ΠΟΡΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ...

http://agiooros.org/viewtopic.php?f=43&t=10676

Ενα περιστατικό, συγκινητικό για το βαθύ περιεχόμενό του, που συνέβη σε κάποιο νέο, τελείως άπειρο από το ψέμα και την πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία για την αγάπη του για την αλήθεια. Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός αγράμματου αλλά καθαρού και τίμιου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, πίστη ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό· μια ψυχή ταγμένη λίγο παρακάτω από τους αγγέλους. Όντως, είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια.
Το γεγονός αυτό συνέβη, στα απόμερα βάθη της χώρας, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό. Εκεί ζούσε ένας χωριάτης ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο. Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπάκουγε την συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή. Με τον απλό τρόπο του δεν την καταπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν κάποιος παρακούσει την συνείδηση μια φορά, δυο φορές ή περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια.

Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτος ενθουσιασμό για την ζωή. Δεν κατέκρινε κανέναν ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον.

Μια μέρα, άκουσε από έναν «προσκυνητή» πως, «για να σωθεί κανείς, πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό». Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού αυτή ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι όπου ζούσε. Είχε βαπτισθεί σε νηπιακή ηλικία, μα δεν το θυμόταν καθόλου τον λόγο αυτό: «Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Εντούτοις, αυτά τα λόγια ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τα βίωσε στην κυριολεξία.

Παράγγειλε έναν ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθεί τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιον δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να, ο σταυρός· αλλά πού να τον πάει;

Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε τα λίγα υπάρχοντά του και την δουλειά του. Σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. Βάδισε, όπως λέει κι η παροιμία, «ακολουθώντας την μύτη του». Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και, επιτέλους, μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα. «Ποιος είσαι εσύ;», τον ρώτησε με απορία ο πορτάρης, «και, πού πας με τον σταυρό σου;».
«Να, εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φθάσω στον Χριστό· δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;».
«Πω, πω! Βρήκαμε έναν παλαβό! Θα πάω να το πω στον ηγούμενο».

Πήγε ο μοναχός και το είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό. «Μα, δεν έρχεται! Επιμένει να μην αφήσει τον σταυρό του και, έτσι, δεν μπορεί να μπει στο κελί σας μαζί με τον σταυρό, ο οποίος είναι πολύ μεγάλος!».
Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού.
«Λοιπόν, αν θέλεις, θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις τον Χριστό. Κι εμείς σ’ Αυτόν πηγαίνουμε. «Τότε, πού είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς έναν σταυρό;».
«Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος.
«Μα, πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος.
«Εσύ ο ίδιος θα δεις το πώς. Αλλά, προς το παρόν, θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα· να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρ’ τον εκεί κάτω, στην εκκλησία».

Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο κι άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά, πάνω του, πάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος Σταυρός και πάνω Του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Τον κοίταζε και Τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και τα πόδια, απ’ όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος Του, επίσης, υπήρχε αίμα και ένα τραύμα. Και το κεφάλι Του ήταν λουσμένο στο αίμα· το δε πρόσωπό Του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιος ήταν; Ποιος να ήταν Αυτός; «Άνθρωπε, Ποιος είσαι; Και Συ, λοιπόν, βάσταξες τον Σταυρό Σου και δεν χωρίστηκες από Αυτόν; Αλλά, πώς γίνεται και είσαι Κρεμασμένος στον Σταυρό Σου;». Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι’ Αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θά ’δινε και την ζωή του, αν μπορούσε να υπηρετήσει τον Πάσχοντα και να Τον βοηθήσει.
«Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω! Κατέβα από τον Σταυρό Σου και θα Σου δώσω εγώ να φας!».
Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος, ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε… Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα κι έλα σε μένα! Δίδαξέ με πώς και πού να βαστάω τον σταυρό μου; Μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ πάνω του;».

Έτσι, προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές μέρες και νύχτες, μ’ όλη του την καρδιά. Έπεσε κάτω μπροστά Του κι έγινε μούσκεμα από τα δικά του δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος, ακούγοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον Σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό άνθρωπο πώς να βαστάει τον σταυρό του για να έρθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανένας δεν μπορεί να σωθεί χωρίς τον σταυρό του.

Ο Κύριος αποκάλυψε στον απλοϊκό άνθρωπο το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος· του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
«Εγώ είμαι ο Υιός του ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό Μου. Κανένας δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του. Κανένας δεν πρόκειται να δεχθεί την Χάρη του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του. Χρειάζεται μονάχα να ενώσεις τον σταυρό σου με τον Σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης».

Ο απλοϊκός μας άνθρωπος τ’ άκουγε όλ’ αυτά και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα μέσα στην καρδιά του. Και ο Κύριος τού αποκάλυψε πως μέσα σε λίγες μέρες θ’ αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός, μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατό του, προσευχόμενος ακατάπαυστα και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα. Επίσης, αποκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του.

Ο ηγούμενος έχυσε δάκρυα και τον παρακάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι’ αυτόν. Μ’ όλη του την καθαρή καρδιά, ο απλοϊκός άνθρωπος του Θεού άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα Χριστό και για τον ηγούμενο: «Πάρε κι αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών! Απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή!». Του απαντά ο Κύριος: «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω κι αυτόν; Δεν είναι ακόμη έτοιμος!». Παρακαλάει και πάλι ο απλοϊκός: «Ω, παρ’ τον Χριστέ μου! Για χάρη της αγάπης που μού ’δειξε, όταν μού ’δωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό της τό ’φερα σε Σένα. Κάμε αγάπη και σ’ αυτόν, για χάρη της αγάπης που έκαμε σε μένα. Παρ’ τον στην Βασιλεία των Ουρανών! Ω, Κύριε, Θεέ μας, Εσύ που είσαι ο Σωτήρας μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας! Άκουσε την προσευχή μου και μη του στερήσεις την ανέκφραστη χάρη και χαρά Σου!».

Και ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού Του δούλου και του αποκάλυψε την ώρα του θανάτου και του ηγουμένου, και ο απλοϊκός είπε στον ηγούμενο την ώρα και του δικού του τέλους. Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται κι αυτός για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα.
Στην διορισμένη λοιπόν μέρα και ώρα, ο απλοϊκός και αγνός λάτρης του Χριστού αποδήμησε προς τον Κύριο και, μετά από δυο εβδομάδες, κατά την ορισθείσα μέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου