ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Τροπάριον.
Σύμμορφος πηλίνης, ευτελούς διαρτίας Χριστέ γεγονώς, και μετοχή σαρκός της χείρω, μεταδούς θείας φύτλης, βροτός πεφυκώς και μείνας Θεός, και ανυψώσας το κέρας ημών, άγιος ει Κύριε.

Ερμηνεία.

Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τον Παύλον και από τον Θεολόγον Γρηγόριον· το μεν γαρ «Σύμμορφος πηλίνης ευτελούς διαρτίας» εδανείσθη από την προς Φιλιππησίους του Απ. Παύλου επιστολήν, όστις λέγει: «Ος εν μορφή (ήτοι φύσει και ουσία) Θεού υπάρχων, ουχ΄ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ΄ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β: 6)· το δε «Μετοχή σαρκός της χείρω μεταδούς θείας φύτλης» εδανείσθη από τον Θεολόγον, λέγοντα εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω: «Τότε μεν (όταν δηλαδή τον Αδάμ έπλασεν ο Υιός) του κρείττονος (της ψυχής) μετέδωκεν (εις αυτόν τον Αδάμ), νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος» (του ανθρωπίνου σώματος). Όθεν τούτων των δύο τα λόγια ενώσας ο Ιερός Κοσμάς, ομού δε με ταύτα και το της Άννης, ούτω λέγει: «Άγιος είσαι, ω Κύριε, όστις έγινες σύμμορφος: ήτοι συγκοινωνός της διαρτίας: τουτέστι της πλάσεως της γηϊνης και ευτελούς των ανθρώπων».
Ερανίσθη δε την λέξιν ταύτην από τον Ιώβ, εν ω γράφεται: «Εκ πηλού διήρτισαι συ, ως και εγώ, εκ του αυτού διηρτίμεθα» (Ιω. λγ: 6). «Μεθέξας δε (λέγει ο Μελωδός), από την σάρκα ημών την χείρονα και πολύ κατωτέραν της ψυχής, μετέδωκας εις ημάς από την Θείαν και αθάνατον φύτλην (φύσιν), μείνας μεν Θεός, όπερ ήσουν προ των αιώνων, γενόμενος δε επ΄ εσχάτων φύσει άνθρωπος, το οποίον δεν ήσουν». Όθεν είπεν ο Θεοφόρος Μάξιμος «Οι εξ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του Λόγου έφασαν τον Θεόν Λόγον τέλειον όντα Θεόν, γενέσθαι τέλειον άνθρωπον, μήτε το Θεός είναι αποθέμενον, δια το γενέσθαι άνθρωπον, μήτε κωλυθέντα γενέσθαι, όπερ ουκ ην, άνθρωπον, δια το μεμενηκέναι, όπερ ην, ήγουν Θεόν» (εν τη εκθέσει της Πίστεως παρά τη δογμ. Πανοπλία). Και λοιπόν δια της ενανθρωπήσεώς σου, Ιησού Χριστέ, ανύψωσας ημών των ανθρώπων την δόξαν και δύναμιν· ταύτα γαρ το κέρας δηλοί. Τούτο δε όπου λέγει εδώ ο Μελωδός, ότι μετέδωκεν εις ημάς ο Χριστός από την θείαν Του φύσιν, είναι εκείνο το ίδιον όπου είπεν ο Κορυφαίος Πέτρος: «Ίνα δια τούτων γένησθε θείας κοινωνοί φύσεως» (β΄ Πέτρ.  α: 4)· το οποίον δεν νοείται, ότι έχει να μεθέξη τινάς από την του Θεού φύσιν και ουσίαν· άπαγε! Τούτο γαρ είναι αδύνατον εις κάθε κτίσμα· και τούτο εστάθη κακόδοξον φρόνημα των Μασσαλιανών πρότερον, και των Βαρλααμιτών και Ακινδυνιαστών ύστερον· καθότι η υπερούσιος φύσις και ουσία του Θεού άπειρος ούσα, είναι όχι μόνον πάντη αμέθεκτος, αλλά και αόρατος και ανεπινόητος· όθεν το πεπερασμένον δεν εμπορεί να χωρήση το άπειρον. Φύσις λοιπόν Θεία εδώ εννοείται η φυσική και ουσιώδης χάρις και ενέργεια του Θεού, από την οποίαν μετέχουσιν οι κεκαθαρμένοι, και με την μετοχήν αυτής Θεοί γίνονται κατά χάριν· επειδή κατά τους θεολογούντας ομού και φιλοσοφούντας φύσεις λέγονται και τα φυσικά. Όρα και την ερμηνείαν του ανωτέρου ρητού του Κορυφαίου εν τη νεοτυπώτω ερμηνεία των Καθολικών Επιστολών, και εκεί θέλεις εύρη πολλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου