ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Τροπάριον.

 

Υπέφηνεν ένθεον ην είχεν, ευλάβειαν Μωσής περιτυχών σοι· ως γαρ της Βάτου σε γωνήσαντα ησθήθη, ευθύς απεστράφη τας όψεις· Εγώ δε πως βλέπω σε τρανώς, ή πως χειροθετήσω σε; Συ γαρ Χριστός, Θεού σοφία και δύναμις.

 

Ερμηνεία.

 


Γέγραπται εν τη Εξόδω, ότι ο Μωϋσής είδεν εις το Όρος Χωρήβ μίαν Βάτον, ήτις εκαίετο, αλλ΄ όμως δεν κατεκαίετο (δεν εχωνεύετο) υπό του πυρός, ίνα ενταυτώ και την φυσικήν της ιδιότητα δείξη δια της καύσεως, και την δύναμιν του Θεού την φυλάττουσαν αυτήν ακατάκαυστον, καθώς εδίδαξεν ημάς ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγων: «Φως μεν ην εκ πυρός τω Μωϋσεί φανταζόμενον, ηνίκα την Βάτον έκαιε μεν, ου κατέκαιε δε, ίνα και την φύσιν παραδείξη, και γνωρίση την δύναμιν» (Λόγος εις το Βάπτισμα). Όταν δε ο Μωϋσής είδε την τοιαύτην Βάτον, ηθέλησε να πλησιάση κοντά· πλησιάζοντας δε αυτού, φωνή Θεού εκ της Βάτου εγένετο λέγουσα: «Εγώ ειμι ο Θεός του Πατρός σου, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ και Θεός Ιακώβ» (Έξοδ. γ: 6). Ταύτην δε την φωνήν ακούσας ο Μωϋσής, απέστρεψε το πρόσωπον αυτού· ηυλαβείτο γαρ να εμβλέψη ενώπιον του Θεού. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν αναφέρων εν τω παρόντι Τροπαρίω ο Ιερός Μελωδός, εισάγει τον Βαπτιστήν Ιωάννην λέγοντα προς τον Χριστόν ταύτα: Μήπως, Δέσποτα, εγώ είμαι χειρότερος από τον Μωϋσήν; Μήπως εκείνος μόνον είχεν ευλάβειαν εις το Θεόν, και εγώ δεν έχω; Εκείνος γαρ χωρίς να σε ιδή καθαρώς, ευθύς μόνον όπου αισθάνθη, ότι τον εφώναξες από την Βάτον, έδειξε την ευλάβειαν όπου είχεν εις εσέ τον Θεόν, και ευθύς εγύρισε τα ομμάτιά του δια να μη σε βλέπη, κρίνων τον εαυτόν του ανάξιον τοιούτου φοβερού θεάματος· εγώ δε βλέπων εσέ τον Υιόν του Θεού, όχι εν Βάτω, εν τύποις και αινίγμασιν, αλλά καθαρώς και αμέσως σάρκα φορούντα, πως δύναμαι να σε ιδώ χωρίς συστολήν; Ή πως τολμήσω επί της αχράντου κορυφής Σου να θέσω την χείρα μου, και να Σε βαπτίσω; Τούτο ποιήσαι ου δύναμαι, Κύριε, επειδή Εσύ είσαι ο Χριστός, η του Θεού ενυπόστατος σοφία και δύναμις.

O Συναξαριστής της ημέρας.

Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2015

Θεοφάνους του ομολογητού, Γρηγορίου πάπα Ρώμης του Διαλόγου, Συμεώνος του νέου Θεολόγου, Φινεές του Δικαίου.

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 760 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν Θεοδότη. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μητέρα του ἀνέλαβε τὸ δύσκολο ἔργο τῆς ἀνατροφῆς, τῆς διαπαιδαγωγήσεως καὶ τῆς μορφώσεως τοῦ υἱοῦ της Θεοφάνους.

Ὁ Ὅσιος, κατὰ παράκληση τῆς μητέρας του, νυμφεύθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία τὴν εὐσεβὴ καὶ πλούσια Μεγαλώ. Ὁ γάμος αὐτός, ποὺ ἦταν ἀντίθετος γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσε ὁ Ὅσιος, διαλύθηκε. Ἡ μὲν σύζυγος αὐτοῦ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τῆς Πριγκίπου καὶ μετονομάσθηκε Εἰρήνη, ὁ δὲ Ὅσιος κατέφυγε, τὸ 781 μ.Χ., στὴ μονὴ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ στὴ Σιγριανὴ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς.
Ἀπὸ τὴ μονὴ αὐτή, ὡς λόγιος καὶ ἐνάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ἡγουμένους διαπρεπεῖς, τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Σακουδίωνος Πλάτωνα, τοὺς μοναχοὺς Νικηφόρο καὶ Νικήτα ἀπὸ τὴ μονὴ Μηδικίου, τὸ μοναχὸ Χριστόφορο ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Μικροῦ Ἀγροῦ, στὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιος, τὸ ἔτος 787 μ.Χ. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴ μονή του, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν μοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε στὴν ἀπέναντι νῆσο Καλώνυμον, ὅπου ἵδρυσε μεγάλη μονὴ καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐπὶ ἑξαετία, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καλλιγραφία καὶ τὶς συγγραφές. Ἀλλὰ ἀτυχῶς ἡ ὑγεία του προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Σὲ αὐτὴ τὴν χαλεπὴ κατάσταση δὲν παρέλειψε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν προσκλήθηκε ὑπὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος προσπάθησε διὰ τοῦ Πατριάρχη Ἰωσὴφ τοῦ εἰκονομάχου νὰ ἑλκύσει αὐτὸν στὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ Ὅσιος φυσικὰ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποδεχθεῖ μία τέτοια πρόταση καὶ νὰ προδώσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν σὲ σκοτεινὸ μέρος καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐξόρισαν στὴ Σαμοθράκη, ὅπου μετὰ ἀπὸ εἴκοσι τρεῖς ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 815 ἢ κατ’ ἄλλους τὸ 818 μ.Χ. Ἀργότερα οἱ μαθητές του μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ, τὸ ἔτος 822 μ.Χ., στὴ μονή του, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ, ὅπως καὶ στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.

Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός:

Ἡ ἐπέλαση τοῦ Φραγκισμοῦ καί τοῦ Παπισμοῦ καί μετά τῶν Προτεσταντισμῶν, δημιούργησε τήν σημερινή Εὐρώπη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν Οἰκουμενιστῶν μας μεταπατερικῶν θεολόγων, μέ τήν ὁποίαν οὐδεμία (πνευματική) σχέση ἔχουμε. Μόνο ἐάν ἀναφανεῖ κάποια κίνηση μετανοίας στή σημερινή «Δύση» καί ἀληθινή ἀναζήτηση τῆς πρό τοῦ σχίσματος ταυτότητός της, ἀλλά καί διάθεση γιά δυναμική «ἐπιστροφή» σ᾽ αὐτήν, θά εἴμεθα πρόθυμοι νά ἀγκαλιάσουμε ἐνθέρμως καί νά στηρίξουμε αὐτήν τήν προσπάθεια, γιά τήν ἐπανασυνάντηση ὅλων μας ἐντός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού συνεχίζεται ἀστασίαστα στήν Πατερική Ὀρθοδοξία, στήν ὁποία θέλουμε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ νά κινούμεθα καί νά ζοῦμε (πρβλ. Πράξ. 17,28). Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα καί ἡ πράξη τῶν ἁγίων μας Πατέρων, τῶν γνησίων «ἡγουμένων» καί «ποιμένων» μας ὅλων τῶν αἰώνων, οἱ ὁποῖοι ἀγρυπνοῦσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13,17). Καί αὐτό ἀκριβῶς φαίνεται καί ἀπό τόν «ἀντιδυτικισμό» τῶν Μεγάλων Πατέρων καί Διδασκάλων μας Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου Παλαμᾶ καί Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, πού ἡ Δύση καί οἱ δικοί μας Οἰκουμενισταί, ἔμαθαν νά βλέπουν ὡς «ἀντιδυτικούς», ἐνῶ εἶναι ἐκεῖνοι, πού ἀληθινά ἀγαποῦν τήν Δύση, διότι θέλουν νά τήν θεραπεύσουν ἀπό τήν θανατηφόρο ἀρρώστια της, τήν ΑΙΡΕΣΗ.

Πήγαν κάποιοι στον αββά Αντώνιο και του είπαν:

 - Πές μας κάποιο λόγο πώς να σωθούμε. 
Και ο Γέροντας τους λέει: 
- Ακούσατε τί λέει η Γραφή; Σας αρκεί αυτή.
 
Aλλά αυτοί είπαν: 
- Θέλουμε και από σένα, πάτερ, να ακούσουμε.
 
Και ο Γέροντας τους είπε:
 
- Το Ευαγγέλιο λέει: Άν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το άλλο.
 
- Δεν μπορούμε -του λένε- να το κάνουμε αυτό.
 
- Εάν δεν μπορείτε να στρέψετε και το άλλο -λέει ο Γέροντας- υπομείνετε τουλάχιστον το ράπισμα στο ένα.
 
- Ούτε αυτό μπορούμε, του απαντούν.
 
Ξαναμιλάει ο Γέροντας:
 
- Εάν ούτε αυτό μπορείτε, μήν ανταποδίδετε τα ίσα.
 
Λένε πάλι:
 
- Ούτε αυτό μπορούμε.
 
Τότε ο Γέροντας γυρνάει και λέει στον μαθητή του:
 
- Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατί είναι άρρωστοι. Εάν το ένα δεν μπορείτε και το άλλο δεν θέλετε, τί να σας κάνω;
 

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς: ἕνας τρόπος ἄγνωστος σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων.

Ἡ μεγαλύτερη προδοσία καί ὁ χειρότερος συμβιβασμός ὅλων τῶν αἰώνων στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτός πού ἔγινε στήν διετία 1991-1993, κατά τήν ὁποία ἀνεγνωρίσθησαν ὡς ἔγκυρα στό Σαμπεζύ καί στό Μπελαμέντ τοῦ Λιβάνου τά μυστήρια τῶν Μονοφυσιτῶν καί τῶν Παπικῶν ἀντιστοίχως. Αὐτό σημαίνει ἀφ’ ἑνός μέν ὅτι οἱ Παπικοί καί οἱ Μονοφυσίτες, χωρίς να ἀποκηρύξουν οὐδεμία αἵρεσι καί παραμένοντας ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκονται, ἔχουν τό ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο τους ἁγιάζει τά μυστήρια πού τελοῦν, ἀφ’ ἑτέρου οἱ Πατέρες καί οἱ Σύνοδοι πού τούς ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία και τούς ἀνεθεμάτισαν ἦσαν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, παρανοϊκοί καί διέπραξαν τό μεγαλύτερο ἔγκλημα τῶν αἰώνων, ἐφ’ ὅσον ἀπέκλεισαν ἀπό τήν σωτηρία καί τήν Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων ἄπειρα πλήθη ἀνθρώπων. Ἐπί πλέον δε μέ αὐτές τίς ἀποφάσεις ἐδείξαμε ὅτι, τό νά εἶναι κάποιοι ἐντός ἤ ἐκτός Ἐκκλησίας καί νά ἔχουν ἔγκυρα ἤ ἄκυρα μυστήρια, δέν εἶναι θέμα κατ’ ἐξοχήν Ὀρθοδόξου πίστεως καί αἱρέσεως ἀντιστοίχως, ἀλλά θέμα τό ὁποῖο ρυθμίζεται ἀπό κάποια Σύνοδο ἤ διμερῆ ἐπιτροπή καί βεβαίως ἕνας τρόπος ἄγνωστος σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων.

Ο ΣΤΟΙΧΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Μία παρανόηση                                                                                                                                    
Στο τέλος του 5ου κεφαλαίου της προς Γαλάτας Επιστολής διατυπώνεται το εξής παράγγελμα· «ει ζώμεν Πνεύματι, Πνεύματι και στοιχώμεν» (Γαλ. 5: 25). Το παράγγελμα συνήθως παρανοείται, διότι ταυτίζεται η σημασία των ρημάτων «ζώμεν» και «στοιχώμεν». Στη συγκεκριμένη όμως συνάφεια η ταύτιση αυτή δεν είναι σωστή, όπως θα δείξει η συνέχεια.

Πνευματική ζωή
                                                                                                                
Προηγουμένως (5,19) ο απόστολος Παύλος, συγγραφέας της Επιστολής, ανέφερε δειγματοληπτικά τα «έργα της σαρκός», διάφορα πάθη-γνωρίσματα του απνευμάτιστου ανθρώπου, σε αντίθεση προς τον «καρπό του Πνεύματος», την πνευματική καρποφορία, δώρο του Θεού στον πιστό. Η ζωή του πιστού, κατά τον απόστολο, δεν εξαντλείται στην αποχή από τα «έργα της σαρκός». Απαιτεί επίσης την ολόψυχη παράδοσή του στην καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Αυτό υπαινίσσεται ο λόγος του αποστόλου Παύλου ζώμεν Πνεύματι, ταυτόσημος με τα «πνεύματι περιπατείτε» (5,16) και «πνεύματι άγεσθε» (5, 18· πρβλ. Ρω 8,14), που ήδη έχουν αναφερθεί στην Επιστολή.
                                                                                                       
Άριστος παιδαγωγός ο απόστολος Παύλος διατυπώνει το λόγο σε πρώτο πρόσωπο, συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του στην παραίνεση. Και πολύ σωστά, διότι το «ζώμεν Πνεύματι» αφορά σ΄ όλους τους χριστιανούς. Έτσι όχι μόνο δεν προσβάλλονται οι παραλήπτες της Επιστολής, αλλά μάλλον βοηθούνται να δεχθούν τη συμβουλή του και φιλοτιμούνται να αγωνισθούν, ώστε όντως να ζουν «εν Πνεύματι», ως πνευματικοί άνθρωποι.