γης», τους οποίους ονομάζει επωνύμους, αλλά περιλαμβάνει και τα πλήθη των
αγνώστων Οσίων, των ανωνύμων εκείνων, που μόνο ο Θεός ετίμησε την αγιότητά
τους, γιατί παρεκάλεσαν να μείνουν άγνωστοι και να ξεχασθούν από τους
ανθρώπους. Η ταπείνωσή τους εκεί τους ωδήγησε.
Πραγματικά στα ιερά εδάφη των Ερήμων του Αγίου Όρους έχουν ταφεί άγια σώματα και ο διερχόμενος απ΄ εκεί ανύποπτος προσκυνητής, δέχεται μυροβόλους ριπές στις αισθήσεις του. Πρόκειται για Οσίους, που έζησαν και εκοιμήθησαν εν Κυρίω άγνωστοι. Είχα προσωπική πείρα των αφανών αυτών αγίων, όταν έγραφα στη νεότητά μου: «Κέριναι, χλωμαί και ευγενικαί υπάρξεις, που εθυσίασαν τα πάντα και, «ίνα Χριστόν κερδίσωσιν», «ηγήσαντο πάντα σκύβαλα» και ετάκησαν με την ιδίαν των φλόγα, ήρεμα, γαλήνια, και εξέπνευσαν γονατιστοί εις τα σκιόφωτα των πτωχών και υγρών φωλεών των, ψυχαί καθαραί, «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος…». Ήλθον άγνωστοι εν μέσω αγνώστων, ξένοι και πάροικοι, διαβάντες εις την αντίπεραν όχθην του θείου φωτός, από του θανάτου εις την ζωήν, αθόρυβα, οσιακά, μόνοι, ταπεινοί και άγνωστοι, καταξιωθέντες, «ίνα, καν αποθάνωσι, ζήσωνται» («Μεταξύ ουρανού και γης», σ. 46).
Πραγματικά στα ιερά εδάφη των Ερήμων του Αγίου Όρους έχουν ταφεί άγια σώματα και ο διερχόμενος απ΄ εκεί ανύποπτος προσκυνητής, δέχεται μυροβόλους ριπές στις αισθήσεις του. Πρόκειται για Οσίους, που έζησαν και εκοιμήθησαν εν Κυρίω άγνωστοι. Είχα προσωπική πείρα των αφανών αυτών αγίων, όταν έγραφα στη νεότητά μου: «Κέριναι, χλωμαί και ευγενικαί υπάρξεις, που εθυσίασαν τα πάντα και, «ίνα Χριστόν κερδίσωσιν», «ηγήσαντο πάντα σκύβαλα» και ετάκησαν με την ιδίαν των φλόγα, ήρεμα, γαλήνια, και εξέπνευσαν γονατιστοί εις τα σκιόφωτα των πτωχών και υγρών φωλεών των, ψυχαί καθαραί, «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος…». Ήλθον άγνωστοι εν μέσω αγνώστων, ξένοι και πάροικοι, διαβάντες εις την αντίπεραν όχθην του θείου φωτός, από του θανάτου εις την ζωήν, αθόρυβα, οσιακά, μόνοι, ταπεινοί και άγνωστοι, καταξιωθέντες, «ίνα, καν αποθάνωσι, ζήσωνται» («Μεταξύ ουρανού και γης», σ. 46).
O Συναξαριστής της ημέρας.
Δευτέρα, 23 Νοεμβρίου 2015
Αμφιλοχίου επισκόπου Ικονίου, Σισινίου ομολογητού.
Ἦταν Καππαδόκης,
σύγχρονός του Μ. Βασιλείου καὶ φίλος του.
Διακεκριμένος γιὰ
τὴν μεγάλη του μόρφωση καὶ εὐσέβεια, ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος
Ἰκονίου τὸ ἔτος 344. Ὑπῆρξε ἄριστος ἐπίσκοπος καὶ μετεῖχε στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ διέπρεψε.
Ὁ Ἀμφιλοχίας δὲν
εἶχε κύρος μόνο στὴ δική του Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὸ ἠθικὸ κύρος του εἶχε ἐπεκταθεῖ
καὶ σὲ ἄλλες περιοχές. Ἔτσι, παρενέβαινε καὶ σὲ Ἐκκλησίες κοντινές, ὅπου
διασφάλιζε τὴν εἰρήνη καὶ ὀρθοτομοῦσε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Διότι στὸ ἔργο
του, εἶχε ὁδηγὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου: «Σπούδασον σὲ αὐτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην
ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δηλαδή, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, προσπάθησε νὰ παραστήσεις
τὸν ἑαυτό σου στὸ Θεὸ δοκιμασμένο καὶ τέλειο ἐργάτη, ποὺ δὲν τὸν ντροπιάζει τὸ
καλοφτιαγμένο ἔργο του, καὶ διδάσκει ὀρθὰ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Στὴν πρὸς
Ἀμφιλοχία ἐπιστολὴ ὁ Μ. Βασίλειος φανερώνει τὴν λαμπρὴ ἠθικὴ φυσιογνωμία τοῦ
Ἀμφιλοχίου. Τὸν παρακαλεῖ νὰ παραστεῖ στὴν τιμητικὴ γιορτὴ ὑπὲρ τῶν μαρτύρων
τῆς Καισαρείας, γιὰ νὰ ἀποβεῖ αὐτὴ σεμνότερη, διότι ὁ λαὸς τῆς Καισαρείας τὸν ἀγαπᾶ,
ὅσο κανένα ἄλλο ἐπίσκοπο. Ὁ Ἀμφιλοχίας
συνέταξε ἀρκετοὺς λόγους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας, καὶ πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος
394.
Φώτη Κόντογλου -- ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟ ΟΡΟΣ (ἀπόσπασμα),
Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πῆγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω ἀπὸ δυὸ μῆνες κ᾿ ἔκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατὶ ὑπάρχουνε ἐκεῖ πέρα καὶ ἀγωγιάτες ἀρβανῖτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζῆδες ποὺ φορτώνουνε κερεστὲ (ξυλεία) στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ εἶναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ᾿ ἐκεῖ γνωρίσθηκα μὲ τρεῖςἈϊβαλιῶτες καὶ περάσαμε πολὺ ἔμορφα. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὶς
Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατὶ γύρευα θάλασσα.
Πῆγα στὸ μοναστήρι
τῶν Ἰβήρων μαζὶ μὲ ἕνα γέροντα ποὺ πουλοῦσε βιβλία στὶς
Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Ἀβέρκιον Κομβολογᾶν. Σ᾿αὐτὸ τὸ μοναστῆρι
κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβοῦσε ὁ ἀρσανᾶς,
δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα
τῆς ψαρικῆς. Ἄφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα ὅλα
καὶ γίνηκα ψαρᾶς.Ἔτρωγα, ἔπινα, δούλευα, κοιμώμουνα
μαζὶ μὲ τοὺς ψαρᾶδες ποὺ ἤτανε ὅλο καλόγεροι,
οἱ πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μπουγάζια
τῆς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τρεῖς. Ὁ ἕνας ἤτανε ὡς
εἰκοσιπέντε χρονῶ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί
κ᾿ εἶχε καλογερέψει ἀπὸ μικρός: τὸν λέγανε
Βαρθολομαῖο. Ὁ ἄλλος ἤτανε ὡς σαράντα χρονῶν,
ψαρᾶς ἀπὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, ἁπλός, ἥσυχος,
λιγομίλητος, ἄκακος, «πτωχὸς τῷ πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε
Βασίλειο. Ὁ ἄλλος ἤτανε γέρος σὰν τὸν ἅγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζῆς καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα. ὉΒαρθολομαῖος
διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα εἶχε στὸ κελλί του καὶ τὰ δυὸ τρία βιβλία τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Μ᾿ αὐτὸν
ψαρεύαμε ἀστακούς. Ἔβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μοῦ ἔδειχνε
πῶς νὰ τὰ ψαρεύω.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ - του Άγίου Γρηγορίου του Παλαμά :
«Ποια
είναι λοιπόν τώρα η εντολή του Θεού, που αφορά σ᾽ εμάς;
Είναι η μετάνοια. Και ανακεφαλαίωσις της μετανοίας είναι να μη ξαναγγίξουμε στο
εξής τα απαγορευμένα… Γιατί η βασιλεία των ουρανών —ω ανέκφραστη μεγάλη δωρεά!—
είναι μέσα μας (Λουκ. ΙΖ/ 21).
Σε Αυτόν οφείλουμε να προσκολλώμεθα πάντοτε με τα έργα της μετανοίας, αγαπώντας
με όλη την δύναμή μας Αυτόν,
που τόσον μας αγάπησε».