Μάζης: «Η Βόρειος Ήπειρος απελευθερώθη 3 φορές εντός ολιγοτέρων των 30 ετών»

Ιδιαίτερη αναφορά στο Βορειοηπειρωτικό στη βιβλιοπαρουσίαση του έργου του Δρος Παπαφλωράτου «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)»
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 16 Ιανουαρίου άλλη μια, διευρυμένη αυτή τη φορά παρουσίαση, του έργου του Δρος Ιωάννη Παπαφλωράτου, Νομικού–Διεθνολόγου και Καθηγητού της Σχολής Εθνικής Αμύνης με τίτλο «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949). Η Δράση των I-VIII Μεραρχιών Πεζικού» από της εκδόσεις Σάκκουλα.
Της Αθηνάς Κρεμμύδα* – 23/01/2015
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Αμφιθέατρο «Μίκης Θεοδωράκης» του δήμου Παπάγου–Χολαργού παρουσία και του Υπουργού Εθνικής Αμύνης κ. Νικόλαου Δένδια ο οποίος απηύθυνε ένα σύντομο χαιρετισμό τονίζοντας την μεγάλη προσφορά του βιβλίου στην μεταλαμπάδευση της πλούσιας Ελληνικής Ιστορίας στις επόμενες γενεές. Χαιρετισμό απηύθυνε επίσης και ο δήμαρχός Παπάγου–Χολαργού κ. Ηλίας Αποστολόπουλος, ενώ την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία του ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Στρατηγός κ. Μιχαήλ Κωσταράκος ο οποίος προλογίζει και το βιβλίο μαζί με τον Αντιστράτηγο ε.α. και Επίτιμο Διοικητή ΙΧ Μεραρχίας Πεζικού κ. Δημήτριο Τόρβα. Την παρουσίαση συντόνισε ο κ. Χρήστος Μπολόσης, Υποστράτηγος ε.α. ενώ η παρουσίαση του έργου έγινε από τον Δρ. Ιωάννη Παρίση, Υποστράτηγο ε.α. και από τον Καθηγητή Γεωπολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννη Μάζη.
Αίσθηση, τέλος, προκάλεσε στο κοινό η τοποθέτηση του καθηγητού γεωπολιτικής κ. Μάζη, ο οποίος επεσήμανε την ιδιαίτερη αναφορά του συγγραφέα στο Βορειοηπειρωτικό ζήτημα και επέλεξε να δώσει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό λέγοντάς τα εξής:
«Οφείλω με ιδιαίτερη χαρά να επισημάνω ότι ο συγγραφέας αποδίδει την δέουσα προσοχή στο λεγόμενο βορειοηπειρωτικό ζήτημα, το οποίο είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα υποκεφάλαια του βιβλίου όπως έγραψε και η γνωστή βιβλιοκριτικός κα Χαρίκλεια Δημακοπούλου στην εφημερίδα «Εστία». Περιγράφει με ενάργεια και πληρότητα την πορεία συστάσεως του αλβανικού κράτους και την σταδιακή τύχη του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, συχνά εγκαταλελειμμένου από την Αθήνα. Ο αναγνώστης μαθαίνει ότι: όχι μόνον αλβανικό έθνος δεν υπήρχε αλλά ούτε καν αλβανικό λεξικό, ενώ η παιδεία της ευρυτέρας περιοχής ευρίσκετο εις χείρας των Ελλήνων. Και όμως, επεκράτησε η πολιτική εξωγενών παραγόντων και δη δύο Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, οι οποίες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα αλβανικό κράτος εκ του μηδενός και μάλιστα με διευρυμένη εδαφική επικράτεια. Είναι ίσως ελάχιστα γνωστό ότι η Βόρειος Ήπειρος απελευθερώθη 3 φορές εντός ολιγοτέρων των 30 ετών. Δυστυχώς, όμως τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων επεκράτησαν και αυτή ουδέποτε ενεσωματώθη εις τον Εθνικό κορμό.»

Πηγή: www.himara.gr

ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Τροπάριον.

Τριττοί θεοειδείς εμπύρως δροσούμενοι, Αιγλήντα τριτταίς παμφαώς αγιστίαις, Σαφώς εδήλουν την υπέρτατον φύσιν, Μίξει βροτεία πυρπολούσαν εν δρόσω, Ευκτώς άπασαν την ολέθριον πλάνην.

Ερμηνεία.


Εν τω παρόντι Τροπαρίω πάλιν αναφέρει ο Μελωδός περί της Βαβυλωνίας καμίνου και των εν αυτή τριών Παίδων· όθεν λέγει ότι οι τρεις εκείνοι Παίδες οι θεοειδείς όντες δια την ευσέβειαν και αρετήν, εν τη πυρί της καμίνου δροσιζόμενοι και αβλαβείς μένοντες, ευλόγουν μεν τον Πατέρα, ύμνουν τον Θεόν Λόγον, και υπερύψουν το Πνεύμα το Άγιον. Ούτω και ο σύμπνους του αγίου τούτου Κοσμά είπεν εν τω Ειρμώ της ογδόης Ωδής του Κανόνος του Σταυρού· «Ευλογείτε Παίδες της Τριάδος ισάριθμοι Δημιουργόν Πατέρα Θεόν· υμνείτε τον συγκαταβάντα Λόγον και το πυρ εις δρόσον μεταποιήσαντα· και υπερυψούτε το πάσι ζωήν παρέχον Πνεύμα Πανάγιον εις τους αιώνας». Και όρα την ερμηνείαν εκείνου, επειδή το αυτό σχεδόν νόημα του Τροπαρίου τούτου έχει και εκείνο. Με τας τρεις λοιπόν δοξολογίας τας ανωτέρω εδήλουν φανερώς οι τρεις Παίδες την υπερτάτην και πάντων ανωτάτην φύσιν της Αγίας Τριάδος, την αιγλήεντα: ήτοι την λάμπουσαν με παμφαείς αστραπάς (λαμβάνεται ενταύθα το όνομα «αιγλήεντα» θηλυκόν Ποιητικώς, ενώ έπρεπε να λέγη αιγλήεσσαν). Ομοίως οι αυτοί Παίδες εδήλωσαν την φύσιν της Αγίας Τριάδος, ήτις με την μίξιν της ανθρωπίνης φύσεως, ην προσέλαβεν ο Υιός, κατέκαυσεν εις την δρόσον: ήτοι εις τα ύδατα του Ιορδάνου, όλην την ψυχοφθόρον πλάνην της ασεβείας και αμαρτίας ευκτώς: τουτέστι καθώς οι άνθρωποι ηγάπων και ηύχοντο. Εάν δε ειπή τινάς, ότι μόνος ο Υιός ενανθρωπήσας έσωσεν ημάς, ο τοιούτος ας ηξεύρη, ότι εν θέλημα ήτον Πατρός, Υιού, και Αγίου Πνεύματος εις το να σωθώμεν· ευδοκία γαρ του Πατρός και επελεύσει του Αγίου Πνεύματος έγινεν η σάρκωσις του Υιού και η δι΄ αυτής των ανθρώπων σωτηρία και ανάκλησις, κατά τον ανώνυμον· διο και εξίσου πρέπει να ευχαριστούμεν την Αγίαν Τριάδα. Όθεν είπεν ο Νύσσης Γρηγόριος: «Εγώ δε φημί δειν τοις απλούστερον δεχομένοις το περί τον Σταυρόν και την Ανάστασιν κήρυγμα, ίσης ευχαριστίας προς τε τον Υιόν και τον Πατέρα την αυτήν χάριν υπόθεσιν γίνεσθαι· ως το πατρικόν θέλημα του Υιού τελειώσαντος· τούτο δε εστί το πάντας ανθρώπους σωθήναι, καθώς φησίν ο Απόστολος. Ομοίως επί τη χάριτι ταύτη τιμάν τον Πατέρα τε και τον Υιόν, ως ουκ αν γινομένης ημίν σωτηρίας, ει μη το αγαθόν θέλημα του Πατρός δια της ιδίας δυνάμεως αυτού προήλθεν ημίν εις ενέργειαν· δύναμιν δε του Πατρός τον Υιόν είναι παρά των Γραφών μεμαθήκαμεν» (Ομιλία ιβ΄ κατ΄ Ευνομίου).

O Συναξαριστής της ημέρας.

Κυριακή, 25 Ιανουαρίου 2015

ΙΕ ΛΟΥΚΑ. Γρηγορίου Θεολόγου, Μαργαρίτας, Αυξεντίου νεομάρτ.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλέως Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς τῆς Ναζιανζοῦ, ποὺ λεγόταν Ἀριανζός, τὸ 330 μ.Χ.
Ναζιανζηνὸς ὀνομάσθηκε, ἐπειδὴ ἔζησε τὸν περισσότερο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴ Ναζιανζό, ὅπου ἦταν καὶ τὸ πατρικό του σπίτι. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, ἦταν πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος, ἕνας πολὺ πλούσιος ἄρχοντας τῆς Ναζιανζοῦ. Κατεῖχε μεγάλη θέση στὸν δημόσιο βίο καὶ ἀνῆκε σὲ μία ἰουδαῖο-ἐθνικὴ αἵρεση ποὺ λεγόταν τῶν «Ὑψισταρίων». Ἡ μητέρα του, ἡ Ἁγία Νόννα, ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἀρετή της ἐπηρέασαν τὸν σύζυγό της καὶ τὸν ἔκαναν νὰ μεταστραφεῖ στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Οἱ γονεῖς του, Γρηγόριος καὶ Νόννα, δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεὸ νὰ χαρίσει σὲ αὐτοὺς τὴν χαρὰ τῆς τεκνοποιΐας. Καὶ πράγματι, ἡ προσευχή τους εἰσακούσθηκε καὶ ἡ Νόννα γέννησε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο πρὶν ἀκόμα αὐτὸς γεννηθεῖ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἂν τὸν ἀφιερώσει στὸν Θεό. Πολλὲς φορὲς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παραβάλλει τοὺς γονεῖς του μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴ Σάρρα, οἱ ὁποῖοι σὲ μεγάλη ἡλικία ἀπέκτησαν τὸν Ἰσαάκ.
Σπουδαῖες ἦταν οἱ προσπάθειες τῶν γονέων αὐτοῦ νὰ μορφώσουν καὶ νὰ ἐμφυσήσουν στὸν πρωτότοκο υἱό τους τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ γράμματα καὶ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐνέπνευσαν σὲ αὐτὸν ἔντονη καὶ βαθιὰ θρησκευτικότητα, ὥστε αὐτὸς ἀπὸ εὐσέβεια καὶ πνευματικότητα, ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό του νὰ ζήσει μὲ ἁγνεία καὶ παρθενία.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, χάρη στὴν δυνατότητα ποὺ εἶχε ὁ πατέρας του, ἔκανε λαμπρὲς σπουδές. Σπούδασε σὲ ὅλα τὰ τότε μεγάλα κέντρα πολιτισμοῦ: τὴ Ναζιανζό, τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἀντιόχεια, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Ἀθήνα. Ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε γίνει ἀκόμη κέντρο πολιτισμοῦ καὶ ἡ Ρώμη δὲν εἶχε τότε κάτι ἀξιόλογο γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Στὶς πόλεις αὐτὲς μελέτησε τὶς πλουσιότερες βιβλιοθῆκες καὶ ἄκουσε τοὺς σοφότερους διδασκάλους, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸν Δίδυμο τὸν Τυφλό, ποὺ τότε διηύθυνε τὴ θεολογικὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τοὺς φιλόσοφους Θεσπέσιο στὴν Καισάρεια καὶ Ἰμέριο καὶ Προαιρέσιο στὴν Ἀθήνα. Γιὰ τὸν Προαιρέσιο γίνεται δεκτὸ ὅτι ἦταν Χριστιανός.
Οἱ σπουδὲς δὲν ἔκαναν τὸν Ἅγιο νὰ ἐπαρθεῖ. Ἀντίθετα, κατάλαβε ὅλη τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου καὶ τῆς σοφίας του. Ἔνιωσε, ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση ἔχει ἀσήμαντη σημασία μπροστὰ στὴν γνώση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, παραλληλίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Σαοὺλ ποὺ ἔτρεχε χωρὶς νὰ ξέρει. Αὐτὸ ποὺ τελικὰ βρῆκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν του ἦταν ἕνα «Βασίλειο». Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀναφέρει τὸ γεγονὸς τῆς φιλίας του μὲ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, ἦταν μεγαλύτερο εὔρημα καὶ ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο βασίλειο.
Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές του ὁ Ἅγιος, ἦταν ὥριμος ἄνδρας ἡλικίας 30 ἐτῶν. Ὅμως δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτισθεῖ. Καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ μὴν πεθάνει, πρὶν ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ βαπτισθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν, ἐνῶ μετέβαινε  ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὴν Ἀθήνα, ἔγινε μεγάλη τρικυμία, φοβήθηκε πολὺ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν ἐλεήσει ὁ Θεός, νὰ βοηθήσει νὰ μὴν πνιγεῖ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἐνδύματος τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Τὸ βάπτισμα τοῦ Γρηγορίου τὸ ἐπακολούθησε συνειδητὸς πνευματικὸς ἀγώνας. Νηστεία, προσευχή, ἀγρυπνία. Ἀγώνας γιὰ τὴν κάθαρση, τὴν πνευματικὴ πρόοδο, τὴ θέωση. Μαζὶ μὲ τὸν ὁμόφρονα, ὁμότροπο καὶ ὁμόψυχό του Ἅγιο Βασίλειο ἀπομονώθηκαν κάπου στὸν Πόντο καὶ παραδόθηκαν κυριολεκτικὰ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ὁ ἀγώνας τους εὐλογήθηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ γινόμαστε βιαστὲς τῆς βασιλείας Του. Ἀξιώθηκαν καὶ οἱ δυὸ μεγάλων πνευματικῶν χαρισμάτων. Μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει ἐπανειλημμένως λόγο γιὰ τὶς πνευματικές του ἐμπειρίες καὶ τὰ οὐράνια χαρίσματα ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ χάρισε. Οἱ ἐμπειρίες του αὐτὲς πρέπει νὰ ἦταν πολὺ ὑψηλές, ἀφοῦ ὁ ἴδιος παραβάλλει αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε μὲ αὐτὰ τοῦ θεόπτου Προφήτου Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ «πορευόμενος εἰς Δαμασκόν» εἶδε τὸν Κύριο τῆς Δόξας καὶ ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε τὰ ἄρρητα ρήματα, τὴ δόξα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Γρήγορα κάλεσε ὁ Θεὸς τὸν Γρηγόριο στὴν διακονία Του. Τὰ τέλη τοῦ ἔτους 360 μ.Χ. ἐπιστρέφει στὴ Ναζιανζό. Ὁ Γέρων, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ βοηθὸ καὶ συνεργάτη στὴ «νυκτομαχία», ὅπως χαρακτήριζε τὴν ἱεροσύνη, θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει Πρεσβύτερο, ἐπειδὴ ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του ὄχι μόνο τὸν ἀφοσιωμένο υἱό, ἀλλὰ καὶ τὸν ζηλωτὴ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν λειτουργὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε. Τὴν ἄρνησή του ὅμως ἔκαμψε τὸ βάρος τοῦ διπλοῦ ἀξιώματος τοῦ Γέροντος Γρηγορίου (πατέρας κατὰ σάρκα καὶ πνευματικὸς πατέρας), ποὺ ὁ Γρηγόριος ἤξερε μόνο νὰ εὐλαβεῖται. Ἔκανε ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἐπισκόπου καὶ χειροτονήθηκε. Ἀμέσως μετὰ τὴν χειροτονία του ζήτησε ἀνακούφιση στὴν μόνωση καὶ τὴν προσευχή. Ἀποσύρθηκε λοιπὸν στὸ ἐρημητήριό του, στὴ γαλήνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ βρῆκε τὴ γαλήνη καὶ τὴν πορεία του. Καὶ ἐπέστρεψε μὲ εἰρήνη στὴν καρδιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ πνευματικό του ἔργο, ποὺ τὸ ἄρχισε μὲ τὸν περίφημο θεολογικὸ λόγο περὶ τοῦ Πάσχα καὶ τὴ δικαιολόγηση τῆς φυγῆς του.
Διακονοῦσε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔξαρχος Πόντου Βασίλειος τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο της μικρῆς πόλεως Σάσιμα. Σκοπὸς του ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ δικαιοδοσία τῆς τοπικῆς του Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς διεκδικήσεις ἐνὸς νέου Μητροπολίτη, τοῦ Τυάνων Ἀνθίμου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔθλιψε ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν Γρηγόριο. Ἀντέδρασε. Ἐξέφρασε τὴν πικρία του. Τελικὰ ὅμως ὑπάκουσε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ποτὲ στὰ Σάσιμα. Ἕνα χρονικὸ διάστημα ἔμεινε στὴ Ναζιανζό, ὡς βοηθὸς τοῦ πατέρα του, ἐνδίδοντας στὴν παράκλησή του. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος κοιμήθηκε, τὸ 374 μ.Χ., ὁ Θεολόγος συνέχισε νὰ ποιμαίνει τὴν Ἐκκλησία τῶν Ναζιανζῶν, ὡς τοποτηρητής, χωρὶς νὰ παύσει νὰ τοὺς παρακαλεῖ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν τὸν κανονικό τους Ἐπίσκοπο. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ἀργοῦσε, στεναχωρημένος ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ κατέφυγε στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας, ὅπου, κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας, ἀναζήτησε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία στὴν προσευχὴ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἐπὶ πέντε σχεδὸν ἔτη μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. οἱ λίγοι Χριστιανοὶ τὸν κάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀφοῦ στὴν Πόλη δέσποζαν οἱ Ἀρειανοί. Ἦταν τόση ἡ διάδοση καὶ ἡ ἐπικράτησή τους, ὥστε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν βρῆκε οὔτε ἕνα παρεκκλήσι στὰ χέρια τῶν Ὀρθοδόξων. Κατόπιν τούτου ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ κηρύττει σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ὁ ἴδιος διαμόρφωσε σὲ ναὸ καὶ τὸ ὀνόμασε Ἁγία Ἀναστασία, δηλαδὴ τῆς Ἀναστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἐξεφώνησε τὰ περίφημα θεολογικὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐπίδρασή τους καὶ ἰδίως τῶν πέντε Θεολογικῶν Λόγων του ἦταν τόση, ὥστε οἱ Ἀρειανοὶ φανατικοί, πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. Τὸν ἔβρισαν. Τὸν κακολόγησαν. Τὸν κτύπησαν. Τὸν γρονθοκόπησαν. Τὸν λιθοβόλησαν. Ἔβαλαν μάλιστα καὶ κάποιον νὰ τὸν φονεύσει. Καὶ θὰ τὸν σκότωνε. Ἀλλὰ νικημένος ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη τῆς πραότητάς του, ὁμολόγησε στὸν ἴδιο τὴν ἀλήθεια τὴν στιγμὴ ποὺ εἶχε πάει νὰ τὸν σφάξει.
Μὲ ὅπλο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, νικοῦσε τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως σὰν τὸν Μωϋσῆ. Πράγματι, οἱ Ἀρειανοὶ ὅλο καὶ λιγόστευαν. Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου, τὸν κατέστησε τὸ ἔτος 380 μ.Χ. Πατριάρχη καὶ τὸν ἐνθρόνισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν ὀρθὴ κρίση. Μερικοὶ μεθυσμένοι ἀπὸ φθόνο κάκιζαν τὸν Ἅγιο, διότι δὲν πίεζε τὸν βασιλέα νὰ ἀφαιρέσει τὶς ἐκκλησίες ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπαγορεύσει νὰ τελοῦν τὴν λατρεία τους. Σὲ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς λόγχες τοῦ Καίσαρος καὶ ὅτι τοῦ εἶναι ἀρκετὴ σὰν ὅπλο ἡ ἀλήθεια. Καὶ πράγματι, ἡ ἀλήθεια νίκησε.
Τὸ ἔτος 381 μ.Χ. συνῆλθε ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Πρόεδρος ἦταν ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας. Αὐτὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καταδίκασε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ τοὺς Πνευματομάχους – Εὐνομιανοὺς καὶ συμπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸ διαμόρφωσε στὴν σημερινή του μορφή. Ἔτσι ἔλαμψε ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἀπολλιναρισμό, ποὺ διαιροῦσε τὸν ἄνθρωπο σὲ τρία μέρη (σῶμα, ψυχὴ καὶ νοῦ) καὶ δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει λάβει ἀνθρώπινο πνεῦμα, παρουσιάζοντας τὸν Χριστὸ ἀτελὴ καὶ ὄχι τέλειο ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅμως κατέστρεφε τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀνθρωπότητά Του, διότι καθετὶ ποὺ δὲν προσλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθεράπευτο καὶ ἀνίατο. Τρίτον, ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν ἀπόλυτο προορισμό, τὸν ὁποῖο δίδαξαν ἀργότερα ὁ Καλβίνος, ὁ Αὐγουστίνος καὶ ὁ Λούθηρος καὶ ὅλος ὁ Προτεσταντισμός. Τέλος ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἅγιος Μελέτιος, κοιμήθηκε ἐνῶ διαρκοῦσε ἡ Σύνοδος. Ἡ Σύνοδος τὸν τίμησε ὡς Ἀπόστολο. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξεφώνησε τότε λαμπρὸ ἐπικήδειο, λόγο ποὺ ἄρχιζε μὲ τὰ λόγια: «ηὔξησεν ἡμῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν Ἀποστόλων». Διάδοχός του στὴν προεδρία τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κλίμα ἄλλαξε. Ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Σύνοδο, ὁ Πέτρος ὁ Β’, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας, μὲ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ Μακεδόνες Ἐπισκόπους. Αὐτοὶ ἤδη εἶχαν πάρει θέση ἐχθρικὴ ἔναντι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Δὲν τὸν ἀναγνώριζαν σὰν κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο, ἐπειδὴ τάχα εἶχε μετατεθεῖ ἀπὸ τὰ Σάσιμα. Καὶ εἶχαν ἐντελῶς ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα χειροτονήσει Πατριάρχη τὸν Μάξιμο τὸν Κυνικό, ποὺ ἦταν μὲν Ὀρθόδοξος ἀλλὰ ἔμεινε στὴν ἱστορία σὰν ἕνα αἰνιγματικὸ πρόσωπο. Ὁ Πέτρος ἔθεσε στὴν Σύνοδο τὸ θέμα τῆς κανονικότητας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἐνῶ εἶχε τὴν δύναμη νὰ συντρίψει κάθε ἀντίσταση, διότι παράλληλα πρὸς τὴν ὑποστήριξη τῶν Ἐπισκόπων εἶχε καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ αὐτοκράτορα, ἀηδίασε καὶ παραιτήθηκε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Δὲν εἶμαι σεμνότερος τοῦ Προφήτη Ἰωνᾶ. Ἂν ἐγὼ εἶμαι αἰτία ταραχῆς στὴν Ἐκκλησία, ρίχνω τὸν ἑαυτό μου στὴ θάλασσα». Εὐθὺς μετὰ τὴν παραίτησή του λειτούργησε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει τὸ ποίμνιό του. Καὶ ἔφυγε χωρὶς νὰ περιμένει νὰ λήξουν οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου. Ἐπέστρεψε στὴ Ναζιανζὸ καὶ γιὰ λίγο ἔμεινε ἀπομονωμένος ἐκεῖ γιὰ νὰ γαληνεύσει.
Ὁ Ἅγιος, σὲ κείμενά του, διεκτραγωδεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ὅταν ἐπιχειρεῖ νὰ κάνει σύγκριση τῶν ὅσων συμβαίνουν ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν ἐκτὸς αὐτῆς. Ἔτσι λέγει, πρέπει νὰ ὀδύρεται κανείς, ὅταν διαπιστώνει τὴν ὕπαρξη ἑνότητας στοὺς κοσμικοὺς ὀργανισμούς, στὶς πόλεις, στοὺς οἴκους, στὸ στράτευμα καὶ ὅμως νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν κατ’ ἐξοχὴν κήρυκα καὶ θεματοφύλακα τῆς εἰρήνης, τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς πιστούς της.
Βεβαίως ἡ ἀποχώρησή του δὲν σήμαινε ὅτι θὰ ἔπαυε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνότητας καὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὰ δύο αὐτὰ ὑπέρτατα ἀγαθά.
Τὸ ἔτος 383 μ.Χ. ἡ ὑγεία του ὑπέστη σοβαρὸ κλονισμό. Πρότεινε ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Πρεσβύτερο Εὐλάλιο καὶ ἀποσύρθηκε ὁριστικὰ στὴν ἡσυχία τῆς Ἀριανζοῦ, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐτελεῖτο στὴν ἁγιότατη Μεγάλη Ἐκκλησία καὶ στὸ μαρτυρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν εἴσοδο τῆς τοποθεσίας ποὺ ὀνομάζεται Δομνίνου, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὁ φιλόχριστος βασιλέας Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος ἐναπέθεσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν δεύτερη μέρα τοῦ Πάσχα οἱ αὐτοκράτορες μετέβαιναν, γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ εὔχονταν ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι σχετικῶς λίγα. Δὲν ἔχουν τὴν ἔκταση τῶν ἔργων ἄλλων Πατέρων. Παρὰ ταῦτα ἔχουν βάθος καὶ δύναμη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλου. Τὰ ἔργα του ὑπῆρξαν πάντοτε ἡ μεγαλύτερη πηγὴ τῶν δογμάτων. Γι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πηγὴ τῆς ἐκφράσεως τῆς λατρείας.


Στρατηγός Μακρυγιάννης :

Τό χαρτί τοῦ πατέρα Κοσμᾶ ἔβαλα καί μοῦ τό ἐκαθαρόγραψαν. Καί τό ἐκράτησα ὡς Ἅγιον Φυλαχτόν, πού λέγει μεγάλην ἀλήθειαν. Θά πῶ νά μοῦ γράψουν καλλιγραφικά καί τόν ἄλλον ἀθάνατον λόγον του, «τόν Πάπαν νά καταράσθε ὡς αἴτιον». Θέλω νά τό βλέπω κοντά στά’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ἀνάξιοι λέγουν ὅτι ἄν τά φτιάξουμε μέ τόν δικέρατον Πάπαν, θά ὀλιγοστέψουν οἱ κίντυνοι, τά βάσανα καί ἡ φτώχειά μας, τρομάρα τους.

Οἱ Μητροπολίτες τῆς Θράκης θέτουν τοὺς ἑαυτούς τους ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ κατακεραύνωσαν τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸν Μωάμεθ.

 Ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς σύγχρονους ταγοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ποὺ ὅταν πρέπει νὰ ἐκφράσουν τὴ δογματικὴ συνείδησή της ἔναντι τῶν αἱρετικῶν Μουσουλμάνων, λιποψυχοῦν καὶ ἀναλώνονται σὲ κοινωνιολογικὲς προσεγγίσεις καὶ πολιτικοὺς βερμπαλισμούς, οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ κλήθηκαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ Ἰσλὰμ δὲν δίστασαν νὰ ἀρθρώσουν θεολογικὸ λόγο ἀπέναντι στὸ φονταμενταλιστικὸ τζιχὰντ τοῦ Κορανίου, ἀκόμη κι ὅταν κινδύνευαν νὰ χάσουν τὸ κεφάλι τους καὶ νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι σὲ ὅλους γνωστὴ ἡ περιπέτεια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (ὅπως μᾶς τὴ διασῴζει ὁ γνησιότερος τῶν μαθητῶν του, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος), ὅταν αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς ἐπελαύνοντες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴ Μικρὰ Ἀσία Ἀχαιμενίδες. Σὲ μία ἐξαιρετικὰ δύσκολη στιγμὴ γιὰ τὸν ἴδιο, μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ Τούρκου νὰ κρέμεται κυριολεκτικὰ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κατατρόπωσε μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα τὶς πλάνες τῶν Ἀγαρηνῶν, μὴ διστάζοντας νὰ στραφεῖ ἐνάντια στὸν ἴδιο τὸν Μωάμεθ καὶ στὸ Κοράνι, λέγοντας τὰ ἑξῆς: “Τὸν δὲ Μαχοῦμετ δὲν τὸν εὑρίσκομε οὔτε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες νὰ μαρτυρεῖται οὔτε τίποτε θαυμαστὸ καὶ ἀξιόλογο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν πίστη νὰ ἔχει ἐπιτελέσει. Γιὰ αὐτὸ δὲν πιστεύουμε σὲ αὐτὸν οὔτε στὸ βιβλίο ποὺ παρέδωσε”. Ὡς “μάρτυς ἀναίμακτος καὶ τῆς εὐσεβείας λαμπρὸς ἀθλητὴς”, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι μόνο δὲν χάϊδεψε τὰ αὐτιὰ τῶν ἄπιστων Ἀγαρηνῶν, ἀλλὰ ἀκολουθώντας μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀνδρεία τὴν προσταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τοὺς ἤλεγξε ἀνοιχτὰ γιὰ τὶς πλάνες τους. Ὄχι μὲ πνεῦμα διπλωματίας καὶ δειλίας, ποὺ “ἀναπαύει” τὸν αἱρετικὸ στὴν ἀρρωστημένη καὶ φθοροποιὸ πλάνη του, ἀλλὰ ἐφαρμόζοντας τὴ γνήσια Ὀρθόδοξη ποιμαντική, ποὺ ὡς ὕψιστο στόχο θέτει τὴν ὁριστικὴ πνευματικὴ θεραπεία καὶ ἀποκατάσταση τοῦ πάσχοντος πεπλανημένου ἀνθρώπου: “ἐν πραότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους μήποτε δῶ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος ἐζωγρημένοι ὑπ’ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα”. (O.T. 2054).

Το Πάθος και η Ανάστασις εις την ζωήν μας --- του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Είναι παράδοσι αρχαία στην Ορθόδοξη Εκκλησία το χρυσόδετο Ευαγγέλιο, που βρίσκεται πάνω στην αγία Τράπεζα και μέσα από το οποίο αναγιγνώσκονται οι ευαγγελικές περικοπές, να εικονίζη στη μία όψι τη Σταύρωσι και στην άλλη την Ανάστασι. Συμβολίζεται έτσι πολύ πρακτικά η θεμελιακή αλήθεια της πίστεώς μας ότι το πάθος και η ανάστασι του Χριστού συναποτελούν ένα και το αυτό γεγονός. Αυτό το γεγονός μαρτυρεί η Καινή Διαθήκη και αυτό συνιστά την αρραγή βάσι της Εκκλησίας. Πέρα, όμως, από τη θεολογική ερμηνεία, το πάθος και η ανάστασι του Χριστού έχουν κοινωνικές προβολές ενδιαφέρουσες και επιπτώσεις καταπλητικές στην καθημερινή μας ζωή, όπου η λύπη και η χαρά, η οδύνη και η κάθε είδους ηδονή συνυφαίνουν την κάθε μέρα μας. Πνίγεται ο άνθρωπος σήμερα μέσα στα προβλήματα, που ο ίδιος δημιούργησε. Μεθυσμένος από την πληθώρα των υλικών αγαθών, που εξασφάλισε στον εαυτό του, έκανε το έγκλημα να στραγγαλίση την ψυχή του, αφού της στέρησε τη ζωογόνο πίστι στον Δημιουργό της, τη ζωοδότρια δύναμι της αναστάσεως του Χριστού.