ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΜΌΣ

Το πρόβλημα του ανθρώπου αναμφίβολα είναι το συγκλονιστικότερο σε όλους τους αιώνες. Σήμερα όμως με την ραγδαία εξέλιξη του κόσμου σε όλους τους τομείς της ζωής, το πρόβλημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση του. Εκείνο που προσδίδει στο πρόβλημα τόσο επείγουσα προτεραιότητα, είναι η ασθμαίνουσα προπαγάνδα των πιο ετερογενών φιλοσοφικών ρευμάτων, που αξιώνουν να αναπλάσουν τον άνθρωπο κατ΄ εικόνα και ομοίωσή τους. Είναι δε πάρα πολύ δύσκολο να προσδιορίση κανείς την ποικιλία των «εκδόσεων» των διαφόρων τύπων ανθρώπου, που προβάλλονται σαν υποδείγματα μιμήσεως, μέσα σ΄ αυτή την πολυτυπία. Ποτέ άλλοτε δεν ακούστηκαν τόσες φωνές αμφισβητήσεως για τον σωστό τύπο του ανθρώπου, όσες τόσο εκκωφαντικά και τόσο βίαια ακούγονται σήμερα. 
                                                                                             
Μια προσεκτική παρατήρηση όμως σ΄ αυτόν τον κυκεώνα των φιλοσοφικών μαζί και κοινωνιστικών σημαιών, που ανεμίζονται με τόσο αξιοσέβαστο πάθος, θα μπορούσε ένα διεισδυτικό μάτι να μην απατηθή από την πολυχρωμία, που δεν ευνοεί και τόσο μια προσπάθεια κατατάξεώς τους. Πράγματι η ποικιλία είναι ένα απλό επιφαινόμενο. Στο βάθος τα πράγματα ξεκαθαρίζονται. Με μια επίμονη ανάλυση διαπιστώνει κανείς αμέσως δύο, το πολύ τρεις ενότητες, που ενσωματώνουν τις διάφορες αποχρώσεις. Την μίαν ενότητα αντιπροσωπεύει ο Ορθόδοξος ανθρωπισμός, τη δεύτερη ο δυτικός ουμανισμός και την Τρίτη μια απόκλιση προς μια μορφή ουδέτερη. Αλλά θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς· αν κάποιος δεν είναι Ορθόδοξος, ούτε ουμανιστής, τότε τι μπορεί να είναι; Μπορεί να είναι ο χωρίς παραταξιακό πάθος ατοποθέτητος, αυτός που βρίσκεται σ΄ ένα μεταίχμιο, αυτός που δεν βρήκε ακόμη το δρόμο του, κάποιο δρόμο, ο προβληματιζόμενος, ο αμφισβητίας, ο ανώριμος, που παρά ταύτα έχει κι΄ αυτός τη σημαία του που ανεμίζει, γιατί βέβαια πρέπει κι΄ αυτός να ακουσθή ότι υπάρχει.                                       
Μ΄ αυτόν τον τύπο, παρ΄ ότι αντιπροσωπεύει μεγάλες μάζες δεν θα ασχοληθούμε γιατί δεν μπορούμε να πούμε τίποτε, αφού δεν είναι τίποτε ακόμη τουλάχιστον. Δεν είναι ούτε θέση, ούτε άρνηση. Αν δεν περνάη το στάδιο της νηπιακής του ηλικίας, είναι άφευκτα ένα σακατεμένο πλάσμα ανίκανο να κάμη και κακό, αφού το καλό ακόμα δεν το γνώρισε. Οι ψυχικές του δυνάμεις είναι σε αδράνεια, για να διεγερθούν μόνο σαν ένστικτα εν όψει λείας ή άμυνας. Ο τραγικός αυτός τύπος, μάλλον ο μη ων αυτός άνθρωπος δεν είναι βέβαια απολεσμένος. Αν είναι μη υπάρχων για το παρόν, όμως από αυτόν εξαρτάται να μεταβληθή στο μέλλον σε ένα άγγελο φωτός ή σε ένα άγγελο σκότους, που δεν θα μπορή ν΄ αγαπάη στους αιώνες.                         
2. Αν ο ουδέτερος τύπος αντιπροσωπεύη μιάν ατέλειωτη δυστυχία μέσα στην τραγική ανυπαρξία του, ο δυτικού τύπου ουμανισμός, μαζί με όλα τα θετικά του στοιχεία, είναι μια άρνηση ή μια αφαίρεση. Όσο και να μη προβάλλη σε οξεία μορφή την άρνησή του, όσο και να παρουσιάζεται με ένα σύνολο θετικών ανθρωπιστικών στοιχείων, μέσα στο χώρο των οποίων έχει την παραίσθηση της αυταρκείας όμως δεν μπορεί να κρύψη την άρνησή του σε ό,τι δεν είναι φυσικό.                                                        
Αλλά τι είναι ο δυτικός ουμανισμός; Η φύσις – και αυτή πεπτωκυϊα – στην αποθέωσή της. Μια αυτονόμηση της θείας αοριστίας ζωής στα αφορήτως στενά όρια των φαινομένων. Είναι συμμόρφωση στο παραμορφωτικό αριστοτελικό δόγμα: «ουδέν εν νω ο μη πρότερον εν αισθήσει». Είναι μια αξιοθρήνητη αυτάρκεια μέσα στον διεφθαρμένο ανθρώπινο λόγο, ένας αγνωστικισμός με τον μανδύα της εκλογικεύσεως των πάντων, που έχει αναγάγει σε ύψιστο κριτήριο αληθείας τον ετερόφωτον άνθρωπο· «μέτρον πάντων άνθρωπος». Ο δυτικός ουμανισμός εκφράζει μια παρατεταμένη επαναστατική δράση του ανθρώπου κατά του Θεού. Επειδή πίστεψε ο άνθρωπος, βυθισμένος στο σκοτάδι του, ότι δεν έχει ανάγκη από τον Θεόν, έκαμε τον εαυτό του Θεό, στον οποίον ανεγνώρισε όλες τις ιδιότητες που θα είχεν ο Θεός, εάν υπήρχε! Κι΄ έτσι ζη μόνος του, ορφανός, φτωχός, αλύτρωτος, ζη με τις πυγολαμπίδες που παράγει ο νους του, ανέραστος, αρκούμενος στα «κεράτια» που του προσφέρει η εκβιαζομένη να γίνη αμαρτωλή φύση· με το θυμικό του οργισμένο, το επιθυμητικό του να έρπη στη γη και με το λογιστικό του αφώτιστο και φαντασιωμένο. Και στην καλύτερη εκδοχή, ο δυτικός ουμανιστής, τέρπεται να πλάθη ανυποστάτους κόσμους με την νοσηρή φαντασία του ή να ξεγελάη την ανήσυχη καρδιά του με τα αισθητικά προϊόντα της.             
3. Ο δυτικός ουμανισμός δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο. Γεννήθηκε πολύ πρώϊμα, ίσως μαζί με τον Αδάμ, που θελησε να γίνη θεός χωρίς τον Θεόν. Όσο καταπληκτικό και αν είναι τα πράγμα, όμως είναι αναντίρρητο ότι ο ουμανιστής είναι ένα δυστυχισμένο παιδί του Θεού, που κατά δαιμονικό τρόπο αρνείται τον πατέρα του. Εμπιστευμένος εξ ολοκλήρου τις «μεταφυσικές» γνώσεις του στην λογική του, με διεστραμμένα τα γνωστικά κέντρα της ψυχής του, είναι αδύνατο να υποπτευθή ότι έχει πατέρα, πλην του «γονίμου» Χάους. Αλλά απομονωμένος όπως είναι, «σε χώραν μακράν» απόδημος και βόσκοντας τους χοιρώδεις διαλογισμούς του, δεν έχασε την αίσθηση μιας ακαθόριστης γι΄ αυτόν βασιλικής καταγωγής του, που ο έμφυτος λόγος και η ευγένεια των συναισθημάτων είναι τα πιο αδιάψευστα τεκμήριά της. Και επειδή δεν καταλάμπονται, λόγος και συναίσθημα, από τις άκτιστες ακτίνες του Θεού, λειτουργούν σε ένα ημίφως, όπου τα πάντα ορώνται όχι όπως είναι, αλλά παραμορφωμένα. Γι΄ αυτό και τα άνθη που παράγονται στο κλίμα αυτό είναι άνθη του κακού, σαν φιλοσοφία, σαν τέχνη, σαν πολιτισμός, με όλα τα γνωρίσματα της νοσηρότητος, της απελπισίας, της απουσίας του φωτός, της χαράς, της ελπίδας, της ζωηφόρου αγάπης. Και επειδή είναι νόμος βιολογικός, τα όντα να εκφυλίζωνται έξω από το φυσικό περιβάλλον τους, οι άνθρωποι που εγκλιματίστηκαν μέσα στο αφομοιωτικό κλίμα του δυτικού ουμανισμού, ήδη αισθάνονται άνετα, θεωρούν ότι έτσι είναι η ζωή, ότι δεν έχουν να κάνουν τίποτε καλύτερο, ότι, τέλος, είμαστε όντα μοιραία «καιρώ φαινόμενα και καιρώ λυόμενα».                                                                
4. Στο σημείο αυτό που έγραφα το άρθρο για την «Παράδοση», γεμάτος θλίψη από την περιγραφή του θεόπλαστου ανθρώπου, που «εν τιμή ων ου συνήκε, αλλά παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ομοιώθη αυτοίς», δέχτηκα την επίσκεψη ενός ισπανού ελληνιστή. Και σαν μια επιβεβαίωση εκείνων που έγραφα, μου λέγει: «έχω αμφιβολίες, δεν έχω χαρά, δεν μπορώ να αγαπήσω τον Θεό, είμαι δυστυχής! Τον ερώτησα τι εργασία κάνει και μου απάντησε ότι είναι εκπαιδευτικός και κάνει μεταφράσεις Ελλήνων συγγραφέων στα ισπανικά και αντίστροφα. Τον ρώτησα ποιους μεταφράζει και γιατί και μου απαρίθμησε μια σειρά συγχρόνων λογοτεχνών, τους οποίους, είπε, αγαπά, ενώ παράλληλα μετέφρασε κάποιους ποιητάς ισπανούς και την «Σκοτεινή Νύχτα» του Ιωάννου του Σταυρού – του γνωστού μυστικιστού .                                                                       
Αφού του ανέπτυξα τον τρόπο της Ορθόδοξης ζωής, που γεμίζει την ψυχή με φως και ελπίδα και χαρά, του παρετήρησα ότι δεν είναι εκπληκτικό γιατί αισθάνεται τον εαυτό του δυστυχή. Αυτό, του είπα, είναι επόμενο, αφού διαβάζετε, μεταφράζετε και αγαπάτε αυτούς που προσωποιούν τον δυτικόν ουμανισμόν, ας είναι Έλληνες, γιατί είναι οι ίδιοι δυστυχείς και μεταδίδουν και σε σας τις αμφιβολίες τους, το κενό τους και την δυστυχία τους. Μου απάντησε ότι πιστεύει στο Χριστό, αλλά θεωρεί κι΄ αυτούς που μετέφρασε αξιόλογους. Του θύμησα το «ου δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν». Όταν ο ανθρώπινος οργανισμός προσλαμβάνη καλές τροφές και δηλητηριασμένες, επόμενο είναι να πάθη επικίνδυνες διαταραχές. Και απόδειξη, συνεπλήρωσα, είσθε σεις ο ίδιος και τα πλήθη των δυστυχών που τους διαβάζουν και ψυχραίνεται η πίστη τους και αδειάζει η ψυχή τους. Αυτοί, του είπα, οι «δάσκαλοι» τρώνε από αυτό – και του έδειξα το χορτάρι του κήπου μου. Ο Ισπανός ύστερα από πολλά άλλα έδειξε, ότι κάτι κατάλαβε. Τον προέπεμψα με αγάπη και λύπη αφού του είπα, ότι οι Ορθόδοξοι τρώνε «άρτον αγγέλων» που τον προσφέρουν οι Άγιοι του Θεού. Και επανήλθα στο κελλί μου για να συνεχίσω το παρόν άρθρο με πόνο και προσευχή στο Θεό ν΄ ανοίξη το νου των παιδιών Του για να κατανοήσουν, ότι χωρίς Αυτόν όλα είναι έρεβος και δυστυχία.                                                                                                       
5. Σε αντίθεση με τους «ουδέτερους» και του δυτικού τύπου ουμανιστάς, που δεν ξέρουν «πόθεν έρχονται και που υπάγουν», ο Ορθόδοξος ανθρωπιστής είναι δεμένος με γνώση και την πνευματική του αίσθηση από τον Θεό, σαν γεννήτορα και δημιουργό του και βλέπει με καθαρή διαφάνεια, ότι υπάρχει χάριν του Θεού και για τον Θεό. Δεν αισθάνεται μόνο, ότι είναι πλασμένος «κατ΄ εικόνα» Του, ότι έχει όλες τις θεϊκές ιδιότητες υπό ανάπτυξη, της αγιότητος, της ελευθερίας και της εν Θεώ αθανασίας, αλλά και γνωρίζει ότι έχει και τη δυνατότητα, μέσα στη χάρη του Θεού, να ομοιωθή με το Θεό, να γίνη κατά χάρη μικρόθεος, όπως λέγει ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής: «Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού εσμέν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα· οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι» (Α΄ Ιωάν.  γ:2). Αν επιτρέπεται να μιλήσουμε σχηματικά, για πραγματικότητες που υπερβαίνουν τα σχήματα και τις εικόνες, θα λέγαμε ότι ο Ορθόδοξος ανθρωπιστής βλέπει τον εαυτό του και τους ομοίους του μέσα σε μια δέσμη από ἀκτιστο φως λουσμένους, που καλύπτει ολόκληρο τον κτιστό κόσμο σαν ενέργεια της θείας Ουσίας, σαν επέκταση προς τα λογικά όντα της Τριαδικής αγάπης, σαν ερωτική εκστατική κίνηση του Θεού προς το επίσης ερωτικά διακείμενο και εξιστάμενο πλάσμα Του. Έτσι ο Ορθόδοξος ανθρωπιστής ζη μέσα στην χαρά, στην ειρήνη, στην γνώση, στην σοφία, στην αγάπη, στον θείον έρωτα, μακάριος με τη μακάρια ελπίδα να δη τον Θεόν του και να ζήση εν Θεώ «εκτυπώτερον» εις αιώνας αιώνων. Γι΄ αυτό και στη γη αισθάνεται τον εαυτό του ξένο και πάροικο με «το πολίτευμα εν ουρανοίς». Καταφάσκει βέβαια σε ό,τι είναι αντάξιο της πνευματικής ευγενείας του, σε ό,τι βρίσκεται στα πλαίσια της Ορθοδόξου Παραδόσεως, αλλά της καρδιάς τούς πόθους κενώνει όλους στον εν ουρανοίς Πατέρα, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής· «Ρίπτει τα παρόντα ο των ελπιζομένων γευσάμενος· όλον γαρ τον πόθον εν εκείνοις κενώσας». Και ενώ αναστρέφεται στον κόσμο και συμμετέχει στις εκδηλώσεις της ζωής, βλέπει και αισθάνεται τα πάντα με τα μεταμορφωμένα και πνευματοποιημένα όργανα της ψυχής του.     Γίνεται λοιπόν φανερό, ότι μεταξύ του Ορθοδόξου ανθρωπισμού και του δυτικού τύπου ουμανισμού «χάσμα μέγα εστήρικται». Και η πολιτογράφηση του δυτικού ουμανισμού στην Ορθόδοξη Ελλάδα, αποτελεί, το λιγότερο, ασυγχώρητη προδοσία των εθνικών μας υποθηκών, χωρίς τις οποίες γινόμαστε,από θεϊκά πρόσωπα, μάζα, αγέλη, συρφετός, «άλας μωρόν», απέραντο νεκροταφείο με «κεκονιασμένους τάφους». Ας παρακαλέσουμε τον Θεόν να ξαναβρούμε την αυτοσυνειδησία μας, την εθνική φυσιογνωμία μας, τους θησαυρούς μας, τις πηγές μας, το «εν ου εστι χρεία».


Αθωνικα ανθη    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου