ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Ωδή  ε΄.  Ο  Ειρμός.
Ω Τρισμακάριστον ξύλον, εν ω ετάθη Χριστός, ο Βασιλεύς και Κύριος· δι΄ ου πέπτωκεν ο ξύλω απατήσας, τω εν σοι δελεασθείς, Θεώ τω προσπαγέντι σαρκί, τω παρέχοντι, την ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.

Ερμηνεία.

Δύο σχήματα ρητορικά μεταχειρίζεται εις τον Ειρμόν τούτον ο ιερός Κοσμάς, επιστροφήν και προσωποποιϊαν· επιστρέφων γαρ τον λόγον προς τον Σταυρόν, συνομιλεί με αυτόν άψυχον όντα και άλογον, ως εάν ήτον έμψυχος και λογικός. Προσαρμόζει γαρ η ρητορική τέχνη, όταν θέλη, ψυχήν εις τα άψυχα και λόγον εις τα άλογα και τοις απροσώποις περιτίθησι πρόσωπον. Προσφωνεί λοιπόν ούτως ο ασματογράφως· ω ξύλον του Σταυρού, συ τη αληθεία είσαι πολλών μακαρισμών άξιον· διότι επάνω εις εσέ ετανύσθη κατά τας χείρας και πόδας και καθ΄ όλον το σώμα, ο γλυκύς Ιησούς Χριστός, ο των αιώνων υπάρχων Βασιλεύς, και πάντων των όντων Κύριος, και δια μέσου σου έπεσε πτώμα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον ο Διάβολος, ο οποίος με την γεύσιν του απηγορευμένου ξύλου απάντησεν: ήτοι εδελέασε τον προπάτορα Αδάμ μέσα εις τον Παράδεισον της τρυφής. Πως δε; Και με ποίον τρόπον ο Διάβολος έπεσεν; Επειδή, καθώς αυτός εδελέασε τον Αδάμ, ρύτως ο αυτός αντιστρόφως εδελεάσθη από τον Θεόν, ος τις εκαρφώθη κατά την σάρκα επάνω εις εσέ τον Σταυρόν· ίνα, καθώς εκείνος δια ξύλου ενίκησε, δια ξύλου πάλιν και νικηθή· και με τον τρόπον όπου εκρήμνισε, με αυτόν και αυτός κρημνισθή. Επιφέρει δε ο Μελωδός και ότι ο σταυρωθείς Χριστός ο τον Διάβολον απατήσας, αυτός χαρίζει ειρήνην εις τας ψυχάς μας. διατί δε λέγει τούτο; Δια να φανερώση με τον τελευταίον αυτόν λόγον, ότι η Πέμπτη Ωδή αύτη είναι του Ησαϊου· εκείνος γαρ λέγει «Κύριε ο Θεός ημών ειρήνην δος ημίν· πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησ. κστ: 12). Πόθεν δε εδανείσθη ο μελωδός τον λόγον τούτον, ότι ο απατήσας: ήτοι ο δελεάσας Διάβολος εδελεάσθη; Από τον Θεολόγον Γρηγόριον· ούτω γαρ εκείνος φησίν εν τω εις τα φώτα λόγω αυτού: «Επειδή ώετο αήττητος είναι της κακίας ο σοφιστής, Θεότητος ελπίδι δελεάσας ημάς, σαρκός προβλήματι δελεάζεται· ίν΄ ως τω Αδάμ προσβαλών, τω Θεώ περιπέση, και ούτως ο Νέος Αδάμ τον Παλαιόν ανασώσηται και λυθή το κατάκριμα της σαρκός, σαρκί του θανάτου θανατωθέντος. Έφη δε και ο θεοφόρος Μάξιμος: «Επειδή το στερρόν μου της φύσεως, Θεότητος ελπίδι δελεάσας προς ηδονήν κατέσυρεν ο Διάβολος, δι΄ ης υποστήσας τον θάνατον, ηβρύνετο τρυφών την φθοράν της φύσεως· δια τούτο γίνεται τέλειος άνθρωπος ο Θεός, ίνα σαρκός προβλήματι δελεάσας, ερεθίση τον άπληστον περιχανόντα την σάρκα καταπιείν, γενησομένην αυτώ μεν δηλητήριον, τη δυνάμει της εν αυτή Θεότητος παντελώς διαφθείρουσαν, τη δε φύσει των ανθρώπων αλεξητήριον, προς την εξ αρχής χάριν δυνάμει της εν αυτή Θεότητος ανακαλουμένην» (Κεφ. ια΄ της γ΄ εκατοντάδος των γνωστικ.). Και εδώ βλέπε, ω αναγνώστα, δύο παραδείγματα αλιέων πάντη ανόμοια· ο μεν γαρ Διάβολος επαρομοίασε με ένα αφρονέστατον αλιέα και κυνηγόν, ο οποίος θέλων να πιάση μίαν αθερίνην και ένα μικρόν ψαράκι, έβαλε εις το αγκίστρι του δόλωμα ένα δέλφινα, ή ένα μεγαλώτατον κήτος· επειδή την ελπίδα της υπερμεγίστης και αχωρήτου Θεότητος δολώσας εις το αγκίστρι της απάτης του, με το μέγα αυτό δόλωμα εδελέασεν έναν ευτελή και μικρότατον άνθρωπον. Ο δε Θεός εκ του εναντίου, επαρομοίασε με ένα σοφώτατον αλιέα, ος τις με ένα μικρότατον ψαράκι, πιάνει ένα μεγαλώτατον κήτος· διότι αυτός, βαλών εις το αγκίστρι της κεκρυμμένης αυτού Θεότητος, το μικρόν δόλωμα της φαινομένης του Ανθρωπότητος, με αυτό εδελέασε και διέφθειρε το μέγα και νοητόν κήτος τον Διάβολον. Καθώς περί της τοιαύτης διαφθοράς αυτού ο πολυτάλας Ιώβ επροφήτευσε λέγων, «ο μέλλων (ο Χριστός δηλαδή) το μέγα κήτος χειρώσασθαι» (Ιώβ γ:8) ο δε Ακύλας και Θεοδοτίων αντί κήτους είπον, λευϊαθάν: ο εστι Βασιλεύς των εν τοις ύδασιν· ο δε Θεοδοτίων είπε Δράκοντα· πάντες δια των ονομάτων τούτων τον Διάβολον εννοούντες. Αλλά και συ, Χριστιανέ, εάν σταυρώνης την σάρκα σου και νεκρώνης τα πάθη και τας κακάς σου επιθυμίας, καθώς γράφει ο μακάριος Παύλος «οι δε του Χριστού, την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε:24) και εάν υπομένης ευχαρίστως κάθε θλίψιν και κακοπάθειαν, δια την ορθοδοξίαν και αρετήν· ήξευρε, ότι ο Χριστός θέλει αναπαυθή εις εσέ, ως επάνω εις τον Σταυρόν· επειδή ο Σταυρός δηλοί θλίψιν και κακοπάθειαν, εις δε την κακοπάθειαν αναπαύεται ο Θεός: «Ουδενί γαρ ούτω των πάντων, ως κακοπαθεία θεραπεύεται ο Θεός», κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον (Λόγ. εις Κυπριαν.). Και ο αββάς Ισαάκ λέγει: «Όπερ πατήρ κήδεται τέκνου, ούτω και ο Χριστός κήδεται σώματος κακοπαθούντος δι΄ αυτόν, και πλησίον εστί του σώματος αυτού δια παντός» (Σελ. 330) ήτοι του εισακούειν. Όθεν ακολούθως θέλεις γένη και συ ως ο Σταυρός, τρισμακάριστος· καθώς ο Κύριος εβεβαίωσε τούτο, ειπών «Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι, και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ΄ υμών, ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε:11). Αλλά και εάν φεύγης από τον Κόσμον και μένης εσταυρωμένος και νεκρός εις τας ηδονάς του, όχι μόνον δια του σώματος και της Πράξεως, αλλά και δια του λογισμού και της θεωρίας· (διπλή γαρ είναι η πράξις του Σταυρού, κατά τον άγιον Ισαάκ) ήξευρε, ότι θέλεις έχη αναπαυόμενον εις την ψυχήν σου τον σταυρωθέντα Κύριον. Δια να σαφηνίσω καλύτερα τα ανωτέρω, ακουσον, αγαπητέ· όταν ο άνθρωπος αναχωρήση από τον Κόσμον δια του σώματος και των αισθήσεων· τότε σταυρούται μόνον ο Κόσμος εις αυτόν, κατά το Αποστολικόν εκείνο λόγιον, το λέγον: «δι΄ ου εμοί Κόσμος εσταύρωται»· αλλά δεν φθάνει τούτο μόνον, αλλά είναι χρεία να σταυρωθή και ο άνθρωπος εις τον Κόσμον, κατά το ακόλουθον λόγιον του Αποστόλου, το λέγον· «καγώ τω Κόσμω (εσταύρωμαι δηλ.)»: ήτοι, αφ΄ ου ο άνθρωπος αναχωρήση από τον Κόσμον δια του σώματος και των αισθήσεων, πρέπει να αναχωρήση από αυτόν και δια των λογισμών, ώστε να μη έχη πλέον η καρδία του προσπάθειαν εις αυτόν, αλλά όλοι του οι λογισμοί να είναι εσταυρωμένοι: ήτοι νενεκρωμένοι εις τα του Κόσμου πράγματα. Χάριν λόγου, ήλθέ σοι λογισμός εν ησυχία καθημένω, να συνάξης χρήματα δια να κυβερνήσαι; Ο λογισμός ούτος είναι ασταύρωτος, και πρέπει να σταυρώσης: ήτοι να νεκρώσης αυτόν δια της δυνάμεως του Σταυρού. Πως; Εάν στοχασθής, ότι ο επί Σταυρού κρεμάμενος Θεός των απάντων, ήτον πάμπτωχος και γυμνός. Ήλθέ σοι ένας λογισμός φιληδονίας; Αυτός είναι ασταύρωτος, και πρέπει να σταυρώσης και να νεκρώσης αυτόν. Πως; Εάν στοχασθής το δριμύ όξος και την πικροτάτην χολήν, όπου εγεύθη επί του Σταυρού ο γλυκασμός της Εκκλησίας. Ήλθέ σοι λογισμός φιλοδοξίας; Αυτός είναι ασταύρωτος, και πρέπει να σταυρώσης και να νεκρώσης αυτόν. Πως; Εάν στοχασθής τας ατιμίας και γέλωτας, όπου υπέμεινεν επί του Σταυρού ο Δεσπότης σου. Ομοίως ποίει και εις τους άλλους κακούς λογισμούς όπου σοι έρχονται, σταυρώνων αυτούς και νεκρώνων με την δύναμιν του Σταυρού και του εν τω Σταυρώ προσηλωθέντος Χριστού, τόσον δια της Πράξεως, όσον και δια της Θεωρίας. Ούτως ηρμήνευσε το ανωτέρω ρητόν του Αποστόλου ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εν τω εις την Γ΄ Κυριακήν της αγίας Τεσσαρακοστής λόγω αυτού· ου γαρ ευκολονόητον είναι τόσον το του Αποστόλου, όσον και το του Αββά Ισαάκ ρητόν. Εάν λοιπόν ούτω ποιής, αγαπητέ, έχεις να φωνάζης και συ συν τω Παύλω με πείραν και δοκιμήν: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου Ιησού Χριστού, δι΄ ου εμοί Κόσμος εσταύρωται (δια της απ΄ αυτού φυγής δηλ. ) καγώ τω Κόσμω (δια της απροσπαθείας του λογισμού δηλ. )» (Γαλ. στ: 14). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου