Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

Ήταν Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου του 1943, όταν πρωί – πρωί τα γερμανικά στρατεύματα, πλαισιούμενα από γερμανοντυμένους Έλληνες των Ταγμάτων Ασφαλείας, μπήκαν πάνοπλα στα Καλάβρυτα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Καλαβρυτινοί έβλεπαν Γερμανούς στην πόλη τους. Και πριν τρεις περίπου μήνες το ίδιο είχε συμβεί. Όμως τώρα ένας ανεξήγητος φόβος τους συγκλόνιζε. Ίσως γιατί, φεύγοντας οι Γερμανοί την προηγούμενη φορά, είχαν απειλήσει ότι θα κατέστρεφαν την πόλη στην περίπτωση που οι κάτοικοί της ενίσχυαν του αντάρτες. Ίσως ακόμη, γιατί οι αντάρτες κρατούσαν Γερμανούς αιχμαλώτους κι υπήρχε κίνδυνος αντιποίνων από τους κατακτητές. Ίσως ...

Αλλά δεν ήταν μόνο τα «ίσως», που βάραιναν την ατμόσφαιρα. Τούτη τη φορά οι ναζί ήταν πιο απειλητικοί στην έκφραση, πιο απρόσιτοι, πιο ψυχροί στις κινήσεις. Η παρουσία τους και μόνο έφερνε την αίσθηση του θανάτου.
Η πρώτη κίνηση των Καλαβρυτινών ήταν να θερμάνουν κάπως το κλίμα, να πλησιάσουν και να διαγνώσουν τις προθέσεις του εχθρού. Δημιούργησαν, λοιπόν, στα βιαστικά μια επιτροπή επισήμων για την υποδοχή των Γερμανών.

Ήταν ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χρ. Παπανδρέου, ο γυμνασιάρχης Αντ. Οικονόμου, ο καθηγητής γυμνασίου Α. Δημόπουλος, ο Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος, ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Θ. Παπαβασιλείου, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Μήτσος Σαμψαρέλος και ορισμένοι άλλοι, αντιπρόσωποι κοινωνικών ομάδων.
Στους Γερμανούς απευθύνθηκε ο Θ. Παπαβασιλείου που ήξερε τα γερμανικά και τους δήλωσε πως ο λαός των Καλαβρύτων ήταν φιλήσυχος, φιλειρηνικός και νομοταγής αλλά και «ευτυχής» που δεχόταν ξανά στην πόλη του το γερμανικό στρατό.
Ο Γερμανός διοικητής θέλησε να καθησυχάσει τους φοβισμένους κατοίκους. Ανέβηκε σ" ένα μπαλκόνι, του Ανδρέα Αντωνακόπουλου, κι άρχισε να μιλάει. Ο Παπαβασιλείου μετέφραζε:
«Οι κάτοικοι -είπε- δεν πρέπει να φοβούνται. Να ησυχάστε πρώτα εσείς και να βοηθήσετε κι εμάς να ησυχάσουμε. Να παραδώσετε, αν έχετε, όπλα και πολεμικό υλικό. Εμείς καταδιώκουμε μόνο αντάρτες. Εσείς, εφ" όσον είστε φιλήσυχοι και φιλόνομοι, δεν πρέπει να φοβάστε. Επειδή βγαίνουν περίπολα δεν πρέπει να κυκλοφορείτε πέραν της 16.00 ώρας. Από την πόλη επίσης δε θα βγείτε, διότι, όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα θεωρηθεί ως αντάρτης και αμέσως θα θανατώνεται. Να μας υποδείξετε, πού κρύβονται οι αντάρτες να τους τιμωρήσουμε. Εμείς τους αθώους δεν τους πειράζουμε καθόλου».
Ο Γερμανός διοικητής ζήτησε ακόμη έναν κατάλογο με τα ονόματα των οικογενειών που είχαν μέλη τους αντάρτες.
Τα σημάδια του ολέθρου
Οι Καλαβρυτινοί που, μάλλον, πίστεψαν στα λόγια του Γερμανού διοικητή ότι δεν κινδύνευαν, θέλησαν να φανούν συνεργάσιμοι με την ελπίδα πως θα γλίτωναν την πόλη τους. Έτσι παρέδωσαν τον κατάλογο που τους ζήτησε.
Πρώτο – πρώτο φιγουράριζε το όνομα της οικογένειας του Χρ. Παπανδρέου, που είχε δυο γιους στην Αντίσταση, τον έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ και τον άλλο στο περιφερειακό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ.
«Υπάρχουν κι άλλοι παρτιζάνοι», ήταν η απάντηση του διοικητή που ο κατάλογος του φάνηκε μικρός. «Είσαστε όλοι παρτιζάνοι!». Αυτή η διαπίστωση έμοιαζε περισσότερο σαν απειλή. Σε λίγο ήρθαν και οι αποδείξεις.

Οι Γερμανοί πήγαν στο ξενοδοχείο «Χελμός», το οποίο οι αντάρτες είχαν χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο της Αντίστασης και το έκαψαν. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τα σπίτια των οικογενειών που είχαν μέλη τους στην Αντίσταση. «Η επιλεκτική πυρπόληση σπιτιών -γράφει ο Κακογιάννης- ήταν το δεύτερο μεγάλο τέχνασμα εξαπάτησης που χρησιμοποίησαν οι ναζί στα Καλάβρυτα. Ένας τέτοιος ελιγμός εύκολα έδινε την εντύπωση ότι οι «λογικοί» Γερμανοί ήταν ικανοποιημένοι, τιμωρώντας μόνο τις οικογένειες όσων είχαν μέλη επίσημα αναμεμειγμένα στην Αντίσταση. Αρα η υπόλοιπη πόλη δεν έπρεπε να ανησυχεί για τίποτα και η ζωή μπορούσε να συνεχιστεί ομαλά».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, επρόκειτο για τον πρόλογο της καταστροφής αλλά πριν αναφερθούμε σ" αυτήν ας γυρίσουμε λίγο πίσω και ας δούμε πώς ξετυλίχτηκε η «επιχείρηση Καλάβρυτα» από την αρχή, και κυρίως γιατί χρειάστηκε μια τέτοια επιχείρηση στό γερμανικό στρατό.
Η «επιχείρηση Καλάβρυτα»
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 ο φασιστικός άξονας δέχτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα. Ολόκληρη η Ευρώπη μάθαινε από τις συχνότητες του BBC, μέσω ενός μαγνητοφωνημένου ραδιοφωνικού μηνύματος του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγού Ντουάιτ Ντ. Αϊζενχάουερ ότι η ιταλική κυβέρνηση παρέδωσε άνευ όρων τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Η ιταλική συνθηκολόγηση που είχε γίνει από τις 3 Σεπτεμβρίου του 1943, όταν η 8η αγγλική στρατιά του Μοντγκόμερι πέρασε το στενό πορθμό της Μεσσήνης από τη Σικελία κι αποβιβάστηκε στη μύτη της ιταλικής μπότας, αλλά κρατήθηκε -για ευνόητους λόγους- μυστική, υποχρέωσε τη Γερμανία να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων χωρών, όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν και ιταλικά στρατεύματα. Αυτό ακριβώς έγινε και στην Ελλάδα.

Πέραν, όμως, της αντικαταστάσεως των ιταλικών δυνάμεων κατοχής με γερμανικές, οι ναζί, ειδικά, για την Ελλάδα πήραν επιπλέον μέτρα, τα οποία οφείλονταν στους φόβους που είχαν πως μετά τη συμμαχική απόβαση στην Ιταλία θα ακολουθούσε απόβαση και στην Ελλάδα κατά μήκος των ακτών προς το Ιόνιο, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου. Μια διαταγή του Χίτλερ που διαβίβασε, στις 6/10/1943, ο στρατάρχης Κάιτελ προς τον στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς, στρατιωτικό διοικητή της Νοτιανατολικής Ευρώπης, αναφέρει χωρίς περιστροφές πως σε περίπτωση απόβασης συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα τα γερμανικά στρατεύματα θα πρέπει να καταστρέψουν τα πάντα νότια της γραμμής Κέρκυρας – Μετσόβου – Ολύμπου.
Πριν, όμως, φτάσουν στο σημείο να καταστρέψουν κατ" αυτό τον τρόπο, οι ναζί όφειλαν να ξεμπερδεύουν με την Εθνική Αντίσταση, χτυπώντας αλύπητα όχι μόνο τους αντάρτες αλλά και όσους τους υπέθαλπαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δηλαδή τα χωριά, τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, όπου υπήρχαν πολιτικές οργανώσεις Εθνικής Αντίστασης κι όπου συχνά οι αντάρτικες δυνάμεις εύρισκαν καταφύγιο, τροφή, και κάθε είδους υποστήριξη.
Μια έκθεση της 117ης γερμανικής Μεραρχίας Κυνηγών (καταδρομών), γραμμένη στα τέλη Νοεμβρίου του 1943 αναφέρεται στην κατάσταση που ήδη έχει διαμορφωθεί στην Πελοπόννησο, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα: «Ολόκληρη η Πελοπόννησος πρέπει να θεωρείται σήμερα συμμοριτική περιοχή. Οι διαρκείς επιθέσεις δείχνουν ότι κι εκεί όπου υπάρχουν συγκεντρωμένα γερμανικά στρατεύματα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ειρηνοποίηση της χώρας.
Η ορεινή ενδοχώρα είναι υπό την πλήρη κυριαρχία των συμμοριών. Εκεί αυτές αποτελούν κράτος εν κράτει κι ασκούν απεριόριστα την κομμουνιστική κυβερνητική εξουσία τους...». Ακριβώς στο πλαίσιο αυτών των στρατιωτικών υπολογισμών σχεδιάζεται και η «επιχείρηση Καλάβρυτα», η οποία θεωρείται αναγκαία για τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής που υπολόγιζαν πως στην ευρύτερη περιοχή Καλαβρύτων βρίσκονταν περί τις 5.000 αντάρτες, η ισχυρότερη δηλαδή ανταρτική δύναμη σ" ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Η διαταγή για την «επιχείρηση Καλάβρυτα» δόθηκε από τον Χίτλερ και τον στρατάρχη Κάιτελ στις 29/10/1943. Η εκτέλεση της επιχείρησης ανατέθηκε στον διοικητή της 117ης Μεραρχίας αντιστράτηγο Καρλ φον Λεσουίρ.
Ο τελευταίος, αφού συγκέντρωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις που του ήταν απαραίτητες, στις 25/11/1943, εξέδωσε την υπ. αριθμ.. 1296 διαταγή προς τις μονάδες που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση 12.

Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 4/12/1943. Οι δυνάμεις των Γερμανών που πήραν μέρος ξεκίνησαν από την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη, τον Πύργο Ηλείας και από την περιοχή της Κορινθίας.
Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
Στο διάβα τους τα ναζιστικά στρατεύματα σκορπούσαν το θάνατο. Καίγανε και δολοφονούσαν, αφήνοντας πίσω τους την καταστροφή και την ερήμωση σε κάθε χωριό της περιοχής των Καλαβρύτων από το οποίο έτυχε να περάσουν. «Μεγάλες καταστροφικές επιδόσεις- γράφει ο Κ. Μπρούσαλης- παρουσιάζει η φάλαγγα που ξεκίνησε από το Αίγιο».
Ο αριθμός των θυμάτων τους ξεπερνά τα 1.100 άτομα.
► στο χωριό Αιγείρα εκτέλεσαν 5 πατριώτες, στην Ανω Ζαχλωρού 12,
► στα Κλειτωριά και Χανιού 19, στο Σκεπαστό 16, στη Βρώσθαινα 7,
► στα Ζαχλωρίτικα 14, στην Κερπινή 45, στη Ροδοδάφνη 2,
► στην Ακράτα, στην Κροκόβη 4, στη Μαμουσιά 5 κ.ο.κ.14.

Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το μέγεθος της θηριωδίας που προηγήθηκε του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων αξίζει να αναφέρουμε τούτο.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1943 γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στην ιστορική μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Εκεί συνέλαβαν όλους του μοναχούς και μερικούς λαϊκούς, συνολικά 19 άτομα, κι αφού τους μετέφεραν σε μικρή απόσταση από τη Μονή τούς δολοφόνησαν πετώντας τους σε γκρεμό. Μετά από λίγες ημέρες επέστρεψαν στη μονή και την καταλήστευσαν ενώ έβαλαν φωτιά στο ιερό και στον ξενώνα.

Η μεγαλύτερη όμως σφαγή και καταστροφή έγινε στα Καλάβρυτα τη μαύρη ημέρα της 13ης Δεκεμβρίου 1943
Ήταν Δευτέρα. Δεν είχε χαράξει ακόμη όταν ακούστηκε να χτυπά με φρενήρη τρόπο η καμπάνα της μητρόπολης. Σε λίγο έφτασε και η διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι στο δημοτικό σχολείο. Εκεί χώρισαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες.

Γύρω στις 9 το πρωί έβγαλαν τους άνδρες, από 14 ετών και πάνω, από το σχολείο και τους οδήγησαν στο χωράφι του δάσκαλου Καπή που απείχε περί τα δέκα λεπτά και τους έζωσαν ολόγυρα με πολυβόλα. Την ίδια ώρα άλλα τμήματα Γερμανών στρατιωτών άρχισαν τη λεηλασία και την καταστροφή της πόλης.
Γύρω στο μεσημέρι μια φωτοβολίδα που έπεσε από την πόλη έδωσε το σύνθημα. Τα πολυβόλα άρχισαν να κροταλίζουν κι οι άντρες να πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλον. Πόσοι άραγε σκοτώθηκαν; Κατά μία εκδοχή «υπερχίλιοι», κατά μία άλλη 1.436 άνδρες από 14 έως 80 ετών, δηλαδή το 70,5% του αρσενικού πληθυσμού της πόλης. Κατάφεραν να σωθούν μόνο 13 άτομα, που καταπλακώθηκαν από τους νεκρούς συμπολίτες τους και θεωρήθηκαν νεκροί από τους ναζί.
Μια διαρκή τραγωδία έζησαν οι γυναίκες. Ήταν αυτές που έμειναν πίσω να θάψουν και να κλάψουν τους νεκρούς τους και πάνω απ" όλα να βρουν το κουράγιο να συνεχίσουν να ζουν.
Αντί επιλόγου
Αναφερόμενος στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων ο Mark Mazower γράφει ότι αυτό έγινε σε αντεκδίκηση, επειδή οι αντάρτες εκτέλεσαν 78 στρατιώτες της 117ης γερμανικής Μεραρχίας που είχαν πιάσει αιχμαλώτους.
Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποίησαν και τότε οι δυνάμεις κατοχής, για να αιτιολογήσουν το αποτρόπαιο έγκλημά τους έχοντας συμπαραστάτη και συνήγορο την κυβέρνηση του δοσίλογου Ι. Ράλλη. Αλλά και αργότερα, στην εποχή του μετεμφυλιακού καθεστώτος η επιχειρηματολογία δεν άλλαξε. Η ντόπια ολιγαρχία θεωρούσε σπουδαιότερο να ρίξει την ευθύνη του ολοκαυτώματος στους κομμουνιστές, στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, παρά στους Ναζί.
Στους απολογητές των ναζιστικών εγκλημάτων δε δίστασε να προσχωρήσει ακόμη κι αυτός ο Π. Κανελλόπουλος, ο οποίος επανέλαβε τη σχετική επιχειρηματολογία περί ευθυνών των ανταρτών, τον Οκτώβρη του 1959, ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε πιο αναληθέστερο αυτών των ισχυρισμών.
Αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία βεβαιώνουν πως όταν οι Γερμανοί πραγματοποιούσαν το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων δε γνώριζαν πως οι αιχμάλωτοι στρατιώτες τους είχαν εκτελεστεί από τους αντάρτες.

Επίσης, όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν την «επιχείρηση Καλάβρυτα» οι αιχμάλωτοι δεν είχαν εκτελεστεί, πράγμα που σημαίνει πως το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων εξυπηρετούσε για τις δυνάμεις κατοχής στρατιωτικούς σκοπούς, ανεξάρτητους από την τύχη των αιχμαλώτων, στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΕΛΑΣ επιδίωξε να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή των αιχμαλώτων με ανθρώπους της Αντίστασης που είχαν στα χέρια τους οι ναζί, αλλά οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα.
Επιπλέον η βρετανική στρατιωτική αποστολή στα ελληνικά βουνά και το Συμμαχικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή είχαν εκφράσει αντίθεση στις εν λόγω διαπραγματεύσεις.
Αυτά για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Όσο για το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων... «Στα Καλάβρυτα- έγραψε ο Ριζοσπάστης λίγες μέρες μετά τη σφαγή- ξετυλίχτηκε μια φρικαλέα πράξη απ" την πιο φοβερή τραγωδία που έζησε η Ελλάδα και ολόκληρη η Ευρώπη».

http://www.dimokratianews.gr/content/56547/olokaytoma-ton-kalavryton

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου