Ποιός καί γιατί ἄλλαξε τόν οἰκουµενικό χαρακτήρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου; Γράφει ὁ πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁµότιµος Καθηγητής Α.Π.Θ.

2ον
4. Πρόσθετες µαρτυρίες περὶ τοῦ ὅτι ἡ Σύνοδος ἐθεωρεῖτο καὶ συνεκαλεῖτο ὡς Οἰκουµενική

Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἐν πρώτοις, στὸν ὁποῖο ὀφείλεται ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ σύγκληση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, κατανοοῦσε τὴν Σύνοδο ὡς Οἰκουµενική, ὅπως τὴν κατανοοῦσαν καὶ ὅσοι τὸ πρῶτον ἔθεσαν τὸ θέµα κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1920, ὅπως αὐτὸ φαίνεται στὶς συζητήσεις καὶ στὰ πρακτικὰ τοῦ συγκληθέντος στὴν Κωνσταντινούπολη «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τοῦ 1923 µὲ πρωτοβουλία τοῦ µασόνου πατριάρχου Μελετίου ∆´ Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος ἐπέβαλε καὶ τὴν θεµατολογία, ποὺ ὡς κακὴ κληρονοµιὰ µᾶς συνοδεύει µέχρι σήµερα. Εἶχε προταθῆ µάλιστα γιὰ λόγους ἰσχυροῦ συµβολισµοῦ ἡ προτεινόµενη νέα Οἰκουµενικὴ Σύνοδος νὰ συγκληθῆ τὸ 1925, ὁπότε θὰ ἑορτάζονταν τὰ 1600 ἔτη ἀπὸ τῆς συγκλήσεως τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Συνόδου ἀλλὰ λόγῳ µὴ ἐπαρκοῦς χρόνου αὐτὸ δὲν κατέστη δυνατό. Ἡ ἀναβολὴ ἐπὶ ἓν ἔτος ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Μεταξάκη πατριάρχη Βασίλειο Γ´, δηλαδὴ νὰ συγκληθῆ ἡ Σύνοδος τὸ 1926, δὲν προσέφερε τὸν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν προετοιµασία χρόνο, ὁπότε ἀποφασίσθηκε ἀντὶ τῆς συνόδου, νὰ συγκληθεῖ µία «Προσύνοδος» καὶ πρὸ αὐτῆς µία «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», ἡ ὁποία συνῆλθε πράγµατι τὸ 1930 στὴν Ἱ. Μονὴ Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους, ὅπου συζητήθηκε καὶ ἕνας πρῶτος κατάλογος θεµάτων γιὰ τὴν µέλλουσα Σύνοδο. Εἶναι πάντως χαρακτηριστικὸ ὅτι, µολονότι ἀναγγέλθηκε ἀπὸ τὴν πατριάρχη Φώτιο Β´ ἡ ἐναρκτήρια συνεδρία τῆς «Προσυνόδου» γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους 1932, ἀνεβλήθη καὶ αὐτὴ ἐπ᾽ ἀόριστον. Ἀναµενόταν πάντως νὰ ἀκολουθήσει ἡ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος, µετὰ τὴν «Προσύνοδο», ἡ ὁποία θὰ λειτουργοῦσε ὅπως οἱ σηµερινὲς «Προσυνοδικὲς ∆ιασκέψεις». Ἡ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, θεωροῦσε καὶ τήν «Προσύνοδο» ὡς ἁρµόδια µόνον νὰ µελετήσει τὰ προταθέντα θέµατα καὶ ὄχι νὰ ἀποφασίσει, «καθὼς τῇ Οἰκουµενικῇ Συνόδῳ µόνῃ ἀπόκειται ὅπως ἀποφασίσῃ ἐγκύρως καὶ ὑποχρεωτικῶς περὶ πάντων»[8].

Ἀπὸ τὸν πρῶτο ὁραµατιστὴ τῆς Συνόδου Μελέτιο Μεταξάκη τὴν σκυτάλη πῆρε ὁ Ἀθηναγόρας καὶ γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἰδέας τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ µεγαλύτερο µέρος τῆς θεµατολογίας τῆς Συνόδου. Ἐνισχύθηκε πάντως καὶ ὡς πρὸς τὰ δύο ἀπὸ τὴν ἀνάλογη προετοιµασία τῆς ἐκ µέρους τοῦ Παπισµοῦ συγκλήσεως τῆς Β´ Βατικανείου Συνόδου. Καὶ ἡ χρονικὴ σύµπτωση τῆς ἐξαγγελίας τῶν δύο συνόδων καὶ οἱ µεταρρυθµιστικὲς νεωτερικὲς τάσεις ἀµφοτέρων προδίδουν κοινὸ σχεδιασµὸ πρὸς κοινὴ κατεύθυνση. Πάντως Οἰκουµενικὴ Σύνοδο ὀργάνωσαν καὶ γρήγορα ἔφεραν εἰς πέρας οἱ Παπικοί, Οἰκουµενικὴ Σύνοδο ἑτοίμαζε καὶ ὁ Ἀθηναγόρας, καὶ ὄχι µόνον δὲν κατορθώσαµε νὰ τὴν προχωρήσουµε, ἐνῶ ἀπὸ τὸ 1961 ποὺ ἐξαγγέλθηκε πέρασαν 55 χρόνια, ἀλλὰ τώρα τὴν φτωχύναµε καὶ τὴν ὑποβιβάσαµε σὲ ἁπλὴ Παν ορθόδοξη Σύνοδο. Περὶ τοῦ ὅτι ὁ Ἀθηναγόρας τὴν προετοίµαζε ὡς Οἰκουµενικὴ δὲν ὑπάρχει καµµία ἀµφιβολία. Σὲ ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουµενικοῦ Θρόνου πρὸς τοὺς Ἀρχηγοὺς τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς 12ης Φεβρουαρίου 1951 ἐγράφετο: «Τὰ ἐν τῇ διαρροῇ τῶν αἰώνων καὶ τῇ ἀκατασχέτῳ ἐξελίξει τῆς κονωνικῆς ζωῆς ἀνακύψαντα καὶ ὁλονὲν ἐπαυξανόµενα γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς φύσεως καὶ κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ζητήµατα δεόντως ἐκτιµῶν ὁ καθ᾽ ἡµᾶς Ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς καὶ Πατριαρχικὸς Οἰκουµενικὸς Θρόνος, ἔγνω, τῇ µακραίωνι παραδόσει στοιχῶν καὶ τῷ κανονικῷ αὐτοῦ δικαιώµατι χρώµενος, ἐν καιρῷ προτεῖναι ταῖς ἀδελφαῖς Ἁγιωτάταις Ἐκκλησίαις, πρὸς τὴν προσήκουσαν τούτων µελέτην καὶ ἐπίλυσιν τὴν σύγκλησιν µεγάλης Οἰκουµενικῆς Συνόδου»[9]. Εἶναι χαρακτηριστικὲς κάποιες ἀπὸ τὶς δηλώσεις τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν στὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξο ∆ιάσκεψη (Chambésy- Γενεύης, 21-28 Νοεµβρίου 1976). Μὲ δέος καὶ συγκίνηση ἐκφράζονται γιὰ τὸ ὅτι προετοιµάζουν µία Οἰκουµενικὴ Σύνοδο καὶ θεωροῦν χρέος τους νὰ συµπεριφερθοῦν ὅπως οἱ Πατέρες τῶν προηγουµένων Οἰκουµενικῶν Συνόδων. Ὁ µητροπολίτης Σλίβεν Νικόδηµος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας εἶπε: «Εἰς τὰ λεχθέντα ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἀξώµης παρατηρῶ, ὅτι κάθε Οἰκουµενικὴ Σύν οδος, µετὰ τὴν πρώτην, εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν συζητήσεων αὐτῆς ἐπιβεβαίωνε τὰς εἰς τὴν πίστιν ἀναφεροµένας προγενεστέρας ἀποφάσεις, τὰς διαλαµ- βανοµένας οὐ µόνον ἐν τῷ Συµβόλῳ τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους δογµατικοὺς ὅρους (π.χ. ἡ ∆´ Οἰκουµενικὴ Σύνο δος). Ἑποµένως θὰ ἠδυνάµεθα καὶ ἡµεῖς νὰ ἀκολουθήσωµεν τὴν παράδοσιν ταύτην»[10]. Ὁ Πρόεδρος τῆς ∆ιασκέψεως µητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων στὴν ἐναρκτήρια ὁµιλία του εἶπε: «Κατὰ θείαν Οἰκονοµίαν συµπίπτει ἡ εἴσοδος τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, τὰ  Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς ὑπάτης αὐθεντίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, πρὸς τὴν ἁγίαν ταύτην ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου»[11]. Ὁ µητροπολίτης ∆αλµατίας Στέφανος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἀνέφερε τὶς συµβουλὲς ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ πατριάρχης Σερβίας Γερµανός: «Ἡ συµπεριφορά σας νὰ εἶναι τοιαύτη ὡσεὶ νὰ τελῆτε ἱερὰν λειτουργίαν, διότι προκειµένου περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πρόκειται περὶ µυστηρίου οἰκουµενικῆς σηµασίας, περὶ µεγάλου χαρισµατικοῦ µυστηρίου Νέας Πεντηκοστῆς»[12]. Ὁ µητροπολίτης Περιστερίου Ἀλέξανδρος, ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνέγνωσε µήνυµα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σεραφείµ, ποὺ ἔλεγε: «Μὲ κατάνυξιν καὶ φόβον Θεοῦ ἐπικαλούµεθα τὴν ἐπίπνοιαν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, ὅπως κατευθύνῃ τὰς σκέψεις τῶν ἁγίων ἀδελφῶν, ὥστε ἐµφορούµενοι ὑπὸ “νοῦ Χριστοῦ” καὶ στοιχοῦντες ἐπὶ τὰ ἴχνη τῶν προλαβουσῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων καὶ ἐν πολλῇ συνέσει νὰ βουλεύωνται οἱ σεβάσµιοι σύνεδροι “τὰ καλὰ καὶ συµφέροντα” τῇ Ἁγίᾳ ἡµῶν Ἐκκλησίᾳ καὶ παντὶ τῷ ποιµνίῳ εἰς τὸν σύγχρονον κόσµον»[13]. Ὁ µητροπολίτης Ἀξώµης Μεθόδιος, ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, εἶπε: «Παρ᾽ ὅλας αὐτὰς τὰς δυσχερείας καὶ πολλὰς ἄλλας ἐξ ἄλλων λόγων τὸ Οἰκουµενικὸν Πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον συνέλαβε τὴν ἰδέαν τῆς Οἰκουµενικῆς Συνόδου, παρέκαµψεν ὅλας τὰς δυσκολίας, ἃς ἐµφανίζει ἡ σύνθεσις τῶν ὀρθοδόξων πραγµά- των»[14].Ὁ Πρόεδρος καὶ πάλι τῆς ∆ιασκέψεως µητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων ἀπαντώντας σὲ αἴτηµα τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας νὰ περιληφθεῖ στὸν κατάλογο τῶν θεµάτων καὶ ἕνα εἰδικὸ θέµα ποὺ ἀπασχολοῦσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας εἶπε: «∆ι᾽ ἓν τοιοῦτο ζήτηµα δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη ἀποφάνσεως Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ἐπιλυθῆ τοῦτο τοπικῶς κατ᾽ οἰκονοµίαν»[15]. Ἐκτὸς ὅµως ἀπὸ τὴν διαφαινόµενη αὐτοσυνειδησίαν τῶν ἀντιπροσώπων ὅτι προετοιµάζουν Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, ἡ ἴδια γνώµη ἐπικρατοῦσε καὶ σὲ ὁλόκληρο τὸν θεολογικὸ κόσµο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ γνῶµες θεολόγων  ποὺ ἐδηµοσίευσε ἡ «Γραµµατεία ἐπὶ τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» στὸν πρῶτο τόµο τῶν «Συνοδικῶν», µερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δηµοσιεύσαµε στὸ προηγούµενο σχετικὸ ἄρθρο µας. Συµπληρωµατικὰ προσθέτουµε ἐδῶ καὶ ἄλλες ἐκ τῶν πολλῶν. Ὁ µητροπολίτης Μύρων Χρυσόστοµος, µετέπειτα Ἐφέσου, ὁ ὁποῖος προ- ήδρευσε, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου σὲ Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Πανορθόδοξες ∆ιασκέψεις, σὲ µελέτη του µὲ τίτλο «Ἀπαιτήσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῆς συγκληθησοµένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» γράφει: «Τὰ θέµα τα ταῦτα, τυχόντα µιᾶς πρώτης ἐπεξεργασίας... θὰ ἐπανέλθουν προσεχῶς (1972) εἰς ἐπανεξέτασιν καὶ βελτίωσιν εἰς τὴν ∆ιορθόδοξον Προπαρασκευαστικὴν Ἐπιτροπὴν καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὴν Α´ Πανορθόδοξον Προσυνοδικὴν ∆ιάσκεψιν (οἱονεί “δευτεροβαθ- µίως”) καὶ ὅταν τύχωσι πανορθοδόξου ἐγκρίσεως θὰ εἶναι ἕτοιµα διὰ τὴν παραποµπήν των εἰς τὴν µετὰ ταῦτα συγκληθησοµένην Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, ἥτις καὶ θὰ προβῇ εἰς τὴν προκήρυξιν τῶν ἀποφασισθέντων περιβάλλουσα ταῦτα µὲ τὸ οἰκουµενικὸν κῦρος»[16]. Ὁ µητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος, Πρόεδρος τῆς Μικτῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Ὑποθέ- σεων τοῦ Ἐξωτερικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σὲ εἰσήγηση ποὺ ἀνέγνωσε ἐνώπιον τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστηµίου Ἀθηνῶν, στὶς 6 Φεβρουαρίου 1973 στὴν Ἱ. Μονὴ Πεντέλης, ἐπὶ τῇ µνήµῃ τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου µὲ θέµα «Ἡ Μεγάλη Σύνοδος. Ὁ κατάλογος τῶν θεµάτων καὶ ἡ προετοιµασία αὐτῆς» εἶπε: «Μετὰ τὴν Ζ´ Οἰκουµενικὴν Σύνοδον ἐγένετο δὶς ἀπόπειρα συγκλήσεως Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Ἡ µία συνεκλήθη τῷ 879 ἐπὶ τῶν ἡµερῶν τοῦ σήµερον τιµωµένου µεγάλου Ἱεράρχου καὶ ἡ ἄλλη βραδύτερον τῷ 1341 ἐπὶ τῶν ἡµερῶν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἀλλ᾽ οὐδεµία ἐξ αὐτῶν ἀνεγνωρίσθη τελικῶς ὡς Οἰκουµενική. Ἡ Ζ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος συνῆλθε τῷ 787. Ἔκτοτε παρῆλθον 1196 ἔτη χωρὶς νὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ συγκληθῇ ἄλλη Οἰκουµενικὴ Σύνοδος παρὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀναγκῶν καὶ τὸ µέγεθος τῶν προβληµάτων, ἅτινα ἐγεννήθησαν διὰ µέσου τῶν αἰώνων, συνεπείᾳ κυρίως τῶν ἐπελθουσῶν µεταβολῶν εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικώτερον εἰς τὸν κόσµον. Κατὰ τὸ πρῶτον τέταρτον τοῦ αἰῶνός µας ἤρχισε νὰ γίνεται πολλὴ συζήτησις γύρω ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα συγκλήσεως µιᾶς Οἰκουµενικῆς συνόδου. Κατ᾽ ἀρχὴν αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἐσκέφθησαν νὰ συγκαλέσουν µίαν Προσύνοδον, ἀντὶ τῆς Οἰκουµενικῆς, τῆς ὁποίας µάλιστα τὰ θέµατα διετυπώθησαν εἰς τὸν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸ 1932 καταρτισθέντα κατάλογον. Ὁ ἀοίδιµος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, µέσα εἰς τὰς µεγάλας του προοπτικάς, συνέλαβε τὸ νόηµα τῆς συγκλήσεως ἀπ᾽ εὐθείας µιᾶς Οἰκουµενικῆς Συνόδου, χωρὶς νὰ µεσολαβήσῃ ἡ Προσύνοδος, τὴν ὁποίαν µάλιστα ὠνόµασε “Μεγάλην Σύνοδον”, καὶ πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, ἐν προπαρασκευαστικῷ σταδίῳ, συνεκάλεσε τὰς ἑκασταχοῦ Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τρὶς εἰς τὴν Ρόδον κατὰ τὰ ἔτη 1961, 1962, 1963»[17]. Ὁ ἀρχιµανδρίτης τότε καὶ τὼρα ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας καὶ ὁµότιµος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Βελιγραδίου Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, σὲ ἄρθρο του µὲ τίτλο «Παράδοσις καὶ ἀνανέωσις ἐν τῷ θεσµῷ τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων» ἐπιδιώκει νὰ δείξει πῶς ἡ µέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος πρέπει νὰ ἀντιµετωπίσει τὸ πρόβληµα «παράδοσις καὶ ἀνανέωσις». Ἀσχέτως βέβαια πρὸς τὸ ὅτι τέτοια προβληµατικὴ δὲν ὑπάρχει στὶς Οἰκουµενικὲς Συνόδους, οἱ ὁποῖες ἐµφαντικῶς ἐµµένουν στὴν Παράδοση καὶ ἀπορρίπτουν τὶς καινοτοµίες καὶ ἀνανεώσεις, ὅπως δείξαµε παλαιότερα µὲ ἄρθρο µας ὑπὸ τὸν τίτλο «Παράδοση καὶ ἀνανέωση στὴν Πατερικὴ Θεολογία»[18], σηµασία ἔχει ὅτι, ὅπως καὶ ὁ Γέροντάς του Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς θεωρεῖ ὅτι ἡ µέλλουσα νὰ συν έλθει Σύνοδος θεωρεῖται καὶ συγκαλεῖται ὡς Οἰκουµενική. Γράφει: «Τοιουτοτρόπως θὰ ἠµπορέσωµεν νὰ ἔχωµεν εἰς τὸ τέλος τῆς ἱστορικοθεο λογικῆς µελέτης τοῦ ὡς ἄνω θέµατος περισσότερα συγκεκριµένα συµπεράσµατα, διὰ νὰ παραθέσωµεν αὐτὰ πρὸς τὸν σύγχρονον προβληµατισµὸν περὶ παραδόσεως καὶ ἀνανεώσεως, µάλιστα δὲ ἐν ὄψει τῆς µελετωµένης Οἰκουµενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας»[19]. 5. Γιατί ἔγινε αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χαρακτῆρος καὶ τῆς φύσεως τῆς Συνόδου; α) Γιὰ νὰ µὴ ἀναγνωρισθοῦν ὡς Οἰκουµενικὲς οἱ ἀντιπαπικὲς Σύνοδοι τοῦ 879 καὶ τοῦ 1351 Μετὰ ἀπὸ τὰ ἐκτεθέντα ἐκπλήσσεται πράγµατι κανεὶς καὶ ἀπορεῖ. Αὐτὸς ὁ ὁραµατισµὸς καὶ ὁ πόθος πολλῶν αἰώνων νὰ συγκαλέσει ἐπὶ τέλους ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, ἡ µόνη ποὺ δικαιοῦται νὰ συγκαλεῖ Οἰκουµενικὲς Συν όδους, ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ ἔθρεψε καὶ ἐκίνησε τὸν νοῦ καὶ τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες, σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ περασµένου αἰῶνος, γιατί τώρα ἐγκαταλείφθηκε, χωρὶς µάλιστα νὰ γίνουν γνωστοὶ οἱ λόγοι, χωρὶς νὰ ἐνηµερωθοῦν καὶ νὰ συµφωνήσουν οἱ Ἱεραρχίες τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν; ∆ὲν γνωρίζει ὁ οἰκουµενικὸς πατριάρχης Βαρθολοµαῖος ὅτι οἱ προκάτοχοί του πατριάρχες, καὶ µάλιστα τὸ πρότυπό του ὁ Ἀθηναγόρας, ὁ Γέροντάς του µητροπολίτης Χαλ- κηδόνος Μελίτων, καθηγηταί του στὴν Χάλκη, οἱ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὅλος ὁ θεολογικὸς κόσµος, ἀλλὰ καὶ τὸ πλήρωµα τῆς Ἐκκλησίας, θεωροῦν ὅτι ἡ µέλλουσα νὰ συνέλθει Σύνοδος εἶναι Οἰκουµενική; Εἶναι δυνατὸν νὰ µὴ τὰ γνωρίζει, ἀφοῦ ἐκτὸς τῶν ἄλλων δραστηριοτήτων του διετέλεσε καὶ Πρόεδρος σὲ Προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ ∆ιασκέψεις; Ἐφ᾽ ὅσον οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο ἐνηµέρωσε γιὰ τοὺς λόγους αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς, τὴν ὁποία ἱεροκρυφίως ἔµαθε καὶ ὁ µητροπολίτης Μεσσηνίας καὶ τὴν ἀνακοίνωσε ὡς κάτι δεδοµένο καὶ αὐτονόητο στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2014, δικαιούµαστε νὰ πιθανολογοῦµε κάποιους λόγους, µέχρι νὰ µάθουµε τοὺς πραγµατι- κούς. Παραµένει βέβαια ἀµείλικτο τὸ ἐρώτηµα, ποὺ ἰσχύει καὶ γιὰ ἄλλα θέµατα ποὺ ἔχουν σχέση µὲ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, στὰ ὁποῖα θὰ ἀναφερ θοῦµε προσεχῶς: Ἔχουµε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάποιον «πρῶτο», ὡσὰν τὸν πάπα, χωρὶς ἴσους (sine paribus), ὁ ὁποῖος µπορεῖ νὰ ἀποφασίζει αὐτογνωµόνως καὶ αὐτοδικαίως (ipso jure) γιὰ τόσο σοβαρὰ θέµατα; Γι᾽ αὐτὸ σπεύδουν κάποιοι ἀνώριµοι θεολογικὰ νεοσσοὶ νὰ ὑποστηρίξουν τὸ κείµενο τῆς Ραβέννας καὶ νὰ µεταφέρουν τὸ παγκόσµιο πρωτεῖο τοῦ πάπα καὶ στὸν οἰκουµενικὸ πατριάρχη; Οὔτε τολµοῦµε νὰ διανοηθοῦµε ὅτι αὐτὴ ἡ αὐθαίρετη ἀλλαγὴ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Συνόδου ὑποκρύπτει ἀξιώσεις πρωτείου καὶ παραµερισµὸ τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύµατος τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ µνηµονευθὲν προηγούµενο ἄρθρο µας «Μεταλλαγµένη καὶ ἀλλοιωµένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», γράψαµε ἐξηγώντας αὐτὴν τὴν ἀλλαγή, ὅτι «ἐπειδὴ µία Οἰκουµενικὴ Σύνοδος, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ὡς τοιαύτη, πρέπει νὰ ἐπικυρώσει τὶς προηγηθεῖσες Οἰκουµενικές, δηλαδὴ τὶς δύο ἀντιπαπικὲς συνόδους τοῦ Ἁγίου Φωτίου (879-880) καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ (1351), οἱ ἰδικοί µας φιλοπαπικοὶ ἡγέτες ἐπ᾽ οὐδενὶ θὰ ἤθελαν νὰ εὑρεθοῦν µπροστὰ σὲ τέτοιο ἐνδεχόµενο»[20]. Τὴν γνώµη µας αὐτὴ συµµερίζεται καὶ ὁ µητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείµ, ὁ ὁποῖος στὸ µνηµονευθὲν ἄρθρο του γιὰ τὴν Σύναξη τῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου γράφει: «Ἡ Σύνοδος αὐτὴ κατ᾽ ἀρχὴν προγραµµατίσθηκε ὡς Οἰκουµενική, ἔστω καὶ ἂν ὀνο- µάστηκε Πανορθόδοξη. Ὅµως, τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ οἰκουµενιστὲς τὴν ἀποχαρακτήρισαν καὶ διέγραψαν τὸν Οἰκουµενικό της χαρακτήρα. ∆ιότι, ἂν συγκαλοῦνταν ὡς Οἰκουµενική, θὰ εἶχε τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀναγνωρίσει ὡς 8η καὶ 9η Οἰκουµενικὲς Συνόδους τὶς ἐπὶ Μ. Φωτίου καὶ ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ! Αὐτό, ὅµως, θὰ ἐνοχλοῦσε τὸ Βατικανό, ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ Σύνοδοι καταδικάζουν τὸν Παπισµό, ὡς αἵρεση»[21]. ∆ὲν πρόκειται πάντως νὰ ἀποφευχθεῖ αὐτὸς ὁ σκόπελος, διότι ἐφ᾽ ὅσον οἱ τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δὲν γνωρίζουν, ἀφοῦ δὲν συναποφάσισαν, ὅτι ἄλλαξε ὁ χαρακτήρας τῆς Συνόδου καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ θεωροῦν ὡς Οἰκουµενική, θὰ ζητήσουν ὡς Οἰκουµενικὴ νὰ ἀναγνωρίσει τὶς δύο προηγούµενες Οἰκουµενικὲς Συνόδους τὴν Η´ καὶ τὴν Θ´. Ἤδη ἔγινε γνωστὸ ὅτι ὁ πατριάρχης τῆς Σερβίας Εἰρηναῖος ἐζήτησε µὲ ἔγγραφο ποὺ ἐστάλη στὶς Ἐκκλησίες νὰ ἀναγνωρισθοῦν οἱ δύο Σύνοδοι ὡς Οἰκουµενικές. Ὑπενθυµίζουµε ὅτι µὲ λύπη ἀντιµετωπίσαµε τὴν ἐξέλιξη τοῦ ζητήµατος αὐτοῦ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία δὲν εἶχε αἰσία ἔκβαση. ᾽Εξεκίνησε µὲ ἀξιέπαινες πρωτοβουλίες τοῦ µητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείµ, τὶς ὁποῖες ἐπήνεσε καὶ ἐξῆρε µὲ εἰδικὸ κείµενό της ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν», ἔφθασε µέχρι τοῦ σηµείου νὰ περιληφθεῖ ὡς θέµα στὴν ἡµερήσια διάταξη τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2011 καὶ νὰ ὁρισθοῦν µάλιστα καὶ δύο εἰσηγητές, οἱ µητροπολίτες Ναυπάκτου Ἱερόθεος καὶ Γόρτυνος Ἰερεµίας, τῶν ὁποίων ὅµως οἱ ἐξαιρετικὲς εἰσηγήσεις, ἂν καὶ ὑπῆρχαν στὴν ἡµερήσια διάταξη, δὲν ἀνεγνώσθησαν µετὰ ἀπὸ ἐπέµβαση κάποιου ∆ιευθυντηρίου. Σχετικὸ Ἀνα- κοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς µὲ ἡµεροµηνία 16.12.2013 ἔγραφε: «Εἶναι ἐγνωσµένον τοῖς πᾶσιν, ὅτι ἡ ∆ιαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Συνοδικῆς περιόδου 2010-2011 ἐψήφι- σεν ὡς θέµατα τῆς τακτικῆς συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὑποβολὴν προτάσεων πρὸς τὴν Γραµµατείαν τῆς µέλλουσας νὰ συνέλθῃ Πανορθοδόξου Συνόδου διὰ τὴν τυπικὴν ἀναγνώρισιν τῶν Οἰκουµενικῆς περιωπῆς Η´ καὶ Θ´ Συνόδων τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθου σῶν κατὰ τὰ ἔτη 879-880 καὶ 1341-1351 µ.Χ., ὄντως Οἰκουµενικῶν Συνόδων, καὶ ὅτι κατὰ πρόδηλον παράβασιν τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐφαλκιδεύθη ἡ συγκεκριµένη διαδικασία καὶ ἐτέθη εἰς τὰς περιωνύµους καλένδας της». Τὸ σχετικὸ κείµενο τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» προέβαινε στὶς ἑξῆς ἐκτιµήσεις: «Τοιουτοτρόπως ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας µας ἔχασε µία µοναδικὴ εὐκαιρία, νὰ δηλώσει τὴν συνοδικὴ ὀρθόδοξη δυναµική της, γιὰ νὰ µὴ δυσαρεστήσει τὸν Οἰκουµενικὸ Πατριάρχη, τὸν Πάπα, τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ τοὺς οἰκουµενιστές, ἐνῶ µὲ τὴν ἐνέργειά της αὐτὴ προσέβαλε τὴν µνήµη τῶν Μεγάλων Ἁγίων Πατέρων µας Ἱεροῦ Φωτίου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, οἱ ὁποῖοι πρωταγωνίστησαν στὶς δύο συνόδους. Ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν µας, παραπέµποντας τὸ θέµα αὐτὸ εἰς τὰς ἑλληνικὰς καλένδας, ἔδειξε ἀσυνέπεια καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό της, διότι ἡ ἰδία Σύνοδος εἶχε ἀναθέσει εἰς τοὺς Σεβασµιωτάτους Μητροπολίτας Ναυπάκτου καὶ Γόρτυνος κ.κ. Ἱερόθεο καὶ Ἰερεµία νὰ παρουσιάσουν τὶς περὶ Ὀγδόης καὶ Ἐνάτης Οἰκουµενικῶν Συνόδων εἰσηγήσεις τους, οἱ ὁποῖες συνιστοῦν πατερικὲς ὁµολογίες, καθ᾽ ὅλα ἔγκυρες καὶ ἄψογες ἱστορικοθεολογικὲς µελέτες. Ἡ ὑπὸ τῶν οἰκουµενιστῶν τοῦ Φαναρίου καὶ τῶν µετ᾽ αὐτῶν ὁµοφρονούντων µεθοδευοµένη µέλλουσα νὰ συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος τὸ 2016, ὅπως µὲ σαφήνεια διαζωγραφεῖται ἐκ τῶν προσυνοδικῶν πανορθοδόξων διασκέψεων αὐτῆς -τῶν ὁποίων τὰ θέµατα, τὰ κείµενα καὶ τὰ πορίσµατα τηροῦνται καὶ διαφυλάσσονται ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ, ὅπως ἄλ λωστε συµβαίνει µὲ ὅλους τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους µετὰ τῶν παπικῶν κ.ἄ. αἱρετικῶν, δηλαδὴ χωρὶς ἐπισταµένη ἐνηµέρωση τῶν συνόδων καὶ πληρωµάτων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἄνευ συνοδικῆς διαγνώµης, δίχως κἂν διατύπωση συνοδικῶν προτάσεων- φοβούµεθα ὅτι ἀπεργάζεται τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισµοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισµοῦ ὡς αὐθεντικῶν ἐκκλησιῶν! Ἐὰν ὄντως ἔτσι, ὅπως διαφαίνεται, ἐξελιχθοῦν τὰ ἐκκλησιαστικά µας πράγµατα, τότε εὐχόµεθα νὰ µὴ συνέλθει ποτέ! Ἐὰν ὅµως συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἔστω καὶ χωρὶς αὐτὸ τὸν σκοπό, ἀλλὰ δὲν ἀναγνωρίσει τὶς Ὀγδόη καὶ Ἐνάτη Οἰκουµενικὲς Συνόδους ὡς οἰκουµενικές, τότε θὰ εἶναι µία Οἰκουµενιστικὴ Σύνοδος. Θὰ εἶναι µία ψευδοσύνοδος, ὅπως ἡ σύνοδος τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ποὺ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ κάποιους φιλοπαπικοὺς τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοὺς παπικοὺς τῆς ∆ύσεως, ὅπως καὶ σήµερα ἐπιχειρεῖται νὰ συµβεῖ. Ἀλλὰ ὅπως τότε ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι ἀντίδραση καὶ ἀντίσταση ἐλαχίστων κορυφῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας µας, προεξάρχοντος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, µὲ τὴ συµµετοχὴ καὶ στήριξη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, κατάφεραν νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ χα ρακτηρισθεῖ ψευδοσύνοδος ἡ αἱρετικὴ καὶ ληστρικὴ σύνοδος τῶν Φερράρας-Φλωρεντίας, ἔτσι καὶ σήµερα ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας µας θὰ ἀντιδράσει καὶ θὰ ἀντισταθεῖ»[22].

β) Γιὰ νὰ µὴ κληθοῦν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι καὶ νὰ ἐπιλεγοῦν οἰκουµενιστές
 Ὁ ἀποχαρακτηρισµὸς τῆς Συνόδου ὡς Οἰκουµενικῆς καὶ ἡ ἔκπτωσή της σὲ ἁπλὴ Πανορθόδοξη Σύνοδο διευκολύνει τοὺς σχεδιαστὲς καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σηµεῖο. Εἶναι βέβαιο ὅτι παρὰ τὴν ἐκτεταµένη οἰκουµενιστικὴ διάβρωση ποὺ ἔχουν ὑποστῆ οἱ Ἱεραρχίες τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, θὰ εὑρίσκοντο ἀρκετοὶ ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀντιδροῦσαν στίς, ὅπως προδιαγράφονται, ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου καὶ θὰ ἠρνοῦντο νὰ τὶς ὑπογράψουν. Αὐτὸ µάλιστα θὰ συνέβαινε σὲ µεγαλύτερη ἔκταση, ἂν εἶχε κατορθωθῆ νὰ συνέλθει ἡ Σύνοδος, ὅπως ἔπρεπε, ἐνωρίτερα, διότι θὰ ὑπῆρχαν τότε περισσότεροι παραδοσιακοὶ ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ θανάτου ἔχουν ἐκλείψει, ἐνῶ οἱ νεώτεροι ἀνετράφησαν µὲ οἰκουµενιστικὸ φιλοπαπικὸ διαιτολόγιο. Ἴσως µάλιστα αὐτὸ νὰ ἐξηγεῖ καὶ τὸν λόγο τῆς κατὰ τὰ ἄλλα ἀνεξήγητης καὶ µοναδικῆς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία µεγάλης χρο- νικῆς διάρκειας γιὰ τὴν προετοιµασία τῆς Συνόδου· ἐνῶ ὅλοι στὴν ἀρχὴ ἐτόνιζαν ὅτι ἡ Σύνοδος πρέπει νὰ συγκληθεῖ τὸ ταχύτερον δυνατόν, κατέληξε τελικὰ στὴν πρωτιὰ τοῦ βραδύτερον δυνατόν. Ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὴν πράξη τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων γνωρίζουµε ὅτι δὲν δικαιολογεῖται µὲ κανενὸς εἴδους σοφιστεῖες ἡ µὴ κλήση ὅλων τῶν Ἐπισκόπων. Οἰκουµενικὴ Σύνοδος ὀνοµάζεται ἐκείνη στὴν ὁποία µετέχουν οἱ ἐπίσκοποι ὅλης τῆς Οἰκουµένης, εἶναι σύνοδος ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν δὲν καλοῦνται νὰ µετάσχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἡ Σύνοδος δὲν εἶναι Οἰκουµενική, Γενική, ἀλλὰ εἶναι Μερική, σύνοδος ἐπὶ µέρους ἐκκλησίας ἢ ἐπὶ µέρους ἐκκλησιῶν, ὄχι ὅµως Σύνοδος τῆς ὅλης, τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὰ µέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς µέλη τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν γνωστὴ εἰκόνα τοῦ ᾽Αποστόλου Παύλου[23], ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς ἐπὶ µέρους ἐκκλησίες-ἐπισκόπους, σὲ σχέση µὲ τὴν Ἐκκλησία· δὲν µπορεῖ νὰ πεῖ ἕνα µέλος, ἀκόµη καὶ ἡ κεφαλή, ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη τῶν ἄλλων µελῶν. Μὲ ποιό κριτήριο θὰ ἐξαιρέσουµε κάποιες ἐπισκοπές - ἐκκλησίες, ὅσο µικρὲς καὶ ταπεινὲς καὶ ἂν εἶναι. ∆ὲν εἰσάγουµε ἔτσι ἀνεπίτρεπτη ἀνισότητα, δὲν τραυµατίζουµε τὸ ἐκκλησιολογικὸ δόγµα τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων; Πῶς θὰ ἐκπροσωπηθεῖ στὴν Οἰκουµενικὴ Σύνοδο µία τοπικὴ εὐχαριστιακὴ Ἐκκλησία, ποὺ καθ᾽ ἑαυτὴν ἀποτελεῖ τὴν ὅλη Ἐκκλησία; ∆ὲν προσβάλλεται ἔτσι καὶ ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία, ἀφοῦ παρορῶνται, παραµερίζονται κάποιες εὐχαριστιακὲς κοινότητες-ἐκκλησίες; Σὲ παλαιότερη µελέτη του ὁ καθηγητὴς Βλ. Φειδᾶς, ὁ ὁποῖος µετέχει σχεδὸν ἐξ ἀρχῆς στὴν προετοιµασία τῆς Συνόδου καὶ εἶναι καὶ τώρα µέλος τῆς «Γραµµατείας ἐπὶ τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου», µὲ τίτλο «Ἡ Α´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος. Προβλήµατα περὶ τὴν σύγκλησιν, τὴν συγκρότησιν καὶ τὴν λειτουργίαν τῆς Συνόδου»,προβάλλει τὴν ἐν λόγῳ Σύνοδο ὡς πρότυπο καὶ ἀρχέτυπο ὅλων τῶν µετὰ ταῦτα συνόδων, ἑποµένως καὶ τῆς µέλλουσας νὰ συνέλθει Μεγάλης καὶ Ἁγίας Συνόδου. Ἐπικαλεῖται µαρτυρίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἱστορικῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προκύπτει ὅτι ὁ Μ. Κωνσταν τῖνος, ποὺ εἶχε τὴν πρωτοβουλία τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἐκάλεσε ὅλους τοὺς ἐπισκόπους τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας γράφει: «Ὥσπερ ἐπιστρατεύων αὐτῷ φάλαγγα Θεοῦ σύνοδον οἰκουµενικὴν συνεκρότει, σπεύδειν ἁπανταχόθεν τοὺς ἐπισκόπους γράµµασι τιµητικοῖς προκαλούµενος... Ὡς οὖν ἐφοίτα πανταχοῦ τὸ παράγγελµα, οἷά τινος ἀπὸ νύσσης οἱ πάντες ἔθεον σὺν προθυµίᾳ τῇ πάσῃ»[24]. Ὁ Σωζοµενὸς ἐπίσης λέγει ὅτι ὁ βασιλεύς «συνεκάλεσε σύνοδον εἰς Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας καὶ πανταχῆ τοῖς προεστῶσι τῶν ἐκκλησιῶν ἔγραψεν εἰς ρητὴν ἡµέραν παρεῖναι»[25][a1] . Ὁ Φιλοστόργιος ἀναφέρει ὅτι «τῶν οὖν ἐπισκόπων τότε πρὸς πολλὰς διαµεριζοµένων δόξας, ἔδοξε τῷ Κωνσταντίνῳ βασιλεῖ, σύνοδον ἐν Νικαίᾳ πάντων τῶν ἐπισκόπων ποιῆσαι καὶ τὸν πρὸς ἀλλήλους διαπληκτισµὸν καταπαῦσαι» [26]. Ὁ ἴδιος καθηγητὴς θεωρεῖ ὅτι ἡ κλήση ὅσο τὸ δυνατὸν εὐρυτέρου ἀριθµοῦ ἐπισκόπων δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν δέσµευσή τους νὰ τηρήσουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου µετὰ τὴν λήξη τῶν ἐργασιῶν της, ἀλλὰ συνδέεται «πρὸς τὴν ἐκκλησιολογικὴν ἀρχὴν τῆς διὰ τοῦ σώµατος τῶν ἐπισκόπων εὐρυτέρας ἐκφράσεως τοῦ φρονήµατος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι, ὡς φορεῖς τοῦ φρονήµατος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, καλοῦν ται εἰς τὰς συγκαλουµένας συνόδους ὄχι διὰ νὰ κοινοποιήσουν ἁπλῶς εἰς τὰς ὑπ᾽ αὐτοὺς ἐκκλησίας τὰς ἐν ταῖς συνόδοις κοινῇ λαµβανοµένας ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων ἀποφάσεις, ἀλλὰ κυρίως διὰ νὰ µεταφέρουν εἰς τὴν σύνοδον τὸ ἐπὶ τοῦ ἀντιµετωπιζοµένου ζητήµατος φρόνηµα τῶν ὑπ᾽ αὐτοὺς ἐκκλησιῶν»[27]. Ἡ παρατήρηση αὐτὴ εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρουσα, διότι δικαιολογεῖ καὶ τὸν νέο σχεδιασµὸ γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς φύσεως τῆς Συνόδου ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς Οἰκουµενικῆς στὸ ἐπίπεδο µιᾶς ἁπλῆς πανορθοδόξου Συνόδου. Φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι τῆς προετοιµασίας τῆς Συνόδου, ὅτι πολλοὶ ἐπίσκοποι θὰ µεταφέρουν τὸ φρόνηµα τῶν ὑπ᾽ αὐτοὺς ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὴν καθορισθεῖσα νεωτερικὴ καὶ οἰκουµενιστικὴ γραµµὴ τῆς Συνόδου. Συµπερασµατικῶς πάντως ὁ ἐν λόγῳ ἱστορικὸς καὶ κανονολόγος στὰ Ἐπιλεγόµενα τῆς ἐνδιαφέρουσας µελέτης του ἐκτιµᾶ ὅτι «ἡ µέλλουσα νὰ συγκληθῆ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν θὰ ἔδει νὰ ἀγνοήσῃ τὰς ἀκολούθους θεµελιώδεις κανονικὰς ἀρχὰς περὶ τὴν σύγκλησιν, συγκρότησιν καὶ λειτουργίαν αὐτῆς». Μεταξὺ τῶν ἑπτὰ θεµελιωδῶν ἀρχῶν µνηµονεύουµε τὶς τρεῖς ποὺ συνδέονται µὲ τὴν συνάφεια τοῦ θέµατος: α) «Ἡ πρόσκλησις διὰ τὴν συµµετοχὴν εἰς τὴν σύνοδον δέον νὰ ἀποσταλῆ πρὸς τοὺς ἐπισκόπους µόνον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διότι µόνον οὗτοι ἀποτελοῦν καὶ τὰ ὀργανικὰ µέλη τῆς συνόδου κατὰ τὴν ὀρθόδοξον συνοδικὴν παράδοσιν». β) «Ὁ ἀριθµὸς τῶν µελῶν τῆς συνόδου δέον νὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς τὸν ἀριθµὸν τῶν ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὸ καὶ πρέπει νὰ προσκληθοῦν εἰς τὴν σύνοδον πάντες οἱ ἐπίσκοποι, κἂν εἰσέτι δὲν δυνηθοῦν νὰ συµµετάσχουν ἅπαντες τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς». γ) «Ἡ συµµετοχὴ εἰς τὴν σύνοδον κατεγνωσµένων αἱρετικῶν, ἢ σχισµατικῶν ἐπισκόπων εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀδιανόητος καὶ κανονικῶς ἀνεπίτρεπτος ἄνευ προγενεστέρας ὑπ᾽ αὐτῶν ἀποκηρύξεως τῆς αἱρέσεως ἢ τοῦ σχίσµατος καὶ ἂνευ εἰδικῆς συνοδικῆς διαδικασίας διὰ τὴν ἀποδοχὴν αὐτῶν εἰς ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν»[28]. Ἀπὸ τὶς ὄντως θεµελιώδεις αὐτὲς ἐκκλησιολογικὲς καὶ κανονικὲς ἀρχὲς προκύπτουν ἐνδιαφέροντα συµπεράσµατα. Ἐν πρώτοις ὅτι πρέπει νὰ προσ κληθοῦν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀκόµη καὶ ἂν γιὰ προσωπικοὺς ἢ ἄλλους, ἐκτὸς τῆς θελήσεως τους, λόγους δὲν ἠµπορέσουν νὰ παραστοῦν στὴν Σύνοδο. Ἡ µὴ πρόσκληση ὅλων τῶν ἐπισκόπων, ὅπως ἀποφασίσθηκε νὰ γίνει στὴν µέλλουσα Σύνοδο, παραβιάζει θεµελιώδη ἐκκλησιολογικὴ καὶ κανονικὴ ἀρχή, καὶ αὐτὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ ὑποβιβάσθηκε ἡ Σύνοδος ἀπὸ Οἰκουµενικὴ σὲ ἁπλῆ Πανορθόδοξη. Παραµένει βέβαια τὸ ἐρώτηµα γιὰ παραβίαση ἄλλης ἐκκλησιολογικῆς ἀρχῆς: Ποιός ἀποφάσισε αὐτὴν τὴν ἀλλαγή; Ἕνας πρῶτος χωρὶς ἴσους; Ἡ ἀδυναµία πάντως κάποιων προσκληθέντων ἐπισκόπων, προσω πικὴ ἢ ἐξ ἄλλων λόγων, δὲν παραβλάπτει τὸν οἰκουµενικὸ χαρακτήρα τῆς Συνόδου, ὅπως καλῶς ἔδειξε σὲ ἐνδιαφέρουσα ἐπίσης µελέτητου ὁ ἐπὶ ἔτη «Γραµµατεὺς ἐπὶ τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου» µητροπολίτης Ἑλβετίας καὶ κατόπιν Ἀδριανουπόλεως ∆αµασκηνὸς Παπανδρέου[29]. Ἡ πρόσκληση µόνον τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ τὸ ἀδιανόητο τῆς προσκλήσεως αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν, πρὶν ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσµατα, συντρίβει καὶ κονιορτοποιεῖ τὸ ἐπιχείρηµα τοῦ οἰκουµενικοῦ πατριάρχου Βαρθολοµαίου, ὅτι δὲν µποροῦµε νὰ συγκαλέσουµε Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, διότι ἀπουσιάζουν οἱ «ἐκ τῆς ∆ύσεως Χριστιανοί», οἱ ὁποῖοι καὶ συνοδικῶς ἔχουν καταδικασθῆ γιὰ αἱρέσεις καὶ σχίσµατα. Οἱ τοπικὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ µὴ δεχθοῦν αὐτὴν τὴν πραξι κοπηµατικὴ ἀλλοίωση τῆς Συνόδου, λόγῳ τῆς µὴ συµµετοχῆς τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν, ποὺ εἶναι ὄντως «ἐκκλησιολογικῶς ἀδιανόητος καὶ κανονικῶς ἀνεπίτρεπτος» κατὰ τὸν κα- θηγητὴ Βλ. Φειδᾶ, καὶ νὰ ἀπαιτήσουν τὴν συµµετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων, σύµφωνα µὲ τὴν συνοδικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς ἐκείνων ποὺ γιὰ προσωπικοὺς ἢ ἄλλους λόγους δὲν ἠµποροῦν νὰ µετάσχουν. Ἂν στὴν πρώτη χιλιετία, µὲ τὶς τόσες συγκοινωνιακὲς δυσκολίες µετεῖχαν στὶς Οἰκουµενικὲς Συνόδους, ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσµου, ὑπερτριακόσιοι καὶ ὑπερεξακόσιοι ἐπίσκοποι, ταξιδεύοντες ἐπὶ µῆνες, στὶς ἡµέρες µας ἐντὸς ἐλαχίστων ὡρῶν µπορεῖς νὰ βρεθεῖς στὴν ἄκρη τοῦ κόσµου. Ὁ ἀριθµὸς τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν ἐπαρχιούχων καὶ τῶν τιτουλαρίων δὲν εἶναι ὑπερβολικὰ µεγάλος. Ὑπάρχουν σήµερα περίπου 580 ἐπαρχιοῦχοι ἐπίσκοποι καὶ 250 τιτουλάριοι βοηθοὶ κ.τ.λ., σύνολο δηλαδὴ 830 µελῶν τῆς συνόδου, ποὺ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ συγκεντρωθοῦν. Ἡ Β´ Βατικάνειος συγκέντρωσε 2.300 ἐπι- σκόπους»[30].
γ) Ἡ σύγκληση Οἰκουµενικῆς Συνόδου ἀντίκειται στὸ ἰσχῦον νέο µοντέλο τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν».
Ὑπάρχει καὶ ἕνας τρίτος σηµαντικός, ἴσως ὁ σηµαντικώτερος λόγος, γιὰ τὸν ἀποχαρακτηρισµὸ τῆς Συνόδου ὡς Οἰκουµενικῆς. Ὁ λόγος αὐτὸς ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι µετὰ τὴν Β´ Βατικάνειο Σύνοδο (1963- 1965), προεβλήθη ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς ὡς πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀντὶ τῆς ἀπορρίψεώς µας µέχρι τότε ὡς σχισµατικῶν καὶ αἱρετικῶν, νέα προσέγγιση, ἡ ὁποία µᾶς ἀναγνωρίζει ὡς ἐπὶ µέρους ἐκκλησία, µὲ Χάρη, µυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή, µὲ ἐλλιπῆ ὅµως ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση, ἡ ὁποία θὰ ἐκλείψει καὶ θὰ γίνουµε πλήρης Ἐκκλησία, χωρὶς ἐλλείψεις καὶ ἐλαττώµατα, ὅταν θὰ ἀναγνωρίσουµε τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ αὐτὴ ἀνα- γνώριση ὁδήγησε καὶ στὸν ἐκ µέρους τους χαρακτηρισµό µας, παρὰ τὶς ἐλλείψεις µας, ὡς «ἀδελφῆς ἐκκλησίας», τὸν ὁποῖο καὶ ἐµεῖς, ὡς φτωχοσυγγενεῖς καὶ ἀρχοντοχωριάτες, εὐχαρίστως τὸν ἀποδεχθήκαµε καὶ τὸν χρησιµοποιοῦµε µὲ καµάρι ἀποδεχόµενοι καὶ ἐµεῖς τὸν Παπισµὸ µετὰ τὴν Β´ Βατικάνειο Σύνοδο ὡς «ἀδελφὴ Ἐκκλησία», ὡσὰν νὰ ἀνήκουµε καὶ ἐµεῖς στὴν δικαιοδοσία αὐτῆς τῆς παπικῆς ψευδοσυνόδου. Εἶναι γεµᾶτα τὰ κείµενα τῶν παπῶν καὶ τῶν ἰδικῶν µας πατριαρχῶν ἀπὸ τὸν ὅρο «ἀδελφὲς ἐκκλησίες», ἀλλὰ καὶ ἡ σχετικὴ θεολογικὴ βιβλιογραφία τῶν οἰκουµενιστῶν θεολόγων. Ὑπάρχει ὅµως κάποια συνοδικὴ ἀπόφαση κάποι- ας τοπικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἢ Πανορθόδοξη, ποὺ νὰ ἐπιβάλει σὲ ἐµᾶς νὰ θεωρήσουµε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισµατικοὺς Λατίνους τώρα ὡς «ἀδελφὴ ἐκκλησία»; Καµµία. Ὑπάρχει µόνο τὸ ἐπαίσχυντο κείµενο τοῦ Balamand, τὸ ὁποῖο βέβαια ὡς κείµενο διαλόγου δὲν δεσµεύει τὶς ἐκκλησίες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες οὔτε ἔλαβαν µέρος ἐκεῖ οὔτε τὸ ἀποδέχθηκαν[31]. Στὸ κείµενο αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀθετοῦν τὴν καθαγιασµένη ἐπὶ αἰῶνες πατερικὴ παράδοση, ἀλλὰ καὶ πρόσφατες πανορθόδοξες δηλώσεις καὶ ἀποφάσεις, ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστο- λικὴ Ἐκκλησία καὶ δέχονται ὅτι συναποτελοῦµε µὲ τοὺς Παπικοὺς τὴν Μία Ἐκκλησία καὶ εἴµαστε ἀπὸ κοινοῦ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν τήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ὡς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες». Ἱεροκρυφίως καὶ ἀντισυνοδικῶς δεχθήκαµε τό «ἀδελφὲς ἐκκλησίες», καὶ τώρα πάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ κατασκευασµένο ψευτοµοντέλο ἑνότητος ἀναγνωρίζουµε τὸν Παπισµὸ ὡς ἐκκλησία µὲ χάρη, µυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Γράφει τὸ κείµενο: «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του- ὁµολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, µετοχὴ εἰς τὰ αὐτὰ µυστήρια, κυρίως εἰς τὴν µίαν ἱερωσύνην τὴν τελοῦσαν τὴν µίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων- δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία µιᾶς τῶν ἡµετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφὲς ὅτι ἐντὸς τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισµός, ∆ιὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγον ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτὰς ἀµοιβαίως ὡς ἀδελφὰς ἐκκλησίας, ἀπὸ κοινοῦ ὑπευθύνους διὰ τὴν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρὸς τὴν θείαν οἰκονοµίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρὸς τὴν ἑνότητα» (παράγρ. 13 καὶ 14). Σὲ ἄλλο µάλιστα σηµεῖο ἐπαναλαµβάνει τὸ κείµενο λόγους τοῦ πάπα Παύλου ΣΤ´ στὸ Φανάρι, σύµφωνα µὲ τοὺς ὁποίους οἱ ποιµένες Ὀρθόδοξοι καὶ Ρωµαιοκαθολικοί, πρέπει νὰ σέβονται καὶ νὰ ἀναγνωρίζουν ἀλλήλους ὡς ποιµένες «τµήµατος τῆς ποίµνης τοῦ Χριστοῦ» (παραγρ. 18) [32]. Ἐνοχλοῦνται οἱ ἑτερόδοξοι καὶ ἐκ τῶν Ὀρθοδό- ξων οἱ Οἰκουµενιστές, διότι στὸ κείµενο τῆς Γ´ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς ∆ιασκέψεως (1986) γιὰ τὸ θέµα «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουµενικὴ Κίνησις» ἐκφράζεται, στὴν ἀρχὴ µάλιστα, ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µὲ ὅσα λέγει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ πεποιθήσει καὶ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ, ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίδει τὴν µαρτυρίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς Παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι κατέχει κεντρικὴν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσµου». Ἀγωνιοῦµε νὰ µάθουµε, ἀφοῦ δὲν ἀνακοινώνουν τὶς ἐπεµβάσεις καὶ διορθώσεις ποὺ ἔκανε στὰ προηγούµενα κείµενα ἡ «Εἰδικὴ ∆ιορθόδοξη Ἐπιτροπή» καὶ ἡ ἐσχάτως συνελθοῦσα Ε´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη (᾽Οκτώβριος 2015), ἡ καὶ τελευταία, ἂν διορθώθηκε καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ κειµένου αὐτοῦ µὲ βάση τὴν ἐκκλησιολογία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» τοῦ Balamand. Λυπούµαστε, γιατὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους τῶν ἐκκλησιῶν δὲν διαµορφώνουν, ἀλλὰ τρέχουν πί- σω ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις. Εἶναι πάντως βέβαιο ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολοµαῖος ἔχει ἀποδεχθῆ τὸ νέο αὐτὸ ἐκκλησιολογικὸ µοντέλο τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ἀφοῦ ὄχι µόνον δὲν ἀπέρριψε ἡ Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ πρωτοστάτησε στὰ ἀποφασισθέντα, ἀλλὰ καὶ διὰ πολλῶν ἄλλων δηλώσεών του ἀποδέχεται ὡς ἐκκλησία τὸν Παπισµὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς κοµµάτι τῆς διηρηµένης Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐµεῖς εἴµαστε µέρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τὸ ὅλον, φυσικὰ τὸ µέρος δὲν µπορεῖ νὰ συγκαλέσει Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, χωρὶς τὴν συµµετοχὴ τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» τῆς ∆ύσεως. ∆ὲν θέλει νὰ µᾶς κατηγοροῦν οἱ ἀδελφοί µας τῆς ∆ύσεως ὅτι «τὴν ἐκκλησιολογία τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν θέτει σὲ δοκιµασία ἡ ἀξεδιάλυτη ἀντινοµία της: µία ἀδελφὴ Ἐκκλησία εἶναι ἀληθινὰ καὶ πλήρως Ἐκκλησία- καὶ ὑπ᾽ αὐτὴν τὴν ἔννοιαν βρίσκει τὴν ὁλοκλήρωσή της στὴν ταυτότητά της· ταυτόχρονα µία ἀδελφὴ Ἐκκλησία δὲν µπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν ὁλοκλήρωση, χωρὶς νὰ πραγµατώνει τελεία κοινωνία µὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἀδελφὲς Ἐκκλησίες». Εἴµαστε συνεπεῖς πρὸς τὴν ἐκκλησιολογία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν µποροῦµε, ἂν θέλουµε νὰ µὴν ἀντιφάσκουµε, νὰ συγκαλέσουµε Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, χωρὶς τὴν «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» τῆς Ρώµης. Νὰ τηρήσουµε ἐπίσης καὶ τὶς συµβουλὲς ποὺ δίνει στοὺς ὑπευθύνους γιὰ τὴν προετοιµασία τῆς Πανορθόδοξης Συνόδου ἡ ἴδια Ρωµαιοκαθολικὴ Θεολόγος Barbara Hallensleben, στὴν εἰσήγηση ποὺ ἔκανε σὲ σχετικὸ συνέδριο[33] µὲ θέµα «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες. ῾Ερµηνευτικὴ ἀρχὴ γιὰ τὶς σχέσεις µεταξὺ Ἐκκλησιῶν ad intra καὶ ad extra».Ἀποδεχόµενη λοιπὸν ὅτι ἡ µέλλουσα Σύνοδος δὲν εἶναι Οἰκουµενικὴ ἀλλὰ Πανορθόδοξη, σὲ συµφωνία µὲ τὸν πατριάρχη Βαρθολοµαῖο καὶ τὸν µητροπολίτη Μεσσηνίας, µᾶς καλεῖ νὰ προβληµατισθοῦµε ὡς πρὸς τὶς προχαλκηδόνιες καὶ τὶς παλαιοκαθολικὲς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες «ἐν σχέσει πρὸς τὰ ἐνδεχόµενα»: • Τῆς σύγκλησης µιᾶς Οἰκουµενικῆς Συνόδου ποὺ θὰ ἔδινε τὸ µήνυµα ὅτι, ὅσες Ἐκκλησίες δὲν εἶναι προσκεκληµένες νὰ µετάσχουν, δὲν εἶναι Ἐκκλησίες. • Τῆς σύγκλησης µιᾶς ἐπὶ µέρους Συνόδου τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἐνδεχοµένως µὲ παρατηρητὲς ἀπὸ ἄλλες Ἐκκλησίες. Κατόπιν διαβούλευσης µὲ τὸν εὐρύτερο χριστιανικὸ κόσµο. • Μιᾶς αὐτοσυγκρότησης τῶν Ὀρθοδόξων Βυζαντινῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς µιᾶς ὁµολογιακῆς οἰκογένειας δίπλα σὲ ἄλλες»[34]. Ἡ ἑρµηνευτική της λοιπὸν ἀρχὴ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ νέο µοντέλο τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», εἶναι ὅτι γιὰ νὰ συγκληθεῖ µία Οἰκουµενικὴ Σύνοδος πρέπει νὰ καλέσει νὰ µετάσχουν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, γιατὶ ὅσες δὲν κληθοῦν δὲν εἶναι ἐκκλησίες. ῾Εποµένως πῶς νὰ θεωρήσουµε ἐµεῖς ὅτι προετοιµάζουµε Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, χωρὶς νὰ καλέσουµε τοὺς Παπικούς, τοὺς Προτεστάντες, τοὺς Μονοφυσίτες, τοὺς Παλαιοκαθολικούς; ∆ὲν τοὺς θεωροῦµε «ἀδελφὲς ἐκκλησίες»; Ἐµεῖς µποροῦµε νὰ συγκα- λέσουµε µόνον ἐπὶ µέρους Σύνοδο τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, µετὰ ἀπὸ διαβούλευση µὲ τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσµο, καὶ µὲ παρατηρητὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες. Μόνοι µας δὲν µποροῦµε νὰ κάνουµε τίποτε, γιατὶ εἴµαστε αἰχµάλωτοι τοῦ µοντέλου τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Καὶ τὸ χειρότερο καὶ πιὸ προσβλητικὸ· ἐπειδὴ δὲν εἴµαστε ἡ Μία Ἐκκλησία, ὅσες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουµε σχέση µὲ τὸ Βυζάντιο, νὰ αὐτοσυγκροτηθοῦµε, ὡς µία ξεχωριστὴ ὁµολογιακὴ οἰκογένεια, δίπλα σὲ τόσες ἄλλες ὁµολογίες. «Ἤθελές τα καὶ ἔπαθές τα». Ἔτσι δυστυχῶς πορευόµαστε πρὸς τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο. Καταντήσαµε τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, χλεύη τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν σχισµατικῶν, ἀνίκανη νὰ συγκαλέσει Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, ἀρνούµενη τὴν µοναδικότητα καὶ καθολικότητά της. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις τὶ καλὸ καὶ ὀρθόδοξο νὰ περιµένει κανεὶς ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις της;

Σηµειώσεις: [8]. Βλ. Εὐαγγελίας Βαρελλᾶ, Διορθόδοξοι καὶ Οἰκουμενικαὶ Σχέσεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸν Κ´ αἰῶνα, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 58, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 110. [9]. Βλ. Ὀρθοδοξία 26 (1951) 118-120 καὶ Συνοδικὰ ΙΙ, 1978, σελ. 140, ὑποσημ. 1.[10].Συνοδικὰ ΙΙ, σελ. 19- 20. [11]. Αὐτόθι, σελ. 28. [12]. Αὐτόθι, σελ. 55. [13]. Αὐτόθι, σελ. 59. [14]. Αὐτόθι, σελ. 81-82. [15]. Αὐτόθι, σελ. 104. [16]. Συνοδικὰ Ι, σελ. 11. [17]. Αὐτόθι, σελ. 17-18. [18]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι. Ἀρχὲς καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλο- νίκη 19972 , σελ. 48-52.[19].Συνοδικὰ Ι, σελ. 65.[20]. Θεοδρομία 17 (2015) 9. [21]. Θεοδρομία 17 (2015) 403. [22]. Συναξη Ὀρθοδόξων Kληρικῶν καὶ Mοναχῶν, «Περὶ Η´ καὶ Θ´ Οἰκουμενικῶν Συνόδων», Θεοδρομία 16 (2014) 440-446. Βλ. ἐπίσης Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος,«Περὶ τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 870-880 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς  Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς», Θεοδρομία 16 (2014) 405-427. Μητροπολίτης Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας, «Περὶ τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 1352 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς ἐνάτης Οἰκουμενικῆς»,Θεοδορμία 16 (2014) 428-439. [23]. Α´ Κορ. 12, 12-31. [24]. Βίος Κωνσταντίνου ΙΙΙ, 6. [25]. Ἐκκλ. Ἱστορία Ι, 17. [26]. Ἐκκλ. Ἱστορία Ι, 7α. [27]. Συνοδικὰ Ι, σελ. 169. [28]. Αὐτόθι, σελ. 226.[29]. Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου, Μητροπολίτου Τρανουπόλεως, «Προοπτικαὶ καὶ προβλήματα περὶ τὴν μέλλουσαν Σύνοδον», Συνοδικὰ Ι, σελ. 26-36.[30]. Γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων συνολικὰ βλ. εἰς Noël Ruffieux, «Προετοιμασία καὶ ἀποδοχὴ τῆς Συνόδου», εἷς Καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν... Ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδος. Ζητήματα-Διλήμματα- Προοπτικές, Ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ», Ἀθήνα Ὀκτώβριος 2015, σελ. 27. Σὲ ὑποσημείωση παρατηρεῖ ὁ συγγραφεὺς ὅτι «Αὐτοὶ οἱ ἀριθμοὶ ἐπικαιροποιήθηκαν μὲ τὴν ἔκδοση 2012-2013 τῆς Orthodoxia, ἐτήσια ἔκδοση τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ Ἰνστιτούτου Ostkirchliches Regensburg ποὺ δίνει τὰ ὀνόματα καὶ τὰ βιογραφικὰ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων», σελ. 49, ὑποσημ. 10. Ἐννοεῖ ὅτι τὸ γνωστὸ Ρωμαιοκαθολικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Regensburg, ἐκδίδει γιὰ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τὴν ἐτήσια ἔκδοση Orthodoxia, ποὺ περιλαμβάνει τὰ ὀνόματα καὶ τὰ βιογραφικὰ τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων.[31]. Ἀπὸ τὶς 15 αὐτοκέφαλες καὶ αὐτόνομες Ἐκκλησίες ὑπέγραψαν τὸ κείμενο οἱ ἐννέα (9): Κωνσταντινούπολις, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια,Μόσχα, Ρουμανία, Κύπρος, Πολωνία, Ἀλβανία, Φιλλανδία. Ἀρνήθηκαν νὰ μετάσχουν ἕξη (6): Ἱεροσόλυμα, Σερβία, Βουλγαρία, Γεωργία, Ἑλλάς, Τσεχοσλοβακία.[32]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Οὐνία. Νεώτερες ἐξελίξεις,Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 44-45. Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ Balamand βλ. ὁμοίως εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Οὐνία, Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση (στὸ Freising καὶ στὸ Balamand, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 173-186. [33]. Πρόκειται γιὰ συνέδριο ποὺ ὀργανώθηκε στὸ Παρίσι (18-20 Ὀκτωβρίου 2012) ἀπὸ τὸ Ἰνστιτοῦτο  Ὀρθόδοξης Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Σεργίου, τὸ Centre Οecuménique τοῦ Πανε- πιστημίου τῆς Leuven, σὲ συνεργασία μὲ τὸ Collège des Bernardins καὶ τὸ περιοδικὸ Contacts. Τὰ πρακτικὰ τοῦ Συνεδρίου μεταφρασμένα στὴν ἑλληνικὴ ἐκδόθηκαν πρόσφατα (Ὀκτώβριος 2015) ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ» μὲ τίτλο Καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπὸν...Ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδος. Ζητήματα-Διλήμματα-Προοπτικές. [34]. Αὐτόθι, σελ. 369 καὶ 372.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου