ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Ωδή  α΄.  Ο  Ειρμός.

Στείβει θαλάσσης, κυματούμενον σάλον, Ήπειρον αύθις, Ισραήλ δεδειγμένον. Μέλας δε πόντος, τριστάτας Αιγυπτίων, Έκρυψεν άρδην, υδατόστρωτος τάφος, Ρώμη κραταιά, δεξιάς του Δεσπότου.

Ερμηνεία.


Ο Ειρμός ούτος της πρώτης Ωδής γυμνήν αναφέρει την θαυματουργίαν αυτήν, η οποία έγινεν εις την ερυθράν θάλασσαν· όθεν ο Ιερός τούτου Μελωδός ούτω λέγει: ο Ισραηλιτικός λαός δεν διαπερνά με καϊκι τα κυματούμενα ύδατα της ερυθράς θαλάσσης, επειδή τούτο δεν είναι κανέν καινόν και παράδοξον, αλλά με τα ίδια του ποδάρια διαπερνά την θάλασσαν δια ξηράς, σχισθείσης της θαλάσσης δια της ράβδου του Μωϋσέως· δεν διέβη την θάλασσαν, καθώς ο Κύριος, περιπατών επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης, ή καθώς ο Κορυφαίος Πέτρος και άλλοι πολλοί Άγιοι· εκείνοι γαρ μένουσαν την θάλασσαν εις την φυσικήν της κατάστασιν διέβαινον άνωθεν με βάρος ποδών, χωρίς να καταβυθίζωνται· αλλ΄ ο Ισραηλιτικός λαός διεπέρασε την ερυθράν θάλασσαν ξηρανθείσαν και αποδειχθείσαν πάλιν ήπειρον και στερεάν. Τίνος χάριν έγινε τούτο; Δια τον Ισραηλιτικόν λαόν. Διατί δε είπεν ο Μελωδός το «αύθις»; Δια να φανερώση, ότι η θάλασσα εδείχθη στερεά και κατά την δημιουργίαν του Κόσμου, όταν εσυνάχθησαν τα νερά εις τους κοιλωτούς τόπους της γης, και εφάνη η ξηρά: «Συναχθήτω, φησί, το ύδωρ το υποκάτω του Ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά» (Γέν. α: 9) ούτω το «αύθις» ερμήνευσαν και οι δύο εξηγηταί ο Θεόδωρος και ο ανώνυμος. Οι μεν ουν Ισραηλίται διεπέρασαν την ερυθράν θάλασσαν ξηρανθείσαν με τους πόδας των, τους δε τριστάτας των Αιγυπτίων η αυτή θάλασσα, ήτις δια το βάθος εφαίνετο μαύρη, εσκέπασεν όλους ομού ως ένας τάφος υδατόστρωτος με την κραταιάν δύναμιν της δεξιάς του Δεσπότου· την οποίαν ο Μωϋσής θαυμάζων έλεγεν: «Η δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύϊ· η δεξιά σου χειρ, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς·» (Έξοδ. ιε: 6). Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί ο Μελωδός ωνόμασε μαύρον τον κόλπον της ερυθράς θαλάσσης, ενώ πολλά διαφέρουσιν αναμεταξύ των το κόκκινον και το μαύρον; Εις λύσιν της απορίας λέγομεν, ότι το νερόν κατά την ιδικήν του φύσιν αχρωμάτιστον είναι, καθώς ο αήρ, και ασχημάτιστον· όταν δε τύχη να χυθή μέσα εις αγγείον, τότε χρωματίζεται και σχηματίζεται· και εάν τυχόν είναι το αγγείον κόκκινον ή τετράγωνον, και το νερόν φαίνεται κόκκινον ή τετράγωνον. Η ερυθρά λοιπόν θάλασσα κατά μεν το έξω μέρος και κατ΄ αυτάς τας παραθαλασσίας κοκκινοειδής εφαίνετο, επειδή ήτον εις τους αιγιαλούς πέτραι τινές κόκκιναι υποκάτω εις το νερόν, κατά δε το βάθος της θαλάσσης εφαίνετο μαύρη, διότι το πολύ βάθος της θαλάσσης δεν άφινε την ακτίνα του Ηλίου να διαπεράση μέσα, και να συγχρωματίση το επάνω νερόν της θαλάσσης με τας υποκειμένας ερυθράς πέτρας· όθεν η αορασία του βάθους μαύρον έδειχνε το της ερυθράς πέλαγος. Δια τούτο και κάθε βυθός της θαλάσσης κοινώς μαύρος ονομάζεται, αν και υποκάτω τούτου ευρίσκεται ύλη διαφόρων χρωμάτων. Όθεν Όμηρος κρήνην μελάνυδρον είπε την έχουσαν ύδωρ πολύ, και οίνοπα πόντον, το πέλαγος. Σημείωσαι ότι, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν, το «θαλάσσης κυματούμενον σάλον» περίφρασις είναι αντί του «θάλασσαν», ομοίως και το «ρώμη κραταιά δεξιάς του Δεσπότου», αντί του «δυνάμει Θεού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου