ΟΥΔΕΙΣ ΜΕ ΑΓΑΠΑΕΙ ΩΣ Ο ΠΑΤΗΡ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ..

http://agiooros.org/viewtopic.php?f=43&t=10874

....Σε αυτό το διάστημα ο π. Ιερώνυμος με δικές του ενέργειες και προσπάθειες, είχε βοηθήσει την Γερόντισσα Ευπραξία να φτιάξει ένα μικρό Ησυχαστήριο βορειοανατολικά και σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από το νοσοκομείο της Αίγινας. Η Γερόντισσα είχε μείνει πολύ καιρό φιλοξενούμενη σε σπίτια γνωστών του, έως ότου βρει κάποιο μοναστήρι για να μονάσει. Αυτό την εμπόδιζε να εκτελεί τον μοναχικό κανόνα της και την προσευχή. Κι ο πάντα φιλόστοργος π. Ιερώνυμος, που όλα τα σκεφτόταν και για όλα νοιαζόταν, της βρήκε αυτό το ησυχαστικό μέρος και φρόντισε να χτιστούν αρχικά δυο κελλάκια και αργότερα ένα εκκλησάκι, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, προς την οποία ο π. Ιερώνυμος είχε πολύ μεγάλη ευλάβεια και αγάπη. Εκεί, έξω από το εκκλησάκι και δίπλα στα κελλιά είχε εγκαταστήσει κι ένα μικρό πάγκο με διάφορα εργαλεία και το χρησιμοποιούσε σαν εργαστήρι.


Πολλές μέρες, όταν του έμενε λίγος χρόνος από την πνευματική του διακονία, πήγαινε στο Ησυχαστήριο για να δει την Γερόντισσα Ευπραξία και να την καθοδηγήσει. Στην συνέχεια καταγινόταν στο εργαστήρι με διάφορες δουλειές. Έφτιαχνε ρολόγια εκκρεμή, αναπτήρες κι άλλα αντικείμενα, τα οποία χάριζε σε μοναστήρια και σε γνωστούς του. Πάντα είχε κάτι να κάνει. Κι όπως στα πνευματικά, έτσι και στα υλικά όλα τα έκανε τέλεια. Κάποτε η Γερόντισσα Ευπραξία, αφού είδε, πως ο π. Ιερώνυμος είχε αλλάξει γνώμη και δεν ήθελε να φτιάξει μοναστήρι, αποφάσισε να πάει στην Δράμα, στους συγγενείς της, και στην συνέχεια να βρει κάποιο μοναστήρι για να μονάσει. Είχε ξεκινήσει από την νεανική της ηλικία στο μοναστήρι της Θεοσκέπαστης στον Πόντο. Εκεί μόναζαν πολλές μοναχές, και τώρα λαχταρούσε να βρεθεί πάλι σε μοναστηριακό περιβάλλον, να ζει κοντά σε μοναχές. Η κατά μόνας ζωή, την είχε κουράσει. Εξολομογήθηκε όλους τους πόθους και τα όνειρα, που έτρεφε από μικρή στον Γέροντα. Του αποκάλυψε και την σκέψη της να πάει στους δικούς της στην Δράμα, με απώτερο σκοπό να βρει κάποιο μοναστήρι εκεί κοντά για να μονάσει. Εκείνος την άκουσε χωρίς να μιλήσει και της ευχήθηκε να την βοηθήσει ο Θεός να εκπληρωθεί η επιθυμία της. Αφού πήρε την ευλογία του Γέροντα, ξεκίνησε από την Αίγινα για τον Πειραιά και από εκεί με πλοίο για την Θεσσαλονίκη, για να συνεχίσει μετά το ταξίδι της στην Δράμα. Στο πολύωρο ταξίδι της από Πειραιά για Θεσσαλονίκη, μέσα στο πλοίο αισθανόταν την ψυχή της πολύ βαριά. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ στην ζωή της. Οδοιπορίες, διωγμοί, απελάσεις, ξενιτιά, φτώχεια, την είχαν κουράσει. Και τώρα βάδιζε πάλι προς το άγνωστο με αβέβαιο τον προορισμό της. Ακόμα βασανιζόταν, επειδή κοντά στον Γέροντα Ιερώνυμο είχε βρει ανάπαυση η ψυχή της. Τον ένιωθε στοργικό, πνευματικό πατέρα και προστάτη της και τώρα που έφευγε, άρχισε να αισθάνεται έντονα την έλλειψή του. Οι λογισμοί μέσα της πάλευαν άγρια. Από την μια ήθελε να είναι κοντά στον πνευματικό της πατέρα, αυτόν τον εμπνευσμένο και φωτισμένο οδηγό. Από την άλλη, την μαστίγωνε η επιθυμία να βρεθεί σε μοναστικό περίβολο, να ζει ανάμεσα σε μοναχές και να παρακολουθεί τις Ιερές Ακολουθίες μαζί τους. Τί έπρεπε να κάνει; Εκεί σε μια στιγμή στο κατάστρωμα του πλοίου έσκυψε το κεφάλι της στα γόνατά της και αναλύθηκε σε δάκρυα. Προσευχόταν έντονα και παρακαλούσε τον Θεό και την Παναγία, να την φωτίσουν, τί να κάνει. Να συνεχίσει το ταξίδι της ή να γυρίσει στην Αίγινα; Πέρασαν πολλές ώρες  έτσι, με προσευχή και με δάκρυα. Σε κάποια στιγμή αποκαμωμένη από την ένταση και την προσευχή, σε κατάσταση, που και η ίσια δεν μπορούσε να αντιληφθεί αν ήταν ξύπνια ή σε έκσταση, είδε, πως βρέθηκε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου και την παρακαλούσε να την βοηθήσει σ΄ αυτήν την δύσκολη στιγμή. Και ξαφνικά ακούει να βγαίνει από την εικόνα μια φωνή: ''Ουδείς άνθρωπος επί της γης με αγαπάει, ως ο π. Ιερώνυμος''. Πετάχτηκε όρθια, ενώ στ΄ αυτιά της αντηχούσαν ακόμα τα λόγια που άκουσε. Η ψυχή της είχε ηρεμήσει, όλοι οι λογισμοί της είχαν εξαφανισθεί. Μια βαθειά γαλήνη απλώθηκε μέσα της. Όλη η άγριαθάλασσα των λογισμών, που είχε πριν από λίγο  κυριεύσει την ψυχή της, είχε φύγει, και τώρα είχε γαληνέψει. Σαν να πήρε την απάντηση, που με τόση αγωνία λαχταρούσε. Έσκυψε πάλι, έβαλε το κεφάλι στα γόνατά της και αναλύθηκε ξανά σε δάκρυα. Δάκρυα χαράς όμως! Πόση ανακούφιση της πρόσφεραν τώρα αυτά τα δάκρυα. Πέρασαν πάλι μερικές ώρες έτσι, στην ίδια στάση, με μια προσευχή δοξολογίας και ευχαριστίας. Και, όταν έφτασε στην Θεσσαλονίκη πήρε το επόμενο πλοίο για Πειραιά. Όταν έφτασε στην Αθήνα, βρήκε τον π. Ιερώνυμο στο εργαστήρι του ν΄ ασχολείται με διάφορες επισκευές. Διακριτική και η ίδια δεν θέλησε να του αποκαλύψει το όραμά της για να μην τον βλάψει ψυχικά. Φοβόταν μήπως τον ενοχλήσει ο δαίμονας του εγωισμού. Τον πλησίασε όμως κι όπως ήταν σκυμένος πάνω στον πάγκο του είπε:

-Αλήθεια Γέροντα, την αγαπάς πολύ την Παναγία μας; Εκείνος δεν απάντησε, χαμογέλασε μόνο αινιγματικά και με νόημα. Προφανώς τα γνώριζε όλα, αλλά, όπως πάντα δεν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό του. ''Κάποτε διηγείται η Γερόντισσα Ευπραξία, θα ταξίδευα για την Δράμα. Πήγαινα να δω τους δικούς μου. Έπρεπε να μείνω ένα βράδυ στην Αθήνα κι ο Γέροντας μου είπε:

-Να πας στην τάδε εκκλησία για να κοινωνήσεις και μετά να ταξιδέψεις.                        -Γέροντα, να πάω σ΄αυτό το μοναστήρι, που οι μοναχές είναι γνωστές μου;               -Όχι, στην εκκλησία, που σου είπα να πας. Έφυγα, με την απόφαση να κάνω αυτό που μου είπε ο Γέροντας. Όταν, όμως έφτασα στον Πειραιά σκέφτηκα:     ''Δεν πάω καλύτερα στο μοναστήρι, που θα είναι πιο ήσυχα και οι ακολουθίες διαβάζονται πιο προσεχτικά''; Και χωρίς να περάσει από τον νου μου, πως αυτό που έκανα ήταν παρακοή, πήγα στο Μοναστήρι. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχτηκαν, όσο καλά τα περίμενα. Οι μοναχές ήταν πολύ απασχολημένες και δεν μου έδωσαν καθόλου σημασία.

Πέρασα όλη την ημέρα με ένα καφέ. Το απόγευμα ήρθε μια οικογένεια, που η κόρη τους είχε φύγει για μοναχή και φώναζαν. Αναστάτωσαν τον κόσμο. Κι επειδή υποψιάστηκαν, ότι είχε πάει σε αυτό το μοναστήρι, μάζεψαν όλες τις μοναχές και τις πήγαν στην αστυνομία για ανάκριση. Φοβήθηκα κι έφυγα. Σκέφθηκα να πάω σε μια γνωστή μου, που μένει στον Κορυδαλλό, αλλά δυστηχώς δεν την βρήκα εκεί. Στεναχωρήθηκα πολύ, δεν ήξερα, τι να κάνω; Τελικά με είδε κάποια γυναίκα Πόντια, με λυπήθηκε έτσι αναστατωμένη που ήμουν και με κάλεσε στο σπίτι της. ''Έφαγες''; με ρώτησε. Εγώ από την ταραχή και την ντροπή μου απάντησα ''ναι''. Έτσι έπεσα να κοιμηθώ νηστική. Τότε κατάλαβα, πως, όλα, όσα έπαθα ήταν αποτέλεσμα της παρακοής μου. Ο Γέροντας ποτέ δεν έλεγε κουβέντες χωρίς λόγο, περιττές. Κι επειδή όλα τα προέβλεπε, μου είπε να μην πάω στο μοναστήρι. Όσες φορές του έκανα παρακοή, ακόμα και στα πιο παραμικρά κι ασήμαντα πράγματα, όλα μου πήγαιναν ανάποδα.  Γι΄ αυτό αποφάσισα άλλη φορά να μην παρακούσω, ούτε και στην ελάχιστη εντολή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου