Ἕνα προφητικὸν κείμενον τοῦ π. Γ. Μεταλληνοῦ διὰ τὰς ἐπιπτώσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως --- Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΑΠΟ ΕΛΠΙΣ ΕΓΙΝΕΝ ΑΠΕΙΛΗ!

Μέσα εἰς τὴν Ε.Ε. βιώνει ἡ Πατρὶς μας μίαν ἐπανάληψιν τῆς τακτικῆς καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τῶν Σταυροφοριῶν, αἱ ὁποῖαι γίνονται σήμερα μὲ τὸν οἰκονομικὸν ἐκβιασμὸν καὶ τὴν ἀλλοτρίωσιν τοῦ ἤθους τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ψευδεπίγραφος Ε.Ε. εἶναι κατ᾽ οὐσίαν φράγκικη ἕνωσις καὶ ἀποσκοπεῖ εἰς τὴν οἰκονομικὴν καὶ ἠθικὴν ὑποδούλωσιν τῶν λαῶν, διὰ νὰ προετοιμάση τὴν παγκόσμιον κυβέρνησιν.

Τὸ κείμενον ἐγράφη τὸ 1988 κατὰ ἀνάθεσιν τῆς Ἱ. Συνόδου ἐν ὄψει τῆς ἐντάξεως τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν Ε.Ε. κατὰ τὸ ἔτος 1992. Τὸ 1992 ἡ ᾽Απ. Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐξέδωσε τὴν πραγματείαν τοῦ π. Γ. Μεταλληνοῦ εἰς τευχίδιον μικροῦ σχήματος 56 σελίδων. Ἀπὸ τὴν πραγματείαν αὐτήν, ἡ ὁποία τότε εἶχε τίτλον «1992: ἀπειλή ἢ ἐλπίδα;» παραθέτομεν σήμερα χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα, δεδομένου ὅτι τὰ τότε γραφέντα εἶναι σήμερα περισσότερον ἐπίκαιρα καὶ ἀναδεικνύουν τὸ κείμενον αὐτὸ προφητικόν. «...Τί µπορεῖ νὰ σηµαίνει λοιπὸν ἡ Ἑνωµένη Εὐρώπη γιὰ τὸν σηµερινὸ Ἑλληνισµό; Εἶναι ἡ µεγάλη του ἀπειλὴ ἢ ἡ χρυσή του ἐλπίδα;... Εἶναι γεγονός, ὅτι στὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὀφείλει ἡ Εὐρώπη τὰ πνευµατικὰ θεµέλιά της. Ἡ γόνιµη σύνθεση τοῦ αὐθεντικοῦ ἑλληνικοῦ πνεύµατος καὶ τοῦ Χριστιανισµοῦ, ὅπως τὸν κήρυξε ὁ Παῦλος στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴ Ρώµη, ἀποτέλεσαν τὴν πεµπτουσία τῆς εὐρωπαϊκῆς κληρονοµίας. Ἡ συµβολή, µάλιστα, τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύµατος στὴ διαµόρφωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισµοῦ εἶναι καθολικὰ δεκτή. Τοῦτο ὅµως ἐπιτεύχθηκε σὲ µιὰ νέα σύνθεση, µαζὶ µὲ τὴν ρωµαϊκὴ κρατικὴ ἰδέα καὶ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία, ποὺ ἔδωσαν στὸν κόσµο τὸ ἐντελῶς νέο µέγεθος τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωµανίας, τῆς Χριστιανικῆς Οἰκουµενικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐν τούτοις, λόγῳ τῶν ἱστορικῶν περιπετειῶν τους, Ἑλληνορθοδοξία καὶ Εὐρώπη διαφοροποιήθησαν στὴν ἱστορική τους πορεία, ριζικὰ καὶ ἀσύµπτωτα. Ἀπὸ τὸ 476 µ.Χ. ἀρχίζει ἡ ὑποταγὴ τοῦ δυτικοῦ Τµήµατος τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας σὲ διάφορα βόρεια φῦλα (Βανδάλους, Γότθους, Λογγοβάρδους κ.λπ.), µέχρι νὰ περιέλθει στὸ µεγαλύτερό της µέρος στὰ χέρια τῶν Φράγκων. Ἡ ἐκφράγκευση τῆς χριστιανικῆς ∆ύσεως ὁλοκληρώθηκε τὸν ια´ αἰώνα, ὅταν καὶ ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος τῆς Παλαιᾶς Ρώµης περιῆλθε στὰ χέρια τους, µὲ τὴν ἀνάδειξη τοῦ πρώτου Φράγκου Πάπα (1046). Ἐπὶ δύο ὅµως ἤδη αἰῶνες οἱ Φράγκοι εἶχαν ἐπιβάλει κυριολεκτικὰ µὲ τὸ σπαθί τους τὸ δικό τους τρόπο ζωῆς καὶ µεταβάλει ριζικὰ τὴν εἰκόνα τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας, µὲ ἀποτέλεσµα τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ∆υτικοῦ Χριστιανικοῦ κόσµου. Σ᾽αὐτὴν τὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία µεγάλο ρόλο ἔπαιξε ὁ ἐκφραγκευµένος δυτικὸς κλῆρος, ποὺ ἔγινε ὄργανο τοῦ φραγκικοῦ ἐπεκτατισµοῦ. Ἐνῶ δηλαδὴ στὴν Ἀνατολὴ ὁ κλῆρος ἀνέλαβε ἐθναρχικὸ ρόλο καὶ ἔσωσε τὸ Γένος ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση, στὴ∆ύση ὁ παπικὸς κλῆρος ἔγινε ὄργανο τῶν Κατακτητῶν καὶ ἐπιτάχυνε τὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία. Οἱ Φράγκοι κατακτητὲς αὐτοανακηρύχθηκαν «εὐγενεῖς» καὶ «κύριοι» καὶ µετέβαλαν τοὺς ὑποτεταγµένους Ρωµαίους σὲ δούλους. Ἔτσι, ἔδωσαν ὑπόσταση στὴ δυτικὴ φεουδαρχία, ποὺ διαφέρει διαµετρικὰ ἀπὸ τὴ φεουδαρχία τῆς Ἀνατολῆς. Στὸ δικό µας χῶρο «φεουδαρχία» σηµαίνει στὴν πράξη κυριότητα πάνω στὴ γῆ καὶ τὴ διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ ἰδιοκτῆτες - γαιοκτήµονες καὶ ἄκληρους ἐργάτες (κολίγους). Στὴ ∆ύση ὅµως ἡ φεουδαρχία ἔλαβε ἕνα βαθύτερο καὶ σοβαρότερο χαρακτήρα. Οἱ Φράγκοι κατακτητὲς δὲν ἔγιναν µόνο κύριοι τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπέκτησαν καὶ συνείδηση φυσικῆς ὑπεροχῆς ἀπέναντι στοὺς κατακτηµένους, ποὺ ἔγιναν ὑπόδουλοί τους. Ἡ διάκριση σὲ κυρίους καὶ δούλους δὲν ἦταν ἐργασιακοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ σήµαινε γι᾽ αὐτοὺς φυσικὴ διαφορά. Ἔτσι, ὁ πληθυσµὸς διαιρέθηκε σὲ δύο ἀρχικὰ βασικὲς τάξεις, τὴν τάξη τῶν φυσικῶν εὐγενῶν καὶ τὴν τάξη τῶν φυσικῶν (ὑπο)δούλων. Ἀλλὰ καὶ ἡ τάξη τῶν «εὐγενῶν» (NOBILITAS, NOBILES) θὰ διαιρεθεῖ σὲ διάφορες βαθµίδες, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν ἱεραρχία τῆς φραγκικῆς «εὐγένειας» - φεουδαρχίας, Λ.χ. ἱππότες, βαρῶνοι, κόµητες, δοῦκες, πρίγκηπες, βασιλεῖς καὶ ὁ αὐτοκράτορας, ἡ ὑψηλότερη βαθµίδα. Οἱ τρεῖς τελευταῖοι τίτλοι χαρακτηρίζουν τὰ µέλη τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ φραγκικὴ βασιλεία εἶναι κληρονοµική, σ᾽ ἀντίθεση µὲ τὴν ρωµαίϊκη (βυζαντινοελληνική) βασιλεία, ποὺ δὲν εἶναι κληρονοµική, λόγῳ τῆς ἐν Χριστῷ ἰσότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων... Ἡ σηµερινὴ Εὐρώπη -συνεπῶς- δὲν εἶναι ἄµεσος ἀπόγονος τῆς ἀρχαίας ἑλληνοχριστιανικῆς παραδόσεως, ἀλλὰ γέννηµα τῶν ἐξελίξεων, ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ὑποταγή της στὴ φραγκικὴ φεουδαρχία. Γι᾽αὐτό, λέγοντας «∆ύση», ἐννοοῦµε κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ µιὰ ἁπλὴ γεωγραφικὴ περιοχή. Ἀκόµη, κάτι εὐρύτερο καὶ ἀπὸ µιὰ συγκεκριµένη πολιτιστικὴ παρουσία. «∆ύση» σηµαίνει τὴν ἀλλοτριωµένη Χριστιανοσύνη στὸ σύνολό της καὶ στὴν καθολικότητά της. Γιατὶ ἡ ἀλλοτρίωση τῆς ∆υτικῆς κοινωνίας συνετελέσθηκε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα: τὸ θρησκευτικό, τὸ πολιτιστικὸ καὶ τὸ κοινωνικοπολιτικό... Ἡ στάση τῆς ∆ύσεως ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο συνδέθηκε µὲ µιὰ ἄλλη ἐπανάσταση ἐνάντια στὴ φραγκική - παπικὴ ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ µεσαίωνα. Πρόκειται γιὰ τὴν Ἀναγέννηση (15ος - 16ος αἰ.), ἡ ὁποία, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν παπικὴ καταπίεση, ἔκαµε τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ κόσµου («µέτρον πάντων πραγµάτων», ἀλλὰ τὸν ἐγκλώβισε στὸν κόσµο καὶ τὴν προσωρινότητα, ἀποσπώντας τον ἀπὸ τὴν στροφὴ πρὸς τὰ ἄνω, ποὺ τόσο ἀσύστολα εἶχε καταχρασθεῖ ἡ παπωσύνη (πρβλ. τὰ συγχωροχάρτια λ.χ.). Ὁ ἀνθρωποκεντρισµὸς τῆς Ἀναγέννησης ἦταν ἡ ἀναίρεση τοῦ Θεανθρωποκεντρισµοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὴν Ἐκκλησία ὡς Ὀρθοδοξία ὁ ἄνθρωπος ἔχει προορισµὸ νὰ γίνει «Θεὸς κατὰ χάριν», µὲ τὴν ἔνταξή του µέσα στὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Στὴ ∆ύση χάθηκε αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς θεώσεως, ὅπως τὴν βιώνει ἀδιάκοπα ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὁ δὲ ρόλος τοῦ Χριστιανισµοῦ, ὅταν γίνεται δεκτός, περιορίσθηκε σὲ προσπάθεια ἐξηθικισµοῦ τοῦ ἀνθρώπου (ἀτοµοκρατικὸς µοραλισµός), γιὰ τὴν διευθέτηση ἐνδοκοσµικῶν σκοπιµοτήτων (ἐξασφάλιση ἁρµονικῶν κοινωνικῶν σχέσεων). Γυµνὸς ὅµως ἀπὸ χάρη ὁ ἄνθρωπος, µένει ἐντελῶς ἀδύναµος νὰ πραγµατοποιήσει καὶ τὴν ἁπλὴ ἠθικὴ βελτίωσή του, ἀφοῦ δὲν γνωρίζει τὸν τρόπο νὰ νικᾶ µὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ πάθη του καὶ νὰ µεταβάλλεται σὲ «ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος» (Α´ Κορ. 6, 19), ποὺ εἶναι ὁ προορισµός του... Ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση διασώζει τὴν ἔννοια τοῦ (ἐκκλησιαστικοῦ) σώµατος καὶ τῆς ἀνάπτυξης ὅλης τῆς ζωῆς µέσα σ᾽αὐτὸ (ἐνορία - κοινότητα), ἡ ∆ύση δηµι- ούργησε µιὰ ἄλλη στάση ζωῆς, θεµελιωµένη στὴν ἀτοµοκρατία καὶ ἐκφραζόµενη θρησκευτικὰ ὡς πιετισµὸς (εὐσεβισµός), δηλαδὴ ἀτοµικὴ ἠθικὴ ὠφελιµιστικὴ σκοπιµότητα. Χάνεται ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς αὐτοθυσίας, ποὺ ἔδωσε τὰ ὁλοκαυτώµατα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, ὅπως λ.χ. τὸ Κούγκι, τὸ Ζάλογγο, τὸ Ἀρκάδι κ.λπ. Ὁ «δυτικὸς ἄνθρωπος, ὅπου καὶ ἄν διαµορφώνεται, µαθαίνει νὰ θυσιάζει τοὺς ἄλλους γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι νὰ θυσιάζεται αὐτὸς γιὰ τοὺς ἄλλους! Ὁ Ὀρθόδοξος - Ρωµηὸς γίνεται καὶ αὐτὸς συχνὰ ἀτοµοκράτης, ἀλλὰ πιστεύοντας στὴν ὑπεροχὴ τῆς δικῆς του ἰδέας γιὰ τὴν διευθέτηση τῶν προβληµάτων τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος γίνεται ἀτοµοκράτης, χρησιµοποιώντας (ἤ καὶ θυσιάζοντας) τοὺς ἄλλους γιὰ τὸ δικό του συµφέρον. Αὐτὰ ὅµως δὲν εἶναι παρὰ οἱ συνέπειες τῆς ἀλλοτρίωσης τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία διαµορφώθηκε µέσα σὲ ἕνα πνεῦµα κατακτητικῆς ἐπιβολῆς πάνω στοὺς ἀσθενέστερους καὶ καθολικῆς ἐκµετάλλευσής τους (φραγκικὸς ἐπεκτατισµός - ἰµπεριαλισµός). Εἶναι ἀνάγκη νὰ λεχθεῖ, ὅτι ἡ Ἑλληνορθοδοξία δὲν ἔχει οὔτε ἕνα κατακτητικὸ πόλεµο στὴν ἱστορία της; Ἡ φραγκικὴ φεουδαρχία (πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστική) ἀναπτύχθηκε κοινωνικὰ ὡς δουλοπαροικία, µὲ τὴν µεταβολὴ τῶν κατακτηµένων Ρωµηῶν τῆς ∆ύσεως σὲ «δουλοπαροίκους». Προέκταση τῆς δουλοπαροικίας στὶς κατακτώµενες νέες χῶρες εἶναι ἡ ἀποικιοκρατία τῶν εὐρωπαϊκῶν ναυτικῶν Χωρῶν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, λόγῳ τῶν              διαφορετικῶν κοινωνικῶν θεµελίων της, ποὺ εἶναι ἡ ἰσότητα καὶ ἰσοτιµία τῶν ἀνθρώπων, παρὰ τὶς ἀνθρώπινες ἀτέλειες καὶ ἀδυναµίες, δὲν ἀνέπτυξε ποτὲ οὔτε δουλοπαροικία, οὔτε ἀποικιοκρατία. Ἀντίθετα, ἡ ὀρθόδοξη ἱεραποστολὴ (τοῦ Βυζαντίου) ἐργαζόταν γιὰ τὴν ἀνάπτυξη, τὸν φωτισµὸ καὶ τὴν πρόοδο τῶν νεοφωτίστων (λ.χ. ἡ ἀποστολὴ τῶν ἁγίων Μεθοδίου καὶ Κυρίλλου στοὺς Σλαύους), ἐνῶ οἱ δυτικὲς ἱεραποστολὲς ἐργάζονταν ὑπέρ τῆς ἀποικιοκρατίας, ὅπως βλέπει κανεὶς ἀκόµη καὶ σήµερα στὴ Ν. Ἀµερικὴ καὶ τὴν Ἀφρική. Στὶς δύο αὐτὲς περιοχὲς διαµορφώθηκε στὶς τελευταῖες δεκαετίες ἡ «θεολογία τῆς ἀπελευθερώσεως» ἤ τῆς «ἐπαναστάσεως» καὶ ἡ «µαύρη θεολογία» ἀκριβῶς ὡς ἀντίδραση - ἐπανάσταση στὸ πνεῦµα τῆς ἀποικιοκρατίας καὶ τῶν συνεπειῶν του... Τὴν ἑλληνορθόδοξη συνείδηση προσδιορίζει σὲ τελευταία ἀνάλυση: α) Ἡ πατερικότητα· ἡ διάσωση δηλαδὴ τοῦ τρόπου τῆς θεώσεως - σωτηρίας, ποὺ ἀναδεικνύει συνεχῶς Ἁγίους (κάτι ποὺ ἔχασε ἡ ∆ύση µετὰ τὸ σχίσµα). β) Ἡ πεποίθηση, ὅτι ὁ Ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισµὸς συνιστᾶ πρόοδο ἔναντι τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισµοῦ καὶ γ) ἡ πεποίθηση τῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἑλληνορθόδοξου πολιτισµοῦ ἔναντι τοῦ δυτικοῦ, γιατὶ (ὁ πρῶτος) συνεχίζει ἀδιάκοπα τὴν πατερικὴ παράδοση. Τὸ τελευταῖο, ἀκριβῶς, ἐλευθερώνει τὸν Ρωµηό, τὸν γνήσιο δηλαδὴ Ἕλληνα, ἀπὸ κάθε µειονεξία ἤ µεµψιµοιρία. Εἶναι ἡ συνείδηση ἐκείνη, ποὺ ἐνσάρκωναν Ρωµηοί, ὅπως ὁ Μακρυγιάννης ἤ ὁ Παπαδιαµάντης. Ἡ πολιτιστικὴ διαφοροποίηση τῆς Εὐρώπης καὶ θεµελίωση τοῦ πολιτισµοῦ της σὲ βάσεις, ποὺ βρίσκονται στοὺς ἀντίποδες τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, συνιστοῦν τὸ οὐσιαστικότερο πρόβληµα αὐτὴ τὴ στιγµὴ τῆς Ἐλλάδος στὴν εὐρωπαϊκὴ ἑνοποίηση. Τὸ πρόβληµα γιὰ τὴν Ἑλλάδα δὲν εἶναι πρώτιστα οἰκονοµικὸ ἤ πολιτικό, ὅπως εἶναι γιὰ τὶς δυτικὲς Χῶρες, οἱ ὁποῖες, ὅπως εἰπώθηκε, ἔχουν κοινὰ πολιτιστικὰ θεµέλια, κοινὴ ἱστορικὴ παράδοση. Τὸ πρόβληµα εἶναι κυρίως πνευµατικὸ καὶ πολιτιστικό. Ἀπὸ πλευρᾶς οἰκονοµικῆς καὶ πολιτικῆς ἡ οἰκοδοµὴ τῆς Ἑνωµένης Εὐρώπης (πρέπει νά) χαιρετίζεται καὶ ἀπὸ µᾶς τοὺς Ἕλληνες ὡς δυνατότητα ἐξισορρόπησης τῶν δύο Ὑπερδυνάµεων καὶ ἀποσυµφόρησης τῆς παγκόσµιας οἰκονοµίας. Ἡ ἀναµενόµενη (ὑλική) ὠφέλεια ἀπὸ τὴν «Εὐρώπη τῶν Λαῶν» ἔκαµε καὶ τὶς περισσότερο ἀρνητικὲς σ᾽ αὐτὸ τὸ στόχο πολιτικὲς παρατάξεις τῆς Χώρας µας νὰ ἀναπροσαρµόσουν τὴ στάση τους, παραδεχόµενες τώρα, ὅτι «τὸ µέλλον ἀνήκει στὴν Ἑνωµένη Εὐρώπη». Τὸ ἐρώτηµα ὅµως εἶναι, πόσο ἀπασχολεῖ τὴν ὁποιαδήποτε µορφὴ ἡγεσίας ἡ πνευµατικὴ ὄψη τοῦ προβλήµατος, ἡ ὁποία γιὰ µᾶς τοὺς Χριστιανοὺς συνιστᾶ ἰσχυρότατη πρόκληση γιὰ τὴ συνείδησή µας... Τὸ ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς καὶ παρουσίας τοῦ Ἕλληνα µετὰ τὸ 1992 δὲν θὰ εἶναι πιὰ ἡ Ἑλλάδα, ἀλλ᾽ ἡ Εὐρώπη... Ἡ ἑλληνικὴ ταυτότητα ἀπειλεῖται ἰσχυρὰ καὶ στὸ χῶρο τῆς ἰδεολογίας καὶ κοινωνίας. Τὰ δυτικὰ εὐρωπαϊκὰ συστήµατα (Καπιταλισµός, Μαρξισµός, Σοσιαλισµός) µέχρι σήµερα γίνονται δεκτὰ στὸ χῶρο τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς διανόησης, βαπτιζόµενα ὅµως στὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία καὶ παράδοση. Ποτὲ αὐτούσια καὶ ὁλόκληρα. Ἔτσι, οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήµονες µποροῦν νὰ µιλοῦν γιὰ «νόθα ἀστικοποίηση» ἤ παραλαγµένο µαρξισµό -σοσιαλισµό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ παρὰ τὸν φανερὸ ἐκδυτικισµό της, ποὺ προωθεῖται ἤδη ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα, ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία διατηρεῖ ἀκόµη κάποιες ἰδιοµορφίες καὶ ἑτερότητες ἀπέναντι στὴν ὑπόλοιπη εὐρωπαϊκὴ πραγµατικότητα. Καὶ τοῦτο, γιατὶ τὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, καὶ ὅταν ἀκόµη τοῦτο δὲν γίνεται αἰσθητὸ καὶ ἀντιληπτό, παρεισφρύουν µέσα στὰ ξένα δάνεια καὶ ὡς ἕνα σηµεῖο τὰ ἑλληνικοποιοῦν καὶ τὰ ὀρθοδοξοποιοῦν. (Στὴ διαδικασία αὐτὴ τὰ ἐνοχλητικὰ γιὰ πολλοὺς ἑλληνικὰ ἐλαττώµατα, ὅπως τὸ ἀνυπότακτο καὶ ἀνήσυχο πνεῦµα, ἀποδεικνύονται σωτήρια)... Tὸ νέο Εὐρωπαϊκὸ Ὑπερ - Κράτος δὲν εἶναι, ἔτσι, προϊὸν τῆς φαντασίας, ἀλλὰ ἐγγίζουσα πραγµατικότητα (αὐτό τό βιώ- νουµε σήµερα). Πόσο µᾶλλον, ἀφοῦ ἔχει δική του Κυβέρνηση καὶ Κοινοβούλιο, δική του σηµαία, δικό του στρατό, ἐθνικὸ ὕµνο, ἑορτὲς καὶ ὅρκο. Τὸ ἐρώτηµα, συνεπῶς, εἶναι ὄχι ἄν θὰ µπορέσει ἕνα µικρὸ Κράτος σὰν τὴν Ἑλλάδα νὰ διατηρήσει τὴν ἐθνική του ἀνεξαρτησία, ἀλλὰ ἄν θὰ κατορθώσει νὰ µὴ ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὰ ἑκατοµµύρια τῶν Εὐρωπαίων, δεδοµένου ὅτι παρέχεται ἡ δυνατότητα τῆς «ἐλεύθερης κίνησης κεφαλαίων» καὶ θὰ µποροῦν οἱ ξένοι νὰ ἀγοράσουν τὴ γῆ µας, ὥστε πράγµατι νὰ βρεθοῦµε σὲ κάποια στιγµὴ «ξένοι µέσα στὴ χώρα µας». Πῶς, λοιπόν, νὰ µὴ µιλεῖ κανεὶς γιὰ ἕνα νέο εἶδος ἁλώσεως; Αὐτὸ ποὺ δὲν πέτυχε ἡ Εὐρώπη στὰ 1204, στὰ 1439, στὰ 1453 ἤ στὰ 1922 µπορεῖ νὰ τὸ πραγµατοποιήσει σήµερα, στὰ πλαίσια τῆς Ἑνωµένης Εὐρώπης: τὴν ἀπορρόφηση δηλαδὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλλάδος καὶ τὴν «ὁλοτελή» ὑποταγή της στὴ ∆ύση... Τὸ πρόβληµα παίρνει, ἔτσι, µιὰ πολὺ συγκεκριµένη ἔκφραση: Ποιὸ εἶναι τὸ περιεχόµενο τῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν διανοουµένων τοῦ Ἔθνους καὶ ποιὰ εἶναι ἡ σχέση τους µὲ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ὥστε νὰ ἔχουν καὶ τὴν δυνατότητα καὶ τὸ σθένος νὰ τὴν ὑπερασπίσουν καὶ νὰ τὴν προφυλάξουν σὲ περίπτωση ὁποιασδήποτε ἐπιβουλῆς ἐναντίον της; Ἡ ἱστορία διδάσκει, ὅτι οἱ δυτικίζοντες σὲ κάθε ἐποχὴ ἀνοίγουν πρόθυµα τὶς πύλες τοῦ Ἔθνους στὴν Εὐρώπη, ὄχι µόνο ἀπὸ τὴν ἐγγενὴ µειονεξία τους ἀπέναντί της, ἀλλὰ καὶ λόγῳ ἑνὸς ὑπερτροφικοῦ ἐθνικισµοῦ, ποὺ ὑποκύπτει πάντα στὸν ἀπατηλὸ φιλελληνισµὸ τῆς Εὐρώπης. Αὐτὸ εἶναι τὸ δράµα κυρίως τῆς λεγοµένης συντηρητικῆς παρατάξεως τῆς Χώρας µας. Ὁ «φιλελληνισµός» ὅµως τῶν ἀπογόνων τῶν Φράγκων δὲν ἀναφέρεται σ᾽ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ διαχρονία, περιλαµβάνοντας καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ περιορίζεται στὴν προχριστιανικὴ ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Οἱ δυτικίζοντες, ἔτσι, γίνονται καὶ αὐτοὶ ἀρχαιόπληκτοι καὶ ἀρχαιολάτρες, γιὰ νὰ µὴ χάσουν τὴν ἐκτίµηση καὶ τὸν θαυµασµὸ τῶν Εὐρωπαίων. Αὐτὸ συνέβη ἤδη µὲ τὸν Ἀδαµάντιο Κοραῆ, φανατικὸ κήρυκα τοῦ εὐρωπαϊσµοῦ καὶ πρότυπο τῶν ἀρχαιόπληκτων δυτικιζόντων. Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατὸν νὰ περιφρουρήσουν τὴν Ἑλληνορθοδοξία οἱ δυτικίζοντες τύπου Κοραῆ, ἀφοῦ ἔµαθαν νὰ περιφρονοῦν ἤ ἔστω νὰ ὑποτιµοῦν τὴν πατερικὴ παράδοση καὶ πνευµατικότητα, µένοντας δεµένοι µὲ τὴν ἀρχαιότητα, διότι ὡς ἀρχαί- ους µόνο µᾶς θαυµάζουν «τὰ πολιτισµένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης»;... Σ᾽ αὐτὴ τὴ νέα περιπέτεια, στὴν ὁποία ὡς ὁλόκληρο Ἔθνος εἰσερχόµασθε, δὲν µένει ἄλλη ἐλπίδα ἀπὸ ἐκείνη, ποὺ εἶχε τὸ Γένος µας στὴν περίοδο τῆς µακρᾶς δουλείας, ἤ ἔχει ἀκόµη καὶ σήµερα στὸ χῶρο τῆς ∆ιασπορᾶς του. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία µὲ ὅλη τὴ ζωή της. Τὰ µοναστήρια, ποὺ διασώζουν ἀκέραιο τὸ πρότυπο τῆς ἑλληνορθόδοξης κοινωνίας καὶ τοῦ ἑλληνορθοδόξου ἀνθρώπου, θὰ εἶναι καὶ µετὰ τὸ 1992 ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἡ Ἐκκλησία µας θὰ γίνει καὶ πάλι ἡ µητέρα τοῦ Γένους καὶ θὰ κληθῆ νὰ ἀναλάβει ρόλο ἐθναρχικὸ καὶ πάλι µέσα στὸ εὐρωπαϊκὸ Ὑπερ-έθνος, γιὰ νὰ σώσει, ὅ,τι εἶναι δυνατὸν µὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ περισωθεῖ. Πέρα ἀπὸ τὴν λατρεία, τὴν ἐνορία καὶ τὶς µονὲς δὲν θὰ µένει ἄλλος χῶρος, ποὺ νὰ διασώζει τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, τὴν καθολικότητα δηλαδὴ ἐκείνη τῆς ζωῆς, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε δουλεία καὶ σώζει ἀτόφιο τὸ ἦθος τῆς παραδόσεώς µας (...) Μιὰ τέτοια ὅµως ἀποστολὴ χρειάζεται τὸ ψυχικὸ ἀπόθεµα τοῦ Παύλου, τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Πατέρων. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ σώζει καὶ τὴν ἑλληνικότητα στὰ ὑψηλότερα ἐπιτεύγµατά της, ὡς φιλαλήθεια, φιλοκαλία, φιλανθρωπία. Ὁ ἀποξενωµένος ἀπὸ αὐτὴ τὴν παράδοση Γραικύλος δὲν ἔχει τίποτε νὰ δώσει στὴν Ἑνωµένη Εὐρώπη, ἀλλὰ θὰ θέλει µόνο νὰ πάρει, ἀρκούµενος στὰ «ψιχία τὰ πίπτοντα ἀπὸ τῆς τραπέζης» τῶν πλουσίων ἑταίρων µας. Ὁ Ἑλληνορθόδοξος, Ρωµηός, ἔχει νὰ δώσει, αὐτὸ ποὺ πραγµατικὰ στερεῖται ἡ Εὐρώπη, τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ Ἑλληνορθόδοξος θὰ εἶναι ἀληθινὸς πολίτης µιᾶς Χριστιανικῆς Εὐρώπης καὶ ἡ µόνη ἐλπίδα της». Συμπεράσματα: Τὸ κείμενον τοῦ π. Γ. Μεταλληνοῦ ἐπαληθεύθη πλήρως ὡς πρὸς τὸ ἕνα καὶ ἐπικίνδυνον σκέλος του, ὡς πρὸς τὸ ὅτι ἡ Ε.Ε. ἀπεδείχθη ἀπειλή διὰ τὸν Ἑλληνορθόδοξον πολίτην, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ παγκόσμιον Χριστιανικὸν ἦθος. Ἡ ἐλπίς, τήν ὁποίαν ηὐχήθη ὁ π. Γ. Μεταλληνός, δυστυχῶς ἔχει χαθῆ ἀπὸ τὸν πολιτικὸν εὐρωπαϊκὸν ὁρίζοντα, διότι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι μὲ ἐξαντλημένα, ὅπως φαίνεται, τὰ πνευματικά μας ἀποθέματα καθημερινῶς περισσότερον ἀφομοιωνόμεθα ἀπὸ τὸν φράγκικον πολιτισμόν. Ἦλθε νομίζομεν ἡ ὥρα νὰ εἴπωμεν «στῶμεν καλῶς» καὶ νὰ ἀλλάξωμεν πορείαν.

"Ο.Τ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου