Ἡ κοινωνικοπολιτικὴ μαρτυρία τῆς Ἐνορίας* --- Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ

ΜΕ ΤΟ κείµενο αὐτὸ θὰ ἐπιχειρηθεῖ ἡ θεώρηση τῆς κοινωνικῆς συγκρότησης τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς Ἐνορίας γιὰ τὴν κατάδειξη τῆς σηµασίας της ὡς κοινωνικοῦ προτύπου (Modelo) γιὰ τὴν Ἐκκλησία σήµερα, ἀλλὰ καὶ τὸν κόσµο.

1.
 Ἐκκλησιολογικὴ καὶ Χριστοκεντρικὴ ὁριοθέτηση                                                  Στήν ἐκκλησιαστική πραγµατικότητα ἡ µικρότερη ἑνότητα, ὁ πυρήνας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ Ἐνορία.1 Ὡς εὐχαριστιακήσύναξις τῶν πιστῶν ἐµφανίζεται ἡ (κάθε) Ἐνορία, σέ συνάρτηση βέβαια µέ τήν Ἐπισκοπή, στήν ὁποία ὀργανικά ἀνήκει, ὡς «ἡκαθολική ἐκκλησία» (=Ἡ Ἐκκλησία) στόν συγκεκριµένο τόπο καί χρόνο. Ὁ πιστός ζεῖ τό µυστήριον τῆς Ἐκκλησίας στήν ζωή καί πράξη τῆς Ἐνορίας του, στὴν ὁποία ἐντάσσεται µέ τό βάπτισµά του καί µέσα στήν ὁποία, ἀγωνιζόµενος καί ἁγιαζόµενος, ἑνώνεται µέ τόν Χριστό καί τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, πραγµατοποιώντας συνεχῶς τήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξή του, τὴν ἐκκλησιαστικότητά του. Ὁ λόγος, συνεπῶς, γιά τήν Ἐνορία καί τήν ζωή της εἶναι στὴν οὐσία λόγος γιά τήν ἲδια τήν Ἐκκλησία καί τήν παρουσία της στόν κόσµο. Ἱστορικὰ ἐµφανίζεται ἡ Ἐκκλησία ὡς µία συγκεκριµένη ἐν τόπῳ πραγµατικότητα, ὡς ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ κοινωνία, ὁρατὴ καὶ περιγραπτὴ κατὰ τὴν ἀνθρώπινη πλευρά της. Ὅπου καὶ ὅταν τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία, συγκεκριµενοποιεῖται αἰσθητὰ ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας.2 Ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἄλλωστε, εἶναι τὸ ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς της, γιατί κλείνει µέσα της ὅλη τὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐπεκτείνεται καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία ὡς «λειτουργία µετὰ τὴν λειτουργία», συνεχιζόµενη δηλαδὴ στὴν ζωή τῶν πιστῶν Λειτουργία.3 

Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφερε στὸν κόσµο µόνο µιὰ νέα διδασκαλία ἢ µιὰ νέα λατρεία, ἀλλὰ ἵδρυσε καὶ µιὰ νέα κοινωνία, τὴν κοινωνία τοῦ Σώµατός Του, τὴν Ἐκκλησία Του. Σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ περιλάβει στοὺς κόλπους της ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ὁ νέος παράδεισος, ἡ κοινωνία τῆς λυτρώσεως, τοῦ ἁγιασµοῦ καὶ τῆς θεώσεως. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐµφανίζεται ἀµέσως ἡ Ἐκκλησία ὡς µία ἁγιοπνευµατικὰ ὀργανωµένη κοινωνία καὶ συγκροτεῖται κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ µὴ µένει καµµιὰ ἀµφιβολία, ὅτι εἶναι «καινὴ κτίσις» (Β´ Κορ. 5,17). Συνεπῶς, ἐνῷ ὁ κόσµος ἀγωνίζεται τὸν σισύφειο ἀγώνα νὰ συµπήξει τὶς κοινωνίες του, οἱ Χριστιανοὶ ἀγωνίζονται, «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» νὰ ἐνταχθοῦν στὴν «ἡτοιµασµένην αὐτοῖς βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσµου» (Μάτθ. 25, 34), στὴν χάρη καὶ κοινωνία τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλος ὁ ἀγώνας τους σ' αὐτὸ ἑστιάζεται: στὴν ὀρθὴ καὶ πλήρη («ὁλοτελῆ», Α´ Θεσσ. 5, 23) ἔνταξη στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία.4

2. Ἔνταξη στὴ ζωή τῆς Ἐνορίας / Ἐκκλησίας                                                                  
Ἡ ζωή τῆς Ἐνορίας ἀναπτύσσεται ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀκριβῶς στὶς γνωστὲς περικοπὲς Πράξ. 2, 42-47 καὶ 4, 32-37. Εἷς Κύριος, µία πίστις, µία ζωή, µία κοι- νωνία. Ὁ Χριστὸς δὲν σῴζει ἀτοµικὰ καὶ αὐτόνοµα κάθε πιστό, ἀλλὰ κοινωνικά, ὡς µέλος ἑνὸς σώµατος, µιᾶς κοινωνίας, τῆς κοινωνίας τοῦ σώµατός Του. Χωρὶς πλήρη καὶ ὀργανικὴ ἔνταξη στὸ κυριακὸ σῶµα δὲν ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας. Οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ χάραξαν ἕνα δρόµο, ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθεῖται στοὺς αἰῶνες: τὴν ὁλοτελῆ, δηλαδή, ἐγκατάλειψη («ἀπόταξη») τοῦ κόσµου καὶ τὴν «σύνταξη» µὲ τὸν Χριστό, ὅπως ὁµολογοῦµε στὴν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσµατος. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει στὸν κόσµο ὡς «τρίτον γένος» (Genus tertium), ξένο καὶ πρὸς τὸν ἰουδαϊσµὸ καὶ τὸν ἐθνικὸ κόσµο, αὐθύπαρκτο καὶ ἀνεξάρτητο µέγεθος, µὲ ἀποκλειστικότητα στὴ χορήγηση σωτηρίας (θέωσης). Αὐτὸ ὅµως σηµαίνει προσφορὰ - «παράθεση» ὅλης τῆς ζωῆς στὸν Χριστὸ («... πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡµῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώµεθα»)· καὶ τῆς πνευµατικῆς καὶ τῆς σωµατικῆς - ὑλικῆς. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ὅλη ἡ ζωή του. Ἐντάσσεται ὁ πιστὸς στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία µὲ ὅλα τὰ προβλήµατά του. Ἡ Ἐκκλησία δὲν τεµαχίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ψυχὴ καὶ σῶµα, ὥστε νὰ διακρίνει τὰ πνευµατικὰ ἀπὸ τὰ ὑλικά. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαµᾶ τὸ «κατ' εἰκόνα» ἀναφέρεται σ' ὅλο τὸν ἄνθρωπο: «Μὴ ἂν ψυχὴν µόνην, µήτε σῶµα µόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ συναµφότερον, ὅν δὴ καὶ κατ' εἰκόνα πεποιηκέναι ὁ Θεὸς λέγεται»5 . Ὁ Χριστὸς προλαµβάνει καὶ σώζει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ὡς ψυχοσωµατικὴ ἑνότητα καὶ ὁλότητα. Ὅπως θὰ πεῖ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ὅλον ὅλος ἀνέλαβέ µε καὶ ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν χαρίσηται». Γι' αὐτὸ καὶ ἡ διακονία τῆς Ἐνορίας προσφέρεται σ' ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι διακονία «πνευµατική», ἀλλὰ καὶ «σωµατικὴ - ὑλική». Ἡ ἔνταξη ὅµως στήν ἐν Χριστῷ κοινωνία καί συνεπῶς καὶ στὴν ἐνοριακή - ἐκκλησιαστική ζωή προϋποθέτει ἕνα καί µοναδικό τρόπο. Εἶναι ἀνάγκη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἡ εἰσαχθεῖσα στὸν κόσµο µέ τήν σάρκωσή Του, ὡς καινός τρόπος ὑπάρξεως, νά γίνει καί τοῦ πιστοῦ ζωή. Αὐτό πραγµατοποιεῖται, ὅταν µετά ὁρισµένη µαταµορφωτικὴ διαδικασία φθάσουµε στό σηµεῖο νά µή ζοῦµε πιά ἐµεῖς, ἀλλά νά «ζῇ ἐν ἡµῖν Χριστός» (Γαλ. 2, 20), νά «µορφωθῇ Χριστός ἐν ἡµῖν» (Γαλ. 4, 19), πού σηµαίνει νά γίνουµε «σύσσωµοι» (ἕνα σῶµα) µέ τόν Χριστό (Ἐφεσ. 2, 6). Ἡ «ὁλοτελὴς» ἔνταξη ὅµως τοῦ ἀνθρώπου στὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ µία ἁπλὴ ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ µόνη τὴ θέλησή του. Ἔχει ὁρισµένες θεµελιακὲς καὶ ἀπαράβατες προϋποθέσεις. ∆ὲν εἶναι κάτι ἀνάλογο µὲ τὴν ἔνταξη σὲ κάποιο Σύλλογο - Σωµατεῖο, ὅπου ἀρκοῦν ἡ συµπλήρωση τυπικῶν διατυπώσεων καὶ ἡ ἐκπλήρωση - τήρηση ὁρισµένων συµβατικοτήτων. ∆ὲν στηρίζεται δηλαδὴ σὲ ἐξωτερικὲς ἐνέργειες καὶ πράξεις. Ἡ συµµετοχὴ στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία ἀπαιτεῖ ἐσωτερικὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο διεργασίες, ὅπως βλέπουµε πάλι στὴν Κ. ∆ιαθήκη. Ἀντικατέστησε, ἔτσι, ὁ Χριστός µας τὴν παλαιὰ κοινωνία τῆς πτώσεως, µὲ τὴ δική Του κοινωνία, τὴν κοινωνία ἁγιασµοῦ καὶ θεώσεως, ποὺ συνεχῶς θὰ δέχεται καὶ θὰ σώζει τὸν κόσµο.

3. Ἰδιαίτερη καὶ ἀνεξάρτητη  κοινωνία                                                                                    
Ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία (πρέπει νά) διαφοροποιεῖται, ἔτσι, ἀµετάκλητα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐγκόσµια κοινωνία. ∆ιότι τὴν συνεκτική της δύναµη δὲν ἐξασφαλίζει κάποια ἰδεολογία -ἕστω καὶ χρι- στιανική-, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ µόνιµα παρὼν στὴν ζωὴ τοῦ σώµατός του (πρβλ. Ματθ. 28, 20). Ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία, σὲ κάθε διάσταση καὶ µορφή της, δὲν µπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ µὲ τὶς δοµὲς τοῦ παλαιοῦ κόσµου, ποὺ ζεῖ µέσα στὴν πτώση, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Εἶναι, βέβαια, καὶ µένει ΜΕΣΑ στὸν κόσµο, ἀλλὰ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσµου. Γιατί, ἂν ἡ Ἐκκλησία συµφύρεται µὲ τὸν κόσµο σὲ σηµεῖο, ποὺ νὰ ταυτίζεται µαζί του, δὲν θὰ µπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσµου καὶ τὸ φῶς του. Ἡ Ἐκκλησία δὲν µπορεῖ νὰ περιµένει τίποτε ἀπὸ τὸν κόσµο, οὔτε πνευµατικά, ἀλλὰ καὶ οὔτε ὑλικά. Εἶναι αὐτάρκης ἐν Χριστῷ κοινωνία, ποὺ ἔχει τὸν δικό της πλοῦτο, τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν πλουτίζει πνευµατικά, ἀλλὰ καὶ ὑλικά. ∆ιατηρεῖ ὅµως τὴν γνησιότητά της µόνο, ἂν δὲν ταυτίζεται µὲ τὶς δυνάµεις τοῦ κόσµου (ἰδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές κ.λπ.), ζώντας τὸν δικό της τρόπο ζωῆς, µὲ τὴν αἴσθηση τῆς µοναδικότητάς της ὡς κοινωνίας καὶ τῆς ἀποκλειστικότητάς της στὴν προσφορά σωτηρίας. Ὁ συµφυρµός (ἄτακτη ἀνάµειξη) τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας µὲ τὸν κόσµο ἐπιφέρει τὴν νόθευση καὶ ἀποδυνάµωσή της. Αὐτὸ εἶναι δυνατό, ὅταν ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἐνταχθεῖ σὲ δοµὲς τοῦ κόσµου, ὅπως λ.χ. ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ διαχείρισή της ἀπὸ ἀνθρώπους, χωρὶς ζώσα σχέση µὲ τὴν χριστιανικὴ Πίστη καὶ τὴν ἱστορικὴ παράδοσή της. Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἀναδύθησαν στὴ ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος στὴν Ἐνόρία - Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύµων οἱ «Ἑπτά», ὅπως χαρακτηρίζονται στὶς Πράξεις (κεφ. 6).7 ∆ὲν ὀνοµάζονται «διάκονοι», διότι ἡ ἐνεργοποίηση κάθε χαρίσµατος ὀνοµαζόταν τότε διακονία. Ὁ περιορισµὸς ἀργότερα τοῦ ὅρου «διάκονος» στον α´ βαθµό τῆς Ἱερωσύνης δηµιούργησε σύγχυση ὡς πρὸς τὸ λειτούργηµα τῶν «ἑπτά». Αὐτὸ τὸ ἐπεσήµανε ἤδη ὁ ἱ. Χρυσόστοµος: «οὒτε διακόνων, οὒτε πρεσβυτέρων οἶµαι τό ὂνοµα εἶναι δῆλον καί φανερόν».8 ∆ὲν ἦσαν δηλ. οὔτε διάκονοι, οὔτε πρεσβύτεροι -µὲ τὴν συνηθισµένη σὲ µᾶς χρήση τῶν ὅρων, ἀλλ᾽ ἕνα εἶδος ἐπισκόπων γιὰ τὴν διαχείριση τῶν ὑλικῶν τῆς Ἐκκλησίας. Πόσο λίγο ἔχει δὲ προσεχθεῖ, ὅτι στὴν ἑρµηνεία τοῦ Χρυσοστόµου ἔχει δώσει αἰώνιο κῦρος ὁ 16ος κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουµ. Συνόδου (692). Ἀφοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες της ἐπαναλάβουν τὰ παραπάνω λόγια του, προσθέτουν: «Ἐπί τούτοις οὖν κηρύσσοµεν καί ἡµεῖς, ὥστε τούς προειρηµένους ἑπτά διακόνους, µή ἐπί τῶν τοῖς µυστηρίοις διακονουµένων λαµβάνεσθαι, ἀλλά τούς τήν οἰκονοµίαν τῆς κοινῆς χρείας τῶν τότε συνηθροισµένων  ἐγχειρισθέντας τούτους ὑπάρχειν».9 Τὸ ἔργο -ἡ διακονία- τῶν «Ἑπτὰ» δὲν χάθηκε· µεταδιδόταν µάλιστα σὲ κάθε νεοΐδρυτη Ἐκκλησία (βλ. π.χ. Φιλ. α´ 1· Α´ Τιµ. γ´ 8, 12 κ.λπ.). Ὁ θεσµὸς τους ἔλαβε διαφόρους µετασχηµατισµούς, ἀλλὰ τὸ πνεῦµα συνεχίσθηκε. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦµε, ὅτι καὶ στὴν πολιτική ζωή µας ὁ ὅρος «ὑπουργὸς» χρησιµοποιεῖται, καὶ σηµαίνει: διάκονος - ὑπηρέτης τοῦ Λαοῦ‑ Περισσότερο ὅµως ἐνδιαφέρει τὸ πνεῦµα τῆς ἐνεργείας τῶν Ἀποστόλων. Μὲ τὸν φωτισµὸ τοῦ Ἁγ. Πνεύµατος καθόρισαν νὰ βρίσκονται καὶ τὰ πνευµατικὰ καὶ τὰ ὑλικὰ προβλήµατα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὰ χέρια Ἁγίων καὶ Πνευµατοφόρων, γιὰ νὰ βρίσκουν καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι τὴν λύση τους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ χειροτονοῦνται, λαµβάνουν δηλαδὴ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, γιὰ νὰ καταστοῦν ἱκανοὶ στὴν ἐκπλήρωση τῆς εἰδικῆς αὐτῆς διακονίας στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα. Ἔτσι ὅµως παράλληλα µὲ τὰ µυστήρια καὶ τὸ κήρυγµα εἶχε τοποθετηθεῖ καὶ ἡ καθηµερινή (συνεχής καὶ ἀδιάκοπη) διακονία τῶν τραπεζῶν, ἓνα καθαρά ὑλικὸ ἔργο, πού περιέκλειε τήν κοινωνικο-πολιτική διακονία τῆς Ἐκκλησίας. ∆ὲν ἔγινε καµµιὰ διάκριση, γιατὶ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἴδια ἐνέργεια, τὴν θεραπεία ἀναγκῶν. Γι᾽ αὐτὸ µποροῦσαν καὶ οἱ δύο νὰ ἔχουν τὸ ἴδιο ὄνοµα, διακονία. Ἡ ὑλικὴ - βιοτικὴ διακονία ἀνήκει καὶ αὐτὴ στὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ καταξιώνεται µὲ τὴν σάρκωσή Του, τὴν πρόσληψη ὅλου τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωµατικῆς ὁλότητος. Ὁ Χριστός, ποὺ ἕνωσε τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο στὸ Πρόσωπό του, δὲν τὰ ἀφήνει νὰ χωρισθοῦν, οὔτε στὸ κοινωνικό Του σῶµα, τὴν Ἐκκλησία Του. Σηµασία ἔχει ὅµως ὅτι ἡ διακονία αὐτή δέν εἶναι ἀτοµική ἐνέργεια (π.χ. ἐλεηµοσύνη), ἀλλά ὀργανωµένη µέριµνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ἡ µέριµνα αὐτὴ τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ὑπερέβη, τὴν ἐνοριακὴ τοπικότητα, κάτι ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα τοπικοῦ καὶ περιστασιακοῦ χαρακτήρα µέτρο, ἀλλὰ γιὰ λειτούργηµα, ποὺ ἐντάχθηκε στὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς πραγµατικότητας. Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (49 µ.Χ.) καθιέρωσε τὸν θεσµὸ τῶν «λογιῶν», τὴν συλλογὴ δηλαδὴ οἰκονοµικῆς βοηθείας ἐκ µέρους τῶν πιστῶν µιᾶς κοινότητος γιὰ τοὺς πτωχότερους πιστοὺς κάποιας ἄλλης (Βλ. Γαλ. θ´ 10. Α´ Κορ. ιστ´ 2 ἑ Β´ Κορ. θ´ 1 ἑ.). Ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς ὀργανώσεως τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο, ὅταν γράφει στοὺς Κορινθίους, ὅτι τὸ «περίσσευµα» τῶν µὲν πρέπει νὰ συµπληρώνει τὸ «ὑστέρηµα» τῶν ἄλλων, «ὅπως γένηται ἰσότης» (Β´ Κορ. η´ 13-14). Ἡ ἰσότητα στὰ ὑλικὰ καὶ ἡ δικαιοσύνη στὴν συγκρότηση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν συνιστοῦν παράγοντες τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητάς των. Μὲ τὴν ἐπέκταση ἄρα τοῦ θεσµοῦ τῆς κοινοκτηµοσύνης καὶ στὶς ὑπόλοιπες κοινότητες (βλ. π.χ. Α´ Κορ. ια´ 17 ἑ.), ἀλλὰ καὶ τὸν θεσµὸ τῶν «λογιῶν» (ἐράνων), δηµιούργησαν οἱ Ἀπόστολοι µία διακοινοτικὴ ἑνότητα σὲ παγχριστιανικὸ ἐπίπεδο, ὥστε ὅλη ἡ ἀνὰ τὸν κόσµο Ἐκκλησία νὰ λάβει τὸν χαρακτήρα µιᾶς «Χριστιανικῆς Κοινοπολιτείας» (Commonwealth)10, µὲ ἑνότητα ὄχι µόνο, πνευµατικὴ (λατρεία - κήρυγµα), ἀλλὰ καὶ κοινωνική - ὑλική, καὶ µάλιστα ὡς «κοινοκτηµοσύνη»11. Ἡ «κοινοκτηµοσύνη» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἦταν ἕνα καθαρὰ «πολιτικό» µέτρο, µὲ τὴν πρωταρχικὴ καὶ αὐθεντικὴ σηµασία τοῦ ὅρου12 ὡς διευθέτηση τῶν κοινωνικῶν προβληµάτων καὶ ἀναγκῶν τῆς πόλεως (λ.γ. τῆς ἐκκλησίας - ἐνορίας), ὅλα δὲ ὑπὸ τὴν ἄµεση ἐποπτεία τῶν Ἀποστόλων. Ἔτσι, ἡ διακονία τοῦ Λόγου καὶ τῶν Μυστηρίων (πνευµατικό ἔργο) καὶ ἡ διακονία τῶν τραπεζῶν (ὑλικοβιωτικὸ ἔργο) συνδέθηκαν στοὺς κόλπους τῶν πρώτων κοινοτήτων, γιὰ νὰ συνεχισθεῖ ὁ σύνδεσµος αὐτὸς καὶ µετὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν «Ἑπτά», διακρινόµενες στὴν πράξη γιὰ λόγους καθαρὰ πρακτικούς. Ὁ ἀποστολικὸς λόγος: «οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡµᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις» (Πράξ. 6, 2) —ποὺ συνήθως προβάλλεται ὡς βασικὸ ἐπιχείρηµα γιὰ τὴν ἀποµάκρυνση τῶν Κληρικῶν ἀπὸ κοινωνικὲς µέριµνες— ὄχι µόνο δὲν σηµαίνει ἀδιαφορία τῶν Ἀποστόλων γιὰ τὴν πλευρὰ αὐτὴ τῆς ζωῆς, ἀλλ᾽ ἀντίθετα φανερώνει συνειδητοποίηση ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι τῆς σπουδαιότητάς της, ὥστε νὰ ἐκλεγοῦν γι᾽ αὐτό, µὲ τὴν φροντίδα τῶν ἴδιων τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐκχώρισαν µέρος τῆς δικῆς τους δικαιοδοσίας, ἔχοντάς τους στὸ πλευρό τους ὡς συνεργάτες τους («διακόνους» τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι δικούς τους...). Αὑτό ὅµως, ποὺ ἔχει γιὰ τὴν ἐποχή µας ἰδιαίτερη σηµασία εἶναι: α) ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἡ πρώτη Ἐκκλησία δὲν    ἐµπιστεύθηκαν (ἀνέθεσαν) τὴν ὑλικοβιοτικὴ (πολιτική) διακονία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος σὲ ἐξωτερικὲς δυνάµεις, ὅπως ἡ ἑβραϊκὴ ἢ ἡ ρωµαϊκὴ ἡγεσία, ἀλλὰ θεωρεῖται ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐσωτερική - ἐκκλησιαστικὴ ὑπόθεση, καὶ β) ἐκλέγονται γιὰ τὴν διακονία αὐτὴ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα, πιστοὶ χριστιανοί, ποὺ ἀναλαµβάνουν µὲ χειροτονία (=«θεία Χάρη») τὴν ἐκκλησιαστική, δηλαδὴ χριστιανικὴ καὶ ἐν Χριστῷ, αὐτὴ «διακονία» (Πράξ. 6, 3: «οὕς καταστήσοµεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης»).                                                                                                                                                                                                                                         
4. Ἡ συνέχεια καὶ διάρκεια τοῦ θεσµοῦ                                                                                 
Ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ µιὰ σύντοµη καὶ παροδικὴ ἔκλαµψη ἀγάπηςἀρκεῖ νὰ µνηµονεύσουµε τὴν «∆ιδαχὴ τῶν Ἀποστόλων»,ἕνα κείµενο τῶν ἀρχῶν τοῦ β´ αἰῶνοςὅπου ἐπαναλαµβάνεται ἡ ἴδια ἐκείνη ἀποστολικὴ διακήρυξη: «∆ὲν θὰ ἀδιαφορήσεις γι᾽αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνάγκηἀλλὰ θὰ τὰ ἔχεις ΟΛΑ ΚΟΙΝΑ µὲ τὸν ἀδελφό σουκαὶ δὲν θὰ πεῖςπὼς (ὅσα ἔχειςεἶναι δικά σου γιατί,ἀφοῦ ἔχετε κοινὸ τὸ ἀθάνατο (τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ), πόσο µᾶλλον (πρέπει νὰἔχετε κοινὰ τὰ θνητὰ (ἐπίγεια καὶ πρόσκαιρα ὑλικὰἀγαθά)!»13  Τὸ πνεῦµα τῶν Ἱεροσολύµων δὲν χάθηκε ποτὲ στὴν Ἐκκλησίαὡς ἐν Χριστῷ κοινωνίαὉ ἱ. Χρυσόστοµος βλέπει ὡς συνέχεια τῶν Πράξεων τὰ κοινοβιακὰ µοναστήρια τῆς ἐποχῆς του14. Τὰ µοναστικὰ κοινόβια σ᾽ ὅλους τοὺς αἰῶνες σώζουν τὴν δοµὴ καὶ αὐθεντικότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος. Μένουν πάντοτε ἡ «ὑπαρκτὴ ὀρθοδοξία». Ἀπὸ τὸν δ´ αἰ. (Μέγας Κωνσταντῖνος) ἡ Ρωµαϊκὴ αὐτοκρα- τορία µεταµορφώνεται σὲ «ἐπώνυµον τοῦ Χριστοῦ καινὴν Πολιτείαν». Ὁ Χριστιανὸς αὐτοκράτορας µὲ ὅλη τὴν δοµὴ τῆς Πολιτείας ἀναλαµβάνουν καὶ συνεχίζουν τὸ ἔργο τῶν «Ἑπτὰ» (∆ιακόνων) τῶν Πράξεων. Οἱ πολιτικοὶ τοῦ Βυζαντίου εἶναι - κατὰ κανόνα- µέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος. Ἐξ ἄλλου ὁ νέος Πίνδαρος τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισµοῦ, Ἅγιος Ρωµανὸς ὁ Μελωδὸς (6ος αἰ.). τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ στὸ Ματθ. 28, 19 («πορευθέντες µαθητεύσατε =κάµετε µαθητάς, ἐκχριστιανίσατε- πάντα τὰ ἔθνη»), µετὰ τὴν κτηθεῖσα πεῖρα ἀναδιατυπώνει σέ: «µαθητεύσατε ἔθνη καὶ βασιλέας»15 Ὁλόκληρα τὰ ἔθνη µὲ ὅλες τὶς πολιτειακὲς δοµές τους, δηλαδή. Αὐτὸς ἦταν ὁ στὸχος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Στὸ πρόσωπο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου αὐτοκαταργεῖται ὁ ρωµαῖος αὐτοκράτορας, ὅταν ἔλεγε στοὺς Πατέρες - Ἐπισκόπους στὴν Ἀντιόχεια (τὸ 324): «Ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καθιστάµενος ἐπίσκοπος τῶν ἐκτὸς ἂν εἴην». Θὰ µποροῦσα νὰ εἶµαι, ἂν τὸ ἐγκρίνετε, «ἀφωσιωµένος θεράπων τοῦ Θεοῦ».16 Αὐτὰ σηµαίνουν τὴν βούληση νὰ συνεχισθεῖ, µὲ τὴν ἀνανέωση τῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τὸ πνεῦµα τῶν Ἱεροσολύµων, ποὺ ἤθελε καὶ τοὺς Χριστιανοὺς πολιτικοὺς διακόνους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος. Καὶ τὸ σηµαντικότερο: «Μέχρι τὸν Μ. Κωνσταντῖνο ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶµα καὶ κοινωνία, γνώριζε τὴν ὕπαρξη ∆ΥΟ Πολιτειῶν καὶ πολιτικῶν διακονιῶν, µιᾶς ἐξωτερικῆς καὶ µιᾶς ἐσωτερικῆς. Ἐξωτερικὴ ἦταν ἠ Ρωµαϊκὴ Πολιτεία, τὸ Ρωµαϊκὸ Κράτος, εἰδωλολατρικὸ ἀκόµη καὶ ἀντίχριστο. Στὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας µαζί του ἰσχύουν πάντα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22, 21). Στὸν Καίσαρα ἀνήκουν τὰ ἐκδιδόµενα ἀπὸ αὐτὸν νοµίσµατα, ὁ ἄνθρωπος ὅµως, ὡς εἰκὼν τοῦ Χρι- στοῦ, ἀνήκει στὸν Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἰσχύει πάντα ὁ ἀποστολικὸς λόγος: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ µᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. 5, 29). Ἐξωτερικὲς εἶναι γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ οἱ Πολιτεῖες τῆς ἐποχῆς µας, ἔστω καὶ ἄν λέγονται χριστιανικὲς ἢ αὐτοτιτλοφοροῦνται, ἀκόµη, ὀρθόδοξες‑ ∆ιότι ἐκ τῶν ἔργων τους ἀποδεικνύουν ὅτι οὐδεµία σχέση ἔχουν µὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀλήθειά Του, ἀφοῦ ὀργανώνονται καὶ λειτουργοῦν µὲ βάση ἰδεολογίες καὶ συστήµατα, ποὺ οὐδεµία σχέση ἔχουν µὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Τὴν ἐσωτερικὴ πολιτεία (πολιτικὴ διακονία) συνέστησε ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶµα καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνία. Μὲ αὐτὴν τὴν «πολιτικὴ διακονία» ζήσαµε -καὶ ἐπιβιώσαµε- οἱ Ὀρθόδοξοι, τόσο στὸ Βυζάντιο/Ρωµανία, ὅσο καὶ στὴν Ὀθωµανικὴ Αὐτοκρατορία. Τὸ ὀρθόδοξο (ρωµαίϊκο) µιλέτι (milet) ἔκλεινε µέσα του ὁλόκληρο τὸν βίο τῶν Ἐθνῶν µας καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶµα, ἦταν τὸ «περιέχον» σύµπασα τὴν ὕπαρξή µας. Αὐτὴ τὴν συνείδηση ἐξέφρασε ἤδη τὸν 4ον αἰώνα ὁ Ἅγιος Ἀµβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων καὶ πρώην πολιτικὸς ἄρχων, ὅταν ἔλεγε: «Ὁ αὐτοκράτωρ -καὶ ὅλος ὁ πολιτειακὸς θεσµός- εἶναι µέσα στὴν Ἐκκλησία (δηλαδὴ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα), ὄχι πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία»17. Μετὰ τὴν ἵδρυση τῶν Κρατῶν µας (19ος αἰώνας), ἡ Ἐκκλησία ἔγινε «περιεχόµενον» ὡς ἕνας ἁπλὸς θεσµός, στὴν καλύτερη φυσικά περίπτωση. Ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα -καὶ µιλῶ εἰδικότερα γιὰ τὴν Πατρίδα µου- ἔγιναν δύο µεγάλα λάθη: α) Οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές µας θεωρήθηκαν συνέχεια τῶν «διακόνων», ἔστω καὶ ἂν ἦσαν κατ᾽ ὄνοµα Χριστιανοὶ καὶ στὴν οὐσία ὑποταγµένοι στοὺς «προστάτες» µας ξένους καὶ β) ∆εχθήκαµε «πολιτικοὺς διακόνους» ξένους πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή µας καὶ εἰσηγητὲς µιᾶς πολιτικῆς, ποὺ ἁπλούστατα µεταγγίζει καὶ µετακενώνει τοὺς καρποὺς τῶν δυτικοφραγκικῶν ἐξελίξεων καὶ τῆς δυτικῆς ἀλλοτριώσεως, ποὺ οὐδεµία σχέση ἔχουν µὲ τὸ πνεῦµα τῶν Πράξεων καὶ τὴν πατερικὴ Ὀρθοδοξία.

5. Ὑπάρχει ἐλπίδα;                                                                                                        
Ἀδήριτονβέβαιαεἶναι τὸ ἐρώτηµαΕἶναι δυνατὴ ἡ ἐπανεύρεση τῆς πολιτικοκοινωνικῆς ὀρθόδοξης ταυτότηταςκαὶ µάλισταστὴν ἐποχή µαςὅταν ἡ ἐκκοσµίκευση (secularisatio), µέσα στὸ κλίµα τῆς «παγκοσµιοποίησης» (globalization), ἔχει φθάσειστὰ ἀπώτατα ὅριά τηςΣτὸ σηµεῖο αὐτὸ ἀναδύεται τὸ ἔργο τῆς Ἐνορίας καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀποστολή τηςΤὸ κήρυγµα καὶ ἡ κατήχηση ἀνοίγουν πρῶτα τὴν διάνοια, γιὰ νὰ ἀνοίξει στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ καρδία. Καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ µόνο στὴν Ἐνορία, στὴν ὁποία ἐντασσόµεθα µὲ τὸ βάπτισµά µας. Ὅταν ἡ Ἐνορία ἀποκτήσει ἐπίγνωση τοῦ ἀληθινοῦ λόγου ὑπάρξεώς της, τότε θὰ παύσει νὰ εἶναι τόπος περιπτωσιακῆς συνάντησης, καὶ θὰ γίνει τὸ ἀπόλυτο κέντρο τῆς ὅλης ζωῆς γι’ αὐτούς, ἔστω, ποὺ θέλουν νὰ εἶναι χριστιανοί. Τότε ὁ Ναὸς δὲν θὰ περιορίζεται σὲ χῶρο τελετῶν ἢ ἔστω -στὴν καλύτερη περίπτωση- σὲ κέντρο λατρείας, ἀλλὰ θὰ λειτουργεῖ, ὅπως ἀκριβῶς τὸ «Καθολικὸ» σὲ ἕνα Μοναστήρι. Ὅπως στὸ µοναστικὸ Κοινόβιο ὑπάρχει µόνιµη διασύνδεση ἀνάµεσα στὴν Ἁγία Τράπεζα, τὴν «Τράπεζα» καὶ τὸ Κελλί, καὶ ἡ λειτουργία τοῦ Ναοῦ συνεχίζεται στὴ λειτουργία τῆς «Τραπέζης» καὶ τοῦ Κελλιοῦ, ἔτσι καὶ σὲ µία αὐθεντικὴ Ἐνορία, ἡ λειτουργία τοῦ ἐνοριακοῦ κέντρου προεκτείνεται στὸ σπίτι τοῦ κάθε ἐνορίτη, ποὺ γίνεται καὶ αὐτὸ «κατ’ οἶκον» ἐκκλησία. Ἡ συµπληρωµατικότητα καὶ ἀλληλοπεριχώρηση Ναοῦ καὶ Οἰκίας εἶναι ἐπιβεβληµένη. Τότε ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀναγκαία ἑνότητα πνευµατικῆς καὶ κοινωνικοπολιτικὴς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ φυσικὴ ζωή τοῦ ὀρθοδόξου. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ὁ Ἁγιασµὸς «ἐπὶ ἐγκαταστάσει ∆ηµοτικῆς ἢ Κοινοτικῆς Ἀρχῆς», ποὺ βρίσκουµε µέσα στὸ Εὐχολόγιό µας18. (Ἐκεῖ διαβάζουµε στὴν Εὐχὴ λ.χ.: «‑ Ἔδωκας πάλιν ἄρχοντας ἡµῖν, εἰς τὸ ἄρχειν καὶ κρίνειν ἀνὰ µέσον τοῦ λαοῦ‑. Σὺ ἔδωκας ἡµῖν ἄρχοντας κατὰ τὴν καρδίαν ἡµῶν, αὐτὸς δὲ καὶ δὸς αὐτοῖς ἄρχειν µετ’ ἐπιστήµης‑ Κατάστησον αὐτοὺς διακόνους εἰς τὸ ἀγαθόν· τὰς ὁδούς σου γνώρισον αὐτοῖς καὶ ὁδήγησον αὐτοὺς ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου, ἵνα πορευθῶσιν ἐν ἀκακίᾳ καὶ στῶσιν ἐν εὐθύτητι.  ∆ιακονησάτωσαν καὶ οὐ διακονηθήτωσαν· οὐκ ἄρξουσιν οὗτοι ἐν ἡµῖν, ἀλλὰ Σὺ ἄρξεις ἡµῶν δι’ αὐτῶν#»). Ἔτσι ἀποκτᾶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή τὴν ἑνότητα καὶ πληρότητά της, ἡ ὁποία σύµφω- να µὲ τὰ κείµενα τῆς παραδόσεώς µας εἶναι θεωρητικὰ δεδοµένη, ἀλλ’ ἡ πράξη παραλλάσσει, γιατί δὲν διαµορφώνεται σύµφωνα µὲ τὶς Εὐχές, ἀλλὰ µὲ βάση ξένα πρότυπα, εἰσαγόµενα στὸν Τόπο µας καὶ ἐπιβαλλόµενα στανικὰ στὴ ζωή µας. Αὐτὴ ὅµως ἡ καθολικὴ αὐτοπαράδοσή µας στὴν ἐνοριακὴ ζωή ἀπαιτεῖ τὴν ἀπόλυτη ἀποδέσµευσή µας ἀπὸ τὰ ὁποιαδήποτε δεσµὰ τοῦ κόσµου. Ἀπὸ πολιτικὲς παρατάξεις λ.χ. καὶ ἰδεολογίες, ἀλλὰ καὶ συσσωµατώσεις διάφορες -ὁποιασδήποτε φύσεως-, ποὺ ἢ ἀντιποιοῦνται τὸ ἔργο τῆς Ἐνορίας ἢ τὸ περιθωριοποιοῦν καὶ τὸ ἀποδυναµώνουν. Ἡ «ἐπιστροφὴ» αὐτὴ (θὰ τὴν ἔλεγα καλύτερα: µετάνοια) εἶναι µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ δυνατή. Γιατί ὁ Θεὸς θέλησε νὰ µείνει -παρὰ τὶς προσπάθειες πολλῶν γιὰ τὸ ἀντίθετο- ζωντανὸ καὶ ἐνεργὸ στὴ ζωή µας τὸ πρότυπο τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ κοινοβιακὸ Μοναστήρι. Ὅσο ὑπάρχουν ὀρθόδοξα Μοναστήρια, δὲν χάνεται ἡ ἐλπίδα µας. Πάντα στὴν Ὀρθοδοξία (ἀπὸ τὸν δ´ αἰ.), διαµορφωνόταν ἡ ἐνοριακὴ ζωὴ µὲ βάση τὴν λειτουργία τοῦ Μοναστηριοῦ. Αὐτὸ ποὺ µερικοὶ «προοδευτικοὶ» (κληρικοὶ καὶ λαϊκοί) τῆς ἐποχῆς, τὴν ἐξάρτησή µας δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, τὸ θεωροῦν ὡς κατάρα, στὴν ἱστορία τῆς Ρωµηοσύνης λειτούργησε ὡς εὐλογία. Τὸ Μοναστήρι ἄλλωστε, ἔγινε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή µας πρότυπο καὶ κανόνας ζωῆς ἀπὸ τὸ δ´ αἰῶνα, γιατί προηγουµένως οἱ χριστιανικὲς κοινότητες ἀναπτύσσονταν σὰν κοινόβια µέσα στὸν κόσµο, συνδυάζοντας πνευµατικότητα καὶ κοινωνικότητα, σὲ µία ἀδιάσπαστη ἑνότητα ζωῆς. Ἡ µοναστικὴ Ἐνορία εἶναι στὴν ὀρθόδοξη παράδοση τὸ µόνιµο πρότυπο ἀνάπτυξης καὶ τῆς «κοσµικῆς» Ἐνορία. Στὴ Ρουµανία, µάλιστα, ὅπως καὶ στὴν Πατρίδα µου, οἱ µεγάλοι Πνευµατικοὶ - Γέροντες εἶναι ἄµεση ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς διαπίστωσης. Τὸ πρῶτο ἀναγκαιότατο βῆµα, νοµίζω, εἶναι ὁ ἐπανευαγγελισµὸς ὅλων µας. Ἡ ἐπανασύνδεσή µας, ἔστω θεωρητικὰ στὴν ἀρχή, µὲ τὴν πατερικὴ παράδοση. Ἡ ἐπαναγνωριµία της. Ἂν δὲν ἀποκτήσουµε συνειδησιακὴ ἑνότητα πατερικὴ µέσα µας, πατερικὸ φρόνηµα καὶ «νοῦν Χριστοῦ»19, εἶναι τελείως ἀδύνατη κάθε προσπάθεια, ὅσο καλὴ θέληση καὶ ἂν ὑπάρχει. Ἡ ἀποστολικὴ Ἐνορία - Ἐκκλησία παραµένει διαιώνιο πρότυπο (Modelo) ὄχι µόνο πνευµατικῆς, ἀλλὰ καὶ κοινωνικοπολιτικῆς συσσωµάτωσης. Αὐτό, ποὺ συνιστᾶ τὸ πρῶτο σήµερα - καὶ ἀποφασιστικό- βῆµα, εἶναι ἡ ἐπανένταξη ὅλης τῆς ζωῆς µας στὴν Ἐνορία ὡς τοπικὴ ἔκφανση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ὅµως προϋποθέτει συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ζοῦµε καὶ πάλι σὲ µιὰ παγκόσµια Ρωµαϊκὴ Αὐτοκρατορία.20



Σηµειώσεις: * Ἀνακοίνωση σέ Συνέδριο στή Ρουμανία. 1. Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ἡ Ἐνορία - Ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, ἔκδοση «Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Ἀθήνα 20123 . Τοῦ Ἰδίου, Ἐνορία, Ἡ μεγάλη μας οἰκογένεια, Θεσσαλονίκη 2009 (ὅπου καὶ βιβλιογραφία). (Σημασιολογικά: Ἡ πρώτη ἱστορικὴ ἀναφορὰ τοῦ ὅρου «Ἐνορία» προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης (4ος αἰ.) πρὸς τὸν Φλαβιανό: «Καί τινος μηνύσαντος κατὰ τὴν ὀρεινὴν αὐτὸν ἐνορίαν διάγειν…» (Ε.Π. 46, 1001Α). Σ᾽ αὐτὸ τὸ κείμενο γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στὴν Ἐνορία καὶ τὴν Ἐκκλησία, ποὺ ταυτιζόταν μὲ τὴν Ἐπισκοπή. Μὲ τὴν ἔννοια τῆς μικρῆς περιοχῆς, στὴν ὁποία κατοικοῦσαν Χριστιανοί, ἀπαντᾶ τὴν ἴδια ἐποχὴ περίπου ὁ ὅρος καὶ στὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο Σαλαμῖνος τῆς Κύπρου: «…ὅς κατώκει ἐν τῇ τῆς Ἐλευθερουπόλεως Ἱερουσαλὴμ ἐνορίᾳ, ἐπέκεινα τῆς Χεβρών…» (Ε.Π. 41, 677C). Αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζεται Ἐνορία, στὴν Κ. Διαθήκη ἐκφραζόταν μὲ τὸν ὅρο «ἐκκλησία», γιατὶ ἀργότερα συντελεῖται ἡ διάθλαση τῆς μιᾶς ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τοπικῆς Ἐκκλησίας σὲ «Ἐνορίες» ὑπὸ τοὺς Πρεσβυτέρους). Ἤδη στὴν Κ. Διαθήκη ὁ Ἀπ. Παῦλος μιλεῖ γιὰ τὴν «ἐκκλησία» μιᾶς πόλεως, π.χ. τῆς Κορίνθου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς «ἐκκλησίες» μιᾶς εὐρύτερης περιοχῆς, π.χ. τῆς Ἀχαΐας. Κάνει ἔτσι τὴν διάκριση μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησιαστικῆς – εὐχαριστιακῆς συνάξεως ἀπὸ ἄλλες τοπικὲς ἐκκλησίες – συνάξεις. 2. Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός, στὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειάς Του, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ καθολικὴ(ἡ Μία καὶ Μοναδικὴ) Ἐκκλησία (Ε.Π. 5, 713). Ἡ τοπικότητα δηλαδή, εἶναι μία ἁπλὴ (τοπικὴ) φανέρωση τῆς Μιᾶς καὶ Μοναδικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, οἱ δὲ τοπικὲς ἐκκλησίες μοιάζουν μὲ ἐπιφανειακὲς πηγές, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πάντα ὑπόγειο ποτάμι. 3. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡ θεολογικὴ Μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας, Ἀθήνα 19962 (μὲ πλούσια βιβλιογραφία). Ἰδιαίτερα βλ. σ. 243 ἑ.ἑ. 4. Περισσότερα βλ. στό: π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς κοινωνίας, Ἀθήνα 1986. 5. P.G. 150, 1361C. 6. Κατὰ τὸν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ: «Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι ἡνωμένοι ὄχι μόνον μεταξύ των, ἀλλὰ πρωταρχικῶς εἶναι ἕν - ἐν Χριστῷ, μόνον δὲ αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸν καθιστᾷ τὴν κοινωνίαν τῶν ἀνθρώπων τὸ πρῶτον δυνατὴν ἐν αὐτῷ. Τὸ ἐπίκεντρον τῆς ἑνότητος εἶναι ὁ Κύριος καὶ ἡ δύναμις, ποὺ προκαλεῖ καὶ ἐπιτάσσει τὴν ἑνότητα εἶναι τὸ Πνεῦμα». Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς ἑνότητας τῆς δικῆς του κοινωνίας. 7. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Οἱ «Ἑπτὰ» τῶν Πράξεων καὶ ἡ ὀρθόδοξη πολιτικὴ διακονία, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰδίου, Μαρτυρίες γιὰ θέματα πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, Θεσσαλονί- κη 2010, σ. 262 - 277. 8. Βλ. P.G. 60, 98 ἑ. (Ἑρμηνεία τοῦ Δ´ Κεφ. τῶν Πράξεων). 9. Κανὼν 16. 10. Βλ. Dimitri Obolensky, The Byzantine Common-wealth. Eastern Europe, 500-1453, New York 19742 . 11. «Ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» καὶ «οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι» (Πράξ. 4, 32). Εἶναι ὁ «κομμουνισμὸς» τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἅλλωστε καὶ οἱ Μάρξ καὶ Ἔγκελς ἀπὸ τὴν λατινικὴ ἐκφορὰ τοῦ στίχου αὐτοῦ («erant illis omnia communia») ἔπλασαν (1848) τὸν ὅρο communismus γιά τό δικό τους σύστημα. 12. Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη (Πολιτικὰ) ἡ πολιτικὴ εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ποὺ διευθετεῖ τὴν λειτουργία τῆς «πόλε- ως», κάτι ποὺ ἔχει «ἐκχριστιανίσει» ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (680 - πρὶν ἀπὸ τὸ 754). 13. Κεφ. δ´. 14. «Οὕτω ζῶσιν νῦν οἱ ἐν τοῖς κοινοβίοις, ὥς ποτε οἱ πιστοί (=στὰ Ἱεροσόλυμα). Ὁμι- λία ΙΑ´στὶς «Πράξεις». Ὑποσχόταν δὲ ὅτι θὰ ὁδηγοῦσε τοὺς πιστοὺς τὸν δ´ αἰ. σὲ ἕνα τέτοιο τρόπο συμβιώσεως (P.G. 60, 98). 15. Κοντάκιο στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. 16. Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία..., PG 20, 1172. 17. «Imperator intra ecclesiam, non supra ecclesiam est». PL. 46, 1049. 18. Ἡ Εὐχή, ποὺ συντάχθηκε μετὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὑπάρχει στὰ «Εὐχολόγια» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. 19. Α´ Κορ. 2, 16. 20. Ἡ «Πρὸς Διόγνητον» Ἐπιστολή, τὸ ἀριστούργημα αὐτὸ τοῦ β´ αἰώνα, εἶναι ἐνδεικτικὴ γιὰ τὴν θέση καὶ παρουσία τῶν Χριστιανῶν σὲ μιὰ ἀχανὴ εἰδωλολατρικὴ κοινωνία, ὅπως καὶ ἡ δική μας: «Οἱ Χριστιανοὶ -διαβάζουμε ἐκεῖ- δὲν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οὔτε στὴν ἐπίγεια πατρίδα, οὔτε στὴν ὁμιλία, οὔτε στὰ ἔθιμα. Ἐνῶ ὅμως κατοικοῦν ἐκεῖ, ποὺ βρέθηκε ὁ καθένας καὶ ἀκολουθοῦν τὰ τοπικά τους ἔθιμα, τὴν ἐνδυμασία, τὴ διατροφὴ καὶ τὶς ἄλλες πλευρὲς τῆς ζωῆς, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους εἶναι στ' ἀλήθεια θαυμαστὸς καὶ παράδοξος (γιὰ τὸν κόσμο). Κα- τοικοῦν τὴν δική του ὁ καθένας πατρίδα, ἀλλὰ αἰσθάνονται ὡς περαστικοὶ ταξιδιῶτες. Συμμετέχουν σ᾽ ὅλη (τὴ δημόσια) ζωή ὡς πολίτες, ἀλλὰ ὑπομένουν τὰ πάντα ὡς ξένοι... Ζοῦν μέσα στὴ σάρκα, ἀλλὰ δὲν ζοῦν τὴ σαρκικὴ ζωή. Διαμένουν πάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ εἶναι πολίτες τοῦ οὐρανοῦ... Καὶ μὲ μιὰ λέξη ὅ,τι εἶναι μέσα στὸ σῶμα ἡ ψυχή, αὐτὸ εἶναι μέσα στὸν κόσμο οἱ Χριστιανοί...» (Κεφ. V-VI). Ὅσο καὶ ἂν θέλουν οἱ Χριστιανοὶ νὰ μὴ ζοῦν σὲ ἕνα «Χριστιανικὸ γκέττο», ἡ σχέση τους μὲ τὸν ἀπορριπτόμενο ἀπὸ τὸν «κόσμο» Χριστό, αὐτομάτως τοὺς διαφοροποιεῖ ἀπό αὐτόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου