ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Ωδή  δ΄.  Ο Ειρμός.
Εισακήκοα Κύριε, της οικονομίας σου το Μυστήριον· κατενόησα τα έργα σου, και εδόξασά σου την Θεότητα.

Ερμηνεία.

Επειδή η Τετάρτη ωδή είναι ποίημα του προφήτου Αββακούμ, ευρισκομένη εν τα τρίτω κεφαλαίω της αυτού προφητείας· δια τούτο ο ιερός Κοσμάς εν τω ειρμώ τούτω αναφέρει σχεδόν τα ίδια λόγια του προφήτου· ούτω γαρ και εκείνος λέγει: «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην. Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην». Αποτεινόμενος γαρ προς τον σαρκωθέντα Υιόν του Θεού, λέγει: Κύριε, εγώ εισήκουσα το Μυστήριον της ενσάρκου σου οικονομίας. Ταύτην γαρ ακοήν ωνόμασεν ο θεσπέσιος Αββακούμ.
Πόθεν δε εισήκουσεν αυτήν; Από το Πνεύμα το Άγιον το ενοικούν τη εκείνου καρδία, και από εκεί εμπνέον αυτώ τας προφητείας. Βλέπε δε, ω αναγνώστα, ότι δεν είπεν απλώς, ακήκοα, αλλά εισακήκοα, ήτοι έσω εις την καρδίαν μου ήκουσα την νοεράν φωνήν, την υπό του Αγίου Πνεύματος λαλουμένην. Όθεν και ανωτέρω εν τω β΄ κεφαλαίω της προφητείας του λέγει ο αυτός προφήτης «αποσκοπεύσω του ιδείν τι λαλήσει εν εμοί», ήτοι εντός μου. Ποίος; το Πνεύμα το Άγιον δηλαδή, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος. Ούτω γαρ και ο προφήτης Δαβίδ έλεγεν: «ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός» (Ψαλμ. πδ:8). Ένδοθεν γαρ εν τω ηγεμονικώ ακούουν οι προφήται α ακούουν και ουχί έξωθεν. Όθεν είπεν ο Προκόπιος; «η εν πρόθεσις, την εν διανοία παρίστησιν ακοήν» (σελ. 921 της Πεντατεύχου).                                  
Κατανοήσας δε, λέγει, κατά βάθος τα φοβερά έργα και τα φρικτά θαυμάσια, με τα οποία συ ο σεσαρκωμένος Λόγος θέλεις εργασθής την σωτηρίαν των ανθρώπων, και μάλιστα τον Σταυρόν και τον θάνατόν σου, ταύτα, λέγω, στοχασθείς, δεν εδυνήθην άλλο να κάμω, πάρεξ να δοξολογήσω την ιδικήν σου Θεότητα· ταύτης γαρ μόνης ήτον ίδιον να κάμη τοιαύτα θαυμαστά τέρατα, ήτοι δια της ταπεινότητος του Σταυρού, να νικήση τον υπερήφανον Διάβολον· δια του πάθους, να προξενήση απάθειαν και δια του θανάτου, να χαρίση ζωήν εις όλους τους ανθρώπους. Συνήθεια γαρ επικρατεί εις τους αγίους και ιερούς άνδρας, όταν αυτοί ειπούν κανέν υψηλόν και μεγάλον νόημα περί Θεού, ευθύς να τρέπωνται εις αυτού δοξολογίαν. Τούτο δε πάσχουν, ή από τον πολύν θαυμασμόν, ή από την πολλήν πνευματικήν χαράν, η οποία χύνεται εις τας ψυχάς των εκ του νοήματος εκείνου, την οποίαν να υποφέρουν εντός των καρδιών των δεν δύνανται. Καθώς τούτο μάλιστα συνειθίζει να κάμνη ο μέγας Παύλος εις τας επιστολάς του, ως εν τη ερμηνεία εκείνων είπομεν· και ως ο Σύρος Εφραίμ, και άλλοι· καθώς και εδώ ο ιερός ούτος Μελωδός τούτο εποίησεν. Αρμόζει δε ο ειρμός ούτος και εις εσέ, αγαπητέ, διότι εάν συ, ως ο Αββακούμ, σταθής εις την φυλακήν σου, και πατήσης επάνω εις την πέτραν: «επί της φυλακής μου γαρ, φησίν εκείνος, στήσομαι, και επιβήσομαι επί πέτραν» (Αββακ. β:1), θέλεις αξιωθή και της Αββακούμ χάριτος. Ποία δε είναι η φυλακή αύτη; Και ποία η πέτρα; άκουσον· φυλακή είναι η προσοχή και τήρησις του νοός από κάθε βλάσφημον, και αισχρόν, και πονηρόν λογισμόν. Πέτρα δε είναι, η καρδία· μάλλον δε, Πέτρα είναι, το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το εν τη καρδία μελετώμενον, όστις Ιησούς Χριστός είναι η στερεά Πέτρα, περί ης είπεν ο μέγας Παύλος: «η δε Πέτρα, ην ο Χριστός» (α΄ Κορ. 1:4). Όταν λοιπόν, αδελφέ μου Χριστιανέ, τραβίξης τον νουν σου από όλα του Κόσμου τα πράγματα: ηδονάς, λέγω, και δόξας και αργύρια, και εμβάσης αυτόν μέσα εις την καρδίαν σου, και εκεί ευρίσκων τον εν τη καρδία ενδιάθετον καλούμενον λόγον, με αυτόν λέγης την μονολόγιστον ταύτην Προσευχήν μετά θερμής πίστεως και ελπίδος και αγάπης: ήγουν το, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με, βαστών και ολίγον την αναπνοήν σου· τότε αποκτάς την φυλακήν του νοός. Διότι η θέρμη εκείνη, ήτις γεννάται από την συχνήν μελέτην του Αγίου ονόματος του Ιησού, αυτή μαστίζει και κατακόπτει τους Δαίμονας, ως μάχαιρα δίστομος, και δεν αφήνει αυτούς να προσβάλουν εις τον νουν σου τους ατόπους αυτών λογισμούς. Όθεν είπεν ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Όταν δε η καρδία σου καθαρισθή από τα πάθη και τας επιθυμίας, οποίας έφθασε να λάβη των του Κόσμου πραγμάτων: φιληδονίας, λέγω, φιλοδοξίας και φιλαργυρίας, και στερεωθή όλη διόλου εν τη Πέτρα: ήτοι εν τη πίστει του Ιησού Χριστού· τότε επιβαίνεις και συ, ως ο Αββακούμ, επάνω εις την στερεάν Πέτραν της καρδίας σου, χωρίς να φοβηθής κανένα φόβον, ούτε δαιμονικόν και εσωτερικόν, ούτε ανθρώπινον και εξωτερικόν, λέγων με τον Δαβίδ «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω»; (Ψαλμ. κστ:1). Τότε λοιπόν επάνω εις την Πέτραν ιστάμενος της καρδίας σου, αποσκοπεύεις και συ, τι έχει να λαλήση νοερώς ένδοθέν σου ο Θεός. Τότε έχει να σοι προστεθή και ωτίον νοερόν, δια να ακούης τους νοερούς λόγους, τους οποίους μέλλει να ενηχήση εις εσέ η χάρις του Αγίου Πνεύματος· καθώς επρόσθεσε τούτο και εις τον Προφήτην Ησαϊαν· διο και έλεγε: «Προσέθηκέ μοι ωτίον του ακούειν» (Ησ. ν:4) και πάλιν: «Και η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» τα νοερά δηλαδή της καρδίας· καθώς ερμηνεύει ο Χρυσορρήμων (Ησ. ν:5). Όθεν τότε και συ έχεις να λέγης μαζί με τον Αββακούμ: «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην». Δια τούτο είπε και ο θεοφόρος Μάξιμος «Καρδία εστί καθαρά, η παντάπασιν ανείδεον τω Θεώ και αδιαμόρφωτον παραστήσασα την μνήμην, και μόνοις τοις αυτού έτοιμον ενσημανθήναι τύποις, δι ων εμφανής πέφυκε γίνεσθαι» (Κεφ. πβ΄ της β΄ εκατοντάδος των Γνωστικών).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου