«Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα…» ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ Η ΜΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑ (Μία σύντομη ἀναφορά στήν εἰκόνα της)



Τοῦ κ. Π. Μ. Σωτήρχου

Ἔχω στό σπίτι μου τήν εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας Παναγιᾶς καί τήν ἐπικαλοῦμαι καθημερινά, γιατί τήν νοιώθω σάν ἀληθινή μητέρα μου καί προστάτισσά μου, καί ἄς εἶμαι ἀνάξιος καί ἀχάριστος ἀπέναντί της. Θέλησα ὅμως νά μάθω τήν δική της ἱστορία, τήν ξεχωριστήν ἱστορία τῆς εἰκόνος καί ἔσκυψα πάνω στίς ζωντανές καί ἱστορικές παραδόσεις μέσα στά ὑπερχίλια χρόνια, πού εἶναι μαρτυρημένα καί δέν εἶναι θεωρίες καί ἰδέες καί μυθοποιήσεις εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἀλλά γεγονότα ὁλοζώντανα καί συνεχιζόμενα μέχρι σήμερα. Ὅπως ἔχει ἐρευνηθῆ καί γραφῆ ὑπάρχουν ἀμέτρητες θαυματουργικές εἰκόνες καί ὀνομασίες –ὑπολογίζονται πάνω ἀπό χίλιες πεντακόσιες– καί ὅλες συνδέονται μέ θαύματα καί θαυμαστά γεγονότα καί ὄχι μέ λαϊκές καί φιλολογικές ἱστορίες. Ἔτσι λοιπόν ἐρεύνησα τίς παραδόσεις αὐτές, πού εἶναι ἱστορικά μαρτυρημένες, γιά τήν Παναγία τήν Πορταΐτισσα, τήν μαχαιρωμένη καί θαυματουργικήν εἰκόνα της καί βρῆκα τά ἀκόλουθα, πού θέλω νά τά ἱστορήσω, σάν ἔκφραση ἀγάπης καί σεβασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης, γιά τήν ἀδιάκοπη προστασία της, γιά νά τήν γνωρίσουν καλύτερα καί ἄλλες ψυχές καί νά τήν ἐπικαλοῦνται καί νά λαμβάνουν τήν Χάρη της καί τήν ἀκαταμάχητη βοήθειά της.
Ἡ εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας Βρεφοκρατούσας, τῆς μαχαιρωμένης Παναγιᾶς, βρίσκεται στό Ἅγιον Ὄρος, στήν Ἱ. Μονή τῶν Ἰβήρων, καί παρακαλῶ ἐκείνους, πού θά πᾶνε νά τήν προσκυνήσουν, ἄς ἀνάψουν ἕνα κεράκι γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, πού γράφει τοῦτες τίς γραμμές. Αὐτή λοιπόν ἡ πάνσεπτη εἰκόνα, πού θεωρεῖται ὡς ἔργον τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ἔχει ὕψος 137 ἑκατοστά, πλάτος 94 ἑκατοστά καί ζυγίζει, μαζί μέ τά ἀφιερώματα 96 κιλά. Προκαλεῖ δέος καί εὐλάβεια τό θεῖον πρόσωπόν της καί ἰδιαίτερα τό βλέμμα της, τό ἐπιβλητικό καί γεμάτο δύναμη, πέφτει στοργικά πάνω στούς πιστούς καί τούς ἐλεεῖ, σάν ἀληθινή μάνα. Γιατί καί μετά τήν Κοίμησή της «τόν κόσμον οὐ κατέλιπε», ὅπως λέγει καί τό «Ἀπολυτίκιόν» της, κατά τήν ἑορτή της τήν 15ην Αὐγούστου, ὁπότε τιμᾶται καί ἡ Πορταΐτισσα Θεοτόκος. Αὐτήν τήν μεγαλόπρεπη εἰκόνα τήν εἶχε στό σπίτι της μιά εὐλαβική γυναῖκα, πού ἦταν χήρα καί ζοῦσε μέ τόν γιό της στήν Μικρασία, στήν ἐπαρχία τῆς Νίκαιας καί ἔκαιγε μπροστά της ἀκοίμητη καντίλα.
Τό ἔτος 829, κατά τήν δεύτερη εἰκονομαχία, ὅταν στό Βυζάντιο γινόταν ἡ δαιμονοκίνητη αὐτή κατάργηση τῶν εἰκόνων, οἱ στρατιῶτες, κατά διαταγή τοῦ αὐτοκράτορος, ἐρευνοῦσαν ὅλα τά σπίτια καί μάζευαν τίς εἰκόνες γιά νά τίς κάψουν. Ὅταν βρῆκαν τήν εἰκόνα αὐτή τῆς Παναγίας καί ἦταν ἕτοιμοι νά τήν πάρουν, ἡ πιστή γυναῖκα ὑποσχέθηκε ὅτι θά δώση χρήματα στούς στρατιῶτες τήν ἄλλην ἡμέρα. Ἔτσι κράτησε γιά μιά μέρα τήν εἰκόνα, γιατί ἤθελε νά τήν διασώση. Τήν νύχτα γονάτισε μπροστά στήν εἰκόνα καί μέ δάκρυα παρεκάλεσε τήν Θεοτόκον, λέγοντας:
–Μεγαλόχαρη Παναγία μου, ἐσύ ἔχεις τήν δύναμη καί ἐμᾶς νά σώσης ἀπό τήν ὀργή τοῦ εἰκονομάχου βασιλιᾶ καί τήν εἰκόνα σου νά διασώσης. Δέν θά σέ παραδώσουμε στούς στρατιῶτες τοῦ βέβηλου βασιλιᾶ, ἀλλά θά ζητήσουμε τήν
βοήθειά σου. Κάνε τό θαῦμα σου καί σῶσε τό παιδί μου καί μένα. Μάνα εἶσαι καί ἐσύ καί μέ καταλαβαίνεις…
Ὕστερα στράφηκε στόν γιό της καί μέ δακρυσμένα μάτια τοῦ εἶπε:
– Ἐγώ, παιδί μου, γιά τήν ἀγάπη τῆς Παναγίας εἶμαι ἕτοιμη καί τήν ζωή μου νά δώσω. Ἐσύ ὅμως νά φύγης, νά πᾶς στήν Ἑλλάδα νά σωθῆς! Ἔτσι, μάνα καί γιός, πῆραν τήν εἰκόνα καί τήν ἔρριξαν στήν θάλασσα, νά τήν προστατέψη ἡ Παναγία. Καί τότε ἔγινε τό πρῶτο θαῦμα. Ἡ εἰκόνα δέν ἔγειρε πάνω στό νερό, ἀλλά ἔμεινε ὄρθια καί ἀλύγιστη πάνω στά κύματα, πού ἄρχισαν νά τήν ταξιδεύουν πρός τήν Ἑλλάδα. Ἔκπληκτοι καί χαρούμενοι, μάνα καί γιός, γύρισαν στό σπίτι τους καί μέ ἕνα πλοῖο, πού θά σαλπάριζε γιά τήν Θεσσαλονίκη, ἔφυγε ὁ γιός τῆς εὐλαβικῆς γυναίκας καί σώθηκε. Ἀπό τήν Θεσσαλονίκην πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐμόνασε στήν περιοχή, ὅπου ἀργότερα χτίστηκε ἡ Ἱ. Μονή Ἰβήρων. Ἀπό τό δικό του στόμα ἔμαθαν καί οἱ ἄλλοι Μοναχοί τήν θαυμαστή διάσωση τῆς εἰκόνας. Πέρασαν ἀρκετά χρόνια καί ὁ Μοναχός ἀπό τήν Νίκαια ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Ἔμεινε ὅμως ἡ παράδοση γιά τήν διάσωση τῆς Θεομητορικῆς Εἰκόνας.
Κατά τό 1004, δηλαδή πάνω ἀπό 150 χρόνια, ἔγινε ἄλλο ἕνα θαῦμα τῆς Παναγίας. Ἦταν βράδυ, μετά τό Ἀπόδειπνο, σέ μιά συντροφιά Μοναχῶν, πού συνομιλοῦσαν γιά τήν μέλλουσα ζωή, ὅταν εἶδαν ξαφνικά μέσα στήν θάλασσα μιά πύρινη στήλη, πού ἄρχιζε ἀπό τά κύματα καί ἔφθανε ὡς τόν οὐρανό. Ἀπόρησαν γιά τό γεγονός, ἀλλά καί δέν μποροῦσαν νά τό ἐξηγήσουν. Καταλάβαιναν ὅτι πρόκειται γιά θεοσημία. Κάτι θά ἤθελε νά τούς ἀποκαλύψη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τό ἀσυνήθιστο αὐτό φαινόμενο συνεχίστηκε γιά μέρες καί νύχτες, ὥσπου οἱ Μοναχοί κατέβηκαν στήν θάλασσα γιά νά δοῦν ἀπό πιό κοντά τί συμβαίνει. Μπῆκαν σέ μιά βάρκα καί πλησίασαν ὅσον μποροῦσαν. Καί τότε εἶδαν στήν βάση τῆς πύρινης στήλης μιά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, πού ἔστεκε ὄρθια πάνω στά κύματα, χωρίς νά γέρνη ἤ νά βουλιάζη. Τρόμαξαν καί κατανύχτηκαν πολύ καί θέλησαν νά πάρουν τήν εἰκόνα γιά τό Μοναστήρι τους. Προσπάθησαν νά πλησιάσουν, ἀλλά ὅσο ἡ βάρκα πλησίαζε, τόσον ἡ εἰκόνα ἔφευγε καί ἀπομακρύνονταν. Τότε ἐπέστρεψαν καί εἶπαν τά γεγονότα στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε ὅλους τούς ἀσκητές καί ἄρχισαν νά παρακαλοῦν τόν Θεόν, νά τούς χαρίση αὐτήν τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου γιά νά τήν ἔχουν βοηθό καί προστάτη τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ἔξω ἀπό τήν Ἱ. Μονή Ἰβήρων, σέ κοντινή ἀπόσταση, ἀσκήτευε αὐστηρά μέσα σέ μιά σπηλιά ἕνας Γέροντας, πού τόν ἔλεγαν Γαβριήλ. Προσευχόταν συνεχῶς μέ τήν «νοερά προσευχή» καί νήστευε ἀδιάκοπα, τρώγοντας μόνον τά χόρτα τοῦ βουνοῦ. Μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ξυπνοῦσε καί μέ τό «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κοιμόταν ἐλάχιστες ὧρες. Εἶχε ἀρνηθῆ τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ὅλοι τόν θεωροῦσαν ἅγιον. Γιά μιά στιγμή, πού ἔγειρε νά ἀναπαύση λίγο τό κορμί του, μόλις ἔκλεισε τά μάτια του, εἶδε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μέ ὅλη της τήν λαμπρότητα, νά λέγη στόν ταπεινό ἀσκητή:
– Πήγαινε στό Μοναστήρι καί πές στόν ἡγούμενον ὅτι ἦρθα γιά νά τούς δώσω τήν εἰκόνα μου. Θά βαδίσης λίγο πάνω στά κύματα, γιά νά πιστέψουν στήν ἀγάπη καί τήν προστασία μου στό Μοναστήρι. Ὁ Γέροντας Γαβριήλ ἔτρεξε ἀμέσως στόν ἡγούμενο καί τοῦ εἶπε τό ὄνειρό του καί ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ Μοναχοί ἄρχισαν νά προσεύχονται καί μέ Θεομητερικούς ψαλμούς καί ὕμνους κατέβηκαν στήν θάλασσα, ὅπου ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἔστεκε ὄρθια πάνω στά κύματα. Ὁ Γέροντας Γαβριήλ ἔκανε τόν σταυρό του καί σύμφωνα μέ τά λόγια τῆς Παναγίας περπάτησε πάνω στήν θάλασσα, ὡσάν νά περπατοῦσε στήν στεριά. Προχώρησε λίγα μέτρα καί τότε ἡ εἰκόνα κινήθηκε μόνη της καί βρέθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ ταπεινοῦ Γαβριήλ. Κατανυγμένοι καί ἔντρομοι οἱ Μοναχοί πῆραν τήν εἰκόνα μέ πολλή εὐλάβεια καί χαρά καί τήν μετέφεραν στό Μοναστήρι, ὅπου ἔκαναν ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, δεήσεις καί λειτουργίες τρία ἡμερόνυχτα, γιά νά εὐχαριστήσουν τόν Θεόν καί τήν Παναγία, γιά τήν ὑπερθαύμαστη αὐτή δωρεά. Τήν ἔβαλαν τήν εἰκόνα μέ πολύ σεβασμό στό κέντρο τοῦ Ναοῦ καί ἔκαναν συνεχῶς δοξολογίες καί μετάνοιες εὐγνωμοσύνης. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἡ εἰκόνα ἐξαφανίστηκε. Τήν εἶδαν ὅμως νά στέκη ὄρθια πάνω ἀπό τήν πύλη τῆς Μονῆς. Τήν μετέφεραν καί πάλι εὐλαβικά στόν Ναό, ἀλλά καί πάλι ἔφυγε ἀπό τήν θέσιν αὐτή καί πῆγε ξανά πάνω ἀπό τήν πόρτα τῆς Μονῆς. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε κάμποσες φορές, χωρίς νά ἀντιλαμβάνονται οἱ Μοναχοί γιά ποιόν λόγον γινότανε αὐτή ἡ μετακίνηση τῆς εἰκόνας.
Τό μυστήριον αὐτό ξεδιάλυνε, ὅταν ἡ Παναγία παρουσιάστηκε ξανά στόν Γέροντα Γαβριήλ καί τοῦ εἶπε:
– Νά πῆς στόν ἡγούμενον, νά σταματήσουν νά μέ πειράζουν. Δέν ἦρθα στό Μοναστήρι γιά νά μέ φυλάγετε ἐσεῖς, ἀλλά ἦρθα γιά νά γίνω ἐγώ φύλακας καί φρουρός δικός σας καί σέ αὐτήν καί στήν μέλλουσα ζωή. Καί ὅσοι θά ζήσουν μέ εὐλάβεια καί φόβον Θεοῦ καί δέν ἀμελοῦν τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τελειώσουν τήν πρόσκαιρη ζωή τους σέ αὐτόν τόν τόπον, ἄς ἔχουν θάρρος καί νά μή φοβοῦνται τήν Κόλασιν, διότι αὐτήν τήν χάριν ἐζήτησα ἀπό τόν Θεόν καί Υἱόν μου καί τήν ἔλαβα. Ὡς ἐπιβέβαιωση τῶν λόγων μου, σᾶς δίνω αὐτό τό σημεῖον, ὅσον θά βλέπετε τήν εἰκόνα μου στό Μοναστήρι σας, δέν θά λείψη ἀπό τό Ὄρος τοῦτο ἡ χάρις καί τό ἔλεος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ.

Μόλις ἄκουσε τά λόγια αὐτά τῆς Παμμακάριστης Θεοτόκου ὁ θεοφόρος πατήρ Γαβριήλ ἔτρεξε βιαστικά στό Μοναστήρι καί τά εἶπε στόν ἡγούμενον. Ἐκεῖνος κατανυγμένος καί χαρούμενος συγκέντρωσε ὅλους τούς Μοναχούς, τούς ἀνεκοίνωσε τά εὐχάριστα νέα καί ἔδωσε ἀμέσως ἐντολή νά ἐργαστοῦν ὅλοι γιά νά χτισθῆ στήν ἀριστερή πλευρά στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς εἰδικό παρεκκλήσιο γιά τήν προστάτισσα καί φύλακα τῆς Μονῆς, ὅπου νά τοποθετήσουν τήν θαυματουργικήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, κατά τήν δική της ὑπόδειξη, καί ἀπό τότε ὀνομάστηκε ἡ εἰκόνα αὐτή Παναγία ἡ Πορταΐτισσα. Ἔτσι ἄρχισαν νά πηγαίνουν οἱ πιστοί καί νά προσκυνοῦν τήν ἱερή της εἰκόνα τόν Δεκαπενταύγουστο, πού γιορτάζετε ἡ ἐτήσια μνήμη τῆς Κοιμήσεώς της, ἀλλά καί ὅλες τίς ἄλλες ἡμέρες τοῦ χρόνου. Τήν Δευτέραν τῆς Διακαινησίμου μάλιστα γίνεται πανηγυρική λιτάνευση τῆς εἰκόνος, εἰς ἀνάμνηση τῆς εὑρέσεώς της, στό παραλιακό παρεκκλήσιο, στό σημεῖον ὅπου ἔβγαλε τήν εἰκόνα ἀπό τήν θάλασσα ὁ Μοναχός Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος ἁγίασε καί προστέθηκε στήν χορεία τῶν ῾Αγίων τοῦ Ἄθωνος. Τά θαύματα, πού ἔγιναν ἀπό τότε μέ τήν Χάριν τῆς Πορταΐτισσας Παναγίας εἶναι ἀμέτρητα καί πάντοτε βοηθεῖ ὅσους τήν ἐπικαλοῦνται μέ πίστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου