Το Μάννα, εις τα
Εβραϊκά, σημαίνει: «τι είναι αυτό;», και δείχνει την φιλευσπλαγχνίαν του Θεού
Πατρός, κατά την έξοδον των Ισραηλιτών από την βαβυλώνιον αιχμαλωσίαν. Η Μάνα, εις τα
Ελληνικά, είναι ο Άγγελος φύλακας και το απάνεμον λιμάνι της ανατροφής των
παιδιών της, με ανεξάντλητον στοργήν και θαυμαστήν αγάπην. Η Μάνα—η Παναγία
είναι η «σκάλα», ήτοι η μεσολαβήτρια, η οποία ενώνει τα Επίγεια, με τα Ουράνια
και το καταφύγιον, όσων προσφεύγουν εις Αυτήν. Και εις τας τρεις, ανωτέρω
καταγραφάς, ενυπάρχει αντίστοιχα, το θαύμα: της Φροντίδος, της Ζωής, της
Σωτηρίας. Το γλυκοχάραμα της Ζωής, για καθεμίαν Χριστιανήν μάναν, κορυφώνεται,
εις το πάνσεπτον πρόσωπον της Παναγίας, αφού η άσπιλος και αμόλυντος Μαριάμ,
γίνεται η Θεοτόκος, η οποία τίκτει τον Υιόν και Λόγον, για την σωτηρίαν του
Ανθρωπίνου Γένους. Το Μυστήριον αυτό είναι μέγα και γι’ αυτό αγιογραφείται,
δοξολογείται και υμνογραφείται. Το ωφέλιμον είναι ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν
κατορθώνει, να το λησμονήση, ενώ κατορθώνει λόγω της φυσικής φθοράς, να επιφέρη
την φυσικήν κατάληξιν, ήτοι την Κοίμησιν, κατά την Χριστιανικήν πίστιν και
προσδοκίαν.