Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

  Παρέμεινε στην «Νέα Μονή» μία τριετία ως δόκιμος και την 7 Νοεμβρίου του 1878 κουρεύτηκε μοναχός με το όνομα Λάζαρος, ενσωματωθείς στην αδελφότητα του μοναστηριού και υπηρετήσας ως γραμματεύς. Αποδίδουμε ξεχωριστή σημασία στο διάστημα της ασκητικής ζωής του αγίου μοναχού μέσα στο Μοναστήρι. Γιατί εκεί ελεύθερος από τις άφευκτες διασπαστικές μέριμνες του κόσμου, με συγκεντρωμένες τις δυνάμεις της ψυχής, «ενώπιος ενωπίω», θα μπορούσε με τις ασκητικές αγωγές, τις αδιάλειπτες ψαλμωδίες και δοξολογίες και τις θερμές προσευχές να ενώνεται διαρκέστερα με τον Θεόν. Πράγματι, η ψυχή τού οσιωτάτου Λαζάρου, άγευστη από τις ηδονές του κόσμου, καθαρή από ανθρώπινες εμπάθειες, με σωφρονισμένο το επιθυμητικό, με αγάπη διαποτισμένο το θυμικό και με ταπείνωση, πραότητα και πνευματικές θεωρίες το λογιστικό, έτσι ώστε όλος ο δυναμισμός της ψυχής του, ενοποιημένος και σε «συνέλιξη» αρμονική, να πραγματοποιή την υπέρλογη ένωση με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
                                                
Τα τρία χρόνια του εκουσίου εγκλεισμού του ήσαν ασφαλώς τα γονιμότερα σε πνευματικές εμπειρίες και το μέτρο της πνευματικής δυνάμεως. Χωρίς τη συνείδηση της ικανότητος, να αντιμετωπίζει τους πειρασμούς του κόσμου νικηφόρα, θα ήταν για την πνευματική ευαισθησία τού τριακονταετούς οσίου μοναχού απαράδεκτη κάθε σκέψη για συνέχιση των σπουδών με την ευγενή φιλοδοξία να διακονήση στη συνέχεια τους αδελφούς του μέσα στις περιπέτειες και τους κινδύνους του κόσμου. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθή, ότι όλη η εκ καταβολής, αγωγής και παιδείας, μαζί με τη θεία χάρη, προσωπική δομή του νεαρού μοναχού, τον ενεφάνιζεν ως «παιδαριογέροντα» με «νουν ηγεμόνα κατά παθών ολεθρίων». Γιατί η όλη ζωή του τεκμηριώνει, ότι ήτο «νουνεχής», εκλεκτόν σκεύος του αγίου Πνεύματος, νους δεκτικός των ενεργειών της θείας σοφίας έτσι, ώστε και έξω του μοναστηρίου ευρισκόμενος να αισθάνεται την ίδια άνεση και ελευθερία. Για τους λόγους λοιπόν αυτούς μετά το αγγελικό σχήμα του μοναχού, εδέχθη να χειροτονηθή σε ιεροδιάκονο με την απώτερη προϋπόθεση να συνεχίση τις σπουδές του, πράγμα που για μοναχό, που δεν θα είχε το ύψος της αρετής του, είναι ανορθόδοξο και πολύ επικίνδυνο. Έτσι στις 15 Ιανουαρίου του 1877 έλαβε την χάρη του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης, από τον τότε Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριον και από Λάζαρος μετωνομάσθη σε Νεκτάριον.              
Στο πρόσωπο του Χιώτη πλουσίου Ιωάννη Χωρέμη, εύρεν, ο ιεροδιάκονος, τον άνθρωπο που θα του συμπαρασταθή στα έξοδά του για να τελειώση τις σπουδές του στο γυμνάσιον. Προκειμένου όμως να συνεχίση στην θεολογία, του συνέστησαν να προσφύγει στο Πατριαρχείον Αλεξανδρείας. Πράγματι, αφού εξέθεσε στον τότε Πατριάρχη γηραιό Σωφρόνιον την επιθυμία του, εύρε κατανόηση και εκτίμηση για το ήθος του. Το Πατριαρχείο ανέλαβε τις δαπάνες των σπουδών του υπό τον όρον ότι θα υπηρετούσε μετά το πτυχίον του στο κλίμα του Πατριαρχείου. Ο ιεροδιάκονος Νεκτάριος επέστρεψε στην Αθήνα και ενεγράφη στην εκεί Θεολογική Σχολή το 1882, απ΄ όπου απεφοίτησε μετά τριετία, ως προλύτης της Θεολογίας, συντηρούμενος και από μίαν υποτροφίαν που έλαβε. Βέβαια αν κανείς ήθελε να εξετάση τι πρόσφερε στην πνευματική, μορφωτική και επιστημονική συγκρότησή του το γυμνάσιο και το πανεπιστήμιο – και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον – θα ελέγαμεν, ότι το μεν γυμνάσιο του καλλιέργησε τον νουν και του έδωσε την δυνατότητα να ανέβη σε υψηλότερα μορφωτικά και επιστημονικά επίπεδα γνώσεως και σοφίας, το δε πανεπιστήμιον, ως θεολογική επιστήμη, δεν του προσέφερε θεωρητικές γνώσεις αντάξιες προς την Ορθόδοξη Παράδοση.       
Είναι γνωστό, ότι μέσα στο έρεβος της τουρκοκρατίας, είχε διακοπή η θεολογική παράδοση. Και την νεαρά τότε Θεολογική Σχολή των Αθηνών, εκπροσωπούσαν καθηγηταί, που σπούδαζαν στα προτεσταντικά και ρωμαιοκαθολικά πανεπιστήμια της Ευρώπης… Έτσι εδιδάσκοντο να σκέπτωνται κατά την μία ή την άλλη αιρετική παράδοση και να εφαρμόζουν θεολογικές μεθόδους που ανήκαν στον σχολαστικισμό ή στον ορθολογισμό. Το αποτέλεσμα ήτο να εμφανίζουν για Ορθόδοξη Θεολογία ένα τριπλής συνθέσεως αμάλγαμα από θεωρίες μισοορθόδοξες, θωμιστικές και λουθηρανικές, σύμφωνα με τις οποίες αναγνώριζες τον Θεόν σου με φιλοσοφικούς ορισμούς ή με αριστοτελικά κατηγορήματα ή έφθανες σε άλλη μορφή αθεϊας, στον τέλειον αγνωστικισμό.                                                             
Μέσα στον εκ παραδόσεως Ορθόδοξον χώρον, έβλεπε κανείς μιάν άχαρη άμιλλα επικρατήσεως των δύο αιρετικών μορφών. Έτσι η μυστική θεολογία των αγίων Πατέρων, σε όλες τις εκφάνσεις της, ή ηγνοείτο ή εξετοπίζετο ως κάτι σκοτεινό και αμάρτυρον, αφού δεν μπορούσε να θεμελιωθή με τον σχολαστικισμό και τους φιλοσοφικούς συλλογισμούς, που τόσο φιλότιμα καλλιέργησαν με την προβολή λογικών επιχειρημάτων προς απόδειξη της υπάρξεως του Θεού!                                                    
Με άλλα λόγια η θεολογική επιστήμη, στις ημέρες των σπουδών του ιεροδιακόνου Νεκταρίου, είχε καθηλώσει την θεοδίδακτη Ορθόδοξη Πίστη σε μια ψυχρή διανοητική λειτουργία και στα «επτά Μυστήρια» της Εκκλησίας, ο αγιασμός των οποίων ετελείτο με τις κτιστές ενέργειες του αγίου Πνεύματος! Επόμενον ήταν, ο Μοναχισμός να συσχετισθή με τα παρωχημένα ιστορικά φαινόμενα, η εν Χριστώ μυστική ζωή να προσλάβη στο νου τους ένα είδος σκοτεινού μυστικισμού, το θείον και άκτιστο φως να ταυτισθή με τις μασσαλιανικές φωτοφάνειες, η νοερά και καρδιακή προσευχή να θεωρείται σαν βογομιλισμός και τα θεόσταλτα, καρδιοστάλακτα δάκρυα, να εμφανίζωνται σαν τεκμήρια ψυχασθένειας!                                                                           
Έτσι από αυτή την θεολογική διαδικασία ξεπεταγόταν άνετα το συμπέρασμα, ότι η μυστική διδασκαλία των αγίων Πατέρων και ο πλήρης Πνεύματος αγίου βίος των περιείχαν στοιχεία αιρετικά και ψυχοπαθολογικά. Απηχήματα έντονα και γνήσια αυτής της ανορθόδοξης νοοτροπίας, έφθασαν μέχρι την προτελευταία γενεά των πανεπιστημιακών διδασκάλων, τα οποία ήδη συναντάμε σε Πατρολογίες και σε θεολογικές μελέτες. Και όλα αυτά είναι σύνδρομα του διχασμού της θεολογίας σε επιστήμη και πνευματική πείρα, ενώ στην πραγματικότητα ο θεολόγος πρέπει να συνθέτη στον εαυτό του την πράξη και την θεωρία, την γνώση και την προσωπική πείρα, όχι μόνον ως «μαθών τα θεία», αλλά και ως «πάσχων τα θεία».                                                    
Οι σκέψεις αυτές, αναφορικά με τις θεολογικές σπουδές του θεοφωτίστου ιεροδιακόνου Νεκταρίου, είναι απαραίτητες, για να διαμορφώσουμε σωστήν αντίληψη για την θεολογική του συγκρότηση και για να ερμηνεύσουμε αργότερα τον διδάσκαλο του Ευαγγελίου, τον θεολόγο – συγγραφέα και τον διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής.                                                                                         
Θα διακόψουμε εδώ τις κρίσεις μας με την εξής παρατήρηση; Εάν ο Όσιος Πατέρας μας Νεκτάριος, δεν είχε στην ψυχήν του γνήσιες ορθόδοξες εμπειρίες, προσευχής αδιαλείπτου, δακρύων πνευματικών, βαθείας ταπεινώσεως, θερμής αγάπης προς τον Θεόν και τον πλησίον, θα ήταν αδύνατο να δεχθή πλούσιες ενέργειες του αγίου Πνεύματος, εάν ακολουθούσε την «θεολογική» διδασκαλία του πανεπιστημίου. Θα εσχηματοποιείτο σε ένα τετριμμένο τύπον ηθικιστού, που για την σωτηρία του θα μετρούσε τις αρετές του – όλες ακάθαρτες από τον άφευκτα παρακόλουθο τύφον στην ψυχή αυτή, που δεν απέκτησε «πνεύμα συντετριμμένο»  – αλλά ποτέ δεν θα ηγιάζετο. Και πρέπει κανείς να υπολογίση, το πόσες αντίρροπες δυνάμεις διέθετεν ο Όσιος, για να απαλλαγή από τις πτωχεύουσες την θεωθείσα ανθρώπινη φύση επιδράσεις της τρίχρονης τρομερής δοκιμασίας του (στο Πανεπιστήμιο).                    
Με τα ηθικά και μορφωτικά εφόδια, που συνέλεξεν, ο ευλαβέστατος ιεροδιάκονος Νεκτάριος, αλλά και για να αποτίση φόρον ευγνωμοσύνης προς την Αλεξανδρινήν Εκκλησίαν, ανεχώρησεν από την Αθήνα το 1885 για το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας. Ασφαλώς θα ανέλαβε κάποιαν ανάλογη οργανική θέση μέχρι τις 23 Μαρτίου του 1886, οπότε χειροτονείται σε πρεσβύτερον από τον γηραιό Πατριάρχη στον Ναό του Πατριαρχείου, που τιμάται στον άγιον Σάββαν και τον Αύγουστον του ιδίου έτους του εδόθη το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου. Από τότε του ανετέθησαν καθήκοντα ιεροκήρυκος και γραμματέως και παραλλήλως ετοποθετήθη ως Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάϊρον. Υπάρχουν βεβαίως αρκετά στοιχεία της πνευματικής και ποιμαντικής δράσεως του οσιωτάτου πρεσβυτέρου, που δείχνουν τον ζήλον και την αγάπην του προς τον Θεόν και τον χριστιανικόν λαόν. Αλλά τα εξωτερικά αυτά τεκμήρια δεν μπορούν να αποκαλύψουν την αγίαν εσωτερικήν ζωήν του, τις αδιάλειπτες προσευχές, την καθαρότητά του, την βαθειά του ταπείνωση και την πύρινη αγάπη του. Ήταν ήδη σαράντα χρόνων ώριμος ανήρ, με στερεωμένες στην ψυχή του αρετές, με σταθερή και ένθεη κλίση προς το θείον, με παγιωμένες πνευματικές εμπειρίες θείων πόθων και δακρύων, ανώτερος ηδονών και φλεγόμενος σαν σεραφεικό πνεύμα στην θεία Λειτουργία, που ετέλει τακτικά στον ιερό Ναό αγίου Νικολάου, τον οποίον εκόσμησε μερικώς με τοιχογραφίες δαπάναις των πνευματικών του τέκνων. Είναι και αυτό ένα φανέρωμα του κύρους του εργάτου του αμπελώνος του Χριστού. Η αναγνώριση της αξίας του θείου Νεκταρίου από το Πατριαρχείον, είχε σαν αποτέλεσμα να τον εκλέξουν Μητροπολίτη Πενταπόλεως (τιτουλάριο). Η χειροτονία του έγινε στις 15 Ιανουαρίου του 1889, στον κοσμηθέντα Ναόν του αγίου Νικολάου, από τον γηραιό Πατριάρχη Σωφρόνιο, συμπαραστατούμενον από τους αρχιεπισκόπους πρώην Κερκύρας Αντώνιον και Πορφύριον του όρους Σινά.

Αθωνικά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου