Ὁ πάπας ὡς ἐπίσκοπος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καί ὂχι ὡς ἂτομο, «ἒχει τά πρωτεῖα τῆς τιμῆς καί ὂχι τῆς ἐξουσίας, ὣστε ὁποῦ νά εἶναι πρῶτος τῶν ἂλλων ἀδελφῶν, καί τοῦτο ὃταν συμφωνῇ τοῖς ἂλλοις ἀδελφοῖς, τῷ συνδέσμῳ τῆς πίστεως». Ἂς κρατήσουμε αὐτά τά λόγια τοῦ Μηνιάτη, καί μάλιστα τά ὑπογραμμισθέντα ἀπό τόν γράφοντα, διότι εἶναι τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῆς δογματικῆς παραφροσύνης στήν σημερινή ἀναφορά στόν Πάπα ἀπό τούς Οἰκουμενιστές μας, και μάλιστα τήν ἡγεσία τους. Τήν ἐπισήμανσή του δέ αὐτή διευρύνει και στήν συνέχεια: «Τῶν μελῶν τά μέν εἰσι κατώτατα, τά δέ εἰσιν ἀνώτερα, ἀνάμεσα εἰς τά ὁποῖα εἶναι ἓνας και ὁ πάπας, ὃταν εὐχαριστεῖται να μείνῃ εἰς τόν βαθμόν, ὁποῦ τον ἒβαλαν οἱ ἃγιοι πατέρες, ὂχι να ἐβγαίνῃ ἒξω τῶν ὃρων του διά πλεονεξίαν, θέλοντας νά εἶναι ὁ κύριος τῶν δούλων, ὂχι πρῶτος τῶν ἀδελφῶν».Εὐστοχότερη θεολογικά καί φιλολογικά διατύπωση τῆς οὐσίας τοῦ παπικοῦ πρωτείου δεν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει. Ὁ Πάπας, δηλαδή, ὡς ἐπίσκοπος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, ἒλαβε ἀπό το ἐκκλησιαστικό σῶμα διά τῶν ἁγίων Πατέρων «τά πρεσβεῖα τιμῆς» («πρωτεῖο τῆς τιμῆς καί ὂχι τῆς ἐξουσίας»), ἀλλά τά πρεσβεῖα αὐτά τοῦ ἀναγνωρίζονται ὀρθόδοξα- ἐκκλησιαστικά τότε μόνο, ὃταν εἶναι ἐντός τῆςἘκκλησίας, δηλαδή συμφωνεῖ μέ ὃλους τούς ἁγίους «τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης καί τῆς πίστεως». Ἀγάπη χωρίς πίστη -ὀρθοδοξία δηλαδή-δέν ὑπάρχει, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει (πρβλ. τό ἀποστολικό: «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη», Γαλ. 5,6). Ἡ «πλεονεξία» ὃμως τῶν Παπῶν τούς ἒβγαλε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Γι’ αὐτό ὃλη ἡ ἀπό τήν ἐποχή κυρίως τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα (+1972) , τοῦ πρωταγωνιστοῦ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ μας παραληρήματος, χρησιμοποιούμενη ὁρολογία περί «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καί «πρεσβυτέρας Ρώμης», στερεῖται κάθε ἐρείσματος, ἀλλά καί ἀκριβείας, ἀφοῦ ἒχουμε ἀπέναντί μας σχισματική καί αἱρετική παποσύνη, πού οὐδεμία σχέση ἒχει μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως ΔΕΝ εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά αἳρεση, ἐκτός τῆς ΜΙΑΣ και ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας πλέον. Περί τῆς σημερινῆς Λατινικῆς «Ἐκκλησίας» ἰσχύει δυστυχῶς αὐτό πού ἒλεγε ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιά τούς Ἀρειανούς, συμβουλεύοντας τους Ὀρθοδόξους νά μή παρασύρονται ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματα καί να χαρακτηρίζουν τόν Ἀρειανισμό Ἐκκλησία, διότι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, οἱ δέ ὀπαδοί του «ἀρειομανῖται», μανιακοί ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου. Δυστυχῶς ὃμως καί οἱ Παπικοί εἶναι «πρωτειομανῖται». Τό τραγικό ὃμως εἶναι, κατά τόν Μηνιάτη, ὃτι ὁ παπισμός δέν θέλει «ἀδελφούς», ἀλλά «δούλους», νά εἶναι δηλαδή ὁ Πάπας κύριος δούλων καί ὂχι πρῶτος μεταξύ ἀδελφῶν, ὃλων τῶν πιστῶν δηλαδή. Εἶναι δέ ὁ ὁμολογητής ἐπίσκοπός μας κατηγορηματικός, ὃταν λέγει ὃτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα, ὑπέρκειται τοῦ Πάπα καί παντός ἂλλου. Γι’ αὐτό «καθώς τοῦ δίδομεν (=τοῦ Πάπα) τό πρωτεῖον τῆς τιμῆς, ὃταν εἶναι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἒτζη ἀρνούμεθα τό πρωτεῖον ἐξουσίας».