Εἶχα τάξιμον νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη»,
εἰς τὰ Ἐννιάμερα, τὴν 23 Αὐγούστου. Ἀπὸ δέκα χρόνων δὲν εἶχα ἐπισκεφθῆ τὴν
Παναγίαν τὴν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν᾿ ἀσπασθῶ τὴν σεβασμίαν παλαιὰν Εἰκόνα
τῆς Κοιμήσεως, ὁποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῷα, ἔνθεν καὶ ἔνθεν,
ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς (αὐτὸς ὁ θεσπέσιος ποιητὴς τῆς Πεποικιλμένης) 〈καὶ〉 ὁ θεῖος Δαμασκηνός,
τείνοντες δύο τόμους κάτω πρὸς τὴν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ᾿ ὧν εἶναι
γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ «Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ Μητέρα Θεοῦ»,
καὶ τὸ «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο…» Καὶ δὲν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε
μακρόθεν τὸν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὅπου ἀστράπτει εἰς τὸν ἥλιον
ὅλος πεποικιλμένος ἀπὸ τὰ ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τὰ ἐγκολλημένα
εἰς τὸ κτίριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.
Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀπεφάσιζα νὰ ὑπάγω.
Ἐνύκτωσε, κ᾿ ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ
Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ
ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ, καὶ μοῦ εἶπε:
― Δὲν πῆγες, μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριά; Ἐγὼ
θὰ πάω.
― Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!
―Ἔχει φεγγαράκι.