Εμπειρικαί αποδείξεις της Αναστάσεως του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Η Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι το πιο μεγάλο και πιο σπουδαίο γεγονός, που σημάδεψε την παγκόσμια ιστορία. Το φως της καταυγάζει όλη την οικουμένη και η προσφορά της δεν ικανοποιεί μόνο τις προσδοκίες του πιστού, αλλά στοχεύει στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Διότι ο κάθε άνθρωπος, είτε πιστεύει είτε όχι, δεν παύει να πιέζεται από το βραχνά του θανάτου, που περιορίζει τη ζωή και φαρμακώνει το είναι του, δεν παύει να διψά και να πεινά, για μια ζωή ατέλειωτη και όμορφη, απρόσβλητη από τον πόνο, γεμάτη χαρά και ελπίδα. Η ανάσταση του Χριστού δεν είναι μυστήριο, ώστε να το προσεγγίσουμε με την πίστη. Είναι ιστορικό γεγονός. Γι΄ αυτό προσκαλεί και προκαλεί να το ψηλαφήσουμε και να το ερευνήσουμε μέσα από τις πάμπολλες μαρτυρίες και αποδείξεις που το βεβαιώνουν πειστικά και αδιάσειστα. Δεν απευθύνεται στο συναίσθημα και στην ευλάβεια μόνο· πρωτίστως ικανοποιεί και πείθει τη λογική, της δίδει τα εχέγγυα για να αναχθεί από το λογικό στο υπέρλογο, να γίνει πίστη. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η ανάσταση του Χριστού δεν στηρίζεται στην πίστη των χριστιανών, αλλά η πίστη των χριστιανών θεμελιώνεται στο γεγονός της αναστάσεως του Χριστού.
Η Καινή Διαθήκη, όπως άλλοτε έχω γράψει (Βλ. Αληθώς ανέστη ο Κύριος, Θεσσαλονίκη 2 1998) προσφέρει στον κάθε απροκατάληπτο μελετητή ατράνταχτες μαρτυρίες για την Ανάσταση· προφητικές, ιστορικές, δικαστικές. Αλλά και η Εκκλησιαστική ιστορία, με τα τόσα μαρτύρια των χριστιανών, με τα λείψανα και τα θαύματα των αγίων, αποδεικνύει περίτρανα την δύναμη της αναστάσεως του Ιησού Χριστού. Οι δωρεές και οι ευλογίες που απορρέουν στον κόσμο από την ανάσταση του Ιησού Χριστού γίνονται προσωπικό βίωμα και εμπειρία στη ζωή του κάθε χριστιανού. Στηριζόμενος σ΄ αυτές τις εμπειρίες ο απόστολος Παύλος, στο 15ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους Επιστολής του, αποδεικνύει το αδιαμφισβήτητο της αναστάσεως με μία σειρά επιχειρημάτων, τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εμπειρικές- λογικές μαρτυρίες για την Ανάσταση. Αυτές τις μαρτυρίες επιχειρεί να παρουσιάσει το παρόν άρθρο. Επικαλούμενος την ίδια την εμπειρία των χριστιανών της Κορίνθου ο απόστολος τους εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια ότι είναι γεγονός αναντίρρητο η ανάσταση του Ιησού Χριστού και συνεπάγεται την ανάσταση όλων των νεκρών σωμάτων. Συγκεκριμένα αναφέρει μία αλυσίδα επιχειρημάτων, τα οποία μάλιστα διατυπώνει σύμφωνα με τη μαθηματική μέθοδο της «εις άτοπον απαγωγής». Όπως γνωρίζουν όσοι διδάχθηκαν μαθηματικά, η επιστημονική αυτή μέθοδος ξεκινά από μία εσφαλμένη υπόθεση, την οποία προσπαθεί να αποδείξει χρησιμοποιώντας ορθές προτάσεις. Επειδή όμως η υπόθεση δεν είναι σωστή, ο συλλογισμός καταλήγει σε συμπεράσματα αντιφατικά και «άτοπα», δηλαδή παράλογα. Αυτά τα άτοπα συμπεράσματα πείθουν ότι δεν είναι σωστή η αρχική βάση και, επομένως, ισχύει το αντίθετο. Στην προκειμένη περίπτωση, η εσφαλμένη πρόταση από την οποία ξεκινά το συλλογισμό ο απόστολος είναι· «Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται» (στ. 13). Δηλαδή· «αφού δεν είναι δυνατόν να αναστηθούν νεκροί, ούτε ο Χριστός αναστήθηκε». Αν δεχθούμε ότι ισχύει αυτή η πρόταση, όπως πολλοί και σήμερα ισχυρίζονται, θα πρέπει να δεχθούμε επίσης τις παρακάτω συνέπειες, που στηρίζονται σ΄ αυτήν, και αναπτύσσονται στους στίχους 14- 19·
Πρώτη· Το κήρυγμα των αποστόλων, δηλαδή αυτό το ίδιο το Ευαγγέλιο, είναι κενό, κούφια λόγια χωρίς αντίκρυσμα.
Δεύτερη· Η πίστη των χριστιανών, δηλαδή η Εκκλησία, είναι κενή, κούφια, ανυπόστατη.
Τρίτη· Ως κήρυκες της Αναστάσεως οι απόστολοι αποδεικνύονται ψευδομάρτυρες, συκοφάντες και θεομπαίκτες, διότι κηρύττουν στον κόσμο ένα μεγάλο ψέμα, ότι ο Θεός ανέστησε τον Χριστό, τον οποίο δεν ανέστησε, αφού δεν υπάρχει ανάσταση.
Τέταρτη· Το βίωμα της πίστεως, το οποίο βιώνουν οι χριστιανοί, είναι μάταιο, όχι μόνο ανώφελο αλλά και βλαβερό. Δεν σώζει η πίστη, αφού τα πάντα διαλύονται και χάνονται μέσα στον τάφο.
Πέμπτη· Οι λυτρωμένοι εν Χριστώ, οι πιστοί, παραμένουν αλύτρωτοι στη σκλαβιά της αμαρτίας και των παθών τους. Ποιος να τους λυτρώσει, αφού ο Χριστός δεν αναστήθηκε;
Έκτη· οι κεκοιμημένοι αδελφοί, τα προσφιλή μας πρόσωπα, που πέθαναν με πίστη στον Χριστό, εξαφανίσθηκαν, δεν υπάρχουν, αφού δεν υπάρχει τίποτε πέραν του τάφου.
Έβδομη· Οι πιστοί, τα μέλη της Εκκλησίας, είναι τα πιο δυστυχισμένα και ελεεινά πλάσματα τηε γης, αφού δεν μπορούν να ελπίζουν σε άλλη ζωή, μετά τον θάνατο. Αν όντως δεν υπάρχει μεταφυσική πραγματικότητα, οι άνθρωποι είναι πιο τραγικοί από τα ζώα, διότι αυτοί ποθούν το αιώνιο, ενώ τα ζώα δεν έχουν μεταφυσικές ανησυχίες. Επιπλέον, οι πιστοί, οι οποίοι αντιμετωπίζουν στερήσεις και διωγμούς σ΄ αυτή τη ζωή, είναι πολύ πιο δυστυχισμένοι από τους απίστους. Οι τελευταίοι όχι μόνο απολαμβάνουν χωρίς αναστολές και δυσκολίες τα αγαθά της παρούσης ζωής, αλλά είναι και άγευστοι της ουράνιας πραγματικότητας, αδιάφοροι για την ύπαρξή της και ανυποψίαστοι για την γλυκύτητα που σταλάζει στην ψυχή η γνωριμία και ο σύνδεσμός της με το θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Για τους χριστιανούς που έχουν εμπειρίες στην εν Χριστώ ζωή, είναι εντελώς παράλογες, άτοπες, οι παραπάνω επτά προτάσεις. Άρα είναι παράλογη και απορρίπτεται και η αρχική πρόταση στην οποία στηρίζονται. Είναι λάθος ότι «δεν είναι δυνατόν να αναστηθούν νεκροί και ούτε ο Χριστός αναστήθηκε». Η αλήθεια δηλώνει το ακριβώς αντίθετο· Ο Χριστός αναστήθηκε και οι νεκροί θα αναστηθούν (στ. 21). Από αυτή την πραγματικότητα απορρέουν οι επτά συνέπειες που αναφέρονται στη συνέχεια·
Πρώτη· Το αποστολικό κήρυγμα αποτελεί αναντίρρητη πραγματικότητα και σωτήρια αλήθεια. Στηρίζεται στην ιστορική μαρτυρία, ενισχύεται από την προφητεία και επιβεβαιώνεται από την εμπειρία των πιστών. Όπως ο πεινασμένος, ο οποίος έφαγε και χόρτασε, γνωρίζει πολύ καλά ότι το πιάτο που του έδωσαν περιείχε νόστιμο και θρεπτικό φαγητό· όπως ο διψασμένος, ο οποίος ήπιε και ξεδίψασε, είναι βέβαιος ότι το ποτήρι του δεν ήταν άδειο, έτσι και οι χριστιανοί έχουν βεβαιότητα και γεύση ότι το κήρυγμα των αποστόλων δεν είναι κούφια λόγια. Οι ίδιοι οι Κορίνθιοι έχουν προσωπική εμπειρία της γλυκύτητος και του πνευματικού χορτασμού, που στάλαξε στην καρδιά τους ο λόγος του ευαγγελίου. Δεν είναι κούφια λόγια αυτά. Είναι φως και αλήθεια και ζωή!
Δεύτερη· Η πίστη των χριστιανών, η Εκκλησία του Χριστού, είναι μία ιστορική πραγματικότητα, που συνεχίζει τη ζωή και το έργο του Χριστού. Ελεύθερα οι άνθρωποι τη δέχονται ή την απορρίπτουν. Ανεξάρτητα, όμως, από τη θέση που ο καθένας παίρνει απέναντί της, η Εκκλησία είναι μία αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Μπορεί π.χ. κάποιος να μη εκκλησιάζεται ποτέ, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί ότι δεν υπάρχουν καν ναοί!
Τρίτη· Οι απόστολοι – μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται ο απόστολος Παύλος, γνωστός και οικείος στους Κορινθίους – είναι οι αληθινοί μάρτυρες του ευαγγελίου του Χριστού· δεν είναι ψευδομάρτυρες ούτε θεομπαίκτες, διότι βεβαιώνουν τη μαρτυρία με το μαρτύριό τους. Με τα παθήματά τους για χάρη του αναστημένου Χριστού επισφραγίζουν όσα μαρτυρούν με το κήρυγμά τους. Θα θυσίαζαν τη ζωή τους για την Ανάσταση, αν αυτή ήταν ένα ψέμα; Θα τολμούσαν να συνδέσουν ένα ψέμα με το πρόσωπο του Θεού;
Τέταρτη· Η πίστη των χριστιανών οδηγεί στη σωτηρία. Δεν έχει καμία σχέση με τη ματαιότητα των ειδωλολατρικών θρησκειών, που με τα όργια και τις ασχημίες τους όχι μόνο δεν ωφελούσαν τους λάτρεις τους αλλά και τους έβλαπταν. Η χριστιανική πίστη εμπνέει την αγνότητα και καθαρότητα της ζωής, διδάσκει την αγάπη και συμπαράσταση στους ενδεείς, τη συγχώρηση στους εχθρούς. Οι ωφέλειές της δεν αφορούν μόνο στα μετά το θάνατο. Πλουτίζουν και ομορφαίνουν και την παρούσα ζωή.
Πέμπτη· Οι ίδιοι οι χριστιανοί της Κορίνθου, προς τους οποίους απευθύνεται ο απόστολος Παύλος, με τη νέα εν Χριστώ ζωή τους αποδεικνύουν ότι δεν είναι άκαρπη η πίστη τους. Χάρη σ΄ αυτή μεταφέρθηκαν από το σκοτάδι στο φως, από τα δόντια του λέοντος διαβόλου στην αγκαλιά του Χριστού. Αυτοί που κάποτε υπήρξαν εμπαθείς, γεμάτοι κακίες και ηθικές ατασθαλίες, τώρα έχουν αλλάξει ζωή. Βιώνουν στην ίδια την ύπαρξή τους αυτή την υπέροχη αλλαγή, τη χαίρονται και δοξάζουν τον Θεό. Αλλά η αλλαγή τους είναι φανερή και στο περιβάλλον τους, ομολογείται από την κοινωνία όλης της πόλεως.
Έκτη· η αισθητή παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησία κατά την αποστολική εποχή χάριζε στους πιστούς έκτατες χαρισματικές καταστάσεις, όπως γλωσσολαλία, προφητεία, θαυματουργία κ.τ.λ. Μία από αυτές τις έκτατες καταστάσεις ήταν και η άμεση επικοινωνία με τον κόσμο των πνευμάτων· επικοινωνούσε άμεσα η στρατευομένη Εκκλησία με τη θριαμβεύουσα. Όπως κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου οι απόστολοι με το άκτιστο φως είδαν και άκουσαν τους προφήτες Μωυσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο (Ματθ. 17, 3· πρβλ. Μρ 9, 4· Λουκ. 9, 30-32), έτσι, ως μέτοχοι του ιδίου ακτίστου φωτός, οι πρώτοι χριστιανοί είχαν υπερφυσική επικοινωνία με τους κεκοιμημένους, τους έβλεπαν και συνομιλούσαν μαζί τους. Η εμπειρία τους λοιπόν, τους βεβαίωνε ότι δεν έχουν εξαφανισθεί οι προ αυτών άγιοι και πνευματικοί άνθρωποι, προφήτες και μάρτυρες, οι οποίοι για το όνομα του Χριστού βάδισαν «δια της στενής οδού» και έδωσαν τη ζωή τους γι΄ Αυτόν. Σε μεταγενέστερες εποχές και μέχρι σήμερα η επικοινωνία των πιστών με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία εκδηλώνεται συνήθως μέσω των ιερών λειψάνων των αγίων. Η ευωδία που αποπνέουν τα άγια λείψανα, αλλά και τα τόσα σημεία που με τη χάρη τους επιτελούνται (ήδη στην Παλαιά Διαθήκη ιστορείται ότι τα οστά του προφήτη Ελισαίου ανέστησαν έναν νεκρό στρατιώτη (Δ΄ Βα. 13, 21), μαρτυρούν ότι οι κεκοιμημένοι άγιοι είναι ζωντανοί και οπωσδήποτε θα αναστηθούν.
Εβδόμη· Οι στερήσεις και οι διωγμοί χάριν της πίστεως δεν μειώνουν τη χαρά και την ευφροσύνη των χριστιανών, αλλά την αυξάνουν. Στις θλίψεις και στις τρικυμίες της ζωής παραμένουν όχι μόνο ειρηνικοί αλλά και χαρούμενοι, καθώς ο αδελφόθεος Ιάκωβος συμβουλεύει· «πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις» (Ια. 1, 2). Και τούτο διότι γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι» (Ρωμ. 8, 18). Μέσα στους ποικίλους πειρασμούς και κινδύνους που τους κυκλώνουν η βεβαιότητα της αναστάσεως του Ιησού Χριστού γίνεται το εχέγγυο της δικής τους αναστάσεως, το όχημα που με ασφάλεια τους μεταφέρει από τώρα στη μέλλουσα δόξα. Η ελπίδα και η χαρά που ήδη γεύονται αποτελούν προκαταβολή και πρόγευση για τη μέλλουσα χαρά και ελπίδα, που αρχίζει από την παρούσα ζωή. Να, λοιπόν, γιατί η μελέτη της αναστάσεως του Κυρίου είναι το εντρύφημα και η αστείρευτη πηγή που αρδεύει και κρατά θαλλερή την πίστη του κάθε χριστιανού. Διότι η ανάσταση του Ιησού Χριστού γίνεται εμπειρία στη ζωή του χριστιανού· δεν τον πείθει απλά και μόνο, αλλά τον εισάγει στη μέλλουσα πραγματικότητα, τον μεταπλάθει σε νέο άνθρωπο. Τον καθιστά κραυγαλέα διαβεβαίωση ότι αληθώς Ανέστη ο Κύριος!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου