ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Γ΄)

 Χαμένη καθώς τριγυρνούσα μέσα στους δρόμους πέρασα το πρώτο κύμα, τον πρώτο πειρασμό. Τότε δεν ήξερα πως θα ακολουθούσαν κι άλλοι. Ξεκίνησε σαν μια επίμονη φωνή. Την έδιωχνα, ερχόταν πάλι. 
-Καλά να πάθεις! Τι δουλειά είχες εσύ μ' αυτόν; Τι ζήταγες στο σπίτι του Φαρισαίου; Κάνεις λάθη! Έκανες ένα ακόμα. Το μεγαλύτερο ίσως. Γιατί δεν γυρίζεις πίσω; Είσαι πόρνη. Φαντάστηκες πως με τα νομίσματά σου θα ξεπληρώσεις το βίο σου;
 
Κι εκείνος που πίστεψες ποιος ήταν;
 
Ένας αγύρτης!
 
Ένας χαμένος! Σε λίγο θα χάσει τη ζωή του. Κι εσύ; Εσύ τι θα κάνεις; Πάλι με τους χαμένους; Είχες κάτι. Μια σταθερή δουλειά. Εντάξει όχι την καλύτερη. Εντάξει, εντάξει τη χειρότερη. Αλλά τώρα, τι έχεις;
 
Τώρα δεν έχεις τίποτε.
 
Τα έχασες όλα.
 
Βούιζαν οι φωνές σα σφήκες μέσα στο κεφάλι μου, τόσο δυνατά, τόσο επίμονα που άρχισα ασυναίσθητα να κουνάω τα χέρια, να κουνάω το κεφάλι για να τις διώξω.
 
Έκλαιγα. Τα μάτια μου πλημμύριζαν δάκρυα με μια ένταση που ποτέ δεν είχα ξαναζήσει. Πονούσα.
 
Τον αγαπούσα και θα τα περνούσα όλα αγόγγυστα για χάρη του φτάνει μόνο να είχα τη βεβαιότητα της ύπαρξής του.
 
Σε λίγο λυγμοί ανατάραζαν το κορμί μου ολάκερο, ένιωθα να συντρίβομαι από το πελώριο “γιατί” που μου εξακόντιζε κείνος που μου ψιθύριζε -λάθος που κραύγαζε και κάγχαζε και επαιρόταν μέσα στο μυαλό μου.
 
Ήθελα να φωνάξω μα ήταν ξημέρωμα. Θα με μάζευε η περίπολος κι εγώ θα χανα οριστικά την ελπίδα να τον ξαναδώ. Δάγκωσα τα χείλη με δύναμη και μούγκρισα από τον πόνο ως τα κατάβαθά μου. Όχι από τον πόνο των χειλιών. Από τον άλλο...
 
Ύστερα σωριάστηκα στο χώμα, υγρό από την πρωινή πάχνη, μη θέλοντας να συνεχίσω τη ζωή μου. Τότε τον άκουσα ξανά.
 
¨Η αγάπη σου είναι το κλειδί σου” ξανά 'πε.
 
Τον είδα να χαμογελά και να χάνεται μέσα στην αχλύ του πρωινού, εκείνου του πρωινού, παραμονή Πάσχα.
 
Έξω από την αυλή του πραιτωρίου στάθηκα με τις ώρες. Δεν με ένοιαζε το να μη μπω μέσα. Σιγά το μίασμα. Τι σημασία είχε πια το Πάσχα; Έχανα ό,τι είχα και μια γιορτή θα με έκανε να σταματήσω; Μα οι άλλοι;
 
Α! Οι άλλοι έμειναν απέξω. Ήτανε μίασμα λέει να μπουν μέσα στο πραιτώριο, να βρεθούν μαζί με τους Ρωμαίους παραμονή τέτοιας γιορτής.
 
Μα την πίστη μου είμαστε περίεργος λαός.
 
Μας νοιάζει το Πάσχα και το Σάββατο, μετράμε τα βήματά μας και το μήκος του φορέματός μας και σκοτώνουμε αλύπητα ό,τι πιο ευγενικό έβγαλε η φυλή μας.
 
Δεν τρώμε χοιρινά, μα τρέχουμε να κυλιστούμε σα γουρούνια στα κρεβάτια του αγορασμένου έρωτα.
 

Είμαστε ικανοί να σταματήσουμε την άνοιξη αν τύχει κι έρθει λάθος μέρα.
 
Είμαστε ξεχωριστοί, τάχα, και μας αξίζει κάθε εύνοια του ουρανού μόνο και μόνο γιατί το λέει το αίμα μας.
 
Κουνάμε στον αγέρα το όνομα του Μωυσή και του Αβραάμ για να ξορκίσουμε κάθε υποψία ότι μοιάζουμε με τους υπόλοιπους ανθρώπους.
 
Δουλωθήκαμε στους Ρωμαίους και περιμένουμε πάντα ένα βασιλιά για να μας σώσει. Κι ωστόσο οι άρχοντές μας γίνανε ένα με τους κατακτητές.
 
Πίνουν και τρώνε μαζί -δεν εννοώ φυσικά πως κάθονται στο ίδιο τραπέζι, όχι- απλά τρώνε και πίνουνε μαζί το αίμα του λαού.
 
Κι ο λαός; Ο λαός καταπίνει ό,τι του σερβίρουν. Του αρέσει το δόλωμα του “ξεχωριστού”. Τσιμπάει πάντα. Είμαστε λέει ξεχωριστοί. Εγώ βέβαια στο επάγγελμά μου πάντα τους ξεχωρίζω τους συμπατριώτες μου πελάτες...
 
..........................................................................................................................................................
 
Όπως απλώνει το λάδι πάνω στο νερό της θάλασσας. Έτσι άπλωσε στο πλήθος που μαζεύτηκε έξω από το πραιτώριο το μίσος κι η κακία. Δεν χρειάστηκαν πάνω από πεντέξι ακροβολισμένους φαρισαίους για να απλωθεί το δηλητήριο. Κοίταγα το πρόσωπο μιας μεσόκοπης γυναίκας πως άλλαξε σιγά-σιγά.
 
Όταν ήρθε ήταν κουρασμένη, ξενυχτισμένη. Φαινόταν καθαρά πως την τραβούσε μια περιέργεια. Μια περιέργεια σχεδόν παθολογική που έχουμε όλοι μας σαν πρόκειται να δούμε να αλλάζει η μοίρα ενός ανθρώπου προς το χειρότερο. Ένας πελάτης μου, Έλληνας, που του άρεσε να μου κάνει μάθημα κάθε φορά που ερχότανε μαζί μου (ίσως να νόμιζε πως έτσι ησύχαζε λίγο τις ενοχές του) έλεγε πως κι ο δικός του λαός είχε αυτό το ενδιαφέρον.
 
Είδα εκείνη τη γυναίκα να ξυπνά σιγά σιγά, το πρόσωπό της να χάνει την περιέργεια που μεταβαλλόταν σε μίσος. Σε λίγο με στριγγή φωνή κραύγαζε: “Πάρτον, πάρτον και σταύρωσέ τον”. Το πλήθος την ακολούθησε και σε λίγο το ρυθμικό “πάρτον-πάρτον” έμοιαζε με τον ήχο των καρφιών που καρφώνονταν στα χέρια και τα πόδια εκείνου.
 
Την έβλεπα να φωνάζει και μόλο που δεν την ήξερα πίστευα πως κάπου την έχω ξαναδεί. Και τότε... Τότε θυμήθηκα! Τι βάσανο είναι στον άνθρωπο η μνήμη! Ήταν εκείνη η ίδια γυναίκα.... Στάθηκα δίπλα της και ψιθύρισα: “Ωσανά, ωσανά υιός Δαυίδ”!
 
Πώς άκουσε τη φωνή μου; Θα ταν η ψυχή της που την ακούμπησε στα αυτιά της. Με κοίταξε με βλέμμα τρομαγμένο. Ύστερα πήρε δύναμη από τα “άρον, άρον” που άκουγε γύρω της. Με κοίταξε μ' οργή.
 
“Οι άνθρωποι κάνουν λάθη, είπε. Καλό είναι που το καταλάβαμε. Που καταλάβαμε την αλήθεια!”
 

Εγώ την αλήθεια την έβλεπα μπροστά μου.
 
Στεκόταν εκεί στο μπαλκόνι του Πιλάτου. Ματωμένος, με το χιτώνα να χει κολλήσει πάνω στο κορμί, με το μέτωπο γεμάτο πηγμένα αίματα, με δυο μάτια γεμάτα πόνο αλλά και βεβαιότητα. Κρατούσε το κορμί τεντωμένο με την αρχοντιά ενός πρίγκιπα κι ωστόσο είχε το βλέμμα του στοργικού πατέρα. Μας κοίταζε όπως ένας πατέρας κοιτάζει ένα παιδί που ατακτεί, που δεν ξέρει τι ζητά.
 

Ήταν εκεί, θύμα της κακίας μας και μαζί ελεγκτής μας.
 

Ήταν υπέροχος και άθλιος, ήταν αξιολύπητος κι αξιοζήλευτος.
 

Ήταν άνθρωπος στην ομορφιά και στην κατάντια του.
 

Αλεξανδρεύς
 
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 1:06 π.μ.
 
Ετικέτες Αλεξανδρεύς
 


O Συναξαριστής της ημέρας.

Δευτέρα, 14 Απριλίου 2014

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ, Ιωσήφ του Παγκάλου. Αριστάρχου, Πούδη και Τροφίμου εκ των 70 αποστόλων, θωμαΐδος μάρτυρος, Δημητρίου νεομάρτυρος του εκ Λιγουδίστης και εν Τριπόλει αθλήσαντος (1803).

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιμος ἀνῆκαν στὸν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων († 4 Ἰανουαρίου) τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι ἦταν Μακεδόνας καταγόμενος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα Ἰουδαῖος. Ὁπωσδήποτε ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν μνημονεύει στὶς πρὸς Κολοσσαεῖς καὶ Φιλήμονα ἐπιστολές του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ᾖλθε στὴν Ἔφεσο κομίζοντας χάρη τῶν Χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων τὴ «λογία». Τὸ προϊὸν τοῦ ἐράνου ἔφεραν οἱ Γάιος, Σεκοῦνδος καὶ Ἀρίσταρχος. Ἀπὸ τότε ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀχώριστος σύντροφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὡς τὴ Ρώμη. Τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο τὸν συναντοῦμε καὶ στὸ 19ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων, ὅπου ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς περιγράφει μὲ ἐξαιρετικὴ ζωηρότητα τὰ ἐπεισόδια τῆς Ἐφέσου. Ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος εἶχε χολωθεῖ ἀπὸ τὴ μεταστροφὴ τῶν κατοίκων τῆς Ἐφέσου πρὸς τὴ νέα πίστη καὶ γι’ αὐτὸ ξεσήκωσε τὸ λαὸ ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του Ἀριστάρχου καὶ Γαΐου.
Ὁ Συναξαριστὴς ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος τῆς Ἀπαμείας τῆς Συρίας «καὶ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀπίστους ἐπέστρεψεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας καὶ εὐλαβείας ἐπίγνωσιν». Ἡ δὲ παράδοση θεωρεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος συναντήθηκε πάλι μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀριστάρχου καὶ στὶς 27 Σεπτεμβρίου.

Ὁ Ἀπόστολος Πούδης μνημονεύεται στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου ἦταν ἀκόλουθος στὰ παθήματα καὶ τοὺς διωγμούς. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).
Ὁ Ἀπόστολος Τρόφιμος μνημονεύεται στὶς Πράξεις καὶ τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὑπέστη μαζί του διωγμοὺς καὶ κακώσεις.
Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).

Η μεγάλη δυστυχία της εποχής μας δεν είναι ότι υπάρχουν οι τερμίτες οικουμενιστές, που καταστρέφουν την Εκκλησία, αλλά οι «καλοί» χριστιανοί , που σιωπούν για το κακό που γίνεται στην Εκκλησία του Χριστού μας!

Μέγα πρόβλημα είναι η εξάπλωση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, της οποίας θιασώτες είναι πολλοί επίσκοποι, όπως π.χ. ο Κων/πόλεως κ. Βαρθολομαίος, ο Αυστραλίας κ. Στυλιανός, ο Γερμανίας κ. Αυγουστίνος, ο Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, ο Καναδά κ. Σωτήριος κ.α. Όταν και οι πέτρες φωνάζουν εναντίον της μεγάλης αυτής προδοσίας της Ορθοδοξίας, η σιωπή μας είναι απαράδεκτος!!!

Δίδομεν εις τον λόγον το προβάδισμα δια το επιστητόν, εις δε την καρδίαν την αποκλειστικότητα εις την περιοχήν των θείων πραγμάτων.

Όταν ζώμεν εν πίστει, δεν περιοριζόμεθα εις αυτήν, διότι ζώμεν και εις τον αισθητόν τούτον κόσμον και διότι έχομεν όργανα γνώσεως τούτου του κόσμου. Δεν τα απορρίπτομεν. Δεν ματαιούμεν την χρήσιν των, «επεί άρα οφείλομεν εκ του κόσμου εξελθείν». Κάμνομεν όμως κάτι άλλο. Περιορίζομεν την ενέργειαν του νου εις τα οικεία όρια, ούτω δε κάμνομεν καταμερισμόν αρμοδιοτήτων. Δίδομεν εις τον λόγον το προβάδισμα δια το επιστητόν, εις δε την καρδίαν την αποκλειστικότητα εις την περιοχήν των θείων πραγμάτων. Πραγματοποιούμεν ούτω ασύγχυτον ένωσιν. Και προχωρούμεν επέκεινα του σχήματος τούτου, εις υψηλοτέρας συνθέσεις. Τα εγκόσμια πράγματα, δια τον χριστιανόν, ευρίσκονται εις δευτέραν μοίραν. Δεν μας έλκουν. Τα μανθάνομεν, διότι ζώμεν εν αυτοίς. Ό,τι αποτελεί τον διαπρύσιον έρωτά μας είναι τα πέραν πάσης νοήσεως, τα κείμενα εν τω χώρω της πίστεως και της αγάπης του Θεού. ζώμεν εις την γην, «χρώμεθα τω κόσμω, αλλ’ ου καταχρώμεθα», κατά την τελειοτάτην διατύπωσιν του Αποστόλου Παύλου.

Προς Ενημέρωση


 Το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου διοργανώνει το Α΄ Επιστημονικό Συνέδριο, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην πόλη των Πατρών, στις 3 και 4 Μαΐου 2014, και στην αίθουσα διαλέξεων του Συλλόγου Ορθόδοξης Ιεραποστολής «Ο Πρωτόκλητος».
Σας επισυνάπτω το πρόγραμμα και την ιστοσελίδα αυτού, με την παράκληση, εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής, όπως αναρτηθεί στην ιστοσελίδα σας.

Μετά τιμής
Ο Γραμματέας της Οργανωτικής
Επιτροπής του Συνεδρίου

Δρ. Γεώργιος Νεκτάριος Αθ. Λόης

Ενα βήμα πριν το βάραθρο

Σάββας Καλεντερίδης

Τα τέλη του 1913, με τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς των Ελλήνων της Θράκης από το οθωμανικό κράτος, το οποίο ήδη ήλεγχαν οι Νεότουρκοι, άρχισε η Γενοκτονία του Ελληνισμού της Ανατολής. Συνεχίστηκε με τον Μεγάλο Διωγμό, όπως ονόμασαν οι πρόγονοί μας τους εκτοπισμούς και τους διωγμούς των Ελλήνων από τα παράλια του Αιγαίου και της θάλασσας του Μαρμαρά, που άρχισαν το 1914 και συνεχίστηκαν μέχρι την ανακωχή του Μούρδου, τον Οκτώβριο του 1918. Την ίδια περίοδο άρχισαν και οι διωγμοί στον Πόντο, που επιτάθηκαν με την παρουσία των ρωσικών στρατευμάτων στις περιοχές της Τραπεζούντας και της Χαλδίας. Το 1919, με την αποβίβαση του Κεμάλ στην Αμισό, οι διωγμοί πήραν τον χαρακτήρα ανοιχτής γενοκτονίας, που ολοκληρώθηκε το 1924, τότε που ο Κεμάλ ξεστόμισε το «Επιτέλους, τους ξεριζώσαμε», όταν του ανακοίνωσαν ότι εγκατέλειψε τα χώματα της Ανατολής και ο τελευταίος Ελληνας, με βάση τη συμφωνία περί ανταλλαγής των πληθυσμών.

ΠΕΡΙ ΜΑΡΘΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ


Συνεζητήθη τελευταίος μεταξύ θεολόγων και θεολογούντων το ζήτημα της Μάρθας και της Μαρίας, δηλαδή της πρακτικής και θεωρητικής ζωής. Ποία είναι πλέον ευάρεστος εις τον Θεόν. Είναι γνωστή η ευαγγελική ιστορία. Όταν ο Κύριος Ιησούς περιήρχετο τας κώμας διδάσκων, εισήλθεν εις το εν Βηθανία σπίτι του Λαζάρου. Αι αδελφαί υπεδέχθησαν τον θείον Διδάσκαλον με χαράν. Και η μεν Μάρθα μετουσίωσε τον ενθουσιασμόν της, εις την φροντίδα της τιμητικωτέρας και πλουσιωτέρας φιλοξενίας· η δε Μαρία, έκθαμβος από την ακτινοβολίαν του την θείαν, «καθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε των λόγων αυτού».                                                                                                                                    
Η Μάρθα «περισπωμένη περί πολλήν διακονίαν» απετάθη προς τον Κύριον· «Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν;» Σύστησέ της να με βοηθήση. Τότε ο Κύριος απεκρίθη το μνημειώδες: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστι χρεία. Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής…» (Λουκ. ι: 41-42).                                                                                                              
Εκ της ιστορίας αυτής, πολλοί συνάγουν μονομερές συμπέρασμα. Ότι η Μάρθα κατεδικάσθη· ότι η διακονία της απερρίφθη ολοσχερώς. Εν τούτοις δεν είναι αληθές αυτό.

A NOTE TO ORTHODOX CHRISTIANS

ORTHODOX CHRISTIANS PLEASE NOTE: The proper preparation for receiving Holy Communion is: 1) prayer; 2) keeping the fast throughout the year (Wednesdays, Fridays, Great Lent, fast of the Holy Apostles, fast of the Dormition and the Christmas Fast, etc); and 3) most important, participating in the Sacrament of Holy Confession and Repentance. ALSO follow these guidelines as you approach for Holy Communion: Take the red cloth from the person before you and place it under your chin. Say your baptismal name. Open your mouth wide and receive the Holy Spoon in your mouth, lower your lips on the Holy Communion spoon and carefully remove the Holy Eucharist so that there is nothing left. After partaking of the Sacrament blot your lips and hand the red cloth to the person behind you. Receive one piece of antidoron, return to your seat and read the post communion prayer. Lipstick, lip gloss, lip balm, etc, should be removed prior to approaching the chalice. Receiving the precious Body and Blood of our Lord and Savior Jesus Christ should not be treated like a fast food service. You should come on time for the Divine Liturgy (that means at the 
beginning) and not leave until the completion of the service. This means that every time you eat this bread and drink from this cup you proclaim the Lord’s death until he comes. It follows that if anyone eats the Lord’s bread or drinks from his cup in a way that dishonors him, he is guilty of sin against the Lord’s body and blood. So then, everyone 
should examine himself first, and then eat the bread and drink from the cup. For if he does not recognize the meaning of the Lord’s body when he eats the bread and drinks form the cup, he brings judgment on himself as he eats and drinks. That is why many of you are sick and weak, and several have died. If we would examine ourselves first, we would not come under God’s judgment. But we are judged and punished by the Lord, so that we shall not be condemned together with the world. (1 Corinthians 11:26-32). 

At the time of communion, please allow families with infants to approach first, followed by the children and then the adults.

Tου †Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου: Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ

«Φθάσαντες πιστοὶ τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ,τὴν ἄφατον αὐτοῦμακροθυμίαν δοξάσωμεν...»(αἶνΜ. Δευτ.)
Ἀπόψε, ἀγαπητοί μου, ἀρχίζει ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἡ Ἐκκλησία μας, φιλόστοργη μάνα, κάνει μία «οἰκονομία»· ὥρισετὰ «γράμματα» τοῦ ὄρθρου τῆς αὐριανῆς ἡμέρας νὰ διαβάζωνται σήμερα.Τὰ τροπάρια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶνε κατανυκτικά . Κεντοῦν καὶ μαλακώνουν καὶ τὴν πιὸ σκληρὴ καρδιά. Τὴν κάνουν νὰ σκεφθῇ τ᾿ ἁμαρτήματά της, νὰ πονέσῃ, νὰ κλάψῃ, καὶμετανοιωμένη νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πῇ σὰν τὸ λῃστὴ «Μνήσθητί μου,Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἀρχίζει ἀπόψε ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Πολλὰ τροπάρια ἀκούγονται. Ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ πάρουμε ὡς θέμα ἐκεῖνο ποὺ λέει· «Φθάσαντες πιστοὶ τὸ σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν...» (αἶν. Μ. Δευτ.). Τί σημαίνει αὐτό;

ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Β΄)


Ό,τι ακολούθησε θέλω να σου πω.
 
Αυτά που δε γράφτηκαν σε κανένα βιβλίο.
 
Γύριζα σαν την τρελλή στους δρόμους.
 
Δεν είχα τίποτε από την προηγούμενη ζωή μου.
 
Δεν είχα ούτε σπίτι, δεν ήθελα πλέον να ζω σε εκείνο το σπίτι -αλλά και ποιος να ρθει πια, ακόμα κι αν το ήθελα- δεν είχα κομπόδεμα, δεν είχα ούτε ρουτίνα να φωλιάσω μέσα σ’ αυτή.
 

Έπρεπε να τα ξαναχτίσω όλα από την αρχή.
 

Περπατούσα στους δρόμους κι έβλεπα να με δείχνουν. Μουρμούριζαν κάποιοι, κάποιοι άλλοι έβριζαν φανερά.
 

Μέσα μου κρατούσα άγκυρα το πρόσωπό του.
 

Ξεδιψούσα με τα λόγια του.
 

Κάθε μορφή ανθρώπου νέου, γέρου αλλοιωνόταν για να γίνει τελικά η μορφή εκείνου.
 

Κείνο το βράδυ πίστεψα ότι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν.
 

Όχι μεταξύ τους.
 

Αλλά γιατί όλοι μοιάζουν σε κείνον.
 

Είχα ξεχάσει την πείνα, τη δίψα, την κούραση.
 

Έμοιαζε ο χρόνος να χει σταματήσει.
 
Τα πόδια μου ήταν ελαφρά κι η καρδιά μου γεμάτη δύναμη.
 
Είχε μιλήσει για μένα.
 
Είχε διαφωνήσει με έναν από τους μαθητές του για χάρη μου.
 
Είχε δεχθεί την προσφορά μου.
 
Ένας μόνο λόγος του έμενε σκοτεινός στο μυαλό μου.
 
Είχε μιλήσει για τον ενταφιασμό του.
 
Λόγος σκοτεινός για έναν νέο άντρα με σφρίγος και ζωντάνια.
 
Λόγος περίεργος για κάποιον που τόσο αγαπούσε ο λαός ώστε να τον υποδεχθεί όχι απλώς σαν βασιλιά αλλά σαν μεσσία στην πόλη μας.
 

Λόγος ακατανόητος για τον μόνο που όχι μια αλλά τρεις φορές είχε νικήσει το θάνατο.
 

Στην δωδεκάχρονη κόρη του αρχισυνάγωγου, στο μικρό γιο της χήρας και τέλος στον τριήμερο νεκρό φίλο του είχε αντιπαλέσει με τον ανίκητο εχθρό και τον είχε κατατροπώσει.
 

Γιατί λοιπόν μιλούσε για θάνατο; Για ενταφιασμό;
 
Όταν πια τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο κάθισα σε μια γωνιά του δρόμου και περίμενα.
 
Έκλεισα τα μάτια και τον ένιωσα πλάι μου, είχε ανοίξει την αγκαλιά του και με περίμενε. Τρόμαξα. έδιωξα τη σκέψη γρήγορα απ’ το μυαλό μου. Το κάκισα που γεννούσε τέτοιες ιδέες. Όμως εκείνος ξαναγύριζε. Με ένα βλέμμα καθαρό, μια όψη λαμπερή, απαστράπτουσα κράταγε την αγκαλιά του ανοικτή και με περίμενε.
 

Δεν ένιωθα πια η πόρνη. Δεν ένιωθα καν γυναίκα.
 
Ένιωθα σαν το μικρό παιδί που θέλει να τρέξει πίσω στην αγκαλιά του πατέρα, στην μόνη αγκαλιά που του πρόσφερε ασφάλεια, σιγουριά, συγχώρεση.
 
Τον άκουσα να μιλάει.
 
“Μη φοβάσαι την αγάπη μου, μη φοβάσαι την αγάπη σου, μου είπε. Ούτε εγώ τη φοβάμαι. Η τέλεια αγάπη πετάει έξω κάθε φόβο. Αυτό είναι το δικό σου κλειδί για τον Παράδεισο: η αγάπη. Μην το πετάξεις.”
 
Κάπου εκεί αποκοιμήθηκα.
 
Δεν θυμάμαι πως κύλησε η επόμενη μέρα.
 
Εκείνο που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι η επόμενη νύχτα. Ήταν αργά, ξημέρωνε. Γύριζα τα βήματά μου στην πόλη ψάχνοντας να τον δω έστω κι από μακριά. Τα πρώτα κοκόρια είχαν λαλήσει, όταν άκουσα λυγμούς. Λυγμούς αντρίκιους, βαριούς μαζί μ' ένα αναφιλητό.
 
Μέσα στο φεγγαρόφωτο είδα έναν άντρα να κλαίει.
 
Ένας άντρας που κλαίει είναι πάντα κάτι πολύ ξεχωριστό έστω κι αν είναι μόνος, στο σκοτάδι. Τον κοίταξα και τον γνώρισα. Ήταν μαθητής του. Ήταν αυτός που στεκόταν πάντα δίπλα του, ο πιο δυναμικός, εκείνος που θύμωσε με τον Ιούδα που τσιγγουνεύτηκε το δικό μου μύρο. Το κορμί του συνταραζόταν από τους λυγμούς κι ολότελα παράξενα για μένα το λάλημα ενός δεύτερου πετεινού έφερε νέο κύμα θλίψης στην ψυχή του. Ήθελα να τον πλησιάσω, να τον παρηγορήσω και ταυτόχρονα να τον ρωτήσω τι τον πόναγε τόσο. Μα τον φοβόμουν. Τόσα χρόνια είχα μάθει να φοβάμαι τους άντρες. Κοίταξα γύρω μου να δω πού βρίσκομαι. Είχα φτάσει έξω από την αυλή του Καϊάφα.
 
Κόσμος μπαινόβγαινε μέσα στη νύχτα, μα εκείνο που πάγωσε το κορμί μου ήταν όταν τον είδα. Δεν ήταν όπως εχθές. Τα χέρια του ήταν δεμένα και στο δεξί του μάγουλο φαινόταν καθαρά το αποτύπωμα μιας παλάμης. Ήταν κουρασμένος. Ήταν θλιμμένος, μα δυνατός. Γύρισε το βλέμμα και με κοίταξε. Όρκο παίρνω πως εκεί που στεκόμουν δεν φαινόμουν, κανενός δαυλού το φως δεν έφτανε ως το μέρος μου. Ωστόσο είμαι σίγουρη πως με κοίταξε και πως -μη με πάρετε για τρελλή- μου χαμογέλασε.
 
Ένα χαμόγελο πικρό, μα ήρεμο.
 
Ένα χαμόγελο που μου έφτανε για μια ζωή.
 
Όταν τον πήραν τόλμησα να προβάλλω από το σκοτάδι. Ρώτησα:
 
-Πού τον πηγαίνουν;
 
-Σαν ξημερώσει θα τον πάνε στον Πιλάτο, ήταν η απάντηση μαζί με ένα περιφρονητικό βλέμμα.
 
Ο άντρας με είχε αναγνωρίσει. Ο ανόητος δεν σκέφτηκε ποτέ ότι κι εγώ τον είχα αναγνωρίσει...
 

Αλεξανδρεύς
 
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 12:31 π.μ.
 
Ετικέτες Αλεξανδρεύς