ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ ---- του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου, Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Επίμονη και ακάματη η προσπάθεια των Οικουμενιστών για την επιβολή του παπικού πρωτείου προσλαμβάνει στις μέρες μας διαστάσεις ανησυχητικά εντυπωσιακές. Φορείς και προσωπικότητες, συχνά αξιόλογες κατά τα άλλα, προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβάλουν τον πάπα ως πνευματικό πλανητάρχη. Διοργανώνουν συνέδρια και διαλόγους, συγγράφουν βιβλία και άρθρα με κύριο και μοναδικό στόχο να μας πείσουν ότι οφείλουμε όλοι να αποδεχθούμε την κυριαρχία του ποντίφηκα, διότι μόνον έτσι θα ξεπερασθούν τα αδιέξοδα και θα λυθούν τα πάσης φύσεως προβλήματα που κατακλύζουν την κοινωνία μας. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι κατά την πρώτη χιλιετία ήταν από όλους παραδεκτό το πρωτείο του πάπα.
  
                                                                
Ο παραπάνω ισχυρισμός είναι ανιστόρητος και αβάσιμος. Αποδεικνύεται δε ότι είναι επίσης ψευδής και κακοήθης. Πολυάριθμες και σαφείς μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι από τους πρώτους αιώνες δεν προσδίδεται στον επίσκοπο Ρώμης κάποια ιδιαίτερη εξουσία μέσα στην Εκκλησία. Αυτό φρονούν όχι μόνο θεολόγοι και επίσκοποι τόσο της ορθοδόξου Ανατολής όσο και της Δύσεως, αλλά και ολόκληρες Σύνοδοι. Αργότερα, όχι μόνο κατά την διάρκεια της δεύτερης αλλά και της πρώτης χιλιετίας, όσες φορές εκδηλώθηκε η αξίωση να επιβληθεί ο πάπας ως βικάριος (=αντιπρόσωπος) του Θεού και υπέρτατος κυρίαρχος όλης της Εκκλησίας συνάντησε πάντοτε σθεναρή αντίσταση. Αυτή υπήρξε η πάγια θέση της ορθοδόξου Εκκλησίας. Σ΄ αυτή την θέση παρέμεινε πιστή η Ανατολή, όταν η Δύση αλώθηκε από τους φράγκους. Αυτή την πίστη μας κληροδότησε η Εκκλησία από την εποχή του Μεγάλου Φωτίου μέχρι τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό, τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και τον νεοφανή άγιο Νεκτάριο, από την κοίμηση του οποίου ούτε ένας αιώνας δεν έχει περάσει. Υπήρχαν και στην εποχή του Αγίου Νεκταρίου κάποιοι, που υποστήριζαν ότι στην πρώτη χιλιετία όλη η Εκκλησία, ανατολική και δυτική, αναγνώριζε το πρωτείο του πάπα. Ο Άγιος εντρύφησε στο θέμα αυτό. Συνέγραψε μάλιστα το 1895 ειδικό δίτομο έργο 600 σελίδων με τίτλο: «Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, περί της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της ανατολικής και δυτικής». Ερευνώντας αξιόπιστες πηγές συγκέντρωσε μαρτυρίες με τις οποίες αποδεικνύει πολλαπλώς ότι η αξίωση του πάπα να αναγνωρίζεται ως μοναδικός αντιπρόσωπος του Θεού επί της γης απορρίφθηκε από όλους εν τη γενέσει της. Από αυτή την μελέτη του Αγίου Νεκταρίου θα παραθέσω στην συνέχεια μερικές μόνο μαρτυρίες προς ενημέρωση και πνευματικό καταρτισμό των αναγνωστών. Παραπέμπω στον πρώτο τόμο της Μελέτης, που τυπώθηκε από τον Π. Λεωνή, εν Αθήναις 1911.
                             
Με αντικειμενικότητα αξιόπιστου ιστορικού ο άγιος επίσκοπος Πενταπόλεως παρουσιάζει συνοπτικά τα αίτια του σχίσματος όπως τα αντιλαμβάνονται την εποχή του και οι δύο πλευρές.
                            
Κατά τους δυτικούς: Η βασική αιτία είναι η υπεροψία της Ανατολικής Εκκλησίας η οποία αρνείται στον πάπα Ρώμης τα πρωτεία σ΄ ολόκληρη την Εκκλησία. Δηλαδή δεν δέχεται
 α) την απονομή αποστολικού πρωτείου στον Πέτρο από τον Κύριο,  β) την μεταβίβαση αυτού του πρωτείου στον εκάστοτε ρωμαίο ποντίφηκα,  γ) την φύση και την ουσία του πρωτείου του πάπα και  δ) το «αλάθητο» του πάπα.                      
Κατά τους ανατολικούς: Τα σπουδαιότερα αίτια είναι τρία
 α) η αξίωση του πρωτείου από τον πάπα Ρώμης  β) οι αυθαίρετες δογματικές καινοτομίες της Δύσεως και  γ) η αθέτηση του κύρους των Ιερών Συνόδων που μόνο αυτές κατέχουν την αλήθεια της Εκκλησίας (σελ. 7- 8). Και συμπεραίνει ο άγιος: «Οι όροι της ενώσεως είναι τοιούτοι, ώστε καθιστώσι την ζητουμένην ένωσιν αδύνατον· διότι δεν έχουσι ουδέν σημείον συναντήσεως, ζητούσι δε εκατέρα παρά της ετέρας, ούτε πλείον ούτε έλαττον, την άρνησιν εαυτής…» (σελ. 9). Είναι προφανές ότι μέχρι σήμερα και παρ΄ όλους τους διαλόγους και τις ενωτικές προσπάθειες τίποτε δεν άλλαξε στις τοποθετήσεις των δύο πλευρών. Τα τελευταία μάλιστα οικουμενιστικά συνέδρια στην Ραβέννα και στην Κύπρο ένα θέμα έθεσαν ως βασικό για να επιτευχθεί η πλήρης ένωση: να αποδεχθούν οι ορθόδοξοι μόνο το πρωτείο του πάπα και να διατηρήσουν τα δόγματά τους όπως έχουν. Να προσχωρήσουν, δηλαδή, στην Ουνία. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία υποχώρηση από την αρχική θέση των Δυτικών, άρα η ένωση εξακολουθεί να παραμένει και σήμερα ανέφικτη. Το πρωτείο του πάπα Ρώμης παρουσιάζει ο άγιος ως θεμελιώδη αρχή της Δύσεως και αρχή της απομακρύνσεώς της από την μία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Είναι εντυπωσιακό ότι την αξίωση αυτή θεωρεί συνομήλικη με την εκκλησία της Ρώμης και σύμφυτη με τον χαρακτήρα των Ρωμαίων, των «πρώτων» πολιτών της μεγάλης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (σελ. 10).  Η επίδραση αυτού του ανθρώπινου στοιχείου στους εκκλησιαστικούς ηγέτες  της ρωμαϊκής εκκλησίας υπήρξε διαχρονικά καθοριστική για την διαμόρφωση του εκκλησιαστικού συστήματος της Ρώμης και βέβαια των απαιτήσεων της εκκλησιαστικής ηγεσίας από τις εκτός Ρώμης εκκλησίες.                                                  
Που στήριξαν όμως οι πάπες της Ρώμης θεολογικά το πρωτείο τους;
                                                                           
Ισχυρίζονται ότι αυτό απορρέει από το αποστολικό πρωτείο του Πέτρου. Ο Άγιος Νεκτάριος αναφέρει τα χωρία των Ευαγγελίων, τα οποία χρησιμοποιούν παρερμηνευμένα οι δυτικοί για να διακηρύξουν ότι ο απόστολος Πέτρος είχε κυριαρχική εξουσία ανάμεσα στους μαθητές και γενικότερα μέσα στην Εκκλησία. Ωστόσο υπάρχουν πάμπολλα χωρία που συνηγορούν για την πλήρη ισότητα μεταξύ των μαθητών. Αυτά όμως οι παπικοί τα παραθεωρούν. Στις Πράξεις των Αποστόλων π.χ.
 ο Απόστολος Πέτρος λόγω του χαρακτήρος του, βέβαια, προϊσταται των μαθητών αλλά ποτέ δεν προβάλλεται ως ο πρώτος και κυρίαρχος ούτε και ως αλάθητος. Δεν αποφασίζει ποτέ μόνος. Λύνει τα προκύπτοντα θέματα πάντοτε από κοινού με τους άλλους αποστόλους και με τα μέλη της πρώτης εκκλησίας (βλ. Πραξ. 1: 15-26· 6: 2-6). Δέχθηκε μάλιστα την επίπληξη του αποστόλου Παύλου (βλ. Γαλ. 2: 11-14), όπως είχε δεχθεί και του Κυρίου (Ματθ. 16: 23).                                                                           
Ακόμη κι αν αναγνωριζόταν κάποιο πρωτείο στον Απόστολο Πέτρο, με ποια αιτιολογία αυτό θα έπρεπε να μεταβιβασθεί στον προκαθήμενο της Ρώμης;
                                                                                                                
Από τα πρώτα χρόνια, σημειώνει ο Άγιος Νεκτάριος, και άλλες τοπικές εκκλησίες σεμνύνονταν να τιμούν ως ιδρυτή τους τον απόστολο Πέτρο. Καμία όμως δεν διανοήθηκε να διεκδικήσει πρωτείο εξουσίας. Αντίθετα η Ρώμη, για την οποία μόχθησε δύο και πλέον έτη ο Απόστολος των εθνών Παύλος, αρνήθηκε την πατρότητά του και αυθαίρετα, όπως αποδεικνύει στην συνέχεια ο Άγιος, τοποθέτησε στον θρόνο της τον απόστολο Πέτρο με στόχο να στηρίξει σ΄ αυτόν την θεωρία του πρωτείου της. Όπως αποδεικνύεται όμως από τις αγιογραφικές μαρτυρίες και τα αγιοπατερικά κείμενα, ο Απόστολος Πέτρος όχι μόνο δεν πήγε στην Ρώμη, αλλά «…ούτε τον αέρα της Ρώμης φρονούμεν, πόρρωθεν ποτέ ανέπνευσεν» (σελ. 19).
                                                                                                                        
Ψευδεπίγραφα και απόκρυφα κείμενα επιστράτευσαν οι παπικοί προκειμένου να στηρίξουν εκεί το αστήρικτο πρωτείο του πάπα. Τέτοιο κείμενο, επισημαίνει ο άγιος, είναι η λεγόμενη Επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης προς τον Ιάκωβον Ιεροσολύμων, γραμμένη κατά τον 2ο αι. (σελ. 14-16).
 Κατά τον 3ο αι. οι παπικοί δεν δίστασαν να παραχαράξουν το έργο του Κυπριανού Καρχηδόνος «Περί της ενότητος της Εκκλησίας». Αφιερώνει πολλές σελίδες στη μελέτη του ο άγιος Νεκτάριος για να αποδείξει με βάση τα κείμενα και τις εργασίες ειδικών αυτή την παραχάραξη (σελ. 50-61).                                                                                             
Αποκορύφωμα της πλαστογράφησης στην οποία επιδόθηκαν οι δυτικοί αποτελούν οι Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις του 8ου αιώνα (σελ. 185 ε. ). Το ψευδές αυτών των κειμένων αναγνωρίζεται ακόμη και από καθολικούς επιστήμονες. Μία ακόμη προσπάθεια του 8ου αι. αναφέρει ο άγιος συγγραφέας, την «Δωρεά του Μ. Κωνσταντίνου στον πάπα Σίλβεστρο», κείμενο με το οποίο ο Μ. Κωνσταντίνος παραχωρεί ιδιαίτερες εξουσίες και προνόμια στον πάπα Ρώμης. Έχει διαψευσθεί πολλές φορές και από πολλούς ήδη από τον 15ο αι. (σελ. 189-190).
                                          
Παρ΄ όλες τις προσπάθειες των δυτικών δεν αναγνώρισε ποτέ κανείς πρωτείο εξουσίας στον πάπα.
                                                                  
Στην «Μελέτη» αναφέρονται οι πρώιμες απόπειρες παπών να ασκήσουν ηγεμονική εξουσία σ΄ Ανατολή και Δύση καθώς και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν. Αφορμή έδωσαν οι διαφορές ως προς τον εορτασμό του Πάσχα. Πρώτος ο πάπας Ανίκητος αξίωσε να γιορτάζεται το Πάσχα παντού την ημέρα που το γιότραζε η Ρώμη. Αντιτάχθηκε ο άγιος επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος, αλλά η διαφωνία έληξε ειρηνικά και κάθε τοπική εκκλησία γιόρταζε το Πάσχα σύμφωνα με την δική της παράδοση. Το θέμα επανήλθε στα τέλη του 2ου αιώνα. Ο πάπας Βίκτωρ στάθηκε περισσότερο αδιάλλακτος και αφόρισε τον Πολυκράτη, επίσκοπο Εφέσου, αλλά και όσους αντέδρασαν στις αξιώσεις του. Τελικά ο αφορισμός απεσύρθη και οι Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης έμειναν σε κοινωνία αγάπης. Δεν έγινε το ίδιο όμως στην περίπτωση του πάπα Στεφάνου, τον 3ο αιώνα. Εδώ την αφορμή έδωσε το θέμα του αναβαπτισμού όσων επιστρέφουν από τις διάφορες αιρέσεις στην μία Εκκλησία. Ο Κυπριανός Καρχηδόνος συγκάλεσε δύο τοπικές Συνόδους, οι οποίες απεφάσισαν να ξαναβαπτίζονται οι πρώην πλανημένοι. Ο πάπας Στέφανος – χωρίς καμία Σύνοδο και με την απειλή αποκήρυξης – απέρριψε τον αναβαπτισμό και «διέταξε» όλους τους επισκόπους να τηρήσουν την απόφασή του. Πλήθος τοπικών Συνόδων στην Ανατολή και στην Αφρική επέκριναν και στιγμάτισαν την στάση του Στεφάνου. «Εκ τούτων», συμπεραίνει ο άγιος Νεκτάριος, «δείκνυται το πόσον η Εκκλησία ανεγνώριζε τω πάπα πρωτεία, ηγεμονίαν, αλάθητον, και ό,τι έτερον, όπερ αξιοί ότι έλαβεν» (σελ. 63).
                                                        
Το μόνο «πρωτείο», που δέχεται ο άγιος ότι απολάμβανε ο πάπας από τους πρώτους αιώνες είναι το πρωτείο τιμής – και όχι εξουσίας – κι αυτό λόγω κάποιων συγκυριών:
                                                                                       
α) Ο πάπας ήταν επίσκοπος της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους, της πρωτεύουσας των πόλεων.
 
β) Η εκκλησία της Ρώμης θεμελιώθηκε από τον κορυφαίο των Αποστόλων Παύλο.
                    
γ) Στη Δύση μόνο η ρωμαϊκή εκκλησία είχε το προνόμιο να ιδρυθεί από Απόστολο (σελ. 11).
                                                         
Μόνο γι΄ αυτούς τους λόγους αποδιδόταν στην εκκλησία της Ρώμης το πρωτείο τιμής και ο επίσκοπός της αναγνωριζόταν ως πρώτος μεταξύ ίσων (
primus inter pares) (σελ. 10- 12). Μία νέα σειρά μαρτυριών από την Καινή Διαθήκη, τα συγγράμματα αποστολικών και μεταγενέστερων πατέρων, ανατολικών αλλά και δυτικών (Κλήμεντος, Ωριγένους και Αυγουστίνου) ανασκευάζει την θεωρία των δυτικών ότι ο επίσκοπος Ρώμης είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού επί γης και ο ενωτικός δεσμός της Εκκλησίας (σελ. 77- 80). Κατά τον 4ον αι. τρεις τοπικές Σύνοδοι (εν αγκύρα, εν Νεοκαισαρεία και εν Λαοδικεία) συνέρχονται και ορίζουν κανόνες αναγκαίους για την Εκκλησία χωρίς ενημέρωση του πάπα. Επίσης μέχρι και τον 5ον αι. συγκαλούνται Οικουμενικές Σύνοδοι με πρωτοβουλία των πατριαρχών και των αυτοκρατόρων και όχι των παπών. Οι πάπες απλώς εκπροσωπούνται από κάποιους επισκόπους της Δύσεως και περιορίζονται να επικυρώνουν τις αποφάσεις και τους κανόνες, που όριζε η Εκκλησία στις Οικουμενικές Συνόδους.                     
Κατά τα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αι, (484- 519) δημιουργείται ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ του πάπα Φήλικος και του πατριάρχη Κων/λεως Ακακίου, σε σχέση με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα και την καταδίκη του Μονοφυσιτισμού. Ο Φήλικας αφόρισε τον Ακάκιο, ο Ακάκιος διέγραψε τον Φήλικα από τα δίπτυχα της Ανατολικής Εκκλησίας. Αυτή την ένταση ο άγιος Νεκτάριος την χαρακτηρίζει πρώτο σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (σελ. 147 ε). Τα πράγματα αποκατέστησε αργότερα ο πάπας Ιωάννης Α΄ , παραιτήθηκε από τις αντικανονικές αξιώσεις των προκατόχων του και ήρθε σε επικοινωνία με τις ανατολικές εκκλησίες.
                                                                            
Ο άγιος Νεκτάριος εντοπίζει σ΄ αυτή την εποχή την εμφάνιση του Παπισμού, ενός συστήματος, όπως το ονομάζει, το οποίο άλλοτε υπηρετείται από την αλαζονεία ορισμένων παπών κι άλλοτε αναγκαστικώς τους κατευθύνει σε μία αντιπαράθεση με την Ανατολή, παρά τις δικές τους αγαθές διαθέσεις: «Η ορθόδοξος δυτική Εκκλησία», γράφει σχετικά, «παρεσύρθη και εξέβη της ευθείας οδού, πιεσθείσα υπό της δυνάμεως του Παπισμού. Πολλάκις το πρόσωπον των παπών συνεταυτίζετο μετά του παπισμού, αλλ΄ ήτο δυνατόν και να διέφερεν, η δύναμις όμως του Παπισμού ουδέν επέτρεπε τω πάπα μη υπαγορευόμενον υπό του Παπισμού» (σελ. 141).
                                                                                                 
Τον 6ο αι. ο πάπας Βιργίλιος δημιουργεί νέο επεισόδιο. Ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη αρνείται να συμμετάσχει στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553 μ.Χ. ) όχι τόσο από δογματική αντίθεση όσο λόγω των παρασκηνιακών δεσμεύσεών του στην παράταξη των μονοφυσιτών για την αντικανονική ανάρρησή του στον παπικό θρόνο. Εντούτοις η Σύνοδος συγκλήθηκε και ολοκλήρωσε τις εργασίες της παρά την θέληση του πάπα «ταπεινούσα την παπικήν οφρύν» (σελ. 152). Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη στάση της Εκκλησίας απέναντι στις αξιώσεις του προκαθημένου της Δυτικής Εκκλησίας . Όσο για τον Βιργίλιο υπό την απειλή του αναθέματος της Συνόδου συνέταξε και απέστειλε σ΄ αυτήν επιστολή ταπεινού και συνεσταλμένου ύφους. Η κρίση αποσοβήθηκε. Τον 7ο αι. η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος επικυρώνει με τους κανόνες της την εκκλησιαστική αυτονομία και αποκρούει τις αξιώσεις των παπών επί της Ανατολής. Στα τέλη του 8ου αι. η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787μ.Χ. ) ανακηρύσσει την αναστήλωση των εικόνων και τις αποφάσεις της συνυπογράφει και ο πάπας Ανδριανός. Λόγω πολιτικών συμφερόντων της Δύσεως όμως το 826μ. Χ. ο πάπας Ευγένιος συναινεί στη σύγκληση Συνόδου στο Παρίσι από φράγκους επισκόπους οι οποίοι ακυρώνουν τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και τάσσονται υπέρ των εικονομάχων. Καθώς ήδη ο Παπισμός είχε προβάλει το αλάθητο των παπών εύλογα ο άγιος Νεκτάριος αναρωτιέται: «Τις των δύο παπών (ο Ανδριανός, που επεκύρωσε τις αποφάσεις της Ζ΄ Συνόδου ή ο Ευγένιος, που τις απέρριψε) ήτο αλάθητος;» (σελ. 203). Τον 9ο αι. βρισκόμαστε πλέον στην τελική ευθεία για το σχίσμα και την αποκοπή της φραγκεμένης Δύσης από την ορθόδοξη Εκκλησία. Την εκκλησιαστική και πολιτική κατάσταση περιγράφει με έντονα χρώματα ο άγιος νεκτάριος: «Η ακάθεκτος φιλαρχία και φιλοδοξία τα πάντα εμηχανεύσαντο, τα πάντα εσοφίσθησαν, τα πάντα έδρασαν όπως αναδείξωσι τους πάπας ηγεμόνας της Εκκλησίας και τυράννους της οικουμένης… αι αμαρτίαι εχαρακτηρίζοντο ουχί εκ των ηθικών αρχών του ιερού Ευαγγελίου, αλλ΄ εκ των ηθικών αρχών του παπικού προγράμματος… την ευλάβειαν προς τον Θεόν αντικατέστησεν η προς τον πάπα ευλάβεια… η άρνησις προς τον πάπαν ευλαβείας ην προς τον Θεόν ανευλάβεια…» (σελ. 207 – 208). Επίσης «η στάσις των παπών παρείχε πολλάς τω κράτει στενοχωρίας». Και η επιγραμματική κατακλείδα: «Η των παπών συμπεριφορά κατά τον ένατον αιώνα απεθρασύνθη εις άκρον» (σελ. 209). Η δε ανάρρηση στον πατριαρχικό θρόνο του Φωτίου έδωσε το έναυσμα για την πολυπόθητη, εκ μέρους των παπών αλλά και των φράγκων ηγεμόνων της Δύσεως, ανάμειξη στα της Ανατολής. Κατά την κρίση του Αγίου Νεκταρίου – αντίθετη με εκείνη πολλών ιστορικών – η απομάκρυνση του Ιγνατίου από τον πατριαρχικό θρόνο και η εκλογή του Φωτίου ως οικουμενικού πατριάρχη την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αποτελεί συνετή πολιτική κίνηση εκ μέρους του Βάρδα. Εντούτοις δημιούργησε καταστάσεις για την αντιμετώπιση των οποίων ο Φώτιος συγκάλεσε το 861 μ,Χ. Σύνοδο, όπου κλήθηκε κανονικά ως μέλος και ο πάπας Νικόλαος Α΄. Τον άνθρωπο αυτόν οι ιστορικοί τον χαρακτηρίζουν φιλόδοξο και αλαζόνα «όστις όσον ουδείς των προκατόχων του είχε τας παραλογωτέρας επί του θρόνου του αξιώσεις»(σελ. 205). Ο Νικόλαος, λοιπόν, εξέλαβε την πρόσκληση ως έκκλητον και απέστειλε στην Σύνοδο τούς αντιπροσώπους του με δικαστική εξουσία, για να εξετάσουν τα γεγονότα της ανάδειξης του Φωτίου, να τον ενημερώσουν και εκείνος ως υπέρτατη αρχή να αποφανθεί για το νόμιμο ή μη της εκλογής! Παρά ταύτα η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως αδιαφόρησε για τους σκοπούς του πάπα και προχώρησε στην αναγνώριση του Φωτίου, στην εκ νέου αποκήρυξη των εικονομάχων που αναζωπυρούντο, και συνέταξε διάφορους κανόνες εσωτερικής διοίκησης. Η αντίδραση του πάπα Νικολάου ήταν να συγκαλέσει στην Ρώμη Σύνοδο, η οποία καθήρεσε τον Φώτιο. Την ίδια στάση κράτησε και ο διάδοχος του Νικολάου Ανδριανός Β΄. Προσπάθησε μάλιστα χρησιμοποιώντας δυσαρεστημένους από τον Φώτιο ανατολικούς επισκόπους να συγκαλέσει «οικουμενική» Σύνοδο και να δώσει την εντύπωση της ενώσεως υπό τους όρους φυσικά της Δύσεως.
                            
Μετά την τελική επάνοδο του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Πάπας της Ρώμης ήταν αυτήν την εποχή ο Ιωάννης Η΄, μετριοπαθής στον χαρακτήρα και πρόθυμος να συνάψει σχέσεις με τον Φώτιο. Δέχθηκε να μη επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά θέματα της Βουλγαρίας και να ζητήσει συγχώρεση για τις παρεμβάσεις του σε από κοινού συγκαλούμενη Σύνοδο. Καλή διάθεση επέδειξε και ο Φώτιος. Έτσι το 879 μ. Χ. συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη Σύνοδος με πρόεδρο τον Φώτιο, εκπροσώπους όλων των Πατριαρχείων και του πάπα Ρώμης. Οι αποφάσεις της Συνόδου, την οποία ο Άγιος Νεκτάριος αναφανδόν αποκαλεί Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, έχουν ως εξής:
                                 
α) Κυρώθηκε ο όρος της πίστεως της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.
            
β) Απαγορεύθηκε οποιαδήποτε προσθήκη στο Σύμβολο της πίστεως.
         
γ) Αναγνωρίσθηκε η ισότητα των αξιωμάτων των επισκόπων Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως.
 δ) Αναγνωρίσθηκε το απόλυτο κύρος των Οικουμενικών Συνόδων.                   
Ο Άγιος Νεκτάριος παραθέτει επιστολή του Ιωάννου Η΄ σύμφωνα με την οποία γίνονται αποδεκτές οι αποφάσεις της Συνόδου. Οι δυτικοί θεολόγοι όμως αρνούνται να αναγνωρίσουν αυτή την επικύρωση.
                                    
Έτσι έχει η κατάσταση ὀταν, για καθαρά πολιτικές σκοπιμότητες, ο αυτοκράτωρ Λέων ΣΤ¨ εκθρονίζει και εξορίζει τον Φώτιο, ο οποίος εξόριστος θα τελειώσει την πολυκύμαντη ζωή του το 891 μ.Χ. Σ΄ αυτήν την άδικη και παράνομη εκθρόνιση του Φωτίου η Δύση κράτησε καθαρά μνησίκακη στάση. Αποδέχθηκε το γεγονός με έκδηλη χαρά, καθόσον πάγια αξιώσή της ήταν να δει τον Φώτιο ταπεινωμένο στις τάξεις των λαϊκών. Και ο άγιος συγγραφέας κλείνει τον πρώτο τόμο της «Μελέτης» του με τα εξής θλιβερά ερωτήματα: «Τι προς ταύτα να είπη τις; Να κλαύση ή να μυκτηρίση τας τοιαύτας των παπών της Δύσεως αξιώσεις; Φρονώ ότι δέον να κλαύση, διότι πολλά το Ελληνικόν Έθνος έχυσε δάκρυα δια τους τοιούτους πάπας, οίτινες εγένοντο οι κακοί δαίμονες της Ανατολικής Εκκλησίας και του Ελληνικού Έθνους» (σελ. 298). Δυστυχώς και στην συνέχεια της ιστορικής διαδρομής δεν μεταβλήθηκαν οι αξιώσεις και οι επιδιώξεις των παπών, όπως διαβάζουμε στον δεύτερο τόμο της Ιστορικής μελέτης του Αγίου Νεκταρίου.
Περί αυτού όμως, άλλη φορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου