ΤΟ ΠΑΠΙΚΟΝ ΠΡΩΤΕΙΟΝ --- του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου, Ομ. Καθ. Α.Π.Θ.

Αγαπητέ κύριε Διευθυντά,                                                                                                                         
διάβασα την επιστολή του αγνώστου σε μένα κ. Ι. Καρδάση και τον ευχαριστώ για τα καλά του λόγια και για το ενδιαφέρον του σχετικά με τα τρία άρθρα μου, που πρόσφατα δημοσίευσε ο «Ο.Τ.» με τον τίτλο «Πήγε ο Πέτρος στη Ρώμη;». Θα τον παρακαλούσα, όμως, να υποβληθεί στον κόπο να ξαναδιαβάσει τα άρθρα αυτά. Όπως γράφω εκεί, μελετώ το θέμα με βάση τις σχετικές μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης (Μθ 18, 18· 19, 28· 28, 19· Ιω 20, 22 κ.ά.), σύμφωνα με τις οποίες δεν φαίνεται να παρέδωσε ο Κύριος κάποιο ιδιαίτερο αξίωμα στον κορυφαίο μαθητή του Πέτρο ούτε ο ίδιος ο απόστολος έχει τέτοια συνείδηση. Το ότι το κείμενο που φέρεται ως του Διονυσίου Αρεοπαγίτη αποκαλεί τον Πέτρο «κορυφαίο των μαθητών» ή «κορυφαία και πρεσβυτάτη των θεολόγων ακρότητα», δεν αλλάζει την αγιογραφική μαρτυρία ούτε προσθέτει κάτι στην ιστορία. Στην εκκλησιαστική γραμματεία υπάρχει πληθώρα τέτοιων εγκωμιαστικών χαρακτηρισμών για εξέχοντα πρόσωπα εκκλησιαστικά ή και πολιτικά. Εξάλλου, αυτό το ίδιο κείμενο θεωρεί δεδομένη  την ισότητα του Πέτρου προς τους υπολοίπους αποστόλους. Γράφει επί λέξει· «Και μην και αυτός ο των μαθητών κορυφαίος, μετά της ομοταγούς αυτώ και ιεραρχικής δεκάδος  (=μαζί με τους άλλους δέκα που ανήκουν στην ίδια τάξη μ΄ αυτόν (βλ. λεξικό Liddel – Scott), εις την του δυοκαιδεκάτου των μαθητών εληλυθώς ιερατικήν τελείωσιν, επί τη θεαρχία την εκλογήν ευλαβώς καταλέλοιπεν…» PG 3,512D – 513A. Δεν σχολιάζω τις αντιφάσεις του αγαπητού επιστολογράφου ούτε και τον αστήρικτο συλλογισμό – απορία του ιδίου: «Έτσι, ο Πέτρος, ως κορυφή των θεολόγων είναι πάνω από τον Ιωάννη, τον Παύλο κλπ. Αλλά τότε γιατί το ¨στόμα του Χριστού¨ είναι ο Παύλος και όχι ο Πέτρος, κατά τον ιερό Χρυσόστομο;».  
           
 Όσο για το παράθεμα από τα Ασκητικά του Μ. Βασιλείου, όπου παραπέμπει ο κ. Καρδάσης, αρκεί μία προσεκτική ανάγνωση όλου του 22ου κεφαλαίου, για να αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι κατά τον Μ. Βασίλειο την εξουσία που έδωσε ο Κύριος στον Πέτρο την έδωσε εξ ίσου και σ΄ όλους τους επισκόπους· «πάσι δε τοις εφεξής ποιμέσι και διδασκάλοις την ίσην παρέχοντος εξουσίαν. Και τούτου σημείον το δεσμείν άπαντας ομοίως και λύειν ώσπερ εκείνος» (PG31, 1409A). Σε όλους τους επισκόπους (και όχι μόνο στον λεγόμενο διάδοχο του Πέτρου επίσκοπο Ρώμης) ο Κύριος παρέχει «την ίσην εξουσίαν». Με βάση την Καινή  Διαθήκη επίσης, δεν φαίνεται να είχε επισκεφθεί τη Ρώμη ο απόστολος Πέτρος. Αλλά και αν την είχε επισκεφθεί και αν είχε ο Πέτρος κάποιο πρωτείο, ήταν αυτό μεταβιβάσιμο; Και ποιος μας λέει ότι το μεταβίβασε στον επίσκοπο της Ρώμης, τον πάπα, και όχι σε κάποιον άλλο επίσκοπο; Θα ήταν πολύ πιο πιθανό να κληροδοτήσει ο Πέτρος το υποτιθέμενο πρωτείο του π.χ. στον πατριάρχη Αντιοχείας, όπου είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι κήρυξε και έδρασε ο απόστολος, ή στον πατριάρχη και πάπα Αλεξανδρείας, δεδομένου ότι ο Πέτρος έδρασε στην Αίγυπτο και μάλιστα ο πρώτος επίσκοπος Αλεξανδρείας υπήρξε ο πνευματικός υιός του Μάρκος (Α΄ Πέ 5, 13).                                                             
Αλλά και οι κανόνες τους οποίους επικαλείται ο κ. Καρδάσης (γ΄ της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και κη΄ της Δ΄ Οικουμενικής) αναγνωρίζουν στον επίσκοπο Ρώμης «τα πρεσβεία τιμής» και όχι αρχής και εξουσίας. Αποδίδουν δε και στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, τον νέας Ρώμης, «τα ίσα πρεσβεία τιμής». Συγκεκριμένα ο γ΄ κανών της Β΄ Οικουμενικής λέγει· «Τον μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην». Η πρόθεση «μετά» δεν δηλώνει υποβιβασμό ή υποτίμηση «επειδή με το να είναι μετά τον Κωνσταντινουπόλεως ο Αλεξανδρείας και μετά τον Αλεξανδρείας ο Αντιοχείας, και μετά τον Αντιοχείας ο Ιεροσολύμων, κατά τον λς΄ (κανόνα) της στ΄ (Οικουμενικής Συνόδου), έσονται τέσσαρα είδη υποβιβασμού τιμής και ακολούθως πέντε διάφοροι τιμαί μία της άλλης ανωτέρα, όπερ εναντίον πάση τη καθολική Εκκλησία και μόνον δεκτόν τοις Λατίνοις και Λατινόφροσι», παρατηρεί ο άγιος Νικόδημος. Δηλώνει «ισότητα τιμής και τάξιν, καθ΄ ην ο μεν εστι πρώτος, ο δε δεύτερος» (Πηδάλιον, σς. 157 – 158).                                                                                        
Αυτό επιμαρτυρείται από τον κη΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής, όπου οι πατέρες αποφαίνονται· «Τα αυτά (προς την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο) και ημείς ορίζομέν τε και ψηφιζόμεθα περί των πρεσβείων της αγιωτάτης Εκκλησίας, της αυτής Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης. Και γαρ τω θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης  δια το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην, οι Πατέρες εικότως απεδεδώκασι τα πρεσβεία· και… τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω» (Πηδάλιον, 206· πρβλ. Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα κανόνων, τ. 2ος, σ. 286). Αξίζει μάλιστα να σημειώσω ότι οι πατέρες της Συνόδου, σε προηγούμενες συνεδρίες, αναφέρονται στον τότε πάπα Ρώμης Λέοντα Α΄ με μεγαλοπρεπείς τίτλους, όπως «οικουμενικός πατριάρχης», «οικουμενικός αρχιεπίσκοπος», «πατήρ ημών» (Mansi 6, 1005 και 1012). Αλλά οι τίτλοι εκείνοι δεν εμποδίζουν τους ίδιους πατέρες να διακηρύξουν στο τέλος της Συνόδου ότι ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει λάβει ήδη από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο «τα ίσα πρεσβεία» με τον επίσκοπο Ρώμης, διότι η νέα Ρώμη είναι πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, όπως ήταν η παλαιά. Δεν γίνεται λόγος περί πρωτείου, αλλά περί ίσων πρεσβειών, με τιμητικό προβάδισμα της παλαιάς έναντι της νέας Ρώμης («δευτέραν μετ΄ εκείνην υπάρχουσαν»). Αφού, λοιπόν,  η Σύνοδος αναγνωρίζει κάποιον άλλον ίσο προς τον πάπα Ρώμης, είναι σαφές ότι οι τίτλοι τους οποίους χρησιμοποίησε προηγουμένως για τον πάπα Ρώμης δεν σημαίνουν την παγκόσμια εξουσία του αλλά είναι τιμητικοί, όπως είναι μέχρι σήμερα ο τίτλος «Οικουμενικός Πατριάρχης» του Κωνσταντινουπόλεως (χωρίς εξουσία επί των άλλων πατριαρχείων) ή ο τίτλος «πάσης Ελλάδος» του αρχιεπισκόπου Αθηνών (χωρίς επισκοπικό δικαίωμα επί των άλλων επισκοπών της Ελλάδος).  Εξάλλου, «αποτέλεσμα της δια του κη΄ κανόνος της Δ΄ οικουμενικής Συνόδου επελθούσης μεταβολής ήτο ότι ο Κωνσταντινουπόλεως απέκτησε τον τίτλο οικουμενικός» (Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία Αθήναι 1959, σ. 290).                                                                                                    
Με το πνεύμα των κανόνων η 135η (και όχι 125η, όπως γράφει ο κ. Καρδάσης) Νεαρά του Ιουστινιανού ορίζει τον αγιώτατον της πρεσβυτέρας Ρώμης πάπαν  πρώτον είναι πάντων των ιερέων, τον δε μακαριώτατον αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ρώμης, δευτέραν τάξιν επέχειν μετά τον αγιώτατον αποστολικόν θρόνον της πρεσβυτέρας Ρώμης, των δε άλλων πάντων προτιμάσθαι». Ονομάζει τον επίσκοπο της νέας Ρώμης δεύτερο όχι κατά την τιμή, αλλά κατά την τάξη της τιμής. Γενικά, μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο τα πρεσβεία τιμής του Ρώμης «δεν ήσαν καθ΄ εαυτά ανώτερα, αλλά μόνον ως αρχαιότερα ήρχοντο πρώτα» (βλ. Β. Στεφανίδου, μν.έ. σ. 344).                                                                                
Για τις επιστολές του Θεοδώρου Στουδίτη προς τους πάπες Λέοντα Γ΄ (795 – 816) και Πασχάλη Α΄ (817- 824) έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση παλαιότερα (βλ. Αγίου Νεκταρίου, Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, σς. 204 – 205), αλλά και πρόσφατα, σε ειδικές εργασίες. Παραπέμπω στην διατριβή του συναδέλφου καθηγητού της Δογματικής κ. Β. Τσίγκου, Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Θεσσαλονίκη 1999. Εκεί ο κ. Καρδάσης θα βρει την ερμηνεία της εκτιμήσεως του Θεοδώρου Στουδίτου για τον πάπα και θα διαπιστώσει ότι και οι αναφορές του στον Φώτιο, Ζωναρά, Δοσίθεο Ιεροσολύμων δεν ευσταθούν.                                                                                                            
Αποβλέποντας στην συμπαράσταση για την αντιμετώπιση των εικονομάχων και άλλων αντιπάλων ο Στουδίτης απευθύνεται προς τους πάπες με προσφωνήσεις φιλοφρονητικές. Θα υπογραμμίσω ότι ειδικά ο πάπας Λέων Γ΄ υπήρξε εκείνος, που το 810 αρνήθηκε στους απεσταλμένους του Καρλομάγνου την προσθήκη του filioque στο Σύμβολο της πίστεως. Για να αποτρέψει μάλιστα μελλοντικές απόπειρες προσθήκης ανήρτησε στο ναό του αγίου Πέτρου δύο αργυρές ασπίδες όπου ήταν χαραγμένο το Σύμβολο της πίστεως στα ελληνικά και στα λατινικά, χωρίς την προσθήκη και με την επιγραφή “ Haec Leo posui amore et cautela orthodoxae Fidei (=Ταύτα Λέων έθηκα εξ αγάπης και προφυλακής της ορθοδόξου πίστεως)» (Mansi 13, 949. Bλ. Β. Στεφανίδου, μν. έ 299). Ήταν, επομένως, δικαιολογημένη η εκτίμηση του αγίου Θεοδώρου στο πρόσωπό του.                                                               
Αλλά, πέραν τούτου, είναι γεγονός ότι ο άγιος χρησιμοποιεί εκφράσεις φιλοφροσύνης, συχνά μάλιστα υπερβολικές. Μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι αυτές απηχούν την άποψη της Εκκλησίας και να τις προσαγάγουμε ως επιχείρημα για το παπικό πρωτείο, το οποίο μάλιστα, κατά την εκτίμηση του κ. Κορδάση «δόθηκε στον Πέτρο και δι΄ αυτού στον πάπα απευθείας(!) εκ Θεού»; Ασφαλώς όχι, διότι  οι φιλοφρονητικές υπερβολές, όπως ήδη προανέφερα, ήταν κάτι συνηθισμένο στην εποχή του αγίου. Αρκεί να σημειώσω ότι ο Θεόδωρος Στουδίτης, που ονομάζει τον πάπα «κεφαλών κεφαλή», «κορυφαίον πατέρα πατέρων» κ.τ.ό., τους ίδιους ή παρόμοιους χαρακτηρισμούς αποδίδει και στους άλλους πατριάρχες. Απευθύνεται π.χ. προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας με τα λόγια· «Τω τα πάντα αγιωτάτω πατρί πατέρων, φωστήρι φωστήρων, κυρίω μου και δεσπότη μακαριωτάτω πάπα» (Theodori Studitae Epistulae, εκδ. G. Fatouros, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensi, ediderunt H. – G. Beck, έκδ. Walter de Gruyter, Berolini 1992, vol. XXXI/ pars prior et pars altera, En 275, 2-4) · προσφωνεί τους πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας με τους τίτλους «αποστολική… θειοτάτη κορυφή», «μεγάλη και θεία κεφαλή» (αυτόθι 6-7. 15-16) · αποκαλεί τον πατριάρχη Ιεροσολύμων «αποστολικήν μακαριωτάτην κορυφήν» και τον εγκωμιάζει γράφοντας «ω, πηλίκων και φρικτών σεβασμάτων η της σης μακαριότητος υπάρχει κορυφή, συ πρώτος πατριαρχών, καν πεντάζοις τω αριθμώ· ου γαρ ο επίσκοπος των ψυχών και των όλων αρχιερεύς και εγεννήθη και έδρασε τα θεουργά πάντα και έπαθε και τέθαπται και ανάστη και έζησε και ανελήφθη, εκεί δήλον ότι το υπεραίρον απάντων αξίωμα» (έ.α. Επ. 276. 7-8. 27-32). Επίσης αποκαλεί τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρο «θείαν και κορυφαιοτάτην κάραν», «μέγαν ήλιον της ορθοδοξίας, ου ταις ομολογητικαίς ακτίσι φωτοβολείται η οικουμένη» κ.ά. (έ. Α. Επ. 56, 51 - 52· 276, 56-57· 286κ.α.). Ωστόσο, ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης μιλά για το «πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας», μέσα στο οποίο ο επίσκοπος Ρώμης αναγνωρίζεται ως πρώτος μεταξύ των «ίσων» και «ομοταγών» πατριαρχών (βλ. Β. Τσίγκου, μν. έ., σελ. 365). Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Αν ο άγιος αναγνώριζε παγκόσμια εξουσία στον πάπα, ασφαλώς θα ονόμαζε το κράτος της Εκκλησίας «μονοκόρυφον».                                                        
 Την επηρμένη «δυτικήν οφρύν» των παπικών ελέγχει ήδη ο Μ. Βασίλειος σε επιστολή του προς τον Ευσέβιο επίσκοπο Σαμοσάτων (PG 32, 893B). Ασφαλώς η παπική έπαρση υπήρχε ήδη από τους πρώτους αιώνες. Αλλά όσο περισσότερο ελαττωνώταν η σημασία του Ρώμης στην Ανατολή, τόσο περισσότερο αύξανε και διαμορφωνόταν το παπικό πρωτείο, που πήρε την τελειότερη ανάπτυξή του με τις ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις (βλ. Β. Στεφανίδου, μν.έ., σ. 344) και τη σκληρότερη έκφρασή του με την Α΄ Βατικάνεια Σύνοδο.                                                                                        
Φειδόμενος του χώρου της εφημερίδος δεν θα επεκταθώ περισσότερο. Αρκούμαι να σημειώσω μερικά βασικά βιβλία από την απέραντη σχετική βιβλιογραφία·                                                                                                                                  
Γ. Δέρβου, Περί μυθώδους πορείας του αποστόλου Πέτρου εις Ρώμην, Αθήναι 1881.                     
Νεκταρίου Κεφαλά, μητρ. Πενταπόλεως, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος, τόμ. 1ος Αθήναι 1911, τόμ. 2ος Αθήναι 1912.                  
Χρ. Παπαδοπούλου, Το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης, Ιστορική και κριτική μελέτη, Αθήναι 1964. Π. Τρεμπέλα, Περί το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης, Αθήναι 1980.                                     
Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και παπισμός, τόμ. Α΄ Κριτική του παπισμού, Αθήναι 1988, τόμ. Β΄, Αθήναι 1969, του οποίου μάλιστα τον Β΄ τόμο έχει εκδώσει ο «Ο.Τ,».             

Η θέση της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρη: Το συνοδικό της σύστημα δεν αναγνωρίζει πρωτείο σε κανένα πρόσωπο. Ως υψίστη αρχή δέχεται την τοπική Σύνοδο, για κάθε τοπική αυτοκέφαλη Εκκλησία και την Οικουμενική Σύνοδο για τη σύνολη Εκκλησία. Για λόγους πρακτικούς και διοικητικούς προϊστανται οι πόλεις-διοικητικά κέντρα. Τέτοια πόλη ήταν αρχικά η Ρώμη, στην οποία ανέκαθεν αναγνωρίζεται το πρωτείο της τιμής και όχι της εξουσίας, που επιζητεί η Α΄ Βατικάνειος Σύνοδος. Δίπλα στη Ρώμη στέκουν τα άλλα κέντρα- έδρες πατριαρχείων· Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια. Σ΄ αυτά προστέθηκε το 381 η νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, αφού ήδη είχε μεταφερθεί εκεί η έδρα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και το 451 τα Ιεροσόλυμα. Συνεπώς, όσοι μιλούν για παγκόσμιο πρωτείο εξουσίας, δεν έχουν συλλάβει καν την έννοια της Εκκλησίας.
Ευχαριστώ για την φιλοξενία.

Με τιμή
Στέργιος Ν. Σάκκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου