«Ο ΑΝΑΠΕΣΩΝ»

Βέβαια όλες οι λειτουργικές τέχνες, αφού υπηρετούν την σωτηρίαν των πιστών, είναι καλές και ευλογημένες. Αλλά η βυζαντινή ζωγραφική της Εκκλησίας ιδιαίτερα εγγίζει την χορδή της ψυχής και την ανάγει στο πρωτόκτιστο κάλλος, όταν βλέπη τους ποικίλους χρωματικούς συνδυασμούς, στους άψυχους τοίχους των μοναστηριακών καθολικών ή των ταπεινών εκκλησιδίων, να μορφοποιούνται εις τον υπέρ πάντας ωραίον κάλλει Κύριον, εις την Δέσποινά μας Κυρίαν Θεοτόκον, εις τους αξιωθέντας της Βασιλείας Οσίους και Μάρτυρας, πρωτοτόκους αδελφούς μας.                                                                                                                    
Τα άψυχα χρώματα γίνονται βίβλοι του Πνεύματος, που θεολογούν οιονεί το μέγα Μυστήριον, το απ΄ αιώνος σεσιγημένον, τόσο σιωπηλά όσο και θριαμβευτικά. Το μυστήριον τιμάται με την αιώνια  σιγήν. 
Η εκκλησιαστική βυζαντινή ζωγραφική, η πάντερπνος αγιογραφία, θεολογεί με πολύ βάθος και γίνεται το επτασάλπιγγο στόμα της Εκκλησίας, που διαρκώς εξαγγέλλει στον κόσμο το Μέγα Μυστήριον.                                                            
Ο υμνογράφος, άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός, συνοπτικώτατα, στον Οίκο της Κυριακής των αγίων Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, δίδει το νόημα της χρήσεως της χρωματουργίας των ιερών μορφωμάτων :                                                  
«Θέλων ο πανοικτίρμων Θεός / ημάς διεγείρειν αεί / προς μνήμην τελείαν της Αυτού ενανθρωπήσεως, / την υπόθεσιν ταύτην παρέδωκε τοις ανθρώποις / δια της χρωματουργίας των εικόνων / την σεβάσμιον ανατυπούσθαι μορφήν. / Όπως ταύτην υπ΄ όψεσιν ορώντες, / πιστεύωμεν άπερ λόγω ακηκόαμεν, / γνωρίζοντες σαφώς την πράξιν και το όνομα και το σχήμα / και τους άθλους των αγίων ανδρών / και Χριστόν τον στεφοδότην / στεφάνους παρεχόμενον τοις αγίοις αθληταίς τε και μάρτυσιν…»/

***
Ακριβώς η διακονική λειτουργία της ιεράς ζωγραφικής βρήκε ανά τους αιώνας αριστοτεχνίτας και αριστόχειρας, που «όση ην εκάστω δύναμις κατά το του Θεού χάρισμα», εξέφρασαν ποικιλοτρόπως την δόξαν της Εκκλησίας, σαν δόγμα, πίστιν και καύχημα και εκάλλυναν τους συνακτηρίους οίκους του Θεού.                                                               
Όλους όμως τους ξεπέρασε ο ευλογημένος και τρισμακάριος «κυρ Μανουήλ ο Πανσέληνος». Ένα πνευματικό του τέκνο εχάρισε, σαν ατίμητη στηλογραφία και κληρονομία, στην Μητέρα Εκκλησία κι΄ αυτό στον αγιώνυμο Άθωνα. Εδώ, όπου το ιεροκρύφιο διαρκώς αναδύεται, εκάλυψε με την μοναχική σιωπή και «τον μέγαν θεολόγον εν ζωγράφοις Θεσσαλονικέα Πανσέληνον».                                                                                                   
Πρωτομαϊστωρ χαρισματούχος εστόλισε με το αγιασμένο του χέρι «τον πανεύφημο Κυριακό ναό της ιεράς Σκήτης των Καρεών το εξακουστό Πρωτάτο». Ούτε η υπογραφή του σώθηκε… Με πόση ταπεινοφροσύνη διηκόνησε τον «άνωθεν πάσαν δόσιν καταπέμποντα Κύριον»! Έδειξε τον Ήλιον – Χριστόν και εκρύβη ωσάν πανσέληνος ο μακαριστός κυρ – Μανουήλ.                                                                                                                     
Όλα στο Πρωτάτο σε κατασυγκινούν. Δεν ξέρεις τι να πρωτοκοιτάξης. Τον ανυπέρβλητο Μυστικό δείπνο, την χαριτωμένη Υπαπαντή, τα τόσο  εξπρεσσιονιστικά Εισόδια, τον χαρακτηριστικό θείο φιλόσοφο άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τους «σεβίζοντας» Αγγέλους της Βαπτίσεως, τον μοναδικόν «εν ετέρα μορφή»… Αλλά όταν αντικρύζης το Παιδίον Ιησούς, στο υπέρθυρο της βασιλικής πύλης, μένεις εκστατικός. Ποιο πνευματικό χάρισμα κρυβόταν στην ψυχή του ταπεινού βυζαντινού αγιογράφου! Ποιος αγγελικός νους τον ωδήγησε στη χρωματογραφία του!                          
Η όλη παράστασις φτάνει δεν φτάνει τα δύο τετραγωνικά του κατάγραφου πρωτατηνού τοίχου. Και όμως! Με πόση ενάργεια και δύναμι εξέφρασε την αλήθεια της Θείας ενανθρωπήσεως! Αναπεσών ο κυρ Μανουήλ εν τω στήθει του Ιησού εκείθεν εξήντλησε ό,τι παρέδωκε στην Εκκλησία με τον «Αναπεσόντα». Μήπως θα ήτο υπερβολικό να του δοθή ο τίτλος του Πατρός της Εκκλησίας, μια και τόσο ακριβώς στον τομέα του εξέφρασε τα υπό των κατά καιρούς συνελθόντων αγίων Συνοδικών Πατέρων διατυπωθέντα δόγματα της Ορθοδόξου πίστεως;
***
Το θέμα του «Αναπεσόντος» έχει σαν βάσι του την προφητεία του επί κλίνης θανάτου κειμένου πατριάρχου Ιακώβ προς τον γιό του Ιούδα: «Αναπεσών εκοιμήθης ως λέων και ως σκύμνος. Τις εγερεί αυτόν;» (Γεν. μθ: 9). Το πατριαρχικό λόγιο μπορούμε να το δούμε και σαν προφητεία αλλά και σαν μια αποκάλυψι γεγονότος ήδη εξαγγελμένου από τον Θεό. Ακόμη σαν μία προσαρμογή της θείας εξαγγελίας στον οίκο Ιούδα, τον βασιλικό οίκο του γένους Ισραήλ. Ήδη, στο Πρωτευαγγέλιο, ο Θεός – Πατήρ αποκαλύπτοντας τις ταλαιπωρίες στους συνεργήσαντας στην προπατορική παράβασιν έδωκε και χαράν μεγάλην στους διωκομένους από τον Παράδεισον Προπάτορας. Είπε στον πρωτεργάτη όφι – Εωσφόρο: «Και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και αναμέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. γ: 15). Ηφιλανθρωπία του Δημιουργού Κυρίου προς το πλάσμα Του αμέσως φανερώθηκε. Την πτώσι του αδαμιαίου γένους θα την απαντήση δια της «αναπτώσεώς» Του ο Νέος Αδάμ, ο Υιός και Λόγος του Θεού. Το διάστημα που μεσολάβησε από την παραδείσια τραγωδία της πτώσεως ως την παγκόσμιο χαρά της Γεννήσεώς Του, ο Υιός του Θεού, το «Παιδίον Ιησούς», ανέμενε «αναπεπτωκός». «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλατ. Δ: 4) σηκώθηκε το κάλυμμα του θείου και φιλανθρώπου σχεδίου και «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστώθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α΄ Τιμοθ. γ: 16). Αλλά και πάλιν ο Κύριος μακροθυμούσε έως τον καιρόν της δόξης Του και της πληρώσεως της υπέρ ημών Οικονομίας  Του.                                                                                Αυτή την απ΄ αιώνων ακοίμητη αναμονή του Λυτρωτού Ιησού, δείχνει το ήσυχο, ατάραχο και αρρενωπό βλέμμα του «Αναπεσόντος». Δεν ανησυχεί για τον αγώνα που με τον σατανά θα κάμη. Γνωρίζει ότι Αυτός νικά. Είναι ο «εξελθών νικών και ίνα νικήση» (Αποκ. στ: 2). Ήτο και είναι και θα είναι ο Ων. Αυτός που επλήρωσε τα σύμπαντα χαράς. Τα σύμπαντα εικονίζονται στον Αναπεσόντα με το ελλειψοειδές ανάκλιντρό Του. Ο Πανσέληνος το έχει ζωγραφίσει με δογματική μυστική ακρίβεια. Το πορφυρούν ανάκλιντρο του «σκύμνου λέοντος Ιούδα», του Βασιλέως Χριστού, φαίνεται σαν να στέλλεται θεοδώρητη σκάλα απ΄ τον ουρανό προς την γη, στην κτίσι της φθοράς που «συστενάζει και συνωδίνει ημίν» (Ρωμ. η:22).  Αυτό το ανάκλιντρο το βασιλικό, όπου συνετελέσθη η ασύγχυτος ένωσις των δύο φύσεων του Κυρίου, είναι η «κλίμαξ η επουράνιος δι΄ ης κατέβη ο Θεός» των Θεομητορικών χαιρετισμών, η Κυρία Θεοτόκος. Η Θεία φύσις του Θεανθρώπου δογματίζεται με την «προς τη κεφαλή του ανακεκλιμένου Παιδός» λωρίδα του ανακλίντρου και η ανθρώπινη με την λωρίδα «την προς τοις γόνασιν Αυτού». Μ΄ αυτό το ανυπέρβλητο ανάκλιντρο, που αποτελεί την σύνοψι των ιερών Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας μας, γεμίζει όλο το κενό του λοιπού ανιστόρητου τοίχου από το υπέρθυρο ξύλο της βασιλικής πύλης του Ναού ως την πανσελήνειο ελικοειδή ανθοζώνη πάνω από την παράστασι. Με την Σάρκωσι του Κυρίου τα πάντα επληρώθησαν. «Ουκέτι θρηνείτω ο Αδάμ πενίαν. Εφάνη γαρ η καινή βασιλεία». Όπου αναπίπτει ο Υιός του Θεού κάθε κενό πληρούται, γιατί είναι ο πληρών τα πάντα και κρατών την κτίσι. Απ΄ τον λαιμό του κεχαριτωμένου βασιλικού Σκύμνου κρέμεται με δύο αναρτήρες η ζώνη της ταυτότητός Του. Είναι η ζώνη με την οποία περιέζωσε την οσφύ Του για να νικήση τον σπορέα του θανάτου στο πεδίο το πολεμικό, στον Κρανίου τόπο, στον Γολγοθά. Η ζώνη των δύο ηνωμένων φύσεων. Το δόγμα της αγίας Δ΄ οικουμ. Συνόδου της Χαλκηδόνος. Το δεξί χέρι του το έχει σαν αποκούμπι, διπλωμένο στο παιδικό μάγουλο, σαν δείκτη του βασιλικού αξιώματός Του, ενώ στο αριστερό κρατεί ειλητάριο διπλωμένο σαν δείγμα και του διδασκαλικού. Ο κατάλευκος χιτών, έκφρασις της ασπόρου συλλήψεώς Του, είναι πλουμισμένος με απλές και ωραίες τρίπλοκες διαστίξεις. Κάθε δωρεά που προέρχεται από της αμώμου και ασπίλου Εκκλησίας Του. Το «περιηρμένον» σκέπασμα δεν έχει αρθεί τελείως. Παραμένει στο Κυριακό Σώμα καλύπτοντας τα πόδια Του. Και θα παραμένη μέχρις ότου πρόσωπο προς πρόσωπο θα δούμε τον Κύριο «εν πάση τη δόξη Αυτού μετά του Πατρός και των αγίων Αγγέλων» (Λουκ. θ: 26). Η Αποκάλυψις είναι πλήρης προς σωτηρίαν, αλλά οι μεθέξοντες της βασιλικής τραπέζης «μείζω όψονται» (Ιωαν. α: 51). Το προσκύνημα του δεδοξασμένου προσώπου του Υιού του Θεού, θα είναι έτερον, όπως περιγράφεται στην Αποκάλυψι. Δεξιά και αριστερά του «Αναπεσόντος» οι φωτεινοί αρχηγοί των Ασωμάτων δυνάμεων έτοιμοι να διακονήσουν σε κάθε δεσποτικό κέλευσμα, τέκνα αυτοί υπακοής σε αντίθεσι προς τον πεσόντα πρώην υπέρλαμπρο Εωσφόρο. «Όπου βασιλέως παρουσία εκεί και τα των στρατευμάτων αυτού πλήθη συναγείρονται» (πρβλ. Εβρ. α: 4-14).

***
Η ανάπτωσις του Υιού του Θεού δια της αναλήψεως της ανθρωπίνης φύσεως, ήταν για τον επίβουλο διάβολο η ποθουμένη «ήττα» του Θεού. Αλλά ο «Ιησούς εσιώπα» (Μάρκ. ιδ: 61) σ΄ όλη την διάρκεια της εκπληρώσεως του σχεδίου της Σωτηρίας. Ακόμη και στην πρώτη συμπλοκή με τον αρχαίο εχθρό, στο Σαραντάριο όρος, με πολύ φειδώ απαντήσεως εις τους πειρασμούς του αντιπάλου «εξήλθε νικών». Το γεγονός αυτό της σιωπής του Κυρίου, απετέλεσε το μεγάλο δόλωμα για τον διάβολο. Στον Γολγοθά ενόμισε πως κατάφερε να εξουδετερώση τον Κύριο, Αυτόν που τον διέρρηξε νικητικά και δια παντός. Και ακριβώς εδώ βρίσκεται το κορυφαίο νόημα του «Αναπεσόντος».  Η ανθρώπινη σάρκα θεούται και παίρνει το δικαίωμα με την ακολουθήσασα Ανάστασι και Αποκάλυψι του Κυρίου να παραστή τεθεωμένη και συμβουλεύουσα  με τον Κύριον στην Βασιλεία Του.

***
Με το θείο ένδυμα, όπως ονομάζει ο άγιος Ισαάκ την αγία ταπείνωσι, ενίκησε ο αναπεσών λέων Ιούδα. Λέγεται, πως τότε το λιοντάρι και δη ο σκύμνος του είναι επικινδυνωδέστερος, όταν ξυπνάη απ΄ την ανάπτωσί του, το πρωτοϋπνι του, το λαγοκοιμισμά του ξαφνικά. «Τις εγερεί αυτόν;» ερωτά ο πατριάρχης Ιακώβ. Και αυτόν το λεόντειο τρόπο εχρησιμοποίησε ο Κύριος για να εξουθενώση την επηρμένη οφρύ του ανούστατου εχθρού Του, για τον οποίο η Σάρκωσις του Θεού Λόγου ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του, όπως ενόμιζε. Και ο ατιμωτικός θάνατος επί σταυρού η τελειωτική νίκη κατά του Όντως Θεού. Όμως με την ίδια πλάνη πλανήθηκε που πλανήθηκαν και οι Ιουδαίοι, θεωρώντας τον Σταυρό του Κυρίου «σκάνδαλο» και οι Έλληνες, βλέποντάς Τον σαν «μωρία». Η Εκκλησία όμως χαίρεται τις συνέπειες της αναπτώσεως του Κυρίου. Απ΄ τους κρούνους των αιμάτων Του αρδεύεται και από το αδιάφθορο Σώμα Του τρέφεται η παγκληρία του νέου Ισραήλ αεννάως.  Κάθε Άγιος είναι και μία σμικρογραφία Αναπεσόντος, αφού είναι ένα γνήσιο εκτύπωμα και μία επαναφανέρωσις της ζωής του Κυρίου. Κάθε ψυχή που ενδύεται τον χιτώνα της κατά Χριστόν μωρίας, αίροντας με κάθε συνέπεια τον καθημερινό της σταυρό, αποτελεί τον λίθο του προσκόμματος για τον διάβολο και τον μακρυά του Θεού άνθρωπο. Ο σταυρός του Χριστού είναι η «δόξα» Του (Ιω. ιζ). Και ως εκ τούτου είναι και κοινή κληρονομία του μυστικού Σώματός Του. «Και γαρ ει και εσταυρώθη εξ ασθενείας, αλλά ζη εκ δυνάμεως Θεού. Και γαρ ημείς ασθενούμεν εν Αυτώ, αλλά ζησόμεθα συν Αυτώ εκ δυνάμεως Θεού» (Β΄ Κορ. ιγ: 4). Ιδιαίτερη δόξα στην Εκκλησία προσέδωσε η εξτρεμιστική και σκανδαλιστική μορφή της αγιότητος, η «κατά Χριστόν σαλότης». Είναι η πλέον δύσκολη αλλά και η πλέον συμμορφουμένη με την ανάπτωσι του Κυρίου. Οι άγιοι τούτοι, οι κατά Χριστόν δηλ. σαλοί, εμπαίζοντες, ενέπαιξαν τον κόσμο και τον σατανά, γενόμενοι έτσι ορόσημα και οδοδείκτες οριακοί αγιότητος με κάθε μαξιμαλισμό του Πνεύματος, που εν σιγή μυστική αποφαίνεται. «Οίδά σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν, αλλά πλούσιος ει» (Αποκ. β:9).

***
Η Εκκλησία αποκαλύπτει τον Αναπεσόντα, γιατί είναι ο θησαυρός Της. Τον αποκαλύπτει χωρίς φόβο και ανθρωπαρέσκεια γιατί είναι θησαυρός ασύλητος, «οις μεν εις ζωήν, οις δε εις θάνατον» (Β΄ Κορ. β:16). Γι΄ αυτό και ως Κυρία του Κυρίου Της ψάλλει με το στόμα των κλητών αγίων τέκνων Της, κάθε σαββατιάτικο αναστάσιμο εσπερινό, τρις το προκείμενο: «Ο Κύριος εβασίλευσεν ευπρέπειαν ενεδύσατο. Ενεδύσατο Κύριος δύναμιν και περιεζώσατο. Και γαρ εστερέωσε την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται». Εμείς ωστόσο οι τωρινοί αγιορείτες, λέμε ένα «Θεός συγχωρήσοι», με πολλή ευγνωμοσύνη, υπέρ του «κυρ Μανουήλ Πανσελήνου, του εν ζωγράφοις διδασκάλου και πρωτομαϊστορος του Θεσσαλονικέως, ου η μνήμη αιωνία» και χαίρομεν αγαλλόμενοι επαναλαμβάνοντας το χαριτωμένο Θεοτοκίο της α΄ ωδής του κανόνος των Αγίων Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής  Συνόδου:                                            
«Ως οι Πατέρες ευσεβώς εδίδαξαν ομολογούμεν πιστώς                               
Παρθενικήν μήτραν ανωδίνως τέξασαν μετά σαρκός τον άσαρκον,            
προσκυνούμέν τε τούτου στηλογραφούντες την μόρφωσιν                         
και τιμητικώς ασπαζόμεθα».                                                                           
Έτσι τα έσχατα βιούνται από τώρα.                                                                   
«Ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων». (Αποκ.κα:3).                           
Αναπεπτωκυία!

ι.α.κ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου