ΝΕΑ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 Υπάρχει μία σύγχυσις για την σημασίαν των φιλοκαλικών κειμένων. Πολλοί νομίζουν, ότι φιλοκαλικά κείμενα είναι μόνον όσα είναι ενσωματωμένα στην γνωστήν «Φιλοκαλίαν». Πρόκειται περί αγνοίας. Οι εκδόται της «Φιλοκαλίας», άγιοι Νικόδημος ο Αγιορείτης και Μακάριος Κορίνθου, συνέλεξαν, από αγιορειτικές βιβλιοθήκες τα καλλίτερα, κατά την γνώμη τους, Πατερικά, Νηπτικά και Ασκητικά κείμενα και τα εξέδωκαν το 1782 στην Βενετία σε ένα τόμον 1200 σελ. μεγάλου σχήματος. Η «Φιλοκαλία» εγνώρισεν επανειλημμένες εκδόσεις με τελευταίαν την του Αλεξ. Παπαδημητρίου σε 5 τόμους, τον δε τίτλον της εδανείσθησαν προφανώς οι εκδόται από την «Φιλοκαλίαν» των αγίων Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου, αποτελουμένην επίσης από ανθολόγησιν Πατερικών κειμένων. Αλλά οι ανθώνες, οι λειμώνες και οι κήποι των αγίων Πατέρων είναι ανεξάντλητοι, απέραντοι και σε πολλά σημεία παρθενικοί, γιατί ακόμη κανείς δεν έδρεψε τα εν αγίω Πνεύματι ευωδιάζοντα θείως άνθη των λόγων των. Όμως και εκείνα τα ιερά κείμενα που εξεδόθησαν παλαιότερα, είναι σε ολίγους γνωστά και δυσνόητα λόγω της αρχαίας γλώσσης των και των πνευματικών όρων των. Δια τούτο ακριβώς, προτιθέμεθα να προσφέρωμεν στους εν Χριστώ αδελφούς, την αυθεντικήν σοφίαν των αγίων Πατέρων σε γλώσσαν εύληπτον και κατανοητήν και με σχολιασμόν όπου χρειάζεται.                                                       
Εκ των κειμένων αυτών παραθέτομεν εν μεταφράσει στους «Αθωνικούς Διαλόγους», ως «δείγμα γραφής», από το βιβλίον του μακαρίτου Διονυσίου Τρίκκης «Ο Ανατολικός Μοναχισμός», με την ελπίδα εν προσευχή, ότι συντόμως θα εκδοθούν ενιαίως σε ένα τόμον με σχετικήν Εισαγωγήν και Σχόλια. 
       

Ω πόσον μεγάλην τιμήν έχει το άγιον και ιερόν σχήμα σας!  Ω πόσην πνευματικήν ευωδίαν αποπνέει! Ω πόσον μεγάλον τρόπον ζωής εκλέξατε! Κανένας λόγος δεν δύναται να τον εγκωμιάση αντάξια. Ω σχήμα μοναχικόν, που εγγίζει τον ουρανόν! Ω σχήμα μοναχικόν, που ενώνει τον άνθρωπον με τον Θεόν! Ω μοναχικόν σχήμα, που εικονίζει αγγέλους! Ω μοναχικός βίος, που διατηρεί το «κατ΄ εικόνα Θεού»! Ω μοναχικός βίος, που παρίσταται μπροστά στον Θεόν! Ω μοναχισμός, που είναι στον Θεόν σε μεγάλην τιμήν! Ω βίος μοναχικός, με τον οποίον σώζεται ο κόσμος! Εσάς μοναχοί, εάν κανείς θελήση να σας μακαρίση, θα πη «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου». Σεις μελετώντες αυτόν τον νόμον ημέραν και νύκτα, ομοιάζετε με το δένδρον το φυτευμένον εκεί που τρέχουν τα νερά, που καρποφορεί στην εποχήν του, που τα φύλλα του θάλλουν όλον τον χρόνον και οι καρποί του είναι πάντοτε ωραίοι, έτσι λοιπόν και σεις καρποφορούντες με λόγους και έργα, μπορείτε να λέγετε με πολλήν οικειότητα εις τον Θεόν τα λόγια του Άσματος των Ασμάτων: «Καταβήτω αδελφιδός μου εις κήπον αυτού, και φαγέτω καρπόν ακροδρύων αυτού». Γιατί σεις, ω αξιοπόθητοι από τον Θεόν, μονάζοντες, είσασθε κήπος του Χριστού, που έχει φυτευμένα διάφορα δένδρα, που καλλιεργείται με τον θείον νόμον και τας εντολάς του Χριστού. Σεις δεν είσθε ένα δάσος δένδρων για να κατοικήσουν σε σας άγρια θηρία, δηλαδή τα πλήθη των αιμοβόρων δαιμόνων, αλλά είσθε «κήπος κεκλεισμένος» ασφαλιζόμενος με τείχη από τιμίους λίθους. Κι΄ αυτό, γιατί δεν γίνατε λεία του διαβόλου, αλλά πιασθήκατε με το δίκτυον του Χριστού μέσα από την αλμυράν θάλασσαν, που είναι η σύγχυσις του κόσμου.                                                                     
Σεραπίωνος Θμούσεως,  Προς μονάζοντας.          Migne,  PC  40, στ. 933.

Ο βίος των παρθενευόντων πάντοτε και μοναζόντων, αποβαίνει αγγελικός γιατί είναι ανώτερος από την ζωήν των λαϊκών. Διότι αυτοί που ζουν μοναστικώς, έχουν πεθάνει δια τον κόσμον και ζουν εν Χριστώ, που χάριν αυτών απέθανε και ανεστήθη. Γι΄ αυτό αρνηθέντες να ζουν για τον εαυτόν τους, συσταυρώνονται με τον Χριστόν.                               
Αββά Θεοδώρου του Θηβαίου F. Halkin,  SPVG,  ΣΕΛ.  111.

Όπως άλλα ζώα είναι επάνω στην γην, άλλα στα νερά και άλλα στον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι· άλλοι ευρίσκονται σε μέσην κατάστασιν σαν τα χερσαία ζώα· άλλοι βλέπουν υψηλά σαν τα πετεινά και άλλοι κολυμβούν μέσα στα νερά της αμαρτίας σαν τα ψάρια, όπως λέγει και ο Δαβίδ: «Ήλθα στα βάθη της θαλάσσης και με κατεπόντισε η καταιγίς». Και αυτά μεν είναι τα ιδιώματα των ζώων. Εμείς όμως, σαν αετοί που έβγαλαν φτερά, πρέπει να ανέβωμεν υψηλότερα και να «καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα», όπως λέγει ο Δαβίδ, και να κυριαρχήσωμεν του άλλοτε άρχοντος σατανά...      Πλέομεν στο άγνωστον. Από τον ιεροψάλτην Προφήτην Δαβίδ ελέχθη, ότι ο βίος μας είναι σαν την θάλασσαν. Και άλλα μεν μέρη της θαλάσσης είναι πετρώδη, άλλα δε γεμάτα από θηρία και άλλα γαλήνια. Εμείς μεν οι μοναχοί πλέομεν εις το γαλήνιον μέρος της θαλάσσης, οι δε λαϊκοί εις τα επικίνδυνα μέρη. Και εμείς πλέομεν την ημέραν υπό την καθοδήγησιν του ηλίου της δικαιοσύνης· οι λαϊκοί πλέουν την νύκτα περιφερόμενοι από την άγνοιάν των.                                                                                                            
Οσίας Συγκλητικής.  ΒΕΠΕΣ  35, σελ. 232, 233.

Μέχρι τότε που τα θηρία (των παθών) εκρύπτοντο από κοσμικές μέριμνες, δεν εγίνοντο αισθητά. Τώρα όμως που ξεσκεπάσθηκαν, έγιναν σε όλους γνωστά. Γι΄ αυτό και τα μικρότερα αμαρτήματα της μοναχής ή του μοναχού γίνονται φανερά. Όπως φαίνεται εύκολα σε όλους ένα δηλητηριώδες ζώον, έστω το πλέον μικρόν, όταν ευρίσκεται σε καθαρόν δωμάτιον, έτσι αντίθετα, και τα μεγαλύτερα ιοβόλα ζώα δεν φαίνονται, στον κόσμον, διότι καλύπτονται από τα διάφορα κοσμικά πράγματα, ωσάν σε ακάθαρτα σπήλαια φωλιασμένα.                                            
Οσίας Συγκλητικής,  ΒΕΠΕΣ,  35  σ. 243.

Ο ασκητικός βίος έχει ένα σκοπόν· την σωτηρίαν της ψυχής. Δια να επιτύχη όμως κανείς τον σκοπόν αυτόν, πρέπει να φυλάσση με φόβον Θεού, όπως τας θείας εντολάς, ό,τι διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες.              
Μ. Βασιλείου, Λόγος Ασκητικός. Migne PC 31, στ. 881.

Βλέπεις αυτούς τους πτωχούς, που δεν έχουν οικίαν, τους χωρίς σάρκα και σχεδόν χωρίς αίμα, γι΄ αυτό και συγγενεύοντας με τον Θεόν, τους ανυποδήτους και κοιμωμένους στο χώμα, τους υπάρχοντας στην γην και ζώντας επάνω από την γην· τους μεταξύ των ανθρώπων και ανωτέρους από τα ανθρώπινα· τους δεμένους με την σάρκα και μαζύ ελευθέρους· τους κρατημένους από την σάρκα και μαζύ ακράτητους. Αυτούς που δεν έχουν τίποτε στον κόσμον και μαζύ έχουν όλα τα υπερκόσμια. Αυτούς που ζουν δύο ζωές· την παρούσαν, που παραβλέπουν και την μέλλουσαν, που αγωνίζονται να φθάσουν. Αυτούς που ενεκρώθησαν και γι΄ αυτό έγιναν αθάνατοι· αυτούς που ελευθερώθησαν από τις ύλες του κόσμου και ενώθησαν με τον Θεόν. Αυτούς που έπαυσαν να έχουν εμπαθείς πόθους και ζουν με τον απαθή και θείον έρωτα; Αυτοί είναι κοντά στην πηγήν του φωτός και από τώρα δέχονται τις άκτιστες λάμψεις του. Αυτοί περνούν με αγγελικές ψαλμωδίες, με ολονύκτιες προσευχές και ο νους των αρπάζεται στον Θεόν. Αυτοί έχουν την δυνατότητα καθάρσεως της ψυχής και καθαίρονται, ενώ η ανάβασίς των προς τον Θεόν και η θέωσίς των δεν γνωρίζουν μέτρον. Αυτοί κατοικούν σε σπηλιές, αλλά ζουν στους ουρανούς. Αυτοί είναι παραπεταμένοι εκουσίως, αλλά τους περιμένουν θρόνοι. Περιφέρονται γυμνοί, αλλά φορούν το ένδυμα της αφθαρσίας. Ζουν στην Έρημον, αλλά από την Έρημον πηγαίνουν στον Παράδεισον. Καταπατούν τις ηδονές για την ατελείωτον και ανέκφραστην απόλαυσιν…                                   Γρηγορίου του Θεολόγου,   Migne PC, 35, στ.  593.

Αυτοί που εχώρισαν τους εαυτούς των από τον κόσμον και αφιέρωσαν τον βίον των στον Θεό, είναι πιο σοφοί από τους λαϊκούς. Εννοώ τους Μοναχούς μας, που αγωνίζονται να γίνουν τέλειοι.   Γρηγορίου του Θεολόγου, Migne PC, 36, στ.  533.

Αφού ο ασκητής Σεραπίων ή Σινδόνιος, παρέμεινεν με ανδρείαν κοντά στο εν Ρώμη ασκητήριον της μοναχής, ύστερα, αφού την είδε, ερώτησε: Γιατί κάθεσαι εδώ; Αυτή του απεκρίθη: Δεν κάθομαι, αλλά βαδίζω. Εκείνος της λέγει: Που πηγαίνεις; Η παρθένος του λέγει: Προς τον Θεόν μου. Πάλιν ερωτά ο δούλος του Θεού: Ζης ή απέθανες; Εκείνη απαντά: Πιστεύω εις τον Θεόν μου, ότι έχω πεθάνει για τον κόσμον. Γιατί εκείνος που ζη σαρκικά είναι αδύνατον να πορευθή προς τον Θεόν.                                                                                                                                   
Παλλαδίου, Λαυσαϊκόν, Migne PC, 34, σελ.  1187.

Ας εξετάσωμεν την θεωρουμένην ως κορυφήν κάθε αγαθού, δηλαδή την Βασιλείαν, συγκρίνοντες αυτήν με τον μοναχισμόν και ας εξακριβώσωμεν σε τι κυριαρχεί ο βασιλεύς και σε τι ο μοναχός. Λοιπόν ο μεν βασιλεύς κυβερνά με ένα του λόγον πόλεις, χώρες, έθνη πολλά, στρατηγούς, υπάρχους, στρατεύματα, δήμους και κοινοβούλια. Ο δε μοναχός, που παρέδωσε στο θέλημα του Θεού τον εαυτόν του και προτίμησε τον μοναχικόν βίον, είναι κύριος του θυμού, του φθόνου, της φιλαργυρίας, των ηδονών και όλων των κακών. Αυτός φροντίζει πάντοτε και αποβλέπει να μην αφήση την ψυχήν του να κυριαρχηθή από τα αισχρά πάθη, ούτε να δουλωθή ο λογισμός του, από την πικρή του τυραννία, αλλά να διατηρή πάντοτε την διάνοιάν του ελευθέραν από αυτά, έχων τον φόβον του Θεού ως επιστάτην στα πάθη. Αυτού του είδους λοιπόν την βασιλείαν και εξουσίαν έχει ο βασιλεύς και αυτού του είδους έχει ο μοναχός, ώστε είναι πιο ορθόν να ονομάση κανείς τον μοναχόν βασιλέα ή εκείνον που ακτινοβολεί με την αλουργίδα και το στέμμα και κάθεται σε χρυσόν θρόνον. Γιατί, πράγματι, βασιλεύς είναι εκείνος, που επιβάλλεται στα πάθη του θυμού, του φθόνου και των ηδονών, τα υποτάσσει στον θείον νόμον, συντηρεί τον νου του ελεύθερον και δεν αφήνει την ψυχήν του να κυριαρχηθή από τις ηδονές. Αυτόν ευχαρίστως να έβλεπα να κυβερνά τα εν τη θαλάσση και εν τη γη πράγματα και όσα είναι στις πόλεις, στις ανθρώπινες κοινωνίες  και στα στρατεύματα. Διότι αυτός που κατευθύνει με τον ορθόν λόγον τα πάθη της ψυχής, εύκολα ημπορεί να κατευθύνη τους ανθρώπους δια των θείων νόμων, ώστε να γίνεται πατήρ των ανθρώπων, συμπεριφερόμενος με σύνεσιν και αγάπην στις πόλεις που κυβερνά.                                                                                                               
Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Bareille, 1,  σελ. 208-209.

Είναι καλόν, λέγει η Γραφή, να εισέρχεται κανείς σε σπίτι όπου υπάρχει πένθος, παρά σε σπίτι όπου γελούν αθεόφοβα. Από το αθεόφοβο σπίτι αρχίζει η αρρώστεια της ψυχής. Γιατί αν μεν έχης τα μέσα διασκεδάσεως, πήρες την ώθησιν να μιμηθής· αν πάλιν είσαι φτωχός, ετραυματίσθης από την λύπην. Όμως σε σπίτι οπού υπάρχει πένθος, δεν συμβαίνουν αυτά. Γιατί αν μεν είσαι πτωχός δεν θα πονέσης· εάν δε έχης τα μέσα προς τρυφήν, αμέσως αναστέλλεσαι. Πράγματι σπίτι πένθους είναι τα μοναστήρια, όπου υπάρχει «σάκκος και σποδός», μόνωσις για περισυλλογήν, απουσία γέλωτος αμαρτωλού.                                   
Αυτόθι.

Εκείνος που θέλει να ακολουθήση τον Θεόν με συνέπειαν, πρέπει, προηγουμένως, να διακόψη κάθε γήϊνον δεσμόν. Αυτό επιτυγχάνεται με την αναχώρησιν από τον κόσμον και την λήθην των συνηθειών του παρελθόντος. Γιατί αν δεν αποξενωθώμεν από τις συγγενικές σχέσεις και τις κοσμικές αναστροφές μας, ωσάν να εισερχώμεθα σ΄ ένα άλλον κόσμον, σύμφωνα με τον Απόστολον που λέγει «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει», είναι προβληματικόν αν θα επιτύχωμεν τον σκοπόν μας, δηλαδή να ευαρεστήσωμεν τον Θεόν. Άλλωστε ο Κύριος είπεν οριστικώς· «Πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις υπάρχουσιν εαυτού, ου δύναται είναι μου μαθητής».                                 
Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, Migne PC, 31, στ.  921.

Ο μοναχός, λέγεται, ότι είναι ένα θυσιαστήριον, εις το οποίον και από το οποίον προσφέρονται καθαρές προσευχές προς τον ύψιστον Θεόν· θυσιαστήριον πνευματικώς οικοδομημένον και θεμελιωμένον εκεί «όπου στάθηκαν οι πόδες του Κυρίου», όπως λέγει ο Προφήτης Δαβίδ. Και οι πόδες των μοναχών δεν σαλεύονται, διότι λέγει ο Δαβίδ: «Οι πόδες μας εστάθηκαν στις αυλές σου, Ιερουσαλήμ».                                             
Νείλου του Ασκητού, Migne PC, 79, στ.  388.


Κάποιος στρατηγός που αγαπούσε το κυνήγι, ανέβηκε στο όρος για να θηρεύση. Τον ακολουθούσαν σκύλοι και στρατιώτες, που είχαν τα απαραίτητα για τον σκοπόν τους. Μόλις είδε από μακρυά τον ερημίτην Μακεδόνιον, τον λεγόμενον Κριθοφάγον και έμαθε ποιος είναι, κατέβηκε από το άλογόν του, τον πλησίασε και ερώτησε, τι κάνει στο όρος που κάθεται. Ο ερημίτης απάντησε: «Εσύ τι ήλθες να κάμης και ανέβηκες εις το όρος;» Ο στρατηγός απάντησε, ότι ήλθε να θηρεύση. Τότε του λέγει ο Μακεδόνιος: «Κι΄  εγώ θηρεύω τον Θεόν μου, επιθυμώ να τον πιάσω και ποθώ να τον γνωρίσω. Και δεν θα σταματήσω ποτέ αυτήν την αγίαν θήραν». Όταν άκουσε αυτά ο στρατηγός, όπως ήτο επόμενον, εθαύμασε και ανεχώρησε.                                         Θεοδωρήτου Κύρου, Migne PC, 82, στ.  1404.

Αθωνικα ανθη 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου