ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Τροπάριον.

Ίκται δι΄ ημάς, Αβραάμ εξ οσφύος, Λυγρώς πεσόντας, εν σκότει των πταισμάτων, Υιούς εγείραι, των κάτω νενευκότων, Ο φως κατοικών, και φάτνην παρ΄ αξίαν, Νυν ευδοκήσας, εις βροτών σωτηρίαν.


Ερμηνεία.


Ο Μονογενής Υιός και ενυπόστατος Λόγος του Πατρός, ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, καθώς είπεν ο Παύλος (α΄ Τιμ. στ: 16), όστις ευδόκησεν (ηθέλησε κατά προηγούμενόν του θέλημα· τούτο γαρ δηλοί η λέξις «ευδοκία», κατά τον εκ Δαμασκού Ιωάννην, και τον Θεσσαλονίκης θείον Γρηγόριον) δια την των ανθρώπων σωτηρίαν να κατοικήση την των αλόγων ζώων ευτελεστάτην φάτνην, έξω παντάπασιν από την αξίαν και μεγαλειότητα της Θεότητός του, ήλθε και εγεννήθη σήμερον εις την γην δια ημάς τους ανθρώπους, οίτινες αθλίως και χαλεπώς επέσαμεν εις το σκότος των αμαρτιών.
Πόθεν δε εγεννήθη; Από την οσφύν (το σπέρμα) του Αβραάμ· επειδή, κατά τους Φυσικούς, εις την οσφύν ευρίσκονται οι νεφροί· εις δε τους νεφρούς πάλιν ευρίσκεται το σπέρμα με κυριώτερον λόγον, παρά εις τα λοιπά μέλη του σώματος· όθεν καο ο Παύλος είπε περί του Λευϊ: «Δια Αβραάμ και Λευϊ ο δεκάτας λαμβάνων δεδεκάτωται· έτι γαρ εν τη οσφύϊ του Πατρός (Αβραάμ) ην» (Εβρ. ζ: 9). Δια τούτο ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αρχίζων το ιδικόν του Ευαγγέλιον είπε: «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού Υιού Δαβίδ, Υιού Αβραάμ» (Ματθ. α: 1). Διατί δε εγεννήθη; Ίνα, κατά το λόγιον του Προδρόμου το λέγον: «Δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Λουκά γ; 8), εγείρη πνευματικούς Υιούς δια της πίστεως εις τον κατά σάρκα προπάτορά του Αβραάμ. Πόθεν να τους εγείρη; Από τα κάτω νενευκότα: ήγουν από τους λίθους και τα ξύλα· φυσικώς γαρ ταύτα από τα άνω νεύουσι και φέρονται εις τα κάτω, δια το βάρος όπου έχουν· καθώς το πυρ εκ του εναντίου φυσικώς φέρεται από τα κάτω εις τα άνω, δια το ελαφρόν όπου έχει. Νοούνται δε αλληγορικώς λίθοι κατωφερείς, τα σκληρά και λιθοκάρδια Έθνη, από τα οποία ηγέρθησαν εις τον εκ πίστεως Αβραάμ τέκνα πνευματικά σχεδόν άπειρα δια της εις Χριστόν πίστεως. Ακολούθως δε ο Μελωδός κατασκευάζει το επίλοιπον του Τροπαρίου εκ του ρητού του Αποστόλου, λέγοντος: «Ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον», και λέγει· Συ, Χριστέ, ο οποίος, κατοικείς εις το φως, δι΄ άκραν φιλανθρωπίαν κατέβης επί γης, και εις φάτνην ανεκλίθης δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Αλλά πως ο Θεός κατοικεί φως, ενώ η μεν κατοικία είναι περιγραφή των σωμάτων, ο δε Θεός ασώματος ων και άπειρος, είναι απερίγραπτος; Εις τούτο αποκρινόμενοι όσον είναι δυνατόν εις ανθρώπινον νουν λέγομεν, ότι καθώς ο άνθρωπος, ενώ κατοικεί εις οικίαν, περιορίζεται πανταχόθεν από αυτήν· ούτως ο Θεός επειδή είναι όλος φως, λέγεται ότι κατοικεί εις φως, και από φως περικυκλούται. Συμφώνως δε με τον Παύλον είπε και ο Δαβίδ προ του Παύλου, ότι ο Θεός φορεί το φως ως φόρεμα: «Αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον» · το φως όμως, εις το οποίον ο Θεός κατοικεί, δεν είναι υλικόν, είναι άϋλον, άκτιστον, αιώνιον, και δια τούτο απρόσιτον (απλησίαστον) και αόρατον από υλικούς οφθαλμούς. Και ότι είναι τοιούτον, μαρτυρούν λαμπρώς οι τρεις πρόκριτοι του Ιησού Μαθηταί, οι οποίοι εις την Μεταμόρφωσιν του Ιησού επί το Θαβώριον όρος μη δυνηθέντες να βλέπωσι το Θείον φως, το οποίον εξήστραψεν από τον Ιησούν, έπεσον χαμαί κατά πρόσωπον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου