Τροπάριον.
Δανιήλ σε
όρος καλεί νοητόν· Γεννήτριαν Θεού ο Ησαϊας· Βλέπει δε ως πόκον Γεδεών. Ο Δαβίδ
δε, Αγίασμα φάσκει, Πύλην δε σε άλλος· ο δε Γαβριήλ σοι κραυγάζει· Χαίρε
κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου.
Ερμηνεία.
Εν τω Τροπαρίω τούτω φέρει εις το μέσον διαφόρους
Προφήτας ο Μελωδός, προεικονίζοντας την Παρθένον με διάφορα σύμβολα· όθεν και
αποτείνων προς αυτήν τον λόγον, ούτω φησίν· ω Αειπάρθενε Μαριάμ, ο μεν Προφήτης
Δανιήλ ονομάζει εσέ Όρος απελέκητον, από το οποίον εκόπη λίθος χωρίς χέρι
ανθρώπου: ήτοι εγεννήθη ο ακρογωνιαίος λίθος Χριστός χωρίς σποράν ανδρός· «Ον
τρόπον είδες ότι από όρους ετμήθη λίθος άνευ χειρών» (Δαν. β: 25)· ο δε
Προφήτης Ησαϊας Γεννήτριαν του Θεού: ήτοι Μητέρα του Θεού και Θεοτόκον σε
ονομάζει· «Ιδού, φησίν, η Παρθένος εν γαστρί έξει, και τέξεται Υιόν» (Ησ. ζ:
14)· ο Κριτής Γεδεών βλέπει εσέ, Παρθένε, ως απαλόν ποκάρι των μαλλίων, το
οποίον εδέχθη την άνωθεν καταβαίνουσαν βροχήν: ήτοι τον άνωθεν κατελθόντα Υιόν
του Θεού, και συλληφθέντα εν τη κοιλία σου· «Ιδού εγώ τίθημι τον πόκον του
ερίου εν τη άλωνι· εάν δρόσος γένηται επί τον πόκον μόνον και επί πάσαν την γην
ξηρασία, γνώσομαι ότι σώσεις εν χειρί μου τον Ισραήλ καθώς ελάλησας» (Κριτ. στ:
37)· ο δε Προφητάναξ Δαβίδ Αγίασμα σε ονομάζει λέγων· «Αγιωσύνη και
μεγαλοπρέπεια εν τω Αγιάσματι αυτού» (Ψαλμ. ψε: 6)· Αγίασμα δε ονομάζει κατά
μεν το γράμμα, τον εν Ιεροσολύμοις ναόν, κατά δε αλληγορίαν, εσέ καλεί την
αληθώς ούσαν άγιον ναόν του Θεού· Πύλην δε κεκλεισμένην ονομάζει σε άλλος
Προφήτης: ήτοι ο Ιεζεκιήλ λέγων· «Η Πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ
ανοιχθήσεται, και ουδείς ου μη διέλθη δι΄ αυτής» (Ιεζ. μδ: 2)· ο δε Αρχάγγελος Γαβριήλ πλέον υψηλότερα από όλους
τους Προφήτας ονομάζει σε κεχαριτωμένην· καθότι εσύ είσαι το απάνθισμα και η συνάθροισις όλων των θείων και
ανθρωπίνων χαρίτων· δια τούτο και φωνάζει εις εσέ τον χαρμόσυνον ασπασμόν
«Χαίρε κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου». Άμποτε δε και ημείς οι ψάλλοντες και
αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα Κανόνα του θείου Ευαγγελισμού, άμποτε,
λέγω, να ωφεληθώμεν από την εορτήν ταύτην και να συλλάβωμεν πνευματικώς εις την
ψυχήν μας, και να κοιλοπονήσωμεν και να γεννήσωμεν. Πως και με τι τρόπον;
Άκουσον μετά προσοχής και πίστεως· «Εάν γαρ, φησί, μη πιστεύσητε, ουδ΄ ου μη
συνήτε». Ο Προφήτης Ησαϊας λέγει· «Δια τον φόβον σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν
(ήτοι συνελάβομεν) και ωδινήσαμεν (ήτοι εκοιλοπονήσαμεν) και ετέκομεν πνεύμα
σωτηρίας σου ο εποιήσαμεν επί της γης» (Ησ. κστ: 17-18). Όπερ ερμηνεύων ο της
Αλεξανδρείας θεσπέσιος Κύριλλος, λέγει ότι ο νους του ανθρώπου και η καρδία
παρομοιάζει με την Μήτραν, ο δε Λόγος του Θεού παρομοιάζει με το σπέρμα.
Σπειρόμενος λοιπόν ο λόγος του Θεού εις την καρδίαν δια της πίστεως, κάμνει
αυτήν έγκυον πρώτον από τον φόβον του Θεού· ο δε του Θεού φόβος συλλαμβανόμενος
εν τη ψυχή, κάμνει αυτήν να μισή μεν κάθε επιθυμίαν και αγάπην σαρκικήν, να
ποθή δε κάθε αρετήν και αγαθοεργίαν. Χρονίζων δε ο φόβος ούτος εις την ψυχήν,
και καθαρίζων αυτήν από τα πάθη, τέλος πάντων γίνεται πρόξενος εις το να
συλλάβη και την του Θεού αγάπην, και ακολούθως να γεννήση πνεύμα σωτηρίας: ήτοι
την ποθητήν και αιώνιον σωτηρίαν, φθάσασα εις άνδρα τέλειον και εις μέτρον
ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, κατά τον Παύλον. Δια τούτο και ο ανωτέρω
Ησαϊας επιφέρει «Και ωδινήσαμεν και ετέκομεν πνεύμα σωτηρίας σου». Η τάξις γαρ
η φυσική είναι πρώτον να δέχεται η γυνή το σπέρμα· δεύτερον, να συλλαμβάνη αυτό
και να το μορφώνη εις βρέφος· τρίτον, να κοιλοπονή· και τέταρτον, να γεννά.
Τοιουτοτρόπως ακολουθεί και εις την πνευματικήν γέννησιν· πρώτον, ως είπομεν,
δέχεται η ψυχή δια της πίστεως τον σπόρον του λόγου του Θεού· δεύτερον,
συλλαμβάνει τον φόβον του Θεού· τρίτον, κοιλοπονεί· και τέταρτον, γεννά το
πνεύμα της σωτηρίας· το γαρ τέλος της πνευματικής γεννήσεως ταύτης και ο καρπός
των πνευματικών ωδίνων είναι η σωτηρία κατά τον Θεοδώριτον. Όμοιον δε τούτο
είναι με εκείνο όπου γράφει ο Παύλος προς τους Γαλάτας· «Τεκνία μου, ους πάλιν
ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. δ: 19)· επειδή γαρ οι Γαλάται
παραιτήσαντες την εις Χριστόν πίστιν, εφύλαττον τα του Ιουδαϊσμού, τούτου χάριν
ο Παύλος έλαβεν ανάγκην να αναγεννήση πάλιν αυτούς, και να σπουδάση να μορφώση
τον Χριστόν δια της πίστεως εις τας καρδίας εκείνων. Θέλεις, αγαπητέ αναγνώστα,
να βεβαιωθής την πνευματικήν ταύτην σύλληψιν και κοιλοπόνησιν και γέννησιν;
Άκουσον και άλλας μαρτυρίας αγίων, τας οποίας εσπουδάσαμεν να συνάξωμεν προς
πληροφορίαν των απιστούντων τω τοιούτω Μυστηρίω. Γράφει ο θείος Νύσσης
Γρηγόριος «Όπερ γαρ εν τη αμιάντω Μαρία γέγονε σωματικώς, του πληρώματος της Θεότητος
εν τω Χριστώ δια της Παρθένου εκλάμψαντος, τούτο επί πάσης ψυχής κατά λόγον
παρθενευούσης γίνεται, ουκέτι σωματικήν ποιουμένου του Κυρίου την παρουσίαν,
αλλά πνευματικώς εισοικιζομένου, και τον Πατέρα εαυτού συνεισάγοντος» (Κεφ. β΄
περί Παρθενίας Τόμος γ΄). Έφη δε και ο Θεοφόρος Μάξιμος· «Ο του Θεού Λόγος
εφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, αεί γεννάται θέλων κατά Πνεύμα δια φιλανθρωπίαν
τοις θέλουσι, και γίνεται βρέφος, εαυτόν εν εκείνοις διαπλάττων ταις αρεταίς»
(Κεφ. η΄ της γ΄ εκατοντάδος των Γνωστικών). Αλλά και ο Συμεών ο νέος Θεολόγος
ούτω λέγει· «Καλότυχος είναι εκείνος όπου ιδή το φως του Κόσμου, ήγουν τον
Χριστόν ότι εμορφώθη μέσα του· ότι αυτός θέλει νομισθή Μήτηρ Χριστού, έχων τον
Χριστόν μέσα του ωσάν βρέφος, καθώς αυτός ο αψευδέστατος υπέσχετο· «Μήτηρ μου
και αδελφοί μου και φίλοι μου ούτοί εισιν, οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και
ποιούντες αυτόν. Ώστε εκείνοι όπου δεν φυλάττουν τας εντολάς του, υστερούνται
θεληματικώς από την τοιαύτην χάριν· επειδή τούτο το πράγμα και ήτον, και είναι,
και θέλει είναι δυνατόν· και έγινε, και γίνεται, και θέλει γένη εις όλους
εκείνους όπου κάμνουν τας εντολάς του» (Λόγ. νζ΄ σελ. 304). Και πάλιν· «Εις
ποίον δε τόπον και μέρος του σώματος νομίζεται ότι μορφούται ο Χριστός; Εις το
πρόσωπον ή εις το στήθος; Όχι, αλλά μέσα εις την καρδίαν μας μορφώνεται· και
όχι σωματικώς, αλλά ασωμάτως και καθώς πρέπει εις τον Θεόν» (αυτόθι). Εις τούτο
συντείνει και το εις την Χριστού Γέννησιν του Θεολόγου Γρηγορίου ρητόν το λέγον·
«Χριστός εκ Παρθένου· γυναίκες παρθενεύετε, ίνα Χριστού γένησθε Μητέρες». Όπερ
ερμηνεύων ο σχολιαστής Νικήτας λέγει· «Πάσα ψυχή άρρενος ομού και θηλείας από
πάσης εμπαθείας παρθενεύουσα, συλλαμβάνει τον λόγον της αρετής, και γεννά
αυτόν». Λέγει δε και Ιωσήφ ο Βρυέννιος εν τω δευτέρω λόγω εις τον Ευαγγελισμόν·
«Γινώμεθα υπόθεσις εορτής, μάλλον δε έκαστος ημών καθ΄ εαυτόν εορτή, και
αποδώμεν άγε η σήμερον πανήγυρις απαιτεί. Έσται δε τούτο πως; Ψυχή ήσθα στείρα
και άκαρπος και μηδέν τέκνον γεννώσα ζωής άξιον και φωτός; Απάρτι εν γαστρί
ευθέως τον φόβον τον δεσποτικόν εγκολπώθητι, και πνεύμα σωτηρίας σεαυτώ
απογέννησον, και θρέψον το τέκνον και αύξησον τη της θείας Τριάδος ορθοδοξία εν
τε πράξει και θεωρία του πνεύματος, και τούτο απόδος τω Κυρίω ανάθημα». Πρέπει
δε να ηξεύρης, ω αναγνώστα, ότι αύτη η πνευματική σύλληψις και γέννησις
αποκτάται μεν και δια της εργασίας των θεουργών εντολών του Κυρίου, κυρίως δε
και εξαιρέτως αύτη αποκτάται δια της του νοός επιστροφής εις την καρδίαν, και
δια της εν καρδία συνεχώς και αδιαλείπτως μελετωμένης θείας και μονολογίστου
προσευχής της λεγούσης «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με»· ενοικεί
γαρ δια της προσευχής ταύτης εν τη καρδία καθ΄ έξιν, και συλλαμβάνεται η χάρις
του Αγίου Πνεύματος· όθεν είπεν ο μέγας Βασίλειος· «Τούτό εστι του Θεού
ενοίκησις, το δια της μνήμης έχειν ενιδρυμένον εν εαυτώ τον Θεόν· ούτω γινώμεθα
ναός Θεού, όταν μη φροντίσει γηϊναις το συνεχές της μνήμης διακόπτηται, αλλά
πάντα αποφυγών ο φιλόθεος επί τον Θεόν αναχωρή» (Επιστολή α΄). Από πού δε
εμπορεί να καταλάβη τινάς ότι συνέλαβε πνευματικώς εις την ψυχήν του και
εγγαστρώθη; Από δύο σημάδια, ων το μεν πρώτον σημάδι αναφέρει ένας νηπτικός
Πατήρ και Γέρων, λέγων· καθώς σημείον της σωματικής συλλήψεως της γυναικός
είναι η έλλειψις των καταμηνίων αιμάτων· ούτω και της πνευματικής συλλήψεως της
θείας χάριτος είναι σημείον η έλλειψις της ηδονικής ρεύσεως του σπέρματος· και
καθώς, όταν η γυνή συλλάβη, αποβάλλει την επιθυμίαν του ανδρός· ούτω και όταν
πνευματικώς η ψυχή συλλάβη, αποβάλλει και μισεί κάθε άλλην επιθυμίαν, ηδονών
δηλαδή, πλούτου, δόξης και κάθε άλλου προσκαίρου καλού. Το δε δεύτερον σημάδι
της κατά πνεύμα συλλήψεως αναφέρει ο μέγας Αθανάσιος και Συμεών ο νέος Θεολόγος·
ο μεν γαρ Αθανάσιος λέγει· «Ώσπερ η εν γαστρί λαβούσα γυνή εκ των σκιρτημάτων
του βρέφους του εν τη μήτρα αυτής επίσταται αψευδώς ότι καρπόν έλαβεν· ούτω και
η ψυχή του αληθώς Χριστιανού, ου δια ρημάτων γονέων, αλλά δια πραγμάτων και
σκιρτημάτων της καρδίας αυτού, και μάλιστα τω καιρώ των εορτών και των
φωτισμάτων και της μεταλήψεως του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού
μανθάνει εκ της χαράς της ψυχής αυτού ότι το Πνεύμα το Άγιον έλαβε βαπτισθείς»
(εν ταις ερωταποκρίσεσι). Ο δε Συμεών ούτω φησί· «Καθώς όταν είναι εγγαστρωμένη
η γυνή το γνωρίζει φανερά, επειδή σκιρτά το βρέφος εις την κοιλίαν της, και δεν
είναι δυνατόν να μη γνωρίζη ότι έχει μέσα της βρέφος· τοιουτοτρόπως και εκείνος
όπου έχει τον Χριστόν μεμορφωμένον εις τον εαυτόν του γνωρίζει τα σκιρτήματα
και κινήματα, ήγουν τας ελλάμψεις και αστραπάς του, βλέπει μέσα του την
μόρφωσιν του Χριστού» (Λόγος νζ΄ σελ. 304). Αλλά τι φέρω μαρτυρίας από άλλους
περί της κατά Πνεύμα ταύτης συλλήψεως και γεννήσεως της ψυχής; Αυτή η ιδία
Παρθένος Μαρία η παρ΄ ημών σήμερον εορταζομένη, αυτή ας είναι διδάσκαλος εις
ημάς και παράδειγμα του πνευματικού τούτου Μυστηρίου· διότι και αυτή προ του να
συλλάβη ουσιωδώς και σωματικώς τον Υιόν και Λόγον του Θεού, συνέλαβεν αυτόν
ασωμάτως και πνευματικώς εν τη αυτής καρδία, και εκυοφόρησε και εγέννησε κατά
τον μυστικόν τρόπον όπου είπομεν ανωτέρω. Ποίος τούτο βεβαιοί; Ο σοφός Ψελλός
εν τω εις τον Ευαγγελισμόν εγκωμίω αυτού· ούτω γαρ φησί περί της Παρθένου·
«Υπέρ τα Σεραφείμ και πριν συλλαβείν ορώσα Θεόν, και αρρήτως ταις θεωρίαις
(ήτοι πνευματικώς και ασωμάτως) συλλαμβάνουσα και κυοφορούσα και αποτίκτουσα,
ώσπερ ύστερον ουσιωδώς ταύτη ταύτα κατείργαστο». Δια τούτο ο αυτός Ψελλός
παρακινεί και ημάς εις την εργασίαν της μυστικής ταύτης και πνευματικής
συλλήψεως και γεννήσεως, ούτω γράφων· «Συ δε μοι δέξαι του καιρού το δώρον, και
την σύλληψιν θαύμασον ομού και ενέργησον, και συλλαβών τον λόγον, άνευ ωδίνων
απότεκε. Αλλά και την σύλληψιν διακρίβωσον, και δέξαι μετά φιλοσοφίας τα
ευαγγέλια· αν μεν γαρ αληθεύη, υπόδεξαι· αν δε ψεύδηται, αποπήδησον· και
γυμνάσθητι τα αισθητήρια της ψυχής προς διάκρισιν του χείρονος και βελτίονος·
ούτω γαρ καθαρώς συλλήψη Θεόν, και ωδινήσεις εν τω νοϊ, και αποτέξεις κατά
καιρόν, και ουκ απατηθήση προς τα ευαγγέλια, αλλά μετά κρίσεως λογισμού
εγκυμονήσεις τον λόγον, εν αυτώ τω Λόγω Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το
κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των
αιώνων». Αμήν.