ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Τροπάριον.
Αδιαλείπτως βαπτομένους, τω ζόφω του Προπάτορος Κύριε, δια Σταυρού ανύψωσας σήμερον· ως γαρ τη πλάνη άγαν ακρατώς, η φύσις προκατηνέχθη, παγκλήρως ημάς πάλιν ανώρθωσε, το φως το του Σταυρού σου· ον οι πιστοί μεγαλύνομεν.

Ερμηνεία.

Επειδή δύο κακά ηκολούθησαν εις τους ανθρώπους δια μέσου της παρακοής του Αδάμ: σκότος και πτώσις· δια τούτο ακολούθως και δύο αγαθά ηκολούθησαν εις αυτούς δια μέσου του τιμίου Σταυρού: φως και ανόρθωσις. Όθεν περί των τεσσάρων τούτων διαλαμβάνει ο ιερός Κοσμάς εν τω Τροπαρίω τούτω, και λέγει, ω Κύριε Ιησού Χριστέ, συ σήμερον ανύψωσας: ήτοι έκβαλες έξω εις το φως της θεογνωσίας όλους ημάς τους ανθρώπους, οίτινες πάντοτε εβαπτόμεθα και εβυθιζόμεθα μέσα εις το σκότος της του προπάτορος Αδάμ παραβάσεως· διότι όχι πέντε ή δέκα, όχι εκατόν ή χίλιοι, όχι τόσαι χιλιάδες ή μυριάδες ή μιλλιώνια, αλλά όλη ομού όλη η φύσις των ανθρώπων έπεσε πολλά ακράτητα πρότερον από την πλάνην της ειδωλολατρείας και αμαρτίας.
Και καθώς χάριν λόγου, όταν μία μεγαλοτάτη πέτρα πέση από κανένα υψηλόν βουνόν, κινείται ακράτητα, και δεν στέκει τελείως· αλλά σύρουσα μαζί και ό,τι άλλο ευρεθή έμπροσθέν της, εκεί μόνον στέκει, όπου εύρη τον κατώτατον πάτον της γης· ούτω και η μεγάλη αμαρτία του Αδάμ, και η δι΄ εκείνης πλάνη, αρχίσασα μέσα από τον εν Εδέμ Παράδεισον, δεν εστάθη ολότελα, αλλά και όλην την φύσιν των ανθρώπων σύρουσα, εκατέβασεν αυτήν μέσα εις τα του Άδου κατώτατα. Όθεν κακώς η ανθρωπίνη φύσις έπεσε πρότερον· ούτω πάλιν εξ εκείνης της κατωτάτης πτώσεως ανώρθωσεν αυτήν παγκλήρως: ήτοι με όλον το γένος μας. Ποίος δε την ανώρθωσεν; Το φως δηλαδή του τιμίου Σταυρού σου. Ανάρμοστον δε είναι το λέγειν, ότι το φως του Σταυρού ανώρθωσεν ημάς· αρμόδιον δε μάλλον ήτον, εάν ήθελεν ειπή, ότι η ράβδος ή η βακτηρία του Σταυρού ανώρθωσεν ημάς· καθότι ο ζητών τινά να ανορθώση, ουχί με φως αυτόν ανορθοί, αλλά με χέρι ή με ράβδον τυχόν ή με βακτηρίαν ή με τοιούτον άλλο. Ο μεν ουν Πτωχοπρόδρομος θεραπεύων την τοιαύτην αναρμοστίαν λέγει, ότι επειδή ο Μελωδός είπεν ανωτέρω ζόφον, δια τούτο κατωτέρω είπε φως, το εναντίον του ζόφου· την δε βοήθειαν και οδηγίαν του φωτός ωνόμασεν ανόρθωσιν του πεπτωκότος. Χάριν παραδείγματος, όταν ένας ευρίσκεται πεσμένος μέσα εις τόπον σκοτεινόν· εάν έλθη εκεί φως, ευθύς διαλύει το σκότος, και δείχνει εις τον πεπτωκότα την οδόν και τον τρόπον, πως εκείθεν να ανορθωθή. Και λοιπόν με τοιούτον τρόπον, αν ειπή τινάς, ότι το φως ανορθοί, ουδόλως αμαρτάνει. Χρήσιμον δε είναι και εις εσέ, αγαπητέ,  το νόημα του Τροπαρίου τούτου· διότι σκοτίζει τον νουν, ζοφώνει την καρδίαν, και ταράττει όλην την εσωτερικήν διάθεσιν του ανθρώπου. Επειδή ο πρωταίτιος και παρακινητής αυτής Διάβολος, είναι αυτόχρημα σχεδόν ζόφος και σκότος· καθώς αυτόν ωνόμασεν ο Κύριος ειπών: «Αλλ΄ αύτη υμών εστιν η ώρα και η εξουσία του σκότους» (Λουκ. κβ: 53). Όθεν οι την αμαρτίαν εργαζόμενοι, εν τω σκότει κάθηνται: «Καθήμενοι γαρ, φησίν, εν σκότει σκότος βλέπουσι» (Ησ. μβ: 7) και «Σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών του μη βλέπειν» (Ψαλμ. ξη: 24)· και εν τω σκότει περιπατούσιν: «Εν σκότει διαπορεύονται» (Ψαλμ. πα: 5)· αν και φαίνωνται, ότι βλέπουσι το αισθητόν τούτο φως, καθώς βλέπουσιν αυτό και τα άλογα ζώα. Δεύτερον μανθάνεις από το Τροπάριον τούτο, ότι η αμαρτία είναι βαρεία· και όσους κατασύρη εις τον κρημνόν της, αυτοί πάλιν πρέπει να σηκώνωνται ταχέως από εκεί δια της μετανοίας. Πρέπει λοιπόν, αδελφέ, προηγουμένως μεν να φεύγης με όλας σου τας δυνάμεις από κάθε αμαρτίαν, δια να μη σκοτισθής από αυτήν και τυφλωθής κατά τον νουν, και ούτω γένης παίγνιον των εχθρών σου Δαιμόνων· καθώς έγινε παίγνιον των αλλοφύλων και ο ανδρείος εκείνος Σαμψών, αφ΄ ου ετυφλώθη. Και παρακάλει τον Κύριον, να σε λυτρώση από το σκότος αυτό της αμαρτίας, με το φως της θείας Του χάριτος, λέγων το του Δαβίδ: «Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς το σκότος μου» (Ψαλμ. ιζ; 29) και βέβαια αυτός, όπου εξανατέλλει εν σκότι φως τοις ευθέσι, κατά τον ίδιον Δαβίδ (Ψαλμ. ρια: 4), θέλει σε ελευθερώσει από παντός πράγματος εν σκότει διαπορευομένου (Ψαλμ. ψ: 6). Εάν όμως από συναρπαγήν του νοός και ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως, κρημνισθής εις κανένα λάκκον της αμαρτίας, ειπέ εκείνο το του Ιερεμίου : «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται;» (Ιερ. η: 4): ήτοι ναι ανίσταται· και το του Μιχαίου «Πέπτωκα και αναστήσομαι» (Μιχ. ζ: 8). Όθεν δράμε νοερώς εις τον Ιησούν Χριστόν, και βόησον προς αυτόν εκ βάθους καρδίας και πίστεως «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, πρόφθασον και ανόρθωσόν με εκ του λάκκου τούτου της αμαρτίας» και βέβαια «ο ανορθώσας την οικουμένην εν τη σοφία αυτού, κατά τον Ιερεμίαν»(Ιερ. ι: 12) και ο ανορθών πάντας τους κατεραγμένους, κατά τον Δαβίδ (Ψαλμ. ρμδ: 15), αυτός έχει να σε ανορθώση από τον λάκκον της αμαρτίας· καθώς ανώρθωσε και την συγκύπτουσαν εκείνην γυναίκα, την μη δυναμένην ανακύψαι εις το παντελές, ειπών αυτή «Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου» (Λουκ. ιγ: 13), επάνω εις την οποίαν έβαλε τας χείρας, και παρευθύς ανωρθώθη, και εδόξαζε τον Θεόν. φυσικόν γαρ ιδίωμα έχει ο φιλανθρωπότατος Δεσπότης, να μη παραβλέπη τους πίπτοντας εν αμαρτίαις και παρακαλούντας να ανορθωθούν. Όθεν και εις εσέ θέλει δώσει χείρα βοηθείας. Διότι, αν ο άνθρωπος σπλαγχνίζεται τα άλογα ζώα, και όταν εκείνα πέσουν εις κανένα λάκκον, αυτός τα πιάνει και τα εκβάλλει έξω, κατά την παραβολήν του Κυρίου: «Τις έσται εξ υμών άνθρωπος ος έξει πρόβατον εν και εάν εμπέση τούτο τοις Σάββασιν εις βόθυνον, ουχί κρατήσει αυτό και εγερεί; Πόσω ουν διαφέρει άνθρωπος προβάτου» (Ματθ. ιβ: 11), αν, λέγω, ο άνθρωπος δείχνη τόσην ευσπλαγχνίαν εις το ζώον, πόσω μάλλον και ασυγκρίτως ο πολυέλεος Κύριος σπλαγχνίζεται και συμπονεί το πλάσμα των χειρών Του, τον άνθρωπον, δια την σωτηρίαν του οποίου ήλθεν από τους Ουρανούς και έγινεν άνθρωπος και έχυσε το πανάγιον αίμα Του; Όθεν υπόσχεται δια του Ησαϊου λέγων: «Το δε σωτήριόν μου εις τον αιώνα έσται» (Ησ. να: 6)· και εν Ευαγγελίοις: «ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ: 13).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου