Η προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως
Μὲ τὸ
κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Balamand Παπικοὶ καὶ “Ὀρθόδοξοι” Οἰκουμενιστές, κάνοντας ἕνα
θεαματικὸ ἅλμα καὶ παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ,
φθάνουν ξαφνικὰ στὸ σημεῖο νὰ ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καὶ ἀληθεῖς “ἀδελφὲς
Ἐκκλησίες”, μὲ ἔγκυρα μυστήρια, μὲ ταυτότητα πίστεως, με ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ διὰ τοῦτο “ἀπὸ κοινοῦ ὑπευθύνους
διὰ τὴν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρὸς τὴν θείαν οἰκονομίαν,
ἰδιαίτατα ὡς πρὸς τὴν ἑνότητα” (παράγρ.
13 καὶ 14), πρᾶγμα ποὺ συνιστᾶ πραγματικὴ προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Πέραν
τούτου ἡ ἐπιτευχθεῖσα καταδίκη τῆς Οὐνίας στὸ Freising τὸ 1990, ἀνατρέπεται μὲ νέες ἀποφάσεις στὸ Balamand, ὅπου πανηγυρικὰ ἀθωώνεται καὶ ἐπὶ πλέον οἱ Οὐνίτες ἀποκτοῦν
τὸ δικαίωμα νὰ συμμετέχουν στὸ διάλογο μὲ ἐκπροσώπους της.
ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ
ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ
ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Ητοι
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ
ΑΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΩΝ ΔΕΣΠΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ.
Ερμηνεία εις τον
Κανόνα
ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ
ΣΤΑΥΡΟΥ
Ποίημα όντα του
αγίου Κοσμά
Και πρώτον εις
την τούτου ακροστιχίδα.
Ακροστιχίς
Σταυρώ πεποιθώς,
ύμνον εξερεύγομαι.
Ερμηνεία.
Εγώ, λέγει ο
Μελωδός Κοσμάς, πεποιθώς και θαρρών όλος διόλου εις την δύναμιν του Σταυρού,
εκβάλλω έσωθεν από την καρδίαν μου ύμνον: ήτοι τον Κανόνα τούτον, τον εις την
ύψωσιν ψαλλόμενον του Σταυρού. Είπε δε ο ιερός Κοσμάς, ότι πέποιθεν εις τον
Σταυρόν· διότι είναι άνθρωπος δίκαιος· ο δε δίκαιος, κατά τον Παροιμιαστήν,
ώσπερ λέων πέποιθεν (Παρ. κη: 1). Ομοίως είπε και ότι εξερεύγεται· διότι και η
ερυγή: ήτοι το ρέψιμον, ίδιον είναι του λέοντος, κατά τον Προφήτην Αμώς λέγοντα
«λέων ερεύξεται, και τις ου φοβηθήσεται;» (Αμ. Γ:8). Θέλει λοιπόν να φανερώση ο
Μελωδός με το εξερεύγομαι, ότι φοβερά τινα και μεγάλα και λεοντώδη νοήματα έχει
να παραστήση δια του Κανόνος τούτου. Επειδή δε το μεν ρέψιμον του λέοντος είναι
βρωμερόν, καταπληκτικόν, και αποστροφής άξιον, το δε ρέψιμον εδώ του ιερού
Κοσμά είναι ευώδες, κεχαριτωμένον, και εις την ψυχήν περιπόθητον· δια τούτο
κατά τον πτωχόν Πρόδρομον, αρμόζει καλλίτερα εις τον θεσπέσιον τούτον Μελωδόν,
το ψαλμικόν εκείνο ρητόν του Δαβίδ, το λέγον «εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον
αγαθόν»(Ψαλ. μδ: 2). Καθότι εκείνα τα πνευματικά και κεχαριτωμένα νοήματα, όπου
είχεν εις την καρδίαν του, ταύτα ερεύγετο και επρόφερε δια του στόματός του.
«Ώσπερ γαρ επί της ερυγής, κατά την ερμηνείαν του Βασιλείου και Νικήτα, της των
σιτίων ποιότητός εστι το γινόμενον· ούτω και επί της πνευματικής διδασκαλίας,
τοιαύτα ηρεύγετο, οία και εσιτείτο… Δια τούτο, επειδή λογική ην και αγαθή η
τροφή, ου σιτίον ουδέ ποτόν ερεύγεται, αλλά τον συγγενή τη λογική τραπέζη,
λόγον αγαθόν τον περί του μονογενούς». Βλέπε δε, αγαπητέ, τάξιν αρίστην, όπου
μεταχειρίζεται ο θεσπέσιος Μελωδός. Συνήθεια γαρ αγία επικρατεί εις τους
χριστιανούς, να ποιώσι δια της χειρός το σημείον του Σταυρού, όταν μέλλουν να
αρχίσουν κάθε έργον και επιχείρημα· καθώς παραγγέλλει εις αυτούς ο θείος
Κύριλλος ο Ιεροσολύμων, λέγων εν Κατηχήσει Δ΄ «Μη επαισχυνθώμεν τω Σταυρώ του Χριστού· αλλά καν άλλος αποκρύπτη, συ φανερώς επί τω
μετώπω σφραγίζου· ίνα οι δαίμονες, το σημείον ιδόντες το Βασιλικόν,
μακράν φύγωσι τρέμοντες. Ποίει δε τούτο το σημείον εσθίων και πίνων, καθήμενος,
κοιταζόμενος, εξανιστάμενος, λαλών, περιπατών, απαξαπλώς εν παντί πράγματι.
Αλλά και ο Χρυσορρήμων εις τούτο παρακινεί τους πιστούς, λέγων «όταν μέλλης
υπερβαίνειν τα πρόθυρα του πυλώνος, τούτο φθέγξαι το ρήμα πρότερον· αποτάσσομαί
σοι Σατανά, και τη πομπή σου, και τη λατρεία σου, και συντάσσομαί σοι Χριστέ·
και μηδέποτε χωρίς της φωνής ταύτης εξέλθης. Και μετά του ρήματος τούτου, και
τον Σταυρόν επί του μετώπου διατύπωσον· ούτω γαρ ου μόνον άνθρωπος απαντών,
αλλ΄ ουδέ αυτός ο Διάβολος βλάψαι τι δυνήσεται, μετά τούτων σε ορών των όπλων
πανταχού φαινόμενον» (Λόγ. εις τους Ανδριάντας). Τη αγία συνηθεία λοιπόν ταύτη
ακολουθών και ο ιερός Κοσμάς εδώ, μέλλων να αρχίση τον Κανόνα τούτον, αντί να
κάμη τον τύπον του Σταυρού δια της χειρός του, αρχήν ποιείται αυτού το όνομα
του Σταυρού, ειπών «Σταυρώ πεποιθώς».
Διατί δε ονομάζεται Ακροστιχίς; Επειδή όσα στοιχεία περιέχονται εις
αυτήν, ταύτα γίνονται άκρα και αρχαί των στίχων, ήτοι των Τροπαρίων του
Κανόνος. Οίον επί παραδείγματος της ενταύθα Ακροστιχίδος «Σταυρώ». Το μεν Σ
γίνεται αρχή του πρώτου Τροπαρίου του Κανόνος, του λέγοντος «Σταυρόν χαράξας
Μωσής». Το δε Τ γίνεται αρχή του δευτέρου Τροπαρίου, του λέγοντος «Τον τύπον
πάλαι». Το δε Α γίνεται αρχή του τρίτου Τροπαρίου, του λέγοντος «Ανέθηκε
Μωϋσής». Ομοίως και τα λοιπά στοιχεία της Ακροστιχίδος, αρχαί γίνονται των
λοιπών Τροπαρίων. Δύο δε είναι τα αίτια, δια τα οποία γίνεται η Ακροστιχίς εις
τους Κανόνας. Εν μεν, δια να δείξουν οι Μελωδοί των Κανόνων την φιλοτιμίαν και
τέχνην των· καθότι ο Κανών ο έχων Ακριστιχίδα, αυτός είναι αξιολογώτερος του μη
έχοντος, και ακολούθως περισσοτέραν δυσκολίαν προξενεί εις τον Μελωδόν, όπου
τον συνθέτει, πάρεξ εκείνος όπου δεν έχει Ακροστιχίδα. Καθώς τούτο ηξεύρουν οι
των τοιούτων την πείραν έχοντες, και άλλο, επειδή δια της Ακροστιχίδος γίνεται
ευκολομνημόνευτος ο Κανών. Αρκεί γαρ εις τον καθ΄ ένα να ενθυμήται μόνην την
Ακροστιχίδα του Κανόνος, και συν τη Ακροστιχίδι ευθύς ευρίσκει και τας αρχάς
εκάστου Τροπαρίου του Κανόνος.
Ωδή α΄ Ήχος
Πλ. δ΄. Ειρμός.
Σταυρόν χαράξας
Μωσής, επ΄ ευθείας ράβδω, την ερυθράν διέτεμε τω Ισραήλ πεζεύσαντι· την δε επιστρεπτικώς,
Φαραώ τοις άρμασι κροτήσας ήνωσεν· επ΄ εύρους διαγράψας, το αήττητον όπλον· διο
Χριστώ άσωμεν, τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Επειδή ο Προφήτης
Μωϋσής εστάθη ο Ποιητής της πρώτης ωδής, (ταύτην γαρ έγραψεν εν Κεφαλ. ιε΄ της
Εξόδου, αφ΄ ου διεπέρασαν μεν οι Εβραίοι την ερυθράν θάλασσαν, κατεποντίσθησαν
δε εις αυτήν οι Αιγύπτιοι και Φαραωνίται). Τούτου χάριν και ο Μελωδός Κοσμάς
ερανίσθη από την ωδήν εκείνην τον παρόντα Ειρμόν και λέγει, ότι ο θεόπτης
εκείνος Μωϋσής χαράξας, ήτοι προεικονίσας συμβολικώς και προτυπώσας τον
Σταυρόν, εκτύπησε μεν πρώτον την ράβδον του με ευθείαν και ίσην γραμμήν επάνω
εις την ερυθράν Θάλασσαν, και ούτω διέσχισεν αυτήν τω Ισραήλ, πεζεύσαντι: ήτοι
χάριν του ισραηλιτικού λαού, ος τις επέζευσε· τουτέστι, διεπέρασεν αυτήν πεζός
και με γυμνά ποδάρια, χωρίς να βραχή. Ταύτην δε την ιδίαν ράβδον γυρίσας ο
αυτός Μωσής με πλάγιον σχήμα (τούτο γαρ δηλοί το, επιστρεπτικώς), εκτύπησε την
ιδίαν ερυθράν Θάλασσαν, αφ΄ ου επέρασαν οι Ισραηλίται· και ούτως ήνωσε τα δύο
σχισθέντα μέρη αυτής. Διατί δε τούτο εποίησε τοις άρμασι Φαραώ, ήτοι εναντίον
των αρμάτων και αμαξών του Βασιλέως Φαραώ; Διότι εκυνήγα κατόπιν δια να πιάση
τους Ισραηλίτας. Ευθύς γαρ όπου η θάλασσα εκτυπήθη την δευτέραν φοράν και
ενώθη, κατεπόντισε τον Φαραώ και πάντα τα στρατεύματα αυτού. Όθεν με το
τοιούτον ίσον ομού και πλάγιον κτύπημα της ράβδου του, εχάραξεν ο Μωϋσής και
αισθητώς· ήτοι εσχημάτισεν επάνω εις το πλάτος της θαλάσσης το ανίκητον άρμα
των χριστιανών, ήτοι τον Σταυρόν. Ο Σταυρός γαρ από δύο ξύλα σύγκειται, από το
ορθόν και ίσον, και από το πλάγιον. Δια τούτο, λέγει, και ημείς οι τω Σταυρώ
εγκαυχώμενοι χριστιανοί, ας μελωδήσωμεν εις Χριστόν τον Θεόν ημών. Καθώς τότε
και ο Μωϋσής με όλους τους άνδρας και η Μαριάμ με όλας τας γυναίκας, έψαλλον το
επινίκιο εκείνο άσμα της πρώτης ωδής, αφ΄ ου διεπέρασαν αβρόχως την ερυθράν.
Τότε γαρ φησιν, ήσε Μωϋσής και οι υιοί Ισραήλ την ωδήν ταύτην· «Άσωμεν τω
Κυρίω, ενδόξως γαρ δεδόξασται» (Έξ. ιε΄: 1). Βλέπε δε, ω αναγνώστα, σοφίαν και
σύνεσιν του θεσπεσίου Κοσμά. Διότι αυτός και τον ειρμόν τούτον επροσάρμοσε με
την πρώτην ωδήν του Μωϋσέως, από την οποίαν ερανίσθη αυτόν· και εις τον αυτόν
καιρόν δεν εβγήκε και από την υπόθεσιν της πανηγύρεως του Σταυρού, την
προκειμένην αυτώ εις έπαινον· διότι λαβών από την πρώτην ωδήν, τόσον την ράβδον
του Μωϋσέως, όσον και την ερυθράν θάλασσαν, με την μίαν ταύτην υπόθεσιν τα
πρέποντα εφύλαξε και της πρώτης ωδής και της του Σταυρού εορτής. Καθώς γαρ τότε
ο παλαιός Μωϋσής με την ράβδον του έσχισε την ερυθράν θάλασσαν· ούτως ύστερον
και ο νέος Μωσής Χριστός ο Κύριος με την ιδικήν του ράβδον, ήτοι με τον τίμιον
Σταυρόν, περί ου είπεν ο Δαβίδ: «ράβδος ευθύτητος η ράβδος της Βασιλείας σου»
(Ψαλμ. μδ΄ 7) με αυτόν, λέγω, έσχισε την αμαρτίαν, η οποία είναι ερυθρά και
αιματώδης κατά την Γραφήν «Άνδρας γαρ αιμάτων», ο Δαβίδ ονομάζει τους φονικούς
και αμαρτωλούς (Ψαλμ. νδ΄ 27). Και ο Ησαϊας καθαρώτερον μαρτυρεί περί τούτου
«εάν ώσι, λέγων, αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν (ήτοι ως χρώμα άλυκον, το εις το
λευκοειδές κλίνον), ως χιόνα λευκανώ (ήτοι πολλά λευκάς ποιήσω αυτάς)· εάν δε
ώσιν ως κόκκινον (ήτοι ως χρώμα αιματοειδές και βαθύ), ως έριον λευκανώ (ήτοι
ολιγώτερον θέλω τας λευκάνει)» (Ησ. α΄ 18). Σχίσας λοιπόν ο Χριστός με την
Ράβδον του Σταυρού του την ερυθράν αμαρτίαν, ημάς μεν τους νέους Ισραηλίτας
τους ακολουθούντας αυτώ, διεπέρασεν εις την έρημον της αμαρτίας: ήτοι εις την
απάθειαν· τον δε Φαραώ: ήτοι τον Σατανάν, και τα δαιμονικά αυτού άρματα, και
τους τριστάτας κατεβύθισεν. Άρματα μεν ουν λέγονται οι Δαίμονες όχι ότι έχουν
κανένα αρμόδιον και εύτακτον. Πάντα γαρ τα των Δαιμόνων είναι άτακτα και
ανάρμοστα· αλλά λέγονται άρματα, δια την έπαρσιν αυτών και την υπερηφάνειαν,
υπό της οποίας κυριευθέντες, εκρημνίσθησαν από τους ουρανούς. Τριστάται δε
ονομάζονται οι Δαίμονες, διότι πολεμούσι τα τρία μέρη της ψυχής του ανθρώπου,
το επιθυμητικόν, λέγω, το θυμικόν και το λογιστικόν, κατά την ερμηνείαν του
πτωχού Προδρόμου. Ου μόνον δε τον Ειρμόν τούτον επροσάρμοσεν ο Μελωδός εις την
εορτήν του Σταυρού· αλλά και το ακροτελεύτητον του Ειρμού: ήτοι το «διο Χριστώ
άσωμεν τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται». Κατά τον αυτόν Πρόδρομον δε, άσωμεν,
λέγει, εις Χριστόν τον Θεόν ημών, διότι δεδόξασται: ήτοι εσταυρώθη. Εάν γαρ
δόξα του Χριστού και είναι και λέγεται ο Σταυρός, λοιπόν και το σταυρωθήναι
εμπορεί να ονομασθή δοξασθήναι. Όθεν ο Κύριος ερχόμενος εις το πάθος του
Σταυρού, έλεγε «νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου» (Ιω. ιδ: 31). Ου μόνον δε
δόξα του Χριστού ονομάζεται ο Σταυρός. Αλλά και αρχή, ως γέγραπται παρά τω
Ησαϊα «ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού» (Ησ. θ:6). Όπερ ερμηνεύων ο
Θεολόγος Γρηγόριος, λέγει «Τω γαρ Σταυρώ συνεπαίρεται» (λογ. εις την Χριστού
γέννησιν) : ήτοι ο Σταυρός, ον εβάστασεν ο Κύριος εις τον ώμον Του, αυτός
εγενήθη εις Αυτόν αρχή τουτέστιν εξουσία. «Εδόθη μοι» γαρ, φησι μετά το πάθος
και την ανάστασιν ο γλυκύς Ιησούς, «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί
γης» (Ματθ. κη: 18). Ήθελε δε απορήση τινάς, δια τι ο Θεολόγος δεν είπεν, ότι
τω Σταυρώ επαίρεται ο Χριστός, αλλά συνεπαίρεται; Ούτω γαρ και ο Δαμασκηνός
Ιωάννης είπεν εν τω Β΄ ήχω «εν τη κυπαρίσσω, ως ηυδόκησας, και τη πεύκη και
κέδρω, σαρκί συνανυψούμενος». Ταύτην την απορίαν λύων ο Ζωναράς εν τη ερμηνεία
του ανωτέρω Τροπαρίου, λέγει «ουκ είπε δε ανυψούμενος (πρόσθες και
επαιρόμενος), αλλά τη σαρκί συνανυψούμενος (και τω Σταυρώ συνεπαιρόμενος)· αλλά
τη σαρκί συνανυψούμενος (και τω Σταυρώ συνεπαιρόμενος)· της του Λόγου γαρ
σαρκός ανυψουμένης, και πασχούσης εν τω Σταυρώ, αυτός ο Λόγος υψούσθαι λέγεται,
και τη σαρκί συναωυψούσθαι, τα της σαρκός οικειούμενος, δια το μίαν είναι την
υπόστασιν, μετά την σάρκωσιν του Λόγου και της σαρκός· άλλώς τε και της
Θεότητος αυτού εκφαινομένης δια των εν τω πάθει γεγονότων τεραστίων, και
εκλαμπούσης, δόξα εγίνετο ο Σταυρός του Λόγου και ύψωσις· ουχ΄ ως αυτού δόξαν
μείζονα προσλαμβάνοντος, αλλ΄ ως εν ημίν της δόξης αυτού αυξούσης τε και
υψουμένης δια των τελουμένων θαυμασίων εν τω Σταυρώ. Εν κυπαρίσσω δε και πεύκη
και κέδρω είπεν: ήτοι εν τω ξύλω του Σταυρού· εκ τούτων γαρ των τριών
συγκείσθαι φασί τον Σταυρόν». Λέγει δε και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος, ερμηνεύων το
ανωτέρω ρητόν του Ησαϊου. Έοικε δε τον ώμον ο προφητικός ημίν εν τούτοις λόγος
την Ισχύν βούλεσθαι δηλούν· πάσα γαρ ημών Ισχύς εν βραχίοσί τε και ώμοις. Ήρξε
τοίνυν της υπ΄ ουρανόν δια της εαυτού δυνάμεως ο Χριστός· Ισχύς γαρ εστι του
Θεού και Πατρός. Ποίον δε ωφέλιμον νόημα εμπορείς να κερδήσης, συ αγαπητέ, από
τον Ειρμόν τούτον; άκουσον· Θάλασσα ερυθρά είναι η παρούσα ζωή. Αιγύπτιοι δε
και Φαραωνίται είναι οι πονηροί Δαίμονες. Άνεμοι δε οι ταράσσοντες την ζωήν
ταύτην, είναι αι προσβολαί των βλασφήμων και αισχρών και πονηρών λογισμών, με
τους οποίους οι Δαίμονες ταράττουσι το τριμερές της ψυχής μας: ήτοι το
λογιστικόν, το επιθυμητικόν, και το θυμικόν. Κύματα δε της Θαλάσσης ταύτης,
είναι οι διάφοροι πειρασμοί και αι περιστάσεις και θλίψεις, όπου ακολουθούν εις
την ζωήν ταύτην. εάν λοιπόν, συ αγαπητέ, μεταχειρίζεσαι ως άρμα δυνατόν, τον
Σταυρόν του Κυρίου, δύνασαι να διαπεράσης μεν ακινδύνως την ζωήν, ταύτην, να
καταποντίσης δε και αφανίσης τους νοητούς Αιγυπτίους και Φαραωνίτας Δαίμονας,
όπου σε διώκουν και σε πολεμούν. Όθεν εάν, συ αδελφέ, μαγευθής από τινα
κακότροπον άνθρωπον, μη φοβηθής· αλλά ποίησον το σημείον του τιμίου Σταυρού,
και λύεται η φαρμακεία των Δαιμόνων. Ούτω βεβαιοί ο μέγας Αθανάσιος, λέγων, «τω
σημείω του Σταυρού πάσα μαγεία παύεται» (λόγω περί της ενσαρκώσεως του Θεού
Λόγουθ). Και ο ιερός Επιφάνιος «ένθα όνομα Χριστού, και σφραγίς Σταυρού, ουκ
ίσχυσε φαρμακείας δύναμις» (Αιρέσ. 1 Βιβλ. α΄). Εάν σε πολεμούν οι εχθροί
Δαίμονες με καμμίαν αμαρτίαν, μη φοβηθής· αλλά σφράγισον τον εαυτόν σου με το
σημείον του Σταυρού, καθώς σε συμβουλεύει να κάμνης ο θείος Χρυσόστομος, λέγων
«πιστή ει; Σφράγισον σεαυτόν και ειπέ: «Τούτο έχω το όπλον μόνον· Τούτο το
φάρμακον· άλλο δε ουκ οίδα» (ομιλ. η΄ εις την προς Κολασ.). Αλλ΄ εάν και το
παιδίον σου πάσχη και ασθενή, σφράγισον αυτό με τον τύπον του ζωηφόρου Σταυρού.
Και άλλο τι να μη κάμης εις αυτό κατάτον αυτόν Χρυσορρήμονα «δέον μηδέν έτερον
τω παιδί περιτιθέναι, αλλ΄ ή την από του Σταυρού φυλακήν» (Ομιλ. ιβ εις την
προς Κορινθίους α΄). Και πάλιν ο αυτός Χρυσορρήμων παραγγέλει εις τους γονείς,
ότι από την πρώτην ηλικίαν των τέκνων των να τα μανθάνουν να κάμνωσι τον
Σταυρόν· και προ του αυτά να δύνωνται να τον κάμνουν, να πιάνουν οι γονείς τας
χείρας αυτών των παιδίων, και να τυπώνουν τον Σταυρόν εις το μέτωπον και εις
όλον το σώμα των. Ούτω γαρ φησι «Μη ταύτα, μη αδελφοί· αλλ΄ εκ πρώτης ηλικίας,
πνευματικοίς περιφράττετε όπλοις τα παιδία, και τη χειρί παιδεύετε σφραγίζειν
το μέτωπον. Και πριν ή δυνηθήναι τη χειρί τούτο ποιείν, αυτοί εντυπούτε αυτοίς
τον Σταυρόν» (Λόγω ιγ΄ εις την α΄ προς Κορινθίους). Και για να είπω καθολικώς,
εις κάθε περίστασιν, όπου σοι ακολουθήσει, μη φοβηθής· αλλά ποίει την σφραγίδα
του Σταυρού, και θέλεις ελευθερωθή. Ούτω γαρ και οι παλαιοί εκείνοι Χριστιανοί
συνεχώς εποίουν τον Σταυρόν εις τον εαυτόν των, και ούτω συνειθίσαντες δεν
εχρειάζοντο πλέον δια να τους ενθυμήση τινάς περί τούτου. Καθώς ο αυτός
Χρυσορρήμων λέγει «εν συνηθεία πολλοί κατέστησαν του σφραγίζειν εαυτούς, και
ουκέτι δέονται του υπομιμνήσκοντος» (Ομιλ. Ζ΄ εις την β΄ προς Τιμόθεον).
Τροπάριον.
Τον τύπον πάλαι
Μωσής, του αχράντου πάθους, εν εαυτώ προέφημε, των ιερών μεσούμενος. Σταυρώ δε
σχηματισθείς, τεταμέναις τρόπαιον παλάμαις ήγειρε, το κράτος διολέσας, Αμαλήκ
του πανώλους. Διο Χριστώ άσωμεν, τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Και τούτο το
Τροπάριον εδανείσθη ο μελωδός από το βιβλίον της Εξόδου, από το οποίον
εδανείσθη και τον ανωτέρω Ειρμόν. Ακούων γαρ τον Παύλον να λέγη, ότι ο παλαιός
νόμος είχε σκιάν και τύπον των μυστηρίων της νέας χάριτος «Σκιάν γαρ έχων ο
Νόμος των μελλόντων αγαθών» (Εβρ. ι:1). Δια τούτο μεταφέρει και αλληγορεί τας
ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης, εις την Νέαν Διαθήκην του Ευαγγελίου. Όθεν και
λέγει, ότι πάλαι μεν ο Προφήτης Μωϋσής επροεικόνισεν εις τον εαυτόν του τον
τύπον του αχράντου πάθους του Δεσπότου Χριστού. Πως; Και τίνι τρόπω; Των ιερών
μεσούμεος· ήτοι καθώς ο Μωϋσής εστέκετο εις το μέσο των ιερών εκείνων ανδρών,
του Ααρών, λέγω, του αδελφού του, και του Ώρ· ούτω και ο Δεσπότης Χριστός
έπασχεν εν τω Σταυρώ, ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο ληστάς. Σχηματισθείς δε
πάλιν κατά τον τύπον του Σταυρού, εσήκωσε με τας σταυροειδώς εξαπλωμένας χείρας
του τρόπαιον, ήτοι νίκην. Έφθειρε γαρ δια μέσου της σταυροειδούς εξαπλώσεως
ταύτης, την δύναμιν του πανωλέθρου και αφανιστικού εκείνου Βασιλέως Αμαλήκ, ος
τις επολέμει τον Ισραηλιτικόν λαόν, και δεν άφινεν αυτόν να περάση και να υπάγη
εις τη γη της επαγγελίας· καθώς αναφέρεται η ιστορία αύτη εις το ιζ΄ της Εξόδου
Κεφάλαιον. Δια τούτο, λέγει, ημείς οι Χριστιανοί, βλέποντες τον τύπον του Σταυρού
ένδοξον και νικώντα, ακόμη και εν τη σκιά της Παλαιάς Διαθήκης, ας μελωδήσωμεν
εν επινίκιον και ένδοξον άσμα εις Χριστόν τον Θεόν, όστις εχάρισε τόσην μεγάλην
δύναμιν, και εις αυτόν ακόμη τον εν τη Παλαιά τύπον του Σταυρού του, επειδή και
είναι δεδοξασμένος. Όθεν και ο θείος
Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης εν τω εις την προσκύνησιν του Σταυρού λόγω αυτού,
γράφει ένα βαθύ νόημα, λέγων «ο του Χριστού Σταυρός προανεκηρύττετο και
προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων, και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς
της του Σταυρού δυνάμεως»… Και ώσπερ, μήπω όντος του ανθρώπου της αμαρτίας, του
υιού της ανομίας, του Αντιχρίστου, λέγω, ο ηγαπημένος τω Χριστώ φησί Θεολόγος:
«Και νυν αγαπητοί, ο Αντίχριστός εστιν». Ούτω και ο Σταυρός ην εν τοις
προγενεστέροις και προ του τελεσθήναι. «Ο γαρ μέγας Παύλος σαφέστερον ημάς
διδάσκων, ότι, και μήπω παραγενόμενος, εν ημίν εστιν ο Αντίχριστος, φησίν, ότι
το μυστήριον αυτού ενεργείται εν ημίν· ούτω δη και ο του Χριστού Σταυρός, μήπως
γεγονώς, εν τοις προπάτορσιν ην· το γαρ μυστήριον αυτού ενηργείτο εν αυτοίς.
Ακολούθως δε φέρει παράδειγμα τον Άβελ, τον Σηθ, τον Ενώς, τον Ενώχ, τον Νώε,
τον Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, και τους λοιπούς Προπάτορας και Προφήτας». Ήθελε δε ερωτήση τινάς, με ποία άρα γε άρματα
επολέμουν οι Ισραηλίται τον Αμαλήκ και τα εκείνου στρατεύματα, ενώ αυτοί άρματα
δεν είχον, όταν εβγήκαν από την Αίγυπτον; Και αποκρίνεται ο Ιώσηπος συν τω ιερώ
Θεοδωρήτω, ότι όταν εξέβρασεν η ερυθρά Θάλασσα τους Αιγυπτίους εις τα
περιγιάλια, ομού με τα άρματά των· τότε οι Εβραίοι κουρσεύσαντες αυτούς, επήραν
τα άρματά των, και εκείνα εμεταχειρίζοντο εις τον πόλεμον. Τι δε νόημα
συνάγεις, συ αγαπητέ αναγνώστα, από το Τροπάριον τούτο; Ωφέλιμον αληθώς και
ψυχωφελές. Διότι καθώς ο Μωϋσής τότε, εν όσω είχεν υψωμένα τα χέριά του υψηλά
εις σχήμα Σταυρού, ενίκα ο Ισραηλιτικός λαός τον Αμαλήκ· όταν δε αυτά
εκατέβαζεν, ενίκα ο Αμαλήκ. «Και εγένετο, όταν επήρε Μωϋσής τας χείρας,
κατίσχυεν Ισραήλ· όταν δε καθήκε τας χείρας, κατίσχυεν Αμαλήκ» (Έξ. ιζ΄: 11).
Ούτω και συ τώρα, εν όσω μεν έχεις τας χείρας σου σταυροειδώς υψωμένας εις
προσευχήν, νικάς τον νοητόν Αμαλήκ, Διάβολον, όστις σε πολεμεί, και δεν σε
αφήνει να περάσης, και να υπάγης εις την άνω Ιερουσαλήμ· όταν δε αμελών
κατεβάσης τας χείρας σου, και διαλύσης τον νικητικόν τύπον του Σταυρού, τότε
νικάται, κατά τον Βασίλειον, ο εν ημίν Ισραήλ, ήτοι ο διορατικός ημών νους·
επειδή Ισραήλ, νους ορών τον Θεόν, ερμηνεύεται. Δια τούτο και ο Προφήτης Δαβίδ
πρότερον εποίει, και ο Παύλος ύστερον παραγγέλλει εις ημάς, να σηκώνωμεν τας
χείρας, όταν προσευχώμεθα. Διατί; Ίνα τυπώνωμεν εις τον εαυτόν μας εν τη
προσευχή το νικητικόν σχήμα του Σταυρού· ο μεν, λέγων: «έπαρσις των χειρών μου
θυσία εσπερινή» (Ψαλμ. ρμ΄ : 2). Ο δε, παραγγέλλων «Βούλομαι ουν προσεύχεσθαι
τους άνδρας εν παντί τόπω, επαίροντας οσίους χείρας» (Α΄ Τιμ. β:8). Και τούτη
είναι η αιτία, δια την οποίαν η Εκκλησία του Χριστού επενόησε τα στασείδια εν
τω Ναώ, ίνα δηλαδή οι προσευχόμενοι Χριστιανοί, ακουμβίζοντες τας χείρας των
επάνω εις τα πλάγια ξύλα των στασειδίων (ου γαρ δύναται εις όλον το διάστημα
της εν τη Εκκλησία προσευχής, να έχουν υψωμένας αυτάς), τυπώνωσιν εις τον
εαυτόν των εν τη προσευχή τον τίμιον Σταυρόν· καθώς τότε ετύπωνεν αυτόν και ο
Μωϋσής, εν όσω είχεν υψωμένας τας χείρας του. Εν τη δυνάμει λοιπόν του τιμίου
Σταυρού, και της δια της επάρσεως των χειρών ενεργουμένης προσευχής, εμπορείς
να νικήσης, και συ αδελφέ, τον νοητόν Αμαλήκ, Διάβολον, περί ου γέγραπται «Αρχή
Εθνών, Αμαλήκ· και το σπέρμα αυτών απολείται» (Αριθμ. κδ: 20). Ποία δε είναι τα
έθνη, των οποίων ευρίσκεται αρχή ο Διάβολος; Είναι τα πλήθη των δαιμόνων των
υποτασσομένων τω Διαβόλω. Ποίον δε είναι το σπέρμα του Αμαλήκ και των δαιμόνων;
Είναι η αμαρτία και όλα τα πάθη, τα οποία εγέννησεν ο Διάβολος και οι υπ΄ αυτόν
δαίμονες, ήτοι η φιλαυτία, η οίησις, η υπερηφάνεια, η γαστριμαργία, και τα
λοιπά. Όθεν είπεν ο σοφός Νείλος «Αρχή Εθνών Αμαλήκ, και αρχή παθών
γαστριμαργία». Μη φοβηθής λοιπόν, Χριστιανέ, τον νοητόν Αμαλήκ και τον εκείνου
αόρατον πόλεμον, όχι! Επειδή δια της κρυφίας δυνάμεως του Σταυρού, πολεμεί μεν
αυτόν ο Χριστός και δεν τον αφήνει να νικήση, βοηθεί δε εσέ τον αντιπολεμούντα
εκείνον, και νικητήν αυτού δείκνυσι· καθώς είναι γεγραμμένον: «Εν χειρί κρυφία
πολεμεί Κύριος επί Αμαλήκ από γενεών εις γενεάς» (Έξοδ. ιζ: 16). Παραθαρρύνει
δε σε και ο θεολόγος Γρηγόριος, λέγων, «αν ούτως εξέλθης Αίγυπτον, Αμαλήκ
καταπολεμηθήσεταί σοι, ουχί όπλοις μόνον, αλλά και πολεμίαις χερσί δικαίων,
ευχήν ομού τυπούσαις και Σταυρού τρόπαιον το αήττητον» (Λόγ. Εις το Πάσχα).
Τροπάριον.
Ανέθηκε Μωϋσής,
επί στήλης άκος, φθοροποιού λυτήριον και Ιοβόου δήγματος, και ξύλω τύπω
Σταυρού, τον προς γην συρόμενον Όφιν προσέδησεν, εγκάρσιον εν τούτω,
θριαμβεύσας το πήμα· διο Χριστώ άσωμεν, τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Την ιστορίαν του
Τροπαρίου τούτου, εδανείσθη ο Μελωδός από το κα΄ κεφάλαιον των Αριθμών, όπου ο
Θεός έστειλεν εις τον λαόν των Εβραίων οφίδια, και εθανάτωναν αυτούς, διότι
ολιγοψυχήσαντες, κατελάλησαν του Θεού. Όθεν ο Μωϋσής εμπήξας εις την γην ένα
όρθιον ξύλον, έστησε πλαγίως επάνω εις αυτό, ένα χάλκινον Όφιν, τον οποίον
βλέποντες οι Εβραίοι εκείνοι όπου εδαγκάνοντο, δεν απέθνησκον. Προσαρμόζει
λοιπόν την ιστορίαν ταύτην ο Μελωδός εις την εορτήν της υψώσεως του Σταυρού,
και λάγει, ότι ο Προφήτης Μωϋσής έβαλεν υψηλά επάνω εις την στήλην: ήτοι εις
όρθιον ξύλον, όπου ήτον εμπηγμένον εις την γην· τι έβαλεν; Άκος, ήγουν τον
χάλκινον Όφιν, ως ένα ιατρικόν, ο οποίος διέλυσε και ιάτρευσε το φθοροποιόν και
θανατηφόρον εκείνο δάγκαμα των Οφιδίων. Με το ξύλον λοιπόν εκείνο το εις τύπον
ον του ορθού ξύλου του Σταυρού, εκάρφωσεν ο Μωϋσής τον αισθητόν Όφιν, όπου
σύρεται εις την γην, κατά την κατάραν, την οποίαν έλαβεν εξ αρχής από τον Θεόν,
ειπόντα προς αυτόν «επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση, και γην φαγή πάσας
τας ημέρας της ζωής σου» (Γεν. γ: 14). Πως δε εκάρφωσε τον ζωντανόν Όφιν ο
Μωϋσής; Επειδή εθριάμβευσεν: ήτοι νεκρόν και αδύνατον απέδειξε δημοσίως και
παρρησία το πήμα: ήτοι την βλάβην εκείνη όπου, επροξένει εις τους Εβραίους. Με
ποίον δε μέσον το ενέκρωσε; Με τον χαλκούν Όφιν, τον οποίον έβαλεν επάνω εις το
ξύλον εκείνο, όχι όρθιον, αλλά πλάγιον (τούτο γαρ δηλοί το εγκάρσιον), και
ούτως εσχημάτισε τέλειον τον Σταυρόν. Διότι από τα δύο ομού: ήτοι από το όρθιον
ξύλον, όπου έμπηξεν εις την γην, και από τον χάλκινον Όφιν, όπου πλαγίως έβαλεν
επάνω εις αυτά, έγινε τέλειος ο τύπος και το σχήμα του Σταυρού. Όθεν ακολούθως
έγινε και ιαματικός των οφιοδήκτων· καθώς τούτο βεβαιοί η Γραφή: «Και εποίησε
Μωϋσής όφιν χαλκούν, και έστησεν αυτό επί σημείου· και εγένετο, όταν έδακεν
Όφις άνθρωπον, και επέβλεψε επί τον Όφιν τον χαλκούν, και έζη» (Αριθ. κα: 9).
Χρησιμεύει δε και εις εσέ, Χριστιανέ, το ηθικόν νόημα του Τροπαρίου τούτου.
Διότι, καθώς τότε εδάγκαναν και εφαρμάκωναν τους Εβραίους τα αισθητά οφίδια·
ούτω και τώρα δαγκάνουσιν εσέ τα νοητά οφίδια: ήτοι οι πονηροί Δαίμονες,
οίτινες δεν περιπατούν ποτέ όρθιοι, αλλά πάντοτε σύρονται κάτω εις την γην και
τα γήινα, ως ο αισθητός Όφις· και όχι μόνον τούτο, αλλά σπουδάζουν οι μιαροί να
σύρουν και ημάς εις εαυτούς. Ποίον δε είναι το φαρμάκι των νοητών τούτων Όφεων;
Είναι η αμαρτία και τα πάθη. Πως δε σε δαγκάνουσι; Δια μέσου της προσβολής των
πονηρών και αισχρών και βλασφήμων λογισμών, και απλώς, δια μέσου του θυμού και
της επιθυμίας. Όταν λοιπόν, αδελφέ, σε δαγκάσουν οι Δαίμονες με την προσβολήν
τινός αμαρτίας, ευθύς κατάφευγε εις τον Σταυρόν του Χριστού, και βλέπων τον εν
αυτώ προσηλωμένον Κύριον, επικαλού μετά θερμής πίστεως την βοήθειάν του· και
βέβαια θέλει σε βοηθήσει, και δεν θέλει σε αφήσει να θανατωθής με την
συγκατάθεσιν, ή και την πράξιν της αμαρτίας εκείνης. Ο χάλκινος γαρ εκείνος
Όφις ήτον τύπος του σταυρωθέντος Χριστού, κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον, κατά
τον ιερόν Θεοδώριτον, κατά τον Νύσσης Γρηγόριον, και κατά τον Σεβηριανόν,
μάλλον δε κατ΄ αυτόν τον ίδιον Δεσπότην Χριστόν, ος τις έλεγε περί εαυτού
«Καθώς Μωσής ύψωσε τον Όφιν εν τη ερήμω· ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του
ανθρώπου· ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄ έχη ζωήν αιώνιον»
(Ιωάν. γ: 14). Διότι καθώς ο χάλκινος Όφις είχε μεν σχήμα Όφεως, δεν είχε δε
και φαρμάκι Όφεως· ούτω και ο Κύριος είχε μεν σώμα ανθρώπινον, δεν είχε δε και
αμαρτίαν ανθρωπίνην. Όθεν ο μεν Παύλος είπεν: «ο Θεός τον εαυτού Υιόν πέμψας εν
ομοιώματι σαρκός αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί» (Ρωμ. η: 3). Ο
δε Ησαϊας : «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν» (Ησαϊας νγ: 9). Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος ενόησεν ένα βαθύ και
ξενίζον νόημα. Θέλει γαρ, ότι ο χάλκινος εκείνος Όφις δεν ήτον τύπος του
σταυρωθέντος Χριστού, αλλά αντίτυπος: ήτοι τύπος εναντίον του Χριστού· ταυτόν
ειπείν, ήτον τύπος του νοητού Όφεως Διαβόλου. Εις τους απορούντας δε, πως έσωζε
και ιάτρευεν ο Όφις εκείνους, όπου έβλεπον εις αυτόν, εάν ήτον αντίτυπος του
Χριστού και τύπος του Διαβόλου; Εις τούτο, λέγω, αποκρίνεται ο Θεολόγος και
λέγει, ότι ιάτρευεν ο Όφις εκείνος τους εις αυτόν βλέποντας. Αλλά ποίους;
Εκείνους δηλαδή οίτινες πιστεύουν, ότι ο υπό του Όφεως τυπούμενος Διάβολος, δεν
ζη πλέον, αλλ΄ ενεκρώθη υπό του σταυρωθέντος Χριστού, και ενέκρωσε και τους
υποκειμένους αυτώ Δαίμονας. Ούτω γαρ φησίν ο Πατήρ «ο δε χαλκούς Όφις κρεμάται
μεν κατά των δακνόντων Όφεων· ουχί ως τύπος δε του υπέρ παθόντος, αλλ΄ ως
αντίτυπος· και σώζει τους εις αυτόν ορώντας, ουχ ότι ζη πιστευόμενος. Αλλ΄ ότι
νενέκρωται, και συννεκροί τας υπ΄ αυτώ δυνάμεις, καταλυθείς ώσπερ ην άξιος»
(Λόγω εις το Πάσχα). Όθεν και ο Παύλος συμφώνως έγραφε «απεκδυσάμενος (ο
Κύριος) τας αρχάς και τας εξουσίας, εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας (ήτοι
ανισχύρους ποιήσας) αυτούς (τους Δαίμονας) εν αυτώ (τω Σταυρώ δηλαδή)» (Κολασ.
Β: 15). Χρησιμεύει δε και τούτο το νόημα εις εσέ, ω αδελφέ. Διότι και συ, εάν
αδιστάκτως πιστεύης, ότι ο Διάβολος ενεκρώθη και έμεινεν άψυχος ως ο χάλκινος
εκείνος Όφις, υπό της δυνάμεως του σταυρωθέντος Χριστού· με την πίστιν αυτήν
δεν θέλεις φοβηθή τας προσβολάς, όπου προσβάλλει εναντίον σου ο κατάρατος· αλλ΄
έχεις να καταφρονής αυτόν ως ένα μύρμηκα, και να λογίζεσαι ως ένα ουδέν όλας
τας κακομηχανίας του. Όλη γαρ η αιτία, δια την οποίαν σε υποτάσσει εις την
εξουσίαν του ο Διάβολος, είναι ότι δεν έχεις πίστιν στερεάν, ότι τον ενέκρωσεν
ο Χριστός δια του Σταυρού και θανάτου Του· αλλά φοβήσαι αυτόν ως εάν είχε
καμμίαν δύναμιν. Δια τούτο επαρακάλει τον Θεόν ο Δαβίδ να τον ελευθερώση από
τον τοιούτον φόβον του εχθρού Διαβόλου, λέγων από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν
μου» (Ψαλμ. ξγ: 2). Ο δε Νύσης Γρηγόριος (εις τον βίον Μωϋσέως) δύο πράγματα παρετήρησεν
εν τη ιστορία του παρόντος Τροπαρίου, ωφέλιμα εις την ψυχήν σου, αγαπητέ
αναγνώστα. Πρώτον, ότι το να βλέπης συ
εις τον Σταυρόν και εις τον εν αυτώ προσηλωθέντα Χριστόν, τούτο
σημαίνει, ότι πρέπει να έχης τον εαυτόν σου ως νεκρόν και εσταυρωμένον εις τον
Κόσμον και εις τα του Κόσμου πράγματα, και να είσαι ακίνητος εις κάθε αμαρτίαν.
Και δεύτερον, ότι τα μεν δαγκάματα των οφιδίων ιατρεύονται: ήτοι ο πονηρός
θάνατος, σου του αμαρτωλού δεν ενεργείται, όταν συ αποβλέπεις, και ελπίζεις
όλως διόλου εις τον Σταυρόν, και εις τον σταυρωθέντα Κύριον. Τα δε οφίδια: ήτοι
οι πονηροί Δαίμονες, ή και η επιθυμία της σαρκός η κινουμένη κατά του
Πνεύματος, αυτά, λέγω, δεν χάνονται παντελώς· αλλά μένουν και μετά τον Σταυρόν
του Κυρίου, και μετά το Βάπτισμα, δια δύο αίτια. Πρώτον μεν, δια περισσότερον
αγώνα και δοκιμήν, σου του Χριστιανού, και δια υπόθεσιν στεφάνων μεγαλυτέρων·
δεύτερον δε, ίνα συ ηξεύρων, ότι οι εχθροί σου είναι ζωντανοί και σε πολεμούν,
μη κοιμάσαι, μηδέ αμελής· αλλά να είσαι έξυπνος, και να προσέχης πάντοτε,
φοβούμενος, μήπως έξαφνα ήθελαν σε δαγκάσει με τας προσβολάς της αμαρτίας οι
νοητοί όφεις Δαίμονες, και μήπως η της σαρκός έμφυτος επιθυμία ανελπίστως ήθελε
σηκωθή κατά της ψυχής σου, και σε υποσκελίση εις την αμαρτίαν. Εις τούτο μας
παραγγέλει να γρηγορώμεν και ο κορυφαίος Πέτρος, λέγων «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος ημών Διάβολος, ως λέων ωρυόμενος
περιπατεί, ζητών τίνα καταπίη» (α΄ Πέτρου ε: 8).
Τροπάριον.
Υπέδειξεν
Ουρανός, του Σταυρού το τρόπαιον, τω ευσεβείας κράτορι και Βασιλεί θεόφρονι,
εχθρών εν ω δυσμενών, κατεβλήθη φρύαγμα· απάτη ανετράπη δε, και πίστις
εφηπλώθη, γης τοις πέρασι θεία. Διο Χριστώ άσωμεν, τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Αφ΄ ου ο Μελωδός
ανέφερεν εις τα ανωτέρω τρία Τροπάρια ιστορίας από την Παλαιάν Διαθήκην, και
ταύτας επροσήρμοσεν ευφυέστατα εις την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού· τώρα εν
τω τελευταίω τούτω Τροπαρίω φέρει και μίαν νέαν ιστορίαν, αρμόζουσαν εις το
Μυστήριον του Σταυρού, και αυτήν βάλλει ως μίαν σφραγίδα και ένα χρυσούν
στέφανον και κορωνίδα εις την πρώτην ταύτην ωδήν. Η ιστορία δε είναι αύτη, όταν
ο μέγας Κωνσταντίνος είχε πόλεμον κατά Μαξεντίου του τυράννου, είδεν ομού με
τους συν αυτώ, εν τη ώρα του μεσημερίου εις τον Ουρανόν, ένα στύλον φωτός εις
σχήμα Σταυρού, εις τον οποίον ήτον γεγραμμένα και τα γράμματα ταύτα «εν τούτω
νίκα»: ήτοι εν τη δυνάμει τούτου θέλεις νικήσει. Όθεν ποιήσας σημαίαν: ήτοι
φλάμπουρον εις τύπον του φανέντος Σταυρού, και πολεμήσας τον Μαξέντιον πλησίον
της Ρώμης επάνω της Βολβίας, ή Μολβίας καλουμένης γέφυρας, ενίκησεν αυτόν και
τα αυτού στρατεύματα, όντα εις τον αριθμόν εκατόν εννενήκοντα χιλιάδες. (Όρα
τον Μελέτιον σελ. 299 του α΄ τόμου της εκκλησιαστικής ιστορίας). Λέγει λοιπόν ο
θεσπέσιος Κοσμάς, ότι ο Ουρανός έδειξεν εις τον μέγαν Κωνσταντίνον, τον
ευσεβέστατον αυτοκράτορα και θεόφρονα Βασιλέα, το νικητικόν τρόπαιον και
σημείον του Σταυρού. Με την δύναμιν δε του φανέντος εκείνου Σταυρού, η μεν ορμή
και υπερηφάνεια των αισθητών και αφιλιώτων εχθρών του Κωνσταντίνου ενικήθη· η
δε απάτη της ασεβείας και ειδωλολατρείας, ηφανίσθη από τον Κόσμον· η δε θεία
πίστις του Χριστού και ευσέβεια εκ του εναντίου εξαπλώθη εις τα τέσσαρα μέρη
της Γης: δηλαδή εις την Ανατολήν, την Δύσιν, εις την Άρκτον, και εις την
Μεσημβρίαν. Διο Χριστώ άσωμεν…
Βλέπε
δε, ω αναγνώστα, σοφίαν του ιερού Μελωδού· διότι αυτός κατά τον πτωχόν
Πρόδρομον, δεν ευχαριστήθη να δείξη τυπούμενον τον Σταυρόν του Κυρίου εις ένα
μόνον, ή δύο στοιχεία, αλλά και εις τα τέσσαρα ομού. Εν μεν γαρ τω Ειρμώ δια
του θαύματος της ερυθράς Θαλάσσης έδειξε τον Σταυρόν τυπούμενον εις το
στοιχείον του Ύδατος· εν δε τω πρώτω Τροπαρίω, έδειξεν αυτόν τυπούμενον εν τω
στοιχείω της Γης και εν τω στοιχείω του Αέρος. Όταν γαρ ο Μωϋσής είχεν
απλωμένας τας χείρας εις τύπον Σταυρού, τους μεν πόδας του είχεν εν τη Γη, τας
δε χείρας του είχεν εις τον Αέρα. Ομοίως τούτο το ίδιον απέδειξε και εν τω
δευτέρω Τροπαρίω, ότε το μεν ξύλον, το εις τύπον ον του ορθίου ξύλου του
Σταυρού, ήτον εμπηγμένον εις την Γην, ο δε χαλκούς Όφις ο επ΄ αυτού βαλθείς,
ήτον εν τω Αέρι· εν δε τω τρίτω τούτω Τροπαρίω δείχνει τον Σταυρόν τυπούμενον
εν τω Ουρανώ, ός τις είναι στοιχείον του Αιθέρος: ήτοι του πυρός και του φωτός.
Όθεν δια των τεσσάρων τούτων στοιχείων δείχνει, ότι ο τύπος του Σταυρού ευρίσκεται εις όλην την Κτίσιν,
και είναι συγκρατητικός όλου του Κόσμου· διότι ο Κόσμος όλος είναι θεμελιωμένος
επάνω εις τον τύπον του Σταυρού. Σταυροειδώς γαρ ευρίσκονται τα τέσσαρα μέρη
του Κόσμου: η Ανατολή, λέγω, η Δύσις, η Άρκτος, και η Μεσημβρία. Δια τούτο και
ο Αδάμ ο πρώτος άνθρωπος, ος τις έμελλε να κατοικήση και να γεμώση τον Κόσμον,
σταυροειδώς με τέσσαρα στοιχεία ωνομάζετο, τα οποία ήτον δηλωτικά των ανωτέρω
τεσσάρων μερών του Κόσμου. Το γαρ Α δηλοί Ανατολήν· το δε Δ δηλοί Δύσιν· το
δεύτερον Α δηλοί Άρκτον· το δε Μ δηλοί Μεσημβρίαν. Ούτως ερμήνευσε το όνομα
αυτό του Αδάμ μία από τας Προφήτιδας Σιβύλλας. Παρατήρει δε, ότι ο σοφός ούτος
Μελωδός δεν επροσήρμωσε τας ιστορίας των ανωτέρω Τροπαρίων του εις τον τύπον
μόνον του Σταυρού, αλλά και εις την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού· επειδή
αυτήν είχεν υπόθεσιν του παρόντος Κανόνος· διότι και εις τον Ειρμόν, ύψωσις
δείχνεται του Σταυρού «εξέτεινε γαρ, φησί, Μωϋσής την χείρα επί την Θάλασσαν»
(ιδ΄ κα΄). Και εις το πρώτον και
δεύτερον Τροπάριον, ύψωσις του Σταυρού δείχνεται, με την έκτασιν των χειρών του
Μωϋσέως και με την εις ύψος θέσιν του χαλκίνου Όφεως· ομοίως και εις το τρίτον,
ύψωσις δείχνεται του Σταυρού, με τον εν τω Ουρανώ και εν τη σημαία του Κωνσταντίνου
τύπον αυτού. Επειδή δε όλαι αι εν τοις τρισί Τροπαρίοις και τω Ειρμώ ιστορίαι,
είναι νικητικαί των εχθρών, δια τούτο και ο ιερός Κοσμάς με τα αυτά επινίκια
άσματα εκόσμησε και τα τέσσαρα, ειπών «διο Χριστώ άσωμεν τω Θεώ ημών, ότι
δεδόξασται». Ή αληθέστερον ειπείν, ο θείος ούτος Κοσμάς έχει ξεχωριστήν
συνήθειαν εις τους περισσοτέρους Κανόνας του, να προσαρμόζη εις όλα τα Τροπάρια
της κάθε ωδής, το αυτό τέλος, (ο και Επωδός ονομάζεται) το χαρακτηριστικόν της
ωδής εκείνης. Αρμόζει δε το νόημα του Τροπαρίου τούτου και εις εσέ αδελφέ.
Διότι καθώς ο τύπος του Σταυρού εδόθη εις τον Βασιλέα Κωνσταντίνον δια να νικά
και να καταβάλλη τους αισθητούς εχθρούς· ούτω και εις εσέ εδόθη ο αυτός τύπος
του Σταυρού, δια να νικάς και να καταβάλλης τους τρείς νοητούς σου εχθρούς:
ήτοι τον Κόσμον, την Σάρκα, και τον κοσμοκράτορα Διάβολον. Πρόσεχε λοιπόν
αγαπητέ· και όταν πολεμής τους ανωτέρω εχθρούς σου και νικάς αυτούς, απόδιδε
την νίκην όλην εις την δύναμιν του τιμίου Σταυρού, και του εν τω Σταυρώ
προσηλωθέντος Χριστού· και βέβαια ο Θεός θέλει κάμη την κατά των εχθρών σου
νίκην δυνατωτέραν από την πέτραν· καθώς υπόσχεται δια του Ιεζεκιήλ
«κραταιότερον πέτρας δέδωκα το νίκος σου» (Ιεζ. γ: 9). Εάν όμως υπερηφανευθής
και την κατά των εχθρών σου νίκην δεν αποδώσης εις την δύναμιν του Σταυρού,
αλλά εις την δύναμιν την ιδικήν σου, αλλοίμονον εις εσέ! Ήξευρε γαρ, ότι ο Θεός
θέλει πάρη από σε την δύναμίν του· και ούτως έχει μεν να αναχωρήση από εσέ η
νίκη· συ δε μέλλεις να ειπής εκείνο το θρηνητικόν λόγιον του Ιερεμίου: «Και
είπα· απώλετο νίκός μου» (Θρήν. γ: 18). Δύο λοιπόν πράγματα είναι αναγκαία εις
εσέ, αδελφέ μου Χριστιανέ· πρώτον, το να πολεμής ακαταπαύστως και να νικάς τα
πάθη και τους εχθρούς σου· διότι εάν νικήσης αυτούς, θέλεις καθίσει και συ με
τον Ιησούν Χριστόν εις τον θρόνον της δόξης και βασιλείας του· καθώς αυτός σοι
υπόσχεται εν τη ιερά αποκαλύψει, λέγων: «ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ΄ εμού
εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω
αυτού» (Αποκ. β:26). Εάν δε δεν πολεμής, ούτε νικάς τα πάθη σου, ήξευρε ότι
στέφανον δεν έχεις να λάβης παρά Θεού· λέγει γαρ ο Μέγας Βασίλειος «τις
καθεύδων Τρόπαιον έστησεν; Ή τις τρυφών και καταυλούμενος κατεκοσμήθη
στεφάνοις; Ήτοι ουδείς. Δεύτερον ότι όταν πολεμής και νικάς τα πάθη σου, όλην
την αιτίαν της νίκης πρέπει να την αποδίδης εις τον Σταυρόν και εις τον
σταυρωθέντα Χριστόν, ως είπομεν ανωτέρω· διότι όλη η νίκη, και μάλιστα η
τοιαύτη νοητή και πνευματική, δεν αποκτάται με πλήθος σωματικής δυνάμεως, ουδέ
με άρματα αισθητά, καθώς είπον οι Μακκαβαίοι «ουκ εν πλήθει δυνάμεως νίκη»
(Μακ. γ:19). Και πάλιν «ουκ έστι δι΄ όπλων η νίκη» (β΄ Μακ. ιε:21). Αλλά
αποκτάται δια της πίστεως και δυνάμεως του Σταυρού και του Ιησού Χριστού. «Τις
γαρ εστί, φησίν, ο νικών τον Κόσμον, ει μη ο πιστεύων ότι Ιησούς εστίν ο Υιός
του Θεού» (α΄ Ιωάν. ε:5). Και πάλιν «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον Κόσμον, η
πίστις ημών» (Αυτόθι 4). Και δια να είπωμεν ένα καθολικόν αξίωμα, όσοι
Χριστιανοί νικούν τα πάθη και τον Διάβολον, δια της δυνάμεως του Σταυρού και
του αίματος του Χριστού νικούσιν αυτόν. Όθεν και είρηται εν τη Αποκαλύψει «ότι
ενίκησαν αυτόν (τον νοητόν δράκοντα δηλαδή) δια το αίμα του αρνίου» (Απ. ιβ:11).
Δια τούτο και μετά την νίκην χρεωστούν οι τοιούτοι να λέγουν ευχαρίστως εκείνα
τα λόγια του Δαβίδ προς τον Θεόν: «σοι Κύριε η μεγαλωσύνη, και η δύναμις, και
το καύχημα, και η νίκη, και η ισχύς» (α΄ Παρ. κθ: 11).
Ωδή γ΄ . Ο
Ειρμός.
«Ράβδος εις τύπον
του μυστηρίου παραλαμβάνεται· τω βλαστώ γαρ προκρίνει τον ιερέα· τη στειρευούση
δε πρώην, Εκκλησία νυν εξήνθησε, ξύλον Σταυρού, εις κράτος και στερέωμα.
Ερμηνεία.
Από το ΙΖ΄
κεφάλαιον των Αριθμών εδανείσθη την εν τω παρόντι Ειρμώ ιστορίαν ο Μελωδός. Αφ΄
ου γαρ εσχίσθη η γη και κατέπιε τον Δαθάν και Αβειρών, και τους όντας μετά του
Κορέ, διότι αντεστάθησαν εις τον Μωϋσήν και Ααρών· τότε είπεν ο Θεός εις τον
Μωϋσήν και επήρε δώδεκα ραβδία, από κάθε μίαν φυλήν του Ισραήλ ένα και έβαλεν
αυτά μέσα εις την Σκηνήν του μαρτυρίου. Τω πρωϊ δε εμβαίνων ο Μωϋσής εις την
Σκηνήν, ω του θαύματος! ευρήκε μόνην την Ράβδον του Ααρών και όλης της φυλής
του Λευϊ, ότι εβλάστησεν άνθη και καρύδια. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν αναφέρων
εν τω Ειρμώ τούτω ο ιερός Μουσουργός, λέγει, ότι η Ράβδος εκείνη του Ααρών,
ήτις με την παράδοξον βλάστησιν των καρυδίων έδειξεν, ότι από τας άλλας ένδεκα
φυλάς προκρίνει τον Ιερέα: ήτοι προκρίνει να είναι Ιερεύς του Θεού: ήτοι
Αρχιερεύς, (της ιερωσύνης πλατυτέρως νοουμένης και επί της αρχιερωσύνης) ο
Ααρών και μόνη η φυλή του Λευϊ και όχι καμμία άλλη· όθεν εις το εξής να μη
αντισταθή τινάς εις την κρίσιν και προτίμησιν αυτήν του Θεού· η Ράβδος, λέγω,
εκείνη λαμβάνεται εις τύπον του Σταυρού· καθότι και ο Σταυρός, Ράβδος αληθώς
και είναι και ονομάζεται κατά το «Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος» (Ψαλ.
ρθ: 2) και το «η Ράβδος σου και η Βακτηρία σου, αύταί με παρεκάλεσαν» (Ψαλ. κβ:
5). Επειδή, κατά τον πτωχόν Πρόδρομον, τι άλλο είναι δυνατώτερον; Ή ποίον άλλο
είναι παρακλητικώτερον: ήτοι παρηγορητικώτερον από τον Σταυρόν; Βέβαια ουδέν.
Μερικοί δε περιεργότερον ενόησαν το ρητόν τούτο παρά τω Ζυγαδηνώ Ευθυμίω τω του
ψαλτήρος ερμηνευτή. Λέγουσι γαρ, ότι δια των δύο τούτων: ήτοι της Ράβδου και
της Βακτηρίας, δηλούνται τα δύο ξύλα, εκ των οποίων συντίθεται ο Σταυρός. Και η
μεν Βακτηρία, δια μέσου της οποίας ανωρθώθημεν ημείς οι πεσόντες εις την πλάνην
και αμαρτίαν, δηλοί το όρθιον ξύλον του Σταυρού· πάντες γαρ οι Βακτηρίαν
βαστάζοντες προς ακουμβισμόν, ορθήν ταύτην φυσικώ τω τρόπω βαστάζοντες,
ακουμβίζουσιν. Η δε Ράβδος, δια μέσου της οποίας εκτύπησεν ο Χριστός τους
Δαίμονας και κατέβαλεν αυτούς, δηλοί το πλάγιον ξύλον του Σταυρού· φυσικώ γαρ
τω τρόπω εκείνοι, όπου κτυπούν τινά, πλαγίως σηκώνουσι το ξύλον και κτυπούσιν
αυτόν. Λέγει λοιπόν ακολούθως ο Μελωδός, ότι καθώς η Ράβδος εκείνη του Ααρών,
ξηρά ούσα και στείρα και άνικμος, εβλάστησε καρπόν τα κάρυα· ούτω και τώρα εις
την Εκκλησίαν των Εθνών, την πρώην ούσαν στείραν και άγονον, εξήνθησε το ξύλον
του Σταυρού και εβλάστησε καρπόν ζωής: ήτοι τον εν αυτώ κρεμασθέντα Σωτήρα
Χριστόν. Όθεν αυτό έγινεν εις την Εκκλησίαν ένα κράτος και στερέωμα δια του
τοιούτου θαύματος. Όθεν και ο Ιερός Αυγουστίνος καλώς ωνόμασε τον Σταυρόν,
θάλαμον της αποτικτούσης. Και αποτίκτουσα μεν είναι η Εκκλησία, θάλαμος δε
νυμφικός, ο Σταυρός· δια γαρ του Σταυρού η Εκκλησία ενυμφεύθη τω Σταυρωθέντα
Χριστώ και δια του εκ της πλευράς αυτού ρεύσαντος αίματος και ύδατος, η πρώην
στείρα εγέννησε τέκνα πολλά και μήτηρ πολύτεκνος ομού εγένετο, και καλλίτεκνος,
γεννώσα μεν δια του ύδατος του Βαπτίσματος, τρέφουσα δε τα γεννηθέντα δια του
σώματος και αίματος του Κυρίου. Βλέπε δε σοφίαν του Μελωδού· επειδή γαρ η Τρίτη
ωδή είναι ποίημα της στείρας Άννης της γεννησάσης τον Προφήτην Σαμουήλ· δια
τούτο και αυτός στείραν ωνόμασεν ανωτέρω την Εκκλησίαν, της οποίας τύπον είχεν
η Άννα, η πρώην μεν στείρα, ύστερον δε γενομένη πολύτεκνος· και πάλιν, επειδή η
Άννα έλεγεν «εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω» (α΄ Βασιλ. β:1) δια τούτο και
αυτός είπε το εις κράτος και στερέωμα· και με αυτό ετελείωσε τον Ειρμόν. Διατί
δε η Ράβδος του Ααρών εβλάστησε καρύδια; Πρώτον, διότι, καθώς το καρύδι, έξωθεν
μεν φαίνεται σκληρόν και στυφόν, έσωθεν δε έχει το φαγητόν· τοιουτοτρόπως και ο
ιερεύς, έξωθεν μεν πρέπει να φαίνεται εγκρατής και στυφός, έσωθεν δε εις την
καρδίαν, να περιέχη τας αρετάς, κατά την ερμηνείαν του Νύσσης. Δεύτερον, διότι,
καθώς το καρύδι είναι το αυτό και αρχή και τέλος. Αρχή μεν, καθό σπέρμα, τέλος
δε, καθό καρπός· ούτω και ο ιερεύς πρέπει να έχη την τελείαν αρετήν εις τον
εαυτόν του, κατά τον Φίλωνα. Αλλά και η Ράβδος του Σταυρού, ως κάρυον εβλάστησε
τον εν αυτώ προσηλωθέντα Χριστόν· διότι το καρύδιον σημαίνει αγρυπνίαν. Όθεν
προς τον Ιερεμίαν ειπόντα, ότι ορά βακτηρίαν καρυϊνην, είπεν ο Θεός «καλώς
εώρακας· διότι εγρήγορα εγώ επί τους λόγους μου του ποιήσαι αυτούς» (Ιερ. α:
12). Καθώς λοιπόν κοιμάται τινάς, και έπειτα εξυπνά· τοιουτοτρόπως και ο
Δεσπότης Χριστός επί του Σταυρού κοιμηθείς, πάλιν εξύπνισε δια της Αναστάσεως·
όθεν είπεν ο Αλεξανδρείας Κύριλλος «Εγρήγορσις δε ώσπερ εξ ύπνου γέγονεν, η εκ
νεκρών αναβίωσις του Χριστού». Το δε Εβραϊκόν γράφει, ότι αμύγδαλα εβλάστησεν η
Ράβδος του Ααρών, τα οποία και αυτά είναι αγρυπνίας ποιητικά, κατά τον
Προκόπιον. Όθεν όταν ξύλον αμυγδαλής βαλθή υπό το προσκέφαλον του κοιμωμένου,
αποκόπτει τον ύπνον αυτού. Αρμόζει δε το τροπολογικόν νόημα του Ειρμού τούτου
και εις εσέ, αγαπητέ· διότι, εάν και συ αγωνίζεσαι μεν δια της Πράξεως να
αποκτήσης τας εξωτερικάς και σωματικάς αρετάς: νηστείας, λέγω, αγρυπνίας,
χαμευνίας, ξηροκοιτίας, γονυκλισίας, στάσεις εν τη προσευχή, και τας λοιπάς,
αγωνίζεσαι δε και δια της Θεωρίας να αποκτήσης τας εσωτερικάς και ψυχικάς
αρετάς: ήτοι την ταπείνωσιν, την αγάπην, την χαράν, την πραότητα και τας λοιπάς·
ήξευρε, ότι θέλεις γενή και συ Ράβδος καρυϊνη, και έχεις να αναβλαστήσης
καρύδια: ήτοι έχεις να ωφελήσης τον εαυτόν σου τόσον πολλά, ώστε να δειχθής,
όχι μόνον κάρυον, αλλά και κήπος καρύθων· και ο Δεσπότης Χριστός ο νοητός
Νυμφίος των ψυχών, έχει να επιθυμήση του ιδικού του κάλλους και να ποθή να
καταβή εις τον ιδικόν σου κήπον, κατά τον λόγον του Άσματος εις «κήπον καρύας
κατέβην, ιδείν εν γεννήμασι του χειμάρρου» (Άσ. στ: 11). Τι λέγω; Όχι μόνον τον
εαυτόν σου θέλεις ωφελήσει, αδελφέ, δια της Πράξεως και Θεωρίας, αλλά και όλην
την του Χριστού Εκκλησίαν, και θέλεις πολυπλασιάσει τα τέκνα αυτής δια της
διδασκαλίας και του καλού σου παραδείγματος. Καθώς και ο Πατριάρχης Ιακώβ δια
της καρυϊνης Ράβδου, επλήθυνε το ποίμνιον αυτού, ως γέγραπται «έλαβε δε εαυτώ
Ιακώβ Ράβδον καρυϊνην, και περισύρων το χλωρόν, εφαίνετο το επί τη Ράβδω
λευκόν, ο ελέπισε ποικίλον, και ενεκίσσων τα πρόβατα εις την Ράβδον, και
έτικτον τα πρόβατα διάλευκα και ποικίλα και σποδοειδή ραντά» (Γεν. λ: 37). Και
δια να είπω απλώς, συ θέλεις γενή και Ράβδος και βακτηρία καρυϊνη· και καθό μεν
Ράβδος, θέλεις επιπλήττει τους ατάκτους και παρηκόους δια να ευτακτούν και να
υπακούουν εις τας εντολάς του Θεού· καθό δε βακτηρία, θέλεις υποστηρίζει τους
ασθενείς και ραθύμους· και ούτω θέλει πληρωθή και εις εσέ το ανωτέρω ψαλμικόν
«η Ράβδος σου και η βακτηρία σου, αύταί με παρεκάλεσαν».
Τροπάριον.
Ως επαφήκε
ραπιζομένη ύδωρ ακρότομος, απειθούντι λαώ και σκληροκαρδίω, της θεοκλήτου
εδήλου, Εκκλησίας το Μυστήριον· ης ο Σταυρός, το κράτος και στερέωμα.
Ερμηνεία.
Από το ΙΖ΄
Κεφάλαιον της Εξόδου ή και από το Κ΄ Κεφ. των Αριθμών εδανείσθη ο θείος
Μελουργός το θαύμα, όπου εποίησεν ο Μωϋσής, κτυπήσας την Πέτραν με την Ράβδον
του, και εκβαλών νερόν από αυτήν, όταν εδίψησεν ο λαός. Όθεν εκείνο αναφέρει εις το Τροπάριον τούτο, και
το προσαρμόζει εις τον Σταυρόν λέγων, η Πέτρα εκείνη η ακρότομος και
ραπισθείσα: ήτοι κτυπηθείσα από την Ράβδον του Μωϋσέως, επειδή επαφήκεν: ήτοι
ανέβλυσεν ύδωρ· τίνος ένεκεν; Και διατί; Χάριν του απειθούς και σκληροκαρδίου
λαού των Εβραίων, ος τις εδίψησεν εν τη οδώ και εγόγγυζε κατά του Μωϋσέως·
επειδή, λέγω, ανέβλυσεν ύδωρ η ακρότομος εκείνη Πέτρα, δια τούτο επροεικόνιζε
το Μυστήριον της Εκκλησίας των εξ Εθνών ημών Χριστιανών, την οποίαν εκάλεσεν
όχι άνθρωπος, όχι πρέσβυς, όχι Άγγελος, αλλ΄ αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς
Χριστός, ο Υιός του Θεού, κατά τον Ησαϊαν (Ης. ξγ: 12), ενώσας αυτήν καθ΄
υπόστασιν εις τον εαυτόν του ως νύμφην, γενόμενος αυτής Νυμφίος. Που δε
ονομάζεται η Πέτρα εκείνη ακρότομος; Εις το Δευτερονόμιον· τούτο γαρ εκεί λέγει
ο Μωϋσής προς τους αχαρίστους Εβραίους «Μη υψωθής τη καρδία, και επιλάθη Κυρίου
του Θεού σου…του εξαγαγόντος σοι εκ Πέτρας ακροτόμου πηγήν ύδατος» (Δευτ. η:
14-15). Εις την Σοφίαν δε του Σολομώντος γράφεται «εδίψησαν (οι Ισραηλίται) και
επεκαλέσαντο και εδόθη αυτοίς εκ Πέτρας ακροτόμου ύδωρ και ίαμα δίψης εκ λίθου
σκληρού» (Σοφ. ια: 4). Πολλαχώς δε εξηγείται η λέξις ακρότομος· ή γαρ σημαίνει
την σκληράν και από το άκρον του όρους κοπείσαν Πέτραν· ή κατ΄ άλλους, σημαίνει
την κτυπηθείσαν από την Ράβδον του Μωϋσέως, και κοπείσαν εις το άκρον· ή δηλοί,
ότι ήτον τόσον σκληρά η Πέτρα εκείνη, ώστε δεν ηδύνετο να κοπή ουδέ ολίγον τι
μέρος από την άκραν της. Καθώς λοιπόν η Πέτρα εκείνη άγονος ούσα πρότερον και
ξηρά και άνικμος, ύστερον δια της Μωσαϊκής Ράβδου εξήγαγεν ύδωρ, και κατήγαγεν
ως ποταμούς ύδατα, καθώς λέγει ο Ιεροψάλτης Δαβίδ (Ψαλμ. οζ: 15), τοιουτοτρόπως
και η εξ Εθνών Εκκλησία, σκληρά και πετρώδης και κατάξηρος ούσα πρότερον, από
νόμον, από Γραφάς, από γνώσιν και χάριν Θεού, ύστερον δια της του Χριστού
Ράβδου: ήτοι δια του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, εξέβλυσε θαλάσσας πνευματικών
Μυστηρίων, και ποταμούς ολοκλήρους ουρανίων δογμάτων και διδαγμάτων, με τα
οποία ποτίζει και εις κόρον χορταίνει, όχι λαόν σκληροκάρδιον και απειθή,
οποίος ήτον ο των Εβραίων· αλλά λαόν απαλόν, λαόν ευπειθή και λαόν ευγνώμονα,
οποίος είναι ο θεόκλητος των Χριστιανών. Όθεν και ο Σταυρός γνωρίζεται ταύτης
της Εκκλησίας κράτος και στερέωμα· όπερ είναι το χαρακτηριστικόν λόγιον της
Τρίτης ωδής, ως ανωτέρω είρηται. Όθεν και ο Χρυσορρήμων τύπον μεν του Χριστού
νοεί την Πέτραν εκείνην· Ράβδον δε, την δις πλήξασαν την Πέτραν, νοεί τον
Σταυρόν· ούτω γαρ φησι «Το φαινόμενον Πέτρα ην, το δε νοούμενον, Χριστός».
Ερμηνεύει Παύλος, ότι η Πέτρα εκείνη εικών ην Χριστού· «έπινον γαρ, φησίν, εκ
πνευματικής ακολουθούσης Πέτρας· η δε Πέτρα ην ο Χριστός». Η Πέτρα τύπον είχε
του Δεσπότου· η Ράβδος τύπον είχε του Σταυρού· και αύτη η ιστορία ερμηνεύει του
Σταυρού την Δύναμιν. Επάταξε Μωϋσής την Πέτραν άπαξ και δις. Ει μεν ουν Θεού το
έργον απλώς, και άνευ Μυστηρίου του Σταυρού· ήρκει και το άπαξ, ήρκει και
νεύμα, ήρκει και λόγος· αλλ΄ ίνα δείξη, ότι δείκνυται Σταυρού η χάρις, και ότι
άλλως ο Χριστός ου πηγάζει την ευεργεσίαν, ή δια Σταυρού θεωρούμενος, δια τούτο
επάταξε Μωϋσής άπαξ και δις, ου κατά του αυτού σχήματος, αλλά Σταυρόν υπογράφων,
άπαξ και δις επάταξε. Διατί άπαξ και δις; Ίνα και η άψυχος φύσις αιδεσθή του
Σταυρού το σύμβολον (λόγω εις τον τίμιον Σταυρόν, ου η αρχή η καλώς ημίν και
σοφώς· τόμω ε΄). Προσαρμόζεται δε και εις εσέ, το Τροπάριον τούτο, αγαπητέ, με
νόημα τροπολογικόν και ηθικόν· διότι και η ιδική σου καρδία από τα πάθη και τας
αμαρτίας έγινε σκληρά και αναίσθητος, ως η πέτρα η καλουμένη πωρί· όθεν και
πεπωρωμένη αύτη ονομάζεται υπό της Γραφής: «Έτι γαρ», φησί, «πεπωρωμένην έχετε
την καρδίαν» (Μάρ. η: 17) και έγινες και συ σκληροκάρδιος, καθώς ήτον ο λαός
των Εβραίων, περί ων είπεν ο Ιεζεκιήλ «Πας οίκος Ισραήλ φιλόνεικοί εισι και
σκληροκάρδιοι» (Ιεζ. γ: 7) επειδή και τα πάθη σκληρά όντα, κατά τον άγιον
Ισαάκ, ακολούθως και την καρδίαν σκληρύνουσιν· ο δε σκληροκάρδιος, κατά τον
Παροιμιαστήν, «ου συναντά αγαθοίς» (Παρ. ιζ: 20). Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ,
φοβηθής τας απειλάς και φοβέρας, όπου κάμνει ο Θεός εν ταις Γραφαίς δια να
κολάση τους αμαρτωλούς και σκληροκαρδίους, ήξευρε, ότι ο φόβος αυτός των
απειλών, μελετώμενος συνεχώς, θέλει κτυπήσει την σκληράν σου καρδίαν, ως η
Μωσαϊκή εκείνη Ράβδος εκτύπησε την Πέτραν· εκ τούτου δε, μέλλει να συντριφθή η
καρδία σου, και να εκβάλη καρδιοστάλακτα δάκρυα, από τα οποία πίων και
χορτάσας, θέλεις ευφρανθή ευφροσύνην πνευματικήν τε και άρρητον, ώστε να ψάλης
και συ εκείνο το του Δαβίδ: «επότισάς με οίνον κατανύξεως» (Ψαλμ. νθ: 5).
Τροπάριον.
Πλευράς αχράντου
λόγχη τρωθείσης, ύδωρ συν αίματι εξεβλύθη, εγκαιμίζον διαθήκην, και ρυπτικόν
αμαρτίας των πιστών γαρ Σταυρός καύχημα, και Βασιλέων κράτος και στερέωμα.
Ερμηνεία.
Αφ΄ ου ο ιερός
Κοσμάς ανέφερε δύο ιστορίας της Παλαιάς, και αυτάς επροσάρμοσεν εις την εορτήν
του Σταυρού εν τοις προλαβούσι δύο Τροπαρίοις· τώρα εις το τρίτον τούτο
Τροπάριον, φέρει και ιστορίαν εκ του Ευαγγελίου. Και καθώς οι οικοδόμοι, όταν
κατασκευάζουν κανένα τοίχον, βάλλουν ανάμεσα ξύλα, ή σίδηρα, τα καλούμενα
ιμαντώσεις, και ζωνάρια και δέματα, δια να συγκρατώσι τον τοίχον, και να
ποιώσιν αυτόν στερεώτερον· φοβούνται γαρ, μήπως οι πλίνθοι μοναχοί, ή οι λίθοι
κρημνισθώσι και πέσωσιν· ούτω και ο ασματογράφος ούτος ποιεί, και με τας νέας
ιστορίας του Ευαγγελίου, σφίγγει και συγκρατεί τας ιστορίας της Παλαιάς. Λέγει
λοιπόν, ότι όταν η άχραντος πλευρά του Δεσπότου Χριστού εκτυπήθη με την λόγχην
του στρατιώτου, τότε εβγήκεν από αυτήν παρευθύς ύδωρ ομού και αίμα· καθώς
γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν
ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ» (Ιωάν. ιθ: 34) το μεν αίμα, δια να
δειχθή, ότι ο σταυρωθείς ήτον άνθρωπος· ανθρώπου γαρ ίδιον είναι, το να εκβάλλη
αίμα· το δε ύδωρ, δια να δειχθή ότι αυτός ήτον και υπέρ άνθρωπον, ως λέγει ο
Θεολόγος Γρηγόριος εις το Πάσχα. Και μολονότι ο Κύριος ήτον τότε κατά φύσιν
νεκρός, υπέρ φύσιν όμως εκβήκαν τα δύο ταύτα, χωριστά το καθέν, κατά τον
Βρυέννιον, όχι ψυχρά, αλλά θερμά, από την ακήρατόν του πλευράν· επειδή και αυτή
ήτον ενωμένη με την ζωοποιόν του Θεού Λόγου υπόστασιν. Ταύτα δε τα δύο
ενήργησαν δύο μεγάλα αποτελέσματα. Διότι πρώτον μεν εγκαίνισαν: ήτοι εκύρωσαν
και εβεβαίωσαν ως αληθινήν και γνωσίαν, την νέαν Διαθήκην του Ευαγγελίου:
«τούτο γαρ, φησίν ο ιερός Ματθαίος, το αίμά μου, το της καινής Διαθήκης» (Ματθ.
κστ:28) και ο Λουκάς: «τούτο το Ποτήριον η καινή Διαθήκη εν τω αίματί μου»
(Λουκ. κβ: 20). Δεύτερον δε έγιναν ρυπτικά της Προπατορικής και προαιρετικής
αμαρτίας των ανθρώπων: «τούτο γαρ, φησίν, εστί το αίμά μου το υπέρ υμών
εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ:28). Επειδή δε το μεν ύδωρ το εκ
της πλευράς εκχυθέν του Κυρίου, εδήλου το Μυστήριον του Βαπτίσματος, το δε
αίμα, εδήλου το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας· ταύτα δε και τα δύο ρύπτουσιν:
ήτοι καθαρίζουσι τας των ανθρώπων αμαρτίας· δια τούτο και ο Μελωδός ρυπτικά και
καθαρτικά αμαρτίας ταύτα εκάλεσεν ανωτέρω. Εκείνο δε όπερ λέγει παρακάτω ο
Μελωδός, ότι ο Σταυρός είναι καύχημα μεν των Χριστιανών, όπου πιστεύουν εις τον
Χριστόν, τον εν Σταυρώ προσηλωθέντα, κράτος δε και στερέωμα των ορθοδόξων
Βασιλέων· τούτο, λέγω, το είπε, δια να δείξη, ότι είναι Τρίτη ωδή η παρούσα,
της οποίας χαρακτηριστικά είναι τα ανωτέρω λόγια· γράφεται γαρ εν αυτή και η
λέξις του καυχήματος, «εν τούτω γαρ, φησί, καυχάσθω ο καυχώμενος: εν τω συνιείν
και γινώσκειν τον Κύριον» (α΄ Βασ. β: 10) και η λέξις του στερεώματος
«εστερεώθη γαρ, φησίν, η καρδία μου εν Κυρίω» (Αυτόθι 1) ως ανωτέρω είρηται.
Καύχημα δε είναι των Χριστιανών ο Σταυρός, ακολουθούντων τω Παύλω, όστις
έλεγεν, «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, δι΄ ου εμοί Κόσμος εσταύρωται, καγώ τω Κόσμω» (Γαλ. στ:14). Ήθελε δε
απορήση τινάς, διατί με αίμα εγκαινιάσθη, τόσον η παλαιά Διαθήκη, όσον και η
νέα; Λύει την απορίαν με ένα πολύ βαθύ νόημα ο διαβατικώτατος εκείνος και
ουρανοβάμων Απόστολος Παύλος· λέγει γαρ, ότι κάθε Διαθήκη, τότε είναι βεβαία
και έχει το κύρος και την ισχύν, όταν αποθάνη ο διαθέμενος αυτήν: «Διαθήκη γαρ
επί νεκροίς βεβαία· επεί μήποτε ισχύει, ότε ζη ο διαθέμενος» (Εβρ. θ:17).
Επειδή λοιπόν το αίμα είναι σημείον θανάτου· δια τούτο με το αίμα το του
θανάτου δηλωτικόν, εγκαινιάσθη: ήτοι έλαβε την αρχήν της βεβαιώσεώς της, κατά
την ερμηνείαν του Θεοφυλάκτου, ου μόνον η Νέα Διαθήκη, ως είπομεν, αλλά και η
Παλαιά· «λαληθείσης γαρ, φησίν ο ίδιος Παύλος, πάσης εντολής κατά τον νόμον
Μωσέως παντί τω λαώ, λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων… αυτό τε το Βιβλίον
και πάντα τον λαόν ερράντισε, λέγων, τούτο το αίμα της Διαθήκης, ης ενετείλατο
προς ημάς ο Θεός» (Έξ. κδ:8). Ποίον δε ωφέλιμον νόημα εμπορείς να συνάξης συ,
αγαπητέ, από το Τροπάριον τούτο; Ότι εάν το αίμα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού
είναι ρυπτικόν αμαρτίας: ήτοι καθαρίζει τον άνθρωπον από την αμαρτίαν, διατί
συ, αδελφέ, δεν επιμελείσαι να το μεταλαμβάνης συνεχώς, ίνα λάβης άφεσιν των
συγγνωστών αμαρτιών σου; Δεν ηξεύρεις, ότι όσω συχνότερα μεταλαμβάνεις αυτό το
άγιον αίμα, τόσον συχνότερα μεταλαμβάνεις αυτήν την ζωήν; «ο τρώγων μου γαρ,
φησίν ο γλυκύς Ιησούς, την σάρκα, και πίνων μου το αίμα, έχει ζωήν αιώνιον»
(Ιωάν. στ:54). Και εκ του εναντίου, δεν ηξεύρεις, ότι όσον μακρύνεις και δεν
μεταλαμβάνεις αυτό το ζωοποιόν αίμα, τόσον μακρύνεις και από την ζωήν; «εάν
γαρ, φησίν ο αυτός Κύριος, μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου, και μη
πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (αυτόθι 53). Και αν, κατά τον
Ιώβ, οι γύπες επιθυμούν τόσον πολλά το αίμα, ώστε δεν χορταίνουν πίνοντες αυτό·
διότι από το αίμα λαμβάνουν ζωήν, και οι οφθαλμοί των καθαρίζονται, και βλέπουν
μακρότερα, κατά την γνώμην των φυσικών: «Πόρρωθεν οι οφθαλμοί αυτού (του γυπός)
σκοπεύουσι· νεοσσοί δε αυτού φύρονται εν αίματι» (Ιώβ λθ:29-30), αν, λέγω, οι
γύπες επιθυμούν τόσον ένα θνητόν, και φθαρτόν αίμα, δια να ζωοποιηθούν· διατί
συ, αδελφέ, δεν επιθυμείς να πίνης το αθάνατον και άφθαρτον αίμα του Κυρίου,
ίνα ζωοποιηθή η ψυχή σου, ίνα λαμπρυνθή η καρδία σου, ίνα φωτισθή ο νους σου,
και ίνα λάβης καθαρισμόν των συγγνωστών αμαρτιών σου; «Το αίμα γαρ, φησίν ο
ηγαπημένος Ιωάννης, Ιησού Χριστού, καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Ιωάν.
α:7). Εάν θέλεις να δικαιωθής, αδελφέ, εν τω αίματι τούτω, το απολαμβάνεις κατά
τον Παύλον, «Δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού» (του Χριστού) (Ρωμ. ε:9). Εάν
θέλης να αγιασθής δια του αίματος του Χριστού, το αποκτάς, κατά τον αυτόν: «Διο
και Ιησούς, ίνα αγιάση δια του ιδίου αίματος τον λαόν, έξω της πύλης έπαθε»
(Εβρ. ιγ:12). Εάν αγαπάς να νικήσης τον Διάβολον, με το αίμα αυτό τον νικάς·
καθώς είναι γεγραμμένον εν τη Αποκαλύψει: «Και ενίκησαν (οι άγιοι δηλ.) αυτόν
(τον δράκοντα) δια το αίμα του αρνίου» (Αποκ. ιβ:11). Και λοιπόν εάν, αγαπητέ
αναγνώστα, ποθής να απολαμβάνης τα ανωτέρω θεία χαρίσματα, και άλλα ακόμη
άρρητα και ακατανόητα, προσέρχου συνεχώς εις τα άχραντα Μυστήρια και
μεταλάμβανε. Πρόσεχε όμως να μεταλαμβάνης με την πρέπουσαν προετοιμασίαν: ήτοι
με εξομολόγησιν, με νηστείαν κατά δύναμιν, με εγκράτειαν, με προσευχήν, με
προσοχήν, με συντριβήν καρδίας, και με καθαράν συνειδός, δοκιμάζων τον εαυτόν
σου, καθώς σοι παραγγέλλει ο Απόστολος· ίνα μη εις κρίμα σοι γένηται η
μετάληψις των θείων Μυστηρίων. Κατά την προετοιμασίαν γαρ όπου κάμνεις, ούτω
σοι δίδοται και η εκ της μεταλήψεως χάρις. Δύο πράγματα λοιπόν πρέπει να
κάμνης: και το να κοινωνής συνεχώς, και το να κοινωνής αξίως, όσον το δυνατόν,
χωρίς κανένα εμπόδιον, το υπό των ιερών Κανόνων διοριζόμενον. «Δοκιμαζέτω
άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του Άρτου εσθιέτω, και εκ του Ποτηρίου πινέτω»
(α΄ Κορ. ια: 28).
Ωδή δ΄. Ο
Ειρμός.
Εισακήκοα Κύριε,
της οικονομίας σου το Μυστήριον· κατενόησα τα έργα σου, και εδόξασά σου την
Θεότητα.
Ερμηνεία.
Επειδή η Τετάρτη
ωδή είναι ποίημα του προφήτου Αββακούμ, ευρισκομένη εν τα τρίτω κεφαλαίω της
αυτού προφητείας· δια τούτο ο ιερός Κοσμάς εν τω ειρμώ τούτω αναφέρει σχεδόν τα
ίδια λόγια του προφήτου· ούτω γαρ και εκείνος λέγει: «Κύριε, εισακήκοα την
ακοήν σου και εφοβήθην. Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην».
Αποτεινόμενος γαρ προς τον σαρκωθέντα Υιόν του Θεού, λέγει: Κύριε, εγώ
εισήκουσα το Μυστήριον της ενσάρκου σου οικονομίας. Ταύτην γαρ ακοήν ωνόμασεν ο
θεσπέσιος Αββακούμ. Πόθεν δε εισήκουσεν αυτήν; Από το Πνεύμα το Άγιον το
ενοικούν τη εκείνου καρδία, και από εκεί εμπνέον αυτώ τας προφητείας. Βλέπε δε,
ω αναγνώστα, ότι δεν είπεν απλώς, ακήκοα, αλλά εισακήκοα, ήτοι έσω εις την
καρδίαν μου ήκουσα την νοεράν φωνήν, την υπό του Αγίου Πνεύματος λαλουμένην.
Όθεν και ανωτέρω εν τω β΄ κεφαλαίω της προφητείας του λέγει ο αυτός προφήτης
«αποσκοπεύσω του ιδείν τι λαλήσει εν εμοί», ήτοι εντός μου. Ποίος; το Πνεύμα το
Άγιον δηλαδή, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος. Ούτω γαρ και ο προφήτης
Δαβίδ έλεγεν: «ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός» (Ψαλμ. πδ:8).
Ένδοθεν γαρ εν τω ηγεμονικώ ακούουν οι προφήται α ακούουν και ουχί έξωθεν. Όθεν
είπεν ο Προκόπιος; «η εν πρόθεσις, την εν διανοία παρίστησιν ακοήν» (σελ. 921
της Πεντατεύχου). Κατανοήσας
δε, λέγει, κατά βάθος τα φοβερά έργα και τα φρικτά θαυμάσια, με τα οποία συ ο
σεσαρκωμένος Λόγος θέλεις εργασθής την σωτηρίαν των ανθρώπων, και μάλιστα τον
Σταυρόν και τον θάνατόν σου, ταύτα, λέγω, στοχασθείς, δεν εδυνήθην άλλο να
κάμω, πάρεξ να δοξολογήσω την ιδικήν σου Θεότητα· ταύτης γαρ μόνης ήτον ίδιον
να κάμη τοιαύτα θαυμαστά τέρατα, ήτοι δια της ταπεινότητος του Σταυρού, να
νικήση τον υπερήφανον Διάβολον· δια του πάθους, να προξενήση απάθειαν και δια
του θανάτου, να χαρίση ζωήν εις όλους τους ανθρώπους. Συνήθεια γαρ επικρατεί
εις τους αγίους και ιερούς άνδρας, όταν αυτοί ειπούν κανέν υψηλόν και μεγάλον
νόημα περί Θεού, ευθύς να τρέπωνται εις αυτού δοξολογίαν. Τούτο δε πάσχουν, ή
από τον πολύν θαυμασμόν, ή από την πολλήν πνευματικήν χαράν, η οποία χύνεται
εις τας ψυχάς των εκ του νοήματος εκείνου, την οποίαν να υποφέρουν εντός των
καρδιών των δεν δύνανται. Καθώς τούτο μάλιστα συνειθίζει να κάμνη ο μέγας
Παύλος εις τας επιστολάς του, ως εν τη ερμηνεία εκείνων είπομεν· και ως ο Σύρος
Εφραίμ, και άλλοι· καθώς και εδώ ο ιερός ούτος Μελωδός τούτο εποίησεν. Αρμόζει
δε ο ειρμός ούτος και εις εσέ, αγαπητέ, διότι εάν συ, ως ο Αββακούμ, σταθής εις
την φυλακήν σου, και πατήσης επάνω εις την πέτραν: «επί της φυλακής μου γαρ,
φησίν εκείνος, στήσομαι, και επιβήσομαι επί πέτραν» (Αββακ. β:1), θέλεις αξιωθή
και της Αββακούμ χάριτος. Ποία δε είναι η φυλακή αύτη; Και ποία η πέτρα;
άκουσον· φυλακή είναι η προσοχή και τήρησις του νοός από κάθε βλάσφημον, και
αισχρόν, και πονηρόν λογισμόν. Πέτρα δε είναι, η καρδία· μάλλον δε, Πέτρα
είναι, το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το εν τη καρδία
μελετώμενον, όστις Ιησούς Χριστός είναι η στερεά Πέτρα, περί ης είπεν ο μέγας
Παύλος: «η δε Πέτρα, ην ο Χριστός» (α΄ Κορ. 1:4). Όταν λοιπόν, αδελφέ μου
Χριστιανέ, τραβίξης τον νουν σου από όλα του Κόσμου τα πράγματα: ηδονάς, λέγω,
και δόξας και αργύρια, και εμβάσης αυτόν μέσα εις την καρδίαν σου, και εκεί
ευρίσκων τον εν τη καρδία ενδιάθετον καλούμενον λόγον, με αυτόν λέγης την
μονολόγιστον ταύτην Προσευχήν μετά θερμής πίστεως και ελπίδος και αγάπης: ήγουν
το, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με, βαστών και ολίγον την αναπνοήν
σου· τότε αποκτάς την φυλακήν του νοός. Διότι η θέρμη εκείνη, ήτις γεννάται από
την συχνήν μελέτην του Αγίου ονόματος του Ιησού, αυτή μαστίζει και κατακόπτει
τους Δαίμονας, ως μάχαιρα δίστομος, και δεν αφήνει αυτούς να προσβάλουν εις τον
νουν σου τους ατόπους αυτών λογισμούς. Όθεν είπεν ο Ιωάννης της Κλίμακος:
«Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Όταν δε η καρδία σου καθαρισθή από τα πάθη
και τας επιθυμίας, οποίας έφθασε να λάβη των του Κόσμου πραγμάτων: φιληδονίας,
λέγω, φιλοδοξίας και φιλαργυρίας, και στερεωθή όλη διόλου εν τη Πέτρα: ήτοι εν
τη πίστει του Ιησού Χριστού· τότε επιβαίνεις και συ, ως ο Αββακούμ, επάνω εις
την στερεάν Πέτραν της καρδίας σου, χωρίς να φοβηθής κανένα φόβον, ούτε
δαιμονικόν και εσωτερικόν, ούτε ανθρώπινον και εξωτερικόν, λέγων με τον Δαβίδ
«Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της
ζωής μου, από τίνος δειλιάσω»; (Ψαλμ. κστ:1). Τότε λοιπόν επάνω εις την Πέτραν
ιστάμενος της καρδίας σου, αποσκοπεύεις και συ, τι έχει να λαλήση νοερώς
ένδοθέν σου ο Θεός. Τότε έχει να σοι προστεθή και ωτίον νοερόν, δια να ακούης
τους νοερούς λόγους, τους οποίους μέλλει να ενηχήση εις εσέ η χάρις του Αγίου
Πνεύματος· καθώς επρόσθεσε τούτο και εις τον Προφήτην Ησαϊαν· διο και έλεγε: «Προσέθηκέ
μοι ωτίον του ακούειν» (Ησ. ν:4) και πάλιν: «Και η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου
τα ώτα» τα νοερά δηλαδή της καρδίας· καθώς ερμηνεύει ο Χρυσορρήμων (Ησ. ν:5).
Όθεν τότε και συ έχεις να λέγης μαζί με τον Αββακούμ: «Κύριε, εισακήκοα την
ακοήν σου και εφοβήθην». Δια τούτο είπε και ο θεοφόρος Μάξιμος «Καρδία εστί
καθαρά, η παντάπασιν ανείδεον τω Θεώ και αδιαμόρφωτον παραστήσασα την μνήμην,
και μόνοις τοις αυτού έτοιμον ενσημανθήναι τύποις, δι ων εμφανής πέφυκε
γίνεσθαι» (Κεφ. πβ΄ της β΄ εκατοντάδος των Γνωστικών).
Τροπάριον.
Πικρογόνους
μετέβαλε, ξύλω Μωϋσής πηγάς εν ερήμω πάλαι, τω Σταυρώ προς την ευσέβειαν, των
Εθνών προφαίνων την μετάθεσιν.
Ερμηνεία.
Εις το Τροπάριον
τούτο αναφέρει ο θείος Μελωδός το θαύμα, όπου εποίησεν ο Μωϋσής εις τον τόπον
της Μερράς (ο δηλοί Πικρία κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον). Τότε γαρ διψήσαντος
του λαού των Εβραίων, έδειξεν εις τον Μωϋσήν ο Θεός ξύλον, το οποίον βάλλων
μέσα εις το πικρόν νερόν, εγλύκανεν αυτό (Έξ. ιε:25). Λέγει λοιπόν ο Ιερός
Κοσμάς, ότι τον παλαιόν καιρόν εις την έρημον της Μερράς, μετέβαλεν ο Μωϋσής
εις γλυκύτητα τας πηγάς του νερού, τας γεννώσας πικρίαν. Τι δε με το θαύμα αυτό
επροεικόνιζε; Την μετάθεσιν και μεταβολήν των αλλοφύλων Εθνών, τα οποία με το
μέσον του Σταυρού, μετεβλήθησαν από την ασέβειαν εις την ευσέβειαν, και από την
απιστίαν εις την πίστιν. Όθεν είπεν ο Ιερός Θεοδώρητος: «Το γαρ σωτήριον του
Σταυρού ξύλον, την πικράν των Εθνών εγλύκανε Θάλατταν». Την ιδίαν γνώμην έχει
και ο Αλέξανδρείας Κύριλλος, λάγων: «Και λόγω μόνω γλυκύ ποιήσαι το πικρόν
δυνάμενος ο Θεός, δια ξύλου την μεταβολήν εργάζεται, τον τύπον διδούς της δια
ξύλου σωτηρίας». Ποίον δε ωφέλιμον νόημα ημπορείς, αδελφέ, να κερδίσης από το
Τροπάριον τούτο; άκουσον· ήξευρε, ότι όλος ο Κόσμος ούτος Μερρά ονομάζεται:
ήτοι πικρία, δια τας πολλάς θλίψεις και δυστυχίας και λύπας, αι οποίαι καθ΄
εκάστην ημέραν και ώραν ακολουθούν εις αυτόν. Πως λοιπόν ημπορεί να μεταβληθή η
πικρότης του Κόσμου εις γλυκύτητα; Εάν βάλης εις αυτόν αντιφάρμακον τον Σταυρόν
του Κυρίου: ήγουν εάν συ συλλογισθής τούτο, εάν ένας Θεός αναμάρτητος, δια τας
ιδικάς μου αμαρτίας, έλαβε τόσα πάθη επάνω εις τον Σταυρόν, και εγεύθη όξος και
την πικροτάτην χολήν· αν εκείνος, όπου ήτον Δεσπότης των απάντων, εδοκίμασε τας
τόσας πικρίας και θλίψεις· τι μέγα πράγμα είναι, εάν εγώ ο δούλος και δούλος
αμαρτωλός, δοκιμάζω θλίψεις και πικρίας, όχι δια άλλων αμαρτίας, αλλά δια τας
ιδικάς μου; Αυτός ο συλλογισμός, όταν είναι βαθέως εντετυπωμένος εις την
φαντασίαν σου, Χριστιανέ, δύναται να μεταβάλη εις γλυκύτητα και χαράν κάθε
πικρότητα και θλίψιν, όπου δοκιμάζεις εν τω Κόσμω. Όθεν είπεν ο Θεολόγος
Γρηγόριος: «Πάντα υπέρ του Λόγου δεχώμεθα· πάθεσι το πάθος μιμώμεθα· αίματι το
αίμα σεμνύνωμεν· επί τον Σταυρόν ανίωμεν πρόθυμοι· γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν
οδυνηροί· το μετά Χριστού πάσχειν και υπέρ Χριστού, του μετ΄ άλλων τρυφάν
αιρετώτερον» (Λόγ. εις το Πάσχα). Αλλά και όταν συ αρχάριος ων εις την ενάρετον
ζωήν, οποίοι ήτον οι Ισραηλίται, δοκιμάζης κόπους και πικρίας εις την αρχήν,
και δεν ημπορής να πίης από το ύδωρ των αρετών δια την δυσκολίαν αυτών· τότε,
εάν βάλης εις το ύδωρ αυτό το ξύλον του Σταυρού: ήτοι την ελπίδα των μελλόντων
αγαθών και της Αναστάσεως, η οποία έλαβεν αρχήν από τον Σταυρόν, βέβαια ο πρώην
πικρός δια την αρετήν βίος σου, έχει να μεταβληθή και γένη γλυκύτερος από κάθε
γλύκασμα, κατά την ερμηνείαν του Νύσσης, ώστε να λέγης και συ με τον Σειράχ
«ουδέν γλυκύτερον του προσέχειν εντολαίς Κυρίου» (κγ: 34).
Τροπάριον.
Ο Βυθώ
κολπωσάμενος, τέμνουσαν ανέδωκεν Ιορδάνης ξύλω, τω Σταυρώ και τω Βαπτίσματι,
την τομήν της πλάνης τεκμαιρόμενος.
Ερμηνεία.
Από το στ΄
Κεφάλαιον της Δ΄ των Βασιλειών εδανείσθη ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον·
αναφέρεται γαρ εις εκείνο, ότι όταν οι Υιοί των Προφητών επήγαν μαζί με τον
Προφήτην Ελισσαίον εις τον Ιορδάνην ποταμόν δια να κόψουν ξύλα και με αυτά να
κατασκευάσουν καλύβας· εκεί όπου έκοπτεν ένας από τους Προφήτας ένα δοκάριον,
εκβήκεν από το στελιάρι η αξίνη και έπεσεν εις τον ποταμόν. Όθεν ο Ελισσαίος
κόψας ένα ξύλον, το έρριψεν εις τον ποταμόν, και ω του θαύματος! το μεν ελαφρόν
ξύλον, εκατέβη κάτω εις το βάθος του ποταμού, η δε βαρεία αξίνη, ανέβη εκ του
εναντίου επάνω εις την επιφάνειαν του νερού, ως εάν ήθελε την πιάση τινάς. Ταύτην
λοιπόν την ιστορίαν αναφέρει εν τω παρόντι Τροπαρίω ο ιερός Κοσμάς, και ταύτην
προσαρμόζει εις την εορτήν του Σταυρού, λέγων, ότι ο Ιορδάνης ποταμός, ο οποίος
εκολπώσατο: ήτοι εδέχθη μέσα εις το βάθος του την τέμνουσαν, (αξίνην δηλαδή·
έξωθεν γαρ εννοείται η αξίνη, κατά σχήμα ελλείψεως)· αυτός, λέγω, ο Ιορδάνης
ανέφερεν επάνω εις την επιφάνειαν του νερού την ρηθείσαν αξίνην, με το ξύλον
όπου έρριψεν ο Ελισσαίος εις αυτόν. Όθεν ετεκμαίρετο: ήτοι προετύπου δια της
τεμνούσης αξίνης, την τομήν και κόψιμον της πλάνης και ασεβείας· η οποία αύτη
τομή ενεργήθη με τον Σταυρόν, και με το άγιον Βάπτισμα. Και λοιπόν το μεν ξύλον
όπου έρριψεν ο Ελισσαίος, αυτό επροεικόνιζε τον Σταυρόν· καθότι εκείνο εμβήκε
μέσα εις την αξίνην, και ούτως εκ των δύο έγινε σχήμα Σταυρού κατά τον Ανώνυμον·
η αξίνη δε επροεικόνιζε το κόψιμον της πλάνης, το δια Σταυρού γενόμενον· το δε
ύδωρ του Ιορδάνου, επροεικόνιζε το άγιον Βάπτισμα· καθότι εν τω Ιορδάνη ποταμώ
και ο Πρόδρομος Ιωάννης εβάπτιζε τους Ιουδαίους, και ο Δεσπότης Χριστός εις
αυτόν εβαπτίσθη. Ποίον δε ηθικόν και ωφέλιμον νόημα ημπορείς να συνάξης,
αγαπητέ, εις την ψυχήν σου από το Τροπάριον τούτο; άκουσον· ο σοφός Νείλος
θέλει, ότι ο Ιορδάνης τροπολογικώς νοείται εις την μετάνοιαν· καθότι ο
Πρόδρομος Ιωάννης εβάπτιζεν εν τω Ιορδάνη τους μετανοούντας και
εξομολογουμένους· ως είναι γεγραμμένον: «Ιωάννης μεν εβάπτιζε Βάπτισμα
μετανοίας» (Πράξ. ιθ:4). Αξίνη δε σιδηρά είναι η αμαρτία· διότι και η αμαρτία
φύσει είναι βαρεία και κατωφερής, ως ο σίδηρος και το μολύβι. Όθεν ο μεν Δαβίδ
από το ένα μέρος έλεγεν «αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον
βαρύ εβαρύνθησαν επ΄ εμέ» (Ψαλμ. λζ:5). Οδε Ζαχαρίας από το άλλο, είδε την
αμαρτίαν ως ένα μεγαλώτατον μολύβι δια το βάρος, όπου προξενεί εις εκείνους οι
οποίοι την πράττουν. «Και ιδού τάλαντον Μολύβδου εξαιρόμενον, και ιδού γυνή μία
εκάθητο εν μέσω του μέτρου. Και είπεν (ο Άγγελος δηλ. ) αύτη εστίν η ανομία»
(Ζαχ. ε:7-8). Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, έκαμες τόσας μεγάλας και βαρείας
αμαρτίας, ώστε κατεβυθίσθης, ως η σιδηρά εκείνη αξίνη του Προφήτου, μέσα εις το
βάθος των ηδονών· μη φοβηθής δια τούτο, μηδέ απελπίσης την σωτηρίαν σου· όχι!
αλλά στάσου ανδρείος και αντιπολέμησον τον εχθρόν Διάβολον, ος τις ζητεί να σε
απολέση με την απόγνωσιν· δείξον μετάνοιαν αληθινήν εις τον Θεόν· πήγαινε εις
τον Πνευματικόν και εξομολογήσου με κατάνυξιν όλας τας αμαρτίας σου· σύντριψον
την καρδίαν σου· δέξαι τον Κανόνα όπου ήθελε σοι δώση ο Πνευματικός σου Πατήρ
και κάμε τελείαν αποχήν της αμαρτίας. «Ουκ έστι γαρ αμαρτία ασυγχώρητος, ει μη
η αμετανόητος»· καθώς αποφαίνεται ο Θεοφόρος Μάξιμος. Εάν ούτω μετανοήσης,
αγαπητέ, ήξευρε ότι η τοιαύτη σου γνησία μετάνοια, θέλει σε αναβιβάσει από το
βάθος της κακίας, δια της χάριτος και δυνάμεως του εν Σταυρώ προσηλωθέντος
Χριστού· καθώς τότε και ο Ιορδάνης ο εις τύπον της Μετανοίας παραλαμβανόμενος,
ανεβίβασεν την βαρείαν εκείνην αξίνην δια της χάριτος του Σταυρού. Όθεν θέλεις
ψάλλει και συ εις τον Θεόν εκείνα τα του Δαβίδ: «ήλθον εις τα βάθη της
Θαλάσσης, και καταιγίς κατεπόντισέ με» (Ψαλμ. ξη: 3) και πάλιν: «συ ο Θεός μου,
επιστρέψας παρακάλεσάς με, και εκ των αβύσσων της γης πάλιν ανήγαγές με» (Ψαλμ.
ο:21).
Τροπάριον.
Ιερώς
προστοιβάζεται, ο τετραμερής λαός προηγούμενος, της εν τύπω μαρτυρίου Σκηνής,
σταυροτύποις τάξεσι κλεϊζόμενος.
Ερμηνεία.
Ο Θεός επρόσταξε
τον Μωϋσήν να διορίση τους Υιούς Ισραήλ να στέκωνται τριγύρω εις την Σκηνήν του
Μαρτυρίου. Τρεις μεν φυλαί κατά το ανατολικόν μέρος αυτής, η του Ιούδα, η του
Ισάχαρ, και η του Ζαβουλών· τρεις δε κατά νότον μέρος αυτής, η του Ρουβίμ, η
του Συμεών, και η του Γαδ· τρεις κατά το δυτικόν αυτής μέρος, η του Εφραίμ, η
του Μανασσή και η του Βενιαμίν· και τρεις κατά το Βόρειον, η του Δαν, η του
Ασήρ και η του Νεφθαλείμ· καθώς ταύτα αναφέρει το β΄ κεφάλαιον των Αριθμών. Εξ
εκείνου λοιπόν εδανίσθη το παρόν Τροπάριον ο ιερός Μελωδός και λέγει, ότι με
ιερόν τρόπον εστοιβάσθη και επεσωρεύθη κατά προσταγήν Θεού ο Ισραηλιτικός λαός,
όχι εις ένα μέρος, αλλά εις τέσσαρα μέρη της τυπικής Σκηνής του Μαρτυρίου. Όθεν
αυτός επροπορεύετο έμπροσθεν των τεσσάρων μερών αυτής, κατά μεν το πρόχειρον
και αισθητόν νόημα, δια να φαίνεται, ότι τιμά και φυλάττει πανταχόθεν την
Σκηνήν του Θεού· κατά δε το βαθύτερον και κρυφιώτερον αίνιγμα, ίνα αυτός με τας
τέσσαρας σταυροειδείς τάξεις, τιμήση τον τύπον και το σχήμα του τετραμερούς
Σταυρού· μάλλον δε, ίνα ο Ισραηλιτικός λαός τιμηθή υπό του τύπου του τιμίου
Σταυρού. Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί η παλαιά εκείνη
Σκηνή ωνομάζετο του Μαρτυρίου: «εκκλήθη γαρ, φησί, Σκηνή Μαρτυρίου» (Έξ. λγ:7).
Και αποκρινόμεθα, ότι δια δύο αίτια. Πρώτον, επειδή κατά τον Θεοδώριτον και
Αθανάσιον και Ησύχιον ερμηνεύοντας το «Και ανέστησε Μαρτύριον εν Ιακώβ» (Ψαλμ.
οζ:5) η Σκηνή περιείχε την Κιβωτόν, τα Χερουβίμ, το Ιλαστήριον, την Τράπεζαν,
την Λυχνίαν και την Πρόθεσιν των Άρτων· και η Κιβωτός γαρ, Κιβωτός
Μαρτυρίου ωνομάζετο· διότι είχε μέσα τας Πλάκας, και την Στάμναν του Μάννα, και
την Ράβδον του Ααρών, άτινα και Μαρτύρια ωνομάζοντο· καθώς γέγραπται, περί μεν
του ενός «Και εισοίσεις την Κιβωτόν του Μαρτυρίου» (Έξ. κστ:33). Περί δε του
άλλου «Εμβαλείς εις την Κιβωτόν τα Μαρτύρια» (Έξ. κε:20). Δεύτερον ωνομάζετο
Σκηνή του Μαρτυρίου και τα εν αυτή πάντα εκαλούντο Μαρτύρια, διότι αυτά όλα
ήτον μία μαρτυρία και απόδειξις πραγματική της αγάπης, ην έδειξεν ο Θεός εις
τον λαόν του Ισραήλ· υπό της οποίας κινούμενος, εσυγκατέβη να συνομιλή με τον
Μωϋσήν, και δια του Μωϋσέως να φανερώνη τας κρίσεις και τους νόμους του εις τον
Ισραηλιτικόν λαόν. Διατί δε και τυπική εκαλείτο η Σκηνή αύτη; επειδή είχε τύπον
της Κτίσεως κατά τον Θεοδώριτον. Και τα μεν Άγια των Αγίων είχον τύπον των
Ουρανίων, κατά τον αυτόν· τα δε Άγια: ήτοι το μέσον της Σκηνής, τύπον είχον των
Επιγείων και δια τούτο ήτον βατά πάντοτε εις τους ιερείς. Κατά δε τον Κύριλλον,
τύπον είχεν η Σκηνή της Εκκλησίας. Κατά τον Νύσσης δε, τύπον είχε του Χριστού,
ος τις Σοφία και Δύναμις ων του Θεού αχειροποίητος κατά την Θεότητα, εδέχθη το
να κατασκευασθή κατά την ανθρωπότητα. Και δια να είπω καθαρώτερα, καθώς οι
ιδικοί μας Ναοί έχουσι Νάρθηκα, και τον καθ΄ αυτόν Ναόν, και το άγιο Βήμα· ούτω
και η παλαιά Σκηνή είχε την Αυλήν, και τα Άγια, και τα Άγια των Αγίων. Ποίον δε
ηθικόν και ωφέλιμον νόημα ημπορείς, αγαπητέ, να συνάξης από το Τροπάριον τούτο;
Πρόσεχε· η Σκηνή κατά τον Δίδυμον, δηλοί την προκοπήν της αρετής και ανάβασιν·
καθότι η Σκηνή των περιπατούντων και προκοπτόντων εις τα έμπροσθεν, είναι
σκεπαστήριον. Και δια να σοι δώσω να καταλάβης καλύτερα, τοιαύτη ήτον η παλαιά
εκείνη Σκηνή του Μαρτυρίου, οποία είναι και η κινητή και οδοιπορική τέντα, όπου
έχουν μαζί των οι Βασιλείς εν τη οδοιπορία, όταν έξω της πόλεως ευρίσκωνται εν
καιρώ πολέμου· ίνα εν αυτή συναγόμενοι, επιτελώσι τας προς Θεόν λατρείας και
προσευχάς. Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, δεν στέκης αργός, αλλά πάντοτε περιπατής
και εργάζησαι την αρετήν, πορευόμενος εκ δυνάμεως εις δύναμιν, κατά τον Δαβίδ,
και προκόπτων εις τα τελειότερα· επεκτείνεσαι εν τοις έμπροσθεν, των δε όπισθεν
επιλανθάνεσαι, κατά τον Παύλον. Βέβαια θέλεις κατασκευάσει εις την καρδίαν σου
μίαν νοητήν Σκηνήν, μέσα εις την οποίαν έχει να κατοική ο Θεός δια της χάριτός
του, και εκείθεν θέλει σοι αποκαλύπτει δια του Αγίου του Πνεύματος, την
απόκρυφον γνώσιν των Μυστηρίων του· ίνα και όταν αποθάνης, αξιωθής να ψάλλης
και συ εκείνο το του Δαβίδ: «Διελεύσομαι εν τόπω Σκηνής θαυμαστής, έως του
οίκου του Θεού, εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως ήχου εορτάζοντος» (Ψαλμ.
μα: 5).
Τροπάριον.
Θαυμαστώς
εφαπλούμενος, τας ηλιακάς βολάς εξηκόντισεν ο Σταυρός· και διηγήσαντο, Ουρανοί
την δόξαν του Θεού ημών.
Ερμηνεία.
Καθώς εις την
πρώτην Ωδήν, των μεν άλλων Τροπαρίων την ύλην εδανείσθη ο Μελωδός από την
Παλαιάν Γραφήν, του δε τελευταίου Τροπαρίου την υπόθεσιν εδανίσθη από την
ιστορίαν της Νέας Χάριτος· τοιουτοτρόπως εποίησε και εις την παρούσαν Ωδήν.
Μελουργήσας γαρ τα προλαβόντα ταύτης Τροπάρια με ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης,
το τελευταίον τούτο μελουργεί με ιστορίαν της Νέας· αναφέρει γαρ εις αυτό το
φρικτόν εκείνο θαύμα, όπου ηλολούθησεν επί του Βασιλέως Κωνσταντίνου Υιού του
Μεγάλου Κωνσταντίνου, και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων εν έτει τμστ΄.
Δηλαδή, όταν εν ταις ημέραις της Πεντηκοστής, Μαϊου Εβδόμη, ώρα Τρίτη της
ημέρας, εφάνη εν Ουρανώ ο τίμιος Σταυρός, συνιστάμενος από φως επάνω εις τον
Άγιον Γολγοθάν· ος τις εξαπλώνετο μεν από τον Γολγοθάν έως εις το όρος των
Ελαιών, υπερέβαινε δε κατά την λαμπρότητα τας ακτίνας του Ηλίου. Όθεν όλος ο
λαός των Χριστιανών, βλέπων το τοιούτον θαυμάσιον, έτρεξαν εις την Εκκλησίαν,
και με άμετρον χαράν και θερμήν κατάνυξιν, ανέπεμψαν εις τον Θεόν ευχαριστίαν
και δόξαν. Τούτο λοιπόν το τεράστιον μελουργών εδώ ο θεσπέσιος Κοσμάς, με
θαυμαστόν, λέγει, και παράδοξον τρόπον απλώθη εν τω Ουρανώ ο ζωοποιός Σταυρός
του Κυρίου· ος τις από την υπερβολικήν λαμπρότητα, όπου είχεν, ενίκησε και
εσκέπασε τας του Ηλίου ακτίνας. Όθεν τότε επληρώθη με τρόπον θείον και υπερφυή
το ψαλμικόν εκείνο λόγιον: ήτοι το «οι Ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού» (Ψαλμ.
ιη:1). Δια μέσου γαρ του λαμπροτάτου εκείνου και υπέρ τον Ήλιον ακτινοβολούντος
Σταυρού, οι Ουρανοί εκήρυξαν τρανότατα την δόξαν του Θεού: δηλαδή τον Σταυρόν·
επειδή δόξα Χριστού του Θεού, ο Σταυρός εστιν, ως ανωτέρω είπομεν, ερμηνεύοντες
το «ότι δεδόξασται» του Ειρμού της πρώτης Ωδής. Με το μέσον γαρ του Σταυρού, ως
με σκήπτρον Βασιλικόν, ή άρμα νικητικόν, ενίκησεν ο μονογενής Υιός του Θεού τον
υπερήφανον Δαίμονα· επάτησε τον θάνατον· εσκύλευσε τον Άδην· και δόξαν
επροξένησεν εις τον εαυτόν του αιώνιον, καθό άνθρωπον. Αλλά και συ, Χριστιανέ,
εάν δια της δυνάμεως του σταυρωθέντος Χριστού κατορθώσης κανένα έργον μέγα και
ανδραγάθημα, οποίον είναι το να νικήσης τα πάθη, όπου σε πολεμούν, το να
αντιστέκεσαι πάντοτε εις τας προσβολάς του Διαβόλου και το να κατορθώσης τας
αρετάς· ήξευρε, ότι το ανδραγάθημα αυτό έχει να δοξάση το όνομά σου, και να το
κάμη θαυμαστόν εν Ουρανώ και επί Γης. Και καθώς δόξα του Χριστού εστάθη ο
Σταυρός· δόξα του Δαβίδ έγινεν η σφενδόνη, με την οποίαν εφόνευσε τον Γολιάθ·
δόξα του Φινεές εδείχθη ο σειρομάστης εκείνος, με τον οποίον εκέντησε τον
Ζαμβρί και την Μαδιανίτισσαν Χασβί· δόξα της γυναικός Ιαήλ έγινεν ο πάτταλος:
ήτοι το παλούκι, με το οποίον εθανάτωσε τον Σισάραν· ούτω και δόξα ιδική σου
παντοτινή θέλει σταθή το ανδραγάθημα, όπερ ήθελες κατορθώση. Όθεν και
ευχαριστών τω ενδυναμώσαντί σε Χριστώ, θέλεις ψάλει εις Αυτόν με τον Δαβίδ: «Συ
Κύριε αντιλήπτωρ μου ει, δόξα μου, και υμών την κεφαλήν μου» (Ψαλμ. γ:4).
Ωδή ε΄.
Ο Ειρμός.
Ω Τρισμακάριστον
ξύλον, εν ω ετάθη Χριστός, ο Βασιλεύς και Κύριος· δι΄ ου πέπτωκεν ο ξύλω
απατήσας, τω εν σοι δελεασθείς, Θεώ τω προσπαγέντι σαρκί, τω παρέχοντι, την
ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.
Ερμηνεία.
Δύο σχήματα ρητορικά μεταχειρίζεται εις τον Ειρμόν τούτον ο ιερός Κοσμάς,
επιστροφήν και προσωποποιϊαν· επιστρέφων γαρ τον λόγον προς τον Σταυρόν,
συνομιλεί με αυτόν άψυχον όντα και άλογον, ως εάν ήτον έμψυχος και λογικός.
Προσαρμόζει γαρ η ρητορική τέχνη, όταν θέλη, ψυχήν εις τα άψυχα και λόγον εις
τα άλογα και τοις απροσώποις περιτίθησι πρόσωπον. Προσφωνεί λοιπόν ούτως ο
ασματογράφως· ω ξύλον του Σταυρού, συ τη αληθεία είσαι πολλών μακαρισμών άξιον·
διότι επάνω εις εσέ ετανύσθη κατά τας χείρας και πόδας και καθ΄ όλον το σώμα, ο
γλυκύς Ιησούς Χριστός, ο των αιώνων υπάρχων Βασιλεύς, και πάντων των όντων
Κύριος, και δια μέσου σου έπεσε πτώμα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον ο Διάβολος, ο
οποίος με την γεύσιν του απηγορευμένου ξύλου απάντησεν: ήτοι εδελέασε τον
προπάτορα Αδάμ μέσα εις τον Παράδεισον της τρυφής. Πως δε; Και με ποίον τρόπον
ο Διάβολος έπεσεν; Επειδή, καθώς αυτός εδελέασε τον Αδάμ, ρύτως ο αυτός
αντιστρόφως εδελεάσθη από τον Θεόν, ος τις εκαρφώθη κατά την σάρκα επάνω εις
εσέ τον Σταυρόν· ίνα, καθώς εκείνος δια ξύλου ενίκησε, δια ξύλου πάλιν και
νικηθή· και με τον τρόπον όπου εκρήμνισε, με αυτόν και αυτός κρημνισθή.
Επιφέρει δε ο Μελωδός και ότι ο σταυρωθείς Χριστός ο τον Διάβολον απατήσας,
αυτός χαρίζει ειρήνην εις τας ψυχάς μας. διατί δε λέγει τούτο; Δια να φανερώση
με τον τελευταίον αυτόν λόγον, ότι η Πέμπτη Ωδή αύτη είναι του Ησαϊου· εκείνος
γαρ λέγει «Κύριε ο Θεός ημών ειρήνην δος ημίν· πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησ.
κστ: 12). Πόθεν δε εδανείσθη ο μελωδός τον λόγον τούτον, ότι ο απατήσας: ήτοι ο
δελεάσας Διάβολος εδελεάσθη; Από τον Θεολόγον Γρηγόριον· ούτω γαρ εκείνος φησίν
εν τω εις τα φώτα λόγω αυτού: «Επειδή ώετο αήττητος είναι της κακίας ο
σοφιστής, Θεότητος ελπίδι δελεάσας ημάς, σαρκός προβλήματι δελεάζεται· ίν΄ ως τω Αδάμ προσβαλών, τω Θεώ περιπέση, και ούτως ο Νέος Αδάμ τον
Παλαιόν ανασώσηται και λυθή το κατάκριμα της σαρκός, σαρκί του θανάτου
θανατωθέντος. Έφη δε και ο θεοφόρος Μάξιμος: «Επειδή το στερρόν μου της φύσεως,
Θεότητος ελπίδι δελεάσας προς ηδονήν κατέσυρεν ο Διάβολος, δι΄ ης υποστήσας τον
θάνατον, ηβρύνετο τρυφών την φθοράν της φύσεως· δια τούτο γίνεται τέλειος άνθρωπος
ο Θεός, ίνα σαρκός προβλήματι δελεάσας, ερεθίση τον άπληστον περιχανόντα την
σάρκα καταπιείν, γενησομένην αυτώ μεν δηλητήριον, τη δυνάμει της εν αυτή
Θεότητος παντελώς διαφθείρουσαν, τη δε φύσει των ανθρώπων αλεξητήριον, προς την
εξ αρχής χάριν δυνάμει της εν αυτή Θεότητος ανακαλουμένην» (Κεφ. ια΄ της γ΄
εκατοντάδος των γνωστικ.). Και εδώ βλέπε, ω αναγνώστα, δύο παραδείγματα αλιέων
πάντη ανόμοια· ο μεν γαρ Διάβολος επαρομοίασε με ένα αφρονέστατον αλιέα και
κυνηγόν, ο οποίος θέλων να πιάση μίαν αθερίνην και ένα μικρόν ψαράκι, έβαλε εις
το αγκίστρι του δόλωμα ένα δέλφινα, ή ένα μεγαλώτατον κήτος· επειδή την ελπίδα
της υπερμεγίστης και αχωρήτου Θεότητος δολώσας εις το αγκίστρι της απάτης του,
με το μέγα αυτό δόλωμα εδελέασεν έναν ευτελή και μικρότατον άνθρωπον. Ο δε Θεός
εκ του εναντίου, επαρομοίασε με ένα σοφώτατον αλιέα, ος τις με ένα μικρότατον
ψαράκι, πιάνει ένα μεγαλώτατον κήτος· διότι αυτός, βαλών εις το αγκίστρι της
κεκρυμμένης αυτού Θεότητος, το μικρόν δόλωμα της φαινομένης του Ανθρωπότητος,
με αυτό εδελέασε και διέφθειρε το μέγα και νοητόν κήτος τον Διάβολον. Καθώς
περί της τοιαύτης διαφθοράς αυτού ο πολυτάλας Ιώβ επροφήτευσε λέγων, «ο μέλλων (ο
Χριστός δηλαδή) το μέγα κήτος χειρώσασθαι» (Ιώβ γ:8) ο δε Ακύλας και Θεοδοτίων
αντί κήτους είπον, λευϊαθάν: ο εστι Βασιλεύς των εν τοις ύδασιν· ο δε Θεοδοτίων
είπε Δράκοντα· πάντες δια των ονομάτων τούτων τον Διάβολον εννοούντες. Αλλά και
συ, Χριστιανέ, εάν σταυρώνης την σάρκα σου και νεκρώνης τα πάθη και τας κακάς
σου επιθυμίας, καθώς γράφει ο μακάριος Παύλος «οι δε του Χριστού, την σάρκα
εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε:24) και εάν υπομένης
ευχαρίστως κάθε θλίψιν και κακοπάθειαν, δια την ορθοδοξίαν και αρετήν· ήξευρε,
ότι ο Χριστός θέλει αναπαυθή εις εσέ, ως επάνω εις τον Σταυρόν· επειδή ο
Σταυρός δηλοί θλίψιν και κακοπάθειαν, εις δε την κακοπάθειαν αναπαύεται ο Θεός:
«Ουδενί γαρ ούτω των πάντων, ως κακοπαθεία θεραπεύεται ο Θεός», κατά τον
Θεολόγον Γρηγόριον (Λόγ. εις Κυπριαν.). Και ο αββάς Ισαάκ λέγει: «Όπερ πατήρ
κήδεται τέκνου, ούτω και ο Χριστός κήδεται σώματος κακοπαθούντος δι΄ αυτόν, και
πλησίον εστί του σώματος αυτού δια παντός» (Σελ. 330) ήτοι του εισακούειν. Όθεν
ακολούθως θέλεις γένη και συ ως ο Σταυρός, τρισμακάριστος· καθώς ο Κύριος
εβεβαίωσε τούτο, ειπών «Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι, και
είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ΄ υμών, ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε:11). Αλλά
και εάν φεύγης από τον Κόσμον και μένης εσταυρωμένος και νεκρός εις τας ηδονάς
του, όχι μόνον δια του σώματος και της Πράξεως, αλλά και δια του λογισμού και
της θεωρίας· (διπλή γαρ είναι η πράξις του Σταυρού, κατά τον άγιον Ισαάκ)
ήξευρε, ότι θέλεις έχη αναπαυόμενον εις την ψυχήν σου τον σταυρωθέντα Κύριον.
Δια να σαφηνίσω καλύτερα τα ανωτέρω, ακουσον, αγαπητέ· όταν ο άνθρωπος
αναχωρήση από τον Κόσμον δια του σώματος και των αισθήσεων· τότε σταυρούται
μόνον ο Κόσμος εις αυτόν, κατά το Αποστολικόν εκείνο λόγιον, το λέγον: «δι΄ ου
εμοί Κόσμος εσταύρωται»· αλλά δεν φθάνει τούτο μόνον, αλλά είναι χρεία να
σταυρωθή και ο άνθρωπος εις τον Κόσμον, κατά το ακόλουθον λόγιον του Αποστόλου,
το λέγον· «καγώ τω Κόσμω (εσταύρωμαι δηλ.)»: ήτοι, αφ΄ ου ο άνθρωπος αναχωρήση
από τον Κόσμον δια του σώματος και των αισθήσεων, πρέπει να αναχωρήση από αυτόν
και δια των λογισμών, ώστε να μη έχη πλέον η καρδία του προσπάθειαν εις αυτόν,
αλλά όλοι του οι λογισμοί να είναι εσταυρωμένοι: ήτοι νενεκρωμένοι εις τα του
Κόσμου πράγματα. Χάριν λόγου, ήλθέ σοι λογισμός εν ησυχία καθημένω, να συνάξης
χρήματα δια να κυβερνήσαι; Ο λογισμός ούτος είναι ασταύρωτος, και πρέπει να
σταυρώσης: ήτοι να νεκρώσης αυτόν δια της δυνάμεως του Σταυρού. Πως; Εάν
στοχασθής, ότι ο επί Σταυρού κρεμάμενος Θεός των απάντων, ήτον πάμπτωχος και γυμνός.
Ήλθέ σοι ένας λογισμός φιληδονίας; Αυτός είναι ασταύρωτος, και πρέπει να
σταυρώσης και να νεκρώσης αυτόν. Πως; Εάν στοχασθής το δριμύ όξος και την
πικροτάτην χολήν, όπου εγεύθη επί του Σταυρού ο γλυκασμός της Εκκλησίας. Ήλθέ
σοι λογισμός φιλοδοξίας; Αυτός είναι ασταύρωτος, και πρέπει να σταυρώσης και να
νεκρώσης αυτόν. Πως; Εάν στοχασθής τας ατιμίας και γέλωτας, όπου υπέμεινεν επί
του Σταυρού ο Δεσπότης σου. Ομοίως ποίει και εις τους άλλους κακούς λογισμούς
όπου σοι έρχονται, σταυρώνων αυτούς και νεκρώνων με την δύναμιν του Σταυρού και
του εν τω Σταυρώ προσηλωθέντος Χριστού, τόσον δια της Πράξεως, όσον και δια της
Θεωρίας. Ούτως ηρμήνευσε το ανωτέρω ρητόν του Αποστόλου ο Θεσσαλονίκης θείος
Γρηγόριος εν τω εις την Γ΄ Κυριακήν της αγίας Τεσσαρακοστής λόγω αυτού· ου γαρ
ευκολονόητον είναι τόσον το του Αποστόλου, όσον και το του Αββά Ισαάκ ρητόν.
Εάν λοιπόν ούτω ποιής, αγαπητέ, έχεις να φωνάζης και συ συν τω Παύλω με πείραν
και δοκιμήν: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου Ιησού
Χριστού, δι΄ ου εμοί Κόσμος εσταύρωται (δια της απ΄ αυτού φυγής δηλ. ) καγώ τω
Κόσμω (δια της απροσπαθείας του λογισμού δηλ. )» (Γαλ. στ: 14).
Τροπάριον.
Σε το αοίδιμον ξύλον, εν ω ετάθη Χριστός, η την Εδέμ φυλάττουσα, στρεφομένη
ρομφαία, Σταυρέ, ηδέσθη· το φρικτόν δε Χερουβίμ, είξε τω σοι παγέντι Χριστώ, τω
παρέχοντι την ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.
Ερμηνεία.
Γέγραπται εν τω Γ΄ Κεφάλαιον της Γενέσεως, ότι αφ΄ ου ο Θεός εδίωξε τον
Αδάμ από τον Παράδεισον, έταξε τα Χερουβίμ και την φλογίνην Ρομφαίαν την στρεφομένην,
φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής (Στιχ. 25). Ταύτα δε τα λόγια δανεισθείς
ο ιερός Κοσμάς, υπόθεσιν ποιείται του παρόντος Τροπαρίου. Όθεν αποτείνων τον
λόγον προς τον Σταυρόν του Κυρίου, προσφωνεί αυτώ και λέγει, ω Θείε Σταυρέ, ος
τις είσαι το αοίδιμον: ήτοι το αείμνηστον και πάντοτε αξιομνημόνευτον ξύλον,
επάνω εις το οποίον ετανύθη κατά την σάρκα ο Δεσπότης Χριστός, εσέ, λέγω, μόνον
τον τρισμακάριστον Σταυρόν, εντράπη η φλογίνη εκείνη Ρομφαία η στρεφομένη, ήτις
εφύλαττε την Εδέμ: ήτοι τον Παράδεισον της τρυφής (Εδέμ γαρ τρυφή ονομάζεται),
και δεν άφηνε τινά να εισέλθη εις αυτόν, αλλά τόσον πολλά σε εντράπη, ώστε
εγύρισε τα νώτα και πλάτας αυτής, και έδωκεν άδειαν εις τον ληστήν να έμβη εις
τον Παράδεισον. Όχι μόνον δε η Ρομφαία, αλλά και το φοβερόν εκείνο Χερουβίμ,
όπου εφύλαττε την στράταν του ξύλου της ζωής, και εκείνο, λέγω, υπετάχθη εις
τον Χριστόν, τον εν σοι προσηλωθέντα κατά την σάρκα. Δια τούτο αφήκε την
φυλακήν του Παραδείσου, εις την οποίαν εδιωρίσθη, και άνοιξε την θύραν αυτού,
ίνα εμβαίνωσιν εις τον Θείον εκείνον τόπον, όσοι είναι τετειχισμένοι από εσέ
τον Σταυρόν του Κυρίου. Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός το ακροτελεύτιον και
χαρακτηριστικόν λόγιον της πέμπτης Ωδής, περί του οποίου είπομεν εν τω προτέρω
Τροπαρίω. Απορίας δε άξιον είναι, διατί ενικώς είπεν εδώ ο θεσπέσιος Κοσμάς:
«Το φρικτόν Χερουβίμ», ενώ η Θεία Γραφή πληθυντικώς λέγει, ότι έταξεν ο Θεός τα
Χερουβίμ; Εις λύσιν της απορίας αποκρινόμεθα, ότι σφάλμα των αντιγραφέων
φαίνεται να ηκολούθησεν εις το Τροπάριον τούτο. Όθεν πρέπει να αναγινώσκεται
πληθυντικώς ούτω: «Τα φρικτά δε Χερουβίμ είξε τω σοι παγέντι Χριστώ» καθότι και
εν τω Τροπαρίω εκείνω τω εις την Χριστού γέννησιν, πληθυντικώς γράφεται: «Και
τα Χερουβίμ παραχωρεί του ξύλου της ζωής». Πάντοτε γαρ και πανταχού πρέπει να
έχη το κύρος και την ισχύν, το κείμενον της Αγίας Γραφής, ως θεοπνεύστου ούσης
και κανόνος της αληθείας, και ως μη δυναμένης σφαλήναι. Έξω μόνον αν θέλη να
είπη τινάς, ότι φρικτόν νοείται το είδος: ήτοι το φρικτόν είδος των Χερουβίμ
είξε τω σοι παγέντι Χριστώ. Λέγει δε ο άγιος Χρυσόστομος περί των Χερουβίμ
τούτων: «Ει γαρ και εφύλαττε τα Χερουβίμ τον Παράδεισον, αλλ’ όμως ήλγουν. Και καθάπερ οικέτης σύνδουλον
λαβών εις φυλακήν, δια το πρόσταγμα του Δεσπότου φυλάττει μεν τον σύνδουλον,
αλγεί δε επί τω γινομένω δια την συμπάθειαν την περί τον ομόδουλον· ούτω και τα
Χερουβίμ, έλαβε μεν φυλάττειν τον Παράδεισον, ήλγει δε όμως επί τη φυλακή. Και
ίνα μάθης ότι ήλγει, από των ανθρώπων τούτο ποιώ σοι φανερόν· όταν γαρ ίδης
τους ανθρώπους συμπαθούντας τοις συνδούλοις, μηκέτι λοιπόν αμφιβάλης περί των
Χερουβίμ· πολύ γαρ των ανθρώπων φιλοστοργότεραι αι Δυνάμεις εκείναι» (λόγω εις
την Ανάληψιν, ου η αρχή «Και ότε Σταυρού μνείαν επιτελούμεν» (Τόμω ε΄ της εν
Ετόνη εκδόσ.). Τι δε ήτον η φλογίνη εκείνη Ρομφαία, η στρεφομένη και φυλάττουσα
την στράταν του ξύλου της ζωής; Ο μεν Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος είπεν, ότι
ήτον τα ίδια Χερουβίμ, άτινα είναι εκ της πρώτης ιεραρχίας των Αγγέλων μετά
τους Θρόνους ταττόμενα· αυτά, λέγω, εσχηματίζοντο εις είδος ρομφαίας φλογεράς
και αεικινήτου, και ούτω δια της φοβεράς εκείνης όψεως, εμπόδιζον τον Αδάμ να
μην έμβη εις τον Παράδεισον. Ο δε Πτωχός Πρόδρομος εν τη Ερμηνεία του «Έλυσε
πρόσταγμα Θεού παρακοή», Τροπαρίου της εβδόμης Ωδής, λέγει, ότι ήτον ένας
πρηστήριος Σεραφίμ, όπερ ουκ απάδον εστί· καθότι και το όνομα Σεραφίμ, εβραϊστί
θερμαίνον ή φλογίζον δηλοί, ως λέγει ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος. Άλλοι δε είπον,
ότι η Ρομφαία εκείνη ήτον Αγγελική Δύναμις, διαφορετική από τα Χερουβίμ, ήτις
ήτον μεν φύσει αόρατος, εσχηματίζετο δε εις αισθητήν όψιν, και εφαίνετο ως
πυρίνη ρομφαία· ίνα δια του τοιούτου φοβερού σχήματος εκφοβή τον Αδάμ, και δεν
αφίνη αυτόν να έμβη εις τον Παράδεισον, κατά τον Θεόδωτον· εάν γαρ εκεί
έμβαινεν, ήθελε φάγη από το ξύλον της ζωής, και ούτως ήθελε μένη εις αυτόν το
κακόν αθάνατον, το οποίον ήτον από κάθε άλλην παιδείαν χειρότερον, καθώς τινές
θέλουσιν. Αλλά και η Αγία Γραφή τούτο εδήλωσεν ειπούσα: «Και νυν μήποτε εκτείνη
(ο Αδάμ) την χείρα αυτού, και λάβη από του ξύλου της ζωής, και φάγη και ζήσεται
εις τον αιώνα» (Γέν. γ: 22). Ανάξιον γαρ, κατά τον Άγιον Γεννάδιον, εποίησε τον
εαυτόν του ο Αδάμ της ατελευτήτου ζωής, ύστερον αφ΄ ου επαρέβη την εντολήν του
Θεού, και ούτως εκαταδικάσθη εις θάνατον. Όθεν είπε και ο θείος Δαμασκηνός περί
του ξύλου της ζωής: «το δε της ζωής ξύλον, ην ξύλον έχον ενέργειαν ζωής
παρεκτικήν, τοις της ζωής αξίοις, και τω θανάτω ουχ΄ υποκειμένοις μόνοις
εδώδιμον» (Κεφ. κη΄ του β΄ βιβλ. περί Πίστεως). Βλέπε δε, ω αναγνώστα, ότι
τόσον μεγάλη και υπεροχική ήτον η απόλαυσις του ξύλου της ζωής, ώστε εδιωρίσθησαν
να φυλάττουν αυτήν, όχι Άγγελοι, όχι Αρχάγγελοι, όχι Αρχαί, ή Εξουσίαι, ή
Δυνάμεις, ή Κυριότητες, τα οποία είναι εκ των κατωτέρων ταγμάτων, αλλά
Χερουβίμ, άτινα είναι εκ της πρώτης ιεραρχίας των Αγγέλων, ως είπομεν. Επειδή
δε πληθυντικώς τα Χερουβίμ η Γραφή λέγει, πιθανόν φαίνεται, ότι πολλούς
Αγγέλους εκ του τάγματος των Χερουβίμ εδιώρισεν ο Θεός να φυλάττουν το ξύλον
της ζωής. Αλλ΄ άραγ δύνασαι, ω αναγνώστα, να αποκτήσης και συ από το Τροπάριον
τούτο κανέν ωφέλιμον νόημα; Ναι δύνασαι, και άκουσον. Χερουβίμ εδιωρίσθησαν να
φυλάττουν το ξύλον της ζωής· Χερουβίμ δε Εβραϊστί δηλούσι, κατά τον Αρεοπαγίτην
Διονύσιον, πλήθος γνώσεως, ή χύσιν
σοφίας. Ομοίως και Ρομφαία εδιωρίσθη εις φύλαξιν εκείνου· Ρομφαία όμως όχι
απλώς, αλλά στρεφομένη και γυρίζουσα το στόμα της. Διατί; Ίνα, εάν τινάς στραφή
από την κακίαν εις την αρετήν, και μετανοήση· στραφή ακολούθως και η Ρομφαία,
και δώση άδειαν εις αυτόν να έμβη εις τον Παράδεισον· καθώς ερμηνεύουσιν ο
σοφός Δίδυμος, και ο θείος Νύσσης Γρηγόριος. Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, αγαπάς
να έμβης εις τον Παράδεισον, πρέπει πρώτον να έχης γνώσιν και σοφίαν· επειδή,
κατά τον Παροιμιαστήν, «Ος πορεύεται σοφία, σωθήσεται», (Παρ. κη:26) και να
αποκτήσης νουν πολυόμματον, ως τα Χερουβίμ. Όθεν και ο θεσπέσιος Κύριλλος ο
Αλεξανδρείας, ερμηνεύων το του ρ΄ ψαλμού μέρος το «ψαλώ και συνήσω εν οδώ
αμώμω» ούτω φησί, «ψαλώ σοι, ω Δέσποτα, και δοξολογήσω σε διηνεκώς· συνήσω δε
και εν οδώ αμώμω: τουτέστι μετά συνέσεως και σοφίας βαδιούμαι την ορθήν και
αδιάστροφον και αμώμητον οδόν. Χρη γαρ ημάς είναι συνετωτάτους τους εθέλοντας
ευαρεστείν Θεώ, και σοφίας μεμεστωμένην έχειν την καρδίαν. Σοφίας δε ου της
επιγείου και κοσμικής, εκείνης δε μάλλον, ην χαρίζεται Χριστός· εν αυτώ γαρ
πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι, και αυτός σοφοί
τυφλούς, και συνέσεως απάσης εστί χορηγός» (παρά τη Σειρά του ψαλτήρος). Πρέπει
και Δεύτερον να μεταστραφής από την κακίαν εις την αρετήν, και από την αμαρτίαν
εις την μετάνοιαν, και να αποκτήσης ζωήν τεθλιμμένην και κοπιαστικήν· τας
θλίψεις γαρ και τους κόπους η Ρομφαία δηλοί. Όθεν δια των τοιούτων αρετών σου
εισερχόμενος εις τον Παράδεισον, έχεις να λέγης εκείνο το Αποστολικόν «Δια
πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. ιδ:22).
Τροπάριον.
Υποχθονίων δυνάμεις αντίπαλοι, του Σταυρού φρίττουσι χαραττόμενον, το
σημείον εν αέρι ω πολούσιν· ουρανίων γηγενών, γένος δε γόνυ κάμπτει Χριστώ, τω
παρέχοντι, την ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.
Ερμηνεία.
Εις τρία είναι μοιρασμένα τα ποιήματα του Θεού: εις ουράνια, εις επίγεια,
και εις καταχθόνια. Εις τα ουράνια κατοικούν οι Άγγελοι, εις τα επίγεια
κατοικούν οι Άνθρωποι, και εις τα καταχθόνια κατοικούν οι Δαίμονες. Όθεν και ο
Παύλος ταύτα τα τρία μέρη των του Θεού ποιημάτων αναφέρων, έλεγεν «ίνα εν τω
ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλ.
β:10). Ταύτα λοιπόν και ο Μελωδός εδώ αναφέρων λέγει, ότι αι μεν Δυνάμεις των
υποχθονίων: ήτοι οι Δαίμονες, οι τινες είναι αντίπαλοι και εχθροί εις ημάς
(Τούτο γαρ λείπει έξωθεν), αυτοί, λέγω, φοβούνται και τρέμουσι το σημείον του
τιμίου Σταυρού, όταν αυτό χαράττεται εις τον αέρα, όπου κατοικούν. Φοβούνται δε
όμως και τρέμουν αυτό, όχι θεληματικώς και εκουσίως, ως δούλοι ευγνώμονες και
ευχάριστοι, αλλά αναγκαστικώς και βιαίως, ως κακοί δούλοι, οίτινες κτυπούμενοι
εις την κεφαλήν με Ράβδον δυνατήν, θέλοντες και μη θέλοντες πίπτουν κάτω και
προσκυνούν, μη δυνάμενοι όλως να σταθούν όρθιοι από τας πληγάς και τον πολύν
φόβον των. Τα Ουράνια όμως: ήτοι οι εν Ουρανοίς Άγγελοι, ομοίως και το γένος
των γηγενών ανθρώπων, αυτοί δεν προσκυνούσι τον εν Σταυρώ προσηλωθέντα Χριστόν,
με τοιούτον βίαιον τρόπον και αναγκαστικόν, όχι! αλλά κάμπτουσι το γόνυ
προαιρετικώς με διάθεσιν ευγνώμονα, και με ευφροσύνην και χαράν, και
προσκυνούσιν αυτόν ως δούλοι ευχάριστοι τον Δεσπότην των, ως οικείοι, τον
οικείον, και ως ευεργετηθέντες, τον ευεργέτην. Προσκυνούντες δε τον
Σταυρωθέντα, φανερόν, ότι μαζί με αυτόν προσκυνούσι και τον του Σταυρωθέντος
Σταυρόν. Ηξεύρουσι γαρ, ότι η του Σταυρού προσκύνησις και τιμή, επί τον
Σταυρωθέντα Χριστόν διαβαίνει. Εις ποίον δε αέρα πολούσιν: ήγουν περιέρχονται
και διατρίβουν οι Δαίμονες; Ο μεν ερμηνευτής των Κανόνων Πτωχός Πρόδρομος
λέγει, ότι διατρίβουν μέσα εις τον σκοτεινόν αέρα του Άδου· υποχθόνιοι γαρ
όντες, εις υποχθόνιον αέρα και διατρίβουσι. Πως δε εκεί φρίττουσι χαραττόμενον
το σημείον του Σταυρού; Αποκρίνεται, ότι τούτο εγένετο, όταν ο Χριστός κατέβη
εις τον υποχθόνιον Άδην μετά της Θεοϋποστάτου αυτού ψυχής, και μετά του σώματος
αυτού ευρίσκετο εν τω υπό γην τάφω· τότε γαρ ο Κύριος φέρων τα στίγματα του
πάθους και του Σταυρού, εχάραζε το σημείον του Σταυρού εν τω υποχθονίω αέρι.
Ανάρμοστον δε και βίαιον το νόημα τούτό εστι· καθότι ο Μελωδός δεν λέγει, ότι
έφριξαν ποτέ οι Δαίμονες εις χρόνον περασμένον, αλλ΄ ότι φρίττουσι πάντοτε εις
χρόνον ενεστώτα. Όθεν προσφυέστερον και αρμοδιώτερον αήρ πρέπει να νοηθή εδώ,
όλον το στοιχείον του αέρος, το οποίον οι Δαίμονες έχουσιν, ως ένα όχημα, ίνα
περιπολώσιν εις αυτό δια την συγγένειαν την οποίαν έχουσι με τον αέρα. Α΄,
διότι καθώς είναι οι Δαίμονες πνεύματα· ούτω και ο αήρ είναι και ονομάζεται
πνεύμα. Όθεν τινές το λόγιον εκείνο του Κυρίου: «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει, και
την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ΄ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει» (Ιωάν.
γ:8) περί του αέρος ενόησαν. Β΄, διότι καθώς οι Δαίμονες είναι αόρατοι· ούτω
και ο αήρ είναι αόρατος. Και Γ΄, διότι με το μέσον του λεπτού αέρος ενεργούσιν
οι Δαίμονες εις τους ανθρώπους τας διαφόρους πλάνας και ποικιλοτρόπους αυτών
φαντασίας, τόσον όταν είναι έξυπνοι, όσον και όταν είναι κοιμώμενοι. Όθεν οι
θείοι Πατέρες οι καλούμενοι Νηπτικοί, τον μεν Διάβολον, παντομίμιτον και
αρχαίον ζωγράφον ονομάζουσι, την δε φαντασίαν, γέφυραν καλούσι, δια μέσου της
οποίας διαπερώντες οι Δαίμονες, ενώνονται με την ψυχήν, και κάμνουσιν αυτήν
οικητήριον των παθών, ως λέγει ο θείος Κάλλιστος (Κεφ. ξδ΄ σελ. 1068 της
Φιλοκαλ.). Δια τούτο και ο Παύλος είπε περί του Διαβόλου: «κατά τον άρχοντα της
εξουσίας του αέρος, του πνεύματος» (Εφ. β:2) αέρα εννοών όλον το στοιχείον του
αέρος, και τον υπέρ την γην δηλαδή όντα, και τον εν τη γη, και τον υπό την γην:
ταυτόν ειπείν τον υπερουράνιον, και τον περίγειον, και τον υποχθόνιον. Οι γαρ
Δαίμονες πίπτοντες από τον Ουρανόν, άλλοι μεν έμειναν εν τω υπέρ γην αέρι:
τουτέστι τω υπ΄ ουρανόν· άλλοι εκατέβηκαν εις τον υποχθόνιον. Και οι μεν εν τω
υπουρανίω αέρι ευρισκόμενοι, ενοχλούν τας αναβάσεις των ψυχών μετά θάνατον, και
τον νουν εξαπατώσι με διαφόρους φαντασίας και πλάνας εκείνων, οίτινες ζητούν να
θεωρήσουν κανένα Πνευματικόν νόημα. Οι δε εν τω περιγείω αέρι διατρίβοντες,
πειράζουσι τους εν γη ανθρώπους, με λογισμούς αισχρούς, βλασφήμους, και
πονηρούς. Όσες φορές λοιπόν χαραχθή εις τον αέρα υπό των Ιερέων το σημείον του
τιμίου Σταυρού, και μάλιστα κατά την σημερινήν εορτήν της Υψώσεως, φρίττουσι
και φοβούνται αυτό όλοι οι Δαίμονες και οι υπέργειοι, και οι περίγειοι, και οι
υποχθόνιοι. Τούτο μεν, διότι είναι όλον το στοιχείον του αέρος εν και συνεχές,
από τον Ουρανόν έως των υποχθονίων· τούτο δε, και διότι οι Δαίμονες Πνεύματα
όντες, αν και εις τα υποχθόνια ευρίσκωνται, δεν εμποδίζονται από το μεταξύ
διάφραγμα της γης, εις το να αισθάνωνται την υπό του Σταυρού γενομένην εν τω
αέρι Θείαν ενέργειαν. Όθεν αισθανόμενοι αυτήν, φρίττουσι και φοβούνται και
τρέμουσιν. Δια τούτο και ο θείος Κύριλλος Ιεροσολύμων Κατηχήσει ΙΓ΄ λέγει:
«σημείον πιστών ο Σταυρός, και φόβος Δαιμόνων· εθριάμβευσε γαρ αυτούς εν αυτώ ο
Χριστός, δειγματίσας εν παρρησία. Όταν γαρ ίδωσι τον Σταυρόν, υπομιμνήσκονται
του Εσταυρωμένου· φοβούνται τον συντρίψαντα τας κεφαλάς του δράκοντος». Αλλά και συ, ω αναγνώστα, βλέπων, πως
φοβούνται όλοι οι Δαίμονες το σημείον του τιμίου Σταυρού, μη παύης από το να
τυπώνης τον Σταυρόν εις τον εαυτόν σου, και όταν θέλης φάγη ψωμί, ή πίη νερόν,
και όταν μέλλης να κοιμηθής. Όθεν ο Τερτυλλιανός έλεγε προς την αυτού γυναίκα
«άράγε λήση, ότε το κλινίδιον το σεαυτής σφραγίζεις;» ήτοι ποιείς εις αυτό την
σφραγίδα του Σταυρού; (Βιβλ. β΄). Και ο Ιεροσολύμων Κύριλλος παραγγέλλει εις
κάθε Χριστιανόν, λέγων: «Μη τοίνυν επαισχυνθώμεν ομολογήσαι τον Εσταυρωμένον·
επί μετώπου μετά παρρησίας δακτύλοις η σφραγίς, και επί πάντων ο Σταυρός
γινέσθω, επί άρτων βιβρωσκομένων, και επί ποτηρίων πινομένων, εν εξόδοις, προ
του ύπνου, κοιταζομένοις και ανισταμένοις, οδεύουσι και ηρεμούσι· μέγα
φυλακτήριον ο Σταυρός, δωρεά δια τους πένητας, χωρίς καμάτου δια τους ασθενείς·
επειδή και παρά Θεού η χάρις» (Κατηχήσεις ιγ΄). Και απλώς, όταν έχης να αρχίσης
κάθε σου εργόχειρον και υπηρεσίαν, ποίει το σημείον του Σταυρού. Έχε δε και
Σταυρόν επάνω της θύρας του οίκου σου, και επάνω της κλίνης σου, και μέσα και
έξω, ίνα βλέποντες αυτόν οι Δαίμονες διώκωνται, και ακολούθως καθαρίζηται και ο
αέρας από τας νοσεράς κακοχυμίας. Όθεν είπεν ο Χρυσορρήμων: «αντί μαχαίρας, επί
κλίνης τον Σταυρόν κρεμάσωμεν, αντί μοχλού, επί θύρας διαγράψωμεν, αντί
τείχους, τη οικία περιβάλωμεν» (Λόγ. εις την προσκύνησιν του Σταυρού). Αλλά και
Σταυρόν κατασκευάσας από ξύλον, ή χρυσίον, ή αργύριον, ή άλλο τι μέταλλον,
βάσταζε αυτόν επάνω σου, προς αγιασμόν και προς αποτροπήν και διαφύλαξίν σου
από πάσης βλάβης· καθώς και οι παλαιοί εκείνοι Χριστιανοί είχον μίαν τοιαύτην
αγίαν συνήθειαν, και εφόρουν Σταυρόν εις τον τράχηλόν των, ως φαίνεται εις τον
βίον του Παγκρατίου Ταυρομενίας, και των πέντε αγίων Μαρτύρων· ίνα βαστάζων
επάνω σου τον Σταυρόν του Κυρίου, φωνάζης και συ με τον Θεολόγον Γρηγόριον
λέγοντα ηρωελεγείως: «Σταυρόν εμοίς μελέεσσι φέρω, Σταυρόν δε παρείη, Σταυρόν
δε κραδίη, Σταυρός εμοί το κλέος».
Τροπάριον.
Μαρμαρυγαίς ακηράτοις, φανείς ο θείος Σταυρός, εσκοτισμένοις έθνεσι, τοις
εν πλάνη απάτης το θείον φέγγος, απαστράψας οικειοί, τω εν αυτώ παγέντι Χριστώ,
τω παρέχοντι την ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.
Ερμηνεία.
Το παρόν Τροπάριον εδανίσθη ο Μελωδός, τόσον από την προς Εφεσίους
επιστολήν, όπου λέγει ο μακάριος Παύλος: «Τα Έθνη περιπατεί εν ματαιότητι του
νοός αυτών, εσκοτισμένοι τη διανοία» (Εφ. δ:17), όσον και από τον Προφήτην
Ησαϊαν ειπόντα: «Γαλιλαία των Εθνών, ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει, ίδε φως
μέγα» (Ησ. θ:2). Όθεν και τον Σταυρόν εγκωμιάζων λέγει, ότι ο θείος Σταυρός του
Κυρίου, φανείς ως ένας νοητός Ήλιος με ελλάμψεις αφθάρτους, εις τα εσκοτισμένα
Έθνη, τα οποία ευρίσκοντο βεβυθισμένα μέσα εις την πλάνην της απάτης: ήτοι εις
το σκότος και την ασέβειαν, ήτις και πλάνη λέγεται και απάτη, ως πλανώσα μεν
τον νουν, απατώσα δε την θέλησιν· πλανητικόν γαρ και απατηλόν είναι το σκότος
ομού και το ψεύδος, ως πολυσχιδές ον και πολυμέριστον, κατά τον θεοφόρον
Μάξιμον. Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου αστράψας εις τα ρηθέντα Έθνη το θείον φως
της θεογνωσίας, εφιλίωσεν αυτά με τον Χριστόν τον εις εαυτόν προσηλωθέντα, ος
τις είναι το μέγα και αληθινόν φως κατά το γεγραμμένον υπό του Ιωάννου: «Ην το
φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον Κόσμον» (Ιωάν.
α:9). Όθεν περί αυτού είπεν ο Ησαϊας: «Έδωκάς σε εις φως Εθνών» (Ησ. μβ:6). Και λοιπόν πάντα τα εσκοτισμένα Έθνη είδον
δια μέσου του μικρού φωτός του Σταυρού, το μέγα φως του Χριστού, δια του
αμυδροτέρου, το τρανότερον, και δια του δευτέρου, το πρώτον. Αρμόζει δε το
νόημα του Τροπαρίου τούτου και εις εσέ, Χριστιανέ, διότι και συ, δεν ήσουν από
τον λαόν των Ιουδαίων, τον πεφωτισμένον όντα υπό της γνώσεως του Θεού, αλλά από
τα Έθνη τα μη γινώσκοντα Θεόν. Εθνικοί γαρ και των ειδώλων λατρευταί ήτον οι
πρόγονοί σου, και ακολούθως ήτον εσκοτισμένοι από την ασέβειαν. Πλην συ ο
τούτων απόγονος, δια του θείου φωτός του Σταυρού, έγινες οικείος Χριστού του
αληθινού φωτός, και επομένως έγινες φως δια της Πίστεως και αρετής, καθώς προς
τους Εφεσίους έγραφεν ο Απόστολος «ήτε γαρ ποτε σκότος, νυν δε φως εν Κυρίω»
(Εφ. ε:8). Φύλαττε λοιπόν το φως τούτο άσβεστον εις τον εαυτόν σου, αγαπητή,
απόβαλε τα έργα του σκότους, και ενδύσου τα όπλα του φωτός, καθώς σοι
παραγγέλλει ο Παύλος (Ρωμ. ιγ:12). Πως; Και με τίνα τρόπον; Εργαζόμενος πάντοτε
τας φαεινάς εντολάς του Κυρίου· ότι κάθε εντολή είναι φως, κατά τον
Παροιμιαστήν, «λύχνος εντολή Νόμου και φως» (Παρ. στ: 23), μεταχειριζόμενος τας
φωτεινάς αρετάς, και περιπατών εις τας ευθείας τρίβους του φωτός. Ούτω γαρ
παραγγέλλει σοι ο αυτός Απόστολος λέγων: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε» (Εφ.
ε:8). Ου μόνον δε δια της Πράξεως πρέπει να λάμπης ως φως, τα του φωτός πράττων
έργα, αλλά και δια της Θεωρίας, φωτίζων τον νουν και την διάνοιάν σου με το φως
της Θείας γνώσεως, και των πνευματικών και φωτολαμπών νοημάτων· καθώς σοι
παραγγέλλει να κάμνης ο Ωσηέ, λέγων: «φωτίσατε εαυτοίς φως γνώσεως» (Ωσ. Ι:
12). Ούτω γαρ φως όλος γενόμενος, όχι μόνον θέλεις ενωθή με τον Θεόν, ος τις
είναι φως πρώτον, κατά τον ηγαπημένον μαθητήν «ο Θεός φως εστί» (α΄ Ιωάν. α:5),
αλλά και θέλεις γένη φως των εσκοτισμένων, (Ρωμ. β: 19) και φωστήρ εν τω Κόσμω
λάμπων, κατά τον λόγον του Αποστόλου «ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι, τέκνα
Θεού άμωμα μέσον γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης, εν οις φαίνεσθε ως φωστήρες
εν Κόσμω, λόγον ζωής επέχοντες» (Φιλ. β: 15).
Ωδή στ΄. Ο Ειρμός.
Νοτίου θηρός εν σπλάγχνοις, παλάμας Ιωνάν, σταυροειδώς διεκπετάσας, το
σωτήριον πάθος, προδιετύπου σαφώς· όθεν τριήμερος εκδύς, την υπερκόσμιον
Ανάστασιν υπεζωγράφησε, του σαρκί προσταγέντος Χριστού του Θεού, και τριημέρω
εγέρσει τον Κόσμον φωτίσαντος.
Ερμηνεία.
Επειδή η έκτη Ωδή είναι ποίημα του Προφήτου Ιωνά, δια τούτο ο θεσπέσιος
Κοσμάς δεν ευχαριστήθη να υφάνη τον Ειρμόν αυτής τούτον με άλλας ιστορίας,
προσαρμόζων αυτάς εις την προκειμένην πανήγυριν του Σταυρού, καθώς εποίησεν εις
τας άλλας Ωδάς, όχι! αλλά ευρών τον ποιητήν αυτής Ιωνάν, τύπον έχοντα και της
Σταυρώσεως του Κυρίου, και της τριημέρου αυτού Αναστάσεως, αυτόν τον ίδιον ύλην
και υπόθεσιν ποιεί του παρόντος Ειρμού. Όθεν και λέγει, ότι ο Ιωνάς, όταν
εξάπλωσε τας χείρας του εις σχήμα Σταυρού μέσα εις τα σπλάγχνα του κήτους του
νοτίου: ήτοι του θαλασσίου, και εν τη νοτίδι και υγρότητι του ύδατος
διατρίβοντος, με το σχήμα αυτό του Σταυρού, επροεικόνισε καθαρά το πάθος του
Χριστού το γενόμενον σωτήριον εις όλους τους ανθρώπους. Εν τω Σταυρώ γαρ ο
Κύριος εδοκίμασε το μεγαλύτερον πάθος, τεντωθείς μεν δυνατά επάνω εις αυτόν,
και εξαρθρωθείς καθ΄ όλον το σώμα, καρφωθείς δε χείρας και πόδας, και χολήν
πικράν και όξος ποτισθείς, και την άχραντον πλευράν λογχευθείς. Επειδή δε πάλιν
ο αυτός Ιωνάς δεν εχωνεύθη από το κήτος, αλλ΄ ύστερον από τρεις ημέρας εκβήκεν
έξω από αυτό αβλαβής και ολόκληρος, με τούτο, λέγω, πάλιν επροεικόνισεν ο ίδιος
και την Ανάστασιν του Δεσπότου Χριστού, ο οποίος εκαρφώθη μεν εις τον Σταυρόν
κατά την σάρκα και απέθανε και ετάφη, δεν εκρατήθη δε, ούτε από τον θάνατον,
ούτε από τον Άδην, αλλά μετά τρεις ημέρας αναστηθείς, ούτω με την Ανάστασίν Του
εφώτισεν όλον τον Κόσμον. Καθώς γαρ ο αισθητός ήλιος εκβαίνων από τον
ανατολικόν ορίζοντα λύει το σκότος της νυκτός, και φωτίζει όλον τον υπό Σελήνην
Κόσμον·· ούτω και ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, εξελθών από του
τάφου, ως εξ άλλου ανατολικού ορίζοντος, έλυσε μεν το σκότος της αγνωσίας και
απιστίας, εφώτισε δε τους εσκοτισμένους ανθρώπους με τας γλυκυφαείς ακτίνας της
λαμπράς και κοσμοχαρμοσύνου του Αναστάσεως. Διατί δε ο θείος Κοσμάς εδώ λέγει,
ότι ο Προφήτης Ιωνάς άπλωσε τας χείρας του σταυροειδώς, ενώ η Θεία Γραφή περί
τούτου ουδέν λέγει; Εις λύσιν της απορίας αποκρίνεται ο Πτωχός Πρόδρομος,
λέγων, ότι στοχαστικώς τούτο είπεν ο Μελωδός· πρώτον, διότι συνήθεια παλαιά
επεκράτει, όσοι επροσηύχοντο και μάλιστα εκτενή Προσευχήν και εναγώνιον, με
απλωμένας χείρας: ήτοι με σχήμα Σταυρού επροσηύχοντο. Ούτως ο Μωϋσής
επροσευχήθη· ούτως ο Δαβίδ· ούτως ο Σολομών, και οι λοιποί. Όθεν καθώς οι άλλοι
Προφήται σταυροειδώς επροσηύχοντο, ούτως ήτον εικός και ακόλουθον να προσευχηθή
και ο Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους. Ίνα δια της εκτάσεως των χειρών, προτυπωθή
ο του Κυρίου Σταυρός και εις εκείνους ακόμη τους παλαιούς, και ακολούθως, ίνα
δια του τύπου δειχθή η υπερβάλλουσα δύναμις του Σταυρού και ενέργεια. Και
δεύτερον, διότι ο Ιωνάς περιπεσών εις τοιαύτην περίστασιν και ανάγκην, το να
καταποθή από τοιούτον φοβερόν κήτος, ακόλουθον είναι και να ανεστέναξε, και
εδάκρυσε, και τας χείρας του να άπλωσε· ταύτα γαρ ποιούμεν και ημείς όλοι οι
άνθρωποι, όταν τύχη να περιπέσωμεν εις καμμίαν μεγάλην περίστασιν και ανάγκην.
Νότιον δε ωνόμασε το κήτος ο Μελωδός: ήτοι θαλάσσιον· καθότι κατά το νότιον
μέρος της Πόλεως Ιερουσαλήμ ευρίσκεται θάλασσα. Καθώς λοιπόν εν και το αυτό
είναι να ειπής, θάλασσαν και νότον, το νότιον μέρος της Ιερουσαλήμ· ούτως εν
και το αυτό είναι να ειπής, νότιον κήτος και θαλάσσιον. Όθεν και ο εκ Δαμασκού
Ιωάννης εν τη ογδόη Ωδή του Κανόνος της Αναστάσεως, αντί να ειπή εκ νότου,
είπεν εκ θαλάσσης, ασματίσας: «Άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου Σιών και ίδε, ιδού
γαρ ήκασί σοι θεοφεγγείς ως φωστήρες, εκ δυσμών και βορρά και θαλάσσης (ήτοι εκ
νότου), και εώας τα τέκνα σου». Επειδή λοιπόν ο Ιωνάς από το νότιον μέρος της
Ιερουσαλήμ εμβήκεν εις το πλοίον και εις την θάλασσαν, ακόλουθον είναι, ότι και
το κήτος, όπερ τον κατέπιε, να ήτον από το νότιον μέρος της Ιερουσαλήμ. Ή
νότιον εκάλεσε το κήτος, δια την φυσικήν νοτίδα: ήτοι υγρότητα, ήνπερ έχει ο
νότος, και δια τας βροχάς και τα πολλά νερά, άπερ καταφέρει. Όθεν και οι κοινοί
άνθρωποι συνειθίζουν να λέγουν, τα ξύλα είναι νοτισμένα, ο οίκος έχει νοτίδα.
Καθώς λοιπόν ο νότος είναι φύσει υδατώδης και υγρός· ούτω και το κήτος εκείνο,
υγρόν ήτον και υδατώδες, ως εν τοις ύδασι διατρίβον, των οποίων υδάτων τα
συστήματα, εκάλεσε θαλάσσας ο Μωϋσής (Γεν. α: 10). Διατί δε υπερκόσμιον
ωνόμασεν ο Μελωδός την Ανάστασιν του Κυρίου; διότι αυτή είναι ανωτέρα από κάθε
κατάληψιν και γνώσιν των εν τω Κόσμω ανθρώπων, ίνα μη λέγω και των Αγγέλων· καθότι
υπερβαίνει όλους ομού τους όρους και νόμους της φύσεως, και μόνης της του Θεού
παντοδυναμίας είναι έργον και αποτέλεσμα. Όθεν και ο Παύλος τούτο θέλων να
φανερώση, έλεγε: «Κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού, ην ενήργησεν
εν τω Χριστώ, (ο Πατήρ δηλαδή) εγείρας αυτόν εκ νεκρών» (Εφ. α: 19) και πάλιν «Ει
γαρ και εσταυρώθη εξ ασθενείας· αλλά ζη εκ δυνάμεως Θεού» (β΄ Κορ. ιγ:4). Δύνασαι
δε και συ, αγαπητέ, να ωφεληθής εις την ψυχήν από το νόημα του Ειρμού τούτου. Ο
Ιωνάς λαμβάνεται εις πρόσωπον κάθε ανθρώπου, ος τις παρακούει τα λόγια και τας
εντολάς του Θεού, και δεν θέλει να υποταχθή εις το Θείον Του θέλημα. Όθεν εάν
και συ, αδελφέ, είσαι παρήκοος, ως ο Ιωνάς, και δεν θέλης να ακούης τας
προσταγάς του Κυρίου σου, και να υποταχθής εις το θέλημά του, ήξευρε, ότι δεν
θέλεις γλυτώση από τας χείρας του Θεού, αν και ζητής να φύγης από αυτάς. Επειδή
θέλει παραχωρήσει ο Θεός να πέσης, ως ο Ιωνάς, μέσα εις την φορτούναν της
αλμυράς και πικράς θαλάσσης: ήγουν μέσα εις διαφόρους θλίψεις και κακοπαθείας,
και ύστερον θέλει σε αφήσει να σε καταπίη, ως κήτος, κανένας μεγάλος πειρασμός.
Πλην όταν παραχωρηθής από τον Θεόν να πάθης ταύτα, μη φοβηθής μηδέ αδημονήσης·
αλλά ζητήσας συγχώρησιν δια την παρακοήν σου, υπομένων υπόμενε τας θλίψεις και
κακοπαθείας ταύτας, ευχαριστών τω Θεώ τω παιδεύοντί σε δια τας αμαρτίας σου·
και έχων τον εαυτόν σου άξιον κάθε παιδείας, λέγε με αυτομεμψίαν εκείνο το
λόγιον του Ιωνά: «άρατέ με και εμβάλετε εις την θάλασσαν»· άξιος γαρ ειμί να
καταποντισθώ, διότι παρήκουσα του Θεού μου. Όταν δε πέσης εις κανένα μεγάλον
πειρασμόν, και καταποθής από αυτόν ως από κήτος, μη απογνωσθής, μηδέ απελπίσης
την σωτηρίαν σου· αλλά σηκώνων τας χείρας σου σταυροειδώς εις το ύψος,
παρακάλεσε τον Θεόν με συντετριμμένην καρδίαν, λέγων μετά του Ιωνά: «Εβόησα εν
θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου… πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά
σου επ΄ εμέ διήλθον· και έλθοι προς σε η προσευχή μου· προς ναόν τον άγιόν σου»·
μέγιστον γαρ όπλον η προσευχή εν τοις πειρασμοίς, κατά τον άγιον Χρυσόστομον.
Και βέβαια ήξευρε, ότι ο Θεός θέλει εισακούσει την προσευχήν σου, και θέλει σε
ελευθερώση παραδόξως από τον πειρασμόν εκείνον, ώστε να λέγης και συ ευχαριστών
τω Κυρίω: «Και αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς σε, Κύριε ο Θεός μου».
Τροπάριον.
Ο γήρα καμφθείς και νόσω τρυχωθείς, ανωρθούτο Ιακώβ χείρας αμείψας, την
ενέργειαν φαίνων του ζωηφόρου Σταυρού· την παλαιότητα και γαρ, του νομικού
σκιώδους γράμματος εκαινογράφησεν, ο εν τούτω σαρκί προσπαγείς Θεός, και την
ψυχόλεθρον νόσον, της πλάνης απήλασεν.
Ερμηνεία.
Γέγραπται εν τω ΜΗ΄ Κεφαλαίω της Γενέσεως, ότι όταν ο Πατριάρχης Ιακώβ
εγήρασε και δεν έβλεπε, τότε ο Υιός του Ιωσήφ, επήρε τους δύο Υιούς του,
Μανασσήν το μεγαλύτερον, και Εφραίμ τον
μικρότερον, και επρόσφερεν αυτούς εις τον Πατέρα του Ιακώβ δια να τους ευλογήση·
και τον μεν Μανασσήν έβαλεν από την δεξιάν χείρα του Ιακώβ, τον δε Εφραίμ
έβαλεν από την αριστεράν. Ο δε Ιακώβ αλλάξας τας χείρας του έβαλεν αυτάς
σταυροειδώς επάνω εις τας κεφαλάς των νέων: ήτοι την μεν δεξιάν έβαλεν εις τον
Εφραίμ, την δε αριστεράν, εις τον Μανασσήν. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν υπόθεσιν
ποιείται του παρόντος Τροπαρίου ο ιερός Κοσμάς, και αυτήν προσαρμόζει εις την
του Σταυρού πανήγυριν. Διο και λέγει, ότι ο παλαιός εκείνος Ιακώβ, ος τις
εκαμπούρωσε μεν από το πολυχρόνιον γηρατείον (ήτον γαρ χρόνων εκατόν
τεσσαρακονταεπτά), εταλαιπωρήθη δε από την ασθένειαν, αυτός, λέγω, μ΄ όλον ότι
έπασχεν από τα δύο πάθη αυτά, το γήρας δηλαδή και την ασθένειαν· όμως δεν
εμποδίσθη ούτε από το ένα ούτε από το άλλο· αλλ΄ εσηκώθη επάνω όρθιος, όταν
άλλαξε τας χείρας του, και έβαλεν αυτάς σταυροειδώς επάνω εις τας κεφαλάς του
Εφραίμ και του Μανασσή. Διατί δε εσηκώθη όρθιος και έβαλε τας χείρας
σταυροειδώς; Δια να φανερώση με το σχήμα αυτό, την δύναμιν και ενέργειαν του
ζωηφόρου Σταυρού, ος τις προετυπούτο με την τοιαύτην εναλλαγήν· μάλλον δε δια
του σχήματος τούτου εφανέρωσε την δραστικήν και θείαν ενέργειαν του εν τω
Σταυρώ προσηλωθέντος κατά σάρκα Χριστού του Θεού. Καθώς γαρ ο Ιακώβ δυναμωθείς
από τον τύπον του Σταυρού, απέβαλε την παλαιότητα και το γηρατείον του σκιώδους
Γράμματος του παλαιού Νόμου, και εποίησε αυτόν νέον δια της νέας Χάριτος του
Ευαγγελίου. Δια τούτο και ο Παύλος αναφέρων το ρητόν εκείνο του Ιερεμίου, το
λέγον: «Ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και συντελέσω επί τον οίκον Ιούδα
Διαθήκην καινήν», (Ιερ. λα:31) τούτο, λέγω, αναφέρων, ούτω φησίν: «Εν τω λέγειν
καινήν πεπαλαίωκε την πρώτην· το δε παλαιούμενον και γηράσκον εγγύς αφανισμού»
(Εβρ. η:13). Και λοιπόν ημείς οι Υιοί της νέας Χάριτος, όταν αναγινώσκωμεν την
παλαιάν Γραφήν, δεν την αναγινώσκομεν ως παλαιάν, αλλά ως νέαν· καθότι εν τω
Γράμματι εκείνης βλέπομεν περιεχόμενον το πνεύμα της Νέας Διαθήκης·
αναγινώσκομεν αμνόν, και εννοούμεν δια του αμνού τον Χριστόν· αναγινώσκομεν
Ράβδον Μωσαϊκήν, και εννοούμεν δι΄ αυτής τον Σταυρόν. Διότι το Γράμμα μόνον της
Παλαιάς αποκτείνει, το δε εν αυτή πνεύμα: ήτοι το πνευματικόν νόημα αυτής
ζωοποιεί, ως λέγει ο ίδιος απ. Παύλος (β΄ Κορ. γ:6). Πάλιν, καθώς ο ίδιος Ιακώβ
δυναμωθείς υπό του τύπου του Σταυρού, απέβαλε και την ασθένειαν ήνπερ είχεν·
ούτω και ο σταυρωθείς Χριστός απεδίωξε την ασθένειαν της πλάνης την ψυχοφθόρον:
τουτέστι την ψυχοβλαβή ειδωλολατρείαν των Εθνικών. Αλλά και συ, αγαπητέ αδελφέ,
εάν εγήρασες κατά το σώμα, ως ο Ιακώβ, ή εγήρασες κατά την ψυχήν από αμαρτίας·
γηρατείου γαρ και παλαιότητος είναι πρόξενος η αμαρτία, και μάλιστα αι
φροντίδες και μέριμναι του βίου τούτου, καθώς είπεν ο Σειράχ: «Προ καιρού γήρας
άγει μέριμνα» (Σειρ. Λ:24), εάν, λέγω, τοιουτοτρόπως εγήρασες, στηρίζου με την
πίστιν του σταυρωθέντος Χριστού, και φώναζε προς Αυτόν εκείνο το Δαβιτικόν: «Μη
απορρίψης με εις καιρόν γήρως, εν τω εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλίπης με»
(Ψαλμ. ο: 10). Κάμε αποχήν των αμαρτιών, αι οποίαι προ καιρού σε εγήρασαν, και
μετανόησαν από καρδίας εις τον Θεόν· και βέβαια θέλει σε ενδυναμώση ο Κύριος,
ώστε δια της χάριτός σου έχει μεν να ανανεώση το γηρατείον σου, έχει δε και να
ανακαινισθή ως αετού η νεότης σου, κατά το Ψαλμικόν (Ψαλμ. ρβ: 5). Εάν δε και
ασθενήσης ως ο Ιακώβ, ή από ασθένειαν σωματικήν, ή από ασθένειαν ψυχικήν, ήτις
είναι η αμαρτία, μη καταπέσης μηδέ απελπίσης την υγείαν σου· αλλά ελπίζων όλος
διόλου εις την δύναμιν του Σταυρού, και εις τον Ιατρόν των ψυχών και των
σωμάτων Χριστόν, τον επί Σταυρού προσηλωθέντα, φώναζε προς αυτόν μετά πίστεως:
«ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμι» (Ψαλμ. στ: 3)· κάμε αποχήν του κακού·
εξομολογήσου· κράξον τους Ιερείς να εκτελέσουν εις εσέ το άγιον Ευχέλαιον· και
βέβαια η ευχή της Πίστεως των Ιερέων θέλει σε σώσει, κατά τον ιερόν Αδελφόθεον
(Ιάκ. ε: 15), και θέλει σε αναστήση από κλίνης οδυνηράς. Εάν δε και αμαρτίας
εποίησας, έχουν αύται να συγχωρηθούν υπό της του Θεού φιλανθρωπίας, δια της των
αγίων Ιερέων προσευχής, κατά τον αυτόν Αδελφόθεον (αυτόθ.). Ώστε θέλουν λέγεσθαι
και δε εσέ τα λόγια εκείνα άπερ γράφει ο Ιώβ δια τον ασθενή μεν όντα,
μετανοήσαντα δε και εξομολογηθέντα τας αμαρτίας του: «εάν νοήση άνθρωπος τη
καρδία επιστραφήναι προς Κύριον, αναγγείλη δε ανθρώπω την εαυτού μέμψιν (ήτοι
εξαγορεύση την αμαρτίαν του), την δε άνοιαν αυτού δείξη ανθέξεται (ο Θεός δηλ.)
του μη πεσείν εις θάνατον, ανανεώσει δε αυτού το σώμα ώσπερ αλοιφήν επί τοίχου,
τα δε οστά αυτού εμπλήσει μυελού· απαλυνεί δε αυτού τας σάρκας ώσπερ νηπίου,
αποκαταστήσει δε αυτόν ανδρωθέντα εν ανθρώποις» (Ιώβ λγ: 23-25).
Τροπάριον.
Νεαζούσαις θεις παλάμας, ο Θείος Ισραήλ, σταυροειδώς κάραις εδήλου, ως
πρεσβύτερον κλέος ο νομολάτρις λαός· υποπτευθείς όθεν ούτως εξηπατήσθαι, ουκ
ηλλοίωσε τον ζωηφόρον τύπον· υπερέξει λαός γαρ Χριστού του Θεού, νεοπαγής
ανεβόα, Σταυρώ τειχιζόμενος.
Ερμηνεία.
Πάλιν και εις τούτο το Τροπάριον αναφέρει ο Μελωδός την ανωτέρω ιστορίαν
του Πατριάρχου Ιακώβ, ότε ευλόγησε τον Εφραίμ και τον Μανασσήν. Βλέπων γαρ ο
Ιωσήφ, ότι ο Πατήρ του Ιακώβ άλλαξε τας χείρας του, και την μεν δεξιάν έβαλεν
εις την κεφαλήν του νεωτέρου Εφραίμ, την δε αριστεράν έβαλεν εις την κεφαλήν
του μεγαλυτέρου, ενόμισε το πράγμα βαρύ. Όθεν είπεν εις τον Πατέρα του: «ουχ΄
ούτως, Πάτερ, ούτος γαρ ο Πρωτότοκος (ο Μανασσής δηλ.)· επίθες την δεξιάν σου
επί την κεφαλήν αυτού». Αλλ΄ ο Ιακώβ δεν ηθέλησεν, αλλ΄ είπεν αυτώ: «οίδα,
τέκνον, οίδα, και ούτος έσται εις λαόν, και ούτος υψωθήσεται· αλλ΄ ο αδελφός
αυτού ο νεώτερος μείζων αυτού έσται» (Γέν. μη: 18-19). Ταύτην λοιπόν την
ιστορίαν πλέκει και εις το παρόν Τροπάριον ο θεσπέσιος Κοσμάς και λέγει, ότι ο
Θείος εκείνος άνθρωπος Ισραήλ: ήτοι ο Ιακώβ· δύο γαρ είχεν ονόματα· πρότερον
γαρ ωνομάζετο Ιακώβ, ο δηλοί πτερνιστής, ύστερον δε, αφ΄ ου επολέμησε με τον
Θεόν και ενίσχυσεν, ωνομάσθη Ισραήλ, ο ερμηνεύεται νους ορών τον Θεόν· εκείνος,
λέγω, ο θεσπέσιος άνθρωπος Ισραήλ, επειδή έβαλε τας παλάμας: ήτοι τας χείρας
του σταυροειδώς επάνω εις τας νεαράς κεφαλάς του Εφραίμ και του Μανασσή, με την
σταυροειδή ταύτην επίθεσιν επροεικόνιζεν, ότι ο λαός των Ιουδαίων ο λατρεύων τω
Νόμω και τη σκιά, του οποίου ήτον τύπος ο Μανασσής, ο πρεσβύτερος Υιός του
Ιωσήφ, αυτός, λέγω, ο λαός είναι ένα πρεσβύτερον κλέος: ήτοι παλαιόν και ήδη
γεγηρακός, και τη του χρόνου υποταχθέν παλαιότητι. Επειδή όμως υπωπτεύθη από
τον Υιόν του Ιωσήφ, ότι ηπατήθη, παραφρονήσας από το γηρατείον και την
ασθένειαν, και δεν ήξευρε, ποίος μεν είναι ο μεγαλύτερος Υιός, ποίος δε είναι ο
μικρότερος· δια τούτο ο Ιωσήφ επίασε την χείρα του Πατρός του την επί της
κεφαλής ούσαν του Εφραίμ, δια να την βάλη εις την κεφαλήν του Μανασσή. Αλλ΄ ο
πνευματοφόρος και θεοφόρος Γέρων, δεν ηθέλησε να βάλη την δεξιάν του εις την
κεφαλήν του Μανασσή, και ακολούθως δεν ηθέλησε να αλλοιώση τον τύπον του
Σταυρού, τον δια της σταυροειδούς επιθέσεως εικονιζόμενον, όχι! αλλά αφήκε τας
χείρας του, καθώς ήτον, σταυροειδώς εσχηματισμένας. Και σχεδόν ως εάν έλεγε
ταύτα προφητικώς εις τον Ισώφ, άφες, ω Υιέ μου Ιωσήφ, άφες τας χείρας μου
εσχηματισμένας εις σχήμα Σταυρού, καθώς εγώ τας εσχημάτισα, και την δεξιάν μου
χείρα άφες επάνω εις την κεφαλήν του νεωτέρου Υιού σου Εφραίμ· διότι εγώ
προφητικώς λέγω σοι, ότι καθώς δια του τύπου του Σταυρού ευλογείται τώρα ο
νεώτερος Υιός σου Εφραίμ· ούτω δια του αυτού Σταυρού έχει να ευλογηθή εν
υστέροις χρόνοις και ο εξ Εθνών νεώτερος λαός των Χριστιανών. Και καθώς ο
νεώτερος Υιός σου Εφραίμ θέλει υψωθή περισσότερον από τον παλαιότερον Μανασσήν·
ούτω και ο νεοπαγής και νεοσύστατος εκείνος λαός Χριστού του Θεού· τούτου γαρ
λαός είναι τα Έθνη κατά την προς αυτόν υπόσχεσιν του Πατρός λέγοντος: «Δώσω σοι
Έθνη την κληρονομίαν σου» (Ψαλμ. β:8) ούτω, λέγω, και ο νεοπαγής Χριστώνυμος
λαός, στερεούμενος και ενδυναμούμενος από τον τίμιον Σταυρόν, βέβαια έχει να
γένη ανώτερος από τον παλαιότερον λαόν των Ιουδαίων. Τούτον δε τον λόγον
εδανείσθη ο Μελωδός από την Γένεσιν, όπου ο Θεός είπε την αυτήν σχεδόν
προφητείαν του Ιακώβ προς την Ρεβέκκαν, όταν ήτον εγγαστρωμένη τον Ιακώβ, τον
εις τύπον όντα του νέου λαού των Χριστιανών, και τον Ησαύ, τον εις τύπον όντα
του παλαιού λαού των Εβραίων· «Και είπε Κύριος αυτή, δύο Έθνη εν γαστρί σου
εισί, και δύο λαοί εκ της κοιλίας σου διασταλήσονται, και λαός λαού υπερέξει,
και ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι» (Γέν. κε: 23). Είπε δε, ότι υπερέξει ο
Εφραίμ τον Μανασσήν· όχι μόνον διότι εδόθη εις αυτόν η δεξιά χειρ του πάππου
του Ιακώβ, αλλά και η δεξιά του Πατρός του Ιωσήφ, καθώς παρετήρησεν ο Ευσέβιος.
Όθεν ακολούθως έγινεν εις αυτόν διπλή η ευλογία και χάρις· επειδή τα δεξιά επί
αγαθώ και δόξη και ευλογία λαμβάνονται. Όθεν και οι Δίκαιοι εν τη κρίσει, επί
των δεξιών στήσονται του Κυρίου. εις δε τον Μανασσήν εδόθη, όχι μόνον η
αριστερά χειρ του Πάππου του Ιακώβ, αλλά και η αριστερά του Πατρός του Ιωσήφ,
και ακολούθως διπλή έγινεν εις αυτόν η ελάττωσις της ευλογίας και δόξης· καθότι
τα αριστερά επί κακώ και ατιμία λαμβάνονται, και δηλούσιν οι αμαρτωλοί εξ
ευωνύμων του Κυρίου εν τη κρίσει ιστάμενοι. Επειδή γαρ ο Ιωσήφ εβάσταξε μεν τον
Μανασσήν από την αριστεράν του, ίνα η αριστερά του Πατρός του βαλθή εις αυτόν·
του Ιακώβ όμως αντιστρέψαντος τας χείρας του σταυροειδώς, όλα αντίστροφα έγιναν·
και η μεν δεξιά του έπεσεν εις την δεξιάν του Ιωσήφ, την βαστάζουσαν τον
Εφραίμ, η δε αριστερά του έπεσεν εις την αριστεράν του Ιωσήφ, την βαστάζουσαν
τον Μανασσήν. Όθεν δια την ευλογίαν ταύτην η φυλή του Εφραίμ, όχι μόνον έγινε
τύπος του νέου λαού των Χριστιανών, ως είπομεν, αλλά και επί γης υψώθη, και
εβασίλευσεν εν Σαμαρεία επάνω εις τας δέκα φυλάς του Ισραήλ, και την πόλιν των
Σικίμων έλαβε, την οποίαν υπεσχέθη ο Ιακώβ να δώση εις τον Ιωσήφ, και από την
φυλήν αυτήν εγεννήθη Ιησούς ο του Ναυή, ος τις εστάθη τύπος αληθινός του Ιησού
Χριστού κατά τον Ωριγένη. Εμπορεί δε να προσαρμοσθή το νόημα του Τροπαρίου
τούτου και εις εσέ, αγαπητέ. Διότι αν και συ είσαι ενάρετος, και στολισμένος με
καλήν γνώμην και έργα θεοφιλή και Χριστιανικά, ήξευρε, ότι τα τοιαύτα καλά σου
έργα έχουν, να σε υψώσουν και να σε δοξάσουν υπέρ πολλούς· εάν δε και είσαι
τυχόν νεώτερος εις την ηλικίαν και μικρότερος, μη λυπηθής δια τούτο· ο Θεός γαρ
έχει να σε προτιμήση δια τας αρετάς σου από τους όντας πρεσβυτέρους και
μεγαλυτέρους σου· καθώς επροτίμησε και τον νεώτερον Άβελ, από τον πρεσβύτερον
Κάϊν· τον μικρότερον Σημ, από τον μεγαλύτερον Ιάφεθ· τον νεώτερον Ισαάκ, από
τον παλαιότερον Ισμαήλ· τον υστερότοκον Ιακώβ, από τον πρωτότοκον Ησαύ· τον
νεώτερον Ιωσήφ, από τους παλαιοτέρους αδελφούς του Ρουβίμ και Ιούδαν· τον
υστερότοκον Μωϋσήν, από τον πρωτότοκον Ααρών· τον νεώτερον Δαβίδ, από τους
προγενεστέρους επτά αδελφούς του· και τον μικρότερον Εφραίμ, από τον
μεγαλύτερον Μανασσήν. Πανταχού γαρ και πάντοτε η αρετή έχει την προτίμησιν, και
ουχί τα πρωτοτόκια· η αγαθή γνώμη στεφανούται, και ουχί τα της φύσεως
πλεονεκτήματα· η προαίρεσις τιμάται, και ουχί η γηραλαιότης. Όθεν πολλάκις ακολουθεί
να γίνωνται οι πρώτοι έσχατοι, και οι έσχατοι πρώτοι (Μάρκ. ι:31). Ο Δαβίδ ήτον
νεώτερος, αλλ΄ επειδή εζήτησε και εκατώρθωσε τας εντολάς του Κυρίου· δια τούτο
έλαβε χάριν Θείαν εις το να καταλαμβάνη τα του Θεού Μυστήρια, περισσότερον από
τους παλαιοτέρους του, διο και έλεγεν: «υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα, ότι τας
εντολάς Σου εξεζήτησα» (Ψαλμ. ριη΄ 100). Και ο Δανιήλ ήτον νεώτερος, αλλά δια
την αρετήν και σωφροσύνην του κατεδίκασε τους δύο ακολάστους γέροντας. Και ο
Ελιούς ήτον νεώτερος από τους άλλους τρεις φίλους του Ιώβ, αλλ΄ όμως εσοφίσθη
υπό Κυρίου δια την αρετήν του, περισσότερον από εκείνους· όθεν και έλεγε:
«Πνεύμά εστιν εν βροταίς, πνοή δε Παντοκράτορός εστιν η διδάσκουσα· ουχ΄ οι
πολυχρόνιοί εισι σοφοί, ουδέ οι γέροντες οίδασι κρίμα» (Ιώβ λβ΄ 8).
Ωδή ζ΄. Ο Ειρμός.
Έκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβούς, λαούς εκκλόνησε, πνέον απειλής και
δυσφημίας θεοστυγούς· όμως τρεις παίδας ουκ εδειμάτωσε, θυμός θηριώδης ου πυρ
βρόμενον· αλλ΄ αντηχούντι δροσοβόλω πνεύματι, πυρί συνόντες έψαλλον· ο
υπερύμνητος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Η εβδόμη Ωδή
είναι ποίημα των τριών Αγίων Παίδων: ήτοι του Ανανίου, Αζαρίου, και Μισαήλ, την
οποίαν εξεφώνησαν, όταν εβάλθησαν μέσα εις την κάμινον του πυρός και δεν
κατεκάησαν. Επειδή γαρ εκείνοι δεν επείσθησαν να προσκυνήσουν την εικόνα του
Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, αλλά κατεφρόνησαν την προσταγήν του· δια τούτο
κατεδικάσθησαν οι μακάριοι να ριφθούν εν τη καμίνω· καθώς περί τούτων ιστορεί η
Θεία Γραφή εν κεφ. γ΄ του Δανιήλ. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν αναφέρει και ο
Μελωδός εν τω παρόντι Ειρμώ, και λέγει, ότι η προσταγή του δυσσεβούς και
τυράννου Ναβουχοδονόσορ, η ανόητος και παράφρων· (παράφρων γαρ αληθώς ήτον η
προσταγή αύτη, καθότι ο Ναβουχοδονόσορ άνθρωπος θνητός ων, ήθελε να θεοποιηθή και
να προσκυνηθή, ως Θεός, η εικόνα του· το οποίον είναι μεγάλης ανοησίας και
παραφροσύνης σημείον) ήτις ήτον γεμάτη από δύο πράγματα, από απειλήν: ήτοι
φοβερισμόν· επειδή και τοιαύτα εφοβέριζε δια του κήρυκος «ος εάν μη πεσών
προσκυνήση τη εικόνι τη χρυσή, ην έστησε Ναβουχοδονόσορ ο Βασιλεύς, αυτή τη ώρα
εμβληθήσεται εις την κάμινον του πυρός την καιομένην» (Δανιήλ γ:5-6)· και από
μίαν θεομίσητον βλασφημίαν· (βλασφημία γαρ κατά Θεού ήτον τα λόγια άπερ έλεγεν
ο υπερήφανος Ναβουχοδονόσορ εις τους τρεις Παίδας: «Τις εστι Θεός, ος εξελείται
υμάς εκ χειρών μου;») (Δανιήλ γ:15). Αύτη, λέγω, η παράφρων και φοβεριστική και
βλάσφημος προσταγή του Ναβουχοδονόσορ, τους μεν άλλους λαούς: ήτοι τους
χυδαίους και ανοήτους και ανάνδρους ανθρώπους. (Συνηθίζει γαρ η Θεία Γραφή να
ονομάζη λαόν, τους αγενείς και ανοήτους), όλους εσάλευσε και εφόβισε, τους
τρείς όμως εκείνους ευγενείς και θεολόγους Παίδας, δεν τους έκαμε να φοβηθούν,
ούτε ο λεοντώδης θυμός του Τυράννου: «Τότε γαρ φησι Ναβουχοδονόσορ επλήσθη
θυμού, και η όψις του προσώπου αυτού ηλλοιώθη» (Δανιήλ γ: 19), ούτε το πυρ της
καμίνου, το Βρόμεον: ήτοι το ηχητικόν και φοβερόν κτύπον αποτελούν. Όθεν
ριφθέντες εις το μέσον της καμίνου οι τρισμακάριστοι, δεν εκαίοντοι· διότι
συνευρίσκοντο μαζί με ένα πνεύμα: ήτοι αέρα δροσίζοντα εν ταυτώ και
διασυρίζοντα. Διασυρίζων δε αήρ είναι, ο πνέων ησύχως, και γλυκερώς, και με ένα
κάποιον νόστιμον σύρισμα· οποίον είναι το εκ των φύλλων των κέδρων και μάλιστα
των πιστακίων, όπερ και ψιθύρισμα λέγεται, ή και το εκ των συραυλίων αποτελούμενον.
Ο αήρ λοιπόν αυτός, καθό μεν δροσίζων, έσβυνε το πυρ και δεν άφινεν αυτό να
βλάψη τους Αγίους Παίδας, καθό δε διασυρίζων, εναντιείτο εις τον άγριον ήχον
του πυρός: «Άγγελος γαρ, φησί, Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις
την κάμινον, και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου, και εποίησε το
μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον» (Παίδ. Αίν. 25). Επειδή γαρ δύο
ενεργείας είχε το πυρ της καμίνου, την καυστικήν και την ηχητικήν δια τούτο και
το πνεύμα εκείνο και ο αήρ είχον άλλας δύο ενεργείας εναντίας εις εκείνας,
δροσιστικήν και διασυριστικήν, την μεν δροσιστικήν, εναντίον της καυστικής
ενεργείας του πυρός· την δε διασυριστικήν, εναντίον της ηχητικής ενεργείας του
αυτού πυρός. Όθεν ουκ ορθώς συνάπτουσί τινες το, συνόντες με το, πυρί· διότι
πρέπει αυτό να συνάπτεται με το, δροσοβόλω πνεύματι: ήτοι συνόντες οι Παίδες τω
δροσοβόλω πνεύματι, τω αντηχούντι τω πυρί, έψαλλον. Τι δε έψαλλον: ευλογητός ει
Κύριε ο Θεός των Πατέρων ημών: ήτοι του Αβραάμ, και Ισαάκ, και Ιακώβ, και ημών
των δούλων σου, όστις είσαι ανώτερος από κάθε ύμνον Αγγελικόν και Ανθρώπινον.
Τούτο δε είναι λόγος των τριών Παίδων, ο χαρακτηριστικός της εβδόμης Ωδής
αυτών. Ωφέλιμον δε νόημα εμπορείς να συνάξης εις την ψυχήν σου, αγαπητέ, από το
Τροπάριον τούτο· διότι αν η χρεία και ο καιρός το καλέση, και οι ασεβείς ή οι
αιρετικοί προτείνουν εις εσέ, ή να αρνηθής τον Χριστόν και την Ορθοδοξίαν, ή να
πάθης διάφορα βάσανα· πρέπει μυριάκις να προτιμήσης τα βάσανα και αυτόν τον
βιαιότατον θάνατον, πάρεξ να αρνηθής τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν τον ποιητήν
και σωτήρα σου, και την Ορθοδοξίαν, όπου παρέλαβες από τους Πατέρας σου,
ακολουθών και συ το παράδειγμα των Αγίων τριών Παίδων. Αλλά και εάν ο νοητός
Ναβουχοδονόσορ: ήτοι ο Διάβολος, ο αρχιτέκτων και παντομίμητος της κακίας ζωγράφος,
ζητεί να στήση με τας προσβολάς του μέσα εις την φαντασίαν και ενθύμησίν σου
καμμίαν εικόνα της φιληδονίας, ή φιλοδοξίας, ή φιλαργυρίας, ή άλλου πάθους
(ζητεί γαρ αυτός ο κατάρατος πάντοτε, πώς να στήση εις τον νουν τας τοιαύτας
ψυχοβλαβείς εικόνας, ως λέγει ο Ησαϊας «ζητήσει τέκνων, πως στήσει εικόνα
αυτού» (Ησ. μ: 20) πρόσεχε καλώς,
και μη προσκυνήσης αυτήν με την συγκατάθεσιν της καρδίας και του λογισμού σου,
ίνα μη χωρισθής από την χάριν του Θεού· αλλά αντιστάσου εις την προσβολήν του
Διαβόλου, όστις σε παρακινεί να προσκυνήσης αυτήν νοητώς· καθώς και οι τρεις
Παίδες δεν επροσκύνησαν αισθητώς την αισθητήν εικόνα του Ναβουχοδονόσορ. Και αν
φοβερίζη να σε κακοποιήση ο Διάβολος, μη φοβηθής, αλλ΄ ειπέ τον και συ εκείνο
το των τριών Παίδων, «Γνωστόν έστω σοι, ω Τύραννε, ότι τοις θεοίς σου ου
λατρεύομεν, και τη εικόνι, η έστησας, ου προσκυνούμεν» (Δανιήλ γ: 18).
Τροπάριον.
Ξύλου γευσάμενος
ο πρώτος εν βροτοίς, φθορά παρώκεσε· ρίψιν γαρ ζωής, ατιμοτάτην κατακριθείς,
όλω τω γένει σωματοφθόρος τις, ως λύμη της νόσου μετέδωκεν· αλλ΄ ευρηκότες
γηγενείς ανάκλησιν, Σταυρού το ξύλον κράξωμεν· ο υπερύμνητος των Πατέρων και
ημών, Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Εν τω παρόντι
Τροπαρίω αναφέρει ο Μελωδός την πτώσιν, όπου έπαθεν ο προπάτωρ Αδάμ εν τω
Παραδείσω, και δια μέσου αυτής κινεί εις δάκρυα τους ακροατάς Χριστιανούς.
Λέγει λοιπόν, ότι ο πρώτος ανάμεσα εις όλους τους ανθρώπους: ήτοι ο προπάτωρ
και γενάρχης Αδάμ, επειδή εγεύθη από τον εμποδισμένον καρπόν του ξύλου της
γνώσεως: «Είπε γαρ, φησίν, ο Θεός προς αυτόν, από παντός ξύλου του εν τω
Παραδείσω βρώσει φαγή· από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου
φάγεσθε απ΄ αυτού» (Γέν. β:16) · επειδή, λέγω, εγεύθη από το ξύλον της γνώσεως·
δια τούτο επαροίκησεν εις την φθοράν: ήτοι έγινε φθαρτός και θνητός, από εκεί
όπου ήτον άφθαρτος και αθάνατος. Ούτω γαρ είπε προς αυτόν ο Θεός «η δ΄ αν ημέρα
φάγησθε απ΄ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. β: 17). Κατά γαρ τον Άγιον Ιωάννην
τον Δαμασκηνόν: «φυσικώς η αισθητή βρώσις του υπεκρεύσαντος εστίν αναπλήρωσις,
και εις αφεδρώνα χωρεί και φθοράν· και αμήχανον άφθαρτον διαμένειν τον της
αισθητής βρώσεως εν μετουσία γενόμενον» (κεφ. κε΄ περί Πίστεως). Λοιπόν ο Αδάμ
δεν εκβήκεν από τον Παράδεισον μετά τιμής, ως φίλος Θεού και φύλαξ της εντολής
αυτού· αλλά εξεβλήθη, αλλοίμονον! και εδιώχθη ατιμώτατα υπό Θεού, ως παραβάτης
και παρήκοος της εντολής αυτού· καθώς είναι γεγραμμένον «Και εξέβαλεν ο Θεός
τον Αδάμ, και κατώκισεν αυτόν απέναντι του Παραδείσου της τρυφής» (Γέν. γ:24).
Και το χειρότερον ήτον, ότι δεν εφθάρη ο Αδάμ μόνος· αλλά αφ΄ ου αυτός
κατεδικάσθη να πάθη ένα ρίψιμον, και μίαν τοιαύτην εξορίαν ατιμωτάτην, από την
εν τω Παραδείσω εκείνην αφθαρσίαν και μακαρίαν ζωήν, συρόμενος, δια να ειπώ
ούτως, από τον τράχηλον, ως ένας κλέπτης μεμαστιγωμένος· αφ΄ ου, λέγω, ταύτα
έπαθε, μετέδωκε τρισαλλοίμονον! και εις όλον το γένος των ανθρώπων το εξ αυτού
γεννηθέν, ως μία λοιμική σωματοφθόρος και κολλητική. Τι μετέδωκε; την νόσον
δηλαδή ταύτην της φθοράς και θνητότητος, όπου αυτός πρώτος έπαθε. Και καθώς μία
βρύσις, όταν φαρμακωθή, μεταδίδει το φαρμάκι της και εις όλους, όσοι πίνουν από
αυτήν· ούτω και η φύσις του Αδάμ, η βρύσις και αρχή του ανθρωπίνου γένους,
φαρμακωθείσα από την φθοράν και τον θάνατον, εφαρμάκωσε και όλους τους εξ αυτής
γεννωμένους. Ημείς όμως, λέγει, οι εκ της γης πλασθέντες άνθρωποι, και δια
ξύλου εις την φθοράν καταδικασθέντες, επειδή ευρήκαμεν τώρα αντιστρόφως το
ξύλον του Σταυρού, μίαν ανακάλεσιν από την φθοράν και θνητότητα, εις την πρώτην
εκείνην αφθαρσίαν και αθανασίαν, ην περ είχεν ο Προπάτωρ ημών εν τω Παραδείσω·
ας φωνάξωμεν τον ευχαριστήριον εκείνον ύμνον, όπου έψαλλον οι τρεις Παίδες εν
τη καμίνω, προς τον αφθαρτίσαντα και αθανατίσαντα ημάς δια του Σταυρού Δεσπότην
Χριστόν, ευλογούντες Αυτόν ως υπερύμνητον και ευλογητόν Θεόν των Πατέρων ημών.
Όρα δε την ακρίβειαν του Μελωδού· διότι δεν είπε φθορά κατώκησεν, όπερ δηλοί
την εν τη φθορά παντοτινήν κατοικίαν· αλλά παρώκησεν, ίνα φανερώση τον εν τη
φθορά προσωρινόν καιρόν του Αδάμ· επειδή και έμελλεν επ΄ εσχάτων των χρόνων να
λάβη πάλιν δια του Σταυρού την προτέραν αφθαρσίαν. Σημείωσαι ότι το: «ρίψιν
ζωής ατιμωτάτην κατακριθείς» ερανίσθη ο Μελωδός από τα Ηρωελεγεία έπη Γρηγορίου
του Θεολόγου, τα επιγραφόμενα: «θρήνος περί των της αυτού ψυχής παθών»· ων η
αρχή: «Δύσμορος, οία πάθον»! Εκεί λοιπόν λέγει ο Άγιος, ότι ο νους του θρηνεί
την κακήν δουλείαν ην περ έπαθε, και το ψεύδος του σκολιού δράκοντος, και τον
βλαπτικόν καρπόν του γνωστού ξύλου, και την φθαρτικήν γεύσιν αυτού, και τον
θάνατον, ύστερον δε επιφέρει: «Γύμνωσιν μελέων τε παναισχέα, και Παραδείσου, η
δε φυτού ζωής, ρίψιν ατιμωτάτην». Αλλ΄ ω
πόσον και συ αδελφέ! ω πόσον ωμοιώθης με τον προπάτορα Αδάμ! διότι και συ
βλέπων το ξύλον το γνωστόν καλού και πονηρού, επήρες από τον καρπόν αυτού και
έφαγες και απέθανες. Ποίον δε είναι το ξύλον το γνωστόν καλού και πονηρού;
Είναι η εμπαθής αίσθησις της φαινομένης Κτίσεως, κατά τον Άγιον Μάξιμον,
λέγοντα: «ξύλον γνωστόν καλού και πονηρού η φαινομένη Κτίσις εστίν· ηδονής γαρ
και οδύνης ποιητικήν έχει φυσικώς την μετάληψιν». Και λοιπόν συ βλέπων εμπαθώς
τα αισθητά κάλλη των κτισμάτων, δεν ανέβηκες από την θεωρίαν αυτών εις την
θεωρίαν του Κτίστου· αλλά επεθύμησες να απολαύσης αυτά σωματικώς δια της αισθήσεως.
Όθεν γευσάμενος και απολαύσας αυτά, άφησες μεν την των νοητών ηδονήν, έπεσες δε
εις την των σωμάτων αισθητήν ηδονήν, η οποία χωρίζουσά τε από την ζωοποιόν
χάριν του Θεού, σε έκαμε να θανατωθής κατά το σώμα και κατά την ψυχήν. Φύσει
γαρ φθείρουσι και θανατούσι την ψυχήν και το σώμα αι αισθηταί ηδοναί, και
μάλιστα αι σαρκικαί· και τούτο εστάθη το πολυθρύλλητον πτώμα του Αδάμ. Αλλ΄ επειδή δια της δυνάμεως του Σταυρού:
τουτέστι δια της κακοπαθείας και νεκρώσεως των σωματικών ηδονών, εκάλεσεν ημάς
ο Χριστός εις την προτέραν αφθαρσίαν, και την των νοητών ηδονήν, άφες και συ,
αδελφέ, την απόλαυσιν των αισθητών ηδονών, και αγάπησον την απόλαυσιν των
νοητών· άφες την ευπάθειαν της σαρκός, και αγάπησον τας κακοπαθείας αυτής· ίνα
και της αφθαρσίας επιτύχης, ήτις σε κάμνει να πλησιάσης εις τον Θεόν. ως λέγει
ο Σολομών: «Προσοχή νόμων, βεβαίωσις αφθαρσίας· αφθαρσία δε, εγγύς είναι ποιεί
Θεού» (Σοφ. στ:19).
Τροπάριον.
Έλυσε πρόσταγμα
Θεού παρακοή, και ξύλον ήνεγκε θάνατον βροτοίς, το μη ευκαίρως μεταληφθέν· εν
ασφαλεία της εριτίμου δε, εντεύθεν ζωής το ξύλον είργετο, ο μυκτιλόχου
δυσθαμούς ηνέωξεν, ευγνωμοσύνης κράζοντος· ο υπερύμνητος, των Πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Πάλιν και εν τω
παρόντι Τροπαρίω αναφέρει ο ιερός Κοσμάς την περί του Αδάμ ιστορίαν· πως δηλαδή
με την παρακοήν του αθέτησε την εντολήν του Θεού, και εδιώχθη από το ξύλον της
ζωής, το οποίον άνοιξεν ο ληστής· ούτω γαρ επί λέξεως λέγει· η παρακοή του Αδάμ
έλυσε και αθέτησε την προσταγήν, όπου έδωκεν ο Θεός εις αυτόν και είπεν: «Από
παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν
καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ΄ αυτού» (Γέν. β:16-17). Ο γαρ Αδάμ αντί να
φάγη από τα άλλα ξύλα τα εν τω Παραδείσω ευρισκόμενα, αφήσας εκείνα, έφαγε
πρώτον από το ξύλον της γνώσεως το εμποδισθέν υπό του Θεού, κατά την γνώμην του
ιερού Θεοδωρίτου· το οποίον τούτο εστάθη μία μεγαλωτάτη καταφρόνησις του Αδάμ
προς τον Θεόν. Όθεν το ξύλον εκείνο, επειδή δεν εφαγώθη από τον Αδάμ εις τον
εύκαιρον και αρμόδιον καιρόν, επροξένησε θάνατον, τόσον εις τον Αδάμ, όσον και
εις όλους τους απογόνους του· του Αδάμ γαρ φαγόντος του προπάτορος πάντων, και
οι απόγονοι εκείνου οι εν τη οσφύϊ του Αδάμ κατά φύσιν και δύναμιν σπερματικήν
περιεχόμενοι, ως φαγόντες λογίζονται. Όθεν και ο Απόστολος είπεν: «Επί τω Αδάμ
πάντες ήμαρτον, εφ΄ ω (Αδάμ δηλ.) πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. ε:12). Εκ της παρακοής
δε ταύτης τι ηκολούθησεν; Αλλοίμονον! Εμποδίσθη με μεγάλην ασφάλειαν το ξύλον
της πολυτίμου ζωής· εδιόρισε γαρ ο Θεός τα Χερουβίμ και την φλογίνην Ρομφαίαν,
ίνα φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής και του Παραδείσου, ως είναι
γεγραμμένον. Διατί; Ίνα μη έμβη ο Αδάμ εις αυτόν, και φάγη από το ξύλον της
ζωής, και ούτω μείνη αθάνατος, εν τη παραβάσει και τη φθορά ευρισκόμενος, το
οποίον ήτον ένα κακόν μέγιστον: «και νυν, φησί, μήποτε εκτείνη την χείρα αυτού,
και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα» (Γέν.
γ:22). Όθεν και Ιωσήφ ο Βρυέννιος λέγει: «Επεί ουν ο Αδάμ μετά την παράβασιν,
του ξύλου της ζωής εφιέμενος τον Παράδεισον επεζήτει, εξ ούπερ είγε συνεχωρήθη
μεταλαβείν, αθάνατος έμελλε μένειν ο αμαρτωλός· δια τούτο παρεωράτο μετανοών»
(Λόγω περί της ενσάρκου οικονομίας τόμω β΄). Τούτο όμως το με τόσην ασφάλειαν
φυλαττόμενον ξύλον της ζωής, άνοιξεν η καλή και ευχάριστος γνώμη του δικαίου
ληστού· ευγνωμοσύνη γαρ αυτού ήτον, το να επιτιμά μεν τον συνεσταυρωμένον
ληστήν, να μέμφεται δε τον εαυτόν του και να λέγη: «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι
εν τω αυτώ κρίματι ει· και ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν
απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν» (Λουκ. κγ: 40). Ο ληστής δε ούτος
ήτον ενταυτώ και νυκτιλόχος και δυσθανής· νυκτιλόχος μεν, διότι ελόχα: ήτοι
ενέδρευε την νύκτα, ζητών δια να κλέψη· δυσθανής δε: ήτοι κακοθάνατος ήτον και
βιαιοθάνατος, διότι εξ αμαρτιών του υπέμεινε τον βίαιον και άτιμον θάνατον του
Σταυρού. Ειπών γαρ αυτός το «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου»
με τον λόγον αυτόν, ως με κλειδί, άνοιξε την κεκλεισμένην θύραν του Παραδείσου
και του ξύλου της ζωής, και ούτως εχαρίσθη εις όλους τους πιστεύοντας τω
Χριστώ, και την μετάνοιαν αυτού μιμουμένους, η απόλαυσις και του Παραδείσου και
του ξύλου της ζωής. Επιφέρει δε ο Μελωδός εν τω τέλει, ότι ο ληστής έκραξε τον
αίνον των τριών Παίδων, δια να δείξη, ότι είναι εβδόμη Ωδή η παρούσα και ότι ο
ληστής έδειξεν, ότι είναι Θεός ο μετ΄ αυτού σταυρωθείς. Όθεν και ο μέγας
Αθανάσιος εις έπαινον του ληστού λέγει ταύτα: «ω ληστά πικρέ των Ιουδαίων
κατήγορε· ω ληστά δικαιοσύνης συνήγορε· ω ληστά Παραδείσου φύλαξ· ω ληστά του
Αδάμ περί την κτίσιν τιμιώτερε· ω του πρωτογόνου περί τον Παράδεισον βεβαιότερε·
εκείνος ακαίρως εκτείνας την χείρα περί το ξύλον, εκλάπη την κτίσιν· συ δε
ευκαίρως επί Σταυρού τας χείρας απλώσας, τον απολόμενον εκτήσω Παράδεισον· ω
ληστά ευφυέστατε, ο τον προγονικόν κλήρον απολόμενον, δια μιας εντυχίας
ανακτησάμενος· ω πως πρώτος Βασιλείαν εκαρπώσω· ω ληστά ρήματι μικρώ τον
Ουρανόν υπανοίξας· ω ξένην επωδήν, πρόξενον θησαυρών μηχανησάμενος· ω άνοδον
Ουρανού τον Σταυρόν ποιησάμενος· ω νομίμου ληστείας τοις ανθρώποις διδάσκαλε, ω
ληστείαν επαινουμένην διδάξας· ω ποθουμένην κλοπήν υφηγούμενος» (Λόγω εις την
Μεγάλην Παρασκευήν). Πόθεν δε εδανίσθη ο ιερός Κοσμάς το νόημα όπου είπεν
ανωτέρω, ότι το ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν δεν εμεταλήφθη: ήτοι δεν
εφαγώθη από τον Αδάμ ευκαίρως και εις τον αρμόδιον καιρόν; Από τον εις την
Χριστού Γέννησιν, και εις το Πάσχα λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου· εκεί γαρ ούτος
λέγει αυτολεξεί: «Το δε ην, το ξύλον της γνώσεως, ούτε φυτευθέν απ΄ αρχής κακώς,
ούτε απαγορευθέν φθονερώς. Αλλά καλόν μεν ην, ευκαίρως μεταλαμβανόμενον· θεωρία
γαρ ην το φυτόν, ως η εμέ θεωρία, ης μόνοις επιβαίνειν ασφαλές τοις την έξιν
τελεωτέροις· ου καλόν δε τοις απλουστέροις έτι και την έφεσιν λιχνοτέροις·
ώσπερ ουδέ τροφή τελεία, λυσιτελής τοις απαλοίς έτι και δεομένοις γάλακτος». Εκ
του λόγου δε τούτου συνάγομεν τέσσαρα πράγματα· πρώτον, ότι ο Αδάμ ήτον ατελής·
δεύτερον, ότι το ξύλον της γνώσεως ήτον νοητόν· τρίτον, ότι το νοητόν αυτό
ξύλον έμελλεν ο Αδάμ να το απολαύση ευκαίρως: ήτοι εν καιρώ τω πρέποντι, όταν
ήθελε φθάση εις τελειότητα· και τέταρτον, ότι το νοητόν εκείνο ξύλον δεν ήτον
καλόν εις τους απλοϊκωτέρους ακόμη όντας και ατελεστέρους, οποίος ήτον και ο
Αδάμ· καθώς και η τελεία και στερεά τροφή δεν είναι ωφέλιμος εις τους απαλούς
και τρυφερούς όντας, και χρείαν έχοντας από γάλα. Ούτω μεν αναγωγικώς ενόησε το
ξύλον της γνώσεως ο Θεολόγος και είπεν, ότι η κατ΄ εκείνο θεωρία δεν συνέφερεν
ακόμη εις τον Αδάμ, ατελή όντα· ο δε Θεσσαλονίκης Γρηγόριος προσθέττει, ότι αν
και αισθητόν νοηθή το ξύλον εκείνο, πάλιν δεν συνέφερεν εις τον Αδάμ τότε ατελή
όντα, να ίδη εμπαθώς και να φάγη από τον εκείνου γλυκύτατον καρπόν· διότι αυτό
ήτον το πλέον ηδονικώτατον κατά την αίσθησιν από όλα τα δένδρα του Παραδείσου·
«τελείων γαρ, φησίν, εστί καθ΄ έξιν θείας θεωρίας και αρετής, προσομιλείν τοις
ηδίστοις κατ΄ αίσθησιν, και τον νουν μη απάγειν της προς Θεόν θεωρίας και των
προς εκείνον ύμνον και προσευχών· αλλά ταύθ΄ ύλην ποιείσθαι και αφορμήν της
προς Θεόν ανατάσεως» (Κεφ. μθ΄των φυσικών). Όθεν και συ, αδελφέ, εάν είσαι
φρόνιμος, μάθε με ξένα έξοδα: ήτοι με την πτώσιν του Αδάμ να προφυλάττης τον
εαυτόν σου από τα ηδονικά αντικείμενα, όπου απαντάς εν τω Κόσμω: «Πανούργος
(ήτοι φρόνιμος) ιδών πονηρόν τιμωρούμενον κραταιώς αυτός παιδεύεται», λέγει ο
Σολομών (Πρ. κβ: 3). Χάριν παραδείγματος, απαντάς ένα ωραίον πρόσωπον; Αυτό
είναι ένα ξύλον της γνώσεως· όθεν πρόσεχε να μη θεωρήσης αυτό, όχι μόνον
περιέργως, αλλά και κατά πάρεργον· διότι εμπαθής ων, έλκεσαι από την εκείνου
ηδονήν και θανατώνεσαι. Δια τούτο σε συμβουλεύει ο Σειράχ: «Απόστρεψον οφθαλμόν
από γυναικός ευμόρφου, και μη καραμάνθανε κάλλος αλλότριον· εν κάλλει γυναικός
πολλοί επλανήθησαν» (Σειρ. θ:8). Ακούεις μίαν συμφωνίαν μουσικών, ή τραγωδίων
ασέμνων, ή λόγια αισχρά; Αυτά είναι ένα ξύλον της γνώσεως· όθεν πρόσεχε, και μη
σταθής να τα ακούσης με προσπάθειαν· αλλά κλείσον τα ώτα σου, ίνα μη ο νους σου
ελκυσθή από την ηδονήν, και αφήση την ενθύμησιν του Θεού, τον Οποίον έχει χρέος
να ενθυμάται πάντοτε κάθε Χριστιανός δια της προσευχής, κατά το «αδιαλείπτως
προσεύχεσθε» (α΄ Θεσσ. ε:15). Ευρίσκεις ευώδη πράγματα; Απαντάς ηδονικά και
τρυφηλά φαγητά; Βλέπεις απαλά και καλλωπισμένα φορέματα; Όλα αυτά είναι ξύλον
της γνώσεως, και πρόσεχε μη επιθυμήσης να τα απολαύσης· διότι η τούτων επιθυμία
σε χωρίζει από τον Θεόν και θανατώνει την ψυχήν σου. Μη είπης εις τον εαυτόν
σου, εγώ δεν βλάπτομαι από τας ηδονάς του Κόσμου· διότι ενίκησα τα πάθη, ή
διότι είμαι γέρων και ασθενής, όχι! επειδή αυτός ο λογισμός είναι μία πλάνη και
παγίς του Διαβόλου, με την οποίαν ζητεί να σε παγιδεύση και να απολέση την
ψυχήν σου. Αλλά έχε πάντοτε έμπροσθέν σου παράδειγμα τον Αδάμ, και συλλογίζου
ταύτα εις τον εαυτόν σου· αν ο Αδάμ ο χειρί Θεού πλασθείς, και με τόσα
χαρίσματα στολισθείς, ήτον ακόμη ατελής, πως εγώ θέλω καυχηθή, ότι είμαι
τέλειος; Και αν εκείνος ο μήπω πάθη δοκιμάσας, εμπαθώς είδε και έφαγεν από τον
ηδονικόν εκείνον καρπόν, και ούτως έπεσε, πως εγώ ο εμπαθής δύναμαι να είπω,
ότι απαθώς μεταχειρίζομαι τα ηδονικά πράγματα του Κόσμου, και δια τούτο δεν
πίπτω; Εκείνος παρέβη μίαν φοράν και έκλαιεν εις όλην του την ζωήν· εγώ
παραβαίνω καθ΄ εκάστην, και δεν κλαίω ούτε μίαν φοράν· εκείνος ήτον τόσον
δυνατός και στερεός, ως κέδρος, και πάλιν έπεσε· και εγώ που έμεινα πλέον η
σεσαθρωμένη και ευκολόπτωτος κουκουναρία; Δια τούτο, αδελφέ, θρήνει την ιδικήν
σου ασθένειαν, και λέγε με τον Ζαχαρίαν: «Ολολυξάτω πίτυς, διότι πέπτωκε
κέδρος» (Ζαχ. ια: 2). Μάθε δε και από τον ληστήν να είσαι και συ ευχάριστος,
όταν πάσχης δια τας αμαρτίας σου, και γνώρισον τον Θεόν ως ευγνώμων. Και αν
εκείνος ελογίσθη μετά ανόμων δια σε και την ιδικήν σου αμαρτίαν· συ γενού δι΄
εκείνον έννομος: ήτοι ακαλούθει εις τον Ευαγγελικόν νόμον του Χριστού, και
προσκύνησον τον δια σε κρεμασθέντα: ήτοι υπόκυψον και γνώρισον, ότι ο Θεός
είναι έφορος πάντων· τούτο γαρ είναι η προσκύνησις· και κρεμάμενος: ήτοι
τιμωρούμενος ωφελήσου από την κακίαν: ήτοι ή από την κάκωσιν και τιμωρίαν, ή
και από την αμαρτίαν. Πως; Και με τίνα τρόπον; Με το να γνωρίσης, ότι δια την
αμαρτίαν σου πάσχεις· και ούτως ιλέωσαι τον Θεόν και εξαγόρασον την σωτηρίαν
σου. Εάν ούτω κάμης, αγαπητέ, θέλεις έμβη εις τον Παράδεισον, και θέλεις γένη
συγκληρονόμος του Χριστού και θέλεις απολαύσει τα αιώνια αγαθά. Έμβα δε μαζί με
τον Ιησούν, οδηγόν ποιών Αυτόν, και με Εκείνον θεωρών τα κάλλη του Παραδείσου·
ούτω σε παρακινεί να κάμνης ο Θεολόγος Γρηγόριος, λέγων: «Αν συσταυρωθής ως
ληστής, ως ευγνώμων τον Θεόν γνώρισον· ει κακείνος μετά ανόμων ελογίσθη δια σε
και την σην αμαρτίαν· συ γενού δι΄ εκείνον έννομος· προσκύνησον τον δια σε
κρεμασθέντα, και κρεμάμενος κέρδανόν τι και παρά της κακίας· ώνησαι τω θανάτω
την σωτηρίαν· εις τον Παράδεισον είσελθε μετά Ιησού, ώστε μαθείν ων εκπέπτωκας·
τα εκεί κάλλη θεώρησον· τον γογγυστήν άφες αποθανείν έξω μετά της βλασφημίας»
(Λόγ. εις το Πάσχα).
Τροπάριον.
Ράβδου
προσπτύσσεται το άκρον Ιωσήφ, ο γενησόμενα βλέπων Ισραήλ, της βασιλείας το
κραταιόν, όπως συνέξει ο υπερένδοκος, Σταυρός προδηλών· ούτος γαρ τοις
βασιλεύσι, τροπαιούχον καύχημα, και φως τοις πίστει κράζουσιν· ο υπερύμνητος,
των Πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Εν τω Τροπαρίω
τούτω αναφέρει ο ιερός Κοσμάς την Παλαιάν ιστορίαν του Ιακώβ, την γεγραμμένην
εν τω βιβλίω της Γενέσεως· εκεί γαρ λέγεται, ότι ο Ιακώβ παρεκάλεσε τον Υιόν
του Ιωσήφ να ομόση, ότι δεν θέλει αφήσει εις Αίγυπτον τα λείψανά του, αλλ΄ έχει
να πάρη αυτά και να υπάγη να τα θάψη εις την Χεβρών, όπου ήτον ενταφιασμένα και
τα λείψανα του Αβραάμ, της Σάρρας, και του Ισαάκ του Πατρός του. Όθεν ο Ιωσήφ
ωμολόγησεν, ότι έχει να τελειώση την πατρικήν εντολήν. Τούτου χάριν, τόσον
εχαροποιήθη ο Ιακώβ δια την υπόσχεσιν ταύτην, ώστε επροσκύνησε και έσκυψεν έως
κάτω εις το άκρον της ράβδου αυτού (του Ιωσήφ δηλ.)· ούτω γαρ εκεί επί λέξεως
γράφεται: «Είπε δε (ο Ιακώβ) (τω Ιωσήφ) όμοσόν μοι, και ώμοσεν αυτώ· και
προσεκύνησεν Ισραήλ επί το άκρον της ράβδου αυτού» (Γεν. μζ: 31). Μελουργών
λοιπόν ο Ασματογράφος την ιστορίαν ταύτην, λέγει, ότι ο Ιακώβ ο μετονομασθείς
ύστερον Ισραήλ, ος τις επρόβλεπεν εκείνα τα πράγματα, όπου έμελλον να γένουν,
αυτός λέγω, τόσον πολλά έσκυψεν εις το να προσκυνήση τον Υιόν του Ιωσήφ, ώστε
έφθασεν η κεφαλή του έως κάτω εις το άκρον της Βασιλικής ράβδου, όπου εκείνος
εβάσταζεν, το οποίον άκρον περιχυθείς κατεφίλησεν. Εφανέρωνε δε με την προσκύνησιν
ταύτην ο Ιακώβ, ότι ο υπερένδοξος και προσκυνητός Σταυρός του Χριστού, ο υπό
της Βασιλικής ράβδου του Ιωσήφ προτυπούμενος, αυτός μέλλει να προσκυνήται υπό
πάντων, και έχει να συνέχη και να ενισχύη το κραταιόν της Βασιλείας: ήτοι την
κραταιάν Βασιλείαν των Χριστιανών. Επειδή εις τους Χειστιανούς και ορθοδόξους
Βασιλείς, δεν είναι καύχημα νικητικόν τα πλήθη των στρατευμάτων, ούτε τα άρματα
και οι αναβάται, ούτε αι τόσαι και τόσαι μυριάδες ίππων πολεμικών, όχι! αλλ΄
είναι καύχημα νικητικόν εις αυτούς, ούτος ο Σταυρός του Κυρίου· εις δε τους
ορθοδόξους Χριστιανούς Αυτός είναι φως. Όθεν είπεν ο άγιος Χρυσόστομος
θαυμαστικώς: «ω πάθους λαμπρότης! Ω Σταυρού φαιδρότης! Ήλιος σκοτίζεται και
άστρα πίπτει, ώσπερ φύλλα, ο δε Σταυρός πάντων εκείνων φανότερον διαλάμπει,
όλον κατέχων τον Ουρανόν» (λόγω προς τους σκανδαλισθέντας). Φως δε ων ο Σταυρός
φωτίζει τον νουν των Χριστιανών, και διορατικόν αυτόν απεργάζεται· οι τινες
Χριστιανοί φωνάζουν με πίστιν, ευλογούντες τον υπερύμνητον Δεσπότην Χριστόν,
τον δια του Σταυρού τοσαύτα αγαθά εις αυτούς χαρισάμενον. Ο μεν ουν ιερός
Κοσμάς ούτως ενόησε το ρητόν εκείνο της Γραφής, το περί Ιακώβ ειρημένον, ότι
προσεκύνησεν Ισραήλ επί το άκρον της ράβδου αυτού (του Ιωσήφ δηλ.)· άλλοι δε
Πατέρες, οίον ο Γεννάδιος, ο Θεοδώριτος, και εκ μέρους ο Ευσέβιος, άλλως
ενόησαν την ιστορίαν ταύτην· επιστηριχθέντες γαρ επάνω εις την αυτού
αντωνυμίαν, και νοήσαντες αυτήν ως σύνθετον, αντί εαυτού, είπον, ότι ο Ιακώβ
χαροποιηθείς δια την άνωθεν μεθ΄ όρκου υπόσχεσιν του Υιού του Ιωσήφ, ηθέλησε δια
να σηκωθή να τον προσκυνήση· διότι δεν υπέφερε να τον προσκυνήση κοιτόμενος.
Επειδή δε ήτον γέρων και κλινήρης από την ασθένειαν, τούτου χάριν επήρε την
ράβδον του, και ακουμβίσας επάνω εις αυτήν, έκλινε την κεφαλήν του εις το
άκρον: ήτοι εις το επάνω μέρος της ράβδου αυτού: ήτοι της ιδικής του, και ούτω
προσεκύνησε τον Ιωσήφ. Όθεν επληρώθη το όραμα, όπου είδεν ο Ιωσήφ, ότι
επροσκύνησεν αυτόν ο ήλιος: ήτοι ο Πατήρ του Ιακώβ. Όλη λοιπόν η διαφορά της
μιας γνώμης και της άλλης εστάθη η αντωνυμία αυτού, ή μάλλον ειπείν το πνεύμα
αυτής· διότι ο Κοσμάς και ο Ευσέβιος, ως απλήν αυτήν νοήσαντες δια ψιλού
πνεύματος, είπον, ότι ο Ιακώβ προσεκύνησεν εις το άκρον της ράβδου αυτού: ήτοι
της ράβδου του Ιωσήφ· οι δε άλλοι σύνθετον ταύτην νοήσαντες δια δασέος
πνεύματος, είπον, ότι ο Ιακώβ προσεκύνησε τον Ιωσήφ, ακουνβίζων εις το άκρον:
ήτοι εις το άνω μέρος της ράβδου αυτού, ήγουν της ιδικής του. Άμποτε δε,
αδελφέ, να είναι και εις εσέ ο Σταυρός του Κυρίου φως νοητόν, φωτίζων μεν τον
νουν και την διάνοιάν σου με τας ακτίνας της θείας γνώσεως και σοφίας, θέλγων
δε και γλυκαίνων την καρδίαν σου με την χάριν του εν αυτώ σταυρωθέντος Χριστού
του Θεού. Ώσπερ γαρ ο πύρινος εκείνος και φυσικός στύλος, ωδήγει τους
Ισραηλίτας εν τη ερήμω κατά τον καιρόν της νυκτός, και δεν άφινεν αυτούς να
πλανηθούν εις την στράταν· ούτω και ο Σταυρός του Κυρίου εδόθη εις εσέ,
Χριστιανέ, δια να σε φωτίζη και να σε οδηγή μέσα εις το σκότος της παρούσης
ζωής, και να μη σε αφίνη να πλανηθής εις τους κρημνούς της αμαρτίας· αγάπα όμως
και συ να σηκώνης τον Σταυρόν του Χριστού. Τι δε θέλει να ειπή το να σηκώνης
τον Σταυρόν; άκουσον· εκείνοι όπου αποφασισθούν από τον Κριτήν δια να
παλουκωθούν, αυτοί βαστάζουν το παλούκι εις τον ώμον των, και πηγαίνουν εις τον
τόπον της καταδίκης λυπηροί, σκυθρωποί, απελπισμένοι από την παρούσαν ζωήν, και
νεκροί όντες περισσότερον πάρεξ ζωντανοί. Ούτω παρομοιάζεις και συ, αδελφέ· δια
τούτο βαστάζων βάσταζε τον Σταυρόν του Χριστού, και περιπάτει εις την παρούσαν
ζωήν λυπηρός, σκυθρωπός, θλιβόμενος, κακοπαθών, νενεκρωμένος τω Κόσμω, ως εάν
τρέχης εις τον τόπον της καταδίκης, όπου έχουν να σε σταυρώσουν. Αν ούτω κάμης,
έχεις να λέγης με τον Παύλον: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω Σταυρώ
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι΄ ου εμοί Κόσμος εσταύρωται καγώ τω Κόσμω»
(Γαλ. στ: 14). Εάν όμως ούτω δεν κάμης, ήξευρε, ότι δεν είσαι άξιος του Κυρίου·
καθώς Αυτός ο ίδιος απεφάσισεν: «Ος ου λαμβάνει τον Σταυρόν αυτού και ακολουθεί
οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος» (Ματ. ι: 38).
Ωδή η΄. Ο Ειρμός.
Ευλογείτε παίδες,
της Τριάδος ισάριθμοι, δημιουργόν Πατέρα Θεόν· υμνείτε τον συγκαταβάντα Λόγον,
και το πυρ εις δρόσον μεταποιήσαντα· και υπερυψούτε, το πάσι ζωήν παρέχον,
Πνεύμα πανάγιον εις τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Προσφυώς και
περιέργως εμελούργησε τον παρόντα Ειρμόν ο ιεράρχης και σοφός Κοσμάς. Διότι
επειδή οι τρεις Παίδες εν τη ογδόη τούτων Ωδή παρακινούσιν όλα τα κτίσματα εις
ύμνον Θεού, «ευλογείτε, λέγοντες, και υμνείτε και υπερυψούτε τον Κύριον»·
τούτου χάριν και ο ιερός Μελωδός παρακινεί αντιστρόφως τους τρεις Παίδας εις
τον αυτόν ύμνον του Θεού. Και εκείνο όπου οι τρεις Παίδες εποίησαν προς τα άλλα
κτίσματα, τούτο ποιεί ο Ασματογράφος ούτος προς τους τρεις Παίδας· μάλλον δε,
αυτός εμιμήθη και εις τούτο αυτούς· διότι, καθώς οι ίδιοι τρεις Παίδες
παρακινούσι τον εαυτόν των εις το να υμνούσι τον Θεόν, λέγοντες «ευλογείτε
Ανανία Αζαρία και Μισαήλ τον Κύριον»· ούτω και ο θείος Μελωδός παρακινεί εις
ύμνον αυτούς δια του παρόντος Τροπαρίου. Πάλιν, επειδή οι τρεις Παίδες είναι
ισάριθμοι της αγίας Τριάδος· δια τούτο ο Μελωδός ευρών τα τρία ταύτα ρήματα
αναφερόμενα εν τη ογδόη τούτων Ωδή: ήτοι το ευλογείτε, το υμνείτε, και το
υπερυψούτε. Το μεν ευλογείτε απέδωκεν εις τον Θεόν και Πατέρα, τον προκαταρκτικώς
Δημιουργόν όντα του Παντός· το δε υμνείτε απέδωκεν εις τον του Πατρός μονογενή
Υιόν και Λόγον, όστις συγκατέβη εις την κάμινον και μετέβαλεν εις δρόσον το πυρ·
το δε υπερυψούτε απέδωκεν εις το Πανάγιον Πνεύμα, το οποίον δίδει ζωήν εις όλα
τα ζωντανά κτίσματα· οποία είναι οι Άγγελοι, οι Άνθρωποι, τα ζώα, και τα φυτά·
διότι και τα φυτά ζωήν έχουσι και ψυχήν θρεπτικήν, αυξητικήν και γεννητικήν του
ομοίου. Όθεν και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης ζώντα ταύτα ονομάζει. Αλλ΄ αν και τα
τρία ταύτα ρήματα οι τρεις Παίδες τα αποδίδουσιν εις ένα πρόσωπον, το του
Πατρός δηλαδή, όπερ και Κύριον ονομάζουσιν· φησί γαρ «Ευλογείτε πάντα τα έργα
Κυρίου τον Κύριον, υμνείτε και υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας» (Αίν.). Ο
θείος όμως Κοσμάς διεμοίρασε ταύτα εις τα τρία Θεαρχικά πρόσωπα και υποστάσεις
της μιας Θεότητος. Εποίησε δε τούτο, όχι διότι ειδικώς και με ξεχωριστόν τρόπον
αποδίδοται το μεν ευλογείτε, τω Πατρί, τω δε υμνείτε, τω Υιώ, και το
υπερυψούτε, τω Αγίω Πνεύματι· άπαγε της τοιαύτης φρενοβλαβείας! Διότι κοινά και
εις τα τρία υπερούσια πρόσωπα της μακαρίας Θεότητος είναι, και η ευλογία και ο
ύμνος και η υπερύψωσις· αλλ΄ εποίησε τούτο, ένα μεν, δια να δείξη, ότι οι
Παίδες οι ευλογούντες και υμνούντες και υπερυψούντες τον Κύριον, ήτον τρεις τω
αριθμώ, και ακολούθως ο καθείς εξ αυτών εδοξολόγει με ένα ξεχωριστόν ρήμα εν
πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, της οποίας ήτον ισάριθμοι· το δε κυριώτερον αίτιον
τούτου εστάθη, διότι εν τη Ωδή ταύτη των τριών Παίδων έβλεπεν ο ιερός Μελωδός,
ότι αναφέρονται και τα τρία πρόσωπα της Βασιλικωτάτης Θεότητος. Ο μεν γαρ Πατήρ
αναφέρεται δια του ονόματος του, Κύριος και του, Θεός· φησί γαρ: «Ευλογείτε
πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον»· και πάλιν: «Και οι τρεις ούτοι Σεδράχ, Μισάχ,
και Αυδεναγώ έπεσον εις μέσον της καμίνου και περιεπάτουν εν μέσω της φλογός
υμνούντες τον Θεόν και ευλογούντες τον Κύριον» (Δαν. γ:23)· ο δε Υιός αναφέρεται
εν αυτή δια του ονόματος του Αγγέλου· Ο δε Άγγελος, φησί, Κυρίου συγκατέβη:
«άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον, και εξετίναξε την φλόγα του πυρός
εκ της καμίνου» (Αίν. 25)· ο γαρ Άγγελος ούτος δεν ήτον ένας από τους απλούς
Αγγέλους, αλλ΄ ήτον ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, ο της
μεγάλης βουλής Άγγελος, όστις δια της συγκαταβάσεώς του ταύτης επρομήνυε την
δια σαρκός Αυτού προς ημάς γενησομένην κατάβασιν. Όθεν και Ναβουχοδονόσορ Υιόν
Θεού ωνόμαζεν Αυτόν, λέγων: «Ουχί άνδρας τρεις εβάλομεν εις το μέσον του πυρός
πεπεδημένους; Ιδόν εγώ ορών άνδρας τέσσαρας λελυμένους και περιπατούντας εν
μέσω του πυρός, και διαφθορά ουκ έστιν εν αυτοίς, και η όρασις του τετάρτου
ομοία Υιώ Θεού» (Δαν. γ:24-25). Ούτω γαρ και ο εν τη βάτω φανείς Άγγελος προς
τον Μωϋσήν, Αυτός ήτο ο Υιός του Θεού εν είδει Αγγέλου καταβάς, ως ερμηνεύει ο
μέγας Βασίλειος εν τοις κατ΄ Ευνομίου. Ομοίως και ο Άγγελος ο ρυόμενος τον
Ιακώβ εκ πάντων των κακών, (Γέν. μη:16) ως αυτός έλεγεν, ο Θεός Λόγος ην ο της
μεγάλης βουλής Άγγελος κατά τον Μ. Αθανάσιον. Το Πνεύμα δε το Άγιον αναφέρεται
εν τη Ωδή δια των λόγων τούτων: «Και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα
δρόσου διασυρίζον». Όθεν ο ιερός Κοσμάς βλέπων αναφερόμενα εν τη Ωδή και τα
τρία πρόσωπα της μοναρχικωτάτης Τριάδος, δεν υπέφερε να υμνήται εν τη Ωδή το εν
μόνον πρόσωπον· αλλ΄ αναλόγως εμοίρασεν εις το καθ΄ εν πρόσωπον το εν ρήμα εκ
των ανωτέρω· ίνα και τα τρία, ως ομοούσια και λυτρώσαντα τους Παίδας εκ της
καμίνου δοξολογώνται. Και αύτη είναι η αφορμή, δια την οποίαν και η Εκκλησία εν
τω τέλει της παρούσης ογδόης επρόσθεσε τα λόγια ταύτα: «Ευλογούμεν Πατέρα,
Υιόν, και Άγιον Πνεύμα τον Κύριον» (Ου γαρ των τριών Παίδων ταύτα εισι),
βλέπουσα και αυτή, ότι αναφέρονται εν τη Ωδή τα τρία πρόσωπα της μιας Θεότητος.
Ποίον δε ωφέλιμον νόημα ημπορείς να κερδήσης εις την ψυχήν σου, αγαπητέ, από το
Τροπάριον τούτο; Το να ευχαριστής και δοξολογής τον Θεόν πάντοτε, δια τας
ευεργεσίας και χάριτας, όπου κατά διαφόρους καιρούς και τρόπους σοι έδωκε.
Καθώς γαρ οι τρεις Παίδες δεν έπαυον από το να ευχαριστούν και δοξολογούν τον
Θεόν, διότι τους ελύτρωσεν από την κάμινον του πυρός· και όχι μόνον αυτοί
εδοξολόγουν, αλλά και όλα τα κτίσματα επαρακίνουν εις το να δοξολογούν και αυτά
με αυτούς· ούτω και συ, αδελφέ, πρέπει μεν να ευχαριστής τον Θεόν εις κάθε
πράγμα, κατά την παραγγελίαν του Αποστόλου, την λέγουσαν «Εν παντί
ευχαριστείτε» (α΄ Θεσσ. ε:18) εξαιρέτως δε πρέπει να τον ευχαριστής, όταν τύχη
να σε ελευθερώση από κανένα κίνδυνον και πειρασμόν, ή να σοι χαρίση καμμίαν
εξαίρετον ευεργεσίαν: «Εξομολογήσεταί σοι γαρ, λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεόν,
(ήτοι θέλει δοξολογήσει και ευχαριστήσει ο Άνθρωπος) όταν αγαθύνης αυτώ» (Ψαλμ.
μη:19). Ούτως ο Απόστολος Παύλος ευχαρίστει πάντοτε· όθεν έλεγεν: «ευχαριστώ τω
Θεώ πάντοτε» (α΄ Κορ. α:4) ούτως ο θείος Χρυσόστομος εσυνείθιζε να λέγη πάντοτε
ταύτα τα αξιομνημόνευτα και ευχαριστικά λόγια: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν· ου
γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσι μοι τοις συνβαίνουσιν» (Επιστ. Ια΄
προς Ολυμπιάδα)· και πάλιν ο αυτός έλεγεν «Αρίστη ευεργεσίας φυλακή, η της
ευεργεσίας μνήμη και η διηνεκής ευχαριστία»· ούτως ο μέγας της Θεσσαλονίκης
Γρηγόριος μιμούμενος τον θείον Χρυσόστομον έλεγε τα ανωτέρω εκείνου λόγια. Εάν
ούτως ευχαριστής, αγαπητέ, τον ευεργέτην σου Θεόν, όχι μόνον δεν θέλεις δείξει
αχαριστίαν εις αυτόν, η οποία κατά τον ιερόν Αυγουστίνον δεν αρέσκει εις τον
Θεόν, αλλά προς τούτοις, δια την ευχαριστίαν σου θέλεις παρακινήσει τον Θεόν να
σοι χαρίση χαρίσματα μεγαλύτερα από τα πρότερα, όπου σοι εχάρισε· καθώς λέγει ο
άγιος Ισαάκ «η Ευχαριστία του λανβάνοντος, ερεθίζει τον διδόντα, του δούναι
δωρήματα μειζότερα των προτέρων» (Λόγος λ΄ σελ 186).
Τροπάριον.
Υψουμένου ξύλου,
ραντισθέντος εν αίματι, του σαρκωθέντος Λόγου Θεού, υμνείτε αι των Ουρανών
Δυνάμεις, βροτών την ανάκλησιν εορτάζουσαι· λαοί προσκυνείτε Χριστού τον
Σταυρόν, δι΄ ου τω Κόσμω ανάστασις εις τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Αφ΄ ου εις το
ανωτέρω Τροπάριον παρεκίνησεν ο ιερός Κοσμάς τους τρεις Παίδας δια να υμνούσι
την αγίαν Τριάδα· ακολούθως και εις τούτο το Τροπάριον παρακινεί και τους
Ανθρώπους να υμνούσι τον Κύριον· καθότι και εν τη ογδόη Ωδή και οι Άγγελοι και
οι Άνθρωποι παρακινούνται εις το να υμνούσι τον Κύριον: «Ευλογείτε γαρ, φησίν,
Άγγελοι Κυρίου τον Κύριον· και ευλογείτε Υιοί των Ανθρώπων τον Κύριον». Λέγει λοιπόν επί λέξεως: σήμερον όπου
υψώνεται το ξύλον του Σταυρού, το οποίον ερραντίσθη με το θεόρρυτον αίμα του
σαρκωθέντος Λόγου Θεού, εσείς μεν αι Δυνάμεις των Ουρανών: ήτοι οι εν τοις
Ουρανοίς κατοικούντες υπερκόσμιοι Άγγελοι, υμνείτε και δοξολογείτε τον Θεόν τον
ούτως ευδοκήσαντα, και δια της δοξολογίας ταύτης εορτάζει την ανακάλεσιν και
ανάπλασιν των Ανθρώπων, ως φιλάδελφοι και φιλάνθρωποι. Δια τούτο γαρ ο Κύριος
εκάλεσεν αυτούς, δια να ευφρανθούν εις την εύρεσιν της απολλυμένης δραχμής:
ήτοι της απολλυμένης φύσεως των Ανθρώπων: «ευρούσα γαρ, φησίν, η γυνή την
δραχμήν συγκαλεί τας φίλας και γείτονας λέγουσα: συγχάρητέ μοι, ότι εύρον την
δραχμήν ην απώλεσα» (Λουκ. ιε:9). Φίλαι δε και γείτονες είναι αι Αγγελικαί
Δυνάμεις κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, λέγοντα: «Και την δραχμήν εζήτησε την
Βασιλικήν, και συγκαλεί τας φίλας αυτώ Δυνάμεις επί τη της δραχμής ευρέσει, και
κοινωνούς ποιείται της ευφροσύνης, ας και της οικονομίας μύστιδας πεποίητο»
(Λόγ. εις τα Γενέθλια) και αλλαχού: «Πείθομαι γαρ αυτάς συνεορτάζειν και
συμπανηγυρίζειν ημίν»· και παρακάτω λέγει ο αυτός ευαγγελιστής: «Ούτω λέγω
υμίν, χαρά γίνεται ενώπιον των Αγγέλων του Θεού, επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι»
(Αυτόθ. 10). Ου μόνον δε λέγει, εσείς οι Άγγελοι υμνείτε, αλλά και εσείς οι
Χριστώνυμοι λαοί προσκυνείτε τον Σταυρόν του Χριστού, δια μέσου του οποίου
έγινεν εις τον Κόσμον: ήτοι εις εσάς τους Ανθρώπους, ανάστασις και ανάπλασις
εις τους αιώνας: ήτοι αιώνιος· όσοι γαρ έχουν να αναστηθούν, πάντοτε εις τους
ατελευτήτους αιώνας μέλλουν να είναι αναστημένοι. Δύναται δε το, εις τους
αιώνας να συναφθή και με το ανωτέρω υμνείτε, και με το, προσκυνείτε: ήτοι
υμνείτε εις τους αιώνας, προσκυνείτε εις τους αιώνας, κατά σχήμα υπερβατόν και
παρένθεσιν· ίνα δια του, εις τους αιώνας, δηλωθή, ότι είναι Ωδή ογδόη, ης εν τω
τέλει τίθεται το, εις τους αιώνας· άτοπον γαρ είναι τη αληθεία, οι μεν Άγγελοι
να υμνούσι δια την των Ανθρώπων ανάπλασιν· οι δε Άνθρωποι οι την ανάπλασιν
λαβόντες, να μη προσφέρουν ύμνον εις τον Θεόν. Τούτο γαρ είναι όμοιον, ως εάν
ήθελεν ιατρευθή τινάς από θανατηφόρον ασθένειαν· και οι μεν φίλοι του
ιατρευθέντος να χαίρουν και να ευχαριστούν εις τον εκείνον θεραπεύσαντα ιατρόν·
ο δε ιατρευθείς να μην αισθάνεται την ιατρείαν και σωτηρίαν, όπου έλαβε, και
ούτε να χαίρη, ούτε να αποδίδη την ευχαριστίαν εις τον ιατρόν. Φανερόν δε είναι
εις εσέ, αγαπητέ, το ωφέλιμον νόημα, όπου ημπορείς να κερδήσης από το Τροπάριον
τούτο· διότι και συ πρέπει να υμνής και να δοξολογής ακαταπαύστως τον Δεσπότην
Χριστόν. Αυτός γαρ δια μέσου του παναγίου αίματός Του, το οποίον έχυσεν επάνω
εις το σήμερον υψούμενον ξύλον του Σταυρού, από τας παναγίας Του χείρας και
πόδας, και από την ακήρατόν του πλευράν, έως και εις αυτήν την υστέραν
σταλαγματίαν, Αυτός, λέγω δια μέσου του παναγίου αυτού αίματος, ανέπλασεν όλον
το γένος των Ανθρώπων, και μαζί με όλους ανέπλασε και εσέ. Και καθώς ο
καλούμενος οπός: ήτοι το ολίγον γάλα της συκής, βαλλόμενον μέσα εις το πολύ
γάλα των προβάτων πήζει αυτό και στερεοί και τυρί απεργάζεται· όθεν πολλοί αντί
πητύας μεταχειρίζονται τούτο· ούτω και αι ρανίδες του ζωηρού αίματος του Κυρίου
αι εκχυθείσαι εν τω Σταυρώ, ανέπλασαν όλον τον Κόσμον και εστερέωσαν αυτόν εις
την θεογνωσίαν και αρετήν, ως λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Ουδέν δε, οίον το
θαύμα της εμής σωτηρίας· ρανίδες αίματος ολίγαι κόσμον όλον αναπλάττουσαι, και
γίνονται, καθάπερ οπός γάλακτι, πάσιν Ανθρώποις, εις εν ημάς συνδέουσαι και
συνάγουσαι» (Λόγ. εις το Πάσχα). Όθεν όσες φορές βλέπεις τον γλυκύτατον Ιησούν
Χριστόν εν τω Σταυρώ αιματοκυλισμένον, και τετρωμένας έχοντα χείρας πόδας και
πλευράν, λέγε με θερμήν αγάπην προς Αυτόν εκείνα τα ερωτικά λόγια, όπου έλεγε
προς Αυτόν μία ευλαβής ψυχή: «Ου θέλω άτρωτος είναι, ορών Σε τετρωμένον» (Παρά
τη Ασφαλεί οδηγία). Προσκύνει δε και συ ευλαβώς μαζί με όλους τους λαούς, τον
Σταυρόν του Κυρίου τον πανσεβάσμιον, δια μέσου του οποίου έγινεν η ανάστασις
όλου του Κόσμου, και ακολούθως έγινε και η δική σου ανάστασις· ανάστασις όμως
ένδοξος· ανάστασις λαμπρά και ανάστασις, όπου έχει να σε κάμη κατά χάριν Θεόν·
εάν μέχρι τέλους επιμείνης εν τη ευσεβεία και αρετή. Όθεν όσες φορές προσκυνείς
τον Σταυρόν του Χριστού, μη παύης από το να λέγης και συ προς αυτόν εκείνα τα
λόγια, όπου είπεν ο άγιος μάρτυς Θεόδωρος ο εν Πέργη, ο κατά την δεκάτην
εννάτην του Απριλίου εορταζόμενος, όταν είδε τον Σταυρόν εμπηγμένον εις την
γην, επάνω εις τον οποίον έμελλε να σταυρωθή: «Χαίροις Σταυρέ, καύχημα των
Χριστιανών· χαίροις λυτρωτά αμαρτωλών, στερέωμα δικαίων, κλίμαξ ουράνιε,
Προφητών κήρυγμα, φωστήρ εσκοτισμένων, κήρυξ αληθινέ των του Χριστού παθών, των
Πιστών η ανάστασις, των νεκρών η άφθορος πηγή· δια σου οι προσερχόμενοι ζωήν
αιώνιον κληρονομούσι· πρόσδεξαί με εν ιλαρότητι· όπως τον εν σοι κρεμασθέντα
σαρκί Θεόν άφθαρτον, δοξάσω εις τους αιώνας. Αμήν» (εν τω βίω αυτού).
Τροπάριον.
Γηγενείς
παλάμαις, οικονόμοι της χάριτος, Σταυρόν ου έστη Χριστός ο Θεός, υψούτε ιεροπρεπώς
και λόγχην, Θεού Λόγου σώμα αντιτορήσασαν. Ιδέτωσαν έθνη πάντα το σωτήριον του
Θεού, δοξάζοντα εις τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Ουδέ εν τω
Τροπαρίω τούτω μακρύνει ο ιερός Κοσμάς από την ογδόην Ωδήν των τριών Παίδων.
Όθεν, καθώς εκείνοι έλεγον: «Ευλογείτε Ιερείς Κυρίου, δούλοι Κυρίου τον Κύριον»
και παρακινεί αυτούς να υψώσουν τον τίμιον Σταυρόν, ούτως επί λέξεως φράζων· ω
Ιερείς και Αρχιερείς του Θεού του υψίστου, οίτινες κατά μεν την φύσιν είσθε
γηγενείς: ήτοι πλασμένοι από την γην· κατά δε το πνεύμα είσθε οικονόμοι της του
Χριστού χάριτος· ούτω γαρ ο Κορυφαίος των Αποστόλων σας ονομάζει λέγων:
«Έκαστος καθώς έλαβε χάρισμα, εις εαυτούς αυτό διακονούντες ως καλοί οικονόμοι
ποικίλης χάριτος του Θεού» (α΄ Πετ. δ:10)· και ο Απ. Παύλος δε οικονόμους Μυστηρίων
σας καλεί (α΄ Κορ. δ:1)· εσείς, λέγω, οι Ιερείς και Αρχιερείς, υψούτε με τας
παλάμας: ήτοι με τας χείρας σας (του μέρους αντί του όλου λαμβανομένου κατά
συνεκδοχήν) ιεροπρεπώς: τουτέστι σεβασμίως και με κάθε ευλάβειαν, καθώς είναι
πρέπον εις τους Ιερείς και Αρχιερείς να τιμώσι τα άγια ως άγιοι. Ποίον δε
υψώσατε ιεροπρεπώς; Τον τίμιον Σταυρόν, επάνω εις τον οποίον εστάθη Χριστός ο
Θεός, καρφωθείς εν αυτώ τας χείρας και τους πόδας· ή με το, έστη, φανερώνει ο
Μελωδός το υποπόδιον, το οποίον ήτον ξύλον ξεχωριστόν καρφωμένον με τον
Σταυρόν, επάνω εις το οποίον εβάλθησαν οι πόδες του Κυρίου δια να καρφωθούν
δυνατώτερα· καθώς γράφει ο θείος Ειρηναίος και ο άγιος Ιουστίνος· και ούτως
επληρώθησαν τα προφητικά εκείνα, το «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε
τω υποποδίω των ποδών αυτού» (Ψαλμ. ψη:5) και το «Προσκυνήσωμεν εις τον τόπον,
ου έστησαν οι πόδες αυτού» (Ψαλμ. ρλα:7). Μαζί δε με τον Σταυρόν υψώσατε
ιεροπρεπώς και την αγίαν λόγχην, η οποία αντιτόρησεν: ήγουν επερόνισε και
ετρύπησε το Θεοϋπόστατον σώμα του Θεού Λόγου· υψώσεως γαρ και προσκυνήσεως και
πάσης τιμής είναι άξια, όχι μόνον ο Σταυρός, αλλά και η λόγχη, και ο κάλαμος,
και ο σπόγγος, και οι ήλοι, και τα λοιπά, όσα συνήργησαν και υπηρέτησαν εις τα
πάθη του υπέρ ημών παθόντος Χριστού, ως αγιασθέντα δια της επαφής της παναγίας
και θεοϋποστάτου Αυτού σαρκός. Ας ιδούν δε και τα Έθνη τα εσκοτισμένα από το
σκότος της αγνωσίας, το σωτήριον του Θεού, το οποίον έλαμψεν εις τον Κόσμον δια
του τιμίου Σταυρού, και ας δοξάσουν αυτό εις πάντας τους αιώνας. Εδανείσθη δε
τούτο ο Μελωδός, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, από τον δίκαιον Συμεών τον
θεοδόχον, όστις βλέπων και βαστάζων τον Δεσπότην Χριστόν εν ταις αγκάλαις του
τεσσαρακονθήμερον νήπιον, είπε μετά χαράς ταύτα τα λόγια: «Είδον οι οφθαλμοί
μου το σωτήριόν σου» και εξηγών τι ήτον αυτό το σωτήριον του Κυρίου, λέγει
ακολούθως: «Φως εις αποκάλυψιν Εθνών» (Λουκ. β:30). Δια τούτο λοιπόν και ο
ιερός Κοσμάς λέγει, ότι τα Έθνη αποκαλυφθέντα: ήτοι αποβαλόντα το σκότος της
αγνωσίας, ας ιδούν το σωτήριον του Θεού: τον Σταυρόν δηλαδή, και δια μέσου του
Σταυρού, ας ιδούν τον εν τω Σταυρώ υψωθέντα, και την φύσιν των ανθρώπων
συνανυψώσαντα. Φαίνεται δε αρμοδιώτερον, ότι ο Μελωδός εδανίσθη τα ανωτέρω
λόγια από τον Δαβίδ λέγοντα: «Είδοσαν πάντα τα πέρατα της γης το σωτήριον του
Θεού ημών» (Ψαλμ. ψζ: 3). Εγώδε νομίζω, ότι δια τούτο είπεν ο ιερός Κοσμάς, το
«Ιδέτωσαν Έθνη πάντα το σωτήριον του Θεού» δια να φανερώση την ιστορίαν, όπου
ηκολούθησεν εις την Ιερουσαλήμ εν τω ναώ της αγίας Αναστάσεως, κατά την σήμερον
ημέραν της Υψώσεως του Σταυρού. Επειδή γαρ όλος ο λαός των Χριστιανών εζήτει να
προσκυνήση και να ασπασθή τον Σταυρόν του Κυρίου, κατά προηγούμενον λόγον δεν
ηδύνετο δε να επιτύχη του ποθουμένου δια το πολύ πλήθος· τούτου χάριν εζήτησαν
κατά λόγον δεύτερον να αξιωθούν να ιδούν καν την γλυκυτάτην θεωρίαν του
Σταυρού. Όθεν ο τότε Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Μακάριος, αναβάς επάνω εις τον άμβωνα
εσήκωσεν υψηλά με τας δύο του χείρας τον κοσμοπόθητον Σταυρόν, και έδειξεν
αυτόν φανερώς εις όλους τους υποκάτω ευρισκομένους Χριστιανούς, οίτινες τούτον
ιδόντες εφώναζαν από καρδίας όλοι ομού το, «Κύριε ελέησον». Πρόδηλον δε, ότι οι
τον Σταυρόν ιδόντες Χριστιανοί, εκ των Εθνών εκατάγοντο, τα οποία παρακινεί εδώ
ο Μελωδός να δουν το σωτήριον του Θεού: ήτοι τον Σταυρόν. Αλλά και συ, Χριστιανέ
αδελφέ μου, όσες φορές εμβαίνεις μέσα εις την Εκκλησίαν, σήκωνε τα ομμάτιά σου
υψηλά, και βλέπε τον υπέρτιμον Σταυρόν του Κυρίου, ο οποίος στέκεται υψωμένος
επάνω από τας αγίας Εικόνας εις το διαστέλλοντα (τέμπλον), και βλέπων αυτόν
συλλογίζου, ότι βλέπεις αυτό το σωτήριον του Θεού· επειδή δια μέσου του Σταυρού
ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης: ήτοι παρρησία και εις όλην την γην ο
Μονογενής Υιός του Θεού, κατά το ιερόν λόγιον του Δαβίδ (Ψαλμ. ογ: 12). Βλέπων
δε και τον εν τω Σταυρώ προσηλωθέντα Δεσπότην σου καταπληγωμένον, ενθυμήσου την
υπερβάλλουσαν αγάπην, όπου έδειξεν εις εσέ ο αγαπητός και γλυκύς και πράγμα και
όνομα Ιησούς Χριστός. Όθεν ανάψας από μίαν φλόγα θείας αγάπης, ερώτησέ τον με
τον Προφήτην Ζαχαρίαν, και ειπέ τον, Δέσποτα Δέσποτα, δια τίνος αγάπην έλαβες
τας πληγάς ταύτας; «Και ερώ προς αυτόν· τι αι πληγαί αύται αναμέσον των χειρών
σου» (Ζαχ. ιγ: 6) και βέβαια θέλει αποκριθή με τον αυτόν Ζαχαρίαν και σοι ειπή·
ότι έλαβε τας πληγάς αυτάς εις τον οίκον τον αγαπητόν του: τουτέστι δια τον
αγαπητόν λαόν των Χριστιανών του, ακολούθως δε, και δια την ιδικήν σου αγάπην:
«Και ερεί· ας επλήγην εν τω οίκω τω αγαπητώ μου» (Αυτόθ.).
Τροπάριον.
Οι τη θεία ψήφω,
προκριθέντες αγάλλεσθε, Χριστιανών πιστοί βασιλείς· καυχάσθε το τροπαιοφόρον
όπλον, λαχόντες θεόθεν, Σταυρόν τον τίμιον· εν τούτω γαρ φύλα πολέμων, θράσος
επιζητούντα, σκεδάννυνται εις τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Αφ΄ ου εις τα
ανωτέρω Τροπάρια εκάλεσεν ο Θεσπέσιος Μελωδός εις υμνωδίαν Κυρίου, πρώτον τους
τρεις Παίδας, δεύτερον τους Αγγέλους και Ανθρώπους, τρίτον τους Αρχιερείς και
Ιερείς· τώρα καλεί τέταρτον εις αυτήν, και τους πιστούς Βασιλείς, λέγων, ω
πιστοί και ορθόδοξοι Βασιλείς των Χριστιανών, οίτινες με θεϊκήν ψήφον και
βουλήν εδιαλέχθητε εις το να Βαιλεύετε, εσείς, λέγω, αγάλλεσθε πνευματικώς:
τουτέστι με υπερβολήν ευφραίνεσθε εν τη εορτή ταύτη της Υψώσεως του Σταυρού.
Διατί δεν είπεν απλώς ευφραίνεσθε, αλλά αγάλλεσθε; Επειδή, κατά τον Ευθύμιον
τον Ζυγαδινόν, η αγαλλίασις είναι επίτασις και υπερβολή της ευφροσύνης· καθότι
η αγαλλίασις ετυμολογείται από το, άγαν και το, άλλομαι· εκείνος γαρ
αγαλλιάται: είτουν αγάλλεται, ούτινος η καρδία άλλεται και πηδά από την
υπερβολικήν χαράν, και τρόπον τινά ενθουσιάται. Όχι μόνον δε αγάλλεσθε εσείς οι
πιστοί Βασιλείς, αλλά και προς τούτοις καυχάσθε καύχημα θείον και επαινετόν,
όχι δια τα πολεμικά σας στρατεύματα, όχι δια τα πλήθη των ίππων και αρμάτων
σας, όχι δια το σκήπτρον και το Βασιλικόν διάδημα όπου φορείτε, αλλά διότι
ελάχετε: ήτοι εκληρώθητε από τον Θεόν ένα νικητικόν και τροπαιοφόρον άρμα:
δηλαδή τον τίμιον Σταυρόν του Χριστού. Δια τούτο γας και οι ορθόδοξοι Βασιλείς
Σταυροφόροι ονομάζονται· επειδή φορούσι και εν τω στήθει, και εν τω διαδήματι
αυτών τον Σταυρόν του Κυρίου. Όθεν έγραψεν ο Χρυσοστομικός κάλαμος «Έσται η
ανάπαυσις αυτού τιμή· ωσεί έλεγεν, αυτό το είδος της τελευτής (ήτοι ο Σταυρός),
διαδήματός εστι τιμιώτερον· οι γουν Βασιλείς διαδήματα αποτιθέμενοι, τον
Σταυρόν αναλαμβάνουσι, το σύμβολον αυτού της τελευτής· εν πορφυρίσι Σταυρός· εν
διαδήμασι Σταυρός· επί όπλων Σταυρός· και πανταχού της οικουμένης ο Σταυρός
υπέρ τον ήλιον διαλάμπει» (Λόγος ότι Θεός ο Χριστός τόμος στ΄). Αλλά και όταν
οι Βασιλείς πολεμώσι τους Βαρβάρους εχθρούς των, έμπροσθεν προπορεύεται η
νικητική σημαία και το τροπαιούχον φλάμπουρον του Σταυρού, το οποίον και
Λάβουρον ονομάζεται. Διο είπε πάλιν ο θείος Χρυσόστομος: «Οι βαστάζοντες το
Βασιλικόν εν πολέμω, το λεγόμενον τη συνηθεία Λάβουρον, πολλής δέονται της
ισχύος και της εμπειρίας, ώστε αυτό μη προδούναι τοις πολεμίοις» (Λόγος γ΄ εις
την α΄ προς Τιμόθεον). Τροπαιοφόρον δε όπλον ωνόμασε τον Σταυρόν ο Ασματογράφος·
διότι, λέγει, με την απροσμάχητον αυτού δύναμιν, διασκορπίζονται και
αφανίζονται αι βαρβαρικαί φυλαί των απίστων Εθνών, αι οποίαι ζητούσι θράσος
πολέμων: ήτοι ζητούσι πολέμους θρασείς και αγρίους και απανθρώπους κατά
περίφρασιν, εναντίον των ευσεβών Βασιλέων, και εναντίον των ορθοδόξων
Χριστιανών. Εδανίσθη δε τον λόγον τούτον ο Μελωδός από τον Δαβίδ λέγοντα:
«Διασκόρπισον Έθνη τα τους πολέμους θέλοντα» (Ψαλμ. ξζ: 31). Αλλά και συ,
Χριστιανέ, πρόσεχε να μη αγάλλεσαι εις τα του Κόσμου πράγματα, μηδέ να καυχάσαι
εις το γένος και πλούτον και δόξαν σου, μήτε εις την σοφίαν του νοός σου, και
εις την ανδρείαν του σώματός σου· διότι όλα τα τοιαύτα καυχήματα είναι μάταια,
και ομοιάζουν με τον καπνόν, όπου διαλύεται εις τον αέρα: «Μη καυχάσθω γαρ,
φησίν, ο φρόνιμος εν τη φρονίσει αυτού, μήτε ο δυνατός εν τη δυνάμει αυτού,
μήτε ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού» (α΄ Βασ. β:10) αλλά καυχού εις την δύναμιν
του Σταυρού, και εις την πίστιν του σταυρωθέντος Χριστού, λέγων και συ με τον
Απ. Παύλον: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού» (Γαλ. στ: 14). Όθεν χάραττε συχνάκις εις το μέτωπόν σου το
σημείον του Σταυρού, καθώς συνεχώς εχάραττον αυτόν και οι παλαιοί Χριστιανοί,
ως λέγει ο Χρυσορρήμων: «Και γαρ συνεχώς το σχήμα του Σταυρού άπαντες
εγχαράττουσιν επί του των μελών ημών επισιμοτέρου μέρους, και ώσπερ εν στήλη
επί του μετώπου καθ΄ εκάστην ημέραν διατυπούμενον περιφέρουσιν» (Λόγος ότι Θεός
ο Χριστός, τόμος στ΄). Οι παλαιοί Χριστιανοί, όταν επήγαιναν εις λουτρόν, ή
άναπταν λύχνον, εποίουν το σημείον του Σταυρού κατά τον άγιο Χρυσόστομον: «Εισί
πολλοί οι εν βαλανείοις εισιόντες, άμα τω τας θύρας υπερβήναι, σφραγίζονται (με
τον Σταυρόν δηλ.)· πάλιν λύχνου αφθέντος, πολλάκις της διανοίας έτερόν τι
σκεπτομένης, η χειρ την σφραγίδα (ήτοι τον Σταυρόν) ποιεί» (Λόγος ι΄ εις τας Πράξεις).
Ούτω ποίει και συ, αδελφέ, μιμούμενος τους αγίους εκείνους Χριστιανούς. Μάλιστα
δε, όταν βλέπης τον εαυτόν σου, ότι αρχίζει δια να θυμώνεται κατά τινος
αδελφού, ευθύς σημείωσον τον τύπον του Σταυρού εις το στήθος σου· ίνα η δύναμις
του Σταυρού γένη ως χαλινάρι, και εμποδίση την ορμήν και το Δαιμόνιον του
θυμού. Ούτω σε συμβουλεύει να κάμνης ο ανωτέρω χρυσούς Πατήρ λέγων:
«Απαλλαγώμεν ουν τούτου του Δαίμονος (του θυμού δηλ.) · αρχόμενον αυτόν
καταστείλωμεν· την σφραγίδα (ήτοι το σημείον του Σταυρού) επιθώμεν τω στήθει, καθάπερ τινά χαλινόν»
(Λόγος ιζ΄ εις τας Πράξεις). Πολλοί δε και όταν χασμώνται, και όταν μέλλουν να
λαλήσουν λόγον, ποιούσι το σημείον του Σταυρού εις το στόμα των, τους οποίους
μιμού και εσύ. Ήξευρε γαρ, αγαπητέ αδελφέ, ότι ο αντίδικος και εχθρός ημών
Διάβολος, βαστών τοξάρι τεντωμένον εις τας χείρας του, στέκεται πάντοτε έτοιμος
δια να μας σαϊτεύση εις κάθε μας κίνημα. Όθεν ο Θεός έδωκεν εις ημάς τους
αγαπητούς του ένα προφυλακτικόν άρμα· ίνα σημειώνωμεν αυτό εις τον εαυτόν μας,
και ούτω γλυτώνωμεν από τας σαϊτας του Διαβόλου. Και τούτο ο Θεοπάτωρ Δαβίδ
προφητεύων εβόησεν «Έδωκας τοις φοβουμένοις σε σημείωσιν του φυγείν από
προσώπου τόξου· όπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου» (Ψαλμ. νθ: 6-7). Τούτο δε
ερμηνεύων ο Χρυσορρήμων λέγει «Σημείωσις ο Σταυρός εν μετώπω και χειρί του
πιστού· τόξον δε, η πλάνη· τοξότης, ο Διάβολος· βέλη (ήτοι σαϊται), οι αισχροί
λογισμοί· πληγαί αι εκ των βελών γινόμεναι, αι αμαρτίαι» (Λόγ. εις την
προσκύνησιν του Σταυρού). Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, θέλης να γλυτώσης από τας
πεπυρωμένας σαϊτας του πονηρού, συνεχώς ποίει το σημείον του τροπαιοφόρου
Σταυρού· και καμμία βλάβη θανατηφόρος δεν θέλει σε εγγίσει· καθώς περί του
σημείου τούτου δια του Ιεζεκιήλ προείπεν ο Θεός, προστάξας τους Αγγέλους, όπου
έμελλον να θανατώσουν τους εν Ιερουσαλήμ Ιουδαίους, να μη εγγίσουν εις
εκείνους, όπου είχον το σημείον (του Σταυρού δηλ.) εις το μέτωπόν των· «Επί δε
πάντας, εφ΄ ους εστί το σημείον, μη εγγίσητε» (Ιεζ. θ: 6).
Ωδή θ΄ . Ο Ειρμός.
«Μυστικός ει
Θεοτόκε Παράδεισος, αγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, υφ΄ ου το του Σταυρού,
ζωηφόρον εν γη, πεφυτούργηται δένδρον· δι΄ ου νυν υψουμένου, προσκυνούντες αυτόν,
σε μεγαλύνομεν.
Ερμηνεία.
Επειδή η εννάτη
Ωδή είναι ποίημα της Κυρίας ημών Θεοτόκου· δια τούτο και ο Πρόεδρος Μαϊουμά
θείος Κοσμάς οικειότατα αποστρέφει τον Ειρμόν τούτον εις την αυτήν
Θεοτόκον, και ενταυτώ προσαρμόζει αυτόν
και εις την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού, λέγων, ω Θεοτόκε, εσύ είσαι ο
μυστικός και νοητός Παράδεισος· διότι, καθώς ο εν Εδέμ αισθητός Παράδεισος,
χωρίς να γεωργηθή και να σπαρθή από άνθρωπον, εβλάστησε θεόθεν τα εν τω
Παραδείσω ξύλα· ούτω και συ, χωρίς να γεωργηθής και να σπαρθής από άνθρωπον:
ήτοι από σποράν ανθρώπου, εγέννησας εκ Πνεύματος Αγίου τον Δεσπότην Χριστόν,
τον Θεόν ομού όντα και άνθρωπον, από τον οποίον καθό Θεόν και το της ζωής ξύλον
εκείνο εφυτεύθη πάλια εν τω μέσω της Εδέμ: ήτοι της τρυφής του Παραδείσου, και ύστερον
εφυτεύθη το ζωηφόρον δένδρον του Σταυρού εν τω μέσω της γης· καθώς ψάλλει ο
Προφητάναξ «Σωτηρίαν ειργάσω εν μέσω της γης» (Ψαλμ. ογ: 12). Εφυτουργήθη δε
είπε, δια να δείξη, ότι καθώς ο Χριστός καθό Θεός, τα αισθητά φυτά δια της
αυτού Προνοίας ποτίζει με το της βροχής νερόν, και ούτω κάμνει αυτά να
ριζώνωνται εν τη γη και να βλαστάνουν καρπούς αισθητούς· ούτω και το ξύλον του
Σταυρού ποτίσας ο αυτός Χριστός καθό άνθρωπος με το αίμα και ύδωρ, όπου έτρεξαν
από την ακήρατόν Του πλευράν, έκαμε να βλαστήση τούτο και να τελεσφορήση
καρπόν, όχι ζωής προσκαίρου, αλλά ζωής αθανάτου και αιωνίου. Είτα επιφέρει, ότι
δια μέσου Σταυρού τούτου του υψουμένου κατά την Σήμερον ημέραν, ημείς οι
Χριστιανοί προσκυνούντες αυτόν τον Χριστόν, τον Μονογενή σου Υιόν, σε
μεγαλύνομεν την τεκούσαν αυτόν ασπόρως Θεοτόκον. Μεγαλύνομεν δε είπε, και ουχί
υμνούμεν ή τιμώμεν ή άλλο κανένα ρήμα· δια να φανερώση το χαρακτηριστικόν
ιδίωμα της εννάτης Ωδής της Θεοτόκου, ήτις αρχίζει από το ρήμα μεγαλύνω· φησί
γαρ, «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον» (Λουκ. α: 46). Αρμόζει δε το νόημα του
Τροπαρίου τούτου και εις εσέ, ω αναγνώστα· διότι πάντα τα καλά εχαρίσθησαν εις
εσέ δια μέσου της Κυρίας Θεοτόκου· δι΄ αυτής εφάνη ο Θεός εν τω Κόσμω· δι΄
αυτής υψώθη το ξύλον του Σταυρού· δι΄ αυτής η ιδική σου σωτηρία γέγονεν. Όθεν
εις ανταμοιβήν των τοσούτων ευεργεσιών, όπου ηξιώθης δια της Θεοτόκου,
χρεωστείς και συ να μεγαλύνης το θεομητορικόν και πανσέβαστον Αυτής
υποκείμενον, με λογισμούς θείους και μεγαλοπρεπείς, με λόγια μεγάλα και εγκώμια
θεομητροπρεπή και με έργα αρεστά εις την θεομητορικήν της μεγαλειότητα· ούτω
γαρ μεγαλύνεται η θεομεγάλυντος Μήτηρ του Θεού. εάν δε εκ του εναντίου έχης εις
τον νουν σου λογισμούς σμικροπρεπείς περί πλούτου, περί δόξης, περί ηδονών και
περί άλλων γηϊνων πραγμάτων· ήξευρε, ότι δεν μεγαλύνεις την Θεοτόκον, αλλ΄ όσον
εκ μέρους σου, σμικρύνεις την μεγαλειότητα της Θεοτόκου. Ομοίως και εάν έχης
εις το στόμα σου φλυαρίας και ματαιολογίας, και εάν πράττης έργα ταπεινά και
ανάξια της Θεοτόκου, και του Χριστιανικού επαγγέλματός σου· ήξευρε, ότι με αυτά
όλα σμικρύνεις την Θεοτόκον. Επειδή γαρ η Θεοτόκος είναι και λέγεται κατά χάριν
Μήτηρ των Χριστιανών, δια τούτο ακολούθως και όσα άτοπα νοήματα ή λόγια ή έργα
πράξουν οι Χριστιανοί, τα κατά χάριν τέκνα της Θεοτόκου, εις αυτήν την Θεοτόκον
την κατά χάριν Μητέρα των αναφέρονται. Αν λοιπόν εσύ μεγαλύνης την Θεοτόκον,
Χριστιανέ, ως είπομεν, βέβαια και η Θεοτόκος θέλει μεγαλύνει εσέ και εις την
παρούσαν ζωήν και εις την μέλλουσαν, και αδιαλείπτως θέλει πρεσβεύει δια την
σωτηρίαν σου· διότι, αν η Δεβώρα και η Ιαήλ εφάνηκαν βοηθοί εις τον λαόν του
Ισραήλ, πως δεν θέλει φανή βοηθός ιδική σου αυτή η εύσπλαγχνος Μήτηρ του
Κυρίου; Θέλεις να το βεβαιωθής; Άκουσον τι λέγει ο χρυσούς Ρήτωρ της Εκκλησίας:
«Και νυν ου λείπει τω Θεώ Δεβώρα· ου λείπει τω Θεώ Ιαήλ· έχομεν γαρ και ημείς
την αγίαν Παρθένον και Θεοτόκον Μαρίαν πρεσβεύουσαν υπέρ ημών· ει γαρ η τυχούσα
γυνή ενίκησε, πόσω μάλλον η του Χριστού Μήτηρ καταισχυνεί τους εχρούς της
αληθείας;» (Λόγ. περί του χρησίμως τας Προφητείας ασαφείς είναι).
Τροπάριον.
Αγαλλέσθω τα
δρυμού ξύλα σύμπαντα, αγιασθείσης της φύσεως αυτών, υφ΄ ου περ εξ αρχής,
εφυτεύθη Χριστού, τανυθέντος εν ξύλω· δι΄ ου νυν υψουμένου, προσκυνούμεν αυτόν,
σε μεγαλύνομεν.
Ερμηνεία.
Από τον Ιερόν
ψαλτήρα του Δαβίδ εδανείσθη ο Ιερός Κοσμάς το παρόν Τροπάριον· ψάλλει γαρ
εκείνος ούτως εν τω εννενηκοστώ πέμπτω ψαλμώ, Στίχω δωδεκάτω: «Αγαλλιάσονται
πάντα τα ξύλα του δρυμού». Όθεν ο θείος Μελωδός προστακτικώς προσφέρων τον
λόγον κατά σχήμα προσωποποιϊας, λέγει εις τα άλογα ξύλα, ως εάν ήτον λογικά· ας
χαίρουν όλα τα ξύλα: ήτοι δένδρα του δρυμώνος και λόγγου. Δρυμός δε κυρίως
ονομάζεται ο τόπος εκείνος, ο φυτευμένος ων από τας δρυς, όπου κατασκευάζουν τα
βαλάνια, τας οποίας δρυς πολλοί συνειθίζουν να ονομάζουν δένδρα. Δια τι δε αυτά
να χαίρουν; Επειδή, λέγει, δια μέσου του ξύλου του Σταυρού ηγιάσθη όλη η φύσις
των ξύλων. Από ποίον; Από τον Δεσπότην Χριστόν, όστις όχι μόνον απλώθη επάνω
εις το ξύλον του Σταυρού, αλλά και εφύτευσεν εν τη αρχή του Κόσμου όλα τα είδη
και γένη των ξύλων. Ο λόγος γαρ εκείνος, τον οποίον είπεν ο Θεός εν τη
δημιουργία των ξύλων: «Βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος
και καθ΄ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ου το σπέρμα αυτού εν
αυτώ κατά γένος επί της γης» (Γέν. α: 11) αυτός, λέγω, εφανέρωσε τον ενυπόστατον
Λόγον και Μονογενή Υιόν του Πατρός, δι΄ ου τα πάντα, ακολούθως δε και τα ξύλα
εγένετο. Όθεν είπεν ο μέγας Βασίλειος: «Η Γραφή τον Θεόν προστάττοντα και
διαλεγόμενον εισάγουσα, τον ω προστάσσει και ω διαλέγεται κατά το σιωπώμενον
υποφαίνει… Δια τούτο οδώ τινι και τάξει ημάς εις την περί του Μονογενούς
έννοιαν προσβιβάζει» (Ομιλ. γ΄ εις την εξαήμ.). Καθώς λοιπόν ο Κύριος ηγίασε το
ύδωρ του Ιορδάνου, δια δε του ύδατος του Ιορδάνου ηγίασε και όλην την φύσιν των
υδάτων· ούτως ο αυτός Κύριος σταυρωθείς ηγίασε το ξύλον του Σταυρού, δια δε του
ξύλου του Σταυρού ηγίασε και όλην την φύσιν των ξύλων. Όθεν επειδή κατά την
σήμερον ημέραν υψούται το ξύλον του Σταυρού· τούτου χάριν ημείς οι Χριστιανοί
δια μέσου του Σταυρού προσκυνούμεν τον εν αυτώ σταυρωθέντα Χριστόν.
Προσκυνούντες δε πάλιν τον Χριστόν, ενταυτώ μεγαλύνομεν και εσέ, Θεοτόκε, την
Μητέρα του Χριστού. Αρμόζει δε το Τροπάριον τούτο και εις εσέ, αγαπητέ· διότι
αν δια τούτου προστάζωνται να χαίρουν τα αναίσθητα και άλογα ξύλα, πόσω μάλλον
πρέπει να χαίρης εσύ ο αισθητός και λογικός άνθρωπος; Διότι η ιδική σου φύσις
ηγιάσθη, εσώθη και εδοξάσθη από τον Χριστόν. Εάν γαρ εσύ δεν αγάλλεσαι εις την
άπειρον ευεργεσίαν ταύτην, όπου έλαβες παρά του γλυκυτάτου και πράγμα και όνομα
Ιησού· τούτο είναι κακόν σημείον δια λόγου σου· δείχνεις γαρ με τούτο, ότι δια
των παθών και των αμαρτιών έσβυσες, ή το ελάχιστον συνέχωσες τον σπινθήρα της
χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όπου έλαβες, όταν εβαπτίσθης· και δια τούτο δεν
αισθάνεσαι εις την καρδίαν σου καμμίαν πνευματικήν χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν
απόβαλε, αδελφέ, την στάκτην και το χώμα: ήτοι τα πάθη από την καρδίαν σου,
βάλλε προσανάμματα εις αυτήν την θερμήν πίστιν, την στερεάν ελπίδα, την ιεράν
προσευχήν, την συνέχειαν της θείας κοινωνίας (εάν είσαι δηλαδή άξιος: ήτοι εάν
δεν έχεις εμπόδιον κανονικόν), και την εργασίαν των Θείων εντολών· και ούτως
άναψον την ψυχήν σου εις την αγάπην του Ποιητού και Σωτήρος σου. Εάν ουν ούτω
ποιούντος σου, αγαλλιάται και σκιρτά έσωθεν η καρδία σου, ήξευρε, αγαπητέ
αδελφέ μου, ότι το σκίρτημα αυτό είναι ένα καλόν σημείον δια λόγου σου· διότι
δείχνεις με τούτο, ότι αληθώς εβαπτίσθης, και αληθώς έλαβες Πνεύμα Άγιον· ως
βεβαιοί ο μέγας Αθανάσιος λέγων: «Ώσπερ η εν γαστρί λαβούσα γυνή εκ των
σκιρτημάτων του βρέφους του εν τη μήτρα αυτής επίσταται αψευδώς, ότι καρπόν
έλαβεν· ούτω και η ψυχή του αληθώς Χριστιανού ου δια ρημάτων γονέων, αλλά δια
πραγμάτων και σκιρτημάτων της καρδίας αυτού, και μάλιστα τω καιρώ των εορτών
και των φωτισμάτων (ήτοι Βαπτισμάτων) και της μεταλήψεως του αγίου Σώματος του
Χριστού, μανθάνει εκ της χαράς της ψυχής αυτού, ότι το Πνεύμα το Άγιον έλαβε
βαπτισθείς» (εν ταις προς Αντίοχ. Ερωταποκρίσεσι).
Τροπάριον.
Ιερόν ηγέρθη
κέρας θεόφροσι, της κεφαλής των απάντων ο Σταυρός εν ω αμαρτωλών νοουμένων,
συνθλώνται τα κέρατα πάντα· δι΄ ου νυν υψουμένου, προσκυνούμεν αυτόν, και
μεγαλύνομεν.
Ερμηνεία.
Το όνομα του
κέρατος σημαίνει μεν την Βασιλείαν κατά τον Άγιον Αθανάσιον, επειδή δια του
κέρατος του περιέχοντος το έλαιον του χρίσματος εχρίοντο οι Βασιλείς· περί ου
είρηται: «Εκεί εξανατελώ κέρας τω Δαβίδ» (Ψαλμ. ρλα: 17) σημαίνει δε και την
δόξαν· κυρίως όμως σημαίνει την δύναμιν και το όπλον. Λέγεται δε κέρας η
δύναμις εκ μεταφοράς των κερασφόρων ζώων, τα οποία έχουν ως δύναμιν και όπλον
τα κέρατα· οίον βόες, κριοί, τράγοι, έλαφοι, και άλλα. Όθεν εάν κανέν τοιούτον
ζώον χάση τα κέρατά του, ευθύς χάνει και την δύναμίν του, και γίνεται
ευκολοπίαστον από τους κυνηγούς. Ο Μελωδός λοιπόν στοχασθείς, ότι ο Ζαχαρίας εν
τη εννάτη Ωδή είπε: «Και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν τω οίκω Δαβίδ του παιδός
αυτού» (Λουκ. α: 69) δια τούτο προσφυώς προσήρμοσε το ρητόν αυτό εις το
Τροπάριον τούτο της εννάτης Ωδής, και λέγει, ότι υψώθη εις τους θεόφρονας και
πιστούς Χριστιανούς, ένα ιερόν κέρατον: ήτοι μία δύναμις και δόξα και όπλον.
Ποίον; Ο Σταυρός δηλαδή του Χριστού, όστις Χριστός είναι κεφαλή των απάντων·
«Παντός γαρ ανδρός, ο Παύλος φησί, κεφαλή εστίν ο Χριστός» (α΄ Κορ. ια: 3).
Προσφυώς δε εδώ κεφαλήν των απάντων ωνόμασε τον Χριστόν και όχι άλλο όνομα, ίνα
αινιγματωδώς φανερώση, ότι ώσπερ τα ζώα επ΄της κεφαλής έχουσι τα κέρατα· ούτω
και ο Δεσπότης Χριστός σταυρωθείς έχει ως τρία κέρατα επί της κεφαλής: το
όρθιον μέρος δηλαδή, και τα δύο πλάγια του Σταυρού· με του οποίου την δύναμιν
τσακίζονται τα κέρατα και αι δυνάμεις των νοητών αμαρτωλών: ήτοι των
αντικειμένων Δαιμόνων, των αρχηγών γενομένων της κακίας εις τους αμαρτωλούς,
κατά το ρητόν του Δαβίδ: «Και πάντα τα κέρατα των αμαρτωλών συνθλάσω» (Ψαλμ.
οδ: 10). Λέγων δε ο Μελωδός όλα τα κέρατα, φανερώνει, ότι με το όρθιον και άνω
μέρος του Σταυρού συντρίβονται τα κέρατα των Δαιμόνων των εμφιλοχωρούντων τω
αέρι· με τα δύο δε πλάγια συντρίβονται τα κέρατα των απίστων και των αιρετικών.
Όθεν επειδή σήμερον ο ρηθείς Σταυρός υψούται, δια τούτο και ημείς προσκυνούμεν αυτήν:
ήτοι την κεφαλήν του Σταυρού: τουτέστιν τον Χριστόν. Προσκυνούντες δε πάλιν τον
Χριστόν, ενταυτώ μεγαλύνομεν και εσέ την γεννήσασαν τον Χριστόν. Συνήθειαν γαρ
ιδιαιτέραν έχει ο θείος ούτος Κοσμάς, να τελειώνη τας περισσοτέρας Ωδάς των
Κανόνων του, με ένα και το αυτό τέλος· καθώς τούτο ποιεί και εν τη παρούση Ωδή.
Άμποτε δε και συ, αδελφέ, δια μέσου της δυνάμεως του Σταυρού, να ταπεινώσης το
φρόνημά σου, και να τσακίσης το κέρατον της υπερηφανίας και φιλοδοξίας, όπου σε
πολεμούν· καθώς σοι παραγγέλλει ο Προφητάναξ λέγων: «Μη επαίρετε εις ύψος το
κέρας υμών» (Ψαλμ. οδ: 5). Πρέπει γαρ οι Χριστιανοί να μη παρανομούν όλως, μηδέ
να αμαρτάνουν, αλλά να μεταχειρίζωνται κάθε αρετήν· αφ΄ ου όμως αμαρτήσουν,
πρέπει να ταπεινώνωνται, κατηγορούντες τον εαυτόν των ως αμαρτωλόν, αλλ΄ όχι
και να υπερηφανεύωνται, ίνα μη διπλώς κολασθώσι, και ως αμαρτωλοί, και ως
υπερήφανοι. Δια τούτο ο Δαβίδ προστάζει τους τοιούτους λέγων: «Είπα τοις
παρανομούσι, μη παρανομείτε, και τοις αμαρτάνουσι, μη υψούτε κέρας» (Ψαλμ. οδ:
5). Εάν λοιπόν συ, αγαπητέ, ταπεινώνης και συντρίβης το κέρατον της
υπερηφανίας, ήξευρε ότι θέλει σε υψώσει ο Θεός· επειδή ο ταπεινών εαυτόν
υψωθήσεται (Λουκ. ιδ: 11)· και ακολούθως θέλει υψώσει την δόξαν και δύναμίν σου
κατά το δαβιτικόν: «Και υψωθήσεται το κέρας του Δικαίου» (Ψαλμ. οδ: 10).
Ήχος ο αυτός,
Ειρμός άλλος.
Ο δια βρώσεως του
ξύλου, τω γένει προσγενόμενος θάνατος, δια Σταυρού κατήργηται σήμερον· της γαρ
προμήτορος η παγγενής κατάρα διαλέλυται, τω βλαστώ της αγνής Θεομήτορος· ην
πάσαι αι Δυνάμεις, των ουρανών μεγαλύνουσιν.
Ερμηνεία.
Απορίας άξιον
είναι· διατί ο ιερός Κοσμάς, τας μεν άλλας Ωδάς τόσον του παρόντος Κανόνος,
όσον και των άλλων αυτού Κανόνων μοναπλάς εποίησε, την δε εννάτην ταύτην διπλήν
εσύνθεσεν; Ο μεν ουν Θεόδωρος ο καλούμενος Πτωχός Πρόδρομος ο των ασματικών
Κανόνων εξηγητής λέγει, ότι επειδή ετελείωσαν τα στοιχεία της ακροστιχίδος του
παρόντος Κανόνος, έμειναν δε και άλλαι ιστορίαι περί του Σταυρού
διαλαμβάνουσαι, τούτου χάριν ο Μελωδός, μη υποφέρων να αφήση και εκείνας, δια
τούτο προσέθηκε και δευτέραν εννάτην Ωδήν, φυλάττων την ιδίαν ακροστιχίδα και
αρχίζων τον Ειρμόν ταύτης από το τελευταίον Τροπάριον της ογδόης Ωδής, ίνα και
τας ιστορίας εκείνας συμπεριλάβη· απίθανος όμως είναι η γνώμη αύτη· καθότι την
ιστορίαν της Μερράς, όπου ανέφερε πρότερον ο Μελωδός εν τη δ΄ Ωδή, ειπών
«Πικρογόνους μετέβαλε», ταύτην την ιδίαν αναφέρει και εν τη εννάτη ταύτη Ωδή,
λέγων «Μη την πικρίαν την του ξύλου εάσας αναιρέσιμον, Κύριε, δια Σταυρού
τελείως εξήλειψας. Όθεν και ξύλον έλυσέ ποτε πικρίαν υδάτων Μερράς, προτυπούν
του Σταυρού την ενέργειαν». Ομοίως και την ιστορίαν του εν Ουρανώ φανέντος
σημείου του Σταυρού επί Κωνσταντίνου, την οποίαν ανέφερεν εν τη πρώτη Ωδή,
ειπών: «Υπέδειξεν Ουρανός του Σταυρού το τρόπαιον», αυτήν την ιδίαν λέγω
αναφέρει και εν τη εννάτη ταύτη Ωδή, λέγων «Ίνα τον τύπον αποδείξης τω Κόσμω
προσκυνούμενον, Κύριε», και τα εξής. Όθεν πιθανωτέρα είναι η γνώμη, την οποίαν
αναφέρει περί τούτου ο σοφός Ιωάννης ο Ζωναράς· ήτις περιέχεται εν βίβλω
χειρογράφω της ιεράς και μεγίστης Λαύρας του εν αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου·
εν η εκτίθεται παρά του αυτού Ζωναρά μία πλατεία ερμηνεία εις τους οκτωήχους
αναστασίμους Κανόνας Ιωάννου του Δαμασκηνού. Έστι δε τοιαύτη η γνώμη εκείνου:
λόγος, λέγει, εκ παραδόσεως έφθασεν εις ημάς, ότι ο θείος Κοσμάς, αφ΄ ου
εσύνθεσε τον παρόντα Κανόνα του Σταυρού, παρέδωκεν αυτόν εις τας Εκκλησίας του
Θεού δια να τον ψάλλουσιν. Όθεν έφθασε και έως εις την Πόλιν της Αντιοχείας.
Μίαν φοράν δε πηγαίνων ο Άγιος εις την Αντιόχειαν, ήλουσε να ψάλλουν τον Κανόνα
οι εκεί ευρισκόμενοι, έξω από το μέλος εκείνο, προς το οποίον αυτός τον
ετόνησεν· ήτον γαρ και της Μουσικής έμπειρος. Όθεν είπεν εις εκείνους, ότι
ψάλλουν τον Κανόνα παρεφθαρμένως, και όχι καθώς τον ετόνισεν ο τούτου Ποιητής.
Εκείνοι δε μη ηξεύροντες τον άνδρα, και πως; Απεκρίθησαν, πως; Καλύτερα
ηξεύρεις συ από ημάς το μέλος του Κανόνος; Ο δε θείος Πατήρ πάλιν είπεν εις
εκείνους μετά ημερότητος, ότι ο Κανών εντέχνως ου ψάλλεται. Επειδή δε εκείνοι
περισσότερον εφιλονείκουν και ετραχύνοντο· τούτου χάριν ο Μουσουργός Κοσμάς
ηναγκάσθη να φανερώση, ότι αυτός είναι ο του Κανόνος Ποιητής. Αλλ΄ εκείνοι
πάλιν εδυσπίστουν, και, τότε θέλομεν γνωρίση, είπον, ότι συ είσαι ο τούτου
Ποιητής, αν και έμπροσθεν ημών συνθέσης και άλλο τι τοιούτον μελώδημα. Τότε ο
θεσπέσιος Μελωδός εμελούργησε και δευτέραν εννάτην Ωδήν, την παρούσαν δηλαδή,
και ετόνησεν αυτήν μουσικώτατα. Προς περισσοτέραν δε πληροφορίαν των
φιλονεικούντων, εμεταχειρίσθη το τελευταίον Τροπάριον της ογδόης Ωδής
ακροστιχίδα της δευτέρας ταύτης εννάτης, και είπεν ούτως, ότι ο θάνατος, όπου
επροξενήθη εις το γένος των ανθρώπων δια μέσου της βρώσεως του απηγορευμένου
ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, αυτός, λέγω, κατηργήθη σήμερον δια μέσου
του ξύλου του ζωοποιού Σταυρού. Όρα δε, ότι κατά τον ρηθέντα Ζωναράν, ο θείος
Κοσμάς ευθύς από την αρχήν του Ειρμού τούτου αναιρεί την αίρεσιν του τε Πελαγίου
και του μαθητού αυτού Κελεστίου. Ούτοι γαρ, ως μαρτυρεί ο θείος Αυγουστίνος
Κεφ. Ε΄ και Στ΄ περί Προπατορικής αμαρτίας, εφρόνουν, ότι ο Αδάμ εξ αρχής
επλάσθη παρά Θεού θνητός· Ώστε καν παρέβαινε την εντολήν του Θεού, καν μη
παρέβαινεν, έμελλε να αποθάνη· μη ακούοντες οι άφρονες του Σολομώντος όπου
λέγει: «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησε… φθόνω δε Διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον
Κόσμον» (Σοφ. α΄ 13, β΄ 24)· εφθόνησε
γαρ ο μιαρός και τον Θεόν, δια να μη φανερωθή η δύναμις αυτού θεοποιούσα τον
άνθρωπον, και τον άνθρωπον, δια να μη γένη της του Θεού δόξης μέτοχος· καθώς
αποφαίνεται ο θεοφόρος Μάξιμος λέγων: «Φθονών τω Θεώ και ημίν ο Διάβολος, δόλω
τον άνθρωπον υπό Θεού φθονείσθαι παραπείσας, παραβήναι την εντολήν παρεσκεύασε·
τω Θεώ μεν, ίνα φανερά μη γένηται κατ΄ ενέργειαν η πανύμνητος αυτού δύναμις
θεουργούσα τον άνθρωπον· τω δε ανθρώπω προδήλως, ίνα μη γένηται της θείας εν
είδει κατ΄ αρετήν μέτοχος δόξης· φθονεί γαρ ο μιαρώτατος, ου μόνον ημίν της επί
τω Θεώ δια την αρετήν δόξης, αλλά και τω Θεώ, της εφ΄ ημίν δια την σωτηρίαν
πανυμνήτου δυνάμεως» (Κεφ. μη΄ της στ΄ εκατοντάδος των θεολογικών). Όθεν η αγία
και τοπική Σύνοδος εν Καρθαγένη ανεθεμάτισε τους τούτο φρονούντας εν τω ΡΚ΄
Κανόνι αυτής ούτως ειπούσα: «Ήρεσεν, ίνα, όστις λέγει τον Αδάμ τον πρωτόπλαστον
άνθρωπον, θνητόν γενόμενον ούτως, ως είτε αμαρτήσοι, είτε μη αμαρτήσοι,
τεθνήξεται εν τω σώματι: τουτέστιν εξελθείν εκ του σώματος, μη τη αξία της
αμαρτίας, αλλ΄ εν τη ανάγκη της φύσεως, ανάθεμα είη». Ταύτην λοιπόν την αίρεσιν
ανατρέπων ο δογματικώτατος θείος Κοσμάς είπεν: «Ο δια βρώσεως του ξύλου τω
γένει προσγενόμενος θάνατος». Προσγενόμενος γαρ ειπών, εφανέρωσεν, ότι δεν ήτον
ο θάνατος εις τον άνθρωπον εκ φύσεως, αλλά προσεγένετο: τουτέστιν ύστερον
ηκολούθησεν έξωθεν εις αυτόν δια την βρώσιν του ξύλου. Ει δε απορή τινάς, πως
εδώ ο Μελωδός είπεν, ότι δια της βρώσεως του ξύλου προσεγένετο ο θάνατος, εν ω
η θεία Γραφή λέγει, ότι οι πρωτόπλαστοι έφαγον από τον καρπόν του ξύλου; (Γέν.
γ: 6). Ημείς αποκρινόμεθα, ότι τούτο όπου λέγει ο θείος Μελωδός, λέγει ομοίως
και η θεία Γραφή· και εκεί γαρ έφη ο Θεός τω Αδάμ: «Από παντός ξύλου του εν τω
Παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου
φάγεσθε απ΄ αυτού» (Γέν. β: 16). Όθεν κατά σχήμα συνεκδοχής τούτο είρηται, του
αιτίου λαμβανομένου αντί του αιτιατού: τουτέστι του ξύλου, αντί του καρπού του
ξύλου. Κατήργηται λοιπόν ο θάνατος: ήτοι αργός και άπρακτος έμεινεν· επειδή δεν
εδυνήθη να κρατήση εν τω τάφω το ζωοποιόν σώμα του Κυρίου, και να παραδώση αυτό
εις διαφθοράν: ήτοι εις λύσιν των σαρκών και αρμονιών του σώματος, ούτε εις
καταφθοράν: τουτέστιν εις διάλυσιν και αυτών των οστέων του σώματος. Ποία δε
ήτον η κατάρα της προμήτορος Εύας; Αποκρίνεται ο Ζωναράς, ότι ήτον το «Γη ει
και εις γην απελεύση» (Γέν. γ: 19). Η κατάρα γαρ αύτη μ΄ όλον ότι ερρέθη από
τον Θεόν κατά του Αδάμ, όμως και κατά της Εύας μάλλον εγένετο, επειδή και η Εύα
έγινεν εις τον Αδάμ αιτία της παραβάσεως. Παγγενής δε ωνομάσθη η κατάρα αύτη,
επειδή δια των πρωτοπλάστων επροχώρησεν εις όλον το γένος των ανθρώπων. Κατάρα
δε της Εύας δύναται να νοηθή και το «Εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γέν. γ: 16)· η
οποία και αυτή παγγενής εγένετο· καθότι εξηπλώθη εις κάθε γεννώσαν γυναίκα.
Αύται δε και αι δύο κατάραι διελύθησαν από τον βλαστόν: ήτοι από τον Μονογενή
Υιόν της αγνής Θεομήτορος· η μεν γαρ κατάρα του: «Γη ει, και εις γην απελεύση»
διελύθη, επειδή αποθανών ο Κύριος ανέστη, και πλέον δεν θέλει αποθάνη, κατά τον
Παύλον «Χριστός γαρ, φησίν, εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει» (Ρωμ. στ:9)
η δε κατάρα του: «Εν λύπαις τέξη τέκνα» διελύθη, επειδή και η Παρθένος
γεννήσασα τον Κύριον, χωρίς πόνους και λύπας Αυτόν εγέννησε. Δια τούτο λοιπόν
την παρθένον ταύτην μεγαλύνομεν, όχι μόνον ημείς οι άνθρωποι, αλλά και όλαι αι
Δυνάμεις των Ουρανών, επειδή και εκείναι είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι, κατά
τον Θεολόγον Γρηγόριον. Μεγαλύνουσι δε, είπε, και ουχί ευφημούσι ή υμνούσι· δια
να φανερώση, ότι η Ωδή αύτη είναι η εννάτη της Θεοτόκου, ης η αρχή εγένετο από
του : «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον». Πάσαι δε αι Δυνάμεις, είπεν, όχι μόνον
δηλαδή αι των εννέα ταγμάτων των ημίν γνωρίμων· αλλά και αι άλλαι αι παρ΄ ημίν
ανώνυμοι και αγνώριστοι. Έφη γαρ ο Παύλος ο των απορρήτων θεατής τε και
ακουστής, περί Χριστού ομιλών: «Εκάθισε τον Χριστόν ο Πατήρ εν δεξιά Αυτού
υπεράνω πάσης Αρχής και Εξουσίας και Δυνάμεως και Κυριότητος και παντός
ονόματος ονομαζομένου ου μόνον εν τω αιώνι τούτω αλλά και εν τω μέλλοντι» (Εφ.
α: 21). Αρμόζει δε ο Ειρμός ούτος και
εις εσέ, αγαπητέ αναγνώστα· διότι καθώς ο Αδάμ φαγών από το γλυκό ξύλον της
γνώσεως, έπεσεν εις την φθοράν και τον θάνατον, ούτω και συ τρώγων και πίνων
φαγητά νόστημα και γλυκέα, πίπτεις εις τον θάνατον της αμαρτίας. Ας μη σε
πλανήση λοιπόν η γλυκύτης και ηδονή των φαγητών· αύτη γαρ φθάνει έως εις μόνον
τον λάρυγγα· αφ΄ ου δε τα φαγητά περάσουν τον λάρυγγα, και καταβούν εις την
κοιλίαν, τότε χάνεται όλη η γλυκύτης και ηδονή των. Όθεν ο Θεολόγος Γρηγόριος
είπεν, ότι τα φαγητά αφ΄ ου περάσουν τον
λαιμόν, είναι όλα ομότιμα, καθότι όλα ομού χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν, γίνονται κόπρος
και εις αφεδρώνα εκβάλλονται. Διο και ο Παύλος είπε: «Τα βρώματα τη κοιλία, και
η κοιλία τοις βρώμασιν· ο δε Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει» (α΄ Κορ. στ:
13)· ήτοι τα μεν βρώματα μετά την φυσικήν περίοδον της χωνεύσεως, εκ του
αφεδρώνος εξέρχονται· η δε κοιλία μένει πάλιν κενή ως το πρότερον. Έχε λοιπόν,
αδελφέ, εις την ενθύμησίν σου πάντοτε, τον Ησαύ και τον Ιωνάθαν τον υιόν του
Σαούλ· ο μεν γαρ Ησαύ δια ολίγην φακήν επώλησε τα πρωτοτόκια του εις τον
αδελφόν του Ιακώβ· όθεν και κατηγορείται από τον Απόστολον Παύλον, όστις
παραγγέλλει εις τους Χριστιανούς και λέγει: «Μη τις πόρνος (έστω) ή βέβηλος ως
Ησαύ, ος αντί βρώσεως μιας απέδοτο τα πρωτοτόκια αυτού» (Εβρ. ιβ: 16), ο δε
Ιωνάθαν δια ολίγον μέλι εκινδύνευσε να αποθάνη· διο και θρηνών έλεγε:
«Γευσάμενος εγευσάμην εν άκρω τω σκήπτρω τω εν τη χειρί μου βραχύ μέλι, και
ιδού εγώ αποθνήσκω» (α΄Βασιλ. 14: 43). Θέλεις να καταλάβης, αγαπητέ, πόσον
ολέθριον είναι το να επιθυμής φαγητά τρυφηλά και γλυκέα και νόστιμα; Μάθε από
το παράδειγμα του Αδάμ, όστις δια την γλυκείαν βρώσιν του απηγορευμένου ξύλου,
και αυτός απέθανε, και το γένος του όλον έγινεν αίτιος να αποθάνη. Μάθε τούτο
και από τον ολόκληρον λαόν του Ισραήλ· ούτος γαρ επειδή επεθύμησε κρέατα και
οψάρια και σκόρδα και κρομμύδια και πράσα και αγγούρια και πεπόνια, τα οποία
έτρωγον εις την Αίγυπτον· δια τούτο παρεχώρησεν ο Θεός και έπεσεν εις αυτόν
πληγή μεγάλη και θάνατος, και τα μνήματα, όπου ενταφιάσθη, ωνομάσθησαν μνήματα
της επιθυμίας: «Τα κρέα, φησίν, έτι ην εν τοις οδούσιν αυτών πρινή εκλείπειν,
και Κύριος εθυμώθη εις τον λαόν, και επάταξε Κύριος τον λαόν πληγήν μεγάλην
σφόδρα, και εκλήθη το όνομα του τόπου εκείνου, Μνήματα της επιθυμίας, ότι εκεί
έθαψαν τον λαόν τον επιθυμητήν» (Αριθ. ια: 33). Και λοιπόν επειδή έμαθες,
αδελφέ, πόσον παιδεύει ο Θεός τους επιθυμούντας τα ηδονικά και τρυφηλά φαγητά,
αναπαύου και αρκού εις εκείνα τα φαγητά, όπου σοι ευρίσκονται, ευχαριστών τον
Κύριον και μη γογγύζων. Εάν γαρ ούτω ποιής, ήξευρε, ότι ο Κύριος ευφραινόμενος
εις την ευχάριστον διάθεσιν της καρδίας σου, ευρίσκεται παρών αοράτως, και
ευλογεί την τράπεζάν σου, και ποιεί νόστιμα τα φαγητά της, αν και είναι ευτελή
και λιτά. Επάνω δε εις όλα ενθυμού πάντοτε εκείνο όπου σοι παραγγέλλει ο σοφός
Σειράχ· ότι, αν συ δώσης εις την επιθυμίαν σου τα φαγητά όπου θέλει, έχει να σε
κάμη περίπαιγμα των εχθρών σου Δαιμόνων. Διότι τα ηδονικά φαγητά προξενούν
γαργαλισμούς εις τα πάθη, και ρίπτουν τον άνθρωπον εις πορνείας και ασελγείας:
«Οπίσω των επιθυμιών σου μη πορεύου και από των ορέξεών σου κωλύου. Εάν
χορηγήσης τη ψυχή σου ευδοκίαν επιθυμίας, ποιήσει σε επίχαρμα των εχθρών σου. Μη
ευφραίνου επί πολλή τρυφή, μηδέ προσδεθής συμβολή αυτής» (Σειρ. ιη: 30-32).
Ενθυμού δε και το του Χρυσορρήμονος λέγοντος εύκαιρον νυν ειπείν εκείνο το του
σοφού: «Τις ελεήσει επαοιδόν οφιόδηκτον και πάντας τους προσάγοντας θηρίοις
εαυτούς; (Σειρ. ιβ: 13) ήτοι ουδείς· θηρίον γαρ εστιν η τρυφή, θηρίον χαλεπόν
και ατίθασσον. Και ουχ ούτω σκορπίος ή όφις τοις σπλάγχνοις ημών εγκαθήμενος
λυμαίνεται πανταχόσε, ως η της τρυφής επιθυμία πάντα ανατρέπει και απόλλυσι·
τοις μεν γαρ θηρίοις εκείνοις μέχρι του σώματος η επιβουλή· αύτη δε όταν
εγκαθεσθή, μετά του σώματος και την ψυχήν προσαπόλλυσι· διόπερ φύγωμεν απ΄
αυτής» (Λόγω στ΄ περί Προνοίας· τόμω στ΄ ου η αρχή, φάγωμεν και πίωμεν).
Τροπάριον .
Μη την πικρίαν
την του ξύλου, εάσας αναιρέσιμον Κύριε, δια Σταυρού τελείως εξήλειψας. Όθεν και
ξύλον έλυσέ ποτε, πικρίαν υδάτων Μερράς, προτυπούν του Σταυρού την ενέργειαν·
ην πάσαι αι Δυνάμεις, των ουρανών μεγαλύνουσιν.
Ερμηνεία.
Η ερμηνεία του
παρόντος Τροπαρίου αύτη εστί. Συ, λέγει, ω Κύριε, δεν αφήκες την πικράν εκείνην
γεύσιν του απηγορευμένου ξύλου να είναι αναιρέσιμος: ήγουν φθαρτική και
θανατηφόρος της ανθρωπίνης φύσεως· αλλά δια μέσου του Σταυρού τελείως αυτήν
εξήλειψας και ηφάνισας. Και όρα σοφίαν του Δεσπότου Χριστού· πως ως πάνσοφος
ιατρός με τα εναντία ιατρεύει τα εναντία· η γαρ γεύσις του απηγορευμένου ξύλου
εφάνη μεν κατά το σώμα γλυκεία, κατά δε την ψυχήν ήτον πικρά και ανυπόφορος· η
δε γεύσις της χολής και της σμύρνης, την οποίαν εποτίσθη επί Σταυρού ο Κύριος,
ήτον μεν πικρά κατά την αίσθησιν και το σώμα, γλυκυτάτη δε κατά την ψυχήν και
το πνεύμα· καθότι αυτή διέλυσε την πικράν εκείνην γεύσιν του απηγορευμένου
ξύλου. Δια τούτο και τον παλαιόν καιρόν, ξύλον εδιάλυσε την πικρίαν του νερού
της Μερράς· ίνα προτυπώση την ενέργειαν του ξύλου του Σταυρού, οστις εγλύκανε
την πικράν γεύσιν του απηγορευμένου ξύλου, από το οποίον έφαγεν ο Αδάμ· καθώς
περί της ιστορίας ταύτης είπομεν εν τη ερμηνεία του Τροπαρίου της τετάρτης
Ωδής, του λέγοντος «Πικρογόνους μετέβαλε ξύλω Μωϋσής» και τα εξής. Αλλά και συ,
αδελφέ, απέχου από τας σαρκικάς ηδονάς, αι οποίαι φαίνονται μεν γλυκείαι κατά
την αίσθησιν και το σώμα, κατά την ψυχήν όμως είναι τη αληθεία πικρότεραι και
αυτής της χολής. Όθεν είπεν ο Σολομών περί της πόρνης γυναικός: «Μέλι αποστάζει
από χειλέων γυναικός πόρνης, ή προς καιρόν λιπαίνει σον φάρυγγα, ύστερον μέντοι
πικρότερον χολής ευρήσεις» (Παρ. ε: 4).
Τροπάριον.
Αδιαλείπτως
βαπτομένους, τω ζόφω του Προπάτορος Κύριε, δια Σταυρού ανύψωσας σήμερον· ως γαρ
τη πλάνη άγαν ακρατώς, η φύσις προκατηνέχθη, παγκλήρως ημάς πάλιν ανώρθωσε, το
φως το του Σταυρού σου· ον οι πιστοί μεγαλύνομεν.
Ερμηνεία.
Επειδή δύο κακά ηκολούθησαν εις τους ανθρώπους
δια μέσου της παρακοής του Αδάμ: σκότος και πτώσις· δια τούτο ακολούθως και δύο
αγαθά ηκολούθησαν εις αυτούς δια μέσου του τιμίου Σταυρού: φως και ανόρθωσις.
Όθεν περί των τεσσάρων τούτων διαλαμβάνει ο ιερός Κοσμάς εν τω Τροπαρίω τούτω,
και λέγει, ω Κύριε Ιησού Χριστέ, συ σήμερον ανύψωσας: ήτοι έκβαλες έξω εις το
φως της θεογνωσίας όλους ημάς τους ανθρώπους, οίτινες πάντοτε εβαπτόμεθα και
εβυθιζόμεθα μέσα εις το σκότος της του προπάτορος Αδάμ παραβάσεως· διότι όχι
πέντε ή δέκα, όχι εκατόν ή χίλιοι, όχι τόσαι χιλιάδες ή μυριάδες ή μιλλιώνια,
αλλά όλη ομού όλη η φύσις των ανθρώπων έπεσε πολλά ακράτητα πρότερον από την
πλάνην της ειδωλολατρείας και αμαρτίας. Και καθώς χάριν λόγου, όταν μία
μεγαλοτάτη πέτρα πέση από κανένα υψηλόν βουνόν, κινείται ακράτητα, και δεν
στέκει τελείως· αλλά σύρουσα μαζί και ό,τι άλλο ευρεθή έμπροσθέν της, εκεί
μόνον στέκει, όπου εύρη τον κατώτατον πάτον της γης· ούτω και η μεγάλη αμαρτία
του Αδάμ, και η δι΄ εκείνης πλάνη, αρχίσασα μέσα από τον εν Εδέμ Παράδεισον,
δεν εστάθη ολότελα, αλλά και όλην την φύσιν των ανθρώπων σύρουσα, εκατέβασεν
αυτήν μέσα εις τα του Άδου κατώτατα. Όθεν κακώς η ανθρωπίνη φύσις έπεσε
πρότερον· ούτω πάλιν εξ εκείνης της κατωτάτης πτώσεως ανώρθωσεν αυτήν
παγκλήρως: ήτοι με όλον το γένος μας. Ποίος δε την ανώρθωσεν; Το φως δηλαδή του
τιμίου Σταυρού σου. Ανάρμοστον δε είναι το λέγειν, ότι το φως του Σταυρού
ανώρθωσεν ημάς· αρμόδιον δε μάλλον ήτον, εάν ήθελεν ειπή, ότι η ράβδος ή η
βακτηρία του Σταυρού ανώρθωσεν ημάς· καθότι ο ζητών τινά να ανορθώση, ουχί με
φως αυτόν ανορθοί, αλλά με χέρι ή με ράβδον τυχόν ή με βακτηρίαν ή με τοιούτον
άλλο. Ο μεν ουν Πτωχοπρόδρομος θεραπεύων την τοιαύτην αναρμοστίαν λέγει, ότι
επειδή ο Μελωδός είπεν ανωτέρω ζόφον, δια τούτο κατωτέρω είπε φως, το εναντίον
του ζόφου· την δε βοήθειαν και οδηγίαν του φωτός ωνόμασεν ανόρθωσιν του
πεπτωκότος. Χάριν παραδείγματος, όταν ένας ευρίσκεται πεσμένος μέσα εις τόπον
σκοτεινόν· εάν έλθη εκεί φως, ευθύς διαλύει το σκότος, και δείχνει εις τον
πεπτωκότα την οδόν και τον τρόπον, πως εκείθεν να ανορθωθή. Και λοιπόν με
τοιούτον τρόπον, αν ειπή τινάς, ότι το φως ανορθοί, ουδόλως αμαρτάνει. Χρήσιμον
δε είναι και εις εσέ, αγαπητέ, το νόημα
του Τροπαρίου τούτου· διότι σκοτίζει τον νουν, ζοφώνει την καρδίαν, και
ταράττει όλην την εσωτερικήν διάθεσιν του ανθρώπου. Επειδή ο πρωταίτιος και
παρακινητής αυτής Διάβολος, είναι αυτόχρημα σχεδόν ζόφος και σκότος· καθώς
αυτόν ωνόμασεν ο Κύριος ειπών: «Αλλ΄
αύτη υμών εστιν η ώρα και η εξουσία του σκότους» (Λουκ. κβ: 53). Όθεν οι την
αμαρτίαν εργαζόμενοι, εν τω σκότει κάθηνται: «Καθήμενοι γαρ, φησίν, εν σκότει
σκότος βλέπουσι» (Ησ. μβ: 7) και «Σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών του μη
βλέπειν» (Ψαλμ. ξη: 24)· και εν τω σκότει
περιπατούσιν: «Εν σκότει διαπορεύονται» (Ψαλμ. πα: 5)· αν και φαίνωνται, ότι βλέπουσι το αισθητόν τούτο φως,
καθώς βλέπουσιν αυτό και τα άλογα ζώα. Δεύτερον μανθάνεις από το Τροπάριον τούτο,
ότι η αμαρτία είναι βαρεία· και όσους κατασύρη εις τον κρημνόν της, αυτοί πάλιν
πρέπει να σηκώνωνται ταχέως από εκεί δια της μετανοίας. Πρέπει λοιπόν, αδελφέ,
προηγουμένως μεν να φεύγης με όλας σου τας δυνάμεις από κάθε αμαρτίαν, δια να
μη σκοτισθής από αυτήν και τυφλωθής κατά τον νουν, και ούτω γένης παίγνιον των
εχθρών σου Δαιμόνων· καθώς έγινε παίγνιον των αλλοφύλων και ο ανδρείος εκείνος
Σαμψών, αφ΄ ου ετυφλώθη. Και παρακάλει τον Κύριον, να σε λυτρώση από το σκότος
αυτό της αμαρτίας, με το φως της θείας Του χάριτος, λέγων το του Δαβίδ: «Κύριε
ο Θεός μου, φωτιείς το σκότος μου» (Ψαλμ. ιζ; 29) και βέβαια αυτός, όπου
εξανατέλλει εν σκότι φως τοις ευθέσι, κατά τον ίδιον Δαβίδ (Ψαλμ. ρια: 4),
θέλει σε ελευθερώσει από παντός πράγματος εν σκότει διαπορευομένου (Ψαλμ. ψ:
6). Εάν όμως από συναρπαγήν του νοός και ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως,
κρημνισθής εις κανένα λάκκον της αμαρτίας, ειπέ εκείνο το του Ιερεμίου : «Μη ο
πίπτων ουκ ανίσταται;» (Ιερ. η: 4): ήτοι ναι ανίσταται· και το του Μιχαίου
«Πέπτωκα και αναστήσομαι» (Μιχ. ζ: 8). Όθεν δράμε
νοερώς εις τον Ιησούν Χριστόν, και βόησον προς αυτόν εκ βάθους καρδίας και
πίστεως «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, πρόφθασον και ανόρθωσόν με εκ του
λάκκου τούτου της αμαρτίας» και βέβαια «ο ανορθώσας την οικουμένην εν τη σοφία
αυτού, κατά τον Ιερεμίαν»(Ιερ. ι: 12) και ο ανορθών πάντας τους κατεραγμένους,
κατά τον Δαβίδ (Ψαλμ. ρμδ: 15), αυτός έχει να σε ανορθώση από τον λάκκον της
αμαρτίας· καθώς ανώρθωσε και την συγκύπτουσαν εκείνην γυναίκα, την μη δυναμένην
ανακύψαι εις το παντελές, ειπών αυτή «Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου»
(Λουκ. ιγ: 13), επάνω εις την οποίαν έβαλε τας χείρας, και παρευθύς ανωρθώθη,
και εδόξαζε τον Θεόν. φυσικόν γαρ ιδίωμα έχει ο φιλανθρωπότατος Δεσπότης, να μη
παραβλέπη τους πίπτοντας εν αμαρτίαις και παρακαλούντας να ανορθωθούν. Όθεν και
εις εσέ θέλει δώσει χείρα βοηθείας. Διότι, αν ο άνθρωπος σπλαγχνίζεται τα άλογα
ζώα, και όταν εκείνα πέσουν εις κανένα λάκκον, αυτός τα πιάνει και τα εκβάλλει
έξω, κατά την παραβολήν του Κυρίου: «Τις έσται εξ υμών άνθρωπος ος έξει
πρόβατον εν και εάν εμπέση τούτο τοις Σάββασιν εις βόθυνον, ουχί κρατήσει αυτό
και εγερεί; Πόσω ουν διαφέρει άνθρωπος προβάτου» (Ματθ. ιβ: 11), αν, λέγω, ο
άνθρωπος δείχνη τόσην ευσπλαγχνίαν εις το ζώον, πόσω μάλλον και ασυγκρίτως ο
πολυέλεος Κύριος σπλαγχνίζεται και συμπονεί το πλάσμα των χειρών Του, τον
άνθρωπον, δια την σωτηρίαν του οποίου ήλθεν από τους Ουρανούς και έγινεν
άνθρωπος και έχυσε το πανάγιον αίμα Του; Όθεν υπόσχεται δια του Ησαϊου λέγων:
«Το δε σωτήριόν μου εις τον αιώνα έσται» (Ησ. να: 6)· και εν Ευαγγελίοις: «ου
γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ: 13).
Τροπάριον.
Ίνα τον τύπον
υποδείξης, τω κόσμω προσκυνούμενον Κύριε, τον του Σταυρού εν πάσιν ως ένδοξον,
εν ουρανώ εμόρφωσας, φωτί απλέτω ηγλαϊσμένον, Βασιλεί πανοπλίαν αήττητον· ην
πάσαι αι Δυνάμεις, των ουρανών μεγαλύνουσιν.
Ερμηνεία.
Και εδώ αναφέρει
ο Πρόεδρος Μαϊουμά την ιστορίαν εκείνην, όπου ανέφερεν εν τη πρώτη Ωδή, κατά το
Τροπάριον εκείνο το λέγον «Υπέδειξεν Ουρανός του Σταυρού το Τρόπαιον» ήγουν την
ιστορίαν του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού εις τον μέγαν και
ισαπόστολον Κωνσταντίνον. Όθεν και λέγει: ω Κύριε, θέλων συ να δείξης εις τον
Κόσμον, ότι ο τύπος του Σταυρού σου πρέπει να προσκυνήται από όλους, ως ένδοξος
και γεμάτος από κάθε δόξαν· φυσικώ γαρ τω τρόπω κάθε ένδοξον έλκει τους
ανθρώπους εις το να το προσκυνούν· τούτου χάριν εμόρφωσας αυτόν τον Σταυρόν εν
τω ουρανώ, κατηγλαϊσμένον με φως άπλετον: ήγουν άπειρον και αμέτρητον· (Άπλετον
δε λέγεται εκείνο το πράγμα, έξω του οποίου δεν ημπορεί να εύρη τινάς πλέον:
ήτοι περισσότερον) δια να είναι ο Σταυρός αυτός μία ανίκητος αρματοθήκη εις τον
Βασιλέα και αυτοκράτορα Κωνσταντίνον. Kαι βλέπε, ω αναγνώστα, την μεγαλειότητα του θαύματος. δεν
εμόρφωσεν ο Θεός τον τύπον του Σταυρού εις κανένα στενόν τόπον και μικρόν
χωρίον της γης· διότι ούτως ήθελαν τον ιδή και τον προσκυνήση μόνοι οι εν
εκείνω τω τόπω κατοικούντες και ευρισκόμενοι άνθρωποι· ουδέ εμόρφωσεν αυτόν
επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης· διότι και ούτως ήθελαν τον ιδή μόνοι οι εν τη
θαλάσση πλέοντες, και ακολούθως μόνοι εκείνοι ήθελαν τον προσκυνήση· αλλά τον
εμόρφωσεν υψηλά, επάνω εις το υπέρ γην ημισφαίριον του ουρανού· και ουχί εν
καιρώ νυκτός, αλλά εν ημέρα· και ουκ εν ημέρα μόνον, αλλ΄ εν αυτώ τω μεσημερίω·
ουχί εξαστράπτοντα με ένα ολίγον φως, αλλά με ένα φως αμέτρητον και
απεριόριστον. Δια τι δε ταύτα πάντα εποίησεν ο Θεός; Δια να ιδή όλος ο Κόσμος
τον τύπον του Σταυρού Του, και να προσκυνήσουν αυτόν. Καθώς γαρ, όταν ο ήλιος
λάμπη εν τω ουρανώ κατά την ώραν του μεσημερίου, κάθε άνθρωπος, όπου έχει
οφθαλμούς, από κάθε μέρος βλέπει τον δίσκον του, με το να μη εμποδίζη κανένα
πράγμα την εις ουρανόν εκείνου ανάβλεψιν· ούτω, λέγει, και συ νοητέ Ήλιε
Χριστέ, με τοιαύτην και τοσαύτην δόξαν εζωγράφησας εις τους ουρανούς τον τύπον
του τιμίου Σταυρού Σου· ένα μεν, δια να προσκυνήται από όλους· άλλο δε, δια να
έχη τούτον ο ευσεβέστατος Βασιλεύς Κωνσταντίνος μίαν αρματοθήκην ανίκητον, ως
προείπομεν, κατά των απίστων Βαρβάρων. Και καθώς μία μεγάλη πέτρα δεν έχει
τόσην δύναμιν, όταν ρίπτεται από τα κάτω εις τα άνω· αλλ΄ όταν πίπτη από τα άνω
εις τα κάτω, προξενεί μεγάλην φθοράν· ή καθώς ο κεραυνός και το αστραποπελέκι,
πίπτον άνωθεν από τα σύννεφα, μεγάλην βλάβην προξενεί εκεί όπου πέση·
τοιουτοτρόπως και ο θείος Σταυρός, άνωθεν από το ύψος του ουρανού επί την γην
πίπτων, καταβάλλει, καταφθείρει, και αφανίζει πάντας τους Βαρβάρους, τους
εχθρούς μεν όντας της ευσεβείας, των πιστών δε Βασιλέων και Χριστιανών,
πολεμίους· και ούτως, ο του Κυρίου Σταυρός γίνεται τη αληθεία μία πανοπλία
ανίκητος εις όλους τους ορθοδόξους. Όθεν δίκαιον είχεν ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος
να ειπή: «Τον αοίδιμον Σταυρόν δίκαιον προσειπείν, ου μόνον γης, αλλά και
ουρανού έρεισμα τε και αγλάϊσμα· την γαρ Κτίσιν πάσαν ανέσχε, τοις μεν
υπερκοσμίοις χαράν, τοις δ΄ επιγείοις ελευθερίαν πρυτανεύσας, και τα διεστώτα
συνάψας» (Επιστολ. Λβ΄Βιβλ. Δ΄). θαυμαστόν δε είναι και το εγκώμιον, όπου
πλέκει εις τον Σταυρόν ο χρυσούς την ψυχήν και την γλώτταν Ιωάννης, ούτω λέγων:
«Ουκ αισχύνης, αλλά πολλού καυχήματος άξιος είη· τον Σταυρόν λέγω του Χριστού·
ουδέν γαρ ούτω της αυτού φιλανθρωπίας τεκμήριον μέγα, ουκ ουρανός, ου θάλαττα,
ου γη, ου το εκ μη όντων εις το είναι τα πάντα παραγαγείν, ου τα άλλα πάντα, ως
ο Σταυρός. Διο και ο Παύλος επ΄ αυτώ καυχάται, λέγων: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι,
ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Ομιλ. β΄ εις την β΄ προς
Τιμόθεον, προκειμένου ρητού, «Μη ουν επαισχυνθής το μαρτύριον του Κυρίου»).
Αλλά και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα
ασματικόν Κανόνα, ας ιδούμεν με τους νοερούς οφθαλμούς της καρδίας τον ένδοξον
και αγλαοπυρσόμορφον Σταυρόν του Κυρίου, και μετά χαράς και φόβου ας
προσκυνήσωμεν αυτόν· μετά φόβου μεν, διότι είμεθα αμαρτωλοί· μετά χαράς δε,
διότι ηξιώθημεν να λάβωμεν δι΄ Αυτού την σωτηρίαν· λέγει γαρ ο Χρυσορρήμων: «Το
του θανάτου σύμβολον (ο Σταυρός δηλαδή) εγένετο ευλογίας υπόθεσις πολλοίς, και
παντοδαπής ασφαλείας τείχος· διαβόλου καιρία πληγή· δαιμόνων χαλινός· κημός της
των αντικειμένων δυνάμεως. Τούτο θάνατον ανείλε· τούτο του Άδου τας χαλκάς
πύλας συνέκλασε· τους σιδηρούς μοχλούς συνέθλασε· της αμαρτίας τα νεύρα
εξέκοψεν· υπό καταδίκην κειμένην την οικουμένην άπασαν εξήρπασε· θεήλατον
φερομένην κατά της φύσεως της ημετέρας πληγήν ανέστειλε» (Λόγ. ότι Θεός ο
Χριστός Τομ. στ΄). Αλλά και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εν τη ερμηνεία της
Β΄ εντολής, παρακινεί τους Χριστιανούς εις την προσκύνησιν του τιμίου Σταυρού,
λέγων: «Ου μόνον δε την θείαν εικόνα του Χριστού προσκυνήσεις, αλλά και του
Σταυρού Αυτού τον τύπον· σημείον γαρ εστι μέγιστον, και τρόπαιον Χριστού κατά
του Διαβόλου και πάσης της αντικειμένης φάλαγγος. Διο και φρίττουσι και
φυγαδεύονται τούτον τυπούμενον ορώντες. Ούτος ο τύπος και προ του γενέσθαι το
πρωτότυπον, (ήτοι ο σταυρωθείς Χριστός καθό άνθρωπος) μεγάλως εν τοις Προφήταις
εδοξάσθη, και τα μέγιστα ετερατούργησεν· αλλά και επί της δευτέρας παρουσίας
του κρεμασθέντος εν αυτώ Κυρίου Ιησού Χριστού, μέλλοντος έρχεσθαι κρίναι ζώντας
και νεκρούς, ελεύσεται έμπροσθεν τούτο το μέγα και φρικτόν αυτού σημείον μετά
δυνάμεως και δόξης πολλής. Δόξασον ουν Αυτόν νυν, ίνα μετά παρρησίας προσβλέψης
τότε και συνδοξασθής αυτώ». Πρόδηλον δε, ότι ημείς προσκυνούντες τον Σταυρόν,
προσκυνούμεν ομού και τον εν αυτώ προσηλωθέντα σαρκί Χριστόν τον Θεόν ημών· ω η
δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω ζωοποιώ αυτού Πνεύματι,
νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
********************************************
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Χριστός
Βροτωθείς, ην όπερ Θεός, μένει.
Ερμηνεία.
Της Ακροστιχίδος
ταύτης το νόημα ερανίσθη ο Ιερός Μελωδός από την προς Φιλιππησίους επιστολήν
του μεγάλου Παύλου, όπου γράφει περί Χριστού του Υιού του Θεού ταύτα: «Ος εν
μορφή (ήτοι ουσία και φύσει) Θεού υπάρχων, ουχ΄ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα
Θεώ, αλλ΄ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. β: 6) σχεδόν γαρ τούτο το
νόημα περιέχει και η ακροστιχίς αύτη: δηλαδή ότι ο Υιός του Θεού, και μ΄ όλον
ότι έγινεν άνθρωπος, έμεινεν όμως πάλιν εκείνο, όπου ήτον προ των αιώνων: ήτοι
Θεός. Επειδή κατά την κοινήν δόξαν των Θεολόγων και όλης της του Χριστού
Εκκλησίας, ο Υιός του Θεού δεν έγινεν άνθρωπος κατά τροπήν ή αλλοίωσιν της
ατρέπτου και αναλλοιώτου αυτού Θεότητος, άπαγε! Αλλά κατά πρόσληψιν: τουτέστι
μένων αναλλοίωτος κατά την φύσιν της Θεότητος, προσέλαβεν εν τη εαυτού
υποστάσει την φύσιν της ανθρωπότητος· καθώς και έν τινι Τροπαρίω του εσπερινού
της παρούσης εορτής άδεται: «Όπερ μεμένηκε, και ο ουκ ην προσέλαβε»: τουτέστιν
ο Θεός Λόγος έμεινεν μεν εκείνο όπου ήτον: ήτοι Θεός, προσέλαβε δε εκείνο όπου
δεν ήτον: ήτοι τον άνθρωπον. Όθεν και ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει: «Ο Υιός του
Θεού γίνεται και Υιός ανθρώπου· ουχ ο ην μεταβαλών· άτρεπτος γαρ· αλλ΄ ο ουκ ην
προσλαβών· φιλάνθρωπος γαρ» (Λόγ. εις τα φώτα). Και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος
είπεν: «Ο Χριστός ην άτρεπτος μεν κατά την Θεότητα, άμεμπτος δε κατά την
ανθρωπότητα». Ήθελε δε απορήση τινάς, δια τι ο Μελωδός έγραψεν εν τη
ακροστιχίδι ταύτη το, μένη με η, εν ώ εχρειάζετο να γραφθή με ει δίφθογγον; Την
απορίαν ταύτην τινές μεν λύουσι λέγοντες, ότι ηναγκάσθη να γράψη τούτο με η,
δια το τελευταίον Τροπάριον το: «Ηκρίβωσε χρόνον», το οποίον ούτως έπρεπε να
γραφθή δια να συμφωνήση με το λόγιον του Ευαγγελίου, το λέγον: «Τότε Ηρώδης
λάθρα καλέσας τους Μάγους, ηκρίβωσε παρ΄ αυτών τον χρόνον του φαινομένου
αστέρος» (Ματθ. β: 7). Ο δε πτωχός Πρόδρομος ακριβέστερον λύει ταύτην λέγων,
ότι οι Ποιηταί έχουν συνήθειαν, όταν θέλουν να μεταχειρισθούν μακράν συλλαβήν
εις τα μέτρα των, τας μεν διφθόγγους παραιτούν, ως μη κυρίως και φύσει ούσας
μακράς, το δε η και ω προκρίνουν, ως φύσει όντα μακρά. Παράδειγμα δε τούτου
ικανόν έστω ο Ποιητής Όμηρος, όστις εν τη αρχή της Ιλιάδος του, περί Κάλχαντος
του ψευδομάντεως λαλών είπεν: «Ος ήδη τάτ΄ εόντα, τατ΄ εσσόμενα, πρότ΄ εόντα»·
το γαρ ήδη έπρεπε να γράφεται ήδει από του ήδειν· εκείνος δε παραιτήσας το ει
εμεταχειρίσθη το η. Και οι Αττικοί δε συνειθίζουν να προφέρουν το ει δια του η
και ι· όθεν το Βασιλείς και ιππείς, και άλλα εις εις λήγοντα ονόματα αυτοί
προφέρουσιν εις ης, ως Βασιλής και ιππής. Ομοίως και το είκαζον δια του η
προφέρουσιν, ως ήκαζον· και όρα τον Βαρίνον εν τη λέξει ήδεα. Διο και το μένη
εδώ κάλλιον είναι να υπογράφεται αττικώς, τρεπομένου του ε εις η και του ι
υπογραφομένου. Όρα δε και όσα είπομεν περί Ακροστιχίδος εν τη ερμηνεία της
ακροστιχίδος του Κανόνος του Σταυρού.
Ωδή α΄. Ήχος α΄. Ο Ειρμός.
Χριστός γεννάται·
δοξάσατε. Χριστός εξ Ουρανών· απαντήσατε. Χριστός επί γης· υψώθητε. Άσατε τω
Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Από ποίον άλλον
πρέπει να ζητούν άρτους οι χρείαν έχοντες τούτων, πάρεξ από τον αρτοπωλητήν; Ή
από ποίον πρέπει να λαμβάνουν οίνον οι εστερημένοι τούτου, πάρεξ από τον
οινοπώλην; Αλλά και οι χρείαν έχοντες νομίσματος χρυσού και αργυρού, από ποίον
άλλον πρέπει να ζητούν τούτο, ει μη από τον αργυραμοιβόν;(σαράφην). Ούτω
παρομοίως και οι θέλοντες να πανηγυρίζουν και να εγκωμιάζουν τας του Χριστού
εορτάς, από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν λόγους πανηγυρικούς και εγκώμια, πάρεξ
από τον τούτων πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν, τον μέγαν λέγω εν Θεολογία
Γρηγόριον; Διότι ούτος ο κατ΄ εξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, όχι μόνον
εστόλισε τας Δεσποτικάς εορτάς με τους ιδικούς του λόγους και τα εγκώμια, αλλ΄
έδωκεν άδειαν και εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τα ιδικά του λόγια και
ποιήματα με μίαν κλεψίαν επαινετήν και ακατηγόρητον· την οποίαν όποιος
εργάζεται, όχι μόνον δεν εντρέπεται, ως οι κλέπται των άλλων πραγμάτων, αλλ΄
εξεναντίας με την κλεψίαν αυτήν καλλωπίζεται. Τι λέγω; Ο Γρηγόριος ούτος νους
της Θεολογίας δεν έδωκε μόνον άδειαν εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τους
ιδικούς του λόγους, αλλά και ακόμη τους προσκαλεί με φιλαδελφίαν ανεκδιήγητον
εις το να φάγουν ακόρεστα τον νοητόν άρτον της σοφίας του, τον στηρίζοντα την
ψυχήν, και να πίουν τον γνωστικόν αυτού οίνον, τον ευφραίνοντα την καρδίαν,
φωνάζων με υψηλήν φωνήν τώρα μεν εκείνα τα της Σοφίας: «Έλθετε φάγετε τον εμόν
άρτον, και πίετε οίνον, ον κεκέρακα υμίν» (Παρ. θ: 5)· τώρα δε εκείνα τα της
Ασματιζούσης νύμφης: «Φάγετε πλήσιοι, και πίετε και μεθύσθητε αδελφοί» (Άσμ. Ε:
1) και άλλοτε εκείνα τα του Ησαϊου: «Οι διψώντες πορεύεσθε εφ΄ ύδωρ, και όσοι
μη έχετε αργύριον βαδίσαντες αγοράσατε και φάγετε άνευ αργυρίου και τιμής οίνον
και στέαρ» (Ησ. νε:1). Δια τούτο και ο θεσπέσιος Κοσμάς, ο των Ιερών εορτών
Ασματογράφος και Μουσηγέτης, μέλλων να πανηγυρίση τα σωτήρια Γενέθλια του
Κυρίου, αυτολεξεί εδανείσθη όλον τον παρόντα Ειρμόν από τον ρηθέντα μέγαν
πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν των εορτών Θεολόγον. Ούτω γαρ εκείνος προοιμοιάζει
εν τω εις την Χριστού Γέννησιν εγκωμίω αυτού: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε·
Χριστός εξ Ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε· άσατε τω Κυρίω πάσα η
γη». Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι κατά τον Άγ. Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον
σχολιαστήν του Θεολόγου Νικήταν και τον Πτωχόν Πρόδρομον τον εξηγητήν των
Κανόνων, το όνομα Χριστός δηλοί κυρίως το συναμφότερον: ήτοι τον Θεόν ομού και
άνθρωπον· καταχρηστικώς δε, ποτέ μεν αυτό δηλοί την Θεότητα μόνον του Χριστού,
ποτέ δε την ανθρωπότητα αυτού· δια γαρ την άκραν και καθ΄ υπόστασιν των δύο
φύσεων ένωσιν, με εν και το αυτό όνομα: ήτοι το, Χριστός, και αι δύο
ονομάζονται φύσεις. Όταν λοιπόν ο Θεολόγος και ο Ιερός Κοσμάς λέγουν εδώ
«Χριστός γεννάται, και Χριστός επί γης», τότε το, Χριστός δηλοί το, Θεάνθρωπος·
επειδή Θεός και άνθρωπος εγεννήθη από την Παρθένον, και Θεός και άνθρωπος εφάνη
επί γης· όταν δε λέγουν «Χριστός εξ Ουρανών», τότε το Χριστός, δηλοί μόνον τον
Θεόν, ουχί δε και τον άνθρωπον· καθότι ο Κύριος δεν κατέβη από τους Ουρανούς
φορών την ανθρωπίνην φύσιν, καθώς φλυαρούσιν οι φρενοβλαβείς Απολιναρισταί,
κατά των οποίων είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Ει τις λέγοι την σάρκα εξ Ουρανού
κατεληλυθέναι, αλλά μη εντεύθεν είναι και παρ΄ ημών, ανάθεμα έστω» (Επιστολή α΄
προς Κληδόνιον)· αλλά κατέβη με γυμνήν την Θεότητα, και ούτως εκ των καθαρών
αιμάτων της Αειπαρθένου Μαρίας την ανθρωπίνην φύσιν προσέλαβε, και την ήνωσεν
εν τη εαυτού υποστάσει, γενόμενος τέλειος άνθρωπος. Ο Χριστός λοιπόν, λέγει,
γεννάται σήμερον. Όθεν εσείς οι Άγγελοι (προς αυτούς γαρ στρέφει τον λόγον) οι
εν τη Γεννήσει του Κυρίου αινούντες τον Θεόν και λέγοντες: «Δόξα εν υψίστοις
Θεώ, και επί γης ειρήνη» (Λουκ. β: 14), δοξάσατε: ήτοι δοξολογήσατε και τώρα
τον Θεόν. Λέγει δε το, δοξάσατε και προς τους μεταχειριζομενους αγγελικήν ζωήν
εν ανθρωπίνω και υλικώ σώματι, παρακινών να δοξολογήσουν και αυτοί τον
γεννηθέντα Δεσπότην. Ο Χριστός: ήτοι ο Θεός ήλθεν ή κατέβη από τους Ουρανούς. Λοιπόν
εσείς οι δίκαιοι (προς τούτους γαρ επιστρέφει τον λόγον) προϋπαντήσατε Αυτόν,
μιμούμενοι τον δίκαιον Συμεών, τον υπαντήσαντα τον Κύριον, όταν εις τον ναόν
επροσφέρετο· διότι ίδιον αχαρίστων δούλων είναι, το να μη εκβαίνουν εις
προϋπάντησιν του ιδικού των αυθέντου, όταν αυτός έρχεται εις αυτούς δια να τους
ευεργετήση. Εδανείσθη δε τούτο ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον Αποατολικόν
εκείνο λόγιον το λέγον: «Τότε και ημείς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις, εις απάντησιν
του Κυρίου εις αέρα» (α΄ Θεσσ. δ: 7). Είτα λέγει, ότι ο Χριστός: ήτοι ο
Θεάνθρωπος εφάνη επάνω εις την γην. Λοιπόν εσείς οι εν τη γη άνθρωποι υψωθήτε
από τα γήϊνα, φρονούντες τα υψηλά και μετεωριζόμενοι με τα πτερά της Πράξεως
και της Θεωρίας· δια τούτο γαρ κατέβη ο Θεός εις την γην, ίνα οι εν τη γη
αναβώσιν εις τους Ουρανούς. Επειδή κατά άλλον τρόπον δεν εδύνετο να γένη ένωσις
Θεού και ανθρώπων, αν δεν κατέβαινε μεν ο Θεός ολίγον τι από το ιδικόν του
ύψος, δεν ανέβαινε δε ο άνθρωπος επάνω από την ιδικήν του ταπεινότητα. Όθεν
είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Το μεν, καταβήναι δει Θεόν προς ημάς, το δε, ημάς
αναβήναι, και ούτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεού προς ανθρώπους, της αξίας
συγκιρναμένης. Έως δ΄ αν εκάτερον επί της ιδίας μένη, το μεν, περιωπής, το δε,
ταπεινώσεως, άμικτος η αγαθότης και το φιλάνθρωπον ακοινώνητον» (Λόγος εις την
Πεντηκοστήν). Έφη δε συμφώνως και ο Θεοφόρος Μάξιμος: «Ουδέποτε ψυχή δύναται
προς γνώσιν εκτανθήναι Θεού, ει μη αυτός ο Θεός συγκαταβάσει χρησάμενος άψηται
αυτής και αναγάγη προς εαυτόν· ου γαρ αν τοσούτον ίσχυσεν αναδραμείν ανθρώπινος
νους, ως αντιλαβέσθαι της θείας ελλάμψεως, ει μη αυτός ο Θεός ανέσπασεν αυτόν,
ως δυνατόν ην άνθρωπον ανασπασθήναι, και ταις θείαις αυγαίς κατεφώτισεν» (Κεφ.
λα΄ της α΄ εκατοντ. των Θεολογικών). Πλην αν και ο Θεός συγκαταβαίνη δια να
ενωθή με τον άνθρωπον υπό φιλανθρωπίας, όμως και ο άνθρωπος πρέπει να βιάζη τον
εαυτόν του δια να αναβαίνη προς τον Θεόν. Όθεν ο αυτός θείος Μάξιμος λέγει:
«Αλλήλων είναι φασι παραδείγματα τον Θεόν και τον άνθρωπον· και τοσούτον τω
ανθρώπω τον Θεόν δια φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τω Θεώ
δι΄ αγάπης δυνηθείς απεθέωσε· και τοσούτον υπό Θεού τον άνθρωπον κατά νουν
αρπάζεσθαι προς το γνωστόν, όσον ο άνθρωπος τον αόρατον φύσει Θεόν δια των
αρετών εφανέρωσε» (Κεφ. οδ΄ της ζ΄ εκατοντ. των Θεολογικών). Και πάλιν: «Ο
χωρίς αμαρτίας γενόμενος άνθρωπος, δήλον ότι χωρίς της εις Θεότητα μεταβολής
την φύσιν θεοποιήσει, και τοσούτον αναβιβάσει δι΄ εαυτόν, όσον αυτός δια
άνθρωπον εαυτόν κατεβίβασε» (Κεφ. ξβ΄ της γ΄ εκατοντ. των Θεολογικών). Το δε
«Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη» εδανείσθη ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον ψε΄
Ψαλμόν του Δαβίδ, στιχ. Β΄ ούτω γαρ αυτολεξεί εκεί γέγραπται. Προσαρμόζεται δε
το ρητόν τούτο και εις τον παρόντα Ειρμόν, δια να φανερωθή, ότι αυτός είναι της
πρώτης Ωδής, της οποίας η αρχή είναι: «Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ
δεδόξασται». Όθεν κατά την Ωδήν ταύτην, Άσατε, λέγει και ο Μελωδός, εις τον
γεννηθέντα Χριστόν όλη η γη: ήτοι όλοι οι εν τη γη κατοικούντες άνθρωποι. Αλλά
και εσείς οι διάφοροι λαοί των Εθνικών υμνήσατε Αυτόν, όχι με πκνηρίαν και
λύπην ψυχής, αλλά με προθυμίαν και ευφροσύνην καρδίας· διότι αυτός είναι
δεδοξασμένος. Δια τι δε είπεν, ότι ο Χριστός γεννάται και ουχί εγεννήθη; Ου γαρ
καθ΄ έκαστον χρόνον γεννάται, αλλά άπαξ εγεννήθη. Και αποκρινόμεθα με τον
Πτωχόν Πρόδρομον, ότι οι ρήτορες συνειθίζουν να προφέρουν τα περασμένα πράγματα
εις χρόνον ενεστώτα, δια να δείξουν αυτά ως παρόντα εις τα ομμάτια των
ακροατών, και ακολούθως να κάμουν αυτούς περισσότερον θεατάς, παρά ακροατάς. Ή,
κατά τον Νικήταν, είπεν, ότι γεννάται ο Χριστός κατά την σήμερον ημέραν· επειδή
την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εγεννήθη ο Χριστός, επαναφέρει ο
ήλιος εις κάθε έτος δια της κυκλοφορίας του. Αλλά και συ, αδελφέ, μη παύσης
δοξολογών τον γεννηθέντα Χριστόν, όχι μόνον με λόγια, αλλά πολλώ μάλλον με τα
έργα. Πρόλαβε δε και να τον απαντήσης εξ Ουρανού κατερχόμενον δια της προς
Αυτόν Θεωρίας· υψώθητι από της γης και των γηϊνων δια την αγάπην του δια σε επί
γης κατελθόντος· άδε εις Αυτόν άσμα καινόν, καθώς σε παρακινεί ο Δαβίδ· άδε
όμως πολλά και ακόρεστα άσματα, και μη χόρταινε άδων. Εάν ούτως άδης, θέλει σε
ενθυμηθή ο Κύριος, προς Όν άδεις, και έχει να σε ελεήση, καθώς σε βεβαιώνει ο
Ησαϊας· «Πολλά άσον, ίνα σου μνεία γένηται» (Ησ. κγ: 16).
Τροπάριον.
Ρεύσαντα εκ
παραβάσεως, Θεού τον κατ΄ εικόνα
γενόμενον, όλον της φθοράς υπάρξαντα, κρείττονος επταικότα θείας ζωής, αύθις
αναπλάττει, ο σοφός Δημιουργός· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Θέλων να δείξη ο
Ιερός Μελωδός την αναγέννησιν και ανάπλασιν, όπου έγινεν εις το ανθρώπινον
γένος από την άρρητον ενανθρώπησιν του Θεού Λόγου, τούτο εμελούργησε το
Τροπάριον. Διο και λάγει, ότι ο σοφός Δημιουργός του Παντός πάλιν ανεκαίνισε
και ανέπλασε τον άνθρωπον: «Έδει γαρ ως αληθώς έδει, λέγει ο θεοφόρος Μάξιμος, σοφόν
και δίκαιον και δυνατόν όντα κατά φύσιν τον Κύριον, ως μεν σοφόν μη αγνοήσαι
τον τρόπον της ιατρείας (του ανθρώπου), ως δίκαιον δε μη τυραννικήν ποιήσασθαι
του κατειλημμένου κατά γνώμην υπό της αμαρτίας ανθρώπου την σωτηρίαν, ως δε
πάντα δυνάμενον, μη ατονήσαι προς την της αμαρτίας εκπλήρωσιν» (Κεφ. μ΄ της στ΄
εκατοντ. των Θεολογικών). Με αυτά λοιπόν τα τρία ομού και με την αγαθότητα ανέπλασεν
ο Χριστός τον άνθρωπον, οστις έγινε μεν κατ΄ εικόνα Θεού δια τον νουν, λόγον
και πνεύμα, με τα οποία εκοσμήθη εις εικόνα της Αγίας Τριάδος. Εξέπεσε δε
(τούτο γαρ δηλοί το, επταικότα) από την εν τω Παραδείσω καλυτέραν και θείαν
ζωήν, και έρρευσε φευ! δια την παράβασιν της του Θεού εντολής εις τον πυθμένα
του θανάτου, γενόμενος όλος της φθοράς: ήτοι δούλος και υποκείμενος εις την
φθοράν. Και καθώς τα νερά, τα οποία ρέουν από υψηλά μέρη εις τον κατήφορον, δεν
στέκουν τελείως έως ότου να φθάσουν εις αυτά τα έσχατα και κατώτατα μέρη της
γης· τοιουτοτρόπως έπαθε και ο ταλαίπωρος άνθρωπος, γενόμενος όλος διόλου
οικείος και δούλος της φθοράς· εφθάρη γαρ όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και
κατά το σώμα· κατά την ψυχήν μεν, διότι με αυτήν εδέχθη την φθοροποιάν του
Διαβόλου συμβουλήν· κατά το σώμα δε, διότι με αυτό υπηρέτησεν, έως ότου έφερεν
εις πράξιν και τέλος την πονηράν εκείνην συμβουλήν. Ερανίσθη δε ο Μελωδός εκ
των του Θεολόγου ρημάτων και το Τροπάριον τούτο, καθώς και τον Ειρμόν· λέγει
γαρ εκείνος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω αυτού: «Ίνα ρεύσαντας ημάς από
του ευ είναι δια κακίαν, εις αυτό πάλιν επαναγάγη δια σαρκώσεως».
Τροπάριον.
Ιδών ο Κτίστης
ολλύμενον, τον άνθρωπον χερσίν ον εποίησε, κλίνας ουρανούς κατέρχεται· τούτον
δε εκ Παρθένου, θείας αγνής, όλον ουσιούται, αληθεία σαρκωθείς· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Αν ο κεραμιδάς ή
τσουκαλάς δεν υποφέρη να βλέπη τσακισμένον το πήλινον σκεύος όπου
εκατασκεύασεν, αλλά πασχίζει να το αναπλάση δεύτερον· ομοίως και ο οικοδόμος
δεν υποφέρη να βλέπη κρημνισμένον το οσπίτιον όπου οικοδόμησεν, αλλά αγωνίζεται
να κτίση πάλιν αυτό· πως ήτον δίκαιον ο Κτίστης και Δημιουργός του Παντός να
ιδή τον άνθρωπον όπου έπλασε με τας ιδίας του χείρας, ότι εφθάρθη και
εσυντρίφθη, και να μη φροντίση δια να αναπλάση πάλιν αυτόν; Τούτο βέβαια δεν
ήτον της αυτού αγαθότητος και φιλανθρωπίας άξιον. Δια τούτο λοιπόν βλέπων τον
παρ΄ αυτού πλασθέντα άνθρωπον, ότι εκατήντησεν εις αυτόν τον πυθμένα της
φθοράς, έκλινε τους Ουρανούς: ήτοι αφήκεν εις ολίγον τους Ουρανούς: τουτέστι
την εν Ουρανοίς δόξαν, και ταπεινώσας το ύψος της Θεότητος του, (το οποίον κένωσιν
μεν ωνόμασεν ο Απ. Παύλος, ύφεσιν δε της Θεότητος ο Θεολόγος Γρηγόριος) ούτω
κατέβη εις την γην, και εκ της αειπαρθένου Μαρίας όλον τον Αδάμ ουσιούται: ήτοι
ολόκληρον αυτόν αναλαμβάνει και ενώνει ουσιωδώς εις την υπόστασιν της Θεότητός
του. Επειδή δεν έλαβε μόνον το ανθρώπινον σώμα, την δε ψυχήν ουκ έλαβε, καθώς
έλεγον οι Αρειανοί· ουδέ έλαβε την ψυχήν, τον δε νουν ουκ έλαβε, της Θεότητος
αντί ψυχής και νοός εν αυτώ ενεργούσης, καθώς εβλασφήμει ο άνους Απολινάριος,
άπαγε! Αλλά ουσιώθη όλον τον άνθρωπον τέλειον τον εκ σώματος και ψυχής και νου
συναπαρτιζόμενον, και ήνωσεν αυτόν τη εαυτού υπερθέω υποστάσει· ίνα με το
όμοιον σώση το όμοιον: ήτοι με το σώμα όπου προσέλαβε, σώση το ιδικόν μας σώμα·
με την ψυχήν την εαυτού, σώση την ιδικήν μας ψυχήν· και με τον εαυτού νουν,
σώση τον ιδικόν μας νουν. Διότι αν ο Κύριος δεν επροσλάμβανε ψυχήν και νουν,
ήθελαν μείνη βέβαια ανιάτρευτα, η ιδική μας ψυχή, και ο νους: «Το γαρ
απρόσληπτον αθεράπευτον· ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται»· θεολογεί
Γρηγόριος ο Θεολόγος εν τη προς Κληδόνιον πρώτη επιστολή, και ο εκ Δαμασκού
Ιωάννης ο παρά του Θεολόγου τούτο ερανισάμενος. Πάντα λοιπόν τα φυσικά ιδιώματα
και συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως ο Κύριος έλαβε χωρίς μόνης αμαρτίας· αύτη
γαρ ου συστατική εστι της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά φθαρτική, ως παρά φύσιν ούσα·
και αληθώς και πραγματικώς εγένετο τέλειος άνθρωπος, και ουχί κατά φαντασίαν.
Όθεν ας κρημνισθούν και ας καταισχύνωνται οι τούτο φλυαρούντες Θεομάχοι Παίδες
του Μάνεντος πρότερον, και οι Μονοφυσίται ύστερον. Αγνήν δε Παρθένον ωνόμασε
την Θεοτόκον κατά τον Ιωάννην τον Ζωναράν· διότι όχι μόνον ήτον Παρθένος κατά
το σώμα, ως μη γνούσα πείραν ανδρός, αλλ΄ ήτον ακόμη αγνή και καθαρά και κατά
τον λογισμόν, χωρίς να δεχθή καμμίαν προσβολήν λογισμού ρυπαρού εις την
παναγίαν ψυχήν Της. Πολλαί γαρ γυναίκες είναι μεν Παρθένοι κατά το σώμα, δεν
είναι όμως και αγναί κατά τον λογισμόν· καθότι αυταί δέχονται λογισμούς
αισχρούς και ρυπαρούς εις την ψυχήν αυτών και τον νουν, και ποιούσι συνδυασμούς
και συγκαταθέσεις· όθεν είναι κατά την ψυχήν πόρναι και ακάθαρτοι ενώπιον του
Θεού. Η δε Κυρία Θεοτόκος ήτον και κατά τα δύο καθαρά και αμόλυντος: και κατά
το σώμα και κατά την ψυχήν, και κατά την πράξιν και κατά τον λογισμόν. Όθεν ο
Ιεζεκιήλ αινιγματωδώς είπε περί Αυτής: «Και ιδού δόξα Θεού Ισραήλ ήρχετο κατά
την οδόν την προς ανατολάς (ήτοι εις την ψυχήν της Παρθένου), και η γη (ήτοι το
σώμα της Παρθένου) εξέλαμπεν ως φέγγος από της δόξης κυκλόθεν» (Ιεζ. μγ: 2). Ιδού και τα λόγια του Ζωναρά ερμηνεύοντος το
Θεοτοκίον του β΄ ήχου της οκτωήχου, το λέγον: «Αγίων Αγίαν σε κατανοούμεν…
αμόλυντε Παρθένε». Και τούτο δε ως εξαίρετον της Θεομήτορος έφη ο Μελωδός:
«Παρθένοι μεν γαρ πολλαί γεγόνασι και εισίν, αλλ΄ ουδεμία αυτών κληθείη αν
αμόλυντος· ότι καν την κατ΄ ενέργειαν διαφεύγωσιν αμαρτίαν, αλλά την κατά νουν
ουκ αν τις δύναιτο διαφεύξασθαι· η γαρ των λογισμών προσβολή ουκ εφ΄ ημίν·
προσβαλλουσών δε των ακαθάρτων εννοιών, προσπαλαίει ταύταις ο νους. Και ει μεν
η ορθή νικήσει κρίσις, απορραπίζεται το ενθύμιον· ει δε μη, εις συγκατάθεσιν
εξολισθαίνει ο λογισμός. Και αύτη δε αμαρτία εστίν η καλουμένη κατά διάνοιαν·
καν γαρ υπό της θείας χάριτος φυλαχθή ο συγκαταθέμενος και την πράξιν εκφύγη,
αλλά δια την συγκατάθεσιν ήμαρτεν. Η δε του Κυρίου Μήτηρ μηδέ κατά τον νουν
μολυνθήναι ποτε πιστεύεται· διο και αμόλυντος κέκληται». Αγνή δε και αμόλυντος
το αυτό είναι σχεδόν.
Τροπάριον.
Σοφία Λόγος και
Δύναμις, Υιός ων του Πατρός και απαύγασμα, Χριστός ο Θεός Δυνάμεις λαθών, όσας
υπερκοσμίους, όσας εν γη, και ενανθρωπήσας ανεκτήσατο ημάς· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Από διάφορα μέρη
των θείων Γραφών ερανίζεται το Τροπάριον τούτο ο Ιερός Μελωδός· εκ μεν γαρ της
προς Κορινθίους πρώτης του Παύλου επιστολής ερανίσθη το «σοφία και δύναμις»·
γράφει γαρ εκείνος: «Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (α΄ Κορ. α: 24).
Φανερώνει δε με τα λόγια ταύτα ο Απ. Παύλος, ότι ο Χριστός καθό Θεός είναι
δύναμις και σοφία του Πατρός· σοφία όμως και δύναμις ουχί ανυπόστατος, καθώς
είναι αι άλλαι επί Θεού ενέργειαι, αι οποίαι αν και είναι ουσιώδεις και
φυσικαί, δεν είναι όμως και ενυπόστατοι: ήτοι δεν έχουν ιδίαν υπόστασιν, καθώς
έχει ιδίαν υπόστασιν ο Πατήρ, ο Υιός, και το Πνεύμα το Άγιον· αλλ΄ είναι ο Υιός
σοφία και δύναμις του Πατρός ενυπόστατος και τελείαν έχων υπόστασιν· διο και
πρέπει πάντοτε να προστίθεται εις αυτά το, ενυπόστατος κατά τον Θεσσαλονίκης
μέγαν Γρηγόριον. Το δε, Λόγος εδανείσθη από τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην λέγοντα:
«Εν αρχή ην ο Λόγος» (Ιωάν. α:1). Λόγος όμως ζων και ενυπόστατος, δι ου τα
πάντα εγένετο κατά τον αυτόν Ιωάννην, και δι΄ ου οι ουρανοί εστερεώθησαν κατά
τον Δαβίδ, και ουχί λόγος ανυπόστατος και εις αέρα χεόμενος. Το δε Υιός
ερανίσθη από τον Ματθαίον και από τους άλλους Ευαγγελιστάς: «Ούτός εστιν ο Υιός
μου ο αγαπητός» (Ματθ. γ:17). Το δε απαύγασμα ερανίσθη από την προς Εβραίους
επιστολήν, εν η γράφει ο Παύλος: «Ος ων απαύγασμα της δόξης» (Εβρ. α: 3) ίνα
δια τούτου δείξη την προς το άναρχον και πρώτον Φως, τον Πατέρα δηλαδή, φυσικήν
οικειότητα. Ούτος λοιπόν, λέγει, ο Χριστός και Θεός, η του Θεού σοφία η ακατάληπτος,
ο Λόγος ο ενυπόστατος, η άπειρος δύναμις, ο αγαπητός Υιός, και το της Πατρικής
δόξης απαύγασμα, λανθάσας όλας τας Δυνάμεις, τόσον τας υπερκοσμίους των αγίων
Αγγέλων, όσον και τας των επιγείων Δαιμόνων ή Ανθρώπων· άγνωστον γαρ ήτον και
Άγγέλοις και ανθρώποις το της ενανθρωπήσεως Μυστήριον· διο και ο Χριστός
Άγγελος της μεγάλης και αποκρύφου βουλής της περί της ενσάρκου ταύτης
Οικονομίας λέγεται. Ταύτας, λέγω, τας Δυνάμεις λανθάσας, και από αυτάς κρύψας
τον τρόπον του Μυστηρίου έγινε τέλειος άνθρωπος, και ούτως ανεκτήσατο πάλιν
τώρα και ανέπλασεν ημάς τους ανθρώπους, τους οποίους εκτήσατο και έπλασε
πρότερον.
Ωδή γ΄ .
Ο Ειρμός.
Τω προ των
αιώνων, εκ Πατρός γεννηθέντι αρρεύστως Υιώ, και επ΄ εσχάτων εκ Παρθένου, σαρκωθέντι
ασπόρως, Χριστώ τω Θεώ βοήσωμεν· ο ανυψώσας το κέρας ημών, άγιος ει Κύριε.
Ερμηνεία.
Από την προφήτιν
Άνναν την Μητέρα Σαμουήλ του Προφήτου και Ποιήτριαν της τρίτης Ωδής, ερανίσθη ο
Μελωδός τον παρόντα Ειρμόν· εκείνη γαρ είπε τα λόγια ταύτα προς τον Θεόν
ευχαριστούσα, διότι στείρα ούσα πρότερον, εγέννησεν ύστερον: ήτοι το «Υψώθη
κέρας μου εν Θεώ μου» · και το «Ουκ έστιν άγιος πλην σου» (α΄ Βασιλ. β: 1-2).
Όθεν τα λόγια ταύτα από εκείνην λαβών ο Ιεράρχης Κοσμάς επιστρέφει εις τον λαόν
των Χριστιανών, και με παρακινητικόν σχήμα λέγει προς αυτόν. Ω λαέ των
Χριστιανών, ελάτε να φωνάξωμεν προς Χριστόν τον Θεόν ημών, ο Οποίος εγεννήθη
μεν αρρεύστως και απαθώς εκ του αγεννήτου Πατρός προ πάντων των αιώνων, χωρίς
κανέν αίτιον τελικόν προς τα έξω κτίσματα· καθώς είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος:
«Το μεν ων (ο Υιός) και αεί ων εκ του αεί όντος (ήτοι του Πατρός) υπέρ αιτίαν
και λόγον· ουδέ γαρ ην του Λόγου λόγος ανώτερος» (Λόγ. εις την Χριστού
Γέννησιν)· εσαρκώθη δε ο αυτός εκ της Παρθένου χωρίς σποράν ανδρός, δια την
ιδικήν μας σωτηρίαν. Τι δε να φωνάξωμεν προς τον Χριστόν; Εκείνα τα
ευχαριστήρια λόγια, όπου προτύτερα από ημάς εφώναξεν η στείρα και Προφήτις
Άννα: ήγουν εσύ, Κύριε, είσαι άγιος, ο οποίος ύψωσας και εμεγάλυνας το κέρας
ημών των ανθρώπων: ήτοι την ιδικήν μας δόξαν και δύναμιν, δια της ιδικής σου
ενανθρωπήσεως.
Τροπάριον.
Ο της επιπνοίας,
μετασχών της αμείνω Αδάμ χοϊκός, και προς φθοράν κατολισθήσας, γυναικεία απάτη,
Χριστόν γυναικός βοά εξορών· ο δι΄ εμέ κατ΄ εμέ γεγονώς, Άγιος ει Κύριε.
Ερμηνεία.
Από τον εις την
Χριστού Γέννησιν λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου ερανίζεται ο Μελωδός το παρόν
Τροπάριον· λέγει γαρ εκείνος ταύτα περί Χριστού: «Δευτέραν κοινωνεί (ο Υιός),
δηλαδή πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν. Όσω τότε μεν του κρείττονος μετέδωκεν
(εις τον Αδάμ δηλαδή), νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος». Ταύτα λοιπόν και ο
Ιεράρχης Κοσμάς μελουργών εδώ λέγει, ότι ο Προπάτωρ Αδάμ ο χοϊκός πλασθείς:
ήτοι εκ του χοός, ο οποίος ήτον το πλέον λεπτότερον και καθαρώτερον και
ευγενέστερον χώμα της γης, καθώς ο Ζωναράς ερμηνεύων το Τροπάριον: «Ο χερσίν
αχράντοις εκ χοός» λέγει «Το μεν σώμα του ανθρώπου χερσί διαπλάττει· και ουδέ
από της γης απλώς ως τα θηρία, αλλ΄ από χοός του λεπτοτάτου δηλονότι και
καθαρωτάτου της γης». Ούτος ο Αδάμ, λέγω, όστις έλαβε την καλυτέραν έμπνευσιν
του Θεού, δια μέσου της οποίας εδημιουργήθη η ψυχή αυτού ζώσα, λογική και
αθάνατος· ου γαρ το εμφύσημα του Θεού εγένετο ψυχή, καθώς φλυαρούν τινές, αλλ΄
εκείνο ψυχήν εδημιούργησε κατά τον μέγαν Αθανάσιον· «Ενεφύσησε γαρ, φησίν, ο
Θεός εις το πρόσωπον του Αδάμ, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β:
7)· και ύστερον ο θεόθεν τοιαύτην ψυχήν αθάνατον λαβών έπεσε, φευ! εις την
φθοράν και τον θάνατον με απάτην της γυναικός του Εύας, βλέπων τώρα τον Χριστόν
να γεννάται εκ γυναικός (ίνα γυνή λύση πάλιν την απάτην και το έγκλημα της
γυναικός) φωνάζει προς αυτόν: «Ω Κύριε, όστις δια την ιδικήν μου σωτηρίαν
έγινες άνθρωπος τέλειος, καθώς εγώ, και το όργανον της απωλείας την γυναίκα
απέδειξας εκ του εναντίου όργανον σωτηρίας, συ είσαι, Κύριε, Άγιος». Καλυτέραν
δε είπε την του Θεού έμπνευσιν, δι΄ ης έλαβε την λογικήν ψυχήν ο Αδάμ,
συγκρίνων αυτήν με το ανθρώπινον σώμα όπου έλαβεν ύστερον ο Χριστός, το οποίον
είναι χειρότερον: ήτοι κατώτερον από την ψυχήν, ως είπεν ανωτέρω ο Θεολόγος.
Λέγει δε ο αυτός καθαρώτερον εν τη προς Κληδόνιον α΄ επιστολή· προτιθείς γαρ
εκεί το ευαγγελικόν εκείνο: «Και ο λόγος σαρξ εγένετο», ούτω φησίν: «Ουκ άλλως
ην την του Θεού δηλωθήναι περί ημάς αγάπην, ή εκ του μνημονευθήναι την σάρκα,
ότι δι΄ ημάς κατέβη και μέχρι του χείρονος· σάρκα γαρ είναι ψυχής ευτελέστερον
πας των ευφρονούντων ομολογήσει». Αμείνονος δε έπρεπε να γράψη ο Μελωδός, δια
να συνταχθή με το, επιπνοίας, και να γένη συμφωνία, επιπνοίας αμείνονος·
απεκόπη όμως η νος τελευταία συλλαβή, και η λέξις εχρεώστει να γράφεται δια του
ο· ούτω, της αμείνο· επειδή δε ουδεμία γενική ισοσυλλαβούσα με την ιδικήν της
ονομαστικήν λήγει εις βραχύ φωνήεν, αλλ΄ εις μακρόν, δια τούτο το νο βραχύ
έγινε μακρόν, ως αμείνω. Τοιαύτη είναι και η κλίσις του χείρων χείρονος και
κατά αποκοπήν χείρω, και μείζων μείζονος και μείζω. Ου μόνον δε τα εις ων
λήγοντα ονόματα εις ω ποιούσι την γενικήν, αλλά και τα εις ως· ως το, άλως
άλωνος και κατά αποκοπήν άλω· ομοίως και το, Μίνως Μίνωνος και Μίνω.
Τροπάριον.
Σύμμορφος
πηλίνης, ευτελούς διαρτίας Χριστέ γεγονώς, και μετοχή σαρκός της χείρω,
μεταδούς θείας φύτλης, βροτός πεφυκώς και μείνας Θεός, και ανυψώσας το κέρας
ημών, άγιος ει Κύριε.
Ερμηνεία.
Το παρόν
Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τον Παύλον και από τον Θεολόγον Γρηγόριον· το
μεν γαρ «Σύμμορφος πηλίνης ευτελούς διαρτίας» εδανείσθη από την προς
Φιλιππησίους του Απ. Παύλου επιστολήν, όστις λέγει: «Ος εν μορφή (ήτοι φύσει
και ουσία) Θεού υπάρχων, ουχ΄ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ΄ εαυτόν
εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β: 6)· το δε «Μετοχή σαρκός της χείρω
μεταδούς θείας φύτλης» εδανείσθη από τον Θεολόγον, λέγοντα εν τω εις την
Χριστού Γέννησιν λόγω: «Τότε μεν (όταν δηλαδή τον Αδάμ έπλασεν ο Υιός) του
κρείττονος (της ψυχής) μετέδωκεν (εις αυτόν τον Αδάμ), νυν δε μεταλαμβάνει του
χείρονος» (του ανθρωπίνου σώματος). Όθεν τούτων των δύο τα λόγια ενώσας ο Ιερός
Κοσμάς, ομού δε με ταύτα και το της Άννης, ούτω λέγει: «Άγιος είσαι, ω Κύριε,
όστις έγινες σύμμορφος: ήτοι συγκοινωνός της διαρτίας: τουτέστι της πλάσεως της
γηϊνης και ευτελούς των ανθρώπων». Ερανίσθη δε την λέξιν ταύτην από τον Ιώβ, εν
ω γράφεται: «Εκ πηλού διήρτισαι συ, ως και εγώ, εκ του αυτού διηρτίμεθα» (Ιω.
λγ: 6). «Μεθέξας δε (λέγει ο Μελωδός), από την σάρκα ημών την χείρονα και πολύ
κατωτέραν της ψυχής, μετέδωκας εις ημάς από την Θείαν και αθάνατον φύτλην
(φύσιν), μείνας μεν Θεός, όπερ ήσουν προ των αιώνων, γενόμενος δε επ΄ εσχάτων
φύσει άνθρωπος, το οποίον δεν ήσουν». Όθεν είπεν ο Θεοφόρος Μάξιμος «Οι εξ
αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του Λόγου έφασαν τον Θεόν Λόγον τέλειον
όντα Θεόν, γενέσθαι τέλειον άνθρωπον, μήτε το Θεός είναι αποθέμενον, δια το
γενέσθαι άνθρωπον, μήτε κωλυθέντα γενέσθαι, όπερ ουκ ην, άνθρωπον, δια το
μεμενηκέναι, όπερ ην, ήγουν Θεόν» (εν τη εκθέσει της Πίστεως παρά τη δογμ.
Πανοπλία). Και λοιπόν δια της ενανθρωπήσεώς σου, Ιησού Χριστέ, ανύψωσας ημών
των ανθρώπων την δόξαν και δύναμιν· ταύτα γαρ το κέρας δηλοί. Τούτο δε όπου
λέγει εδώ ο Μελωδός, ότι μετέδωκεν εις ημάς ο Χριστός από την θείαν Του φύσιν,
είναι εκείνο το ίδιον όπου είπεν ο Κορυφαίος Πέτρος: «Ίνα δια τούτων γένησθε
θείας κοινωνοί φύσεως» (β΄ Πέτρ. α: 4)·
το οποίον δεν νοείται, ότι έχει να μεθέξη τινάς από την του Θεού φύσιν και
ουσίαν· άπαγε! Τούτο γαρ είναι αδύνατον εις κάθε κτίσμα· και τούτο εστάθη
κακόδοξον φρόνημα των Μασσαλιανών πρότερον, και των Βαρλααμιτών και
Ακινδυνιαστών ύστερον· καθότι η υπερούσιος φύσις και ουσία του Θεού άπειρος
ούσα, είναι όχι μόνον πάντη αμέθεκτος, αλλά και αόρατος και ανεπινόητος· όθεν
το πεπερασμένον δεν εμπορεί να χωρήση το άπειρον. Φύσις λοιπόν Θεία εδώ
εννοείται η φυσική και ουσιώδης χάρις και ενέργεια του Θεού, από την οποίαν
μετέχουσιν οι κεκαθαρμένοι, και με την μετοχήν αυτής Θεοί γίνονται κατά χάριν·
επειδή κατά τους θεολογούντας ομού και φιλοσοφούντας φύσεις λέγονται και τα
φυσικά. Όρα και την ερμηνείαν του ανωτέρου ρητού του Κορυφαίου εν τη νεοτυπώτω
ερμηνεία των Καθολικών Επιστολών, και εκεί θέλεις εύρη πολλά.
Τροπάριον.
Βηθλεέμ
ευφραίνου, Ηγεμόνων Ιούδα Βασίλεια τον Ισραήλ γαρ ο ποιμαίνων, χερουβίμ ο επ΄
ώμων, εκ σου προελθών Χριστός εμφανώς, και ανυψώσας το κέρας ημών, πάντων
εβασίλευσεν.
Ερμηνεία.
Το Τροπάριον
τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από δύο Προφήτας. Πρώτον, από τον Προφήτην Μιχαίαν,
όστις λέγει εν Κεφαλαίω Ε΄ «Και συ, Βηθλεέμ οίκος Εφραθά, μη ολιγοστός ει του
είναι εν χιλιάσιν Ιούδα· εκ σου γαρ μοι εξελεύσεται του είναι εις άρχοντα εν τω
Ισραήλ»· ή (καθώς ανέγνω ο Ευσέβιος και ο Τερτυλιανός) «Εκ σου γαρ μοι
εξελεύσεται ηγούμενος». Δεύτερον, από τον Προφήτην Δαβίδ, λέγοντα εν τω οθ΄
Ψαλμώ: «Ο ποιμαίνων τον Ισραήλ πρόσχες· ο οδηγών ωσεί πρόβατον τον Ιωσήφ, ο
καθήμενος επί των Χερουβίμ εμφάνηθι». Όθεν ο Ιεράρχης Κοσμάς επιστρέφων τον
λόγον του προς την Βηθλεέμ την κατά σάρκα πατρίδα του Κυρίου λέγει: «Συ Βηθλεέμ
Βασίλισσα (τούτο γαρ δηλοί το, Βασίλεια κατά την μεταχείρησιν των αρχαίων συγγραφέων)
και ανωτέρα ούσα των ηγεμόνων της βασιλικής φυλής του Ιούδα, ευφραίνου· διότι ο
Χριστός, όστις ποιμαίνει τον Ισραήλ, κατά την προρρηθείσαν ρήσιν του Δαβίδ, και
κάθηται επάνω εις τους ώμους των δύο χρυσών Χερουβίμ των ευρισκομένων μέσα εις
τα Άγια των Αγίων, αυτός, λέγω, εκβήκε φανερά από εσέ: ήτοι εγεννήθη κατά σάρκα·
όστις ανυψώσας το κέρας ημών των νέων Ισραηλιτών Χριστιανών των πιστευόντων εις
αυτόν, εβασίλευσεν επάνω εις όλα τα Έθνη». Ούτω λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ:
«Εβασίλευσεν ο Θεός επί τα Έθνη» (Ψαλμ. μστ: 9). Σημείωσε δε, ότι ο μεν Ευφραθά
ήτον απόγονος της Ιούδα φυλής, ο δε Βηθλεέμ ήτον Υιός του Ευφραθά, αφ΄ ων και
ωνομάσθη ο τόπος· καθώς γέγραπται εις τα Παραλειπόμενα: «Ευφραθά Πατρός
Βηθλεέμ» (α΄ Παραλ. δ: 4). Ο δε Αλεξανδρείας Κύριλλος το ανωτέρω ρητόν του
Μιχαίου ερμηνεύων λέγει: «Ποιείται δη ουν τον λόγον προς την Βηθλεέμ: ήτοι τον
οίκον του Ευφραθά· και καλείται μεν ο χώρος Ευφραθά, Βηθλεέμ δε το πολίχνιον:
ήγουν η εν τη χώρα κώμη, όθεν ην Ιεσσαί και Δαβίδ και αύτη πάλιν η Αγία Παρθένος,
η το Θείον ημίν εκτέτοκε βρέφος το παιδίον τον Ιησούν. Ω τοίνυν Βηθλεέμ
(φησίν), οίκος Εφραθά, ει και ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα· τουτ΄
έστι μυρίαι μεν όσαι λαμπραί και μεγάλαι της Ιουδαίας, αι πόλεις· αλλ΄ ει και
ολίγοι παντελώς οι σε κατοικούντες και νεμόμενοι, συ γενήση τροφός, και κληθήση
πόλις του βασιλεύσαντος επί τον Ισραήλ· και ου τι που πάντως των εξ αίματος
Ισραήλ, αλλά και των εν επαγγελίαις προεπηγγελμένων τω Αβραάμ (τουτέστι των
πιστευσάντων Εθνών)».
Ωδή δ΄ .
Ο Ειρμός.
Ράβδος εκ της
ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εξ αυτής Χριστέ, εκ της Παρθένου ανεβλάστησας, εξ όρους
ο αινετός, κατασκίου δασέος, ήλθες σαρκωθείς εξ απειράνδρου ο άϋλος και Θεός.
Δόξα τη δυνάμει σου Κύριε.
Ερμηνεία.
Ο μεν Προφήτης
Ησαϊας προφητεύων περί Χριστού είπεν εις χρόνον μέλλοντα: «Εξελεύσεται ράβδος
εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται (Ησ. ια: 7)· ο δε Ιερός
Κοσμάς βλέπων πληρωθείσαν δια των πραγμάτων την προφητείαν ταύτην, δεν προφέρει
αυτήν με ρήματα μέλλοντος χρόνου, αλλά περασμένου· ου γαρ λέγει: «Εξελεύσεται
ράβδος, ή αναβήσεται άνθος», αλλά λέγει, ότι από μεν την ρίζαν του Ιεσσαί
ράβδος εξήλθε· (τούτο γαρ το ρήμα λείπει και εννοείται έξωθεν) ράβδος δε: ήτοι
κλάδος, είναι η αειπάρθενος Θεοτόκος, η οποία εξήλθεν από την ρίζαν: ήγουν από
την φυλήν του Ιούδα, από την οποίαν εξήλθε και ο Ιεσσαί ο Πατήρ του Βασιλέως
Δαβίδ. Όθεν η Θεοτόκος και από την Βασιλικήν φυλήν του Ιούδα εκατάγετο, και από
το Βασιλικόν γένος του Δαβίδ· από εκείνην μεν, πορρώτερα και μακρύτερα, από δε
τούτο προσεχέστερα και κοντύτερα. Από την ράβδον δε πάλιν και από τον κλάδον
αυτόν: ήγουν από την Παρθένον, συ, Χριστέ, ανεβλάστησας ως εν άνθος
ευωδέστατον, αειθαλές και αμάραντον. Καθώς γαρ από την ρίζαν του δένδρου
βλαστάνει ο κορμός, και από τον κορμόν βλαστάνει ο κλάδος, και από τον κλάδον
βλαστάνει το άνθος, και από το άνθος γίνεται ο καρπός· τοιουτοτρόπως και από
την ρίζαν της φυλής του Ιούδα εβλάστησεν ο κορμός: ήγουν το γένος του Δαβίδ,
από δε το γένος του Δαβίδ εβλάστησεν η Θεοτόκος ως ράβδος και κλάδος, από δε
την Θεοτόκον εβλάστησεν ο Χριστός ως άνθος, από δε τον Χριστόν εβλάστησεν ο
γλυκύτατος και χαριέστατος καρπός: ήγουν η σωτηρία όλου του Κόσμου. Μερικοί δε
είπον, ότι το «εξ αυτής» νοείται και επί της ρίζης: ήγουν εξ αυτής της ρίζης
του Ιεσσαί εβλάστησεν άνθος ο Χριστός, ακολουθούντες το ανωτέρω του Ησαϊου «Και
άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται». Ώστε ο Δεσπότης Χριστός προσεχώς μεν εβλάστησεν
εκ της Παρθένου, πόρρω δε εβλάστησεν εκ της φυλής του Ιούδα, κατά την
προφητείαν όπου είπε περί αυτής ο Πατριάρχης Ιακώβ: «Ουκ εκλείψει άρχων εξ
Ιούδα, και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ω απόκειται» (Γέν. μθ:
10). Φέρει δε ακολούθως ο θεσπέσιος Μελωδός και το ρητόν του Προφήτου Αββακούμ
το λέγον: «Ήξει ο Άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος» (γ: 3), και τούτο ευφυώς
προσαρμόζει εις την εορτήν της Χριστού Γεννήσεως, και εις την τετάρτην ταύτην
Ωδήν, της οποίας ποιητής είναι ο Αββακούμ. Λέγει λοιπόν: «Συ, Χριστέ, ο άϋλος
ων Θεός και υπό πάντων αινούμενος ήλθες και εσαρκώθης εκ της μη γνούσης πείραν
ανδρός Θεοτόκου (τούτο γαρ δηλοί το, απείρανδρος), ως από βουνόν δασύ και
κατάσκιον». Βουνόν δε δασύ και κατάσκιον είναι η Θεοτόκος· βουνόν μεν λέγεται,
διότι, καθώς το όρος και το βουνόν ούτε αροτριάται, ούτε γεωργείται, ούτε
σπείρεται από ανθρώπους, αλλ΄ αυτοφυώς και αγεωργήτως βλαστάνει τα υψηλά δένδρα
και τα χαμόκλαδα και το χορτάρι· ούτω και η Θεοτόκος ασπόρως και αγεωργήτως
εβλάστησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ως δένδρον μεν υψηλόν, δια το ύψος
της Θεότητος, ως χαμόκλαδον δε, δια την ταπεινότητα της ανθρωπίνης φύσεως, και
ως χόρτον, διότι τρέφει τους αυτώ πιστεύοντας. Δασύ δε βουνόν λέγεται η
Θεοτόκος, διότι, κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον Βουλγαρίας εν τη ερμηνεία του
Αββακούμ, σίδηρος (λογισμός πονηρός) δεν ανέβη εις αυτήν ο γεννών σκωρίαν:
(μολυσμόν και φθοράν πάθους σαρκικού), ούτε χειρ ανθρωπίνη, ίνα κόψη την
παρθενίαν αυτής· καθώς εις το δασύ βουνόν δεν εμβαίνει τσεκούρι, ούτε χέρι
ανθρώπου κόπτει τα ξύλα αυτού δια την πολλήν δασύτητα. Σχεδόν τα αυτά λέγει και
ο Ζωναράς εν τη ερμηνεία του Γ΄ ήχου της Οκτωήχου. Όθεν και ο Δανιήλ προσφυώς
είπε περί του όρους τούτου της Παρθένου: «Εθεώρουν, έως ου ετμήθη λίθος από
όρους άνευ χειρός» (Δαν. β: 45). Διότι τόσον η Θεοτόκος ήτον καταπεπυκνωμένη
κύκλω κατά την ψυχήν και τω σώμα από τας αρετάς και τας θείας και υπερφυσικάς
χάριτας, ώστε δεν ευρήκεν ουδέ την παραμικράν είσοδον ο Διάβολος, δια να εμβάση
εις το πανάγιον αυτής υποκείμενον καμμίαν προσβολήν πονηρού λογισμού. Κατάσκιον
δε βουνόν είναι η Θεοτόκος, διότι επεσκίασεν εις αυτήν του Υψίστου η δύναμις:
(ο Υιός του Θεού). «Πνεύμα γαρ, φησίν, Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις
υψίστου επισκιάσει σοι» (Λουκ. α: 35)· καθώς και Ανδρέας ο Κρήτης λέγει εις τον
Ευαγγελισμόν. Προσθέτει δε τελευταίον ο Μελωδός το «Δόξα τη δυνάμει σου Κύριε»,
ως χαρακτηριστικόν της τετάρτης Ωδής.
Τροπάριον.
Ον πάλαι προείπεν
Ιακώβ, Εθνών απεκδοχήν Χριστέ, φυλής Ιούδα εξανέτειλας, και δύναμιν Δαμασκού,
Σαμαρείας σκύλά τε, ήλθες προνομεύσων πλάνην τρέπων, εις πίστιν θεοτερπή. Δόξα
τη δυνάμει σου Κύριε.
Ερμηνεία.
Με δύο ρητά της
αγίας Γραφής συνθέτει ο Ιεράρχης Κοσμάς το παρόν Τροπάριον. Και πρώτον μεν
αναφέρει την Προφητείαν του Πατριάρχου Ιακώβ, την οποίαν εξεφώνησεν, όταν
ευχήθη τον Υιόν του Ιούδαν: ταυτόν ειπείν την του Ιούδα φυλήν, λέγων «Ουκ
εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ω
απόκειται, και αυτός προσδοκία Εθνών» (Γεν. μθ: 10)· κατά γαρ τον Γεννάδιον και
Κύριλλον και Θεοδώριτον και Προκόπιον και πάντας τους ερμηνευτάς, άρχων και
ηγούμενος δεν έλειψεν από την φυλήν του Ιούδα, έως ου ήλθεν ο Δεσπότης Χριστός,
εις τον Οποίον απέκειντο όλαι αι προφητείαι, και αυτός ήτον προσδοκία και ελπίς
σωτηρίας όλων των Εθνών. Όταν γαρ ο Κύριος έμελλε να γεννηθή, έλειψαν από τους
Ιουδαίους όχι μόνον οι Βασιλείς, αλλά και οι Ιερείς και οι Προφήται κατά τον
Θεοδώριτον· επειδή τότε εβασίλευσεν ο εκ της Ασκάλωνος της Παλαιστίνης
καταγόμενος Ηρώδης, ουχί ο Τετράρχης, αλλά ο του Αντιπάτρου Υιός. Ο θεσπέσιος λοιπόν Μελωδός αποτείνων τον
λόγον προς τον Χριστόν λέγει: «Συ, Χριστέ ο Θεός, ανέτειλας και εγεννήθης από
την φυλήν του Ιούδα· συ γαρ είσαι εκείνος, περί του οποίου επροφήτευσε το
παλαιόν ο Πατριάρχης Ιακώβ, ότι έχεις να γένης απεκδοχή: ήτοι προσδοκία και
ελπίς όλων των ειδωλολατρούντων Εθνών». Ακολούθως δε αναφέρει ο Μελωδός και την
προφητείαν του Ησαϊου την λέγουσαν περί του παιδίου Ιησού: «Διότι πριν ή γνώναι
το παιδίον καλείν Πατέρα ή Μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκού και τα σκύλα
Σαμαρείας» (Ησ. η: 4). Λέγει λοιπόν ο θεσπέσιος Μελουργός: «Συ, Χριστέ, αν και
κατά το φαινόμενον είσαι ταπεινός, ήλθες όμως, ίνα, δια της κατά σάρκα σου
Γεννήσεως, κουρσεύσης εν βραχίονι υψηλώ την δύναμιν της Δαμασκού (τουρκιστί
Σαμ), και τα κούρση της Σαμαρείας». Ποία δε είναι η δύναμις της Δαμασκού και τα
κούρση της Σαμαρείας; Εδήλωσε παρακάτω ο Μελωδός λέγων, ότι είναι η πλάνη της
ασεβείας και αμαρτίας· διότι εν μεν τη Δαμασκώ εκατοίκουν οι Σύροι, άνθρωποι
ασεβείς και ειδωλολάτραι, εν δε τη Σαμαρεία εκατοίκουν άνθρωποι αμαρτωλοί και
τω νόμω του Θεού μη ακολουθούντες· όθεν και τον Κύριον Σαμαρείτην εκάλουν οι
Ιουδαίοι: ήτοι παράνομον και αμαρτωλόν. «Ταύτην λοιπόν την πλάνην (ακολουθεί ο
Μελωδός) της ασεβείας και αμαρτίας συ, Χριστέ, εγύρισας εις ευσεβή πίστιν, εις
την οποίαν τέρπεται ο Θεός και αρέσκεται». Όρα δε, αγαπητέ, ότι, κατά τον
Θεόδωρον, τα κούρση όπου κάμνει ο Χριστός, είναι εναντία με τα κούρση όπου
κάμνουν οι άλλοι άνθρωποι· οι μεν γαρ Βασιλείς και οι λοιποί άνθρωποι αισθητώς
πολεμούντες κουρσεύουσι δια ζημίαν και καταστροφήν των κουρσευομένων· ο δε
Χριστός νοητώς πολεμών, κουρσεύει δια σωτηρίαν και πλουτισμόν των
κουρσευομένων. Όθεν και ο Ίδιος έλεγεν: «Ο κλέπτης ουκ έρχεται, ειμή ίνα κλέψη
και θύση και απολέση· εγώ ήλθον, ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι» (Ιω. ι:
10). Ο δε Αλεξανδρείας Κύριλλος ούτω το ανωτέρω ρητόν ερμηνεύει του Ησαϊου: «Η
Δαμασκός, ήγουν πάσα Συρία, και μην η των Ασσυρίων χώρα, τουτέστιν η Περσών τε
και Μήδων μεμέστωτο ειδώλων· δια τούτο κέκληται γη των γλυπτών· πάσα δε τούτων
η δύναμις ην, τα παρ΄ εκάστοις θρησκευόμενα Δαιμόνια και ο τούτων ηγούμενος
Σατανάς. Ότε τοίνυν έμελλε την τε Δαμασκού δύναμιν και μην και την του Βασιλέως
των Ασσυρίων, τουτέστι τον Σατανάν, και τα πονηρά και βέβηλα των Δαιμόνων στίφη
μονονουχί καταληϊσεσθαι Χριστός, διεσάφησεν ειπών: «Διότι πριν ή γνώναι το
παιδίον καλείν Πατέρα ή Μητέρα, λήψεται την δύναμιν Δαμασκού». Το δε λήψεται,
αντί του χειρώσεται νοείται. Λήψεται δε ομοίως και τα σκύλα Σαμαρείας,
τουτέστιν απαλλάξει τους αιχμαλώτους πολεμήσας υπέρ αυτών απέναντι του βασιλέως
Ασσυρίων, του νοητού δηλονότι, φημί δη του Σατανά· αυτός γαρ ην και η Δαμασκού
και η Συρίας δύναμις. Ότι δε εσκύλευσεν ο Χριστός τον Σατανάν γεγεννημένος ευθύς,
αταλαίπωρον ιδείν· γράφει γαρ ο Ματθαίος: «Του δε Ιησού γεννηθέντος… ιδού μάγοι
από ανατολών παρεγένοντο», και τα λοιπά. Προσκεκυνήκασι γουν και προσήγαγον
χρυσόν και λίβανον και σμύρναν. Οράς όπως εσκύλευσε τον Σατανάν, και
προενόμευσεν οξέως»;
Τροπάριον.
Του Μάντεως πάλαι
Βαλαάμ, των λόγων μυητάς σοφούς αστεροσκόπους χαράς έπλησας, αστήρ εκ του
Ιακώβ, ανατείλας Δέσποτα Εθνών απαρχήν εισαγομένους· εδέξω δε προφανώς, δώρά
σοι δεκτά προσκομίζοντας.
Ερμηνεία.
Εν τω κβ΄
κεφαλαίω των Αριθμών γέγραπται, ότι ο Βαλάκ ο Βασιλεύς Μωάβ επροσκάλεσεν από
την Μεσοποταμίαν τον Μάντιν Βαλαάμ, δια να καταρασθή τον Ισραηλιτικόν λαόν·
πλην αντί να τον καταρασθή, τον ευλόγησε και χωρίς να θέλη, και περί Χριστού
επροφήτευσεν ούτως· «Ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, και αναστήσεται άνθρωπος εξ
Ισραήλ, και θραύσει τους αρχηγούς Μωάβ, και προνομεύσει πάντας τους Υιούς Σηθ»
(Αριθ. κδ: 17). Ταύτην λοιπόν την προφητείαν του Βαλαάμ παραλαβόντες οι Μάγοι
εκ πατρικής διαδοχής, κατά τον Ωριγένη και Βασίλειον και Χρυσόστομον, επήγαν
εις την Βηθλεέμ και επροσκύνησαν τον Χριστόν. Όθεν ο Ιερός Μελωδός αναφέρων την
Ιστορίαν ταύτην εν τω παρόντι Τροπαρίω λέγει: «Ω Δέσποτα Χριστέ, συ επειδή
ανέτειλας ως λαμπρότατος και καινοφανής αστήρ από το γένος του Ιακώβ, δια τούτο
εγέμισας από χαράν μεγάλην τους Μάγους τους σοφούς μαθητάς και ακολούθους των
λόγων του Μάντεως Βαλαάμ (ήτοι της ανωτέρω περί Χριστού προφητείας)· λέγει γαρ:
«Ιδόντες τον αστέρα, εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (Ματθ. β:10). Περσικόν δε
Έθνος οι Μάγοι όντες, κατεγίνοντο εις την θεωρίαν και παρατήρησιν των αστέρων.
Όθεν είπεν ο μέγας Βασίλειος: «Έθνος Περσικόν οι Μάγοι, μαντείαις και
επαοιδίαις και φυσικαίς αντιπαθείαις προσέχοντες, και περί την τήρησιν των
μεταρσίων εσχολακότες» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν). Ο δε Θεοδώριτος λέγει,
ότι Μάγοι ελέγοντο κοντά εις τους Πέρσας οι τα στοιχεία θεοποιούντες (Εκκλησ.
Ιστορ. ε΄ κεφ. λη΄). Ακολούθως δε λέγει ο Μελωδός: «Τούτους λοιπόν τους Μάγους
εχαροποίησας, Χριστέ, επειδή και αυτοί επροσφέρθησαν εις Εσέ, ως μία απαρχή
όλων των Εθνών». Καθώς γαρ τα Έθνη εκείνα όπου φιλιωθούν με τους Βασιλείς,
έχουν συνήθειαν να προσφέρουν εις αυτούς δύο ή τρεις ή περισσοτέρους ανθρώπους
ως ομήρους και αρραβώνας, και δια μέσου αυτών βεβαιώνουσι την προς τους
Βασιλείς εκείνους φιλίαν όλου του Έθνους των· ούτω και οι σοφοί Μάγοι,
προσφερθέντες εις τον Χριστόν ως όμηροι και αρραβώνες, εφανέρωναν την φιλίαν
όπου έχουν να δείξουν εις την πίστιν του Χριστού όλα τα Έθνη. Ή καθώς οι
ευσεβείς και θεοφιλείς άνθρωποι συνειθίζουν να προσφέρουν εις τον Θεόν τα
πρωτοφανήσιμα των αμπέλων και χωραφίων και των ληνών και αλωνίων των· ούτω και
όλα τα Έθνη όπου έμελλον να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, επρόλαβον και έστειλαν
εις τον Χριστόν τους θεσπεσίους Μάγους, ως τόσας απαρχάς και πρωτοφανήσιμα
πράγματα, και με τούτο έδειξαν, ότι και αυτά έχουν ύστερον να πιστεύσουν εις
τον αυτόν Χριστόν. Έπειτα δε λέγει ο Μελωδός:
«Συ, Χριστέ, εδέχθης τους ρηθέντας Μάγους, οίτινες επρόσφεραν εις εσέ δώρα
δεκτά και ευάρεστα»: ήτοι τον χρυσόν, τον λίβανον και την σμύρναν· επειδή δια
μεν του χρυσίου εφανέρωναν ότι είσαι
Βασιλεύς· εις τους Βασιλείς γαρ ο χρυσός αποδίδοται· δια δε του λιβάνου
εφανέρωναν ότι είσαι Θεός· εις τον Θεόν γαρ οι άνθρωποι προσφέρουσι τον λίβανον·
δια δε της σμύρνης εφανέρωναν ότι μέλλεις να γένης νεκρός ως άνθρωπος· εις τους
νεκρούς γαρ η σμύρνα προσφέρεται και αλείφεται.
Τροπάριον.
Ως πόκω γαστρί
παρθενική, κατέβης υετός Χριστέ, και ως σταγόνες εν γη στάζουσαι· Αιθίοπες και
Θαρσείς, και Αράβων νήσοί τε, Σαβά Μήδων, πάσης γης, κρατούντες προσέπεσόν σοι
Σωτήρ. Δόξα τη δυνάμει σου Κύριε.
Ερμηνεία.
Δύο είναι αι
παρουσίαι του Δεσπότου Χριστού, πρώτη και Δευτέρα. Και η μεν πρώτη εστάθη
ταπεινή, ήσυχος, κρυφία και πενιχρά· η δε Δευτέρα έχει να γένη ένδοξος,
εξάκουστος και φοβερά. Ο δε Ιερός Μελωδός αφείς την δευτέραν παρουσίαν του
Κυρίου την ένδοξον και φοβεράν, περί μόνης της πρώτης της ησύχου και ταπεινής
αναφέρει εν τω παρόντι Τροπαρίω· της οποίας αινίγματα και σύμβολα ήτον το
ποκάρι των μαλλίων και αι σταλαγματίαι της βροχής. Δανειζόμενος λοιπόν από την
προφητείαν εκείνην του Δαβίδ την λέγουσαν: «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον, και
ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην» (Ψαλμ. οα: 6), λέγει ούτω: «Συ, ω Χριστέ,
κατέβης εις την κοιλίαν της Παρθένου με τόσην ησυχίαν και κρυφιότητα, ώστε δεν
εδυνήθη να καταλάβη τινάς τον τρόπον της καταβάσεώς σου, ούτε από τους
Αγγέλους, ούτε από τους ανθρώπους»· καθώς και η βροχή όταν πίπτη επάνω εις το
απαλόν ποκάρι των μαλλίων, πίπτει ησύχως, και δεν προξενεί κανένα κρότον και
αίσθησιν (Έλλειψις δε ευρίσκεται εδώ της Ενπροθέσεως, και πρέπει να υπακούεται
αύτη, ούτως «Ως εν πόκω εν γαστρί παρθενική κατέβης υετός Χριστέ»). Ομοίως
καθώς αι σταλαγματίαι της βροχής, όταν μεν πίπτουν επάνω εις σκληράς και
αντιτύπους πέτρας, προξενούσι κρότον και ταραχήν, όταν δε πίπτουν επάνω εις το
απαλόν χώμα της γης, ησύχως και αταράχως πίπτουσι· τοιουτοτρόπως και συ, ω
Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, ησύχως και κρυφίως κατέβης εις την Παρθένον. Σταγών δε,
κατά τον Ζυγαδηνόν Ευθύμιον, είναι εκείνη η σταλαγματία όπου πίπτει
ανεπαισθήτως από τα νέφη προτού να κινήση η βροχή, ήτις καταβαίνει κάποτε
κάποτε, και μία μία. Με το ποκάρι δε των μαλλίων παρομοιάζεται η κοιλία της
Θεοτόκου, πρώτον, διότι ήτον από το γένος του Αδάμ, όστις ως εν πρόβατον
απεπλανήθη από την εκατοντάδα των προβάτων, κατά την εν Ευαγγελίοις του Κυρίου
παραβολήν. Δεύτερον, διότι από την Παρθένον υφάνθη ένδυμα αφθαρσίας, τόσον εις
τον Αδάμ τον γυμνωθέντα δια την παράβασιν, όσον και εις όλους τους απογόνους
του. Και τρίτον, δια να φανή εις την Παρθένον τελεσιουργούμενον το θαύμα εκείνο
το επί του Γεδεών γενόμενον· όπερ ήτον γη και ποκάρι· εξ ων ποτέ μεν η γη
εβρέχετο μόνη, το δε ποκάρι έμενεν άβροχον· ποτέ δε εβρέχετο το ποκάρι, η δε γη
έμενεν άβροχος· καθώς αναφέρεται η Ιστορία αύτη εις το Βιβλίον των Κριτών εν
κεφαλαίω στ΄. Ούτω μεν ενόησε το Τροπάριον τούτο Θεόδωρος ο των Κανόνων
εξηγητής, εκλαμβάνων εις την κρυφίαν και ήσυχον επιδημίαν του Θεού Λόγου, τα
δύο ομοιώματα ταύτα, τον πόκον μετά της βροχής, και την σταγόνα μετά της γης. Ο
δε Μελωδός Κοσμάς φαίνεται, ότι το ομοίωμα των σταγόνων το προσαρμόζει εις τα
ακόλουθα Έθνη: ήτοι εις τους Αιθίοπας και Θαρσείς και τους λοιπούς· λέγει γαρ,
ότι καθώς αι σταγόνες της βροχής πίπτουν από το ύψος των νεφελών κάτω εις την
γην, ούτω και οι Αιθίοπες και Θαρσείς και αι νήσοι των Αράβων και οι άρχοντες
και εξουσιασταί της Σαβά και των Μήδων και όλης της γης επρόσπεσον εις εσέ τον
Σωτήρα του Κόσμου, και αφέντες το ύψος της υπερηφανίας των, εταπεινώθησαν
ενώπιόν σου και σε επροσκύνησαν. Αιθίοπες δε αισθητώς μεν, είναι οι
κατοικούντες εις την ανατολήν και εις τα άκρα της δύσεως· νοητώς δε, είναι οι
Δαίμονες οι σκοτεινοί και ζεζοφωμένοι, οίτινες προσέπεσον τω Χριστώ και μη
θέλοντες, κατά το «Ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και
επιγείων και καταχθονίων» (Φιλιπ. β: 10). Θαρσείς δε είναι οι την Καρχηδόνα
κατοικούντες, ήτις ήτον πρώτη πόλις της Λιβύας, κατά τον Θεοδώριτον. Νήσοι δε
των Αράβων είναι αι εν τω Αραβικώ κόλπω και Ωκεανώ περιεχόμεναι· ή δια των
νήσων αυτών φανερώνονται όλαι αι νήσοι της θαλάσσης. Σαβά δε είναι πόλις της
Ινδίας ή της ευδαίμονος Αραβίας, η πλέον ονομαστή και περίφημος, από την οποίαν
ήλθεν εις τον Σολομώντα και η Σαβά Βασίλισσα. Δια μέσου δε των περιφήμων τούτων
Εθνών και Βασιλειών εφανέρωσεν ο Μελωδός όλας ομού τας Βασιλείας και τα Έθνη
του Κόσμου, όπου επίστευσαν εις τον Χριστόν, και υπετάχθησαν εις Αυτόν. Τα
ονόματα δε ταύτα των Εθνικών ερανίσθη ο Μελωδός από τον οα΄ Ψαλμόν τον λέγοντα:
«Ενώπιον Αυτού προπεσούνται Αιθίοπες, και οι εχθροί Αυτού χουν λείξουσι·
Βασιλείς Θαρσείς και νήσοι δώρα προσοίσουσι· Βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα
προσάξουσι· και προσκυνήσουσιν Αυτώ πάντες οι Βασιλείς της γης· πάντα τα Έθνη
δουλεύσουσιν Αυτώ».
Ωδή ε΄. Ο
Ειρμός.
Θεός ων ειρήνης
Πατήρ οικτιρμών, της μεγάλης Βουλής σου τον Άγγελον, ειρήνην παρεχόμενον,
απέστιλας ημίν· Όθεν θεογνωσίας, προς φως οδηγηθέντες, εκ νυκτός ορθρίζοντες,
δοξολογούμέν σε φιλάνθρωπε.
Ερμηνεία.
Εκ πολλών ρητών
των Γραφών συγκροτεί τον παρόντα ειρμόν ο ιεράρχης Κοσμάς· το μεν γαρ «Θεός
ειρήνης» εδανείσθη από την προς Φιλιππησίους επιστολήν την λέγουσαν «Και ο Θεός
της ειρήνης έσται μεθ΄υμών» (Φιλιπ. δ: 9)· ομοίως και από το ιστ΄ κεφ. στίχ. 33
της προς Ρωμαίους, και από το ιγ΄ στίχ. 20 της προς Εβραίους· το δε «Πατήρ των
οικτιρμών» εδανείσθη από την προς Κορινθίους δευτέραν στίχ. 3 το δε «Της
μεγάλης Βουλής σου τον Άγγελον» εδανείσθη από τον Ησαϊαν λέγοντα περί του
Χριστού: «Και καλείται το όνομα αυτού, μεγάλης βουλής Άγγελος» (Ησ. θ: 6)· το
δε «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ: 27) και από
τον Απ. Παύλον ειπόντα: «Χριστός εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν,
ο και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφ. β: 14)· το δε «Φως της θεογνωσίας»
επάρθη από τον Αββακούμ όπου λέγει «Και φέγγος αυτού ως φως έσται»· το δε «Εκ
νυκτός ορθρίζοντες» ελήφθη από τον Ησαϊαν λέγοντα «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμά
μου προς σε ο Θεός» (Ησ. κστ: 9). Από τόσας λοιπόν ρήσεις συγκροτήσας το
Τροπάριον τούτο ο Μελωδός, είτα επιστρέφων προς τον Θεόν και Πατέρα, λέγει προς
Αυτόν: «Ω φιλανθρωπότατε Δέσποτα, συ Θεός ων της ειρήνης, και Πατήρ των
οικτιρμών, απέστειλας εις ημάς τον Μονογενή σου Υιόν, τον Άγγελον (Μηνυτήν)
γενόμενον της μεγάλης και προαιωνίου και αρρήτου βουλής σου, της περί της
ενσάρκου ούσης Οικονομίας αυτού». Έφη δε ο Θεοφόρος Μάξιμος: «Μεγάλη βουλή του
Θεού και Πατρός εστί το σεσιγημένον και άγνωστον της Οικονομίας Μυστήριον· όπερ
πληρώσας δια της σαρκώσεως ο Μονογενής Υιός απεκάλυψεν, Άγγελος γενόμενος της
μεγάλης του Θεού και Πατρός προαιωνίου βουλής. Γίνεται δε της μεγάλης του Θεού
βουλής Άγγελος, ο γνους του Μυστηρίου τον λόγον, και τοσούτον έργω τε και λόγω
δια πάντων ακαταλήπτως υψούμενος, μέχρις αν φθάση τον προς αυτόν τοσούτον
κατελθόντα (Κεφ. κδ΄ της β΄ εκατοντ. των θεολογικών). Το δε «Απέστειλας
(ευδόκησας να έλθη εις ημάς ο Υιός σου) είπεν ο Μελωδός, διότι η αποστολή του
Υιού την ευδοκίαν δηλοί του Πατρός, καθώς ενόησεν ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος
(Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν). Το δε «Ευδοκία» πάλιν θέλει να ειπή το
προηγούμενον θέλημα του Θεού, κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον Θεσσαλονίκης
Γρηγόριον· ου γαρ επόμενον, αλλά προηγούμενον θέλημα Θεού ήτον η ένσαρκος
Οικονομία του Θεού Λόγου. Διατί δε Απέστειλας τον Υιόν σου Πάτερ Θεέ; Δια να
δώση εις ημάς ειρήνην, δια να ειρηνοποιήση ημάς πρώτον με τον Θεόν, δεύτερον με
τους Αγγέλους, προς τους οποίους είχομεν μάχην, τρίτον με τους ομοφύλους ημών
ανθρώπους· διότι και προς αλλήλους εμαχόμεθα· και τέταρτον με τον εαυτόν μας.
Αδιάφορον δε είναι το παρεχόμενον· καθότι η ακρίβεια απήτει να γράφεται
παρεξόμενον· επειδή τα κινήσεως σημαντικά ρήματα, οποίον είναι και το
«απέστειλας» μετά μετοχής μέλλοντος χρόνου συντάσσονται, αντί τελικού
απαρεμφάτου. Εκ της ενσάρκου δε παρουσίας του Υιού σου (ακολουθεί ο Μελωδός)
ημείς τα πεπλανημένα Έθνη ωδηγήθημεν εις το φως της γνώσεως του Θεού: ήτοι της
ευσεβείας και πίστεως. Δια τούτο εκ νυκτός ορθρίζοντες: ήτοι από την πλάνην και
ασέβειαν ελθόντες εις την ευσέβειαν, δοξολογούμέν σε, φιλάνθρωπε Κύριε. Είπε δε
τούτο, δια να δείξη, ότι είναι πέμπτη Ωδή η παρούσα, της οποίας ποιητής είναι ο
Ησαϊας ειπών: «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός», ως προείρηται.
Εδώ προτείνει μίαν απορίαν ο των Κανόνων ερμηνευτής Θεόδωρος λέγων: «Επειδή η
ασέβεια είναι νύκτα, η δε ευσέβεια εκ του εναντίου είναι ημέρα· διατί ο Ησαϊας
και ο Μελωδός δεν είπον, ότι εκ νυκτός ήλθον εις την ημέραν, αλλ΄ εις τον
όρθρον». Ταύτην λοιπόν την απορίαν λύων αυτός λέγει: «Καθώς εις μεν την νύκτα
παντελώς δεν βλέπει ο οφθαλμός, εις δε την ημέραν, εκ του εναντίου, βλέπει
καθαρώς και απλανώς, εις δε τον όρθρονβλέπει μεν ολίγον, ουχί όμως καθαρώς·
μέσον γαρ είναι ο όρθρος της νυκτός και της ημέρας, και ούτε πάντη σκοτεινός,
ως η νύκτα, ούτε πάντη φωτεινός, ως η ημέρα· τοιουτοτρόπως νύκτα μεν σκοτεινή
και ασέληνος είναι η ασέβεια, και οι εν τη ασεβεία ευρισκόμενοι, ημέρα δε
ολόφωτος είναι η εν τω μέλλοντι αιώνι κατάστασις, και η τοις Αγίοις μέλλουσα
αποκαλυφθήναι δόξα και γνώσις των Μυστηρίων, όρθρος δε είναι η εν τω παρόντι
αιώνι των ευσεβών κατάστασις· εν ταύτη γαρ οι ευσεβείς και Άγιοι ευρισκόμενοι,
δεν δύνανται να θεωρήσουν τρανώς και καθαρώς τα θεία Μυστήρια· διότι
εμποδίζονται από το σκέπασμα του υλικού τούτου και παχέος σώματος». Δια τούτο ο
μεν Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους: «Βλέπομεν άρτι δι΄ εσόπτρου και εν
αινίγματι, τότε δε, πρόσωπον προς πρόσωπον· άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε
επιγνώσομαι, καθώς και επεγνώσθην» (α΄ Κορ. ιγ: 12)· ο δε Θεολόγος Γρηγόριος
είπε: «Τα ενταύθα δευτέρας ελλάμψεως»· και αλλαχού: «Ως αν καθαρώς εποπτεύωμεν
την μακαρίαν Τριάδα, ης νυν μετρίας δεδέγμεθα τας εμφάσεις»· και εν τω εις την
Χριστού Γέννησιν λόγω: «Πείθει δέμε το μέτριον ενταύθα φέγγος της αληθείας,
λαμπρότητα Θεού και ιδείν και παθείν (εν τω μέλλοντι αιώνι δηλαδή)». Ει δε και
απορεί τινάς, πως ο Απ. Παύλος γράφων προς Ρωμαίους είπεν: «Αποθώμεθα τα έργα
του σκότους, και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός· ως εν ημέρα ευσχημόνως
περιπατήσωμεν»; (Ρωμ. ιγ: 12). Εις τούτο αποκρινόμεθα, ότι δεν είπεν ο Απ.
Παύλος εν ημέρα, αλλά «ως εν ημέρα»· το δε «ως» ομοιωματικόν είναι μόριον, και
δηλοί ομοίωμα ημέρας, και όχι αυτήν την ημέραν· καθώς και το περί του Προφήτου
Ηλιού ειρημένον: «Ανελήφθη ως εις Ουρανόν» δηλοί ότι ανέβη, όχι εις τον
Ουρανόν, αλλά εις υψηλότερον τόπον της γης. Και ο όρθρος λοιπόν ημέρα μεν δεν
είναι, ως ημέρα δε και είναι και λέγεται· καθότι και αυτός δίδει μεν εις τον
οφθαλμόν να βλέπη, όχι όμως καθαρώς ως η ημέρα, αλλά με τρόπον μεσαίον όντα της
ημέρας και της νυκτός, ως είπομεν.
Τροπάριον.
Εν δούλοις τω
Καίσαρος δόγματι, απεγράφης πιθήσας, και δούλους ημάς εχθρού και αμαρτίας, ηλευθέρωσας
Χριστέ· όλον το καθ΄ ημάς δε πτωχεύσας, και χοϊκόν εξ αυτής ενώσεως, και
κοινωνίας εθεούργησας.
Ερμηνεία.
Δύο είδη ιατρείας
μεταχειρίζονται οι των σωμάτων άριστοι ιατροί. Διότι αυτοί ή τα εναντία
ιατρεύουσι με τα εναντία· ούτω χάριν λόγου την ψυχρότητα ιατρεύουσι με την
εναντίαν θερμότητα, και την ξηρότητα με την εναντίαν υγρότητα· ή τα όμοια
ιατρεύουσι με τα όμοια· ούτω γαρ τα υπό της ψυχρότητος αιμωδιασμένα οδόντια
ιατρεύουσι πάλιν με την ψυχράν ούσαν ανδράχνην: ήτοι γλυστρίδαν. Τοιουτοτρόπως
ο των ψυχών και των σωμάτων ιατρός Κύριος δύο είδη ιατρείας εμεταχειρίσθη εν τη
προς ημάς ενσάρκω αυτού επιδημία· καθότι δια των εναντίων ιάτρευσε τα ενάντια:
ήτοι δια της αυτού ταπεινώσεως εθεράπευσε την ημών υπερηφάνειαν. Όθεν και ο
θεοφόρος θεολογεί Μάξιμος, ότι αι στερήσεις του Χριστού έγιναν έξεις εις ημάς:
ήγουν η σάρκωσις του Λόγου έγινεν ημετέρα θέωσις· η εκείνου κένωσις έγινε
πλήρωσις ημετέρα· το πάθος του, ημετέρα απάθεια· και ο θάνατος εκείνου έγινε
ζωή ημετέρα· ούτω γαρ λέγει: «Την δε της υπερβαλλούσης δυνάμεως ισχύν δήλην
κατέστησεν ο Χριστός δια των, οις αυτός έπασχεν, εναντίων, υποστήσας τη φύσει
την γένεσιν άτρεπτον· δια πάθους γαρ την απάθειαν, και δια πόνων την άνεσιν,
και δια θανάτου την αϊδιον ζωήν τη φύσει δους πάλιν κατέστησε, ταις εαυτού κατά
σάρκα στερήσεσι τας έξεις ανακαινίσας της φύσεως, και δια της ιδίας σαρκώσεως,
την υπέρ φύσιν χάριν δωρησάμενος τη φύσει της θεώσεως» (Κεφ. μγ΄ της στ΄
εκατοντ. των θεολογικών). Ιάτρευσε δε και τα όμοια με τα όμοια· επειδή δια της
ιδικής του πτωχείας ιάτρευσε την ιδικήν μας πτωχείαν, δια του πάθους του
εθεράπευσε τα ιδικά μας πάθη, και δια του θανάτου του τον ιδικόν μας θάνατον.
Ταύτα δε τα δύο είδη της ιατρείας αναφέρει ο Θεσπέσιος Μελωδός εν τω παρόντι
Τροπαρίω. Όθεν επιστρέφων τον λόγον του προς τον Δεσπότην Χριστόν, ούτω φησίν:
«Ω Ιησού Χριστέ, εσύ πειθαρχήσας απεγράφης εις το δόγμα του Καίσαρος Αυγούστου
μαζί με τους δούλους· λέγει γαρ «Εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου
απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» (Λουκ. β:1). Και ούτω δια της δουλείας της
ιδικής σου ιάτρευσας την ιδικήν μας δουλείαν· επειδή ηλευθέρωσας ημάς, οι
οποίοι ήμεθα δούλοι του εχθρού Διαβόλου και της αμαρτίας». Αύτη είναι η δια των
ομοίων ιατρεία· ακολούθως δε λέγει και την δια των εναντίων ιατρείαν ούτω:
«Εσύ, Χριστέ, επτώχευσας όλον το καθ΄ ημάς: τουτέστι προσέλαβες εις την
υπόστασιν της Θεότητός σου όλην την ιδικήν μας πτωχικήν και χοϊκήν φύσιν: ήτοι
σώμα, ψυχήν, νουν, θέλησιν, και πάντα τα συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως». Όθεν
είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος το αξίωμα τούτο: «Το απρόσληπτον, αθεράπευτον· ο δε
ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (α΄ επιστολή προς Κληδόνιον). Εκ του Θεολόγου
δε ερανίσθη το αυτό αξίωμα και ο Δαμασκηνός Ιωάννης: «Ταύτην λοιπόν, λέγει, την
φύσιν εθεούργησας, εξ αυτής της πρώτης ενώσεως και κοινωνίας, ην έλαβεν αύτη εν
τη υπερθέω σου υποστάσει». Και δια να ειπώ καθαρώτερον τα του Μελωδού· συ ο
πλούσιος πτωχεύσας, ούτω δια της πτωχείας σου ταύτης επλούτισας ημάς με τον
πλούτον της ιδικής σου Θεότητος. Όθεν είπεν ο μακάριος Παύλος: «Γινώσκετε την
χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι΄ υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα
υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε» (β΄ Κορ. η: 9). Και ο Θεολόγος Γρηγόριος:
«Και ο πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γαρ την εμήν σάρκα, ίν΄ εγώ πλουτήσω την
αυτού Θεότητα» (Λόγ. εις το Πάσχα).
Τροπάριον.
Ιδού η Παρθένος
ως πάλαι φησίν, εν γαστρί συλλαβούσα εκύησε, Θεόν ενανθρωπήσαντα, και μένει
Παρθένος· δι΄ ης καταλλαγέντες Θεώ οι αμαρτωλοί, Θεοτόκον κυρίως ούσαν εν
πίστει ανυμνήσωμεν.
Ερμηνεία.
Από τον Προφήτην
Ησαϊαν δανείζεται ο Μελωδός την αρχήν του παρόντος Τροπαρίου· εκείνος γαρ
προφητεύων περί του ασπόρου τόκου της Παρθένου, ούτω φησίν: «Ιδού η Παρθένος εν
γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ.
ζ: 14). Όθεν ταύτην την προφητείαν βλέπων τετελειωμένην ο Μουσουργός Κοσμάς,
ούτω λέγει: «Ιδού η Παρθένος εκείνη, περί της οποίας πάλαι επροφήτευσε». Ποίος;
Ο Ησαϊας (αφήκε γαρ ο Μελωδός το όνομά του, ως παρά πάσιν εγνωσμένον και
ομολογούμενον)· «Αύτη συλλαβούσα ασπόρως δια Πνεύματος Αγίου εν τη παναχράντω
κοιλία της, εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα, τέλειον Θεόν και τέλειον Άνθρωπον, εν
μια υποστάσει δύο φύσεις έχοντα Θεότητα και ανθρωπότητα· έμεινε δε πάλιν η αυτή
Παρθένος και μετά την άσπορον και αλόχευτον Γέννησιν»· ο γαρ εξ αυτής γεννηθείς
Χριστός καθώς εύρεν αυτήν Παρθένον εν τη εισόδω, ούτω πάλιν αφήκεν αυτήν
Παρθένον και εν τη εξόδω, κατά το ειρημένον υπό Ιεζεκιήλ του Προφήτου: «Η πύλη
αύτη κεκλεισμένη έσται· ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς ου μη διέλθη δι΄ αυτής·
ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι΄ αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ.
μδ: 2). Δια τούτο και ο μέγας Βασίλειος ερμηνεύων το του Ησαϊου εκείνο: «Δια
τούτο δώσει Κύριος αυτός υμίν σημείον», λέγει «Σημείον δε παράδοξόν τε και
τεραστικόν και παρά πολύ της κοινής παρηλλαγμένον φύσεως· η αυτή γυνή, και
Παρθένος και Μήτηρ· και εν τω αγιασμώ της παρθενίας μένουσα, και την της
τεκνογονίας ευλογίαν κληρονομούσα» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν). Επιφέρει δε
ακολούθως ο Μελωδός λέγων: «Επειδή ημείς πάντες δια μεσιτείας της Θεοτόκου
εφιλιώθημεν με τον Θεόν, με τον οποίον ήμεθα πρότερον εχθροί· δια τούτο ας
ανυμνήσωμεν Αυτήν την τόσον μεγάλην χάριν εις ημάς προξενήσασαν· επειδή αυτή
είναι κυρίως και πρώτως και μόνως και αληθώς Θεοτόκος». Διότι αν και άλλαι
γυναίκες μυθολογούνται κοντά εις τους Έλληνας, ότι εγέννησαν τους παρ΄ αυτών
καλουμένους Θεούς· καθώς όμως εκείνοι ήτον ψευδώνυμοι και ανύπαρκτοι· ούτως
ακολούθως και αύται ψευδώς τοιαύται ελέγοντο. Όθεν και ο Θεολόγος Γρηγόριος
προς τους Έλληνας τον λόγον αποτεινόμενος είπε: «Που γαρ εν τοις σοις έγνως
Θεοτόκον Παρθένον;» (Λόγος α΄ περί Υιού).
Ωδή στ΄.
Ο Ειρμός.
Σπλάγχνων Ιωνάν,
έμβρυον απήμεσεν, ενάλιος θηρ οίον εδέξατο· τη Παρθένω δε, ενοικήσας ο Λόγος
και σάρκα λαβών, διελήλυθε, φυλάξας αδιάφθορον· ης γαρ ουχ΄ υπέστη ρεύσεως, την
τεκούσαν κατέσχεν απήμαντον.
Ερμηνεία.
Ποίος δεν ήθελε
θαυμάση την σοφήν διάνοιαν του Ιερού τούτου Μελωδού; Διότι αυτός ένα και τον
αυτόν Προφήτην Ιωνάν εις διαφόρους υποθέσεις μεταχειρίζεται. Και πρότερον μεν
αυτόν προσφυώς εμεταχειρίσθη εις την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού,
παρομοιάσας τούτον με τον τύπον του Σταυρού· τώρα δε αυτόν μεταχειρίζεται εις
την υπόθεσιν της εκ Παρθένου Γεννήσεως του Χριστού. Και την μεν εν τη κοιλία
του κήτους διαμονήν αυτού εξομοιάζει με την του εμβρύου Σύλληψιν· την δε από
του κήτους εξέλευσίν του παρομοιάζει με την του εμβρύου Γέννησιν. Όθεν λέγει,
ότι ο ενάλιος θηρ (το κήτος της θαλάσσης) δεξάμενος εις την κοιλίαν του τον
Ιωνάν, και φυλάξας αυτόν, καθώς η μήτηρ δέχεται εις την κοιλίαν της το έμβρυον,
και φυλάττει αυτό, ύστερον εξέρασεν αυτόν από τα σπλάγχνα του· αλλά τοιούτον
σώον και αβλαβή εξέρασεν, οποίος σώος και αβλαβής ήτον, όταν εδέχθη αυτόν
πρότερον εις τα σπλάγχνα του. Ο μεν ουν Ιωνάς τοιουτοτρόπως εδέχθη και εξεράσθη
από το κήτος· ο δε Μονογενής του Θεού Λόγος εισελθών υπερφυώς εις την κοιλίαν
της Παρθένου, και σάρκα λαβών εκ των παναχράντων αυτής αιμάτων διελήλυθεν
(εγεννήθη) φυλάξας αβλαβή και αδιάφθορον την δεξαμενήν και γεννήσασαν αυτόν
κοιλίαν: τουτέστιν αφήκεν αυτήν Παρθένον, καθώς Παρθένον εύρεν αυτήν και όταν
εισήλθεν. Όθεν κατά τούτο φαίνεται, ότι είναι εναντίον, τρόπον τινά, το
παράδειγμα του Ιωνά με την εκ της Παρθένου Γέννησιν του Κυρίου· καθότι εκεί μεν
τον κυοφορούμενον Ιωνάν εφύλαττεν αβλαβή το κυοφορούν αυτόν κήτος δια της
παντοδυνάμου χάριτος του Θεού· ενταύθα δε κυοφορούμενος εν τη κοιλία της
Παρθένου ο Θεός Λόγος, αυτός μάλλον εφύλαξεν αβλαβή την κυοφορούσαν Αυτόν, μη
διαφθείρας τα κλείθρα της Παρθενίας Της. Καθώς γαρ ο Υιός του Θεού γεννηθείς
άνω εκ του Πατρός προ αιώνων, καθό Θεός δεν υπέμεινε κανέν πάθος και ρεύσιν και
φθοράν· απαθώς γαρ και αρρεύστως προήλθεν εκ του Πατρός, ως λόγος εκ νου· ούτως
ο αυτός γεννηθείς κάτω επ΄ εσχάτων των χρόνων, καθό άνθρωπος εφύλαξεν αβλαβή
και χωρίς καμμίαν φθοράν την γεννήσασαν αυτόν Θεοτόκον. Όθεν η Αγία και
Οικουμενική Σύνοδος εν τη ια΄ Πράξει αυτής δια του Λιβέλου της Πίστεως
Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Παρθένον Αυτήν ανεκήρυξε προ τόκου και εν τόκω και μετά
τόκον: ταυτόν ειπείν Αειπάρθενον. Αλλά και ο θείος Επιφάνιος αιρέσει ιη΄ : «Τις
ποτε, λέγει, Μαρίαν ειπών και διερωτηθείς ουχί την Παρθένον προσέθετο;» Όθεν ο
Χριστός και κατά τας δύο Γεννήσεις απαθής ώφθη και άρρευστος· ούτε γαρ ο Πατήρ
γεννών Αυτόν έπαθέ τι, ούτε η Μήτηρ. Και δια να ειπώ καθαρώτερα, καθώς ο Υιός
του Θεού έγινεν Υιός ανθρώπου ατρέπτως: ήτοι χωρίς να τραπή από την ιδικήν του
φύσιν και Θεότητα, ή να λάβη καμμίαν αλλοίωσιν και ρεύσιν, κατά τον Θεολόγον
Γρηγόριον λέγοντα: «Ο Υιός του Θεού γίνεται και Υιός ανθρώπου, ουχ΄ ο ην
μεταβαλών· άτρεπτος γαρ· αλλ΄ ο ουκ ην προσλαβών· φιλάνθρωπος γαρ» (Λόγ. εις τα
Φώτα) ούτω και την τεκούσαν Αυτόν εφύλαξεν άτρεπτον και αβλαβή· μη τραπείσα γαρ
αύτη από την κατά φύσιν παρθενίαν όπου είχε, προσέλαβεν εκείνο όπου δεν είχεν:
ήτοι την υπέρ φύσιν μητρότητα. Όθεν και ο Θεοφόρος Μάξιμος είπεν: «Ως γαρ αυτός
ο του Θεού Υιός άνθρωπος γέγονεν, ουκ αλλοιώσας την φύσιν, ουδ΄ αμείψας την
δύναμιν· ούτω την τεκούσαν και Μητέρα ποιεί και Παρθένον διατηρεί, θαύματι
θαύμα κατά ταυτό διερμηνεύων άμα και θατέρω κρύπτων το έτερον» (Κεφ. θ΄ της γ΄
εκατοντ. των γνωστικών). Λέγει δε και ο Βρυέννιος Ιωσήφ: «Τις Μήτηρ του Θεού
των Πατέρων εφάνη ποτέ; Τις άμα και πλάστην και πλάσμα συνέλαβε; Τις δε και
συλλαβούσα Υιόν και κυήσασα και τεκούσα το είναι Παρθένον ουκ απεβάλετο; Προ
της συλλήψεως Παρθένος· εν τη συλλήψει Παρθένος· εν τη κυήσει Παρθένος· εν τω
τίκτειν Παρθένος· και μετά το τεκείν ωσαύτως Παρθένος και αεί Αειπάρθενος· η
γαρ εν τω της ζωής αυτής παντί χρόνω και οράσει και γεύσει και ακοή και αφή και
οσφρήσει και νω και διανοία και δόξη και φαντασία και αισθήσει και, ενί λόγω,
πάσαις δυνάμεσι και ψυχικαίς και σωματικαίς άβατον λογισμοίς ρυπαροίς εαυτήν
όλην τηρήσασα, εικότως αν Αειπάρθενος λέγοιτο. Όθεν ουκ ενεπόδισεν οπωσούν το
χρήμα της παρθενίας η υπέρ φύσιν κυοφορία· ουδέ το Αειπάρθενον είναι ο Θείος
τόκος εκώλυσεν· ουθ΄ η σύλληψις την νηδύν ελυμήνατο· ουθ΄ ο τόκος την τεκούσαν
διέφθειρε» (Λόγω Γ΄ εις τον Ευαγγελισμόν).
Τροπάριον.
Ήλθε σαρκωθείς,
Χριστέ ο Θεός ημών, γαστρός ον Πατήρ προ εωσφόρου γεννά· τας ηνίας δε, ο κρατών
των αχράντων Δυνάμεων, εν φάτνη, των αλόγων ανακλίνεται· ράκει, σπαργανούται
λύει δε, πολυπλόκους σειράς παραπτώσεων.
Ερμηνεία.
Από τον ρθ΄
Ψαλμόν ερανίσθη ο Ιερός Μελωδός την αρχήν του παρόντος Τροπαρίου· λέγεται γαρ
εκεί εκ προσώπου του Πατρός προς τον Υιόν: «Εκ γαστρός προ Εωσφόρου εγέννησά
σε» (ρθ: 4). Κατά τους ακριβεστέρους λοιπόν ερμηνευτάς, από τους οποίους ένας
είναι και ο Μελωδός Κοσμάς, το ρητόν τούτο εννοείται δια την προαιώνιον εκ του
Πατρός Γέννησιν του Υιού· επειδή ο Κύριος εν τω Ευαγγελίω, εις την κατά την
Θεότητα Γέννησιν Αυτού έλαβε τον ρθ΄ Ψαλμόν: «Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου κάθου
εκ δεξιών μου», από τον οποίον ελήφθη και το ρητόν τούτο. Λέγει λοιπόν ο
Μελωδός: «Ο Μονογενής Υιός και Θεός, τον οποίον ο Άναρχος Πατήρ γεννά απαθώς και
προ των αιώνων από την γαστέρα Του, επ΄ εσχάτων των χρόνων ήλθε και εσαρκώθη εκ
της Παρθένου». Η γαστήρ δε εδώ παραβολικώς και ομοιωματικώς εννοείται επί του
Πατρός κατά τον Θεοδώριτον και όχι κυρίως και αληθώς· ασώματος γαρ ων και πάντη
άϋλος ο Θεός, γαστέρα και άλλα μέλη ουκ έχει σωματικά και ανθρωποπρεπή, άπαγε!
Κατά τον άγιον Χρυσόστομον λοιπόν, η γαστήρ φανερώνει το γνήσιον της Γεννήσεως,
ότι εξ αυτής της ουσίας του Πατρός εγεννήθη ο Υιός· κατά δε τον Σεβήρον, η
γαστήρ δηλοί το ομοούσιον· και κατά τον Θεοδώριτον, το ταυτόν της ουσίας. Καθώς
γαρ οι άνθρωποι από την κοιλίαν των γεννώσι τα γνήσια τέκνα, τα δε γεννηθέντα
τέκνα έχουσι την αυτήν φύσιν με τους ταύτα γεννήσαντας· ούτω, λέγει, και συ, ω
Μονογενές Υιέ μου, εγεννήθης από εμέ τον κατ΄ ουσίαν Πατέρα σου, και ούτω
δεικνύεις την ιδικήν μου ουσίαν απαράλακτον εις τον εαυτόν σου. Εωσφόρος δε
νοείται κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, όχι μόνον ο Ήλιος και ο προ του ηλίου
ανατέλλων αστήρ της Αφροδίτης, αλλά και ο πρώτος των Αγγέλων, ο δια την λαμπρότητα
μεν λεγόμενος Εωσφόρος, σκότος δε ύστερον γενόμενος δια την έπαρσιν. Όθεν το
«προ Εωσφόρου» νοείται, ότι προ πάσης της κτίσεως αοράτου τε και ορατής
εγεννήθη εκ του Πατρός ο Υιός. Δια τούτο και ο Θεοδώριτος και ο Σεβήρος το «προ
Εωσφόρου» ενόησαν αντί του «προ των αιώνων»· κατά δε τον μέγαν Αθανάσιον, το
«προ Εωσφόρου» δηλοί, ότι εν αφανεία και ακαταληψία και εν σκότει βαθεί
ευρίσκεται κεκρυμμένος ο της Γεννήσεως του Υιού τρόπος: ήτοι είναι αφανής και
παντελώς ακατάληπτος. Ακολούθως δε ο Μελωδός προς την άκραν αποβλέπων του
σαρκωθέντος ταπείνωσιν λέγει, ότι εκείνος όπου κρατεί τας ηνίας και χαλινούς
των επουρανίων και αχράντων Δυνάμεων, και ο οποίος εξουσιάζει και διοικεί αυτάς
ως ίππους τινάς ή πώλους, (διότι ο Προφήτης Ζαχαρίας ως ίππους πυρούς (κοκκίνους)
είδε τους επουρανίους Αγγέλους, α: 8) ανεπαύθη τώρα και επλαγίασεν επάνω εις το
παχνί των αλόγων ζώων· αυτός προς τούτοις φασκιώνεται με ευτελή ράκη και
φασκίας· και ούτω δια μέσου των πολυτειλίκτων αυτών φασκιών διαλύει τα
πολύπλοκα σειράδια και αλυσίδας των αμαρτιών των ανθρώπων· σειραί γαρ και
αλυσίδες ονομάζονται αι αμαρτίαι, κατά τον Παροιμιαστήν λέγοντα: «Σειραίς δε
των εαυτού αμαρτιών έκαστος σφίγγεται» (Παρ. ε: 22).
Τροπάριον.
Νέον εξ Αδάμ, παιδίον
φυράματος, ετέχθη Υιός, και πιστοίς δέδοται· του δε μέλλοντος ούτός εστιν
αιώνος, Πατήρ και άρχων και καλείται, της μεγάλης Βουλής Άγγελος· ούτος,
ισχυρός Θεός εστι, και κρατών εξουσία της Κτίσεως.
Ερμηνεία.
Από τον Προφήτην
Ησαϊαν ερανίσθη ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον· έφη γαρ ο μεγαλοφωνότατος εκείνος
εν τω εννάτω κεφαλαίω της αυτού Προφητείας περί του γεννηθέντος Χριστού ταύτα:
«Παιδίον εγεννήθη ημίν Υιός, και εδόθη ημίν, ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου
αυτού, και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής Άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος,
Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. θ:
6). Λέγει λοιπόν ο θεσπέσιος Μουσουργός, ότι ο Χριστός εγεννήθη από το φύραμα
(την ουσίαν και φύσιν) του Αδάμ· όστις παιδίον μεν ονομάζεται κατά την
ανθρωπότητα, Υιός δε, κατά την Θεότητα. Άλλοι δε λέγουν, επειδή ανωτέρω είπεν ο
Προφήτης τον Χριστόν παιδίον ουδετέρως, δια να μη νομίση τινάς, ότι είναι
παιδίον θηλυκόν, δια τούτο ακολούθως επιφέρει, ότι το παιδίον είναι Υιός: ήτοι
παιδίον αρσενικόν, και όχι θηλυκόν. Έπειτα λέγει ο Μελωδός «Και εδόθη ο Υιός
ούτος εις ημάς τους Χριστιανούς, τους εμπιστευμένους όντας φίλους αυτού»· τόση
γαρ πολλή εστάθη η του ανάρχου Πατρός προς τους ανθρώπους αγάπη, ώστε εχάρισεν
εις ημάς τον αγαπητόν και Μονογενή του Υιόν· ίνα πιστεύοντες εις αυτόν
απολαύσωμεν ζωήν αιώνιον. Και τούτο βεβαιών ο της βροντής Υιός Ιωάννης εβόησεν:
«Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον Κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν· ίνα
πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ: 16). Όρα
δε, ότι ο Μελωδός λέγει, ότι το παιδίον τούτο εδόθη εις ημάς τους πιστεύοντας·
διότι αυτό δεν εδόθη εις τους απίστους· δι΄ αυτούς γαρ ο Χριστός δωρεάν
εγεννήθη και δωρεάν απέθανεν. Όθεν δικαίως κατηγορεί αυτούς ο Θεολόγος
Γρηγόριος λέγων: «Προς ταύτα τι φασίν ημίν οι συκοφάνται; Οι πικροί της
Θεότητος λογισταί; (οι άπιστοι και
αιρετικοί) οι κατήγοροι των επαινουμένων; Οι σκοτεινοί περί το φως; Οιο
περί την σοφίαν απαίδευτοι; Υπέρ ων Χριστός δωρεάν απέθανε; Τα αχάριστα
κτίσματα; Τα του πονηρού πλάσματος;» (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν). Ο Αυτός
δε Υιός (ακολουθεί ο Μελωδός) αν και είναι παιδίον νέον κατά την ανθρωπότητα,
όμως κατά την Θεότητα είναι Πατήρ και άρχων του μέλλοντος αιώνος· καθότι ημείς
πιστεύομεν, ότι έλαβε παρά του Πατρός την κρίσιν την εν τω μέλλοντι αιώνι
γενησομένην: «Ο Πατήρ, φησί, κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω
Υιώ» (Ιωάν. ε: 22). Όθεν και Θεόδωρος ο Στουδίτης εν τινι Τροπαρίω των
αναβαθμών ούτω λέγει: «Του καρπού της γαστρός τω Πνεύματι υιοποιητοί σοι τω
Χριστώ ως Πατρί οι Άγιοι πάντοτε εισί». Διττώς δε είναι Πατήρ ημών ο Δεσπότης
Χριστός· Πατήρ μεν ημών κατά την Θεότητα είναι, επειδή εβαπτίσθημεν εις το
όνομα αυτού καθό Θεού· λέγει γαρ: «Μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες
αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη:
19)· κατά δε την ανθρωπότητα είναι Πατήρ, καθότι εκ του ύδατος του εκχυθέντος
εκ της λογχονύκτου Αυτού πλευράς καθό ανθρώπου, ανεγεννήθημεν οι πιστεύσαντες.
Ο αυτός δε Υιός εστάθη Άγγελος (Μηνυτής) της προαοωνίου και αποκρύφου βουλής
του Πατρός, της περί της ενσάρκου Οικονομίας γεγενημένης· αυτός είναι και Θεός
δυνατός, και πάντας νικών, και παρ΄ ουδενός νικώμενος· Αυτός δε κρατεί και
κυριεύει όλην την Κτίσιν, τόσον την αισθητήν, όσον και την νοητήν· κυριεύει δε
ταύτην με μίαν εξουσίαν υπερτάτην και απόλυτον, την οποίαν δεν έλαβεν από άλλον
τινά, αλλά έχει ταύτην οίκοθεν από την ιδικήν του θείαν φύσιν και δύναμιν.
Ωδή ζ΄. Ο
Ειρμός.
Οι Παίδες
ευσεβεία συντραφέντες, δυσσεβούς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρός απειλήν
ουκ επτοήθησαν, αλλ΄ εν μέσω της φλογός εστώτες έψαλλον· ο των Πατέρων Θεός
ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Περί των τριών
Παίδων είπεν ο θεσπέσιος Κοσμάς εις τον προλαβόντα Κανόνα της Υψώσεως του
Σταυρού, και ημείς εξηγήσαμεν τα εν εκείνω περί τούτων ειρημένα. Αλλά και εν τω
παρόντι Κανόνι κατά την εβδόμην ταύτην Ωδήν λέγει περί των αυτών ο αυτός
Ασματογράφος ταύτα, ότι οι τρείς εκείνοι άγιοι Παίδες, επειδή ανετράφησαν με
την εις Θεόν ευσέβειαν, ήτις είναι η δια γνώσεως και θεωρίας υψηλοτέρας
εξαπλουμένη και πλατυνομένη των θείων πραγμάτων κατάληψις, την οποίαν ο Σολομών
οριζόμενος είπεν: «Ευσέβεια εις Θεόν αρχή αισθήσεως» (Παρ. α: 7)· επειδή, λέγω,
ανετράφησαν ευσεβώς, δια τούτο εκαταφρόνησαν την δυσσεβή και βλάσφημον
προσταγήν του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, όστις ήθελε να προσκυνηθή ως Θεός δια
της εικόνος όπου έστησεν εις την πεδιάδα την καλουμένην Δεηρά. Όχι μόνον δε
εκαταφρόνησαν την προσταγήν του Βασιλέως, αλλά και τον φοβερισμόν όπου έκαμεν
εις αυτούς ο αυτός Βασιλεύς, ότι έχει να τους βάλη εις την κάμινον του πυρός,
τελείως δεν εφοβήθησαν. Με το «Πυρός απειλήν» ημπορεί να νοηθή και ο
καταπληκτικός ήχος του πυρός, ο φόβον προξενών εις τους ακούοντας δια το
επταπλάσιον της εκκαύσεως. Όθεν στεκόμενοι εις το μέσον της φλόγας (ακολουθεί ο
Μελωδός) όχι μόνον δεν ελυπούντο, αλλά και τόσην υπερβολικήν χαράν εδοκίμαζον,
ώστε εκ της πολλής χαράς των έψαλλον λέγοντες: «Συ, ο Θεός των Πατέρων ημών,
του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, συ είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας».
Το λόγιον δε τούτο είναι χαρακτηριστικόν της εβδόμης Ωδής.
Τροπάριον.
Ποιμένες
αγραυλούντες, εκπλαγούς φωτοφανείας έτυχον· δόξα Κυρίου γαρ αυτούς
περιέλαμψε και Άγγελος, ανυμνήσατε βοών, ότι ετέχθη Χριστός· ο των Πατέρων Θεός
ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από το Β΄ Κεφάλαιον του κατά Λουκάν
αγίου Ευαγγελίου, όπου λέγεται περί των Ποιμένων: «Και Ποιμένες ήσαν εν τη χώρα
τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών.
Και ιδού Άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς, και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και
εφοβήθησαν φόβον μέγαν». Λέγει λοιπόν ο θείος Κοσμάς, ότι οι Ποιμένες οι
αγραυλούντες έτυχον μίαν εκστατικήν φωτοχυσίαν και θεοφάνειαν. Αγραυλούντες δε
κυρίως μεν είναι οι εις τον αγρόν αυλούντες και παίζοντες το συραύλιον, κατά
τον Ζυγαδηνόν Ευθύμιον, ή, κατά τον Θεοφύλακτον, οι αυλούντες άσματα αγροτικά
και συνήθη εις τους αγροίκους ανθρώπους. Καταχρηστικώς δε το «αγραυλούντες»
φανερώνει τους εις τον αγρόν διατρίβοντας και διάγοντας, κατά τον Θεοφύλακτον
και Ευθύμιον. Πως δε έτυχον οι Ποιμένες την ρηθείσαν εκστατικήν φωτοχυσίαν;
Διότι δόξα μεν Κυρίου έλαμψεν αυτούς, ήτις ήτον ένα φως θεϊκόν, κατά τον
Ευθύμιον· Άγγελος δε Κυρίου εφάνη εις αυτούς, όστις και έλεγεν: «Ω ποιμένες των
αλόγων προβάτων, υμνήσατε και δοξολογήσατε τον Θεόν· διότι εγεννήθη εις εσάς ο
Χριστός, όστις είναι Θεός των Πατέρων υμών». Ούτω δε εν τω Ευαγγελίω γέγραπται,
ότι είπεν ο Άγγελος εις τους Ποιμένας: «Ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην,
ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος
εν πόλει Δαβίδ» (Λουκ. β: 10). Σημείωσαι δε, ότι προθύστερον σχήμα και
υπερβατόν μεταχειρίζεται εδώ ο Μελωδός· πρώτον γαρ εφάνη εις τους Ποιμένας ο
Άγγελος, κατά τον Ευαγγελιστήν Λουκάν, και δεύτερον έλαμψεν εις αυτούς δόξα
Κυρίου· ήτις δια τούτο εφάνη μετά την επιστασίαν του Αγγέλου, δια να γνωρίσουν
οι Ποιμένες, ότι ο επιστάς εις αυτούς Άγγελος ήτον αγαθός και θείος κατά τον
Ευθύμιον, και όχι πονηρός και εναντίος. Ο δε θείος Κοσμάς άλλαξε την τάξιν, και
το μεν «Δόξα Κυρίου» έβαλε πρώτον, το δε «Άγγελον βοών» έβαλε δεύτερον, δια να
συναρμόση αυτό με το τέλος του Τροπαρίου. Πρέπει δε εις το «Και Άγγελος» να
προστεθή το «επέστη» κατά το ύφος του Ευαγγελίου, ίνα το όλον η, «Και Άγγελος
επέστη βοών ανυμνήσατε», και τα εξής. Ήθελε δε απορήση τινάς· διατί ο Άγγελος
Κυρίου εφάνη εις ανθρώπους Ποιμένας; Και αποκρινόμεθα, ότι δια τέσσαρα αίτια:
α) δια το άπλαστον ήθος αυτών και την απλότητα και ακακίαν, κατά τον
Θεοφύλακτον· όσοι γαρ είναι μακράν από τας πολιτείας και συναναστροφάς των
ανθρώπων, και κατοικούν εις τα όρη και τους αγρούς, αυτοί φυσικώ τω τρόπω είναι
πάντοτε απλοϊκώτεροι, καθαρώτεροι και απονηρότεροι από τους εν πόλεσι
κατοικούντας. Όθεν και ο θείος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης συμφώνως είπεν: «Άλλος
Άγγελος τους Ποιμένας ως τη των πολλών αναχωρήσει και ησυχία κεκαθαρμένους
ευηγγελίζετο, και συν αυτώ πλήθος Ουρανίου στρατιάς την πολυϋμνητον εκείνην
παρεδίδου τοις επί γης δοξολογίαν» (Κεφάλαιον δ΄ περί ουρανίου Ιεραρχίας). β)
διότι κατά τον αυτόν Θεοφύλακτον και τον Ευθύμιον, οι Ποιμένες ούτοι ήτον
μιμηταί και ακόλουθοι της πολιτείας και αρετής των παλαιών εκείνων Πατριαρχών,
Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, οίτινες ήσαν Ποιμένες. γ) διότι ο Χριστός Ποιμήν
εγεννήθη παντός του λαού του Ισραηλιτικού και του Εθνικού. Όθεν καταλλήλως εις τους Ποιμένας
εγνωρίσθησαν πρώτον τα περί αυτού κατά τον Ευθύμιον. Δηλούται δε δια τούτου,
και ότι εις τους Ποιμένας των λογικών προβάτων προτύτερα από τους άλλους
αποκαλύπτονται τα του Θεού Μυστήρια, κατά τον αυτόν Ευθύμιον. δ) δε και
τελευταίον, δια να δείξη ο Θεός, ότι τους αγροικοτέρους και χωρικωτέρους
ανθρώπους εξ αρχής εδιάλεξεν από τους άλλους, και έκαμεν αυτούς κήρυκας, ως
απλουστέρους και ως μάλλον πιστεύοντας, και ουχί τους εν ταις πολιτείαις
αναστρεφομένους Γραμματείς και Φαρισαίους· διότι αυτοί πονηροί όντες
ευκόλως δεν επίστευον. Όθεν καθώς ο Χριστός εδιάλεξεν ύστερον τους αλιείς·
ούτως εδιάλεξε πρότερον τους αγροίκους Ποιμένας· ίνα, δια της μωρίας και της
αγροικίας, καταισχύνη τους σοφούς του Κόσμου και άρχοντας.
Τροπάριον.
Εξαίφνης συν τω λόγω του Αγγέλου, ουρανών στρατεύματα, Δόξα εκραύγαζον Θεώ,
εν υψίστοις επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία, Χριστός έλαμψεν· ο των
Πατέρων Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον ακόλουθον είναι με το ανωτέρω· επειδή ερανίσθη από τα
λόγια του Ευαγγελιστού Λουκά τα ακολουθούντα με τα λόγια του ανωτέρω Τροπαρίου.
«Εξαίφνης, φησίν, εγένετο συν τω Αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον
Θεόν και λεγόντων: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις
ευδοκία» (Λουκ. β: 13-14)· ήτοι μαζί με τα λόγια του Αγγέλου συνήλθε πλήθος
ουρανίου στρατιάς των Αγγέλων (λείπει η λέξις «Αγγέλων» εδώ, εννοουμένη έξωθεν
κατά τον Ευθύμιον τον Ζυγαδηνόν. Τόμος γ΄ εις τον Λουκάν). Λέγει λοιπόν ο
θεσπέσιος Κοσμάς, ότι αιφνιδίως και ανελπίστως μαζί με τον λόγον του ενός
Αγγέλου, ο οποίος ευηγγελίζετο εις τους Ποιμένας την Γέννησιν του Δεσπότου
Χριστού, ήλθον από τον Ουρανόν στρατεύματα αϋλων Αγγέλων, οίτινες έλεγον με
μεγάλην φωνήν: «Ας είναι δόξα εις τον Θεόν εν τοις Ουρανοίς»· τούτο γαρ δηλοί
το «Εν τοις υψίστοις». Το «επί γης ειρήνη» εις τον ύμνον τούτον κατά δύο
τρόπους ημπορούμεν να το εννοώμεν. Πρώτον, ότι το ανθρώπινον γένος πρότερον μεν
είχεν έχθραν προς τον Θεόν, διότι επροσκύνουν άψυχα και αναίσθητα είδωλα· τώρα
δε δια της ενσάρκου Οικονομίας του Ιησού Χριστού έπαυσε μεν η έχθρα και ο
πόλεμος μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων· εφιλιώθη δε ο άνθρωπος
με τον Θεόν τόσον, ώστε και ηνώθη εις μίαν υπόστασιν με αυτόν, ως λέγει ο
Θεοφύλακτος· διότι ο Χριστός μεσίτης Θεού και ανθρώπων γενόμενος ειρήνευσε τα
ουράνια και επίγεια, και ούτω λάμπει ειρήνη επί γης. Δεύτερον, διότι εγεννήθη
επί γης ο Υιός του Θεού, ο οποίος είναι και λέγεται ειρήνη· διότι ο Απ. Παύλος
λέγει: «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν» (Εφ. β:14). Ο δε
σύνδεσμος «και» έχει την δύναμιν του «γαρ», ως εάν έλεγεν: «Επί γης γαρ
ειρήνη». Τούτων ούτω λοιπόν σαφηνισθέντων, ευκόλως καταλαμβάνομεν, διατί λέγει
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ»· διότι και κατά την πρώτην και κατά την δευτέραν έννοιαν
είναι απαραιτήτως οφειλομένη η παρ΄ ημών προς τον Θεόν δόξα και ευχαριστία.
Έγινε δε και εν ανθρώποις ευδοκία, τουτέστιν ανάπαυσις του Θεού εις τους
ανθρώπους· επανεπαύθη γαρ ο Θεός και ευαρεστήθη εις αυτούς· επειδή πρότερον δεν
ευδόκει, ουδέ αρέσκετο εις αυτούς, κατά την ερμηνείαν του Θεοφυλάκτου. Ο δε
Ευθύμιος λέγει, ότι η παλαιά ευδοκία του Πατρός, ήτις ήτον το να ενανθρωπήση ο
Υιός του, και να σώση τον απολεσμένον άνθρωπον, τώρα επληρώθη. Ο δε
Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ευδοκίαν ονομάζει το προηγούμενον θέλημα του Πατρός, το
οποίον ήτον η ένσαρκος Οικονομία του Μονογενούς αυτού Υιού. Εκείνο λοιπόν, όπερ
προηγουμένως ώρισε και ηθέλησεν ο άναρχος Πατήρ εν τη θεαρχικωτάτη αυτού βουλή
δια να τελεσιουργήση εις τους ανθρώπους, τούτο εγένετο τώρα, και εις τέλος ελήλυθεν.
Ακολούθως δε επιφέρει ο Μελωδός, ότι ο Χριστός είναι και δόξα εν Ουρανοίς, και
ειρήνη επί γης, και ευδοκία εν ανθρώποις· καθότι αυτός εστι δι΄ ον και ου ένεκα
ταύτα εγένετο.
Τροπάριον.
Ρήμα τι τούτο; Είπον οι Ποιμένες· διελθόντες ίδωμεν το γεγονός, θείον
Χριστόν· Βηθλεέμ καταλαβόντες δε, συν τη τεκούση προσεκύνουν αναμέλποντες· ο
των Πατέρων Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Και τούτο το τροπάριον είναι ακόλουθον με το πρότερον· ερανίσθη γαρ από τα
λόγια του Ευαγγελιστού Λουκά, τα ακολουθούντα εις τα λόγια του προλαβόντος
Τροπαρίου· φησί γαρ εκείνος εις το αυτό δεύτερον Κεφάλαιον ταύτα: «Και εγένετο
ως απήλθον απ’ αυτών εις τον Ουρανόν οι
Άγγελοι, και οι άνθρωποι οι Ποιμένες είπον προς αλλήλους: «διέλθωμεν δη έως
Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν» (Λουκ.
β: 15). Λέγει λοιπόν ο θεσπέσιος Κοσμάς, ότι οι Ποιμένες ιδόντες τον Άγγελον,
και ακούσαντες παρ΄ αυτού τα ανωτέρω λόγια, εθαύμασαν και ηθέλησαν να
πληροφορηθούν, αν είναι τα λόγια ταύτα αληθινά. Όθεν είπον ένας προς τον άλλον:
τι είναι το ρήμα τούτο όπου ελαλήθη εις ημάς; Ελάτε να υπάγωμεν δια να ιδούμεν:
ήτοι να εξετάσωμεν, κατά τον Ευθύμιον, το γεγονός τούτο θείον: ήτοι τούτο το
θεϊκόν σημείον όπου έγινεν εις ημάς. Δεν είπον δε μόνον τούτο, αλλά παρευθύς
μαζί με τον λόγον, εκίνησαν και επήγαν εις την Βηθλεέμ, και ευρόντες τον
Χριστόν ως βρέφος ανακείμενον εν τη φάτνη, προσεκύνησαν αυτόν ομού με την
Μητέρα του, ψάλλοντες το : «Ο των Πατέρων Θεός ευλογητός ει»· λέγει γαρ ο
Ευαγγελιστής Λουκάς: «Ήλθον σπεύσαντες, και ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ
και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη· ιδόντες δε διεγνώρισαν (επληροφορήθησαν)
περί του ρήματος του λαληθέντος αυτοίς περί του παιδίου· και πάντες οι
ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των Ποιμένων προς αυτούς» (Λουκ.
β: 16-18). Τι δε αλληγορικόν νόημα μανθάνουσιν εκ τούτου οι των λογικών
προβάτων Ποιμένες; Ότι και αυτοί πρέπει να ζητούν τον ουράνιον άρτον, καθώς και
οι Ποιμένες εκείνοι εζήτουν την Βηθλεέμ· η γαρ λέξις «Βηθλεέμ» ερμηνεύεται
«Οίκος άρτου». Έτσι δε αύτη η Εκκλησία, εις την οποίαν ευρίσκεται ο νοητός
άρτος Χριστός. Έργον λοιπόν είναι εις τους Ποιμένας των λογικών προβάτων,
Πατριάρχας και Μητροπολίτας και Επισκόπους, αφ΄ ου εύρουν τον ουράνιον άρτον,
να κηρύττουν αυτόν και εις τους άλλους, καθώς και οι Ποιμένες εκείνοι ευρόντες
τον Χριστόν, εκήρυξαν και εις τους άλλους περί αυτού, κατά την Ερμηνείαν του
Ιερού Θεοφυλάκτου.
Ωδή η΄. Ο
Ειρμός.
Θαύματος υπερφυούς η δροσοβόλος, εξεικόνισε κάμινος τύπον· ου γαρ ους
εδέξατο φλέγει νέους, ως ουδέ πυρ της Θεότητος, Παρθένου ην υπέδου νηδύν· διο
ανυμνούντες αναμέλψωμεν· ευλογείτω η κτίσις πάσα τον Κύριον, και υπερυψούτω,
εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Ευφυέστατα προσαρμόζει εις την εορτήν της Χριστού Γεννήσεως το θαύμα της
Βαβυλωνίας καμίνου ο θεσπέσιος Μελωδός δια του παρόντος Ειρμού· διότι λέγει,
ότι η Βαβυλωνία εκείνη και Χαλδαϊκή κάμινος, ήτις ήτον δροσερά και όχι φλογερά,
επροεικόνιζε τον τύπον της εκ της Παρθένου κατά σάρκα Γεννήσεως του Δεσπότου
Χριστού. Διότι, καθώς η κάμινος εκείνη, αν και ήτον εκκεκαυμένη επταπλασίως με
τόσην ύλην πυρός, δεν κατέκαυσεν όμως τους τρεις νέους παίδας, τους οποίους
εδέχθη μέσα εις τον εαυτόν της· ούτω και το πυρ της Θεότητος του Μονογενούς
Υιού δεν κατέκαυσε την κοιλίαν της Παρθένου Μαρίας, μέσα εις την οποίαν
εισήλθεν, αλλά διεφύλαξεν αυτήν άφλεκτον και αβλαβή. Ο τύπος δε ούτος της
καμίνου είναι αντίστροφος με το πρωτότυπον: ήτοι με την εκ Παρθένου Γέννησιν
του Σωτήρος· εκείνη γαρ η Χαλδαϊκή κάμινος, ήτις προετύπωνε την μήτραν της
Θεοτόκου, έχουσα μέσα το πυρ, δεν έκαυσε τους νέους όπου εδέχθη· εδώ δε ο υπό
της μήτρας της Παρθένου δεχθείς Υιός του Θεού, έχων το πυρ, ή μάλλον ειπείν,
αυτός πυρ αυτόχρημα υπάρχων, δεν κατέκαυσε την δεξαμένην Αυτόν μήτραν· και
πρεπόντως τούτο εποίησεν· διότι επειδή ο Θεός πυρ είναι και λέγεται
καταναλίσκον: «Κύριος, φησίν, ο Θεός σου πυρ καταναλίσκον εστί» (Δευτ. δ: 24)·
διότι καταναλίσκει την μοχθηρίαν και αμαρτίαν, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον· δια
τούτο, πως ήτον δυνατόν να κατακαύση την Παρθένον, εις την οποίαν δεν ευρίσκετο
κανέν ίχνος αμαρτίας ή ρυπαρίας, ούτε προπατορικής (εκαθάρθη γαρ η Παρθένος της
αμαρτίας ταύτης υπό της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος, κατά τον καιρόν του
Ευαγγελισμού, ως η κοινή γνώμη των Ιερών Θεολόγων δογματίζει), αλλ΄ ούτε
προαιρετικής; Καθώς γαρ το πυρ τούτο το διακονούν εις τας χρείας ημών, και δια
τούτο καλούμενον διακονικόν, δεν υπερβαίνει τους όρους και τα μέτρα της
καυστικής του δυνάμεως, τα οποία έλαβε παρά του Δημιουργού· αλλά καίει μεν αυτό
ξύλα και λινάρι και καλάμι, και όλα όσα είναι δεκτικά της εκείνου καύσεως· δεν
καίει δε εκ μεν των ζώων την ψυχροτάτην σαλαμάνδραν, εκ δε των ξύλων το φυτόν
το καλούμενον λάριξ, εκ δε των λίθων την πέτραν την καλουμένην πανταρβήν· εις
ταύτα γαρ εμπεσόν το πυρ λησμονεί, τρόπον τινά, την φυσικήν του καυστικήν
δύναμιν, και αφλεκτα ταύτα διαφυλάττει· τοιουτοτρόπως και ο Θεός, το πυρ το
άϋλον και αναλωτικόν της αμαρτίας, όπου μεν εύρη αμαρτίαν, εκεί ενεργή και
ταύτην κατακαίει· όπου δε αμαρτίαν δεν ευρίσκει, εκεί δεν καίει,αλλά μάλλον
δροσίζει. Ούτω δεν έφλεξε και το άσπιλον και άγιον σώμα της Παρθένου· επειδή
δεν ευρήκεν εις αυτό καμμίαν ύλην και αμαρτίαν, ήτις καίεται υπό του θείου
πυρός. Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός, ότι επειδή ημείς ηξιώθημεν να ιδούμεν
τοιούτον θαυμάσιον, δια τούτο ας υμνήσωμεν αυτό και μελωδήσωμεν λέγοντες:
«Ευλογείτω η κτίσις πάσα τον Κύριον, και υπερυψούτω εις πάντας τους αιώνας»· το
οποίον είναι λόγος χαρακτηριστικός της ογδόης Ωδής.
Τροπάριον.
Έλκει Βαβυλώνος η Θυγάτηρ παίδας, δορυκτήτους Δαβίδ εκ Σιών· εν αυτή,
δωροφόρους πέμπει δε, Μάγους παίδας, την του Δαβίδ θεοδόχον Θυγατέρα
λιτανεύσοντας· διο ανυμνούντες αναμέλψωμεν· Ευλογείτω η κτίσις πάσα τον Κύριον,
και υπερυψούτω, εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Εν τω παρόντι Τροπαρίω αναφέρει ο Ιερός Μελωδός την σκλαβίαν όπου έκαμεν η
πόλις Βαβυλών κατά της πόλεως Σιών, και αντιστρόφως την αιχμαλωσίαν όπου έκαμεν
η πόλις Σιών κατά της πόλεως Βαβυλώνος. Όθεν λέγει, ότι η Θυγάτηρ της Βαβυλώνος
ετράβιξεν εις τον εαυτόν της δορυκτήτους (αιχμαλώτους) από την πόλιν Σιών (την
Ιερουσαλήμ), της οποίας ακρόπολις και όρος ήτον η Σιών· ταυτόν ειπείν,
εσκλάβωσε τους Υιούς και απογόνους του Δαβίδ Ιουδαίους. Θυγάτηρ δε Βαβυλώνος
ονομάζεται η πόλις της Βαβυλώνος, κατά δύο τρόπους. Πρώτον, κατά την συνήθειαν
και ιδίωμα των Εβραίων, οίτινες τον άνθρωπον λέγουν και Υιόν ανθρώπου, ως
ερμηνεύει Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός. Δεύτερον, συγκρινομένη με όλην την επαρχίαν της
Βαβυλώνος, ήτις ως Μήτηρ λογίζεται της πόλεως Βαβυλώνος, η δε Βαβυλών λογίζεται
ως Θυγάτηρ αυτής. Κατά δε τον Πτωχόν Πρόδρομον, Θυγάτηρ Βαβυλώνος νοείται η
πληθύς των ανθρώπων, η εν τη πόλει της Βαβυλώνος κατοικούσα· η οποία πληθύς
πατρίδα έχουσα την Βαβυλώνα, αυτή μεν ως Θυγάτηρ της Βαβυλώνος λογίζεται, η δε
Βαβυλών, ως Μήτηρ αυτής. Κατά δε τον Άγιον Κύριλλον τον Αλεξανδρείας, Θυγάτηρ
Βαβυλώνος λέγεται κάθε πόλις υποκειμένη εις την μητρόπολιν Βαβυλώνος· ούτω γαρ
λέγει: «Αι γαρ Μητροπόλεις εν τάξει Μητέρων τέθεινται ταις άλλαις, ας πράττοιεν
αν υφ΄ εαυτάς» (ερμηνεία εις το β΄ του Ζαχαρίου). Πρότερον λοιπόν επί του
Βασιλέως Ναβουχοδονόσορος αιχμαλώτευσεν η Βαβυλών τους απογόνους του Δαβίδ
(τους Ιουδαίους), κατά παραχώρησιν Θεού· τώρα δε η αυτή πάλιν Βαβυλών πέμπει
αντιστρόφως εις την Σιών τους ιδικούς της Υιούς τους Μάγους, όχι αιχμαλώτους,
αλλά δωροφόρους: ήτοι φέροντας δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν, οι οποίοι
δουλικώς επροσκύνησαν την Θυγατέρα του Δαβίδ, την Θεοδόχον και Θεοτόκον Μαρίαν·
και ούτω δια μεν της προσκυνήσεώς των της γενομένης εις την Θυγατέρα του Δαβίδ
Θεοτόκον ιάτρευσαν την ύβριν, την οποίαν επροξένησεν εις τους Ιουδαίους η
Θυγάτηρ της Βαβυλώνος· δια δε του ερχομού όπου έκαμαν οι αυτοί Μάγοι από την
Βαβυλώνα εις την Ιερουσαλήμ, ιάτρευσαν την σκλαβίαν όπου έπαθον οι Ιουδαίοι,
φερθέντες αιχμάλωτοι από την Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα. Σημείωσε, ότι το «Την
του Δαβίδ Θεοδόχον Θυγατέρα λιτανεύσοντας» ερανίσθη ο Μελωδός από το Δαβιτικόν
εκείνο λόγιον: «Το πρόσωπόν σου λιτανεύσουσιν (παρακαλέσουσιν) οι πλούσιοι του
λαού» (Ψαλμ. μδ: 13). Διατί δε ο Μελωδός λέγει εδώ, ότι οι Μάγοι ήλθον από την
Βαβυλώνα, εν ω κοινή δόξα της Εκκλησίας είναι, ότι ήλθον από την Περσίαν;
Αποκρινόμεθα, ότι τούτο λέγει ο Μελωδός, επειδή η Περσία περιείχε και την
επαρχίαν της Βαβυλωνίας, και εκτείνετο έως Βαβυλώνος κατά τον Μελέτιον (Σελ.
531 της Γεωγραφίας). Δια τούτο και η κάμινος όπου εβάλθησαν οι τρεις Παίδες, αν
και ήτον Βαβυλωνία, λέγεται όμως και Περσική· διότι λέγει: «Εν τη καμίνω
Αβραμιαίοι Παίδες τη Περσική» (ήχω δ΄ του Ειρμολογίου)· ομοίως και εν άλλοις
ούτω γράφεται. Ο δε Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός εν τη ερμηνεία του κατά Ματθαίον
λέγει: «Η της Βαβυλώνος Βασιλεία μετά και των χρημάτων εις τους Πέρσας
μετέπεσε. Κομίζουσι λοιπόν οι Πέρσαι, διάδοχοι των Βαβυλωνίων γεγονότες, τω
Δεσπότη του ατιμασθέντος τότε ναού (υπό των Βαβυλωνίων) χρυσόν μεν, αντί των
αφαιρεθέντων χρυσών κειμηλίων, λίβανον δε, αντί των θυσιών, σμύρναν δε, υπέρ
των κατασφαγέντων Ιουδαίων υπό των Βαβυλωνίων». Σημειούμεν δε εντάυθα, ότι το
«Θυγάτηρ Βαβυλώνος» ερανίσθη ο Μελωδός από τον Δαβίδ λέγοντα: «Θυγάτηρ Βαβυλώνος
η ταλαίπωρος» (Ψαλμ. ρλστ: 8). Ταλαίπωρος δε και αθλία ονομάζεται η Βαβυλών,
κατά μεν το γράμμα, δια τον αφανισμόν και τα κακά όπου έμελλε να λάβη από τον
Βασιλέα Κύρον, ως ερμηνεύει ο Άγ. Χρυσόστομος· κατά δε αναγωγήν, Βαβυλών
ταλαίπωρος νοείται η ασέβεια και αμαρτία, δια την σύγχυσιν όπου προξενούσι·
Βαβέλ γαρ σύγχυσις ερμηνεύεται, επειδή, κατά τον Νικήταν, εκεί συνέχεεν ο Θεός
τας γλώσσας των ανθρώπων των ειπόντων: «Δεύτε και οικοδομήσωμεν πόλιν και
πύργον έως του Ουρανού· δια τούτο εκλήθη το όνομα αυτής (της πόλεως) σύγχυσις,
ότι εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης» (Γέν. ια: 4. 9). Αύτη λοιπόν η
συγχυτική αμαρτία εταλαιπώρησε και κατεδυνάστευσε την ευσέβειαν και αρετήν.
Επιφέρει δε, ότι μακάριος είναι, όποιος θέλει κρατήσει και συντρίψει τα νήπια
αυτής προς την πέτραν. «Μακάριος, ος κρατήσει και εδαφιεί τα νήπιά σου προς την
πέτραν» (Ψαλμ. ρλστ: 9). Νήπια δε της ασεβείας και αμαρτίας είναι οι
νεογέννητοι και ανόητοι λογισμοί, τους οποίους όποιος νικά και συντρίβει επάνω
εις την νοητήν πέτραν (τον Χριστόν) της πίστεως, αυτός είναι τη αληθεία
μακάριος.
Τροπάριον.
Όργανα παρέκλινε το πένθος Ωδής· ου γαρ ήδον εν νόθοις οι παίδες Σιών.
Βαβυλώνος λύει δε, πλάνην πάσαν και μουσικών αρμονίαν, Βηθλεέμ εξανατείλας
Χριστός. Διο ανυμνούντες αναμέλψωμεν· ευλογείτω η κτίσις πάσα τον Κύριον, και
υπερυψούτω εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Και τούτο το
Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τον ρλστ΄ Ψαλμόν του Δαβίδ τον λέγοντα: «Επί
τον ποταμόν Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν· επί ταις ιτέαις εν μέσω
αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών… Πως άσομεν την Ωδήν Κυρίου επί γης
αλλοτρίας;» Λέγει λοιπόν, ότι το πένθος και η λύπη, την οποίαν έλαβον οι
Ιουδαίοι δια την σκλαβίαν από τους Βαβυλωνίους, παρέκλιναν: ήτοι έκαμαν τους
Ιουδαίους να αφήσουν αργά και άπρακτα τα της Ωδής όργανα, τα ωδικά και
μουσικώτατα, κρεμασμένα επί τας Ιτέας· επειδή οι Παίδες της Σιών (οι Ιουδαίοι),
και μάλιστα οι Ιερείς και Λευίται δεν είχον άδειαν να ψάλλουν με τα Ιερά όργανα
εις τους νόθους (ξένους) τόπους, και εις την αλλοτρίαν γην· εις μόνην γαρ την
Ιερουσαλήμ εδιώριζεν ο νόμος να άδωνται τα τοιαύτα όργανα, και όχι έξω από
αυτήν, κατά την ερμηνείαν του Θεοδωρίτου. Και ταύτα μεν συνέβησαν τον παλαιόν
καιρόν. Τώρα δε ο Χριστός ανατείλας (γεννηθείς) από την Βηθλεέμ την υποκειμένην
εις την Σιών και Ιερουσαλήμ, ή, να ειπώ καλύτερα, από την βασιλικήν πόλιν των
Ηγεμόνων της Σιών, αυτός διαλύει αντιστρόφως όλην την πλάνην της Βαβυλώνος, και
καταργεί όλην την αρμονίαν των μουσικών οργάνων αυτής· γέγραπται γαρ, ότι, όταν
ο Ναβουχοδονόσορ ο Βασιλεύς έστησε την εικόνα του εις την πεδιάδα της Βαβυλώνος
την επονομαζομένην Δεηράν, εφώναξεν ο κήρυξ εις όλους τους λαούς: «Η αν ώρα
ακούσητε της φωνής σάλπιγγος, σύριγγός τε και κιθάρας, σαμβύκης τε και
ψαλτηρίου και παντός γένους μουσικών, πίπτοντες προσκυνείτε τη εικόνι τη χρυσή»
(Δαν. γ:5). Όθεν με τον τρόπον τούτον ανταπέδωκεν ο Δεσπότης Χριστός εις την
Βαβυλώνα το ανταπόδομα αυτής· και εκείνο όπου έδωκεν η Βαβυλών εις την Σιών,
έλαβε τώρα από την Σιών πολλαπλάσιον δια της του Κυρίου Γεννήσεως. Όθεν επληρώθη
το Δαβιτικόν εκείνο το λέγον περί της Βαβυλώνος: «Μακάριος, ος ανταποδώσει σοι
το ανταπόδομά σου»· διότι ο Δεσπότης Χριστός είναι, όστις δια μέσου της
ενσάρκου Οικονομίας Του διέλυσε και κατήργησεν όλην την πλάνην και
δεισιδαιμονίαν της Βαβυλώνος, την οποίαν είχεν εις τας σύριγγας και κιθάρας και
ψαλτήρια· και δια της ενσάρκου Οικονομίας Του έλεγε τρόπον τινά προς αυτήν ο
Κύριος: «Ω ταλαίπωρε και κατάρατε Βαβυλών, καθώς συ δια της αιχμαλωσίας του
λαού μου διέλυσας τας ιδικάς μου ιεράς Ωδάς και τους ύμνους, και αργά εποίησας
τα εις τον ναόν μου ψαλλόμενα όργανα υπό των Λευϊτών και Ιερέων μου· ούτω
και εγώ θέλω καταργήσει, και αργά και άπρακτα θέλω κάμει όλα τα όργανα της
αθέου και ασεβούς μουσικής σου. Ποταμοί δε της Βαβυλώνος, εις των οποίων τας
άκρας εκάθηντο και άκλαιον οι Ισραηλίται, ο μεν Θεοδώριτος ερμήνευσεν
ακριβέστερον, ότι ήτον τα χαντάκια και παραπόταμα του Ευφράτου ποταμού· ο δε
Πτωχός Πρόδρομος λέγει, ότι ήτον τα του Χοβάρ ποταμού· τα δε λοιπά του
Τροπαρίου εξηγήθησαν ανωτέρω.
Τροπάριον.
Σκύλα Βαβυλών της Βασιλίδος Σιών, και δορύκτητον όλβον
εδέξατο· Θησαυρούς Χριστός εν Σιών δε ταύτης, και Βασιλείς συν αστέρι οδηγώ,
αστροπολούντας έλκει· διο ανυμνούντες αναμέλψωμεν· Ευλογείτω η κτίσις πάσα τον
Κύριον, και υπερυψούτω εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Την ανωτέρω ιστορίαν της Βαβυλώνος αναφέρει ο Ιερός
Μελωδός και εν τω Τροπαρίω τούτω· όθεν λέγει. Το παλαιόν μεν η πόλις της
Βαβυλώνος εσκλάβωσε την πόλιν Σιών (την Ιερουσαλήμ), και επήρε κούρση από
αυτήν, χρυσάφι, αργύριον και άλλον πλούτον δορύκτητον (αποκτημένον με κοντάρια
και άρματα)· τώρα δε ο
Δεσπότης Χριστός, δεν αφήκεν ατιμώρητον την κατά της Σιών ύβριν ταύτην της
Βαβυλώνος· αλλά γεννηθείς κατά σάρκα από την σκλαβωθείσαν και
υβρισθείσαν Σιών, όχι μόνον τους θησαυρούς της Βαβυλώνος λαμβάνει, τον χρυσόν,
τον λίβανον και την σμύρναν, τα οποία οι Μάγοι επρόσφερον εις τον Χριστόν, αλλά
και αυτούς ακόμη τους Βασιλείς της Βαβυλώνος και Περσίας, τους Μάγους δηλαδή
τους καταγινομένους εις την θεωρίαν των εν Ουρανώ αστέρων, και αυτούς, λέγω,
τραβίζει εις την ιδικήν του προσκύνησιν. Με ποίον τρόπον; Δια μέσου του
καινοφανούς εκείνου αστέρος, του διηγήσαντος αυτούς από την Περσίαν εις τα
Ιεροσόλυμα. Τα δε λοιπά του Τροπαρίου εξηγήθησαν ανωτέρω.
Ωδή θ΄. Ο Ειρμός.
Μυστήριον ξένον, ορώ και παράδοξον! Ουρανόν το σπήλαιον·
θρόνον χερουβικόν την Παρθένον· την φάτνην χωρίον· εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος,
Χριστός ο Θεός· ον ανυμνούντες μεγαλύνωμεν.
Ερμηνεία.
Το προοίμιον του παρόντος Ειρμού αυτολεξεί ερανίσθη ο
Μελωδός από τον λόγον του θείου Χρυσοστόμου τον εις την Γέννησιν του Κυρίου·
όπου ούτω προοιμιάζει η ρητορική εκείνη και εύλαλος γλώσσα: «Μυστήριον ξένον
και παράδοξον βλέπω»· εμιμήθη δε ο Μελωδός ενταύθα και τον διορατικόν εκείνον
Προφήτην Αββακούμ λέγοντα: «Επί της φυλακής μου στήσομαι, και επιβήσομαι επί
πέτραν, και αποσκοπεύσω του ιδείν» (Αβ. β: 1)· διότι σταθείς και ούτος επόι της
ιδικής του φυλακής: ήτοι επί της προσοχής του νοός, και επιβάς εις την καρδίαν,
ως επάνω εις πέτραν δια νοεράς επιστροφής και συνεύσεως, από εκεί εθεώρησε δια
της ενεργείας του Πνεύματος την εκ Παρθένου απόρρητον Γέννησιν του Σωτήρος.
Όθεν καταπλαγείς το ακατάληπτον Μυστήριον, την θαυμαστικήν ταύτην φωνήν
ανεβόησεν ειπών: «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». Είτα εξηγών, ποίον είναι
αυτό το Μυστήριον, λέγει: βλέπω, ότι το γήϊνον και ζοφερόν σπήλαιον έγινεν
υψηλός και λαμπρός Ουρανός· διότι ο υπερούσιος Λόγος του Πατρός, όστις κατοικεί
εις τους Ουρανούς, και δοξολογείται απαύστως από χιλιάδας Αγγέλων, και μυριάδας
Αρχαγγέλων, εκαταδέχθη να γεννηθή και να κατοικήση μέσα εις αυτό· βλέπω, ότι η
Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία η υλικόν σώμα έχουσα, έγινε θρόνος Χερουβικός·
διότι εκείνος όπου αναπαύεται επάνω εις τον ένδοξον θρόνον, και εις τα νώτα των
πολυομμάτων και αϋλων Χερουβίμ, εθρονίσθη μέσα εις την άχραντον κοιλίαν και
επάνω εις τας αγκάλας της Παρθένου, και ανεπαύθη· βλέπω, ότι η ευτελεστάτη και
μικροτάτη φάτνη, έγινε τόπος ενδοξότατος και πολυχωρότατος· διότι ο Θεός ο
αχώρητος υπάρχων πανταχού κατά την Θεότητα, ανεκλίθη (επλαγίασεν) επάνω εις
αυτήν κατά την ανθρωπότητα. Όθεν και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος πανηγυρίζων εις
την εορτήν της Χριστού Γεννήσεως είπεν: «Ει γαρ τις εστιν Ουρανός των Ουρανών,
και ει τινά εστιν ύδατος υπερώα στεγάζοντα τα ουράνια, και ει τις τόπος, ή
στάσις, ή τάξις εστίν υπερκόσμιος, σπηλαίου και φάτνης και περιρραντηρίων
βρεφικών και σπαργάνων ουδέν έχει θαυμασιώτερον ουδέ θειότερον». Ο δε μέγας
Αθανάσιος είπε τα γλαφυρά ταύτα: «Ο οικίσκος, ένθα η Παρθένος απεκύησε, της
Εκκλησίας τον τύπον εδέξατο· όπου θυσιαστήριον μεν, η φάτνη· Εφημερευτής δε,
Ιωσήφ· Κληρικοί, οι Μάγοι· Διάκονοι, οι Ποιμένες· Ιερείς, οι Άγγελοι· Αρχιερεύς,
ο Κύριος· θρόνος, η Παρθένος· κρατήρες, οι μαζοί· αναβόλαιον, η ενανθρώπησις·
ριπιστήρες, τα χερουβίμ· δίσκος, το Πνεύμα το Άγιον· δισκοκάλυμμα, ο Πατήρ,
επισκιάζων πάντα τη οικεία δυνάμει» (εν τω πρώτω λόγω του Ευαγγελισμού παρά
Ιωσήφ τω Βρυεννίω). Αλλ΄ ω θεσπέσιε Κοσμά, ήθελεν ειπή τινάς απορών προς αυτόν,
δια μεν το σπήλαιον δικαίως κατεπλάγης· διότι αυτό γήϊνον ον έγινεν Ουρανός·
ομοίως και δια την φάτνην, διότι αυτή μικρά ούσα έγινεν χωρίον ευρύχωρον του
αχωρήτου· και ακολούθως η ομοίωσις τούτων έγινεν από τα κατώτερα εις τα ανώτερα·
δια δε την Παρθένον δεν εξεπλάγης δικαίως, θρόνον Χερουβικόν αυτήν ονομάσας·
επειδή η ομοίωσις αυτής έγινεν από τα ανώτερα εις τα κατώτερα· Αυτή γαρ
ασυγκρίτως είναι τιμιωτέρα των Χερουβίμ· όθεν ο Μονογενής Υιός του Θεού καταβάς
από τον άγιον θρόνον των Χερουβίμ, ενεθρονίσθη εις αγιώτερον και τιμιώτερον
θρόνον, την Παρθένον. Η λύσις λοιπόν της απορίας είναι αύτη: ότι ίσως κατά
τούτο είπεν ο Ιερός Μελωδός, θρόνον Χερουβικόν την Παρθένον, την ούσαν
τιμιωτέραν των Χερουβίμ, επειδή υλικόν και παχύ σώμα έχουσα, τοις αϋλοις
πολυομμάτοις Χερουβίμ εξισούτο κατά την άκραν καθαρότητα, και κατά την
υψηλοτάτην σοφίαν και γνώσιν του Θεού· Χερουβίμ γαρ πλήθος γνώσεως και χύσις
σοφίας ερμηνεύεται, κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον.
Τροπάριον.
Εξαίσιον δρόμον, ορώντες οι Μάγοι, ασυνήθους νέου αστέρος
αρτιφαούς, ουρανίους υπερλάμποντος, Χριστόν Βασιλέα ετεκμήραντο, εν γη
γεννηθέντα Βηθλεέμ, εις σωτηρίαν ημών.
Ερμηνεία.
Περί των Μάγων αναφέρει και εν τω παρόντι Τροπαρίω ο
Ιεράρχης Κοσμάς· λέγει γαρ, ότι οι Μάγοι, επειδή ήτον αστρολόγοι, και
περιειργάζοντο τους δρόμους και τας κινήσεις των αστέρων πλανητών και απλανών,
δια τούτο βλέποντες τον παράδοξον και υπερφυσικόν δρόμον του αρτιφαούς και νέου
αστέρος εκείνου του ασυνειθίστου, ο οποίος εφάνη κατά τον καιρόν της Χριστού
Γεννήσεως, και έλαμπε περισσότερον από τους άλλους αστέρας τους ουρανίους, από
τούτον ως από σημείον αληθινόν και αναγκαίον εσυμπέραναν, ότι εγεννήθη επί γης
κατά την πόλιν Βηθλεέμ Βασιλεύς νέος ο Χριστός δια την σωτηρίαν ημών των
ανθρώπων. Από τρία δε αίτια εγνώρισαν οι Μάγοι, ότι ο αστήρ εκείνος ήτον
υπερφυσικός και παράδοξος. Πρώτον, διότι όχι μόνον εκινείτο, αλλά και εστέκετο·
και αντιστρόφος, όχι μόνον εστέκετο, αλλά και εκινείτο· όταν γαρ οι Μάγοι
εκινούντο, τότε και ο αστήρ εκινείτο· και όταν οι Μάγοι εστέκοντο, τότε και ο
αστήρ εστέκετο· το οποίον είναι πράγμα υπερφυσικόν και παράδοξον. Δεύτερον,
διότι ο αστήρ εκείνος εκινείτο πολύ χαμηλότερα από τους άλλους αστέρας. Όθεν οι
Μάγοι έφθασαν κοντά, τόσον χαμηλός έγινεν, ώστε επήγε και εστάθη επάνω της
οικίας, εις την οποίαν το παιδίον ευρίσκετο, διότι αυτός ωδήγει αυτούς:
«Προήγεν αυτούς ο αστήρ, έως ελθών έστη επάνω, ου ην το παιδίον» (Ματθ. β:9).
Τρίτον, διότι τόσην υπερβολικήν λαμπρότητα είχεν ο αστήρ εκείνος, ώστε
υπερέβαινεν όλους τους άλλους ουρανίους αστέρας· (το δε «ουρανίους» άλλοι
γράφουσιν «ουρανίου»· αλλ΄ ούτω σφάλλουσι). Αν θέλης δε, αγαπητέ, να μάθης
καλύτερα περί του αστέρος τούτου, όρα εις την υποσημείωσιν του Τροπαρίου της Δ΄
Ωδής του παρόντος Κανόνος του λέγοντος «Του Μάντεως πάλαι Βαλαάμ».
Τροπάριον.
Νεηγενές, Μάγων λεγόντων, παιδίον Άναξ, ου αστήρ εφάνη,
που εστίν; Εις γαρ εκείνου προσκύνησιν ήκομεν· μανείς ο Ηρώδης εταράττετο,
Χριστόν ανελείν, ο θεομάχος φρυαττόμενος.
Ερμηνεία.
Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από το β΄ Κεφάλαιον
του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου· εν εκείνω γαρ γράφεται ταύτα: «Του δε Ιησού
γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας, ιδού Μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις
Ιεροσόλυμα λέγοντες: που εστίν ο τεχθείς Βασιλεύς των Ιουδαίων; Είδομεν γαρ
αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή, και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ. Ακούσας δε Ηρώδης
ο Βασιλεύς εταράχθη». Όθεν ο Ασματογράφος ταύτα τα λόγια παραφράζων λέγει, ότι
όταν οι Μάγοι ελθόντες εις Ιεροσόλυμα έλεγον: που είναι το παιδίον ο Βασιλεύς,
το οποίον τώρα νεωστί εγεννήθη; Που είναι εκείνος, του οποίου εφάνη ο
γενεθλιακός αστήρ εις την ανατολήν; Που είναι εκείνος, τον οποίον ημείς ήλθομεν
δια να προσκυνήσωμεν; Όταν, λέγω, οι Μάγοι ταύτα έλεγον, τότε εμάνη από τον θυμόν
ο Βασιλεύς Ηρώδης και εταράττετο· τι γαρ άλλο πράγμα είναι της μανίας
ταρακτικώτερον; Βέβαια ουδέν. Δια τι δε εταράττετο; Διότι ωρμούσε και ελύσσαζε
θέλων να θανατώση τον Ιησούν Χριστόν τον Βασιλέα των απάντων· εφοβείτο γαρ ο
αιμοβόρος, μη ο Δεσπότης Χριστός λάβη την Βασιλείαν του.
Τροπάριον.
Ηκρίβωσε χρόνον, Ηρώδης αστέρος, ου ταις ηγεσίαις οι
Μάγοι εν Βηθλεέμ, προσκυνούσι Χριστώ συν δώροις· υφ΄ ου προς πατρίδα
οδηγούμενοι, δεινόν παιδοκτόνον εγκατέλιπον παιζόμενον.
Ερμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από το Β΄
Κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου, εις το οποίον γράφονται τα λόγια
ταύτα: «Ο δε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους Μάγους, ηκρίβωσε παρ΄ αυτών τον χρόνον
του φαινομένου αστέρος» (Ματθ. β:7). Λέγει λοιπόν ούτος, ότι ο Βασιλεύς Ηρώδης
(ουχ΄ ο Τετράρχης, αλλ΄ ο υιός του Αντιπάτρου, όστις ήτον Ιουδαίος, γεννηθείς
από γυναίκα Αράβισσαν· διότι τότε είχαν λείψει οι Άρχοντες από την φυλήν του
Ιούδα κατά την προφητείαν του Ιακώβ, ως ερμηνεύει ο Ιερός Θεοφύλακτος) ηρώτησεν
ακριβώς τους Μάγους, και έμαθε παρ΄ αυτών, από ποίον καιρόν εφάνη ο αστήρ· ίνα
δια του μετρηθέντος καιρού του αστέρος μάθη εις ποίον καιρόν εγεννήθη ο Κύριος,
και ούτω από τον καιρόν εκείνον αρχίση να φονεύη τα νήπια. Δια την αιτίαν
λοιπόν ταύτην ηρώτησεν ακριβώς ο Ηρώδης, και έμαθε τον καιρόν, καθ΄ ον εφάνη ο
αστήρ εν τη ανατολή, του οποίου με τας ηγεσίας (οδηγίας) επροσκύνησαν οι Μάγοι
τον Χριστόν εις την Βηθλεέμ, προσφέροντες αυτώ τρίϋλα δώρα, χρυσόν, λίβανον και
σμίρναν. Από τον Χριστόν δε οδηγηθέντες εις την πατρίδα των, κατά τον Ιερόν
Θεοφύλακτον, δια του κατ΄ όναρ χρηματισμού και της αποκαλύψεως· λέγει γαρ:
«Χρηματισθέντες κατ΄ όναρ μη ανακάμψαι προς Ηρώδην, δι΄ άλλης οδού ανεχώρησαν
εις την χώραν αυτών» (Ματθ. β: 12). Ούτως αφήκαν τον δεινόν εκείνον βρεφοκτόνον
Ηρώδην, να περιπαίζεται και να καταγελάται, καθώς ήτον περιπαιγμού και γέλωτος
άξιος. Τούτον δε η θεία δίκη ταχέως επαίδευσεν· επειδή απέρρηξε την μιαράν του
ψυχήν με πυρετόν, με δυσεντερίαν, με κνησμόν, με πρίσμα των ποδών, με σήψιν του
αιδοίου σκώληκας γεννώσαν, με δύσπνοιαν και με τρόμον και σπασμόν των μελών,
κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον. Αλλά και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και
ακούοντες τον παρόντα Κανόνα, ας εμπαίξωμεν τον Ηρώδην:ήτοι το φρόνημα και τας
ηδονάς του σώματος· Ηρώδης γαρ, δερμάτινος, ερμηνεύεται, κατά τον Θεοφόρον
Μάξιμον· μάλλον δε, ας περιπαίξωμεν τον νοητόν Ηρώδην Διάβολον, ο οποίος πάσχει
να μας εμποδίση από την σωτηρίαν μας, σηκώνων εναντίον μας όλον τον Κόσμον, και
παρακινών μας να αφήσωμεν την καλήν στράταν όπου εδιαλέξαμεν, και να γυρίσωμεν
εις τα οπίσω· ας αναχωρήσωμεν και ημείς δι΄ άλλης οδού (δια της αρετής) εις την
χώραν ημών: ήτοι εις την αρχαίαν πατρίδα μας τον Παράδεισον, χάριτι και
φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του γεννηθέντος εκ της Παρθένου, και
αναγεννήσαντος ημάς δια έλεος άφατον. Ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και
τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.
Ακροστιχίς.
Ευεπίης μελέεσσιν εφύμνια ταύτα λιγαίνει Υία Θεού μερόπων
είνεκα τικτόμενον εν χθονί, και λύοντα πολύστομα πήματα Κόσμου. Αλλ΄ άννα,
ρητήρος ρύεο τώνδε πόνων.
Ερμηνεία.
Εδώ η ιερά Μούσα της του Χριστού Εκκλησίας Ιωάννης ο
Δαμασκηνός, ο και Χρυσορρόας επονομαζόμενος, κατά τον Θεοφάνη, δια την
επανθούσαν αυτώ και χρυσαυγίζουσαν ευγλωττίαν, γράφει τον σκοπόν όλον και την
υπόθεσιν του Κανόνος, τον οποίον μέλλει να συντάξη εις την παρούσαν εορτήν· όθεν
λέγει. Ταύτα τα εφύμνια (ο Κανών) συντεθειμένα με μέτρα της Ποιητικής υμνούσι
και δοξάζουσι τον Υιόν του Θεού· διότι απλώς κάθε ύμνος καλός μεν είναι και
υμνεί τον Θεόν· ο εμμέτρως όμως συντεθειμένος είναι πλέον επαινετός· όσον γαρ
αυτός είναι δυσκολώτερος κατά την σύνθεσιν, τόσον είναι θαυμασιώτερος, ως λέγει
ο ανώνυμος ερμηνευτής. Τα εφύμνια λοιπόν ταύτα υμνούσι, λέγει, και δοξάζουσι
τον Υιόν του Θεού, όστις δια την σωτηρίαν των ανθρώπων γεννάται εις την γην εκ
της Παρθένου· και δια της κατά σάρκα αυτού Γεννήσεως λύει και αφανίζει τας πολυστενάκτους
βλάβας του Κόσμου και των ανθρώπων: δηλαδή την παράβασιν του Αδάμ και την
προπατορικήν αμαρτίαν και το δια την παράβασιν ταύτην και αμαρτίαν δοθέν
επιτίμιον εις τους ανθρώπους: τας ακάνθας, τας λύπας, τους στεναγμούς, τας
κακοπαθείας και, το πρώτον απάντων των δεινών και τελευταίον, τον θάνατον.
Έπειτα επιστρέφων τον λόγον προς τον τικτόμενον Χριστόν, λέγει ο Ποιητής. Αλλ΄
ω Άναξ και Βασιλεύ Χριστέ, συ ελευθέρωσον από τους ανωτέρω ρηθέντας πόνους και
βλάβας εκείνους, οι οποίοι ψάλλουν και άδουν τον παρόντα Ιαμβικόν Κανόνα.
Δύναται δε να εξηγηθή τούτο και με άλλον τρόπον, ήγουν συ, ω Άναξ Χριστέ,
ελευθέρωσον εμέ τον ρητήρα και υμνωδόν σου από τους πόνους τούτους της
πολυμόχθου ζωής· διότι οι κατά Θεόν ζώντες παρακαλούν τον Θεόν να τους λυτρώση
από την πολυστένακτον ταύτην ζωήν, και να τους μεταστήση εις εκείνην την
μακαρίαν· καθώς και ο Προφήτης Δαβίδ δυσκόλως υποφέρων την εν τη γη διατριβήν
και αργοπορίαν, «Οίμοι! Έλεγεν, ότι η παροικία μου εμακρύνθη» (Ψαλμ. ριθ: 5).
Ωδή α΄ Ήχος
α΄. Ο Ειρμός.
Έσωσε λαόν, θαυματουργών Δεσπότης Υγρόν θαλάσσης, κύμα
χερσώσας πάλαι. Εκών δε τεχθείς εκ Κόρης, τρίβον βατήν Πόλου τίθησιν ημίν· ον
κατ΄ ουσίαν Ίσόν τε Πατρί, και βροτοίς δοξάζομεν.
Ερμηνεία.
Το παλαιόν μεν, λέγει, ο Δεσπότης Θεός Λόγος,
θαυματουργών δια μέσου του Προφήτου Μωϋσέως, έσωσε τον λαόν του Ισραήλ από την
τυραννίαν του Φαραώ. Με τίνα τρόπον; Χέρσον και ξηρόν ποιήσας το υγρόν κύμα της
ερυθράς θαλάσσης, και περιπατητόν αποδείξας αυτό. Τώρα δε ο αυτός Θεός Λόγος,
γεννηθείς από την Παρθένον Μαρίαν θεληματικώς και παντεξουσίω βουλήσει, δεν
έκαμε περιπατητήν, καθώς τότε, την θάλασσαν, ή μάλλον ειπείν, ολίγον μέρος της
θαλάσσης· ουδέ εις ένα λαόν τον Ισραηλιτικόν την ευεργεσίαν ταύτην εποίησεν·
αλλά ανοίξας την πλατυτάτην στράταν του Ουρανού δια της κατά σάρκα Γεννήσεώς
του, έκαμεν αυτήν περιπατητήν εις όλους ομού τους ανθρώπους. Ώστε το θαύμα
τούτο είναι πολλά παραδοξότερον από το θαύμα εκείνο. Και πρεπόντως τούτο
εγένετο· διότι εκείνο μεν το θαύμα ετελεσιουργήθη δια μέσου του δούλου και
υπηρέτου Μωϋσέως· τούτου δε έγινε δια μέσου του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού, του
Δεσπότου και Κυρίου όντος του Μωϋσέως. Τούτον λοιπόν τον ενανθρωπήσαντα Θεόν
Λόγον, και τοιαύτα ποιούντα θαυμάσια δοξάζομεν ημείς οι εις αυτόν πιστεύοντες·
επειδή είναι ίσος και ο αυτός με τον Πατέρα και με ημάς τους ανθρώπους· με τον
Πατέρα μεν, κατά την ουσίαν και φύσιν της Θεότητος· με ημάς δε τους ανθρώπους,
κατά την ουσίαν και φύσιν της ανθρωπότητος. «Δοξάζομεν» δε είπε, και ουχί
«υμνούμεν» ή «μεγαλύνομεν» ίνα με την λέξιν ταύτην δηλοποιήση το
χαρακτηριστικόν λόγιον του Ειρμού της πρώτης Ωδής· όπερ είναι το «Ενδόξως γαρ
δεδόξασται».
Τροπάριον.
Ήνεγκε γαστήρ, ηγιασμένη Λόγον Σαφώς αφλέκτω,
ζωγραφουμένη βάτω Μιγέντα μορφή, τη Βροτησία Θεόν Εύας τάλαιναν, μηδύν αράς της
πάλαι Λύοντα πικράς· ον βροτοί δοξάζωμεν.
Ερμηνεία.
Η κοιλία, λέγει, της Θεομήτορος, η ηγιασμένη ούσα δια της
επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος, «Πνεύμα, λέγει, Άγιον επελεύσεται επί σε»
(Λουκ. α: 35), και καθαρώς προτυπουμένη από την βάτον, η οποία εφάνη εις τον
Μωϋσήν εν τω Όρει τω Σινά, ότι εκαίετο μεν, δεν κατεφλέγετο δε από το πυρ,
ήνεγκεν: ήτοι εχώρησε και εβάστασε τον αχώρητον Υιόν και Λόγον του Θεού.
εβάστασε δε αυτόν, όχι ασώματον Θεόν, αλλά Θεόν ενωθέντα καθ΄ υπόστασιν με την
ανθρωπίνην φύσιν, και γενόμενον τέλειον άνθρωπον. Δια τι τέλος εκατοίκησεν
αυτός εις την μακαρίαν κοιλίαν της Παρθένου; Δια να λύση την ταλαίπωρον και
δυστυχή κοιλίαν της προμήτορος Εύας από την πικράν και παλαιάν εκείνην κατάραν,
εις την οποίαν εκαταδικάσθη: δηλαδή εις το
να πληθυνθούν αι λύπαι της, και να γεννά τέκνα με λύπην: «Πληθύνων,
φησί, πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου· εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γέν.
γ: 16). Καθώς γαρ το ξύλον του Σταυρού του Κυρίου έλυσε την κατάραν την δια του
ξύλου της γνώσεως γενομένην· και καθώς ο θάνατος αυτού επάτησε τον θάνατον·
τοιουτοτρόπως και η νηδύς ηγίασε την νηδύν· η μακαρία, την ταλαίπωρον· η
γλυκυτάτη, την πικροτάτην· η ευλογημένη, την κατηραμένην, και η της Θυγατρός
Θεοτόκου, την της Προμήτορος αυτής Εύας. Δια τούτο είπε περί της Παρθένου ο
μέγας Βασίλειος: «Εν λύπαις τέξη τέκνα, ουκ έτι ακούσεται· μακαρία γαρ η
ωδίνουσα τον Εμμανουήλ»· και προ τούτου ο αρχάγγελος Γαβριήλ ευαγγελιζόμενος
την άσπορον σύλληψιν, είπε προς την Παρθένον: «Χαίρε κεχαριτωμένη· ο Κύριος
μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί» (Λουκ. α: 28). Ομοίως και η Ελισάβετ,
«Ευλογημένη, είπε, συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου»
(Λουκ. α:42). Λέγων δε ο Ποιητής: «Ήνεγκε γαστήρ ηγιασμένη Λόγον, σαφώς αφλέκτω
ζωγραφουμένη Βάτω», δείχνει έμφασιν θαυμάζων, πως υπέφερεν η γαστήρ της
Παρθένου τον Θεόν Λόγον, όντα άϋλον και άστεκτον πυρ κατά την Θεότητα. Όθεν και
ο Ιερός Θεόδοτος ο Αγκύρας αποτεινόμενος προς τον Ιουδαίον λέγει: «Πως Μωϋσής
είδε Θεόν; Την φύσιν είδε την αόρατον; Ουδαμώς· ανέφικτος γαρ αύτη λογισμοίς
ανθρωπίνοις. Πως δε είδεν; Ειπέ· Είδεν εκ της Βάτου αναπτόμενον πυρ, και την
Βάτον ου φθείρον. Διατί ουν απιστείς τω εκ Παρθένου γεγενημένω, και την
παρθενίαν μη φθείραντι; Τι γαρ θαυμασιώτερον, ειπέ, Βάτου μη καταφλεγομένης ή
μήτρας παρθενικής καθαράς των αμαρτίας παθών; Ουκ οίδας ότι τα αρχαία μελέτη
των νεωτέρων, και των νυν γενομένων εστί; Τα γαρ Μυστήρια προτυπούνται δια των
παλαιών· δια τούτο Βάτος ανάπτεται, πυρ φαίνεται, και τα πυρός ουκ ενεργεί,
ούτε μην κολάζει. Άρα εν τη Βάτω ουχ΄ οράς την Παρθένον; Άρα εν τω πυρί ου
βλέπεις την φιλανθρωπίαν του παραγενομένου;» (Λόγω εις την Γέννησιν του
Χριστού, αναγνωσθέντι εν τη εν Εφέσω Συνόδω). Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός,
ότι τούτον τον ενοικήσαντα τη κοιλία της Παρθένου Θεόν Λόγον, ημείς οι άνθρωποι
δοξάζομεν· ίνα δια του «δοξάζομεν» δηλωθή το χαρακτηριστικόν σημείον της πρώτης
Ωδής, το λέγον: «Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται»· ως ανωτέρω είπομεν.
Τροπάριον.
Έδειξεν αστήρ τον προ ηλίου Λόγον, Ελθόντα παύσαι την
αμαρτίαν Μάγοις, Σαφώς πενιχρόν εις σπέος τον συμπαθή, Σε σπαργάνοιος ελικτόν·
ον γεγηθότες, Ίδον τον αυτόν και βροτόν και Κύριον.
Ερμηνεία.
Καθώς ο αισθητός Εωσφόρος (ο Αυγερινός) δείχνει εις τους
ανθρώπους την ανατολήν του αισθητού ηλίου· τοιουτοτρόπως, λέγει, και ο
παράδοξος εκείνος αστήρ, όπου εφάνη εν τη ανατολή κατά τον καιρόν της Γεννήσεως
του Κυρίου, έδειξεν εις τους αστρολόγους Μάγους τον ενυπόστατον Λόγον του
Πατρός, τον όντα προ της κτίσεως του ηλίου, και προ πάντων ομού των αιώνων· ο
οποίος δια τούτο ήλθε και εσαρκώθη, ίνα με το μέσον του φωτός της Θεότητός Του
παύση το σκότος της αμαρτίας. Έδειξε δε Αυτόν ο αστήρ όχι κινούμενος επάνω εις
τους αιθερίους κύκλους του Ουρανού, και από εκεί δημοσιεύων τας ακτίνας του εις
τον Κόσμον, καθώς εκεί κινούμενος ο αισθητός ήλιος, δημοσιεύει εις τους
ανθρώπους το φως του, όχι! αλλ΄ έδειξε φανερά εις τους Μάγους Εσέ τον
συμπαθέστατον και φιλανθρωπότατον Θεόν Λόγον, μέσα εις ένα ευτελέστατον
σπήλαιον περιτειλιγμένον όντα με τας ευτελείς και νηπιοπρεπείς φασκίας. Όθεν οι
Μάγοι φωτιζόμενοι, χαίροντες είδον Εσέ Θεόν και άνθρωπον τον αυτόν. Διατί
λέγει, ότι είδον τον αυτόν Θεόν και άνθρωπον, ενώ άνθρωπον μόνον είδον, ουχί δε
και Θεόν; «Θεόν, φησίν, ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιωάν. α: 18). Η λύσις είναι αύτη,
ότι το «είδον» εδώ δεν σημαίνει μόνον την δια των οφθαλμών όρασιν, αλλά και την
δια του νοός γνώσιν. Είδον λοιπόν και εγνώρισαν οι Μάγοι τον Χριστόν, Θεόν και
άνθρωπον· Θεόν μεν, δια της του νοός γνώσεως, άνθρωπον δε, δια της των οφθαλμών
οράσεως, τόσον από την προφητείαν του Βαλαάμ, όσον από την οδηγίαν του αστέρος·
διότι, αν δεν εγνώριζον αυτόν ως Θεόν, πως ήθελαν προσκυνήσει αυτόν δουλικώς; Ή
πως άνθρωποι Βασιλείς και δυνάσται ήθελαν καταδεχθή να δωροφορήσουν ένα βρέφος
τόσον ταπεινόν, ώστε να ανακλίνεται πτωχικώς επάνω εις ένα παχνί των αλόγων
ζώων; Σημείωσαι, ότι, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν, το «Ίδον» έπρεπε να
γράφεται δια διφθόγγου ει ούτως «Είδον»· η ακροστιχίς όμως του «Μελέεσσιν»
εμπόδισεν αυτό· όθεν εγράφη δια του ι. Μ΄ όλον τούτο οι Ίωνες εσυνείθιζον να το
γράφουν δια του ι, κατά τον Πτωχοπρόδρομον.
Ωδή γ΄. Ο Ειρμός.
Νεύσον προς ύμνους, οικετών ευεργέτα, Εχθρού ταπεινών την
επηρμένην οφρύν· Φέρων τε παντεπόπτα της αμαρτίας, Ύπερθεν, ακλόνητον
εστηριγμένους, Μάκαρ μελωδούς, τη βάσει της Πίστεως,
Ερμηνεία.
Τον παρόντα Ειρμόν προσφωνεί εις τον γεννηθέντα Χριστόν ο
θεσπέσιος Μελωδός, παρακαλών αυτόν, και δια τον εαυτόν του, οστις εμελούργησε
τον παρόντα Κανόνα, και δια τους ψάλλοντας αυτόν Χριστιανούς. Λέγει λοιπόν προς
τον Κύριον· ω Θεέ ευεργέτα ημέτερε, παντεπόπτα και αυτού του βάθους των καρδιών
εξεταστά και μόνε μακάριε, σε παρακαλούμεν και ικετεύομεν· νεύσον εις τους
ύμνους τούτους, τους οποίους σοι προσφέρομεν ημείς οι ικέται και δούλοί σου,
και με την συνήθη σου ιλαρότητα τούτους επάκουσον. Πως δε θέλεις νεύσει εις
αυτούς και επακούσει; Αν ταπεινώσης το υπερήφανον οφρύδι του καθ΄ ημών
κινουμένου Διαβόλου· αυτός γαρ, Κύριε, είναι όπου φοβερίζει από την
υπερηφάνειάν του να κρατήση μεν την οικουμένην, ως μίαν μικράν φωλεάν· ημάς δε
τους εν αυτή κατοικούντας να σηκώση τόσον εύκολα, καθώς σηκώνει τινάς τα αυγά
όπου μένουν εις την φωλεάν ενός πουλίου· και από του οποίου τας χείρας κανείς
δεν δύναται να γλυτώση ή να εναντιωθή εις αυτόν· ούτω γαρ φησί καυχώμενος:
«Σείσω πόλεις κατοικουμένας, και την οικουμένην όλην καταλήψομαι τη χειρί ως
νοσσιάν, και ως καταλελειμμένα ωά αρώ, και ουκ έστιν, ος διαφεύξεταί με, ή αντείπη
μοι» (Ησ. ι: 14). Και προς τούτοις θέλεις νεύσει εις τους ύμνους ημών, αν ημάς
τους ιδικούς σου Μελωδούς φέρης επάνω της αμαρτίας. Με τίνα τρόπον; Στηρίζων
ημάς ακλονήτως (σταθερώς) επάνω εις την βάσιν και αρραγή πέτραν της ιδικής σου
Πίστεως. Ούτω γαρ δια της πίστεως ημείς μεν θέλομεν φανή της αμαρτίας νικηταί
και ανώτεροι· η δε αμαρτία θέλει μείνει νικημένη από ημάς. Καθώς γαρ εκείνοι
όπου θέλουν να νικήσουν κανένα εχθρόν των, γίγαντα όντα μεγαλόσωμον,
αναβαίνουσιν επάνω εις καμμίαν πέτραν στερεάν και υψηλήν, και από εκεί κτυπούσι
και θανατώνουσι τον εχθρόν των· τοιουτοτρόπως και όποιος Χριστιανός θέλει να
νικήση την αμαρτίαν και τον εχθρόν του Διάβολον, πρέπει να αναβαίνη νοερώς
επάνω εις την υψηλήν και στερεάν Πέτραν τον Χριστόν, και από εκεί να κτυπά τον
εχθρόν του, και να τον καταβάλη δια της του Χριστού χάριτος και δυνάμεως. Όρα
δε ότι δεν εμεταχειρίσθη άλλας λέξεις ο Μελωδός, πάρεξ τας «Ακλόνητον
εστηριγμένους», δια να φανερώση τα χαρακτηριστικά λόγια της τρίτης Ωδής: ήτοι
το «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω»· αι γαρ ανωτέρω λέξεις, σύμφωνοι και
συνώνυμοι είναι με το «Εστερεώθη».
Τροπάριον.
Νύμφης πανάγνου, τον πανόλβιον τόκον, Ιδείν υπέρ νουν,
ηξιωμένος χορός, Άγραυλος εκλονείτο, τω ξένω τρόπω· Τάξιν μελωδούσάν τε, των
Ασωμάτων, Άνακτα Χριστόν, ασπόρως σαρκούμενον.
Ερμηνεία.
Ο χορός, λέγει, των Ποιμένων, όστις έπαιζε τους αυλούς, ή
και αυλίζετο (εκατοίκει) εις τα χωράφια, επειδή ηξιώθη να ιδή υπέρ λόγον και
έννοιαν τον παμμακάριστον τόκον της παναμώμου νύμφης και αειπαρθένου Μαρίας,
και τας τάξεις των ασωμάτων Αγγέλων, αι οποίαι ύμνουν και εδοξολόγουν τον
Βασιλέα Χριστόν, όστις εσαρκώθη χωρίς σποράν ανδρός· «Εξαίφνης, φησίν, εγένετο
συν τω Αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων: «Δόξα
εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β: 14)·
επειδή, λέγω, ηξιώθη ο αγροτικός εκείνος χορός των Ποιμένων να ιδή τοιαύτα
τεράστια εθαύμαζε, καθώς ήτον πρέπον να θαυμάζη, και εκλονείτο κατά νουν,
καταπληττόμενος από τον ξένον τρόπον του Μυστηρίου. Διότι πως δεν ήτον ο τρόπος
του Μυστηρίου ξένος, υπερφυσικός και παράδοξος, ενώ παιδίον μεν εγεννήθη χωρίς
σποράν ανδρός, η δε τούτο γεννήσασα Μήτηρ εφυλάχθη Παρθένος και μετά Γέννησιν;
Όθεν αν εις τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, και εις αυτά ακόμη τα ανώτατα
Χερουβίμ και Σεραφίμ θάμβος και έκπληξιν προξενεί το παράδοξον της ενσάρκου
Οικονομίας Μυστήριον, πως δεν ήθελαν εκπλαγή άνθρωποι άγροικοι, καταγινόμενοι
εις ποίμνια και αυλούς και συραύλια, όταν ηξιώθησαν να ιδούν το τοιούτον
φοβερόν και απόρρητον Μυστήριον; Ο δε ανώνυμος ερμηνευτής λέγει, ότι οι
Ποιμένες εκλονήθησαν και εφοβήθησαν από την εμφάνειαν και οπτασίαν των Αγγέλων,
προτού ακόμη να ιδούν τον Χριστόν. Και τη αληθεία από αυτήν εφοβήθησαν, ως
γράφει ο θείος Λουκάς λέγων: «Και ιδού Άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς, και δόξα
Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β: 9). Ου μόνον
δε οι Ποιμένες οι θεωρήσαντες εθαύμασαν και εφοβήθησαν, αλλά και αυτοί ακόμη οι
μη ιδόντες μεν, ακούσαντες δε τα λόγια των Ποιμένων, εθαύμασαν· «Πάντες, λέγει,
οι ακούσαντες εθαύμασαν περί των λαληθέντων υπό των Ποιμένων προς αυτούς»
(Λουκ. β: 18). Δια ποίαν δε αιτίαν ο Άγγελος εφάνη εις τους Ποιμένας, και διατί
εδιάλεξεν αυτούς ο Θεός, όρα ταύτα εις την ερμηνείαν του Τροπαρίου της ζ΄ Ωδής,
του λέγοντος: «Ποιμένες αγραυλούντες».
Τροπάριον.
Ύψους ανάσσων, Ουρανών ευσπλαγχνία, Τελεί καθ΄ ημάς, εξ
ανυμφεύτου Κόρης, Άϋλος ων το πρόσθεν, αλλ΄ επ΄ εσχάτων, Λόγος παχυνθείς σαρκί
τον πεπτωκότα. Ίνα προς αυτόν ελκύση πρωτόκτιτον.
Ερμηνεία.
Την άβυσσον της θείας φιλανθρωπίας βάλλων εις τον νουν
του ο θεσπέσιος Μελωδός, δια την οποίαν εκένωσε τον εαυτόν του έως τους
εσχάτους ημάς ο Μονογενής Υιός του Θεού, και θαυμάζων δια το ακατάληπτον
μεγαλείον του Μυστηρίου, εμελούργησε το Τροπάριον τούτο· διο λέγει, ότι ο
ενυπόστατος και ζων του Θεού και Πατρός Λόγος, όστις όχι μόνον εποίησε τους
Ουρανούς, αλλά και βασιλεύει του ύψους των Ουρανών δια το υπεροχικόν και
άπειρον αξίωμα της Θεότητος, από ακατάληπτον φιλανθρωπίαν κινούμενος, γίνεται
άνθρωπος δι΄ ημάς από την ανύμφευτον Κόρην και Παρθένον Μαρίαν· όστις ήτον μεν
πρότερον άϋλος πάντη και άσαρκος, κατά την οικείαν και έμφυτον της Θεότητος
αυτού αϋλίαν· εις δε τους εσχάτους καιρούς επαχύνθη κατά την σάρκα, και ενεδύθη
όλον το Αδαμιαίον φύραμα. Διατί; Ίνα δια της ενανθρωπήσεώς Του τραβίξη εις τον
εαυτόν Του τον πρωτόκτιστον Αδάμ, όστις έπεσεν εις την φθοράν δια την
παράβασιν. Σημείωσαι, ότι το «παχυνθείς σαρκί» εκ του Θεολόγου ερανίσθη ο
Μελωδός, λέγοντος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω αυτού: «Ο άσαρκος
σαρκούται· ο Λόγος παχύνεται»· και πάλιν λέγει περί της σαρκός του Αδάμ:
«Ενεδύθη την παχυτέραν σάρκα και θνητήν και αντίτυπον» (αυτόθι). Ου μόνον δε
καθ΄ ημάς εξ ημών εγένετο άνθρωπος ο Μονογενής Υιός του Θεού, αλλά και δι΄
ημάς, και υπέρ ημάς. Όθεν ο μέγας θεολογεί Διονύσιος περί του Μυστηρίου τούτου:
«άνθρωπος ην αληθώς (ο Ιησούς) ο διαφερόντως φιλάνθρωπος, υπέρ ανθρώπους, κατά
ανθρώπους, εκ της των ανθρώπων ουσίας ο υπερούσιος ουσιώμενος. Έστι δε ουδέν
ήττον υπερουσιότητος υπερπλήρης ο αεί υπερούσιος, αμέλει τη ταύτης περιουσία,
και εις ουσίαν αληθώς ελθών υπέρ ουσίαν ουσιώθη, και υπέρ άνθρωπον ενήργει τα
του ανθρώπου· και δηλοί Παρθένος υπερφυώς κύουσα». Και ακολούθως λέγει: «Και τα
επί τη φιλανθρωπία του Ιησού καταφασκόμενα, δύναμιν υπεροχικής αποφάσεως έχει»
(Επιστολή Δ΄ Γαϊω)· και πάλιν εν Κεφ. β΄ περί θείων ονομάτων λέγει: «Και το
πάντων καινών καινότατον, εν τοις φυσικοίς ημών υπερφυής ην, (ο Θεάνθρωπος) εν
τοις κατ΄ ουσίαν, υπερούσιος, πάντα ημών, εξ ημών, υπέρ ημάς, υπερέχων». Όθεν
οι τέσσαρες ούτοι όροι δογματίζονται επί της ενσάρκου Οικονομίας: ήτοι το να
γένη ο Μονογενής Υιός του Θεού άνθρωπος εξ ημών, καθ΄ ημάς, δι΄ ημάς, υπέρ
ημάς. Ήθελε δε απορήση τινάς· διατί ο Μελωδός ωνόμασεν εδώ πρωτόκτιστον τον
Αδάμ, ενώ αυτός όχι μόνον εκτίσθη ύστερα από την νοητήν κτίσιν των Αγγέλων,
αλλά και ύστερα από την αισθητήν, από τον Ουρανόν δηλαδή, και τους φωστήρας,
και τα άστρα, και τον αιθέρα, και τον αέρα, και το ύδωρ, και την γην, και τα
φυτά, και τα ζώα; Υστερόκτιστος γαρ πρέπει να λέγεται, και όχι πρωτόκτιστος·
μάλλον δε έπρεπε να ονομάση αυτόν πρωτόπλαστον· διότι αυτός πρώτος χειρί Θεού
πλασθείς, μόνος απήλαυσε της πλαστουργικής σοφίας του Δηνιουργού. Πρωτόπλαστον
λοιπόν εχρεώστει να ονομάση ο θείος Μελωδός τον Αδάμ· επειδή όμως η πλα συλλαβή
είναι μακρά, και κάμνει πόδα σπονδείον, ο οποίος δεν τίθεται εις τον έκτον πόδα
των Ιαμβικών στίχων, τούτου χάριν η ανάγκη του μέτρου εβίασε τον Ποιητήν να
γράψη αντί του «πρωτόπλαστον» το «πρωτόκτιστον». Επειδή δε πάλιν η κτι συλλαβή
είναι μακρά και αυτή, και σπονδείον αποτελεί, όστις εν τω έκτω ποδί τόπον ουκ
έχει, δια τούτο αφαίρεσε το σ, και αντί του «πρωτόκτιστον» έγραψε «πρωτόκτιτον»
δια το μέτρον, μιμηθείς τον Ποιητήν Όμηρον, οστις ούτως εποίησε· και αντί να
ειπή «εϋκτισμένον», είπεν «εϋκτίμενον πτολίεθρον»· ομοίως και «εϋκτιμένην
Λήμνον» δια την αυτήν ανάγκην του μέτρου. Εδύνατο δε να αφαιρέση το σ και από
το «πρωτόπλαστον», και να ειπή πρωτὀπλατον· αλλ΄ όμως ήθελε καινοτομήση περί
την λέξιν· επειδή άλλος τις προ αυτού δεν εμεταχειρίσθη αυτήν.
Ωδή δ΄ . Ο Ειρμός.
Γένους βροτείου, την ανάπλασιν πάλαι, Άδων Προφήτης,
Αββακούμ προμηνύει, Ιδείν αφράστως, αξιωθείς τον τύπον· Νέον βρέφος, γαρ εξ
όρους της Παρθένου, Εξήλθε λαών εις ανάπλασιν Λόγος.
Ερμηνεία.
Ο Προφήτης, λέγει, και θεοπτικός Αββακούμ, άδων την
ιδικήν του τετάρτην ταύτην ωδήν, προμηνύει και προφητεύει με αυτήν την
ανάπλασιν του ανθρωπίνου γένους· επειδή ως Προφήτης Θεού ηξιώθη να προθεωρήση
αφράστως: ήτοι με τρόπον άρρητον, και με νοερούς οφθαλμούς και προφητικούς, τον
τύπον του Μυστηρίου της τοιαύτης αναπλάσεως. Ποίος δε ήτον ο τύπος αυτός; Ποίος
άλλος, πάρεξ το όρος το δασύ και κατάσκιον, και ο εκ του όρους εκείνου εξελθών;
Και τη αληθεία κατά την πρόρρησιν του Προφήτου τούτου, όρος μεν δασύ και
κατάσκιον από τας αρετάς και τας του Θεού χάριτας, ήτον η Παρθένος και Θεοτόκος
Μαρία· ο δε εκ του όρους τούτου εξελθών, ήτον ο ενυπόστατος και ομοούσιος Λόγος
του Θεού, όστις βρέφος νέον εγεννήθη από το κατάσκιον αυτό όρος της Θεομήτορος.
Διατί τέλος; Δια να αναπλάση και σώση ημάς τους πιστεύοντας εις Αυτόν. Εξήλθε
μεν γαρ και κατά τον Προφήτην Δανιήλ, από όρος ο Κύριος, και εκόπη ως λίθος από
αυτό, χωρίς κανένα χέρι ανθρώπου· αλλά δια να συντρίψη και να αφανίση τας
Βασιλείας, αι οποίαι εφάνησαν κατ΄ όναρ εις τον Βασιλέα Ναβουχοδονόσορ· «Ον
τρόπον, φησίν, είδες, ότι από όρους ετμήθη λίθος άνευ χειρών, και ελέπτυνε τον
όστρακον, τον σίδηρον, τον χαλκόν, τον άργυρον, τον χρυσόν» (Δαν. β:45). Εξήλθε δε και κατά τον Αββακούμ από το
όρος το δασύ και κατάσκιον ο αυτός Κύριος· «ο Θεός, φησίν, από Θαιμάν ήξει, και
ο Άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος» (Αβ. γ:3)· όχι όμως δια συντριβήν και
αφανισμόν, αλλά δι΄ ανάπλασιν ημών και σωτηρίαν: ήτοι ίνα ημάς αναπλάση
δεύτερον δια της εκ Παρθένου Γεννήσεώς Του, οίτινες συνετρίβημεν και εφθάρθημεν
από την παράβασιν και αμαρτίαν του Αδάμ.
Τροπάριον.
Ίσος προήλθες τοις βροτοίς εκουσίως, Ύψιστε σάρκα
προσλαβών εκ Παρθένου, Ιόν καθάραι της δρακοντίας κάρας, Άγων, άπαντας προς
σέλας ζωηφόρον, Θεός πεφυκώς εκ πυλών ανηλίων.
Ερμηνεία.
Ω ύψιστε, λέγει, και ενυπόστατε Λόγε του Πατρός! Συ
υπάρχων φύσει Θεός προαιώνιος, επ΄ εσχάτων των χρόνων εκουσία σου βουλή
προσέλαβες σάρκα, και εγεννήθης εκ της Παρθένου ίσος κατά φύσιν με ημάς τους
ανθρώπους: ήτοι άνθρωπος τέλειος. Δια ποίον τέλος; Δια να καθαρίση ημάς από το
ψυχοφθόρον φαρμάκι της κεφαλής του παλαιού δράκοντος Διαβόλου, ο οποίος
ευανάτωσεν ημάς εν τω Παραδείσω δια της πονηράς συμβουλής του. Και ούτως
ανεβίβασας όλους ημάς, ως από σκοτεινάς πύλας της ασεβείας και αμαρτίας, εις το
ζωηφόρον φως της θεογνωσίας και αρετής. Καθώς γαρ η καλουμένη αντίδοτος (το
αντιφάρμακον) καθαρίζει εκείνους όπου την φάγουν, και κάμνει αυτούς αβλαβείς
από το φαρμάκι των αισθητών οφιδίων· ούτω και η ιδική σου ενανθρώπησις έγινεν
αντιφάρμακον, και εκαθάρισεν ημάς από το φαρμάκι του νοητού όφεως, το οποίον
είναι η αμαρτία. Είπε δε «Ιόν της δρακοντίας κάρας»· διότι κατά τους Φυσικούς,
εις την κεφαλήν ευρίσκεται το φαρμάκι των δρακόντων και όφεων.
Τροπάριον.
Έθνη τα πρόσθεν, τη φθορά βεβυσμένα, Όλεθρον άρδην,
δυσμενούς πεφευγότα, Υψούτε χείρας, συν κρότοις εφυμνίοις, Μόνον σέβοντα,
Χριστόν ως ευεργέτην, Εν τοις καθ΄ ημάς συμπαθώς αφιγμένον.
Ερμηνεία.
Δια του παρόντος Τροπαρίου επιστρέφει τον Λόγον ο θεσπέσιος Μελωδός εις τα
εσκοτισμένα Έθνη. Όθεν λαβών παρά του Προφητάνακτος Δαβίδ την προφητείαν την
λέγουσαν: «Πάντα τα ΄Εθνη κροτήσατε χείρας, αλλαλάξατε τω Θεώ εν φωνή
αγαλλιάσεως» (Ψαλμ. μστ:1), παρακινεί και αυτός τα ίδια Έθνη εις το να χαίρουν
και να ευφραίνωνται· σημείον γαρ χαράς υπερβαλλούσης είναι ο κρότος των χειρών,
κατά τον Ζυγαδηνόν Ευθύμιον. Όθεν αντί του σημαινομένου (της υπερβαλλούσης
ψυχικής χαράς) λαμβάνεται το σημείον (ο κρότος των χειρών). Ω Έθνη, λέγει,
εσείς όπου είσθε χθες και πρότερον, όχι κατά μέρος διεφθαρμένα, αλλά διόλου σκεπασμένα
από την φθοράν της ασεβείας και αμαρτίας, εσείς, λέγω, υψώνετε σήμερον τα χέρια
σας, δια την ενανθρώπησιν του Σωτήρος Χριστού, και μαζί με τας χείρας, υψώνετε
και την φωνήν σας, και κροτείτε εις τον νεωστί γεννηθέντα Χριστόν ύμνους και
άσματα ευχαριστήρια. Διατί; Ότι εσείς εφύγετε μεν και ελυτρώθητε ολοτελώς από
την βλάβην και απώλειαν του εχθρού Διαβόλου, ήτις κυρίως είναι η πολυθεϊα και
ειδωλολατρεία, το πάντων των κακών έσχατον και πρώτον· διότι ούτω την ονομάζει
ο Θεολόγος Γρηγόριος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω αυτού· ηξιώθητε δε να πιστεύετε και να
προσκυνήτε μόνον τον Ιησούν Χριστόν τον ευεργέτην και αρχηγόν της σωτηρίας
ημών, όστις ήλθεν έως εις ημάς, όχι φοβερώς ως κριτής αδέκαστος, καθώς έχει να
έλθη εν τη Δευτέρα αυτού παρουσία, αλλά συμπαθώς, ημέρως και ευσπλαγχνικώς, ως
ευεργέτης και Σωτήρ ημέτερος: «Ουκ ήλθον, φησίν, ίνα κρίνω τον Κόσμον, αλλ΄ ίνα
σώσω τον Κόσμον» (Ιωάν. ιβ: 47). Σημείωσαι, ότι ο ανώνυμος ερμηνευτής των
Κανόνων λέγει, ότι το «βεβυσμένα» έγινε κατά συγκοπήν από του «βεβυθισμένα»,
επειδή πάθη των λέξεων κυρίως είναι τρία, αφαίρεσις, συγκοπή, και αποκοπή· και
η μεν αφαίρεσις είναι άρσις συλλαβής η γινομένη κατά την αρχήν της λέξεως· οίον
εμού ήκουσας, και ήκουσάς μου· αφαιρείται γαρ η ε συλλαβή· συγκοπή δε είναι άρσις
η κατά το μέσον της λέξεως γινομένη· οίον ώρμενος αντί ωρμημένος, βεβυσμένος
αντί βεβυθισμένος· αποκοπή δε είναι άρσις κατά το τέλος γινομένη· οίον ιδρώ,
κυκεώ, αντί ιδρώτα, κυκεώνα, και άλλα όμοια. Ο Μελωδός λοιπόν Ιωάννης αντί να
ειπή «βεβυθισμένα», είπε «βεβυσμένα», στενοχωρηθείς ένα μεν, διότι κατά το
δωδεκασύλλαβον του στίχου, το «βεβυθισμένα» είχε μίαν συλλαβήν περισσοτέραν·
και άλλο, διότι αυτό δεν ευωδούτο κατά το μέτρον.
Τροπάριον.
Ρίζης φυείσα, του Ιεσσαί Παρθένε, Όρους παρήλθες, των βροτών της ουσίας,
Πατρός τεκούσα, τον προ αιώνων Λόγον· Ως ευδόκησεν, αυτός εσφραγισμένην, Νηδύν
διελθείν, τη κενώσει τη ξένη.
Ερμηνεία.
Τούτο το Τροπάριον προσφωνεί εις την Θεοτόκον ο χαριτώνυμος Ιωάννης, και
επιστρέφων τον λόγον, λέγει προς Αυτήν: Ω Παρθένε η οποία εξ ανθρώπων μεν
εγεννήθης κατά τους νόμους της ανθρωπίνης φύσεως· αλλ΄ εγεννήθης εξ επαγγελίας,
και εκ στείρων, και εκ γηραλέων γονέων· τα οποία και τα τρία είναι υπέρ τους
νόμους της φύσεως· συ, Παρθένε, βλαστήσασα από την ρίζαν του Ιεσσαί (από την
φυλήν του Ιούδα, και από το Βασιλικόν γένος του Δαβίδ, από το οποίον ήτον
υπόσχεσις θεία να γεννηθή ο Χριστός· ο γαρ Ιεσσαί εκατάγετο μεν από την φυλήν
του Ιούδα, ήτον δε Πατήρ του Δαβίδ)· όλα κοινώς τα οροθέσια και μέτρα της
ουσίας και φύσεως των ανθρώπων υπερέβης. Πως; Και διατί; Επειδή εγέννησας χωρίς
πόνους και φθοράν τον προαιώνιον και ενυπόστατον Λόγον του Θεού και Πατρός, δια
την υπερβολήν της κατά ψυχήν και σώμα καθαρότητός σου· ούτω γαρ αυτός ο ίδιος
Λόγος του Πατρός ευδόκησε να γεννηθή αφθόρως από εσέ, και να διαπεράση απαθώς
την ιδικήν σου κοιλίαν, καθώς η ακτίς του Ηλίου διαπερά τον κρύσταλλον απαθώς.
Όθεν αφήκεν αυτήν εσφραγισμένην και κεκλεισμένην, χωρίς να διαλύση όλως τα
κλείθρα της παρθενίας σου με την παράδοξον και υπερφυσικήν αυτού κένωσιν
(συγκατάβασιν)· άρρητος γαρ αληθώς και ανερμήνευτος είναι ο τρόπος της εκ σου
του Μονογενούς Υιού του Θεού Γεννήσεως. Δια τούτο και εν τω άσματι υπό του
νυμφίου καλείσαι «Κήπος κεκλεισμένος, αδελφή μου νύμφη, κήπος κεκλεισμένος,
πηγή εσφραγισμένη» (Ασ. δ: 12). Ξένην δε ωνόμασεν ο Μελωδός την του Θεού Λόγου
κένωσιν· ότι, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν, Αυτός άνθρωπος γενόμενος τέλειος,
όπερ ουκ ην, έμεινε Θεός τέλειος, όπερ ην, εκατέρας φύσεως φυλάξας την ιδιότητα·
της μεν γαρ Θεότητος Αυτού ήτον, το «θέλω, καθαρίσθητι», το «η παις εγείρου»,
το «έγειραι και άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει», το «Λάζαρε δεύρο έξω»,
και το «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», και τα άλλα θαύματα· Θεού γαρ μόνου
είναι ταύτα ενέργειαι, της δε ανθρωπότητος αυτού ιδιότης ήτον, το να δακρύη δια
τον Λάζαρον, το να κοπιά, το να πεινά, το να διψά, το να πάσχη, και το να
αποθάνη. Και λοιπόν εις ων ο Χριστός κατά την υπόστασιν και το πρόσωπον,
διπλούς υπήρχε κατά τας φύσεις και τας φυσικάς ενεργείας και τα θελήματα· όθεν
η αγία και οικουμενική Τετάρτη Σύνοδος δια της του Λέοντος επιστολής εδογμάτισε
ταύτα: «Ενεργεί γαρ εκατέρα μορφή μετά της θατέρου κοινωνίας, τούθ΄ όπερ ίδιον
έσχηκε· του μεν Λόγου κατεργαζομένου τούθ΄ όπερ εστί του Λόγου, του δε σώματος
εκτελούντος, όπερ εστί του σώματος· και το μεν αυτών, διαλάμπει τοις θαύμασι,
το δε, ταις ύβρεσιν υποπέπτωκεν· εις γαρ και ο αυτός αληθώς τε Υιός Θεού, και
αληθώς Υιός ανθρώπου τυγχάνει».
Ωδή ε΄. Ο Ειρμός.
Εκ νυκτός έργων, εσκοτισμένος πλάνης, Ιλασμόν ημίν, Χριστέ τοις εγρηγόρως,
Νυν σοι τελούσιν, ύμνον ως ευεργέτη, Έλθοις πορίζων, ευχερή τε την τρίβον· Καθ΄
ην ανατρέχοντες εύροιμεν κλέος.
Ερμηνεία.
Ω Χριστέ, λέγει, συ άμποτε να έλθης εις ημάς, οίτινες το παλαιόν μεν προ
της σης ενανθρωπήσεως είμεθα εσκοτισμένοι από τα έργα της πλάνης, της
ειδωλολατρείας, του Διαβόλου· διότι πλάνος είναι ο διάβολος, επειδή μας πλανά,
όταν δεν προσέχωμεν, και πείθει ημάς να κρημνιζώμεθα εις το κακόν, ως εις
καλόν, προβάλλων το γλυκύ δόλωμα της ηδονής. Και τον παλαιόν μεν καιρόν, λέγει,
ημείς ούτως είμεθα εσκοτισμένοι· τώρα δε μετά την ένσαρκόν Σου Οικονομίαν,
προσφέρομεν εις εσέ με αγρυπνίαν και εγρήγορσιν του νοός, ύμνον ευχαριστήριον,
ως εις ευεργέτην ημέτερον. Διατί δε Σε παρακαλούμεν να έλθης; Ίνα χαρίσης εις
ημάς ιλασμόν και συγχώρησιν των αμαρτιών μας, και προς τούτοις, ίνα κάμης εις
ημάς εύκολον την στράταν της αρετής και του Ουρανού, η οποία φαίνεται ανηφορική
και δύσκολος δια την αμέλειάν μας· εάν γαρ την στράταν αυτήν περιπατώμεν,
βέβαια θέλομεν αναβή από τα κάτω και γήϊνα εις τα ύψη της αρετής, και θέλομεν
εύρει την εν Ουρανοίς αιώνιον δόξαν.
Τροπάριον.
Απηνές έχθος, το προς αυτόν Δεσπότης, Τεμών διαμπάξ, σαρκός εν παρουσία,
Ίνα κρατούντος, ώλεσε ψυχοφθόρου· Κόσμον συνάπτων, ταις αϋλοις ουσίαις· Τιθείς
προσηνή, τον τεκόντα τη Κτίσει.
Ερμηνεία.
Ο Δεσπότης, λέγει, Χριστός εν τη δια σαρκός αυτού παρουσία, έκοψε μεν
διόλου και από την ρίζαν (τούτο γαρ δηλοί το διαμπάξ) το νοερόν μίσος και την
άσπονδον και αφιλίωτον έχθραν, την οποίαν είχον οι άνθρωποι με Αυτόν,
προσκυνούντες είδωλα, και μη φυλάττοντες τας εντολάς Του· αφάνισε δε την ίνα
(την δύναμιν) του κοσμοκράτορος και ψυχοφθόρου Διαβόλου. Και τον μεν Κόσμον:
ήτοι τους εν τω Κόσμω ανθρώπους, ήνωσε και ειρήνευσε με τας αϋλους ουσίας των
Αγγέλων, με τας οποίας είχον πρότερον πόλεμον· μεσίτης δε γενόμενος Θεού και
ανθρώπων, έκαμε τον Πατέρα προσηνή και ήμερον εις την Κτίσιν: ήτοι εις ημάς,
οίτινες είμεθα εχθροί με Αυτόν και πολέμιοι. Όθεν εκ τούτων έδειξεν ο Δεσπότης
Χριστός, ότι Αυτός είναι ο άρχων της ειρήνης, καθώς Αυτόν ονομάζει ο Ησαϊας
(κεφ. θ: 6)· και Αυτός είναι η ειρήνη ημών κατά τον Απόστολον: «Ο ποιήσας τα
αμφότερα εν, Ο και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφ. β: 14)· δια γαρ της ενανθρωπήσεώς
Του ειρήνευσε πρώτον ημάς με τον εαυτόν Του, ειρήνευσε ημάς δεύτερον με τον
Πατέρα, και ειρήνευσε τρίτον ημάς με τους Αγγέλους· καθότι έχθραν είχομεν με
τον ενυπόστατον Λόγον του Θεού, δουλωθέντες εις τα άλογα πάθη· έχθραν είχομεν
με τον υπερούσιον Νουν τον Πατέρα, ως λατρεύοντες ανοήτοις και αψύχοις Ειδώλοις·
είχομεν δε και έχθραν με τους Αγγέλους, διότι αυτοί έβλεπον ημάς εναντίους με
τον Θεόν, και προσκυνούντας την κτίσιν παρά τον κτίσαντα.
Τροπάριον.
Ο λαός είδεν, ο πριν ημαυρωμένος, Μεθ΄ ημέραν φως, της άνω φρυκτωρίας· Έθνη
Θεώ δε, κλήρον Υιός προσφέρει, Νέμων εκείσε, την απόρρητον χάριν, Ου πλείστον
εξήνθησεν η αμαρτία.
Ερμηνεία.
Τρία ρητά μεταχειρίζεται ο Ιερός Μελωδός εις τούτο το Τροπάριον. Πρώτον, το
του Ησαϊου εκείνο το λέγον: «Ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει ίδε φως μέγα»
(Ησαϊα θ: 2)· όθεν λέγει, ότι ο λαός εκείνος όπου ήτον προ της ενσάρκου
Οικονομίας εσκοτισμένος από την ασέβειαν και αμαρτίαν, αυτός μετά την ημέραν:
ήτοι μετά την ένσαρκον Οικονομίαν (ημέρα γαρ αύτη ονομάζεται δια την παρουσίαν
του νοητού Ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού)· όθεν γέγραπται: «Αβραάμ ηγαλλιάσατο,
ίνα ίδη την ημέραν την εμήν» (Ιωάν. η: 56)· είδε το φως της άνω φρυκτωρίας:
ήτοι της θεογνωσίας και αρετής. Δεύτερον ρητόν μεταχειρίζεται ο Μελωδός εκείνο
το ψαλμικόν: «Αίτησαι παρ΄ εμού, και δώσω σοι Έθνη την κληρονομίαν σου» (Ψαλμ.
β: 8)· όθεν λέγει, ότι ο Υιός του Θεού ο κατά σάρκα γεννηθείς προσφέρει εις τον
Θεόν και Πατέρα τα Έθνη εκείνα, όπου έλαβε παρ΄ Αυτού κληρονομίαν· προσφέρει δε
αυτά λελουμένα μεν από τον βόρβορον της ειδωλολατρείας και αμαρτίας, καθαρά δε
με την θεογνωσίαν και αρετήν. Ακολούθως δε μεταχειρίζεται ο Μελουργός και
τρίτον ρητόν από τον Παύλον, το λέγον: «Όπου επλεόνασεν η αμαρτία,
υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε: 20), διο λέγει, ότι ο σαρκωθείς Υιός του
Θεού εχάρισε χάριν υπερπερισσήν και άρρητον εκείσε. Που; Εις τα Έθνη εκείνα,
εις τα οποία πρότερον εξήνθησε πολύ: ήτοι επλεόνασε και επερίσσευσεν η αμαρτία.
Δια τι δε ο Υιός εχάρισεν εις αυτά την τοιαύτην υπερπερισσήν χάριν; Ίνα μη εξ
έργων δικαιωθώμεν, αλλ΄ εκ χάριτος και ελέους Θεού, κατά τον αυτόν Απόστολον
λέγοντα: «Ουκ εξ έργων των εν δικαιοσύνη, ων εποιήσαμεν ημείς, αλλά κατά τον
αυτού έλεον έσωσεν ημάς» (Τίτον γ: 5).
Ωδή στ΄. Ο Ειρμός.
Ναίων Ιωνάς, εν μυχοίς θαλαττίοις, Ελθείν εδείτο, και ζάλην
απαρκέσαι.Νυγείς εγώ δε, του τυραννούντος βέλει, Χριστέ προσαυδώ, τον κακών
αναιρέτην, Θάττον μολείν σε της εμής ραθυμίας.
Ερμηνεία.
Ο μεν Προφήτης Ιωνάς, λέγει, ναίων: ήτοι κατοικών μέσα εις τους μυχούς της
θαλάσσης· μυχός δε είναι ο εσώτατος και κρυφιώτατος τόπος, καθ΄ Όμηρον λέγοντα:
«Έστι πόλις Εφύρη μυχώ Άργεος ιπποβότοιο»· μυχούς δε θαλαττίους εννοεί ο
Μελωδός, ή τους υποκάτω της θαλάσσης ευρισκομένους αποκρύφους τόπους και
σπήλαια· μέσα γαρ εις αυτούς διέτριβε το κήτος όπου κατέπιεν αυτόν, και μαζί με
αυτόν και ο Ιωνάς· ούτω γαρ ο ίδιος έλεγεν: «Έδυ η κεφαλή μου εις σχισμάς
ορέων, κατέβην εις γην, ης οι μοχλοί, κάτοχοι αιώνιοι» (Ιωνά β: 6-7), ως
ερμήνευσεν ο Ιερός Θεοφύλακτος· ή μυχούς εννοεί τα σπλάγχνα και την κοιλίαν του
κήτους, μέσα εις τα οποία ο Προφήτης ευρίσκετο, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον και
τον ανώνυμον ερμηνευτήν. Ο Ιωνάς λοιπόν εν τοις μυχοίς της θαλάσσης
ευρισκόμενος, παρεκάλει να έλθη εις εσέ, Κύριε, και εκ τούτου να απαρκέση: ήτοι
να αποβάλη την συνέχουσαν αυτόν ζάλην και τον κίνδυνον του θανάτου: «Αναβήτω,
φησίν, εκ φθοράς η ζωή μου προς σε Κύριε ο Θεός μου» (Ιωνά β: 7). Και πάλιν:
«Και έλθοι προς σε η προσευχή μου προς ναόν τον άγιόν σου» (αυτόθι 8). Εγώ
όμως, λέγει ο Μελουργός, επειδή επληγώθην από την σαϊταν του τυράννου Διαβόλου,
ήτις είναι η προσβολή της αμαρτίας, δια τούτο πάσχω όλον το εναντίον· διότι δεν
προσαυδώ: τουτέστι δεν παρακαλώ να έλθω εγώ προς εσέ· ελθείν γαρ ου δύναμαι,
κακώς έχων από την πληγήν της αμαρτίας· αλλά παρακαλώ να καταβής εσύ, Χριστέ,
και να έλθης προς εμέ, δια να γένης αναιρέτης και ολοθρευτής των κακών όπου με
συνέχουσι· παρακαλώ όμως να έλθης ταχύτερον της ιδικής μου ραθυμίας: ήτοι να
προφθάσης την ιδικήν μου αμέλειαν, και να με προλάβης προτού η αμέλεια να με
κατακυριεύση· επειδή τότε δεν με αφήνει αύτη ούτε καν να σε παρακαλέσω εις το
να με βοηθήσης. Ούτω δε ο Δαβίδ παρακαλεί τον Θεόν λέγων: «Ο Θεός αντιλήπτωρ
μου ει ο Θεός μου, το έλεος αυτού προφθάσει με» (Ψαλμ. νη: 10). Ώστε η ιδική
μου παρακάλεσις είναι, όχι το να αναβή εκ φθοράς η ζωή μου, καθώς παρεκάλει ο
Ιωνάς, αλλά μάλλον το να καταβής εσύ η ζωή μου, Κύριε, εις την ιδικήν μου
φθοράν, ίνα με λυτρώσης από αυτήν, επειδή συ γενόμενος άνθρωπος δια
φιλανθρωπίαν άφατον, συγκατέβης μέχρι θανάτου και φθοράς, αλλ΄ όχι και
διαφθοράς, ή καταφθοράς.
Τροπάριον.
Ος ην εν αρχή, προς Θεόν Θεός Λόγος, Νυνί κρατύνει μη σθένουσαν την πάλαι,
Ιδών φυλάξαι, την καθ΄ ημάς ουσίαν, Καθείς εαυτόν, Δευτέρα κοινωνία, Αύθις
προφαίνων, των παθών ελευθέραν.
Ερμηνεία.
Η αρχή και το τέλος του παρόντος Τροπαρίου θεολογία εστίν· από γαρ τους δύο
Θεολόγους ερανίζεται αυτό ο Ιερός Μελωδός· και την μεν αρχήν ερανίσθη από τον
πρώτον Θεολόγον και Υιόν της βροντής Ιωάννην, το δε τέλος, από τον δεύτερον
Θεολόγον τον σοφώτατον Πατέρα Γρηγόριον· ο μεν γαρ Ιωάννης ούτω βροντά: «Εν
αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. α: 1)·
ο δε μέγας Γρηγόριος φιλοσοφεί ούτω: «Δευτέραν κοινωνεί (ο Υιός) κοινωνίαν,
πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν, όσω τότε μεν μετέδωσε του κρείττονος· νυν δε
μεταλαμβάνει του χείρονος» (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν). Ταύτα λοιπόν τα δύο ρητά ερανισθείς ο
Ασματογράφος λέγει: ο Θεός Λόγος, όστις ήτον εν αρχή: ήτοι αεί και προ πάντων
των αιώνων, ενωμένος με τον Θεόν και Πατέρα, ως ομοούσιος αυτώ· και ομόδοξος
(συναϊδιος γαρ εστι και συνάναρχος κατά Χρόνον η Αγία Τριάς· άμα γαρ Πατήρ, και
άμα Υιός, και άμα Πνεύμα Άγιον) εκοινώνησεν εις ημάς εν τη δημιουργία την
προτέραν κοινωνίαν: ήτοι μετέδωκεν εις ημάς το κρείττον: τουτέστι την ψυχήν, η
οποία είναι κατ΄ εικόνα Θεού δια του δημιουργικού της ψυχής εμφυσήματος αυτού,
του πρώτου εκείνου και ζωτικού. Βλέπων δε την ανθρωπίνην φύσιν, ότι δεν εδύνετο
να φυλάξη ακεραίαν και καθαράν την προτέραν εκείνην κοινωνίαν και το κατ΄
εικόνα, τι κάμνει; Έκλινε τους Ουρανούς, και καταβιβάσας τον εαυτόν Του, ενώθη
καθ΄ υπόστασιν ημίν τοις ανθρώποις με μίαν δευτέραν κοινωνίαν, κατά την οποίαν
μετέλαβε το χείρον: ήτοι το ιδικόν μας σώμα. Και ούτω κρατύνει τώρα και
δυναμώνει την παλαιόθεν ασθενήσασαν φύσιν ημών, και μη δυνηθείσαν φυλάξαι το
θείον αξίωμα· και πάλιν αποδεικνύει αυτήν ελευθέραν από τα πάθη, καθώς ήτον και
πρότερον.
Τροπάριον.
Ίκται δι΄ ημάς, Αβραάμ εξ οσφύος, Λυγρώς πεσόντας, εν σκότει των
πταισμάτων, Υιούς εγείραι, των κάτω νενευκότων, Ο φως κατοικών, και φάτνην παρ΄
αξίαν, Νυν ευδοκήσας, εις βροτών σωτηρίαν.
Ερμηνεία.
Ο Μονογενής Υιός και ενυπόστατος Λόγος του Πατρός, ο μόνος έχων αθανασίαν,
φως οικών απρόσιτον, καθώς είπεν ο Παύλος (α΄ Τιμ. στ: 16), όστις ευδόκησεν
(ηθέλησε κατά προηγούμενόν του θέλημα· τούτο γαρ δηλοί η λέξις «ευδοκία», κατά
τον εκ Δαμασκού Ιωάννην, και τον Θεσσαλονίκης θείον Γρηγόριον) δια την των
ανθρώπων σωτηρίαν να κατοικήση την των αλόγων ζώων ευτελεστάτην φάτνην, έξω
παντάπασιν από την αξίαν και μεγαλειότητα της Θεότητός του, ήλθε και εγεννήθη
σήμερον εις την γην δια ημάς τους ανθρώπους, οίτινες αθλίως και χαλεπώς
επέσαμεν εις το σκότος των αμαρτιών. Πόθεν δε εγεννήθη; Από την οσφύν (το
σπέρμα) του Αβραάμ· επειδή, κατά τους Φυσικούς, εις την οσφύν ευρίσκονται οι
νεφροί· εις δε τους νεφρούς πάλιν ευρίσκεται το σπέρμα με κυριώτερον λόγον,
παρά εις τα λοιπά μέλη του σώματος· όθεν καο ο Παύλος είπε περί του Λευϊ: «Δια
Αβραάμ και Λευϊ ο δεκάτας λαμβάνων δεδεκάτωται· έτι γαρ εν τη οσφύϊ του Πατρός
(Αβραάμ) ην» (Εβρ. ζ: 9). Δια τούτο ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αρχίζων το ιδικόν
του Ευαγγέλιον είπε: «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού Υιού Δαβίδ, Υιού Αβραάμ»
(Ματθ. α: 1). Διατί δε εγεννήθη; Ίνα, κατά το λόγιον του Προδρόμου το λέγον:
«Δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Λουκά γ; 8),
εγείρη πνευματικούς Υιούς δια της πίστεως εις τον κατά σάρκα προπάτορά του
Αβραάμ. Πόθεν να τους εγείρη; Από τα κάτω νενευκότα: ήγουν από τους λίθους και
τα ξύλα· φυσικώς γαρ ταύτα από τα άνω νεύουσι και φέρονται εις τα κάτω, δια το
βάρος όπου έχουν· καθώς το πυρ εκ του εναντίου φυσικώς φέρεται από τα κάτω εις
τα άνω, δια το ελαφρόν όπου έχει. Νοούνται δε αλληγορικώς λίθοι κατωφερείς, τα
σκληρά και λιθοκάρδια Έθνη, από τα οποία ηγέρθησαν εις τον εκ πίστεως Αβραάμ
τέκνα πνευματικά σχεδόν άπειρα δια της εις Χριστόν πίστεως. Ακολούθως δε ο
Μελωδός κατασκευάζει το επίλοιπον του Τροπαρίου εκ του ρητού του Αποστόλου,
λέγοντος: «Ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον», και λέγει· Συ, Χριστέ,
ο οποίος, κατοικείς εις το φως, δι΄ άκραν φιλανθρωπίαν κατέβης επί γης, και εις
φάτνην ανεκλίθης δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Αλλά πως ο Θεός κατοικεί φως,
ενώ η μεν κατοικία είναι περιγραφή των σωμάτων, ο δε Θεός ασώματος ων και
άπειρος, είναι απερίγραπτος; Εις τούτο αποκρινόμενοι όσον είναι δυνατόν εις
ανθρώπινον νουν λέγομεν, ότι καθώς ο άνθρωπος, ενώ κατοικεί εις οικίαν,
περιορίζεται πανταχόθεν από αυτήν· ούτως ο Θεός επειδή είναι όλος φως, λέγεται
ότι κατοικεί εις φως, και από φως περικυκλούται. Συμφώνως δε με τον Παύλον είπε
και ο Δαβίδ προ του Παύλου, ότι ο Θεός φορεί το φως ως φόρεμα: «Αναβαλλόμενος
φως ως ιμάτιον» · το φως όμως, εις το οποίον ο Θεός κατοικεί, δεν είναι υλικόν,
είναι άϋλον, άκτιστον, αιώνιον, και δια τούτο απρόσιτον (απλησίαστον) και
αόρατον από υλικούς οφθαλμούς. Και ότι είναι τοιούτον, μαρτυρούν λαμπρώς οι
τρεις πρόκριτοι του Ιησού Μαθηταί, οι οποίοι εις την Μεταμόρφωσιν του Ιησού επί
το Θαβώριον όρος μη δυνηθέντες να βλέπωσι το Θείον φως, το οποίον εξήστραψεν
από τον Ιησούν, έπεσον χαμαί κατά πρόσωπον.
Ωδή ζ΄. Ο Ειρμός.
Τω Παντάνακτος, εξεφαύλισαν πόθω, Άπλητα θυμαίνοντος, ηγκιστρωμένοι, Παίδες
Τυράννου, δύσθεον γλωσσαλγίαν· Οις είκαθε πυρ, άσπετον τω Δεσπότη, Λέγουσιν·
εις αιώνας, ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Τους μεν μικροψύχους και ανάνδρους ανθρώπους, όταν προβάλη εις αυτούς
κανένας φόβος, ευθύς τους νικά, και γίνεται ανώτερος του θείου πόθου, ο οποίος
εσπάρη εις την καρδίαν των· εις δε τους ανδρείους και μεγαλοψύχους δεν
ακολουθεί ούτως, αλλ΄ αντιστρόφως ο θείος πόθος με όλον πήχην βασιλικόν, κατά
την κοινήν παροιμίαν, υπερνικά τον φόβον. Δια τούτο οι τρεις Θεολόγοι Παίδες, ο
Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ, με το να ήτον όλοι διόλου αγκιστρωμένοι από
τον πόθον και την αγάπην του παμβασιλέως Θεού, εξεφαύλισαν, (κατεφρόνησαν) και
ως μηδέν ελογίσαντο την κακόθεον και βλάσφημον γλωσσαλγίαν του Τυράννου
Ναβουχοδονόσορ, όστις εθύμωνε και ωργίζετο κατ΄ αυτών απλέτως (υπερβολικώς)·
διότι ήθελεν ο ανόητος να προσκυνηθή ως Θεός δια της εικόνος του· διο και
βλασφήμως έλεγε: «Και τις εστι Θεός, ος εξελείται υμάς εκ χειρός μου» (Δαν. γ:
15). Όθεν επειδή οι τρεις Παίδες κατεφρόνησαν τα βλάσφημα ταύτα λόγια του
Τυράννου, δια τούτο παρεχώρησεν εις αυτούς το αμέτρητον εκείνο πυρ της καμίνου,
και τελείως δεν τους έκαυσε. Τούτου χάριν και αυτοί έλεγον ευχαριστούντες εις
τον Δεσπότην Θεόν: Συ, Κύριε, είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας·
ο οποίος λόγος είναι χαρακτηριστικός της εβδόμης Ωδής. Πρέπει δε εδώ να θαυμάση
τινάς τον Ιερόν Μελωδόν· διότι επειδή δύο ονόματα είναι των μεγάλων μοναρχιών
του Κόσμου, βασιλεία και τυραννία, και ο μεν Βασιλεύς κάμνει τους υπηκόους του
να τον δουλεύουν με πόθον και αγάπην, ο δε Τύραννος βιάζει αυτούς να τον
δουλεύουν με αγριότητα και φοβερισμούς· τούτου χάριν ο θεσπέσιος Μελωδός το μεν
όνομα «Παντάναξ» (παμβασιλεύς) επροσάρμοσεν εις τον Θεόν εις το παρόν
Τροπάριον, το δε «Τύραννος» επροσάρμοσεν εις τον Ναβουχοδονόσορ· όθεν ακολούθως
είπεν, ότι οι τρεις άγιοι Παίδες δεν ήτον αγκιστρωμένοι από τον φόβον του Θεού,
αλλά από τον πόθον και την αγάπην αυτού· επειδή η τελεία αγάπη του Θεού,
εκβάλλει τον φόβον, καθώς είπεν ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης (α, δ΄ 18).
Τροπάριον.
Υπηρέτας μεν, εμμανώς καταφλέγει, Σώζει δε παφλάζουσα, ροιζηδόν νέους, Ταις
επταμέτροις καύσεσι πυργουμένη· Ους έστεφε φλοξ άφθονον του Κυρίου, Νέμοντος
ευσεβείας, είνεκα δρόσον.
Ερμηνεία.
Σύμφωνον και ακόλουθον είναι το παρόν Τροπάριον με το πρότερον· επειδή ο
Μελωδός αναφέρει και εδώ την ιστορίαν την περί της Χαλδαϊκής καμίνου, λέγων,
ότι η μετά σφοδρού ήχου αναβράζουσα φλόγα, ήτις με την επταπλάσιον έκκαυσιν της
καμίνου υψούτο ως πύργος έως πήχεις τεσσαράκοντα εννέα, τους μεν υπηρέτας του
Τυράννου, οι οποίοι έκαιον την κάμινον, και ευρίσκοντο έξω από αυτήν, κατέκαυσε
με μεγάλην μανίαν και θυμόν, ως εάν ήτον έμψυχος και λογική, τους δε τρεις
Παίδας έσωσε και αβλαβείς διεφύλαξεν· ούτω γαρ και ο Απόστολος εσχημάτισε το
πυρ της γεέννης, ως ένα θηρίον, το οποίον, όταν πειραχθή, θυμώνει και αγριεύει
και δεν παύει, έως ου να αρπάση κανένα ζώον, ή άνθρωπον· «Φοβερά δε τις εκδοχή
κρίσεως, και πυρός ζήλος, εσθίειν μέλλοντος τους υπεναντίους» (Εβρ. ι: 27).
Είπε δε, ότι με μανίαν κατέκαυσε τους υπηρέτας, ή κατά σχήμα ρητορικής
προσωποποιϊας, ήτις και εις τα άψυχα προσαρμόζει εμψύχων ιδιώματα, ή διότι η
χάρις του Θεού η εις δρόσον αυτήν μεταβαλούσα, αυτή και την μανίαν εις εκείνην
έδωκεν, ίνα και τας δύο εναντίας ενεργείας του πυρός, την δροσιστικήν, λέγω,
και την καυστικήν παραδόξως ενταυτώ δείξη εις διάφορα υποκείμενα. Έστεφε δε,
είπε, τους τρεις Παίδας η φλόγα, επειδή το σχήμα της καμίνου είναι
στεφανοειδές, και ως τοιούτον περιεκύκλωνεν αυτούς. Έσωσε λοιπόν η φλόγα της
καμίνου τους Θεολόγους Παίδας, όχι διότι ελησμόνησε την καυστικήν ενέργειαν,
αλλά διότι ο Κύριος εχάρισεν εις τους τρεις εκείνους νέους δρόσον άφθονον και
πλουσίαν ένεκα της ευσεβείας και πίστεως, την οποίαν έδειξαν εις τον Κύριον,
και δεν επροσκύνησαν την εικόνα του Ναβουχοδονόσορ. Εσφαλμένως δε ευρίσκεται εν
τοις Μηναίοις «άφθονος»· ου γαρ εις το «φλόξα» τούτο αναφέρεται, αλλά εις το
«δρόσον», όθεν χρειάζεται να γράφεται «άφθονον». Αρμόζουσιν εις το Τροπάριον
τούτο εκείνα όπου γράφει ο τω όντι μέγας Βασίλειος, θαύμα μεγαλύτερον λέγων το
εις την Κάμινον γεγονός, από το γενόμενον εις την ερυθράν θάλασσαν· λέγει γαρ
εν τη Ερμηνεία του κη΄ Ψαλμ. προκειμένου ρητού «Φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα
πυρός», ταύτα: «Διεκόπη μεν και κατά την ιστορίαν των τριών Παίδων εν τη
Βαβυλωνία η φλοξ του πυρός, ότε υπερεξεχέθη μεν τεσσαράκοντα εννέα πήχεις η
κάμινος, ενεπύριζε δε τους κύκλω πάντας· διακοπείσα δε τω προστάγματι του Θεού,
πνεύμα εδέξατο εν εαυτή, ηδίστην αναπνοήν και ανάψυξιν, ώσπερ εν σκιά τινι
φυτών, εν ειρηνική καταστάσει παρεχομένη τοις Παισίν· εγένετο γαρ, φησίν, ωσεί
πνεύμα δρόσου διασυρίζον. Και θαυμαστότερόν γε πολλώ πυρός φύσιν διακοπήναι, ή
καταδιαιρεθήναι την ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις· αλλ΄ όμως η φωνή του
Κυρίου και το συνεχές φύσει και ηνωμένον του πυρός διακόπτει. Καίτοι άτμητον
και αδιαίρετον επινοίαις ανθρωπίναις το πυρ είναι δοκεί· αλλ΄ όμως προστάγματι
Κυρίου διακόπτεται και διϊσταται». Αλλά και Ιωάννης ο Ζωναράς ερμηνεύων το
Τροπάριον εκείνο της Οκτωήχου το λέγον «Κάμινός ποτε πυρός εν Βαβυλώνι τας
ενεργείας διεμέριζε, τω θείω προστάγματι τους Χαλδαίους καταφλέγουσα, τους δε
πιστούς δροσίζουσα», και εκτιθείς το ανωτέρω του Βασιλείου, λέγει: «Το
πρόσταγμα του Θεού διείλε την δύναμιν του πυρός, την μεν φωτιστικήν εάσαν, την
δε καυστικήν αφελόμενον· τοιούτον δε και το της γεέννης πυρ είναι φησίν εκεί ο
αυτός Βασίλειος». Απορίας δε είναι άξιον, διατί δεν είπεν ο Μελωδός, ότι
διεκόπη το πυρ εις την καυστικήν και φωτιστικήν ενέργειάν του κατά προσταγήν
Θεού, αλλά εις την καυστικήν και δροσιστικήν; Λύει την απορίαν ο ίδιος Ζωναράς
και λέγει: «Αν κατ΄ επίνοιαν αφαιρεθή από το πυρ η καυστική, μείνη δε η
φωτιστική, αύτη μείνασα μόνη ψυχρά έσται και δροσώδης, φωτίζουσα μόνον αλλ΄ ου
φλογίζουσα». Αλλ΄ όμως έλυσε την απορίαν ικανώς ανωτέρω ο ίδιος Βασίλειος
ειπών: «Η κάμινος εδέξατο εν εαυτή ηδίστην αναπνοήν και ανάψυξιν» και η Γραφή
λέγει: «Εγένετο ωσεί πνεύμα δρόσου διασυρίζον υπό του συγκαταβάντος Αγγέλου,
και το πυρ διασκορπίσαντος». Ώστε δεν ήτον του πυρός φυσική ενέργεια η
δροσιστική, αλλά υπερφυσική, έξωθεν επεισαχθείσα δια του Αγγέλου.
Τροπάριον.
Αρωγέ Χριστέ, τον βροτοίς εναντίον, Πρόβλημα την σάρκωσιν, αρρήτως έχων,
Ήσχυνας όλβον, της θεώσεως φέρων, Μορφούμενος νυν· ης τινος δι΄ ελπίδα, Άνωθεν
εις κευθμώνας ήλθομεν ζόφου.
Ερμηνεία.
Ω βοηθέ ημών Χριστέ, Συ, λέγει, την φύσιν των ανθρώπων μορφωθείς και
γεννηθείς σήμερον κατήσχυνας σοφώτατα και τεχνικώτατα τον αντίπαλον των
ανθρώπων Διάβολον· διότι συ τον μεν πλούτον της Θεότητος (Θεότης δε ου μόνον η
θεία φύσις λέγεται, αλλά και η θεία ενέργεια· όθεν είπεν ο Θεοφόρος Μάξιμος
«Θεότης εστίν η εκθεωτική των προνοουμένων ενέργεια»)· έφερες ένδοθεν
κεκρυμμένον· την δε σάρκα είχες έξωθεν πρόβλημα, και ως εν δόλωμα με άρρητον
τρόπον και ανερμήνευτον· όθεν δια του τοιούτου πανσόφου τεχνάσματος κατεσοφίσω
και ηπάτησας τον πονηρόν εχθρόν, όστις προσέβαλε και επολέμησε το έξωθεν
φαινόμενον δόλωμα: ήτοι την φαινομένην ανθρωπότητα, περιέπεσε δε και ενικήθη
από το έσωθεν κεκρυμμένον άγκιστρον: ήτοι από την παντοδύναμον Θεότητα· δια την
ελπίδα της οποίας Θεότητος (του να γένωμεν Θεοί), καθώς ο πονηρός εσυμβούλευσεν
όφις ειπών: «Η δ΄ αν ημέρα φάγητε απ΄ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί,
και έσεσθε ως Θεοί γινώσκοντες καλόν και πονηρόν» (Γέν. γ: 3), κατεκρημνίσθημεν
από τον Παράδεισον εις τους σκοτεινοτάτους τόπους του άδου. Σημείωσε, ότι τα
ανωτέρω λόγια ερανίσθη ο Μελωδός από τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα: «Επειδή
γαρ ώετο αήττητος είναι της κακίας ο σοφιστής, Θεότητος ελπίδι δελεάσας ημάς,
σαρκός προβλήματι δελεάζεται· ίν΄ ως τω Αδάμ προσβαλών, τω Θεώ περιπέση· και
ούτως ο νέος Αδάμ τον παλαιόν ανασώσηται» (Λόγος εις τα φώτα). Όρα και την
ερμηνείαν του Ειρμού της πέμπτης Ωδής του Κανόνος του Σταυρού, του λέγοντος «Ω
τρισμακάριστον ξύλον», ίνα μάθης πάνσοφον αλιευτικήν του Θεού.
Τροπάριον.
Την αγριωπόν, ακρατώς γαυρουμένην, Άσεμνα βακχεύουσαν εξοιστρουμένου,
Κόσμου καθείλες, πανσθενώς αμαρτίαν· Ους είλκυσε, πριν σήμερον των αρκύων,
Σώζεις δε σαρκωθείς, εκών ευεργέτα.
Ερμηνεία.
Ω ευεργέτα, λέγει, Θεέ, συ σαρκωθείς θεληματικώς και γενόμενος άνθρωπος,
καθείλες μεν και εκρήμνισες με την πανσθενή δύναμιν της Θεότητός σου την αγρίαν
αμαρτίαν, την αμέτρως υπερηφανευομένην και ασέμνως μαινομένην και χορεύουσαν,
καθώς οι έξωθεν των Ελλήνων μύθοι λέγουσιν, ότι εχόρευον μαινόμεναι αι Βάκχαι
γυναίκες, αι τω Βάκχαι τω Θεώ του οίνου λατρεύουσαι. Πόθεν δε εκρήμνισες την
αμαρτίαν; Από τον Κόσμον και τους εν τω Κόσμω ανθρώπους, οι οποίοι μανικώς
εκινούντο από αυτήν ως από οίστρον· διότι αυτή εμπήγουσα το κέντρον της εις το
γένος των ανθρώπων, έκαμνεν αυτούς να τρέχουν εις βουνά, εις ερημίας, εις
κρημνούς και εις άλλους τόπους, τους οποίους ουκ επισκοπεί Κύριος, ουδέ γνώσις,
ως είπεν ο Σολομών: «Ο άφοβος αυλισθήσεται εν τόποις, ου ουκ επισκοπείται
γνώσις» (Παρ. ιθ: 23). Δια τούτο και ο Θεολόγος Γρηγόριος εν τω εις το Πάσχα
λόγω αυτού, σκυθρωπήν και διώκτριαν την αμαρτίαν ωνόμασεν: «Εντεύθεν Αίγυπτον
φεύγομεν την σκυθρωπήν και διώκτριαν αμαρτίαν». Όθεν ο Πτωχός Πρόδρομος
προσθέτει, ότι εκείνοι όπου πάσχουν από κανέν πάθος, είτε από θυμόν, είτε από
επιθυμίαν, αυτοί οιστρηλατούνται, μαίνονται και έξω φρενών γίνονται· άγριοι γαρ
γίνονται κατά τους οφθαλμούς· γαυριώνται ακρατήτως κατά των αδελφών των·
ορμώσιν αναιδώς· τρέχουσι με μανίαν ως αι Βάκχαι γυναίκες, και πάσχουσιν εκείνα
τα ίδια πάθη, όπου πάσχουσι τα βόδια, όταν τα πιάση ο οίστρος. Αρμοδιώτατα δε
επαρωμοίασεν ο Μελωδός την αμαρτίαν με τον οίστρον· διότι καθώς αυτός εκμανίζει
τα ζώα, και από ήμερα τα καταστήνει άγρια· ούτως η αμαρτία, εισελθούσα εις την
καρδίαν των ανθρώπων κάμνει αυτούς αλογωτέρους και θηριωδεστέρους από τα άλογα
ζώα και τα θηρία. Την μεν αμαρτίαν λοιπόν (ακολουθεί ο Μελωδός) κατέβαλες και
ηφάνισες, Δέσποτα· ημάς δε τους ανθρώπους, τους οποίους η αμαρτία ετράβηξε
πρότερον εις τον εαυτόν της και υπέταξε, σήμερον εν τη ημέρα της Γεννήσεώς σου
έσωσας από τας παγίδας αυτής και δίκτυα, εις τα οποία είμεθα περιπλεγμένοι.
Ωδή η΄. Ο Ειρμός.
Μήτραν αφλέκτως, εικονίζουσι Κόρης, Οι της παλαιάς, πυρπολούμενοι νέοι,
Υπερφυώς κύουσαν, εσφραγισμένην. Άμφω δε δρώσα, θαυματουργία μια, Λαούς προς
ύμνον, εξανίστησι χάρις.
Ερμηνεία.
Οι εν τη παλαιά Γραφή αναφερόμενοι τρεις Παίδες, οι οποίοι δεν κατεκαίοντο
εν τη καμίνω, αυτοί εικόνιζον την μήτραν της Αειπαρθένου και Θεομήτορος, η
οποία και αφ΄ ου εγέννησε τον Χριστόν υπέρ τους όρους της φύσεως, πάλιν έμεινεν
εσφραγισμένη και κεκλεισμένη, κατά την προφητείαν του Ιεζεκιήλ την λέγουσαν: «Η
πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται· ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ
εισελεύσεται δι΄ αυτής· και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ. μδ:2). Δια να φανερώση δε
ο Προφήτης ότι η Θεοτόκος, καθώς ήτον Παρθένος προ του τόκου, ούτως έμεινε
Παρθένος και μετά τον τόκον, διπλασιάζει το : «έσται κεκλεισμένη». Πλην εκεί
μεν οι τρεις Παίδες στεκόμενοι εις την μέσην της καμίνου, έμενον απείρακτοι και
αβλαβείς από την φωτίαν, εδώ δε ηκολούθει όλον το εναντίον· διότι η Θεομήτωρ
έχουσα μέσα εις την κοιλίαν Της το άϋλον πυρ της Θεότητος, δεν εκατακαίετο από
αυτό· όθεν τούτο το θαύμα είναι πολλά ανώτερον και παραδοξότερον από εκείνο το
θαύμα των τριών Παίδων. Τα δύο δε ταύτα θαύματα (το να μη κατακαούν οι τρεις Παίδες,
και το να Γεννήση υπερφυώς η Παρθένος) αν και κατά τους καιρούς είναι χωρισμένα
το εν από το άλλο, καθότι εκείνο μεν ήτον εν τη Παλαιά, τούτο δε εν τη Νέα
Γραφή, μ΄ όλον τούτο και τα δύο ενήργησε με μίαν θαυματουργικήν δύναμιν η αυτή
χάρις του Θεού. Όθεν διεγείρει τους πιστούς λαούς εις το να υμνούσι τον Θεόν
τον τοιαύτα ποιούντα τέρατα και θαυμάσια.
Τροπάριον.
Λύμην φυγούσα, του Θεούσθαι τη πλάνη, Άληκτον υμνεί, τον κενούμενον Λόγον,
Νεανικώς άπασα, συν τρόμω κτίσις. Άδοξον εύχος, δειματουμένη φέρειν, Ρευστή
γενώσα, καν σοφώς εκαρτέρει.
Ερμηνεία.
Ήτον ποτέ καιρός, όταν οι άνθρωποι ελάτρευαν ως Θεόν την κτίσιν παρά τον
κτίσαντα, κατά τον Απόστολον λέγοντα: «Μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω
ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει περά τον κτίσαντα, ος εστιν
ευλογητός εις τους αιώνας, Αμήν» (Ρωμ. α: 25)· και προς τούτοις εδόξαζον, ότι
τα στοιχεία και οι φωστήρες και τα άστρα κυβερνώσιν άπαντα τα υπό σελήνην·
τοιούτοι εστάθησαν άπαντες σχεδόν οι προ της ενσάρκου Παρουσίας άνθρωποι, οι
καλούμενοι Έλληνες και ειδωλολάτραι. Η κτίσις λοιπόν θεοποιουμένη από τους
ανοήτους ανθρώπους, και οικειουμένη την τιμήν του κτίσαντος αυτήν, όχι μόνον
δεν έχαιρεν, αλλά και ελυπείτο, καθώς ήτον πρέπον να λυπήται· όθεν λαμβάνουσα
μίαν τοιαύτην άτιμον τιμήν, και άδοξον δόξαν, έπασχεν ένα τοιούτον πάθος, ως
εάν, καθ΄ υπόθεσιν, ένας άνθρωπος ιδιώτης ήθελε πάρη το όνομα του Βασιλέως, και
ονομασθή και προσκυνήται ως Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ· ο τοιούτος γαρ ιδιώτης
άνθρωπος, όχι μόνον έμελλε να οργισθή, και να συγχαίνεται ως ατιμίαν την ξένην
εκείνην του Βασιλέως τιμήν, αλλά προς τούτοις ήθελε φοβηθή δικαίως, μήπως
αφανίση αυτόν ο τη αληθεία ων Αυτοκράτωρ και Βασιλεύς, ως οικειοποιούμενον και
αρπάζοντα την ιδικήν του δόξαν και βασιλείαν. Προ της Γεννήσεως λοιπόν του
Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τοιαύτην άτιμον τιμήν η κτίσις ελάνβανε· τώρα δε αυτή
φυγούσα δυνατώς την τοιαύτην λύμην (ύβριν) του να θεοποιήται από την πλάνην των
ανοήτων ανθρώπων, απαύστως υμνεί τον ενυπόστατον Λόγον του Πατρός, τον
κενωθέντα δια της ενανθρωπήσεως· κένωσις γαρ είναι η δια σαρκός προς ημάς
επιδημία του Θεού Λόγου, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν. Υμνεί δε αυτόν η κτίσις
με τρόμον και φόβον ως Κτίστην αυτής και δημιουργόν· δια γαρ της του Θεού Λόγου
επιδημίας έγινε φανερόν, ότι αυτός μεν είναι ο αληθής Θεός και της κτίσεως
δημιουργός, η δε κτίσις είναι ποίημα μόνον και κτίσμα αυτού, αλλ΄ ουχί και
κτίστης και Θεός. Η γαρ κτίσις, επειδή έγινε φύσει φθαρτή δια την αμαρτίαν του
Αδάμ, τόσον πολλά εφοβείτο την άδοξον δόξαν της θεοποιήσεως, και τόσον πολλά
ωργίζετο εναντίον εκείνων όπου την εθεοποίουν, ώστε εκοιλοπώνει και ετοιμάζετο
να τιμωρήση τους παρανόμους με διαφόρους τρόπους, με πετροβόλους χαλάζας, με
αστραποπελέκυα, με βροντάς, με ραγδαίας βροχάς, με χασματώδεις σεισμούς, με
φοβερούς της γης αναβρασμούς και με δυσκρασίας αέρων· όμως ουδέν τοιούτον
εποίησεν, αλλά με σοφίαν υπέφερεν, ελπίζουσα να κάμη την κατ΄ αυτών εκδίκησιν ο
της κτίσεως Δημιουργός, ο σήμερον γεννηθείς εκ της Παρθένου: ήτοι να σηκώση από
το μέσον την ειδωλολατρείαν και την της κτίσεως θεοποίησιν.
Τροπάριον.
Ήκεις πλανήτιν, προς νομήν επιστρέφων, Την ανθοποιόν, εξ ερημαίων λόφων, Η των
Εθνών έγερσις, ανθρώπων φύσιν· Ρώμην βιαίαν, του βροτοκτόνου σβέσαι, Ανήρ
φανείς τε και Θεός προμηθεία.
Ερμηνεία.
Από δύο μέρη ερανίσθη το παρόν Τροπάριον ο σοφός Μελωδός. Πρώτον, από την
παραβολήν όπου είπεν ο Κύριος «Τις άνθρωπος εξ υμών έχων εκατόν πρόβατα, και
απολέσας εν εξ αυτών ου καταλείπει τα εννενήκοντα εννέα εν τη ερήμω, και
πορεύεται επί το απολωλός, έως εύρη αυτό, και ευρών, επιτίθησιν επί τους ώμους
αυτού χαίρων, και ελθών εις τον οίκον συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονας,
λέγων αυτοίς: συγχάρητέ μοι, ότι εύρον το πρόβατόν μου το απολωλός;» (Λουκ. ιε:
4). Και δεύτερον, από το Βιβλίον της εξόδου, όπου γέγραπται: «Εάν συναντήσης τω
βοϊ του εχθρού σου, ή τω υποζυγίω αυτού πλανωμένοις, αποστρέψας αποδώσεις αυτώ·
εάν δε ίδης το υποζύγιον του εχθρού σου πεπτωκός υπό τον γόμον αυτού, ου
παρελεύση αυτό, αλλά συναρείς αυτό μετ΄ αυτού» (Έξ. κγ: 4-5). Εκ τούτων λοιπόν
συγκροτήσας το Τροπάριον τούτο, λέγει ο χαριτώνυμος Ιωάννης: Χριστέ ο Θεός,
όστις είσαι η ανάστασις των Εθνών των εμπεσόντων εις τον βόθρον της ασεβείας
και αμαρτίας, συ γενόμενος τέλειος άνθρωπος δια την περί τον άνθρωπον πρόνοιαν,
και τέλειος μείνας Θεός, ήλθες εις ημάς πρώτον δια να γυρίσης από τας ερήμους
και δύσβατα όρη και βάραθρα, ως είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος, την πεπλανημένην
φύσιν των ανθρώπων. Που να την γυρίσης; Εις την βοσκήν την ψυχοτρόφον και τα
άνθη ποιούσαν της ευσεβείας και αρετής· συ γαρ ο Ποιμήν ο καλός αφήσας μεν τα
εννενήκοντα εννέα πρόβατά σου, τας χοροστασίας δηλαδή των Αγγέλων, αίτινες
διαιρούνται εις εννέα τάγματα κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον, εφρόντισας διόλου
δια την επιστροφήν του πλανηθέντος γένους των ανθρώπων. Δεύτερον, ίνα δια της
επιστροφής τούτου σβύσης και αφανίσης την βιαίαν και τυραννικήν δύναμιν του
ανθρωποκτόνου Διαβόλου, την οποίαν μεταχειριζόμενος, επλάνησε τον Αδάμ και όλον
το γένος του.
Ωδή θ΄. Ο
Ειρμός.
Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, Ράον σιωπήν· τω πόθω δε Παρθένε,
Ύμνους υφαίνειν, συντόνως τεθηγμένους, Εργώδές εστιν· αλλά και Μήτηρ σθένος,
Όση πέφυκεν η προαίρεσις, δίδου.
Ερμηνεία.
Προς την Αειπάρθενον και λοχεύτριαν του Θεού Λόγου την μουσουργόν της
εννάτης Ωδής προσφωνεί τον παρόντα Ειρμόν ο χαριτώνυμος Μελωδός, ούτω λέγων· ω
Παρθένε και Μήτηρ ενταυτώ (εις εσέ γαρ μόνην ηνώθησαν Παρθενία ομού και
Γέννησις τα κατά φύσιν μαχόμενα), ημείς οι δικοί σου υμνωδοί ερχόμενοι εις την
ιδικήν σου υμνωδίαν και έπαινον, και θέλοντες να σε εγκωμιάσωμεν, πάσχομεν από
δύο εναντία πάθη, φόβον και πόθον· και ο μεν φόβος προξενεί εις ημάς σιωπήν,
ίνα μη αθέμιτον και ανόσιον έργον ποιήσωμεν, τολμώντες με ακάθαρτα χείλη να
υμνήσωμεν Εσέ την καθαρωτάτην και παναμώμητον· είρηκε γαρ ο Θεολόγος Γρηγόριος
εκ του Πλάτωνος ερανισάμενος: «Μη καθαρώ καθαρού εφάπτεσθαι ουχί θεμιτόν»· και
πάλιν «Καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον» (Λόγος α΄ περί
Θεολογίας)· ο δε πόθος εκ του εναντίου παρακινεί ημάς έσωθεν δια να Σε
εγκωμιάσωμεν, αν και ακάθαρτοι είμεθα. Ευκολώτερον δε είναι να πεισθώμεν εις
τον φόβον, και να αγαπήσωμεν την σιωπήν, ως μηδένα κίνδυνον έχουσαν· διότι
κανέν πράγμα δεν είναι πλέον ακίνδυνον από την σιωπήν· όθεν πολλοί από τους
Έλληνες ταύτην εγκωμίασαν· ο μεν γαρ Σιμωνίδης είπεν: «Λαλήσας μεν, πολλάκις
μετεμελήθην, σιωπήσας δε, ουδέποτε»· ο δε Πλάτων άδιψον ωνόμασε την σιωπήν·
καθότι οι πολλά λαλούντες εις δίψος εκκαίονται· και ο Ιπποκράτης ου μόνον
άδιψον είπε το σιωπάν, αλλά και άλυτον και ανώδυνον. Κανέν, λέγω, πράγμα δεν
είναι ακινδυνότερον της σιωπής· όθεν και ημείς υπό του φόβου της Θεομητορικής
Σου μεγαλειότητος νικώμενοι, ευκολώτερον είναι να αγαπήσωμεν την σιωπήν ως
ακίνδυνον· το δε να πλέκωμεν εις Εσέ, Παρθένε, ύμνους και εγκώμια τεθηγμένα:
ήτοι ισχυρά, λαμπρά και ακονημένα με συντονίαν και προθυμίαν ψυχής, υπό του
πόθου νικώμενοι, τούτο είναι πράγμα δύσκολον και κινδυνώδες εις ημάς· διότι τα
μεγαλεία Σου υπερβαίνουν κάθε ύμνον και εγκώμιον. Επειδή όμως υπερνικά τον
φόβον ο προς Σε πόθος ημών, και η προαίρεσις έχει μεν τα νικητήρια κατά του
φόβου, πλην δύναμιν δεν έχει, δια τούτο Εσύ, Θεοτόκε, όση είναι η ιδική μας
προαίρεσις, τόσην αναλόγως δίδου εις ημάς την ιδικήν Σου δύναμιν· ίνα με τα δύο
όντες αρματωμένοι υμνήσωμεν καν ολίγον τι Εσέ την αξιϋμνητον και υπερύμνητον.
Τροπάριον.
Τύπους αφεγγείς, και σκιάς
παρηγμένας, Ω Μήτερ αγνή του λόγου δεδορκότες, Νέον φανέντος, εκ πύλης
κεκλεισμένης, Δοξούμενοί τε της αληθείας φάος, Επαξίως σην, ευλογούμεν γαστέρα.
Ερμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον προσφωνεί ο Μελωδός εις την Θεομήτορα. Ερανίσθη δε
αυτό από τον Θεολόγον Γρηγόριον, γράφοντα εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω
αυτού: «Το γράμμα υποχωρεί· το Πνεύμα πλεονεκτεί· αι σκιαία παρατρέχουσιν· η
αλήθεια επεισέρχεται». Λέγει λοιπόν προς την Θεοτόκον· ω Μήτερ αγνή του Θεού
Λόγου, όστις νεωστί και επ΄ εσχάτων των ημερών εγεννήθη από Εσέ την
κεκλεισμένην πύλην: τουτέστι την μετά τόκον φυλαχθείσαν Παρθένον, καθώς ο
Προφήτης Ιεζεκιήλ σε είδε και σε ωνόμασε, λέγων: «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται·
ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς ου μη διέλθη δι΄ αυτής· ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ
εισελεύσεται δι΄ αυτής, και έσται κεκλεισμένη» (Ιεζ. μδ: 2)· ημείς οι ορθόδοξοι
λαοί βλέποντες τους σκοτεινούς τύπους των Προφητών και τας σκιάς του παλαιού
νόμου ήδη περασμένα, δια μέσου των οποίων αινιγματωδώς εδηλούτο το Μυστήριον
της ενσάρκου Οικονομίας, δοξάζοντες δε και φανταζόμενοι κατά νουν το φως της
αληθείας όπου απολαύσαμεν: ήτοι Χριστόν τον Θεόν, τον εκ Σου ανατείλαντα,
επαξίως ευλογούμεν και μακαρίζομεν την όντως ευλογημένην και μακαρίαν κοιλίαν
Σου, καθώς εσύ επροφήτευσας, ειπούσα: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι
αι γενεαί» (Λουκ. α: 48). Ο δε ανώνυμος ερμηνευτής το, «παρηγμένας» ενόησεν
αντί του «παρελθούσας εις έργον και πληρωθείσας». Περί της κεκλεισμένης πύλης
της Παρθένου ταύτα τα γλαφυρά γράφει ο Άγιος Πρόκλος ο Κωνσταντινουπόλεως: «Ω
του Μυστηρίου! Βλέπω τα θαύματα, και ανακηρύττω την Θεότητα· ορώ τα πάθη, και
ουκ αρνούμαι την ανθρωπότητα· ο γαρ Εμμανουήλ φύσεως μεν πύλας ανέωξεν ως
άνθρωπος, παρθενίας δε κλείθρα ου διέρρηξεν ως Θεός, αλλ΄ ούτως εκ μήτρας
προήλθεν, ως δι΄ ακοής εισήλθεν· ούτως ετέχθη, ως συνελήφθη· απαθώς εισήλθεν,
αφράστως εξήλθε, κατά τον Προφήτην Ιεζεκιήλ λέγοντα: Επέστρεψέ με Κύριος κατά
την οδόν της πύλης των Αγίων της εξωτέρας της βλεπούσης κατά ανατολάς, και αύτη
ην κεκλεισμένη, και είπε Κύριος προς με: Υιέ ανθρώπου, η πύλη αύτη κεκλεισμένη
έσται· ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς ου μη διέλθη δι΄ αυτής, αλλ΄ ή Κύριος ο
Θεός Ισραήλ, αυτός εισελεύσεται και εξελεύσεται, και έσται η πύλη κεκλεισμένη»
(εγκωμίω εις την Θεοτόκον, ου η αρχή «Παρθενική πανήγυρις σήμερον»). Σημείωσαι,
ότι εκ των ανωτέρω λόγων του Αγίου συνετέθη το δογματικόν εκείνο ιδιόμελον το
λέγον: «Ω του μεγίστου Μυστηρίου!», το παρά τη Οκτωήχω ευρισκόμενον.
Τροπάριον.
Πόθου τετευχώς, και Θεού παρουσίας, Ο Χριστοτερπής, λαός ηξιωμένος, Νυν
ποτνιάται, της παλιγγενεσίας Ως ζωοποιού· την χάριν δε Παρθένε, Νέμοις Άχραντε,
προσκυνήσαι το κλέος.
Ερμηνεία.
Παρομοίως τω ανωτέρω και τούτο το τελευταίον Τροπάριον προσφωνεί εις την
Θεοτόκον ο κατά την γλώτταν εύχαρις Ιωάννης, καθώς ονομάζει αυτόν ο Μεταφραστής
Συμεών. Προτού δε να αρχίσωμεν την εξήγησιν του Τροπαρίου λέγομεν, ότι οι θείοι
και ιεροί Ποιηταί των ασματικών Τροπαρίων της του Χριστού Εκκλησίας έχουν
συνήθειαν, όταν υμνήσουν με τα άσματά των καμμίαν μεγάλην και Δεσποτικήν
εορτήν, να παρακαλούν δια να ιδούν και την μετ΄ εκείνην ερχομένην· ούτω, λόγου
χάριν, όταν υμνούσι τον Θεόν εν ταις νηστίμοις ημέραις της τεσσαρακοστής,
παρακαλούσι να ιδούν και τον Σταυρόν και τα άχραντα πάθη του Κυρίου· όταν δε
πάλιν τα πάθη υμνούσι, παρακαλούν να ιδούν και την Ανάστασιν Αυτού· «Δείξον
ημίν (λέγουσι) και την ένδοξόν Σου Ανάστασιν»· όταν δε αξιωθούν και της
Αναστάσεως, λέγουσιν: «Αξίωσον ημάς και την Ανάληψιν εορτάσαι, και της
παρουσίας τυχείν του Αγίου Πνεύματος». Κατά την συνήθειαν λοιπόν ταύτην των
Ιερών Μελωδών, ποιεί και ο Θεοφιλής πρεσβύτερος και χαριτώνυμος Ιωάννης εν τω
Τροπαρίω τούτω· διο επιστρέφων προς την Θεοτόκον λέγει: Ω Παρθένε άχραντε
αμόλυντε κατά την ψυχήν και το σώμα· έφη γαρ περί αυτής ο Θεσσαλονίκης θείος
Γρηγόριος: «Δια τούτο ου μόνον Θεός εν ανθρώποις, αλλά και εκ Παρθένου αγνής
και αγίας, μάλλον δε πανυπεράγνου τε και υπεραγίας, ως μη μόνον μολυσμού σαρκός
υπερτέρας, αλλά και μεμολυσμένων λογισμών των εκ της σαρκός ανωτέρας Παρθένου».
Τι λέγω; Και αυτό το υλικόν σώμα της Θεοτόκου ήτον καθαρώτερον από αυτά τα άϋλα
πνεύματα των Αγίων· καθώς και τούτο βεβαιοί ο αυτός Θεσσαλονίκης Γρηγόριος
λέγων: «Η αγία των Αγίων αναφανείσα, η και των δι΄ αρετής κεκαθαρμένων
πνευμάτων το σώμα καθαρώτερον έχουσα και θειότερον» (Λόγω β΄ εις τα Εισόδια) ου
η αρχή: «Ει εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται». Ο λαός λοιπόν, λέγει, των
Χριστιανών, ο τέρπων τον Χριστόν με την ευσέβειαν και τα ενάρετα έργα του, αφ΄
ου ηξιώθη να απολαύση τον πρώτον του πόθον: ήτοι την επί γης ένσαρκον Παρουσίαν
του Θεού Λόγου, και την κατά σάρκα Αυτού Γέννησιν, τώρα παρακαλεί δεινοπαθώς
και μετά δακρύων (τούτο γαρ δηλοί το, ποτνιάται) να προσκυνήση και την δόξαν
της ζωοποιού παλιγγενεσίας: ήτοι την εορτήν των αγίων Θεοφανείων, και του
Βαπτίσματος του Κυρίου, κατά την οποίαν ηξιώθησαν οι πιστοί να αναγεννώνται
δεύτερον δια του Αγίου Πνεύματος· και από την Βηθλεέμ να μεταβή εις τον
Ιορδάνην, και να ιδή νοερώς τα εκείσε Μυστήρια. Συ δε, ω Παρθένε, άμποτε να
χαρίσης εις τον λαόν του Χριστού την χάριν ταύτην την οποίαν ζητεί, και να
φέρης εις έργον την αίτησίν του. Αλλά και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες
και ακούοντες τον παρόντα Ιαμβικόν Κανόνα της Χριστού Γεννήσεως, ας
παρακαλέσωμεν τον γεννηθέντα Δεσπότην και την Αυτόν γεννήσασαν Θεοτόκον Μαρίαν,
να μας αξιώσουν να περάσωμεν τας ημέρας ταύτας τας καλουμένας Δωδεκαήμερον με
ευταξίαν και σεμνότητα, με σωφροσύνην και χρηστοήθειαν, με ελεημοσύνην και
φιλοπτωχείαν, και με κάθε άλλην αγαθοεργίαν και αρετήν, καθώς πρέπει εις τους
Χριστιανούς· όχι με τρυφάς και ξεφαντώματα, όχι με τραγούδια και παιγνίδια, όχι
με χορούς και άλλα μιαρά και εθνικά έργα, εις τα οποία χαίρει μεν και σκιρτά ο
Διάβολος, λυπείται δε και θρηνεί ο Δεσπότης Χριστός· όστις ίσως δια τούτο
εκλαυθμήρησεν εν τω σπηλαίω, όταν εγεννήθη, δια να φανερώση τας αταξίας των
Χριστιανών, αι οποίαι γίνονται κατ΄ αυτάς τας ημέρας. Και ο μεν Χριστός
εγεννήθη δια να καταργήση τα έργα του Σατανά, ως λέγει ο ηγαπημένος Ιωάννης:
«Εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του Διαβόλου» (α΄ Ιω. γ:
8). Οι δε Χριστιανοί, τα τέκνα του, οι μαθηταί Του, και οι πιστεύοντες τω
ονόματι Αυτού, ανακαινίζουν πάλιν τα έργα του Διαβόλου με τας πονηράς πράξεις
των· και όσον από το ιδικόν των μέρος, ανατρέπουν τον σκοπόν του Υιού του Θεού,
δια τον οποίον σήμερον εγεννήθη· και ημπορεί να ευρεθή μεγαλυτέρα κακίοα από
αυτήν; Οι Χριστιανοί κατά τας ημέρας ταύτας του Δωδεκαημέρου ενταμονόμενοι
λέγουν ένας εις τον άλλον· τώρα είναι Δωδεκαήμερον· όθεν ας φάγωμεν, ας πίωμεν,
ας ευθυμήσωμεν· τώρα είναι απόλυσις εις όλα τα φαγητά, όθεν ας ξεφαντώσωμεν.
Πολλοί δε από αυτούς αντί να ειπούν απόλυσις, λέγουν, τώρα είναι απώλεια. Και
τη αληθεία συμβαίνει το σοφόν εκείνο γνωμικόν: «Η γλώσσα αμαρτάνουσα ταληθή
λέγει»· επειδή απώλεια είναι η τοιαύτη απόλυσις και κατάλυσις· διότι η απόλυσις
των φαγητών προξενεί την τρυφήν, η τρυφή προξενεί την μέθην, και η μέθη
προξενεί κάθε αμαρτίαν· όθεν είναι γεγραμμένον: «Εκάθισεν ο λαός του φαγείν και
πιείν, και ανέστησαν παίζειν» (Έξ. λβ: 6). Το παίζειν δε, κατά μεν τον
Βασίλειον, δηλοί την ειδωλολατρείαν, κατά δε τον Αλεξανδρείας Κύριλλον, δηλοί
την της σαρκός ακαθαρσίαν: «Έψεται γαρ, φησί, πάντως τη αποστάσει τη παρά Θεού
το ενδεσμείσθαι τοις σαρκικοίς, το και τρυφήν ηγείσθαι την ακαθαρσίαν». Ιδού
ποίαν απώλειαν ημπορεί να προξενήση εις τους Χριστιανούς η του Δωδεκαημέρου εις
πάντα κατάλυσις. Ότι δε ου καλώς ποιούσιν οι καταλύοντες εν ταις τετράσι και
παρασκευαίς του Δωδεκαημέρου, χωρίς να συναυλίζωνται μετά Αρμενίων, ας το
αναγνώση όποιος θέλει και εν τω Ωρολογίω και εν τη ερμηνεία του ξθ΄ Αποστολικού
Κανόνος παρά τω ημετέρω Πηδαλίω. Ναι οι Χριστιανοί πρέπει να ευθυμούν και να
χαίρουν εν τω Δωδεκαημέρω· αλλ΄ όχι σαρκικώς, αλλά πνευματικώς, όχι δια φαγητά
και πιοτά, αλλά διότι ηξιώθησαν να ιδούν σήμερον βρέφος νεογέννητον τον
Δεσπότην των απάντων, και διότι μέλλουν μετά δώδεκα ημέρας να ιδούν τον αυτόν
Δεσπότην βαπτιζόμενον εν τω Ιορδάνη. Δια τούτο λοιπόν, όσοι Χριστιανοί αγαπούν
την σωτηρίαν των, πρέπει να παρακαλούν το προαιώνιον βρέφος, και την τούτου
υπέραγνον Μητέρα, ίνα αξιωθούν να περάσουν μεν αναμαρτήτως τας δώδεκα ημέρας
ταύτας, να προσκυνήσουν δε θεαρέστως τα άγια Θεοφάνεια· χάριτι του σήμερον
γεννηθέντος, και μετά ολίγον βαπτισθησομένου Χριστού· ω η δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.
Ερμηνεία εις τον Κανόνα ΤΩΝ
ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ
Ποίημα όντα του αγίου Κοσμά του ποιητού Επισκόπου Μαϊουμά, και πρώτον εις
την τούτου ακροστιχίδα έχουσαν ούτω.
Ακροστιχίς.
Βάπτισμα ρύψις γηγενών αμαρτάδος.
Ερμηνεία.
Βάπτισμα θέλει να ειπή βούτημα, και είναι όνομα ρηματικόν, παραγόμενον από
το βάπτω το βουτώ· εκ του βάπτω δε γίνεται βαπτίζω βαπτίζομαι, και ο
παρακείμενος βεβάπτισμαι· εκ τούτου δε παράγεται το βάπτισμα. Λέγει λοιπόν ο
Μελωδός εδώ, ότι το Βάπτισμα των Χριστιανών, το εν τη αγία Κολυμβήθρα γινόμενον
εις το όνομα το κοινόν και εν των τριών υποστάσεων, όπερ εστίν η Θειότης και η
μία φύσις, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα: «Όνομα δε κοινόν εν η Θεότης»
(Λόγω περί Βαπτίσματος)· έφη δε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «Πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός, και του
Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Οράτε την συμφυϊαν και την ομοτιμίαν των τριών
προσκυνητών προσώπων παρρησία κηρυττομένην; Εν γαρ όνομα των τριών· εις ο εκ
τούτων αγιασμός· μία η προς ταύτα πίστις» (Ομιλία εις το πρώτον Εωθινόν).
Συμφώνως λέγει και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Ασχυνέσθωσαν ουν Άρειος και
Σαβέλλιος· Άρειος μεν, καθό ουκ είπεν ο Χριστός εις τα ονόματα βαπτίζειν, αλλ΄
εις το όνομα· όνομα δε των τριών εν η Θεότης· εις ουν Θεός τα τρία· Σαβέλλιος
δε, καθό και των τριών προσώπων εμνήσθη ο Κύριος, ουχ΄ ενός προσώπου, ως
εκείνος εφλυάρει, τα τρία ονόματα έχοντος, και ποτέ μεν καλουμένου Πατρός, ποτέ
δε Υιού, ποτέ δε Πνεύματος, αλλά τριών μάλλον προσώπων εν όνομα εχόντων το,
Θεός». Το εις το όνομα, λέγω, Πατρός, Υιού, και Αγίου Πνεύματος τελούμενον
Βάπτισμα εν τρισί καταδύσεσι και αναδύσεσιν, είναι κάθαρσις της αμαρτίας των
γηγενών: ήτοι των εκ της γης πλασθέντων ανθρώπων· όθεν ο Θεολόγος Γρηγόριος εν
τω εις το Βάπτισμα λόγω αυτού λέγει: «Βάπτισμα ονομάζεται, ως συνθαπτομένης τω
ύδατι της αμαρτίας»· και πάλιν: «Αύτη μεν η του Βαπτίσματος χάρις και δύναμις,
ου κόσμου κατακλυσμόν ως πάλαι, της δε του καθ΄ έκαστον αμαρτίας κάθαρσιν
έχουσα, και παντελή ρύψιν των από κακίας επεισελθόντων συγχωσμάτων, ή
μολυσμάτων» (αυτόθι). Διατί δε ο Μελωδός είπεν, ότι το Βάπτισμα είναι ρύψις
(κάθαρσις) της αμαρτίας των ανθρώπων; Δια να χωρίση αυτό από το παλαιόν
Βάπτισμα και πλύσιμον των Ιουδαίων· διότι εκείνο μεν έπλυνε το σώμα μόνον από
τας έξωθεν φαινομένας λέρας και μολυσμούς· επλύνετο γαρ πρότερον με νερόν,
όποιος ήθελε πιάση νεκρόν, ή λεπρόν, ή ιμάτια γονορρυούς, και έπειτα έμβαινεν
εις την παρεμβολήν και εσυναναστρέφετο με τον λαόν· το δε Βάπτισμα της θείας
αναγεννήσεως, το εις τον θάνατον και την ανάστασιν του Κυρίου γινόμενον, αυτό
δεν καθαρίζει μολυσμούς της σαρκός· αλλά τούτους μεν παραβλέπει, την δε ψυχήν,
ήτις είναι το κυριώτερον μέρος του ανθρώπου, καθαρίζει και λαμπρύνει. Δια τίνος
τρόπου; Δια της καθαράς ζωής και πολιτείας, και δια της αγαθής συνειδήσεως, την
οποίαν υπεσχέθημεν εις τον Θεόν να έχωμεν, όταν ερωτηθέντες παρά του Ιερέως εν
τω καιρώ του Βαπτίσματος απεκρίθημεν, ότι απεταξάμεθα τω Σατανά και πάσι τοις
έργοις αυτού, και ότι συνετάχθημεν τω Χριστώ· όθεν ο Κορυφαίος Πέτρος είπεν: «Ω
αντίτυπον νυν και ημάς σώζει Βάπτισμα, ου σαρκός απόθεσις ρύπου, αλλά
συνειδήσεως αγαθής επερώτημα εις Θεόν» (α΄ Πέτρου γ: 21). Λέξιν δε ποιητικήν
εμεταχειρίσθη ο Μελωδός ειπών «αμαρτάδος», διότι είναι και αυτός Ποιητής. Ταύτην
την λέξιν μεταχειρίζεται και ο Θεολόγος Γρηγόριος εις τα έπη του λέγων: «Και
Σταυρός μιν (αυτόν τον Χριστόν) άειρε, πάγη δ΄ ήλοισιν αμαρτάς».
Ωδή α΄ Ήχος
β΄. Ο Ειρμός.
Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα, και δια ξηράς οικείους έλκει, εν αυτώ κατακαλύψας
αντιπάλους, ο κραταιός, εν πολέμοις Κύριος· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Βυθός είναι η των πολλών υδάτων συναγωγή, δια μέσου της οποίας δεν ημπορεί
να διαπεράση η οπτική ενέργεια των οφθαλμών μας, ταυτόν ειπείν, δεν δυνάμεθα να
ιδούμεν αυτήν· διότι όταν είναι ολίγον το νερόν, διαπερνά η όψις και το βλέπει,
και μάλιστα όταν αυτό είναι καθαρόν και διαφανές· όταν δε το νερόν είναι πολύ,
τότε βύεται: ήτοι κλείεται η ενέργεια των οφθαλμών, και δεν δύναται να
διαπεράση το πολύ του ύδατος διάστημα· όθεν το «βυθός» ετυμολογείται παρά το,
βύω, το στουπώνω και εμφράζω την θέαν των οφθαλμών. Πυθμήν δε λέγεται το
κατώτατον μέρος, ο πάτος της θαλάσσης και παντός άλλου αγγείου, ο οποίος
υποκρατεί την ρέουσαν φύσιν του ύδατος· ούτω, χάριν παραδείγματος, όταν
τελειωθή ο εν τω πίθω οίνος, λέγομεν, ο οίνος έφθασεν εις τον πάτον. Λέγει
λοιπόν ο Μελωδός, ότι ο Κύριος ο εν πολέμοις ων δυνατός κατά τον Δαβίδ λέγοντα
«Κύριος δυνατός εν πολέμω» (Ψαλμ. κγ: 8), αυτός το παλαιόν άνοιξε τον πάτον της
ερυθράς θαλάσσης δια μέσου της ράβδου του Μωϋσέως, και αόρατον αυτόν όντα
πρότερον δια το πλήθος του νερού, έκαμεν αυτόν ορατόν. Όχι μόνον δε άνοιξε τον
πάτον, αλλά και εξήρανεν αυτόν και χέρσον εποίησε· και ούτω τον μεν ιδικόν του
Ισραηλίτην λαόν ετράβιξεν εις τον ξηρόν εκείνον πάτον της θαλάσσης, και
διεπέρασεν αυτόν με άβροχα ποδάρια· τους δε εχθρούς των Ισραηλιτών Αιγυπτίους
κατεβύθισε μέσα εις τον ίδιον εκείνον πάτον, επαναστραφέντος του ύδατος και κατακαλύψαντος
αυτούς. Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός το «ότι δεδόξασται», δια να φανερώση,
ότι η πρώτη Ωδή αύτη είναι του Μωϋσέως, όστις αφ΄ ου κατεποντίσθησαν οι
Αιγύπτιοι, έλεγε την εγνωσμένην εκείνην Ωδήν: «Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ
δεδόξασται. Κύριος συντρίβων πολέμους, Κύριος όνομα αυτώ» (Έξ. ιε: 3).
Τροπάριον.
Αδάμ τον φθαρέντα αναπλάττει, ρείθροις Ιορδάνου και δρακόντων, κεφαλάς
εμφωλευόντων διαθλάττει, ο Βασιλεύς των αιώνων Κύριος· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Το παρόν Τροπάριον δεν είναι άλλο, πάρεξ μία αλληγορία του ανωτέρω Ειρμού·
διότι, καθώς εκεί εις την ερυθράν θάλασσαν ήτον βυθός, και οι μεν Ισραηλίται
εσώθησαν δι΄ αυτού, οι δε Αιγύπτιοι κατεποντίσθησαν εν αυτώ· ούτω και εδώ εις
το Βάπτισμα του Κυρίου βυθός ευρίσκεται ο του ποταμού Ιορδάνου βυθός· και ο μεν
υπό της αμαρτίας διεφθαρμένος άνθρωπος αναπλάττεται εν αυτώ, καθώς και το
παλαιόν εν τω βυθώ της ερυθράς θαλάσσης διεσώθησαν οι Ισραηλίται· οι δε εν τοις
ύδασιν εμφωλεύοντες δράκοντες: ήτοι οι Δαίμονες, ετσακίσθησαν κατά τας κεφαλάς,
καθώς τότε εν τη ερυθρά κατεποντίσθησαν οι Αιγύπτιοι. Βλέπετε αλληγορίαν
θαυμαστήν του σοφού τα θεία Κοσμά; Αλλά ας ερμηνεύσωμεν και ακριβέστερον το
Τροπάριον. Ο Κύριος, λέγει, όστις, κατά τον Μωϋσήν, είναι Βασιλεύς των αιώνων, «Κύριος
βασιλεύων των αιώνων και επ΄ αιώνα και έτι (Εξ. ιε: 18), αυτός δια του ιδικού
του Βαπτίσματος αναπλάττει σήμερον τον παλαιόν Αδάμ, τον φθαρέντα υπό της
αμαρτίας με τα ρείθρα του ποταμού Ιορδάνου. Αλλ΄ ω θαυμάσιε Μελωδέ, ήθελεν ειπή
τινάς προς αυτόν απορών, δια να αναπλάση τινάς ένα πήλινον αγγείον, χρειάζεται
να έχη όχι μόνον νερόν, αλλά και φωτίαν· το μεν νερόν, δια να φυράση και να ζυμώση το χώμα του συντριβέντος αγγείου·
την δε φωτίαν, δια να καύση και χωνεύση τον ζυμωθέντα πηλόν, και ούτω να δώση
ανάπλασιν εις το αγγείον όπου συνετρίβη· συ δε, ω Ιεράρχα, το νερόν είπας μόνον
εδώ, την δε φωτίαν πως απεσιώπησας; Ημείς λοιπόν λύοντες την απορίαν λέγομεν,
ότι μαζί με το νερόν συνεπτυγμένως είπεν ο θείος Μελωδός και την φωτίαν, επειδή
και τα δύο ταύτα είναι αναγκαία εις την ανάπλασιν. Καθώς λοιπόν ποιεί ο
κεραμεύς, όταν θέλη να αναπλάση το συντριβέν αγγείον, ως είπομεν· ούτω και ο
μέγας του ημετέρου ανθρωπίνου φυράματος Κεραμεύς Θεός, αναπλάσαι θέλων δια
φιλανθρωπίαν την συντριβείσαν υπό της αμαρτίας φύσιν ημών, εχρειάσθη νερόν και
φωτίαν, και την μεν φωτίαν λαμβάνει από τον εαυτόν του· διότι πυρ είναι ο Θεός
κατά την θείαν γραφήν: «Πυρ εστίν ο Θεός καταναλίσκον» (Δευτ. δ: 24) καταναλίσκει
δε την μοχθηρίαν κατά τον πολύν εν Θεολογία Γρηγόριον (Λόγος εις το Βάπτισμα)·
το δε νερόν δανείζεται από τον Ιορδάνην, και ούτω από τα δύο ομού ολόκληρον
κάμνει του Αδάμ την ανάπλασιν. Δια τούτο και άλλος ασματογράφος θαυμάζων, πως ο
Χριστός χωρίς πυρ (αισθητόν) αναχωνεύει τους βαπτιζομένους, και χωρίς συντριβήν
(αισθητήν) αυτούς αναπλάττει, ανεβόησεν: «Ω του θαύματος! δίχα πυρός
αναχωνεύει, και αναπλάττει άνευ συντρίψεως».
Εκ του Θεολόγου δε ερανίσθη τούτο ειπόντος: «Χωρίς πυρός αναχωνεύον (το
Βάπτισμα) και ανακτίζον δίχα συντρίψεως» (Λόγος τω αυτώ). Ου μόνον δε τον
φθαρέντα Αδάμ ο Χριστός αναπλάττει εν τω Ιορδάνη, ως είπομεν, αλλά προς τούτοις
τσακίζει και τας κεφαλάς των νοητών δρακόντων όπου εφώλευον μέσα εις τα νερά,
καθώς ο Προφητάναξ περί τούτων προλαβών ανεβόησε: «Συ συνέτριψας τας κεφαλάς
των δρακόντων επί του ύδατος· συ συνέθλασας την κεφαλήν του δράκοντος» (Ψαλμ.
ογ: 14). Και δράκοντες μεν πληθυντικώς νοούνται οι Δαίμονες, δράκων δε ενικώς
νοείται ο αρχηγός και πρώτος αυτών Διάβολος και Σατανάς· κεφαλαί δε των
Δαιμόνων είναι τα πρώτα και κυριώτερα πάθη: ήτοι η φιληδονία, η φιλαργυρία και
η φιλοδοξία· κεφαλή δε του Διαβόλου εξαιρέτως είναι η υπερηφάνεια, ή η
φιλαυτία, μάλιστα δε η ειδωλολατρεία. Μέσα δε εις τα ύδατα ευρίσκονται ο Διάβολος
και οι Δαίμονες· επειδή αυτοί χαίρουσιν εις την υγρασίαν των σωματικών ηδονών,
αίτινες δηλούνται δια του ύδατος· όθεν ο Διάβολος ονομάζεται Λευϊαθάν κατά τον
Σύμμαχον, το οποίον ερμηνεύεται Βασιλεύς των εν τοις ύδασι, καθώς γέγραπται εν
τω Ιώβ: «Και αυτός (ο δράκων) Βασιλεύς πάντων των εν τοις ύδασι» (Ιωβ μα: 26)·
όπερ ερμηνεύων ο Ολυμπιόδωρος, λέγει: «Βασιλεύς εστι πάντων των τον υγρόν και
διαρρέοντα και ηδονικόν μετιόντων βίον· διόπερ και ημείς ευξώμεθα προς τον ημών
Δεσπότην, μη βασιλεύειν ημών την αμαρτίαν». Δια μέσου λοιπόν του ενός ποταμού
Ιορδάνου ενεργήθησαν δύο παράδοξα και εναντία πράγματα: ήτοι η του Αδάμ ανάπλασις,
και η των νοητών δρακόντων κατάθλασις· όθεν και δια τα δύο ο θαυματουργήσας
ταύτα Χριστός δεδόξασται.
Τροπάριον.
Πυρί της Θεότητος αϋλω, σάρκα υλικήν ημφιεσμένος, Ιορδάνου περιβάλλεται το
νάμα, ο σαρκωθείς εκ Παρθένου Κύριος· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Τούτου του Τροπαρίου η μεν κατά λέξιν εξήγησις είναι αύτη· ο εκ της
Παρθένου σαρκωθείς Κύριος αμφί τω αϋλω πυρί της Θεότητος ενδεδυμένος την υλικήν
σάρκα της ανθρωπότητος, (πυρ γαρ άϋλον υπάρχων κατά την Θεότητα, έγινεν
άνθρωπος) και ούτω διπλούς ων, Θεός δηλαδή και άνθρωπος, ενεδύθη το ρείθρον του
Ιορδάνου· διότι είναι δεδοξασμένος· η δε έννοια αυτού είναι αξιοθαύμαστος·
θαυμάζει γαρ δι΄ αυτού ο Ιερός Κοσμάς την του Θεού συγκατάβασιν, δια την οποίαν
αι φύσεις καινοτομούνται, και η των στοιχείων αλλοιώνεται τάξις τε και
κατάστασις· και τρόπον τινά σκοτοδινιάσας, ω της αρρήτου, λέγει, καινοτομίας!
Κατά μεν την φυσικήν των στοιχείων κατάστασιν, η γη ευρίσκεται εις τον
κατώτατον και μεσαίτατον τόπον των στοιχείων, επάνω δε της γης ευρίσκεται το
νερόν, επάνω δε του νερού ευρίσκεται ο αήρ, και επάνω του αέρος ευρίσκεται το
πυρ· επί δε της ενσάρκου Οικονομίας βλέπω όλον το εναντίον· το μεν γαρ ανώτατον
και άϋλον πυρ, όπερ εστίν ο Θεός, ενδυθέν πρώτον την γην: ήτοι την εκ της γης
υλικήν σάρκα, ενδύεται έπειτα και τα ρείθρα του Ιορδάνου: ήτοι του νερού, και
ούτω το άϋλον πυρ ο Θεός μιμείται την κατωτάτην γην, και γίνεται κατώτατον
πάντων δια συγκατάβασιν άκραν· το δε νερόν του Ιορδάνου γίνεται ανώτερον από
αυτόν· και ούτως η γη: ήτοι η των ανθρώπων γηϊνη φύσις, γίνεται εις το μέσον
του αϋλου πυρός της Θεότητος από το ένα μέρος, και του νερού του Ιορδάνου από
το άλλο. Όθεν από μεν το θείον πυρ αναχωνεύεται αύτη και καθαρίζεται, από δε το
νερόν πλύνεται εκ της αμαρτίας· και ούτω από τα δύο ομού επανέρχεται πάλιν εις
την πρώτην κατάστασιν δια του Βαπτίσματος του Κυρίου.
Τροπάριον.
Τον ρύπον ο σμήχων των ανθρώπων, τούτοις καθαρθείς εν Ιορδάνη, οις θελήσας
ωμοτώθη ο ην μείνας, τους εν σκότει φωτίζει Κύριος· ότι δεδόξασται.
Ερμηνεία.
Ο Κύριος, λέγει, ο οποίος καθαρίζει και αποπλύνει τον μολυσμόν της αμαρτίας
των ανθρώπων, αυτός σήμερον εκαθαρίσθη εις τον Ιορδάνην ποταμόν δια του
Βαπτίσματος. Τίνος χάριν; Δια τούτους τους ανθρώπους, με τους οποίους
θεληματικώς ωμοιώθη κατά φύσιν γενόμενος άνθρωπος, μη τραπείς κατά την Θεότητα,
αλλά μείνας εκείνο όπου ήτον: ήτοι τέλειος Θεός· όθεν είπεν ο Θεολόγος
Γρηγόριος: «Ο μεν γαρ (Χριστός) αυτοκάθαρσις ην, και ουκ εδείτο καθάρσεως, αλλά
σοι (δια σε) καθαίρεται, ώσπερ και σαρκοφορεί, άσαρκος ων» (Λόγος εις το
Βάπτισμα). Ου μόνον δε σμήχει ο Χριστός
και καθαρίζει, αλλά και φωτίζει· καθαρίζει μεν γαρ, το θείον προβαλλόμενος
ύσσωπον, και υπέρ χιόνα λευκαίνων τους το θείον λαμβάνοντας Βάπτισμα· περί ων
και ο Δαβίδ παρεκάλει πρότερον λέγων: «Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι·
πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι» )Ψαλμ. ν: 9). Όθεν ο Θεολόγος
Γρηγόριος λουτρόν ονομάζει το Βάπτισμα, ως έκπλυσιν (Λόγος περί Βαπτίσματος).
Φωτίζει δε πάλιν ο Χριστός, διότι αυτός κατά τον Ιωάννην (α: 9) είναι το φως το
αληθινόν, το οποίον φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον Κόσμον, όχι εις
τον αισθητόν και υλικόν κόσμον, αλλ΄ εις τον νοητόν εκείνον των αρετών· δια
τούτο πάλιν ο Θεολόγος Γρηγόριος φώτισμα ονομάζει το Βάπτισμα (Λόγος περί
Βαπτίσματος). Όρα όμως, αγαπητέ, ότι πρώτον καθαρίζει ο Κύριος, και δεύτερον
φωτίζει· καθαρίζει γαρ πρώτον τον άνθρωπον από τα πάθη δια της εργασίας των
εντολών, και δεύτερον φωτίζει τον κεκαθαρμένον δια της ελλάμψεως και του
φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Και καθώς οι γανόνοντες τα χάλκινα αγγεία, πρώτον
καθαρίζουσιν αυτά από τον μολυσμόν όπου έχουσιν, έπειτα λαμπρύνουσιν αυτά με το
γάνωμα· ούτω και ο Θεός, πρώτον καθαρίζει την καρδίαν και τον νουν, και έπειτα
λαμπρύνει αυτά με το φως της θείας Του χάριτος. Ώστε όποιος αγαπά να φωτισθή εκ
Θεού, πρώτον πρέπει να καθαρισθή από τα πάθη δια των θεουργών εντολών: «Ου γαρ
κάθαρσις, εκεί έλλαμψις· (λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, Λόγος εις τα Φώτα) άνευ
γαρ του πρώτου το δεύτερον ου δίδοται» ει δε προ του να καθαρισθή τινάς ζητεί
να φωτισθή, μάτην και ανωφελώς κοπιάζει.
Ωδή γ΄. Ο Ειρμός.
Ισχύν ο διδούς, τοις Βασιλεύσιν ημών Κύριος, και κέρας χριστών αυτού υψών,
Παρθένου αποτίκτεται· μολεί δε προς το Βάπτισμα· διο πιστοί βοήσωμεν· ουκ έστιν
Άγιος ως ο Θεός ημών, και ουκ έστι δίκαιος, πλην σου Κύριε.
Ερμηνεία.
Επειδή η Τρίτη Ωδή είναι ποίημα της Προφήτιδος Άννης, δια τούτο και ο Ιερός
Μελωδός ερανίζεται εξ εκείνης το προοίμιον του παρόντος Ειρμού, και λέγει, ότι
ο Κύριος, ο οποίος δίδει ισχύν και δύναμιν εις τους ευσεβείς ημών Βασιλείς:
«Δώσει γαρ, φησίν, ισχύν τοις Βασιλεύσιν» (α΄ Βασιλ. β; 10)· και εκείνος όπου
υψώνει και δοξάζει το κέρας: ήτοι την δύναμιν των χριστών αυτού, Βασιλέων
δηλαδή και Ιερέων και Προφητών· τούτων γαρ τα τάγματα εχρίοντο υπό του Θεού δια
του κέρατος του χρίσματος: «Υψώσει, φησί, κέρας χριστών αυτού· (α΄ Βασιλ. β:
10) Αυτός, λέγω, εγεννήθη από την Παρθένον κατά την παρελθούσαν εορτήν της κατά
σάρκα Γεννήσεώς Του· τώρα δε κατά την παρούσαν των Φώτων εορτήν έρχεται από
λόγου Του εις το να βαπτισθή εν τω Ιορδάνη ποταμώ. Όρα δε σοφίαν του Μελωδού·
επειδή γαρ η ύψωσις είναι εναντία του βαπτίσματος, καθότι η μεν ύψωσις σημαίνει
ανάβασιν, το δε βάπτισμα σημαίνει κατάβασιν· δια τούτο είπεν, ότι εκείνος ο
Θεός, ο οποίος αναβιβάζει το κέρας των υπ΄ Αυτού κεχρισμένων, καταβαίνει σήμερον εις το ύδωρ και καταδύεται δια την ημών
σωτηρίαν, ίνα δια της ιδικής του καταβάσεως αναβιβάση ημάς εις την αρχαίαν
κατάστασιν. Ακολούθως δε λέγει, ότι πρέπει ημείς οι πιστοί να φωνάξωμεν προς
τον τοιαύτα εργαζόμενον θαυμάσια Κύριον το λόγιον εκείνο της θεοπνεύστου Άννης:
«Ουκ έστιν Άγιος, ως ο Κύριος, και ουκ έστι δίκαιος, ως ο Θεός ημών, και ουκ
έστιν Άγιος πλην σου» (α΄ Βασιλ. β: 2).
Τροπάριον.
Στειρεύουσα πριν, ητεκνωμένη δεινώς σήμερον, ευφραίνου
Χριστού Εκκλησία· δι΄ ύδατος και Πνεύματος, Υιοί γαρ σοι γεγέννηνται, εν
πίστει ανακράζοντες· Ουκ έστιν Άγιος ως ο Θεός ημών, και ουκ έστι δίκαιος, πλην
σου Κύριε.
Ερμηνεία.
Την υπόθεσιν της τρίτης Ωδής, ήτις ήτον η Προφήτις Άννα η στείρα ούσα πρότερον, ύστερον δε γενομένη πολύτεκνος, σμίγων ο θείος Μελωδός με την εορτήν των Φώτων, επιστρέφει προς την εξ Εθνών Εκκλησίαν, και λέγει προς αυτήν· ω Εκκλησία του Χριστού, η πρώην στείρα και δεινώς ητεκνωμένη: ήτοι η πολλά άτεκνος, συ ευφραίνου και αγάλλου σήμερον κατά την παρούσαν εορτήν των Φώτων. Διατί; Επειδή πολλά τέκνα εγεννήθησαν εις εσέ δια του ύδατος και του Πνεύματος: ήτοι δια μέσου του Αγίου Βαπτίσματος του εξ ύδατος συνισταμένου και Πνεύματος· γέννησις γαρ ονομάζεται και το Άγιον Βάπτισμα· διότι είπεν ο Κύριος προς τον Νικόδημον: «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Ιωάν. γ: 5), και πάλιν: «Το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος Πνεύμα εστι» (αυτόθι 6). Εγεννήθησαν δε Υιοί εις εσέ την πριν στείραν όλοι διορατικοί και προφητικοί, καθώς ήτον ο Σαμουήλ· ούτοι δε είναι οι βαπτισθέντες Χριστιανοί, οι οποίοι με πίστιν ανακράζουσιν εις Τον τούτους πνευματικώς γεννήσαντα Χριστόν: «Ουκ έστιν Άγιος, ως ο Θεός ημών, και ουκ έστι δίκαιος πλην σου Κύριε». Σημείωσαι δε, ότι το ρητόν τούτο του Ειρμού ερανίσθη ο Μελωδός από τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα: «Ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα· ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα, ότι πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον (της εξ Εθνών Εκκλησίας), ή της εχούσης τον άνδρα (της Ιουδαϊκής Συναγωγής)» (Ησ. νδ: 1). Αλλά και η Προφήτις Άννα η Ποιήτρια της Ωδής ταύτης εις τύπον είναι της εξ Εθνών Εκκλησίας κατά τον Θεοδώριτον, η δε Φενάννα, εις τύπον της Συναγωγής των Ιουδαίων. Η εξ Εθνών λοιπόν Εκκλησία εγέννησεν επτά: ήτοι πολλά· επειδή ο επτά αριθμός παρά τη θεία Γραφή είναι δηλωτικός πλήθους, και σημαίνει την πολυγονίαν της του Χριστού Εκκλησίας, κατά τον αυτόν Θεοδώριτον· η δε Συναγωγή των Εβραίων πολύτεκνος ούσα πρότερον, τώρα έγινς πάντη στείρα και άτεκνος· όθεν επληρώθη το της Άννης λόγιον το λέγον: «Η Στείρα έτεκεν επτά, και η πολλή εν τέκνοις ησθένησεν» (α΄ Βασιλ. β: 5). Ο δε Θεοδώριτος ούτως ερμηνεύει το ανωτέρω ρητόν του Ησαϊου: «Ευφράνθητι στείρα η ου τίκτουσα· ου γαρ έτικτεν η Εκκλησία πάλαι, τη δε των ειδώλων δουλεία προσήδρευε· ρήξον και βόησον η ουκ ωδίνουσα· τέθεικε το «ρήξον» επί της βιαίας γεννήσεως, ωσαύτως δε και το «βόησον»· φασί γαρ τας μαίας παρακελεύεσθαι ταις δυστοκούσαις και βιάζεσθαι και βοάν· το δε «ευφράνθητι» επί της παρ΄ ελπίδα δωρηθείσης πολυπαιδίας τέθεικε· εναντίον δε πως είναι δοκεί το «ρήξον και ευφράνθητι»· αμφότερα δ΄ όμως συνέβη· και γαρ παρ΄ ελπίδα γεγέννηκε· τοιαύται γαρ του Παναγίου Πνεύματος αι ωδίνες». Τα αυτά σχεδόν λέγει και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος ερμηνεύων το ρητόν τούτο, παρά του οποίου φαίνεται ότι τα ερανίσθη ο Θεοδώριτος· ούτω γαρ φησίν: «Ιδού προστέτακται ρήξαί τε και βοήσαι· έθος δε τούτο δραν ταις επί δίφρω και τικτούσαις γυναιξίν, ας δη φασί παροτρύνειν τας μαίας έντονόν τι και τορόν αναβοάν, ίν΄ εκθλίβοιτο της μήτρας το βρέφος, ευρυνομένου του σπλάγχνου προς την βοήν· τούτο, οίμαι, εστί το «ρήξον και βόησον». Άρξαι δη ουν του τίκτειν, φησί, και ως ωδίνουσα πολλούς δίδου συχνώς την ταις τικτούσαις αεί πρέπουσαν βοήν· ως εσομένη δε Μήτηρ αναριθμήτων λαών ευφροσύνην δέχου την πνευματικήν… Έθος μεν ουν τη θεοπνεύστω Γραφή έρημον αποκαλείν την χήραν. Εχήρευσε δε των Εθνών η πληθύς· ου γαρ επλούτει την κοινωνίαν την προς τον σπορέα λόγον· επειδή δε παρεδέξατο τον εξ Ουρανού Νυμφίον, πολλά γέγονεν αυτής τα τέκνα μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα».
Τροπάριον.
Μεγάλη φωνή, εν τη ερήμω βοά Πρόδρομος· Χριστού ετοιμάσατε οδούς, και
τρίβους του Θεού ημών, ευθείας απεργάσασθε, εν πίστει ανακράζοντες· Ουκ έστιν
Άγιος, ως ο Θεός ημών, και ουκ έστι δίκαιος, πλην σου Κύριε.
Ερμηνεία.
Από το βιβλίον του Προφήτου Ησαϊου ερανίσθη ο Μελωδός το Τροπάριον τούτο·
λέγει γαρ εκείνος εκεί: «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω· ετοιμάσατε την οδόν του
Κυρίου, ευθείας ποιείτε τας τρίβους του Θεού ημών» (Ησ. μ: 3). Όθεν ούτως
αρχίζει· ο του Κυρίου μέγιστος Πρόδρομος, η μεγάλη και υψηλοτάτη και εξάκουστος
φωνή του Θεού Λόγου, βοά εις τους λαούς εν τη ερήμω του Ιορδάνου και λέγει:
ετοιμάσατε, ω λαοί, ετοιμάσατε την στράταν του Χριστού: ήτοι έτοιμοι γίνεσθε
εις την ευαγγελικήν πολιτείαν, καθώς ερμηνεύει ο Θεοφύλακτος· οδός γαρ το
Ευαγγέλιον λέγεται· ευθείας κάμετε τας τρίβους του Θεού ημών: ήτοι τας του
παλαιού Νόμου εντολάς αναδείξατε πνευματικάς· επειδή το Πνεύμα το Άγιον ευθές
είναι· τα δε του Νόμου προστάγματα λέγονται τρίβοι, ως τετριμμένα και παλαιά,
κατά τον αυτόν Θεοφύλακτον. Σημείωσε, ότι το «μεγάλη φωνή» δύναται να νοηθή και
εις δοτικήν κατ΄ έλειψιν της Εν προθέσεως ούτω: ο Πρόδρομος βοά εν μεγάλη φωνή.
Που δε βοά; Εν τη ερήμω της Ιουδαίας· ούτω γαρ ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει:
«Εν δε ταις ημέραις εκείναις παραγίνεται Ιωάννης ο Βαπτιστής κηρύσσων εν τη
ερήμω της Ιουδαίας» (Ματθ. γ: 1). Και μολονότι ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει, ότι
ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, κηρύσσων Βάπτισμα μετανοίας εις
άφεσιν αμαρτιών (Λουκ. γ: 3), μ΄ όλον τούτο πιθανόν είναι να ήτον και έρημοι
τόποι μεταξύ της περιχώρου του Ιορδάνου, όπου οι όχλοι ερχόμενοι ήκουον το
κήρυγμα του Ιωάννου· όθεν λέγει ο Ματθαίος: «Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν
Ιεροσόλυμα και πάσα Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου» (Ματθ. γ:
5). Ο δε Πτωχός Πρόδρομος λέγει, ότι
επειδή το ρήμα (το πρόσταγμα) Κυρίου εγένετο εν τη ερήμω προς Ιωάννην, ως λέγει
ο Λουκάς: «Εγένετο ρήμα Θεού επί Ιωάννην τον του Ζαχαρίου Υιόν εν τη ερήμω»
(Λουκ. γ: 2), εκ τούτου λέγεται καταχρηστικώς, ότι εκήρυττε το κήρυγμά του εν
τη ερήμω. Ει δε θέλει να νοήση τινάς έρημον τους ερήμους όντας ανθρώπους πάσης
θεογνωσίας και αγαθοεργίας, αρμόζει να νοήση περί των ανθρώπων το «Φωνή βοώντος
εν τη ερήμω». Ο δε Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός λέγει εν τη ερμηνεία του κατά Ματθαίον:
«Δύο ερήμους νοούμεν, μίαν την ενδοτέραν, αφ΄ ης ήλθεν ο Ιωάννης, και εν η
εγένετο προς αυτόν το ρήμα Κυρίου κατά τον Λουκάν· δευτέραν δε την περί τον
Ιορδάνην, εφ΄ ην εξήλθεν, ην ο Ματθαίος έρημον της Ιουδαίας ωνόμασεν, ο δε
Λουκάς, περίχωρον του Ιορδάνου».
Ωδή δ΄. Ο
Ειρμός.
Ακήκοε Κύριε, φωνής σου, ον είπας, φωνή βοώντος εν ερήμω, ότε εβρόντησας
πολλών επί υδάτων, τω σω μαρτυρούμενος Υιώ· όλος γεγονώς του παρόντος,
Πνεύματος δε εβόησε· Συ ει Χριστός, Θεού σοφία και δύναμις.
Ερμηνεία.
Επειδή ο παρών Ειρμός της τατάρτης Ωδής είναι ποίημα του Προφήτου Αββακούμ,
ο οποίος είπε: «Κύριε εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην» (Αββακ. γ: 1), δια
τούτο και ο Ιερός ούτος Μελωδός με την ιδίαν λάξιν του Αββακούμ κάμνει την
αρχήν του παρόντος Ειρμού· και αποτείνων τον λόγον προς τον Θεόν και Πατέρα,
ούτω λέγει προς Αυτόν: ω Κύριε και Πάτερ προάναρχε, ο προφητικώτατος Πρόδρομος
Ιωάννης, τον οποίον εσύ είπας: ήτοι εχαρακτήρισας δια στόματος του Προφήτου
Ησαϊου με τα λόγια ταύτα «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω» (Ης. μ: 3), αυτός, λέγω,
ήκουσε την ιδικήν Σου φωνήν, όχι εν ύπνοις και οράμασι, καθώς οι άλλοι
Προφήται, αλλά έξυπνος και με νουν και αυτία εγρηγορότα. Ποίαν δε φωνήν Σου
ήκουσε; Εκείνην την λέγουσαν: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω
ευδόκησα» (Ματθ. γ: 17). Πότε δε ταύτην ήκουσε την φωνήν; Όταν Εσύ,
βαπτιζομένου του Μονογενούς Σου Υιού εν τω Ιορδάνη ποταμώ, εβρόντησας την
ανωτέρω φωνήν επάνω εις τα πολλά ύδατα του Ιορδάνου. Διατί; Ίνα μαρτυρήσης την
αυτού υιότητα και Θεότητα· όθεν και ο Δαβίδ προλαβών περί αυτής ανεβόησεν: «Ο
Θεός της δόξης εβρόντησε. Κύριος επί υδάτων πολλών» (Ψαλμ. κη: 3). Ου μόνον δε
της φωνής Σου ο Πρόδρομος ήκουσεν, αλλά και της χάριτος του παρόντος εν τω
Ιορδάνη Πνεύματος του εν είδει περιστεράς καταβάντος επί τον βαπτιζόμενον
Χριστόν όλος εγένετο έμπλεως (γεμάτος), όλος πνευματοφόρος. Δια τούτο εβόησε
προς τον σαρκί βαπτιζόμενον: Συ είσαι ο Χριστός ο τέλειος Θεός και ο τέλειος
άνθρωπος· των δύο γαρ φύσεων και της μιάς υποστάσεως δηλωτικόν είναι το
«Χριστός» όνομα, κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και κατά πάντας τους Ιερούς
Θεολόγους· δηλοί γαρ αυτό τον χρίσαντα Πατέρα τον χρισθέντα Υιόν κατά την
ανθρωπότητα, και το χρίσμα το Πνεύμα το Άγιον· όθεν είπεν ο Δαβίδ: «Δια τούτο
έχρισέ σε, ο Θεός, (ω Θεέ) ο Θεός σου έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους
σου» (Ψαλμ. μδ: 8) έλαιον δε αγαλλιάσεως είναι το Πνεύμα το Άγιον. Ώστε το
«Χριστός» όνομα, και τον χρίσαντα δηλοί Θεόν, και τον χρισθέντα άνθρωπον. Είτα
λέγει: Συ είσαι ο Χριστός, η ενυπόστατος σοφία και δύναμις του Θεού και Πατρός,
καθώς είπεν ο Απόστολος Παύλος: «Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (α΄ Κορ.
α: 24). Λέγει δε τα λόγια ταύτα ο Μελωδός κατά προσωποποιϊαν, και όχι ότι είπεν
αυτά ο Πρόδρομος· διότι δεν φαίνεται εν Ευαγγελίοις να είπε τοιαύτα.
Τροπάριον.
Ρυπτόμενον ήλιον τις είδεν, ο Κήρυξ βοά, τον έκλαμπρον τη φύσει; Ίνα σε
ύδασιν απαύγασμα της δόξης, Πατρός χαρακτήρ αϊδίου εκπλύνω, και χόρτος ων, πυρί
ψαύσω της σης Θεότητος; Συ γαρ Χριστός, Θεού σοφία και δύναμις.
Ερμηνεία.
Εκ μέρους του Βαπτιστού Ιωάννου προσφέρει ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον, και
λέγει ούτω: ο Κήρυξ και Πρόδρομός σου, Σώτερ, αποφεύγων την βίαν όπου έκαμνες
εις αυτόν δια να σε βαπτίση, ταύτα έλεγε δικαιολογούμενος· ποίος άνθρωπος είδε
ποτέ τον αισθητόν τούτον και φύσει λαμπρότατον Ήλιον να καθαρίζεται; Βέβαια
ουδείς. Αν δε τον αισθητόν τούτον Ήλιον, όστις είναι κτίσμα και ποίημα, κανείς
δεν επιχειρίζεται να πλύνη και να καθαρίση καμμίαν φοράν, πως εγώ τολμώ να πλύνω
και να καθαρίσω εσέ τον αληθή και καθαρώτατον Ήλιον της δικαιοσύνης, τον
Κτίστην και Ποιητήν του Ηλίου; Πως δύναμαι να βαπτίσω εσέ όπου είσαι το
απαύγασμα της δόξης του Πατρός, και ο χαρακτήρ της αϊδιότητος αυτού; και
εκείνος μεν όπου ήθελεν επιχειρισθή να καθαρίση τον Ήλιον, βέβαια μέλλει να
περιγελάται από όλους τους ανθρώπους και να περιπαίζεται ως ανόητος, επειδή
επεχείρησε να κάμη ένα πράγμα αδύνατον· εγώ δε, αν βαπτίσω εσέ, όχι μόνον έχω
να περιγελώμαι από όλους ως άφρων, αλλά προς τούτοις θέλω κατακαύσει τας χείρας
μου· επειδή χορτάρι ξηρόν ων: ήτοι φθαρτός κατά την φύσιν του σώματος,
απετόλμησα να εγγίσω εις το φύσει άϋλον πυρ της ιδικής σου Θεότητος. Επιφέρει
δε ακολούθως ο Μελωδός Συ γαρ το, είσαι ο Χριστός η ενυπόστατος του Θεού σοφία
και δύναμις· το οποίον είπε και ανωτέρω· συνήθειαν γαρ έχει ούτος εξαίρετον
παρά τους άλλους Μελωδούς να τελειώνη πολλάς Ωδάς των Κανόνων του με το ίδιον
τέλος, ως είπομεν ερμηνεύοντες τον Κανόνα της Υψώσεως του Σταυρού.
Τροπάριον.
Υπέφηνεν ένθεον ην είχεν, ευλάβειαν Μωσής περιτυχών σοι· ως γαρ της Βάτου
σε γωνήσαντα ησθήθη, ευθύς απεστράφη τας όψεις· Εγώ δε πως βλέπω σε τρανώς, ή
πως χειροθετήσω σε; Συ γαρ Χριστός, Θεού σοφία και δύναμις.
Ερμηνεία.
Γέγραπται εν τη Εξόδω, ότι ο Μωϋσής είδεν εις το Όρος Χωρήβ μίαν Βάτον,
ήτις εκαίετο, αλλ΄ όμως δεν κατεκαίετο (δεν εχωνεύετο) υπό του πυρός, ίνα
ενταυτώ και την φυσικήν της ιδιότητα δείξη δια της καύσεως, και την δύναμιν του
Θεού την φυλάττουσαν αυτήν ακατάκαυστον, καθώς εδίδαξεν ημάς ο Θεολόγος
Γρηγόριος λέγων: «Φως μεν ην εκ πυρός τω Μωϋσεί φανταζόμενον, ηνίκα την Βάτον
έκαιε μεν, ου κατέκαιε δε, ίνα και την φύσιν παραδείξη, και γνωρίση την
δύναμιν» (Λόγος εις το Βάπτισμα). Όταν δε ο Μωϋσής είδε την τοιαύτην Βάτον,
ηθέλησε να πλησιάση κοντά· πλησιάζοντας δε αυτού, φωνή Θεού εκ της Βάτου
εγένετο λέγουσα: «Εγώ ειμι ο Θεός του Πατρός σου, Θεός Αβραάμ και Θεός Ισαάκ
και Θεός Ιακώβ» (Έξοδ. γ: 6). Ταύτην δε την φωνήν ακούσας ο Μωϋσής, απέστρεψε
το πρόσωπον αυτού· ηυλαβείτο γαρ να εμβλέψη ενώπιον του Θεού. Ταύτην λοιπόν την
ιστορίαν αναφέρων εν τω παρόντι Τροπαρίω ο Ιερός Μελωδός, εισάγει τον Βαπτιστήν
Ιωάννην λέγοντα προς τον Χριστόν ταύτα: Μήπως, Δέσποτα, εγώ είμαι χειρότερος
από τον Μωϋσήν; Μήπως εκείνος μόνον είχεν ευλάβειαν εις το Θεόν, και εγώ δεν
έχω; Εκείνος γαρ χωρίς να σε ιδή καθαρώς, ευθύς μόνον όπου αισθάνθη, ότι τον
εφώναξες από την Βάτον, έδειξε την ευλάβειαν όπου είχεν εις εσέ τον Θεόν, και
ευθύς εγύρισε τα ομμάτιά του δια να μη σε βλέπη, κρίνων τον εαυτόν του ανάξιον
τοιούτου φοβερού θεάματος· εγώ δε βλέπων εσέ τον Υιόν του Θεού, όχι εν Βάτω, εν
τύποις και αινίγμασιν, αλλά καθαρώς και αμέσως σάρκα φορούντα, πως δύναμαι να
σε ιδώ χωρίς συστολήν; Ή πως τολμήσω επί της αχράντου κορυφής Σου να θέσω την
χείρα μου, και να Σε βαπτίσω; Τούτο ποιήσαι ου δύναμαι, Κύριε, επειδή Εσύ είσαι
ο Χριστός, η του Θεού ενυπόστατος σοφία και δύναμις.
Τροπάριον.
Ψυχής τελών έμφρονος, και λόγω τιμώμενος, αψύχων ευλαβούμαι· ει γαρ βαπτίσω
σε, κατήγορόν μοι έσται, πυρί καπνιζόμενον όρος, φυγούσα δε θάλασσα διχή, και Ιορδάνης
ούτος στραφείς· συ γαρ Χριστός, Θεού σοφία και δύναμις.
Ερμηνεία
Παρομοίως με τα ανωτέρω δύο Τροπάρια αναφέρει και εις το Τροπάριον τούτο ο
Μελωδός τον Βαπτιστήν Ιωάννην δικαιολογούμενον και λέγοντα προς τον Δεσπότην
Χριστόν, όστις εζήτει να βαπτισθή. Δεν ήθελα γένει τόσης καταδίκης άξιος,
Δέσποτα, αν έμελλον να νικηθώ κατά την ευλάβειαν από τον Μωϋσήν εκείνον τον
εστολισμένον με νουν και λογικόν, τον Προφήτην, τον νομοθέτην και δημαγωγόν
τόσων μυριάδων λαού, και τον αξιωθέντα να σε ιδή και να σε ακούση, ως είπον
ανωτέρω· αλλά τώρα και αυτών των αψύχων και αλόγων κτισμάτων έχω να φανώ
ανευλαβέστερος και κατώτερος εγώ όπου έχω ψυχήν νοεράν και φρονούσαν το πρέπον,
και ο οποίος είμαι τιμημένος με λογικόν και διάκρισιν, αν δεν ευλαβηθώ το
αξίωμα της Θεότητός Σου, αλλά τολμήσω να σε βαπτίσω. Επειδή και αυτά τα άψυχα
έχουν τρόπον τινά να λάβουν φωνήν και να με κατηγορήσουν· το Σίναιον Όρος, το
οποίον εκαπνίζετο όλον από φωτίαν δια την ιδικήν Σου κατάβασιν «Το όρος, φησί,
το Σινά εκαπνίζετο όλον δια το καταβεβηκέναι επ΄ αυτό τον Θεόν εν πυρί, και
ανέβαινεν ο καπνός, ωσεί καπνός καμίνου, και εξέστη πας ο λαός σφόδρα» (Έξ. ιθ:
18), δικαίως θέλει με κατηγορήσει ως τολμηρόν και ανευλαβή· θέλει με
κατηγορήσει η ερυθρά θάλασσα, ήτις έφυγεν από του προσώπου Σου, και εσχίσθη εις
δύο μέρη, και το μεν ένα μέρος αυτής εστάθη ως τείχος εκ δεξιών, το δε άλλο, εξ
αριστερών· αλλά προ εκείνων θέλει με κατηγορήσει ο ποταμός ούτος Ιορδάνης, εις
τον οποίον στεκόμεθα· διότι και αυτός εκ προσώπου Σου εμπόδισε προ ολίγου το ρεύμα
του, και δεν έτρεχε κάτω, αλλ΄ εστράφη εις τα οπίσω κατά τον Προφητάνακτα
λέγοντα: «Ηθάλασσα είδε και έφυγεν· ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω» (Ψαλμ.
ριγ: 3). Ερωτά δε ο Προφήτης την αιτίαν λέγων: «Τι σοι εστί θάλασσα, ότι
έφυγες; Και συ Ιορδάνη, ότι εστράφης εις τα οπίσω; Και αποκρίνεται». Από
προσώπου Κυρίου εσαλεύθη η γη, από προσώπου του Θεού Ιακώβ» (αυτόθι 5).
Σημείωσαι, ότι ο ανώνυμος ερμηνευτής εις το «αψύχων» θέλει να νοείται έξωθεν η Από
πρόθεσις, και να λέγηται «ευλαβούμαι, αιδούμαι, φυλάττομαι» από των αψύχων. Και
τούτο δε σημείωσαι, ότι τα ανωτέρω κατά προσωποποιϊαν ρητορικήν εσχηματίσθησαν
υπό του Μελωδού και του Δαβίδ· όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Πολλά η Γραφή
προσωποποιείν οίδε και των αψύχων»· ο δε άγ. Χρυσόστομος θέλει ότι δια των
τοιούτων λόγων των αψύχων παρασταίνεται το μέγεθος των συμβαινόντων πραγμάτων·
ούτω γαρ λέγει: «Μάνθανε της Γραφής το έθος· ότε γαρ βούλεται μέγα τι Χριστόν,
ή μέγα λυπηρόν απαγγείλαι, και αυτά τα άψυχα αισθάνεσθαί φησίν· ουκ επειδή
αισθάνεται, αλλ΄ ίνα το μέγεθος παραστήση των συμβαινόντων».
Ωδή ε΄. Ο
Ειρμός.
Ιησούς ο ζωής αρχηγός, λύσαι το κατάκριμα ήκει, Αδάμ του Πρωτοπλάστου·
καθαρσίων δε, ως Θεός μη δεόμενος, τω πεσόντι καθαίρεται εν τω Ιορδάνη· εν ω
την έχθραν κτείνας, υπερέχουσαν πάντα νουν, ειρήνην χαρίζεται.
Ερμηνεία.
Από διάφορα ρητά συνεκροτήθη το παρόν Τροπάριον υπό του Ιερού Μελωδού· το
γαρ «ο ζωής αρχηγός» ερανίσθη από τας Πράξεις, όπου ο Κορυφαίος Πέτρος έλεγε
προς τους Ιουδαίους: «Υμείς ητήσασθε άνδρα φονέα χαρισθήναι υμίν, τον δε αρχηγόν
της ζωής απεκτείνατε» (Πράξ. γ: 15). Όθεν λέγει ο Μελωδός, ότι ο Ιησούς ο Σωτήρ
του Κόσμου, ο αρχηγός της κατά Πνεύμα και αιωνίου ζωής ήλθεν εις τον Κόσμον δια
να λύση το κατάκριμα και επιτίμιον, τουτέστι τον θάνατον, εις τον οποίον
υπέπεσεν ο πρωτόπλαστος Αδάμ δια την παράβασιν: «Η δ΄ αν ημέρα, φησί, φάγητε
απ΄ αυτού (του ξύλου της γνώσεως) θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. β: 17)· διότι
τοιαύτα είναι τα αποτελέσματα της αμαρτίας, ως λέγει ο Απόστολος: «Τα οψώνια
της αμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ: 23). Και δικαίως εγένετο η εις τον Κόσμον
έλευσις του Ιησού· διότι ουδείς άλλος εδύνατο να καταλύση την στέρησιν της
ζωής, πάρεξ ο έχων την εξουσίαν της ζωής και του θανάτου, ή καλύτερα να ειπώ, ο
ων αυτοζωή και της ζωής αρχηγός. Καθώς δε το σκότος στέρησις ον του φωτός,
λύεται από τον Ήλιον, όταν ανατείλη· ούτω και ο θάνατος στέρησις ων της ζωής,
ελύθη, όταν ο της ζωής αρχηγός επεδήμησεν. Ο Ιησούς λοιπόν μολονότι δεν είχε
χρείαν να καθαρισθή δια του Βαπτίσματος, επειδή ποίαν χρείαν έχει η
αυτοκάθαρσις να καθαρισθή; Μ΄ όλον τούτο αυτός καθαίρεται και βαπτίζεται
σήμερον χάριν του Αδάμ, όστις έπεσεν εις την λάσπην της αμαρτίας, και δια τούτο
εχρειάζετο να καθαρισθή από αυτήν. Βαπτιζόμενος δε εν τω Ιορδάνη ποταμώ,
απέκτεινεν εις αυτόν και εθανάτωσε την έχθραν, η οποία ήτον μεταξύ ημών και του
Θεού δια την αμαρτίαν. Αφ΄ ου δε την έχθραν εθανάτωσεν, εχάρισεν εις ημάς την
εαυτού θείαν ειρήνην, ήτις υπερέχει κάθε νουν και διάνοιαν. Κατεσκεύασε δε το
τέλος του Τροπαρίου ο Μελωδός από διάφορα ρητά του Απ. Παύλου· διότι αυτός εν
μεν τη προς Εφεσίους επιστολή γράφει: «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας
τα αμφότερα εν, ο και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφ. β: 14). Και πάλιν:
«Ίνα αποκαταλλάξη τους αμφοτέρους εν ενί σώματι τω Θεώ δια του Σταυρού,
αποκτείνας την έχθραν εν αυτώ» (αυτόθι 16)· εν δε τη προς Φιλιππησίους επιστολή
γράφει: «Και η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν φρουρήσει τας καρδίας
υμών» (Φιλιπ. δ: 7). Ανέφερε δε το περί ειρήνης ρητόν ο θεσπέσιος Μουσουργός,
δια να χαρακτηρίση την πέμπτην Ωδήν, της οποίας ποιητής είναι ο Προφήτης Ησαϊας
λέγων: «Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν· πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησ. κστ:
12). Ήθελε δε απορήση τινάς, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, πως ο μεν Παύλος είπεν
ανωτέρω, ότι ο Χριστός απέκτεινε την έχθραν εν τω Σταυρώ, ο δε Μελωδός λέγει
εδώ, ότι απέκτεινεν αυτήν εν τω Ιορδάνη; Ημείς λοιπόν λύοντες την απορίαν, κατά
μεν το πρόχειρον και απλούστερον νόημα λέγομεν, ότι την έχθραν όπου ημείς
είχομεν προς τον Θεόν, έλυσεν ο Δεσπότης Χριστός με όλα τα Μυστήρια της
ενσάρκου Οικονομίας, και εφιλίωσεν ημάς τω Θεώ και Πατρί με την Σύλληψιν, με
την Γέννησιν, με το Βάπτισμα, με το Πάθος, με τον Σταυρόν, και με τον Θάνατόν
Του· και δια να ειπώ καθολικώς, εφιλίωσεν ημάς τω Θεώ και Πατρί με όλα τα
θεοπρεπή, και ανθρωποπρεπή θαυμάσια έργα, όσα εποίησεν ο ΔεσπότηςΧριστός εν τη
ενσάρκω Του επιδημία. Κατά δε το μυστικώτερον και βαθύτερον νόημα λέγομεν, ότι
εν τω Ιορδάνη και εν τω Βαπτίσματι ο Χριστός απέκτεινε την έχθραν όπου είχομεν
με τον Θεόν· καθότι το Βάπτισμα του Κυρίου Σταυρός ονομάζεται από τον Απ.
Παύλον λέγοντα: «Ανασταυρούντας εαυτοίς τον Υιόν του Θεού» (Εβρ στ: 6)· και
πάλιν: «Τούτο γινώσκοντες, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη (εν τω
Βαπτίσματι)· «τω Χριστώ»· όθεν ο θείος Χρυσόστομος συν τω Θεοφυλάκτω
ερμηνεύοντες τα ανωτέρω ρητά, Σταυρόν το Βάπτισμα ονομάζουσιν· επειδή εις αυτό
σταυρώνεται μαζί με τον Χριστόν ο παλαιός της αμαρτίας άνθρωπος. Επειδή λοιπόν
ο Σταυρός του Κυρίου εικονίζεται μυστικώς εν τω Βαπτίσματι, δια τούτο ο μεν Απ.
Παύλος είπεν, ότι εν τω Σταυρώ απέκτεινε την έχθραν ο Κύριος, ο δε Μελωδός, ότι
εν τω Ιορδάνη, ταυτόν ειπείν, εν τω Βαπτίσματι, τω μυστκώς τον Σταυρόν του
Κυρίου εικονίζοντι απέκτεινεν αυτήν· Σταυρός γαρ και Βάπτισμα αν και φαίνωνται
δύο, ένα όμως είναι τη αληθεία. Αύτη δε η έχθρα, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον,
δικαίως ημπορεί να νοηθή δράκων εμφωλεύων εις τα ύδατα, του οποίου την κάραν
συνέτριψεν ο Κύριος, κατά τον Δαβίδ λέγοντα: «Συ συνέθλασας την κεφαλήν του
δράκοντος» (Ψαλμ. ογ: 14). Τούτο το νόημα βεβαιώνουσι και άλλα ρητά του ιδίου
Απ. Παύλου, καθώς το : «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, εις τον θάνατον Αυτού
εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν ουν Αυτώ δια του Βαπτίσματος εις τον θάνατον» (Ρωμ.
στ: 3-4), και το : «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού»
(Ρωμ. στ: 5).
Τροπάριον.
Συνελθόντων
απείρων λαών, υπό Ιωάννου βαπτισθήναι, αυτός εν μέσω έστη, προσεφώνει δε τοις
παρούσι· Τις έδειξεν απειθείς, την οργήν υμίν εκκλίναι την μέλλουσαν; Καρπούς
αξίους Χριστώ εκτελείτε· παρών γαρ νυν, ειρήνην χαρίζεται.
Ερμηνεία.
Εκ του
Ευαγγελιστού Ματθαίου ερανίζεται ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον· φησί γαρ εκείνος
περί του Βαπτιστού Ιωάννου: «Ιδών δε (ο Ιωάννης) πολλούς των Φαρισαίων και
Σαδδουκαίων ερχομένους επί το Βάπτισμα αυτού, είπεν αυτοίς· γεννήματα εχιδνών,
τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης οργής; Ποιήσατε ουν καρπούς αξίους
της μετανοίας» (ματθ. γ: 7-8). Ταύτα λοιπόν ερανισθείς ο Μελωδός λέγει, ότι,
όταν πάμπολλοι λαοί των Ιουδαίων εσυνάχθησαν δια να βαπτισθούν από τον Ιωάννην,
τότε ιστάμενος αυτός εις το μέσον αυτών, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας
Φαρισαίους και Σαδδουκαίους τα λόγια ταύτα· ω γεννήματα εχιδνών, ποίος σας
έδειξε να φύγετε δια του Βαπτίσματος της μετανοίας την μέλλουσαν οργήν της
κολάσεως; Λέγει δε αυτούς γεννήματα εχιδνών· διότι εφόνευσαν παρανόμως με
διαφόρους τρόπους θανάτου τους Προφήτας και διδασκάλους των, καθώς τα τέκνα των
εχίδνων θανατώνουν τας μητέρας των σχίζοντα την κοιλίαν των, και ούτω γεννώνται
από αυτάς κατά τους φυσικούς. Θαυμάζει δε ο Πρόδρομος (κατά την ερμηνείαν του
Θεοφυλάκτου) με τον λόγον τούτον, πως έγινε να μετανοήση η πονηρά αυτών και
αμετανόητος γενεά· όμως εάν (λέγει ο Πρόδρομος) εσείς μετανοήτε τη αληθεία,
ποιήσατε και καρπούς αξίους της μετανοίας, ποιήσατε έργα θεάρεστα και άξια της
Βασιλείας των Ουρανών· επειδή δεν είναι αρκετόν εις την σωτηρίαν σας μόνον το
να προσέλθετε εις το ιδικόν μου Βάπτισμα, χωρίς να κάμετε και έργα αρεστά εις
τον Χριστόν, ο Οποίος τώρα ευρισκόμενος εις το μέσον σας, χαρίζεται ειρήνην εις
όλους ημάς. Τούτο δε ερανίσθη ο Μελωδός από το ρητόν εκείνο του Ιωάννου το
λέγον: «Μέσος υμών έστηκεν (ο Χριστός), Ον υμείς ουκ οίδατε» (Ιωάν. α: 26)·
διότι το «μέσος υμών έστηκεν» είναι ταυτόσημον με το «παρών νυν». Ο δε Πτωχός
Πρόδρομος λέγει, ότι ερανίσθη τούτο από το ρητόν του Ιωάννου το λέγον:
«Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. γ: 2). Βασιλεία δε
εγγίζουσα των Ουρανών είναι ο Χριστός· περί ου και αλλαχού είπεν ο Ίδιος: «Η
Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι» (Λουκ. ιζ: 21)· προσφυέστερον όμως είναι το
ανωτέρω νόημα.
Τροπάριον.
Γεωργός ο και
Δημιουργός, μέσος εστηκώς ως εις απάντων, καρδίας εμβατεύει· καθαρτήριον δε
πτύον χειρισάμενος, την παγκόσμιον άλωνα πανσόφως διϊστησι, την ακαρπίαν
φλέγων, ευκαρπούσιν, αιώνιον ζωήν χαριζόμενος.
Ερμηνεία.
Και τούτο το Τροπάριον
είναι ερανισμένον από τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον λέγοντα ούτω περί του Χριστού:
«Αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί, ου το πτύον εν τη χειρί αυτού,
και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον εις την αποθήκην αυτού,
το δε άχυρον κατακαύσει πυρί ασβέστω» (Ματθ. γ: 11-12)· τα ίδια γαρ ταύτα λόγια
ολίγον αλλάξας ο Μελωδός λέγει, ότι ο Χριστός ο δημιουργός και γεωργός της
ιδικής μας φύσεως (δημιουργός μεν λέγεται ως Πλάστης και Ποιητής, γεωργός δε,
ως Κριτής των έργων του καθενός, ή διότι δίδει εις ημάς τα σπέρματα των αρετών)
Ούτος καθό μεν άνθρωπος στέκεται εδώ εις το μέσον, ως ένας από όλους τους
ανθρώπους· «Μέσος, φησίν, υμών έστηκεν, Ον υμείς ουκ οίδατε» (Ιωάν. α: 26)·
καθό δε Θεός εξετάζει και ερευνά τας καρδίας των ανθρώπων· μόνου γαρ του Θεού
είναι ίδιον το να ηξεύρη τας καρδίας, καθώς λέγει ο Σολομών: «Συ μονώτατος
οίδας την καρδίαν πάντων» (γ΄ Βασ. η: 39). Εις τας χείρας λοιπόν τούτου
ευρίσκεται, λέγει, καθαρτικόν πτυάρι: ήτοι ο διακριτικός λόγος και διαιρετικός
του κρείττονος εκ του χείρονος, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, ή η κρίσις και
εξέτασις, κατά τον Θεοφύλακτον. Με την κρίσιν δε ταύτην και την εξέτασιν αυτός
έχει να καθαρίση το αλώνι του, το οποίον είναι ή ο Κόσμος όλος, κατά τον
ρηθέντα Πρόδρομον, ή η Εκκλησία, κατά τον Θεοφύλακτον· καθώς γαρ εις το αλώνι
ευρίσκεται και σιτάρι και άχυρον, ούτω και εις τον Κόσμον και εις την Εκκλησίαν
ευρίσκονται και καλοί και κακοί, οι μεν καλοί, ως σιτάρι, οι δε κακοί, ως
άχυρον. Ο Χριστός λοιπόν διαχωρίζει εις δύο το του Κόσμου και της Εκκλησίας παγκόσμιον
αλώνι του· και την μεν ακαρπίαν: ήτοι τους κακούς, έχει να κατακαύση με το πυρ
το άσβεστον της κολάσεως· όθεν και ο ανώνυμος ερμηνευτής ακαρπίαν ενόησε την
κακοκαρπίαν, ως άφωνον λέγομεν τον κακόφωνον μουσικόν· τους δε ποιούντας
καρπούς των αρετών έχει να συνάξη εις την αποθήκην της Βασιλείας του, και να
χαρίση εις αυτούς ζωήν αιώνιον. Δικαίως δε η αμαρτία ονομάζεται άχυρον· διότι,
καθώς το άχυρον είναι ελαφρόν και ευκολόκαυτον και τροφή των αλόγων ζώων, ούτω
και η αμαρτία είναι ελαφρά, ευκολοκρήμνιστος και τροφή των πονηρών Δαιμόνων,
και έχει να κατακαή από το άσβεστον πυρ της γεένης. Ομοίως και η αρετή δικαίως
ονομάζεται σιτάρι· διότι, καθώς το σιτάρι είναι καθαρόν και βαρύ, και εις άρτον
μεταποιούμενον γίνεται τροφή των λογικών ανθρώπων, τοιουτοτρόπως και η αρετή
είναι καθαρά, είναι με φρένας βαρείας και ηγεμονικάς, και γίνεται άρτος
επιτήδειος δια να παρατεθή εις την τράπεζαν του επουρανίου Βασιλέως Χριστού.
Σημείωσε ότι και ο Θεολόγος Γρηγόριος ούτως ερμηνεύει τα ανωτέρω: «Τι δε το
πτύον; Η κάθαρσις. Τι δε το πυρ; Η του κούφου δαπάνη, και η ζέσις του
Πνεύματος» (Λόγος εις τα Φώτα).
Ωδή στ΄.
Ο Ειρμός.
Η φωνή του Λόγου,
ο λύχνος του Φωτός, ο Εωσφόρος, ο του Ηλίου Πρόδρομος, εν τη ερήμω, Μετανοείτε,
πάσι βοά τοις λαοίς, και προκαθαίρεσθε· ιδού γαρ πάρεστι Χριστός, εκ φθοράς τον
Κόσμον λυτρούμενος.
Ερμηνεία
Με τρία ομοιώματα
δείχνει ο Ιερός Μελωδός εν τω Τροπαρίω τούτω την οικειότητα όπου έχει ο
Βαπτιστής Ιωάννης με τον Δεσπότην Χριστόν· παρομοιάζει γαρ τον Ιωάννην με την
φωνήν, με τον λύχνον και με τον εωσφόρον (τον αυγερινόν)· τον δε Δεσπότην
Χριστόν παρομοιάζει με τον λόγον, με το φως και με τον Ήλιον. Παρομοιάζει
λοιπόν πρώτον τον Ιωάννην με την φωνήν, τον δε Χριστόν, με τον λόγον· διότι η
φωνή είναι αήρ πεπληγμένος, και γίνεται όχημα του προφορικού λόγου· και αν η
φωνή πρώτη δεν υποτεθή, ο προφορικός λόγος δεν είναι δυνατόν να φανερωθή εις
τους άλλους. Παρομοιάζει δεύτερον τον Ιωάννην με τον λύχνον, και τον Χριστόν,
με το φως· διότι ο λύχνος είναι όχημα του φωτός· επειδή το φως επιτιθέμενον εις
τον λύχνον φωτίζει το οσπίτιον και τους εν τω οσπιτίω κατοικούντας ανθρώπους.
Παρομοιάζει τρίτον ο Μελωδός τον Ιωάννην με τον εωσφόρον, τον δε Χριστόν, με
τον Ήλιον. Ταύτα δε τα τρία ομοιώματα του Προδρόμου, η φωνή, ο λύχνος και ο
εωσφόρος, είναι πρότερα κατά τον χρόνον των ομοιωμάτων του Χριστού: δηλαδή του
λόγου, του φωτός και του Ηλίου· κατά την αιτίαν όμως και την αξίαν πρότερα
είναι τα ομοιώματα του Χριστού· όθεν και προτιμώνται τα του Χριστού ομοιώματα
από τα του Προδρόμου· επειδή, αν ερωτήση τινάς, δια τι η φωνή γίνεται;
Αποκρινόμεθα, δια να εποχηθή επάνω εις αυτήν ο λόγος· ομοίως αν ερωτήση τις,
δια τι γίνεται ο λύχνος; Αποκρινόμεθα, δια να βαλθή εις αυτόν το φως και να
λάμψη· ωσαύτως και εάν ειπή τινάς, δια τι ο αυγερινός προλάμπη; Αποκρινόμεθα,
δια να μηνύση τον ερχομόν του Ηλίου. Τούτων ούτω προεγνωσμένων, λέγει ο
Ιεράρχης Κοσμάς, ότι ο Βαπτιστής Ιωάννης, η φωνή του ενυποστάτου Λόγου του
Πατρός, ο λύχνος του αϊδίου και ακτίστου φωτός, και ο αυγερινός, ο πρόδρομος
και προμηνυτής του νοητού Ηλίου της δικαιοσύνης Χριστού φωνάζει εις όλους τους
λαούς όπου προσήλθον εις αυτόν, το, Μετανοείτε, και προκαθαρισθήτε από τας
αμαρτίας· επειδή, ιδού είναι παρών ο Χριστός, και λυτρώνει τον Κόσμον από την
φθοράν της ασεβείας και αμαρτίας, και ενδύει αυτόν αφθαρσίαν δια του αγίου
Βαπτίσματος. Το μεν ουν «μετανοείτε» είπεν ο Ιωάννης, καθό φωνή· ταύτης γαρ
ίδιον είναι το βοάν· το δε «προκαθαίρεσθε» είπε, καθό λύχνος· ίδιον γαρ είναι
του λύχνου να καθαρίζη οπωσούν το σκότος και να εισάγη τον φωτισμόν· το δε, «ιδού
πάρεστι Χριστός εκ φθοράς τον Κόσμον λυτρούμενος» το είπε, καθό αυγερινός·
τούτο γαρ του αυγερινού ίδιον είναι· ο γαρ αυγερινός προ του Ηλίου ανατέλλων,
φαίνεται τρόπον τινά να λέγη εις τους κοιμωμένους ανθρώπους· σηκωθήτε, ω
άνθρωποι, από τον ύπνον, σηκωθήτε και εργάζεσθε τας τέχνας σας· διότι ιδού ο
Ήλιος είναι παρών, και η ημέρα εγγίζει, σηκώνουσα υμάς από την αναισθησίαν του
ύπνου. Σημείωσαι, ότι ερανίσθη τα ανωτέρω ο Μελωδός από τον εις τα Φώτα λόγον
Γρηγορίου του Θεολόγου λέγοντος: «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, ο λύχνος
τω Ηλίω φησίν· η φωνή, τω Λόγω· ο φίλος, τω Νυμφίω· ο προδραμών και
προδραμούμενος, τω φανέντι (επί γης), και φανησομένω (εν τη Δευτέρα Παρουσία)».
Τροπάριον.
Γεννηθείς
αρρεύστως, εκ Θεού και Πατρός, εκ της Παρθένου, δίχα σαρκούται ρύπου Χριστός·
ου τον ιμάντα, την εξ ημών του Λόγου συνάφειαν, λύειν αμήχανον (διδάσκει ο
Πρόδρομος), γηγενείς εκ πλάνης λυτρούμενος.
Ερμηνεία.
Ο Δεσπότης,
λέγει, Χριστός, ο τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, καθ΄ ο μεν Θεός εγεννήθη
αρρεύστως και απαθώς κατά την πρώτην και προαιώνιον και οικείαν αυτού της
Θεότητος Γέννησιν· καθό δε άνθρωπος εσαρκώθη ασπόρως εκ της Παρθένου Μαρίας,
κατά την δευτέραν αυτού και οικείαν της ανθρωπότητος Γέννησιν· όθεν ο Θεολόγος
Γρηγόριος είπε: «Πίστευε τον Υιόν του Θεού τον προαιώνιον Λόγον, τον προελθόντα
εκ του Πατρός αχρόνως και ασωμάτως, τούτον επ΄ εσχάτων των ημερών γεγενήσθαι
δια σε και Υιόν ανθρώπου, εκ της Παρθένου προελθόντα Μαρίας αρρυπάρως· ουδέν
γαρ ρυπαρόν, ου Θεός, και δι΄ ου σωτηρία» (Λόγος εις το Βάπτισμα). Πρέπει δε οι
ευσεβείς Χριστιανοί να πιστεύουσι μεν, ότι ο Χριστός εγεννήθη διττώς, ως
είπομεν, και κατά την Θεότητα και κατά την ανθρωπότητα, να μη τολμούν δε να
ερευνούν τον τρόπον ή της άνω προαιωνίου αυτού Γεννήσεως, ή της κάτω και επ΄
εσχάτων· αλλά τον τοιούτον ακατάληπτον τρόπον να αφίνουσιν εις μόνην την σοφίαν
του Αγίου Πνεύματος, το οποίον, κατά τον Απόστολον, εξετάζει όλα: «Πάντα ερευνά
και τα βάθη του Θεού» (α΄ Κορ. β: 10) λέγει δε και ο πολύς εν Θεολογία
Γρηγόριος: «Ουχ΄ ως αγνοών ταύτα (ερευνά), αλλ΄ ως εντρυφών τη τούτων θεωρία
(Λόγος επιταφίου εις τον Βασίλειον). Όθεν και ο μέγας Πρόδρομος τούτο διδάσκει
ημάς, δηλαδή το να μη ερευνώμεν την του Θεού Λόγου περί ημάς συγκατάβασιν, και
την μετά της ανθρωπότητος καθ΄ υπόστασιν γενομένην της Θεότητος ένωσιν, μηδέ
τον λόγον και τον τρόπον αυτής να εξετάζωμεν· επειδή δεν είναι δυνατόν εις
κανένα άνθρωπον να καταλάβη αυτόν· αλλ΄ ουδέ αυτός ο τοσούτος και τηλικούτος
Πρόδρομος είναι ικανός να λύση το λωρί το συνάπτον τον πόδα μετά του υποδήματος
του Κυρίου, δηλαδή δεν είναι ικανός να καταλάβη τον τρόπον κατά τον οποίον ο
Θεός Λόγος ηνώθη με την εξ ημών προσληφθείσαν παρ΄ αυτού ανθρωπότητα. Τούτο δε
το νόημα εδανείσθη ο Μελωδός από την Θεολογικήν λύραν Γρηγορίου του Θεολόγου
λέγοντος: «Τι δε ο σφαιρωτήρ του υποδήματος, ον ου λύεις ο βαπτίζων Ιησούν, ο
Παλαιάς και Νέας μεσίτης; Τι τούτο; Τυχόν ο της επιδημίας λόγος και της σαρκός,
ου μηδέ το ακρότατον ευδιάλυτον, μη ότι τοις σαρκικοίς και νηπίοις εν Χριστώ,
αλλ΄ ουδέ τοις κατά Ιωάννην τω Πνεύματι» (Λόγος εις τα Φώτα). Εκ των λόγων δε
τούτων του Βαπτιστού και του Θεολόγου Γρηγορίου, και άλλο αιρετικόν φρόνημα
ανατρέπεται· οι οπαδοί γαρ και ακόλουθοι του άφρονος Ωριγένους εφλυάρουν, ότι η
υπό του Θεού Λόγου προσληφθείσα φύσις της ανθρωπότητος ήτον ενωμένη με τον Θεόν
Λόγον έως της Αναλήψεως· όταν δε ο Χριστός έμελλε να αναβή εις τον υπερουράνιον
τόπον, και να αναπαυθή εις τους κόλπους του Πατρός· τότε απέρριψε μεν και
απεσκεύασε την ανθρωπότητα ως ένα βάρος, έβαλε δε αυτήν μέσα εις τον δίσκον του
Ηλίου, κακώς εννοούντες το Δαβιτικόν εκείνο ρητόν το λέγον: «Εν τω Ηλίω έθετο
το σκήνωμα αυτού» (Ψαλμ. ιη: 6), και ούτω με γυμνήν την Θεότητα ανέδραμε και
εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού και Πατρός. Ομοίως τούτο εφλυάρουν και οι
Μανιχαίοι, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα: «Ει τις αποτεθείσθαι νυν την
σάρκα λέγοι, και γυμνήν είναι την Θεότητα σώματος, αλλά μη μετά του
προσλήμματος και είναι και ήξειν, μη ίδοι την δόξαν της παρουσίας. Που γαρ το
σώμα νυν, ει μη μετά του προσλαβόντος; Ου γαε δη κατά τους των Μανιχαίων λήρους
τω Ηλίω εναποτέθειται, ίνα τιμηθή δια της ατιμίας» (α΄ Επιστολή προς
Κληδόνιον). Ταύτα μεν εφλυάρουν οι πικροί συκοφάνται και περί την σοφίαν
απαίδευτοι· ο δε Ιεράρχης Κοσμάς δια της ανωτέρω του Προδρόμου ρήσεως και δια
της του Θεολόγου εξηγήσεως αναιρεί την φλυαρίαν ταύτην και αποδεικνύει, ότι το
λωρί του υποδήματος: ήτοι η καθ΄ υπόστασιν ένωσις των δύο φύσεων του Χριστού,
έμεινεν άλυτος, αχώριστος· όθεν μετά του θεωθέντος προσλήμματος (σώματος)
ανελήφθη ο Χριστός, και μετ΄ αυτού κάθηται εκ δεξιών του Πατρός, και μαζί με
αυτό θέλει έλθη ίνα κρίνη ζώντας και νεκρούς. Όθεν ταύτα διδάσκων ο Πρόδρομος
μετά του Μελωδού, λυτρώνει τους γηγενείς ανθρώπους από την ανωτέρω, και από
κάθε άλλην πλάνην και αίρεσιν.
Τροπάριον.
Εν πυρί βαπτίζει,
τελευταίω Χριστός, τους απειθούντας, και μη Θεόν φρονούντας αυτόν· εν Πνεύματι
δε καινοποιεί, δι΄ ύδατος χάριτι, τους επιγνώμονας αυτού της Θεότητος, των
πλημμελημάτων λυτρούμενος.
Ερμηνεία.
Το παρόν
Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα περί των
σχισματικών Ναυατιανών, των μη δεχομένων το δια μετανοίας και εξομολογήσεως και
δακρύων Βάπτισμα· «Ούτοι μεν ουν, ει μεν βούλονται την ημετέραν οδόν και
Χριστού (καλώς αν έχοι· τούτο γαρ λείπει, και πρέπει έξωθεν να υπακούεται) ει
δε μη, την αυτών πορευέσθωσαν· τυχόν εκεί τω πυρί βαπτισθήσονται, τω τελευταίω
Βαπτίσματι, τω επιπονωτέρω και μακροτέρω (τω αιωνίω), ο εσθίει ως χόρτον την
ύλην, και δαπανά πάσης κακίας κουφότητα» Λόγος εις το Βάπτισμα). Λέγει λοιπόν ο
Ιερός Μελωδός, ότι ο Δεσπότης Χριστός τους μεν απειθείς εις το κήρυγμα του
Ευαγγελίου, και μη πιστεύοντας αυτόν Θεόν αληθινόν, θέλει καταβαπτίσει και
καταβυθίσει μέσα εις το τελευταίον πυρ της κολάσεως· εκείνους δε, οι οποίοι
γνωρίζουν την Θεότητα αυτού, και πιστεύουσιν αυτόν ως Θεόν, τους ανακαινίζει
και αναπλάττει με το Άγιον αυτού Πνεύμα και με την ιδικήν του χάριν δια του
ύδατος της κολυμβήθρας, ελευθερώνων αυτούς από τας αμαρτίας, τόσον την
προπατορικήν, όσον και τας προαιρετικάς. Σημείωσαι εδώ δύο πράγματα· πρώτον,
ότι το τελευταίον Βάπτισμα το δια πυρός, ο μεν ανώνυμος ερμηνευτής είπεν, ότι
το ερανίσθη ο Μελωδός από τον Θεολόγον Γρηγόριον, ως είρηται ανωτέρω· ο δε
Θεόδωρος είπεν, ότι το ερανίσθη από το εν Ευαγγελίοις ρητόν του Βαπτιστού
Ιωάννου το λέγον περί του Χριστού: «Αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και
πυρί» (Λουκ. γ: 16), το οποίον πυρ ο Βουλγαρίας Θεοφύλακτος δεν εξήγησεν, ότι
είναι το της κολάσεως, αλλά το εν είδει πυρίνων γλωσσών γενόμενον Βάπτισμα εις
τους Αποστόλους. Σημείωσαι και δεύτερον, ότι αν και ο Βαπτιστής Ιωάννης εις
μέλλοντα χρόνον λέγει: «Αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί», ο
Μελωδός όμως Κοσμάς εις ενεστώτα χρόνον ταύτα προφέρει εδώ· ίσως διότι, κατά
τον Θεόδωρον, ο τούτο ειπών Βαπτιστής ήτον Προφήτης, οι δε Προφήται ως ενεστώτα
βλέπουν τα μέλλοντα· τούτου χάριν και το μέλλον τούτο «βαπτίσει» ως ενεστώς
είπε «βαπτίζει»· πλην ουχί ο Βαπτιστής, αλλ΄ ο Μελωδός ούτως είπεν εκ μέρους
του Βαπτιστού. Παρά δε τω ανωνύμω ερμηνευτή «βαπτίσει» γράφεται και ουχί
«βαπτίζει»· ίσως δε και το «καινοποιεί» εγράφη κατά το έθος των Ρητόρων,
οίτινες τα μέλλοντα ως ενεστώτα προφέρουσιν, ίνα τους ακροατάς ποιήσωσι θεατάς.
Ο δε Ευθύμιος ο Ζηγαδηνός λέγει, ότι το «εν πυρί βαπτίζει» είπεν ο Ιωάννης κατά
μόνον τον Λουκάν, προηγουμένως μεν ίνα δείξει την επί τους Αποστόλους εν είδει
πυρίνων γλωσσών κάθοδον· διότι τότε εν Πνεύματι Αγίω και πυρί εβαπτίσθησαν·
έπειτα δε, και το νομοθετηθέν υπό του Χριστού Βάπτισμα: «Και γαρ εφίπταται
(φησί) παντί βαπτιζομένω Πνεύμα Άγιον, ου μόνον αγιάζον, αλλά και ως πυρ
αοράτως αναλίσκον τον ρύπον της ψυχής αυτού».
Ωδή ζ΄.
Ο Ειρμός.
Νέους ευσεβείς,
καμίνω πυρός προσομιλήσαντας, διασυρίζον Πνεύμα δρόσου, αβλαβείς διεφύλαξε, και
θείου Αγγέλου συγκατάβασις· όθεν εν φλογί δροσιζόμενοι, ευχαρίστως ανέμελπον·
Υπερύμνητε, ο των Πατέρων Κύριος, και Θεός ευλογητός ει.
Ερμηνεία.
Εις τον Ειρμόν
τούτον αναφέρει ο Μελωδός την ιστορίαν των τριών Παίδων· καθότι αυτών είναι
ποίημα η εβδόμη Ωδή. Λέγει λοιπόν, ότι τους ευσεβείς εκείνους τρεις νέους,
οίτινες προσωμόλησαν: ήτοι εβάλθησαν μέσα εις την κάμινον του πυρός, εφύλαξεν
αβλαβείς και απυρπολήτους το πνεύμα της θεϊκής δρόσου, το οποίον διεσύριζεν:
ήτοι εποίει ένα ήχον εμμελή και γλυκύτατον, όμοιον ή με τον ήχον των συρίγγων
και συραυλίων, ή με το ψιθύρισμα το εκ των φύλλων των πεύκων και κέδρων και
πιτσακίων αποτελούμενον, όταν αυτά σείωνται από τον ζέφυρον άνεμον. Ου μόνον δε
το δροσώδες πνεύμα εφύλαξεν αβλαβείς τους τρείς Παίδας, αλλά προ τούτου
διεφύλαξεν αυτούς η του θείου Αγγέλου συγκατάβασις: ήτοι του Μονογενούς Υιού,
Όστις μεγάλης βουλής της του Πατρός ονομάζεται Άγγελος κατά τον Ησαϊαν·
γράφεται γαρ εν τη εβδόμη Ωδή στίχος 25 ταύτα: «Ο δε Άγγελος Κυρίου συγκατέβη
άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ
της καμίνου και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον». Όθεν
οι τρεις Παίδες δροσιζόμενοι μέσα εις το πυρ, ευχαρίστως ανέμελπον εις τον Θεόν
λέγοντες: «Υπερύμνητε ο των Πατέρων Κύριος και Θεός, ευλογητός ει». Ας μη
νομίση δε τινάς, ότι είναι περιττή η λέξις «πυρός» εν τη αρχή του Τροπαρίου·
άλλο γαρ είναι η κάμινος, και άλλο το πυρ· η μεν γαρ κάμινος είναι η οικοδομή
αυτή η στρογγύλη και σκεπασμένη, μέσα εις την οποίαν βάλλεται το πυρ· καθώς και
πηγάδι λέγεται ο τόπος εκείνος ο κατασκευασμένος εις τρόπον, ώστε να δέχεται
και να διατηρή το νερό. Όταν δε βαλθή πυρ μέσα εις την κάμινον και αναφθή, τότε
λέγεται κάμινος πυρός: τουτέστι κάμινος με πυρ. Όθεν ο του Ναβουχοδονόσορ κήρυξ
εφώναζε λέγων: «Ος αν μη πεσών προσκυνήση (τη εικόνι του Βασιλέως), αυτή τη ώρα
εμβληθήσεται εις την κάμινον του πυρός την καιομένην» (Δαν. γ: 6). Όρα και την
ερμηνείαν του Ειρμού της ογδόης Ωδής του Κανόνος του Σταυρού, του λέγοντος:
«Ευλογείτε Παίδες της Τριάδος ισάριθμοι», ίνα μάθης εκεί περίεργα νοήματα.
Τροπάριον.
Ώσπερ Ουρανώ, συν
τρόμω και θαύματι παρίσταντο, εν Ιορδάνη αι Δυνάμεις των Αγγέλων σκοπούμεναι,
τοσαύτην Θεού την συγκατάβασιν· όπως ο κρατών την υπέρωον των υδάτων υπόστασιν,
εν τοις ύδασι, σωματοφόρος έστηκεν, ο Θεός ο των Πατέρων ημών.
Ερμηνεία.
Καθώς τα των
επιγείων Βασιλέων τάγματα, τόσον οι δορυφόροι, όσον και οι λοιποί υπήκοοι, δεν
τιμώσι μόνον τον Βασιλέα μέσα εις τα Βασίλεια, όπου αυτός κάθηται επάνω εις τον
βασιλικόν του θρόνον, και φορεί στολήν βασιλικήν και υπέρλαμπρον, αλλά και αν
ιδούν αυτόν να έμβη μέσα εις καλύβην και πτωχικόν οσπίτιον δια καμμίαν χρείαν,
δεν ατιμάζουσι τον Βασιλέα των δια την ευτέλειαν της καλύβης, αλλά με τον αυτόν
φόβον και την τιμήν παραστέκονται εις αυτόν, και όταν ευρίσκεται μέσα εις την
καλύβην εκείνην, καθώς όταν ευρίσκεται εις τα Βασίλεια· διότι η ευτέλεια της
καλύβης δεν ατιμάζει τον Βασιλέα, αλλά πολλώ μάλλον ο Βασιλεύς τιμά την
ευτέλειαν της καλύβης δια της βασιλικής του δόξης και μεγαλειότητος.
Τοιουτοτρόπως και αι υπερκόσμιοι Δυνάμεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων, βλέπουσαι
τον Μονογενή Υιόν του Πατρός τον εν τοις επουρανίοις θρόνοις καθεζόμενον να
στέκεται εις τας όχθας του ποταμού Ιορδάνου, και να ζητή υπό Ιωάννου το
Βάπτισμα, παρεστέκοντο εις αυτόν με τόσον φόβον και θαυμασμόν, με όσον
παραστέκονται εις Αυτόν και εν τω Ουρανώ· έβλεπον γαρ μίαν άπειρον του Θεού
συγκατάβασιν. Διότι εκείνος ο Θεός όπου διακρατεί με την αυτού πρόνοιαν την
ουσίαν και φύσιν των υδάτων την ευρισκομένην εις τα υπερώα: ήτοι υπεράνω του
στερεώματος, και συνέχει τα ύδατα επάνω εις την κυρτήν περιφέρειαν του
στερεώματος, και δεν αφίνει αυτά να τρέχουν εις τοιούτον κατηφορικόν τόπον, Αυτός
σώμα φορών εστέκετο εις τα ύδατα του Ιορδάνου. επιφέρει δε ο Μελωδός το «Ο Θεός
ο των Πατέρων ημών», ίνα δείξη το χαρακτηριστικόν γνώρισμα της εβδόμης Ωδής. Ο
δε ανώνυμος ερμηνευτής ούτως ανέγνω (και ίσως επιτυχικώτερον) το παρόν
Τροπάριον: «Ω! πως ο κρατών την υπέρωον των υδάτων υπόστασιν εν τοις ύδασι
σωματοφόρος έστηκεν;» ερμηνεύει δε ούτως: «Αι Δυνάμεις των Αγγέλων παρίσταντο
εν τω Ιορδάνη ως εν Ουρανώ συν τρόμω και θαύματι, σκοπούμεναι τοσαύτην Θεού την
συγκατάβασιν· έλεγον δε θαυμαστικώς· (όπερ έξωθεν νοείται) ω! πως ο συνέχων τω
ρήματι της δυνάμεώς του την άσχετον και ολισθηράν φύσιν των υδάτων την επάνω
του στερεώματος, ίσταται τώρα σωματοφόρος εν τοις ύδασι του Ιορδάνου, και υπό
δούλου βαπτίζεται;».
Τροπάριον.
Νεφέλη ποτέ, και
θάλασσα θείου προεικόνιζον, Βαπτίσματος το θαύμα, εν οις ο πριν βαπτίζεται,
διεξοδικώς τω Νομοθέτη λαός. Θάλασσα δε ην τύπος ύδατος, και νεφέλη του
Πνεύματος· οις τελούμενοι, Ευλογητός ει κράζομεν, ο Θεός ο των Πατέρων ημών.
Ερμηνεία.
Εν τω Τροπαρίω
τούτω αναφέρει ο Ιερός Μελωδός, τόσον τα υπό του Απ. Παύλου ρηθέντα, όσον και
τα υπό του Θεολόγου Γρηγορίου· ο μεν γαρ Απ. Παύλος λέγει: «Και πάντες (οι
Ισραηλίται) εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση» (α΄ Κορ.
ι: 2), ο δε Θεολόγος ούτω φησίν: «Εβάπτισε Μωϋσής, αλλ΄ εν ύδατι, και προ τούτου
εν νεφέλη και εν θαλάσση· τύπος δε τούτο ην, ως και Παύλω δοκεί, η θάλασσα, του
ύδατος, η νεφέλη, του Πνεύματος» (Λόγος εις τα Φώτα). Λέγει λοιπόν ο Μελωδός,
ότι τον παλαιόν καιρόν η νεφέλη, η οποία εσκέπαζεν άνωθεν τους Ισραηλίτας εν τη
ημέρα δια να μη καίη αυτούς ο Ήλιος, και η ερυθρά θάλασσα, δια της οποίας
επέρασαν οι Ισραηλίται, και τα δύο ταύτα ομού επροεικόνιζαν το θαύμα: ήτοι το
θαυμαστόν Μυστήριον του αγίου Βαπτίσματος· διότι με την θάλασσαν και την
νεφέλην εβαπτίσθη ο Ισραηλιτικός λαός υπό του νομοθέτου Μωϋσέως, ως είπεν
ανωτέρω ο Απ. Παύλος· εβαπτίσθη όμως αυτός εν τη θαλάσση όχι καταβυθιστικώς, ον
τρόπον κατεβυθίσθησαν εις αυτήν οι Αιγύπτιοι, αλλά διαβατικώς, επειδή διέβη
αβλαβώς την θάλασσαν σχισθείσαν υπό του Μωϋσέως δια της ράβδου. Και η μεν
ερυθρά θάλασσα προεικόνιζε το νερόν του ιδικού μας αγίου Βαπτίσματος, η δε
νεφέλη προεικόνιζε την εν τω Αγίω Βαπτίσματι χάριν του Αγίου Πνεύματος· με τα
οποία ημείς οι Χριστιανοί τελειούμενοι, κατά τον Θεόδωρον, ή τελείως
καθαιρόμενοι και αναπλαττόμενοι, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν: «Εάν (φησί) μη
τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του
Θεού» (Ιω. γ: 5), ούτω, λέγω, τελειούμενοι κράζομεν: «Ευλογητός ει ο Θεός ο των
Πατέρων ημών». Πως δε ο Μωϋσής εβάπτιζεν εν ύδατι, με συντομίαν φανερώνομεν εδώ·
εν τω δεκάτω εννάτω Κεφαλαίω των Αριθμών γράφεται, ότι προστάζει ο νόμος να
σφάζεται μία δάμαλις κόκκινη και άζευκτη έξω της παρεμβολής, και να καίεται
ομού με το δέρμα, η δε στάκτη αυτής να φυλάττεται· ήτις ραντιζομένη με νερόν,
εκαθάριζεν εκείνους όπου ήθελαν πιάσει σώμα νεκρού, ή κόκκαλον ανθρώπου ή
τάφον. Δια τούτο ο Θεολόγος Γρηγόριος νομικήν και σκιώδη και πρόσκαιρον
ονομάζει την τοιαύτην κάθαρσιν, και του σώματος, ου της ψυχής, και ου παντελή
της αμαρτίας αναίρεσιν: «Τι γαρ έδει (φησί) πολλάκις καθαίρεσθαι τους άπαξ
κεκαθαρμένους;» (Λόγος εις το Βάπτισμα). Επειδή όσες φορές εμολύνετο τινάς με
τους ανωτέρω σωματικούς μολυσμούς, τόσες φορές και εκαθαρίζετο. Και ο Απ.
Παύλος δε περί τούτου γράφει: «Σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους,
αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα» (Εβρ. θ: 13).
Τροπάριον.
Άπαντες πιστοί εν
ω την τελείωσιν ελάβομεν, θεολογούντες ασιγήτως, συν Αγγέλοις δοξάσωμεν, Πατέρα
Υιόν και Πνεύμα Άγιον· τούτο γαρ Τριάς υποστάσεσιν ομοούσιος, εις δε Θεός, ω
και ψάλλομεν· Κύριος, και Θεός ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων.
Ερμηνεία.
Με το Τροπάριον
τούτο καλεί ο Μελωδός τον βαπτιζόμενον λαόν των Χριστιανών εις ύμνον και
δοξολογίαν της Αγίας Τριάδος, ήτις ετελείωσεν ημάς δια του αγίου Βαπτίσματος.
Όλοι, λέγει, ημείς οι Χριστιανοί, όσοι εκαθαρίσθημεν με το άγιον Βάπτισμα, και
προς θεογνωσίαν οδηγηθέντες, εις την των Αγγέλων κατάστασιν ανεβιβάσθημεν, όλοι
ασιγήτως μετά των Αγγέλων ας θεολογήσωμεν. Ποίον; Το Θείον (το οποίον έξωθεν εννοείται κατά τον
Πτωχόν Πρόδρομον), εν ω (με το οποίον) ελάβομεν την τελειότητα δια του αγίου
Βαπτίσματος. Ας δοξολογήσωμεν δε τον Πατέρα τον Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον.
Ποία δε δοξολογία είναι τω Θεώ πρέπουσα; Το να διαιρούμεν μεν την Αγίαν Τριάδα
κατά τας υποστάσεις και πρόσωπα, να ενούμεν δε πάλιν Αυτήν κατά την ουσίαν και
φύσιν· ούτω γαρ και οι εν Ουρανοίς Άγγελοι, και μάλιστα το τάγμα των φλογερών
Σεραφείμ, υμνούσι τον τρισυπόστατον Θεόν και δοξάζουσι τους τρεις αγιασμούς εις
μίαν συνάγοντες κυριότητα, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον· λέγοντες γαρ αυτοί
τρις, Άγιος, Άγιος, Άγιος, δηλούσι τας τρεις υποστάσεις· λέγοντες δε μίαν φοράν
το «Κύριος» δηλούσι το εν κράτος των τριών και την μίαν αυτών Βασιλείαν και
Θεότητα. Επιφέρει δε ο Μελωδός, ότι το Θείον, Τριάς μεν είναι κατά τας
υποστάσεις, ένας δε Θεός ομοούσιος κατά την ουσίαν και φύσιν, εις τον οποίον
ψάλλομεν: «Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ημών».
Ωδή η΄ .
Ο Ειρμός.
Μυστήριον
παράδοξον, η Βαβυλώνος έδειξε κάμινος, πηγάσασα δρόσον· ότι ρείθροις έμελλεν,
άϋλον πυρ εισδέχεσθαι ο Ιορδάνης, και στέγειν σαρκί, βαπτιζόμενον τον Κτίστην·
ον ευλογούσι Λαοί, και υπερυψούσιν, εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Η Βαβυλωνία,
λέγει, κάμινος, επειδή ανέβλυσε δρόσον ουρανίαν, δια τούτο υπέδειξε το
παράδοξον Μυστήριον, το οποίον ηκολούθησε σήμερον εις τον Ιορδάνην· εφανέρωσε
γαρ, ότι καθώς αυτή εδέχθη μέσα εις τον εαυτόν της την θεϊκήν δρόσον, την
οποίαν ολίγην ούσαν δεν εδυνήθη να νικήση η τόση υπερβολική φωτία όπου είχεν,
ούτε να εξατμίση αυτήν εις τον αέρα, αλλά μάλλον η υπερβολική της φωτία ενικήθη
από την ολίγην δρόσον και κατεσβέσθη· ούτως εκ του εναντίου ο ροώδης και
υδατώδης ποταμός Ιορδάνης έμελλε να δεχθή μέσα εις τα ιδικά του ρείθρα το άϋλον
πυρ της Θεότητος, και να στέξη: ήτοι να βαστάση τον Κτίστην του Παντός
βαπτιζόμενον κατά την ανθρωπότητα· ου γαρ το άϋλον και θείον πυρ εσβέσθη ή
ενικήθη από το υλικόν ρείθρον του Ιορδάνου· αυτό δε μάλλον ενίκησε το
Ιορδάνειον ρείθρον, καθώς και εκεί τότε ενικήθη από την δρόσον η κάμινος.
Επιφέρει δε ο Μελωδός το «Ον ευλογούσι λαοί και υπερυψούσιν εις πάντας τους
αιώνας», δια να δείξη, ότι είναι ογδόη Ωδή, της οποίας είναι χαρακτηριστικά τα
ανωτέρω λόγια.
Τροπάριον.
Απόθου φόβον
άπαντα, ο Λυτρωτής τω Προδρόμω έφησεν· εμοί δε πειθάρχει, ως χρηστώ μοι
πρόσελθε· τούτο γαρ φύσει πέφυκα· εμώ προστάγματι είξον, και βάπτισόν με
συγκαταβάντα, ον ευλογούσι Λαοί και υπερυψούσιν, εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Δια του παρόντος
Τροπαρίου αναφέρει ο Ιερός Μελωδός τον Δεσπότην Χριστόν παραθαρρύνοντα τον
Βαπτιστήν δια να βαπτίση Αυτόν· όθεν λέγει· ο Λυτρωτής του γένους των ανθρώπων
Χριστός, «Ο Θεός (φησίν) ο ύψιστος, Λυτρωτής αυτών εστι» (Ψαλμ. οζ: 35), ο
Χριστός, λέγω, είπεν εις τον Πρόδρομον Ιωάννην: απόβαλε εκ της ψυχής σου κάθε
φόβον, ω Ιωάννη, και πείσθητι δια δύο αίτια και πλησίασον εις εμέ· πρώτον,
διότι δεν θέλεις πάθη από εμέ κανένα κακόν, επειδή εγώ είμαι χρηστός, αγαθός,
και τούτο φύσει πέφυκα: τουτέστιν εγώ μόνος φυσικήν έχω την αγαθότητα και
χρηστότητα: «Ουδείς (φησίν) αγαθός, ειμή εις ο Θεός» (Μαρ. ι: 18)· διότι οι μεν
άνθρωποι και Άγγελοι λέγονται αγαθοί και χρηστοί θέσει και κατά μετοχήν της του
Θεού αγαθότητος και χρηστότητος· εγώ δε είμαι αγαθός φύσει και πρώτως και κατ΄
αιτίαν. Ώστε θαρρών πλησίασον εις εμέ, ως εις χρηστόν και αγαθόν· το γαρ αγαθόν
δεν προξενεί φόβον και αποφυγήν, αλλά θάρρος και πλησιασμόν· ουδέ κακοποιεί
τινά, αλλά μάλλον ευεργετεί πάντας. Αν όμως δεν ελκυσθής από την φυσικήν μου
χρηστότητα, ελκύσου καν από την φυσικήν μου μεγαλειότητα, και υποτάσου εις την
προσταγήν μου και βάπτισόν με, διότι εις τούτο εσυγκατέβην και έγινα άνθρωπος.
Μερικοί δε, ως ο ανώνυμος ερμηνευτής των Κανόνων και άλλοι, το «χρηστώ» δια του
ι γράφουσιν, εννοούντες με την τοιαύτην λέξιν το «Θεανθρώπω»· τούτο όμως δεν
είναι ορθόν, κατά τον Θεόδωρον, δια δύο αίτια. Πρώτον, διότι δεν αρμόζει εις
τον σκοπόν του Ιησού· ο σκοπός γαρ Αυτού ήτον να κάμη τον Ιωάννην να λάβη
θάρρος εις το να βαπτίση Αυτόν· επειδή ποίον θάρρος έμελλε να λάβη, εάν ήκουεν
από τον Χριστόν να τον λέγη, πλησίαζε εις εμέ ως εις Χριστόν, τουτέστιν ως εις
Θεόν τέλειον, και τέλειον άνθρωπον; Εκείνος γαρ δια τούτο και μόνον εφοβείτο
τον Χριστόν, διότι ήτον Θεός. Δεύτερον, διότι το εκ του τοιούτου λόγου
συναγόμενον νόημα είναι μακράν των δογμάτων της Ιεράς Θεολογίας· επειδή γαρ το
όνομα «Χριστός» σημαίνει «Θεάνθρωπος», ως είπομεν, και δηλοί, ου την χρίσασαν
μόνον Θεότητα, αλλά και την χρισθείσαν υπ΄ αυτής ανθρωπότητα, ακολουθεί εξ
ανάγκης, ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός μίαν μεν υπόστασιν έχει, καθ΄ ην η
προσλαβούσα Θεότης ηνώθη με την προσληφθείσαν ανθρωπότητα, δύο δε τας φύσεις
και θελήσεις και ενεργείας, κατά την κοινήν γνώμην των Ιερών Θεολόγων. Εάν
λέγωμεν λοιπόν ότι ο Χριστός ο εν δυσί φύσεσι θεωρούμενος φύσει μια πέφυκεν,
ασεβές είναι και βλάσφημον· διότι το να λέγη τινάς τον Χριστόν φύσει Θεόν και
φύσει άνθρωπον, διπλώς λεγομένου του «φύσει», τούτο είναι ορθόν και ευσεβές· το
δε να λέγη άπαξ, φύσει Θεόν και άνθρωπον, τούτο ουδαμώς λέγεται παρά τοις
Θεολόγοις Πατράσι.
Τροπάριον.
Ρημάτων ως
ακήκοεν, ο Βαπτιστής του Δεσπότου, σύντρομος παλάμην εκτείνει· χειραπτήσας όμως
δε, την κορυφήν του Πλάστου αυτού, τω βαπτισθέντι εβόα· Αγίασόν με· συ γαρ Θεός
μου, ον ευλογούσι Λαοί, και υπερυψούσιν εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Τούτο το
Τροπάριον είναι ακόλουθον με το ανωτέρω· λέγει γαρ ο Μελωδός, ότι ο Βαπτιστής
Ιωάννης, όταν ήκουσε τα ανωτέρω λόγια του Δεσπότου Χριστού, με τα οποία
επαραθάρρυνεν αυτόν δια να τον βαπτίση, τότε εξάπλωσε μεν την παλάμην του: ήτοι
την χείρα όλην, (συνεκδοχικώς γαρ από το μέρος το όλον καλείται) δια να τον
βαπτίση, πλην πάλιν με φόβον και τρόμον· πιάσας δε με την χείρα του την κορυφήν
του ιδικού του Πλάστου, εβόα προς Αυτόν: εγώ, ω Δέσποτα, και πάλαι έλεγόν σοι,
ότι εγώ έχω χρείαν να βαπτισθώ από Σε, και όχι Συ από εμέ, και τώρα πάλιν αυτόν
τον ίδιον λόγον λέγω Σοι· Συ, Κύριε, αγίασον αληθώς και πραγματικώς εμέ, όστις
κατά μόνον το φαινόμενον νομίζομαι ότι αγιάζω Εσέ δια της ιδικής μου
χειροθετήσεως, επειδή Συ είσαι ο Θεός μου, τον οποίον ευλογούσιν οι λαοί κ.τ.λ.
Και τη αληθεία ηγιάσθη ο Βαπτιστής Ιωάννης, ου βαπτισθείς υπό του Κυρίου, αλλά
βαπτίσας τον Κύριον. Ει δε λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος περί του Χριστού: «Ήδει
γαρ (ο Χριστός) μετ΄ ολίγον αυτός βαπτίσων τον Βαπτισθήν» (Λόγος εις τα Φώτα),
τούτο νοείται ίσως ότι ηγιάσθη ο Ιωάννης με το πιάσιμον της παναγίας κορυφής
του Κυρίου, και με την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος, καθώς σχολιάζει ο
Νικήτας. Εκείνο δε το οποίον λέγει Ιωσήφ ο Βρυέννιος, ότι ο Κύριος εβάπτισεν
αληθώς τον Ιωάννην, απαράδεκτον είναι, ως θέλουσι τινές, καθότι ο Ευαγγελιστής
Ιωάννης λέγει, ότι ο Ιησούς αυτός ουκ εβάπτιζεν (Ιωαν. Δ: 2). Όρα δε και τον
Ιερόν Κοσμάν ενταύθα λέγοντα εκ μέρους του Προδρόμου προς τον Χριστόν, αγίασόν
με, και ουχί βάπτισόν με· αλλά και ο Δαμασκηνός Ιωάννης λέγει ότι εβαπτίσθη ο
Χριστός, ουχ΄ ίνα βαπτίση, αλλ΄ ίνα αγιάση τον Βαπτιστήν (Βιβλίον Δ΄ κεφάλαιον
πστ΄)· λέγει δε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «Ο δε Λουκάς, εγένετο, φησί, του
Ιησού βαπτισθέντος και προσευχομένου, ανεωχθήναι τον Ουρανόν· και βαπτιζόμενος
γαρ καταβαίνων τε και αναβαίνων εκ του ύδατος προσηύχετο, διδάσκων έργοις, ως ου
τον Ιερέα και τελεστήν των Μυστηρίων δει προσεύχεσθαι μόνον, αλλά και τον
τελούμενον επί πάσης τελετής θείας τούτο δει ποιείν. Καν μεν ο τελών τελεώτερος
η την αρετήν, και εκτενεστέραν αναπέμπη την ευχήν, δι΄ αυτού επί τον τελούμενον
η χάρις διαβαίνει· αξιωτέρου δε του τελουμένου όντος, και εκτενέστερον
προσευχομένου, ο θελητής του ελέους, ω της αφάτου χρηστότητος! Ουκ απαναίνεται
μεταδούναι δι΄ αυτού τω τελεστή της χάριτος· ως και νυν εμφανώς επί του Ιωάννου
γέγονεν· ο και αυτός ύστερον παρρησία μαρτυρεί λέγων: «Εκ του πληρώματος αυτού
ημείς πάντες ελάβομεν» (Λόγος β΄ εις το Βάπτισμα ου η αρχή χθες
συνεκκλησιάζων). Τούτο δε το Τροπάριον, κατά τον ανώνυμον, είναι όλον σχεδόν
ερανισμένον από τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, όστις λέγει περί του Δεσπότου
Χριστού, ότι είπε προς τον Ιωάννην: «Άφες άρτι· ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν
πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην. Τότε αφίησιν αυτόν (ο Ιωάννης)» (Ματθ. γ: 15). Τι
δε δηλοί το «αφίησιν αυτόν»; Ότι δεν επρόσθεσεν άλλην καμμίαν αντίστασιν, αλλά
ως δούλος ευγνώμων υπετάγη εις το θέλημα του Δεσπότου και εβάπτισεν Αυτόν. Τούτο
το ίδιον εποίησεν ύστερον και ο Κορυφαίος Πέτρος εν τω νιπτήρι· διότι πρώτον
αντεστάθη και δεν ήθελε να του νίψη τους πόδας ο Κύριος, ύστερον δε επείσθη εις
τα λόγια του Κυρίου· επειδή οι Άγιοι δεν είναι περισσότερον από το πρέπον ή
φιλόνεικοι, ή ακολουθούντες εις το ιδικόν των θέλημα, αλλά εν μόνον σπουδάζουν,
το να τελειώσουν το του Κυρίου των θέλημα.
Τροπάριον.
Τριάδος η
φανέρωσις, εν Ιορδάνη γέγονεν· αύτη γαρ υπέρθεος φύσις· ο Πατήρ εφώνησεν· ούτος
ο βαπτιζόμενος, Υιός ο αγαπητός μου· το Πνεύμα συμπαρήν τω ομοίω· ον ευλογούσι
Λαοί, και υπερυψούσιν εις πάντας τους αιώνας.
Ερμηνεία.
Κατά τα τρία
ταύτα Τροπάρια, τα δύο προλαβόντα και το παρόν, ευρίσκονται κατά σειράν, και το
ένα ακολουθεί εις το άλλο· το μεν γαρ πρώτον αναφέρει την θαρσοποίησιν όπου ο
Δεσπότης Χριστός εποίει εις τον Ιωάννην δια να τον βαπτίση· το δε δεύτερον
διηγείται, ότι ο Ιωάννης αφείς κάθε αντίστασιν, εβάπτισεν Αυτόν· και το παρόν
τρίτον διηγείται, ότι αφ΄ ου εβαπτίσθη ο Κύριος, εσχίσθησαν οι Ουρανοί, και η
φωνή του Πατρός εξηχήθη, και το Πνεύμα κατήλθεν εν είδει περιστεράς· ούτω γαρ
διηγείται ταύτα και το ύφος των τριών ομού Ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου και
Λουκά. Λέγει λοιπόν ο Μελωδός, ότι η φανέρωσις της Αγίας Τριάδος έγινεν εις τον
Ιορδάνην ποταμόν· η γαρ Αγία Τριάς εφάνη μεν δια πολλών συμβόλων και πολλάκις
εις τους παλαιούς Προπάτορας και Προφήτας τους καθαρούς τω πνεύματι· εφάνη όμως
σκιωδώς και αινιγματωδώς· καθώς τούτο ημπορεί να το βεβαιωθή τινάς, εάν
αναγνώση την παλαιάν Γραφήν και τους Προφήτας· η δε καθαρά και εναργής και δια
των ενεργειών αποκάλυψις της Αγίας Τριάδος εις τον ποταμόν Ιορδάνην έγινεν·
αύτη γαρ η Αγία Τριάς είναι φύσις υπέρθεος. Όμοιον δε τούτο είναι, κατά τον
ανώνυμον, με το ρητόν εκείνο του Δαβίδ, λέγοντος προς τον εν Τριάδι ένα Θεόν:
«Σφόδρα υπερυψώθης υπέρ πάντας τους Θεούς» (Ψαλμ. ψστ: 9), από το οποίον ρητόν
πολλοί Θεολόγοι επαρακινήθησαν να ειπούν επί Θεού την λέξιν ταύτην, υπέρθεος.
Έπρεπε δε η Αγία Τριάς, η εν γνόφω (εν τη αορασία της ακαταληψίας) πάλαι
κεκαλυμμένη να φανερωθή εσχάτως τρανώς και καθαρώς εις όλην την Κτίσιν. Επειδή
δε, κατά τον Απόστολον, παν το φανερούμενον φως εστι (Εφ. ε: 13), φως αληθινόν
άρα είναι η μακαρία και υπερούσιος Τριάς, η οποία εφανερώθη, ως είπομεν, εν τω
Ιορδάνη· ο μεν γαρ Μονογενής Υιός κάτω σωματικώς εβαπτίζετο, ο δε Πατήρ
εμαρτύρει Αυτού την υιότητα, βροντών άνωθεν με φωνήν εξάκουστον και μεγάλην,
και πάντων τας ακοάς κατακτυπών και λέγων: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός,
εν ω ευδόκησα» (Ματθ. γ: 17), το δε Πνεύμα το Άγιον φανέν εν είδει περιστεράς,
παρευρίσκετο με τον βαπτιζόμενον Υιόν ως ομοούσιον Αυτού. Εδανείσθη δε ταύτα ο
Μελωδός από τον Θεολόγον Γρηγόριον ούτω λέγοντα: «Άνεισιν Ιησούς εκ του ύδατος·
συναναφέρει γαρ εαυτώ τον Κόσμον, και ορά σχιζομένους τους Ουρανούς, ους ο Αδάμ
έκλεισεν εαυτώ τε και τοις μετ΄ αυτόν, ώσπερ και τη φλογίνη ρομφαία τον
Παράδεισον και το Πνεύμα μαρτυρεί την Θεότητα· τω γαρ ομοίω (τω ομοουσίω)
προστρέχει και η εξ Ουρανών φωνή· εκείθεν γαρ ο μαρτυρούμενος, και ως περιστερά·
τιμά γαρ το σώμα, επεί και τούτο τη θεώσει Θεός σωματικώς ορωμένη» (Λόγος εις
τα Φώτα). Ταύτα ερμηνεύων ο Σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Το Πνεύμα σωματικώς
οραθέν, και ως περιστερά προσελθόν τω Χριστώ, τιμά το σώμα αυτού, όπερ ούτε
φύσει (ην) Θεός, άτοπον γαρ, ούτε θέσει· ου γαρ εκ προκοπής, αλλά τη θεώσει και
τη καθ΄ υπόστασιν ενώσει, υπέρ φύσιν και θέσιν εξ αυτής της ενώσεως θεωθέν».
Έφη δε και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν
λόγω αυτού περί της υπεροχής του θεοϋποστάτου προσλήμματος: «Του προαιωνίου
Λόγου, ου μόνον η Θεότης ανεξιχνίαστος, αλλά και ο προς την σάρκα της ενώσεως
τρόπος απερινόητος, και η συγκατάβασις ανυπέρβλητος, και το του προσλήμματος
θείον και απόρρητον ύψος, υπερεξηρημένον (εστί) και νου και λόγου παντός, ως
μηδέ τούτο σύγκρισιν όλων προς την Κτίσιν επιδέχεσθαι δύνασθαι· ωραίος γαρ,
φησί, κάλλει παρά τους Υιούς των ανθρώπων· ουκ είπεν ωραιότερος, αλλ΄ απλώς,
ωραίος, ίνα μη τα ασύγκριτα συγκρίνη ψιλοίς ανθρώποις, φύσιν ομόθεον».
Ωδή θ΄.
Ο Ειρμός.
Απορεί πάσα
γλώσσα, ευφημείν προς αξίαν· ιλιγγιά δε νους και υπερκόσμιος, υμνείν σε Θεοτόκε·
όμως αγαθή υπάρχουσα, την πίστιν δέχου· και γαρ τον πόθον οίδας, τον ένθεον
ημών· συ γαρ Χριστιανών ει προστάτις, σε μεγαλύνομεν.
Ερμηνεία.
Το παρόν
Τροπάριον προσφωνεί ο Μελωδός εις την Θεοτόκον· όθεν επιστρέφων προς αυτήν, ω
Θεοτόκε, λέγει, κάθε γλώσσα, είτε των ανθρώπων είτε των Αγγέλων (λέγονται γαρ
και γλώσσαι Αγγέλων, οποίαι και αν είναι αύται, καθώς μαρτυρεί ο Απ. Παύλος:
«Εάν ταις γλώσσαις των Αγγέλων λαλώ, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι» (α΄
Κορ. ιγ: 1), και Αγγελική και ανθρωπίνη γλώσσα απορεί, και δεν δύναται να σε
επαινέση, Θεοτόκε, κατά την αξίαν της Θεομητορικής σου μεγαλειότητος. Ου μόνον
δε η γλώσσα, αλλά και αυτός ο νους, από τον οποίον πηγάζει κάθε νόημα και κάθε
λόγος εις την γλώσσαν, και νους όχι μόνον ημών των ανθρώπων, ο συνδεδεμένος
σαρκί και αίματι, αλλά και αυτός ακόμη ο υπερκόσμιος και απλούς, οποίος είναι
των Σεραφείμ και των Χερουβίμ, και ούτος ιλιγγιά και σκοτίζεται εις το να σε
υμνή και να σε εγκωμιάζη, και παθαίνει παρομοίως με εκείνους όπου βλέπουσι μεν
μέσα εις κανέν μέγα και αχανές πέλαγος, μη ημπορούντες δε να ιδούν βαθύτερον,
σκοτίζονται κατά τον εγκέφαλον. Όμως εσύ, Παρθένε, μη αποβλέψης εις την
αναξιότητα ημών των υμνητών Σου, μηδέ δια τούτο αποστραφής τους ιδικούς μας
ύμνους· αλλά με το να είσαι αγαθή και του υπεραγάθου και φιλανθρώπου Θεού
πανάγαθος και φιλάνθρωπος Μήτηρ, δέχου την πίστιν, με την οποίαν Σοι
προσφέρομεν τους παρόντας ύμνους· ηξεύρεις γαρ, Δέσποινα, ηξεύρεις τον ένθεον
και θερμότατον πόθον, τον οποίον τρέφομεν εις τας ψυχάς μας προς την
θεομητορικήν Σου μεγαλειότητα· δια τον οποίον, ει και ανάξιοι είμεθα,
αποτολμώμεν όμως να Σε μεγαλύνωμεν· επειδή Εσύ είσαι η προστάτις των Χριστιανών
εις κάθε περίστασιν και εν τη παρούση ζωή και εν τη μελλούση. Σχεδόν το νόημα
του Ειρμού τούτου εκθέτει και ο της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος πανηγυρίζων εις την
Κοίμησιν της Θεοτόκου και λέγων απορητικώς προς Αυτήν: «Τις Σου το θεαυγές
κάλλος υπογράψει, Θεομήτορ Παρθένε, λόγος; Ου γαρ εστι τα Σα λογισμοίς και
λόγοις ορίζειν· πάντα γαρ υπερβαίνει και νουν και λόγον· υμνείν δ΄ όμως έξεστι,
Σου φιλανθρώπως προσιεμένης· Συ γαρ και χαρίτων απασών χωρίον, και πλήρωμα
καλοκαγαθίας παντοίας, και πίναξ, και εικών έμψυχος αγαθού παντός και
χρηστότητος πάσης». Έφη δε και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας εν τω εις τα Εισόδια
λόγω αυτού: «Οίμαι γαρ, ει τινές εισιν Αγγέλων λόγοι, Μυστηρίων θείων τω όντι
Άγγελοι, μηδέ τούτους αν εφικέσθαι των χαρίτων της Θεομήτορος· ης γαρ η
αγιωσύνη την κτιστήν πάσαν φύσιν εκβέβηκεν, ουκ αν λόγος κτίσματος ταύτην αξίως
υμνήσαι δύναιτο».
Τροπάριον.
Δαβίδ πάρεσο,
Πνεύματι τοις φωτιζομένοις· Νυν προσέλθετε, άδε προς Θεόν, εν πίστει λέγων
φωτίσθητε· ούτος ο πτωχός εκέκραξεν Αδάμ εν πτώσει· και γαρ αυτού εισήκουσε
Κύριος ελθών, ρείθροις του Ιορδάνου, φθαρέντα δε ανεκαίνισεν.
Ερμηνεία.
Το παρόν
Τροπάριον εφιλοπόνησεν ο Μελωδός δια να παρακινήση τους Κατηχουμένους να
φωτισθούν: ήτοι να βαπτισθούν· φώτισμα γαρ το Βάπτισμα λέγεται, κατά τον Θεολόγον
Γρηγόριον (Λόγος εις το Βάπτισμα)· ήτον γαρ συνήθεια εις τους πάλαι
κατηχουμένους να βαπτίζωνται και κατά την εορτήν της Χριστού Γεννήσεως, και
κατά την σημερινήν των Θεοφανείων, και κατά την Ανάστασιν, και κατά την
Πεντηκοστήν· δια τούτο και εν αυταίς ταις εορταίς ψάλλεται αντί τρισαγίου εν τη
λειτουργία το : «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Αποτείνων
λοιπόν τον λόγον ο Μελωδός προς τον Προφητάνακτα λέγει: ω θεοπάτωρ Δαβίδ, ελθέ
παρών εις τους σήμερον φωτιζομένους: ήτοι βαπτιζομένους· ελθέ δε, όχι αισθητώς,
τούτο γαρ είναι αδύνατον, αλλά νοητώς και κατά πνεύμα· ζης γαρ και μ΄ όλον ότι
μετέστης εις τον Θεόν· διδάσκει δε τούτο ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγων: «Θεώ ζώσιν
οι κατά Θεόν ζήσαντες, καν εντεύθεν απαλλαγώσιν· καθ΄ ο και Αβραάμ και Ισαάκ
και Ιακώβ ακούει Θεός ο Θεός, ως ου νεκρών Θεός, αλλά ζώντων» (Εγκώμιον εις τον
Αθανάσιον). Και κρούων την κινύραν ψάλλε τον ιερόν σου εκείνον ψαλμόν:
«Προσέλθετε προς αυτόν (τον Θεόν) και φωτίσθητε, και τα πρόσωπα υμών ου μη
καταισχυνθή» (Ψαλμ. λγ: 6). Προσέλθετε με πίστιν Πατρός, Υιού και Αγίου
Πνεύματος της υπερουσίου Τριάδος, και εις το όνομα Αυτής: τουτέστιν εις την
μίαν αυτής Θεότητα, βαπτίσθητε, και τα πρόσωπα υμών ου μη καταισχυνθή με το
αληθινόν φως σημειούμενα, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον (Λόγος εις τα Φώτα).
Ψάλλε, δε ακόμη και το : «Ούτος ο πτωχός εκέκραξε, και ο Κύριος εισήκουσεν
αυτού» (αυτόθι), πτωχόν εννοών τον Αδάμ· διότι πλούσιος ων πρότερον κατά την
χάριν του Θεού, ύστερον δια την πτώσιν της παρακοής εστερήθη φευ! του πλούτου
της χάριτος, και έγινε πτωχός· επειδή κυρίως πτωχός εκείνος λέγεται, όστις
εκπέση ου έχει πλούτου. Ποίαν δε κραυγήν του Αδάμ ο Κύριος εισήκουσεν; Ίσως
εκείνην την προφητικώς υπό του Δαβίδ ρηθείσαν: «Ο καθήμενος επί των Χερουβίμ
εμφάνηθι» (Ψαλμ. οθ: 2). Ταύτην λοιπόν την φωνήν ο Κύριος ακούσας, ενεφανίσθη
καταβάς επί της γης, και ακολούθως ανεκαίνισε και ανέπλασε με τα ρείθρα του
Ιορδάνου τον Αδάμ, όστις εφθάρη από την αμαρτίαν.
Τροπάριον.
Ο Ησαϊας
λούσασθε, και καθάρθητε φάσκει· τας πονηρίας έναντι, αφέλεσθε Κυρίου· οι
διψώντες, ύδωρ επί ζων πορεύεσθε· ρανεί γαρ ύδωρ καινοποιόν Χριστός, τοις
προστρέχουσιν αυτώ εν πίστει, και προς ζωήν την αγήρω, βαπτίζει Πνεύματι.
Ερμηνεία.
Και τούτο το
Τροπάριον προτρεπτικόν είναι εις το Βάπτισμα· ερανίζεται δε τούτο ο Μελωδός από
τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα· «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε· αφέλεσθε τας
πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου» (Ησ. α: 16). Εις ταύτα
λοιπόν τα λόγια του Προφήτου προσθείς και ιδικά του ο Ιερός Κοσμάς λέγει, ότι ο
Ησαϊας, λούσασθε, λέγει, και καθαρισθήτε, προφητεύων την δια του Βαπτίσματος
κάθαρσιν. Επειδή δε τούτο δεν είναι αρκετόν εις τελείαν καθαρότητα, αλλά πρέπει
και μετά ταύτα να φυλάττη τινάς την καθαρότητα του Βαπτίσματος δια της
αφαιρέσεως και αποχής των πονηρών· δια τούτο ακολούθως λέγει ο αυτός Προφήτης
«Αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών»· και αλλαχού ο αυτός λέγει: «Οι
διψώντες πορεύεσθε εφ΄ ύδωρ» (Ησ. νε: 1). Ποίον δε είναι τούτο το ύδωρ; Το
ζωντανόν και αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον, οποίον είναι το του Βαπτίσματος και
της θείας χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το οποίον υπεσχέθη ο Δεσπότης Χριστός να
ποτίση την Σαμαρείτιδα και κάθε πιστεύοντα εις αυτόν: «Το ύδωρ, φησίν, ο δώσω
αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. δ: 14).
Πόσις δε του ύδατος τούτου είναι η του Χριστού επίγνωσις. Ακολούθως δε επιφέρει
ο Μελωδός, ότι ο Χριστός θέλει ραντίσει ένα νερόν (το του Βαπτίσματος), το
οποίον κάμνει καινούριους τους ανθρώπους, όσοι προστρέχουν αυτώ με πίστιν
θερμήν και αδίστακτον. Βαπτίζει δε αυτούς με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δια
να τύχουν ζωήν την αγήρω και ατελεύτητον· καθώς αυτός είπεν ο Κύριος προς τον
νυκτερινόν μαθητήν Νικόδημον: «Δει υμάς γεννηθήναι άνωθεν» (Ιω. γ: 7)· το δε
άνωθεν γεννηθήναι το, βαπτισθήναι δηλοί και θεωθήναι, ίνα δι΄ αυτού μεταποιηθή
η πρώτη εκείνη και εμπαθής και σαρκική γέννησις και ζωή, την οποίαν ελάβομεν
από τους σωματικούς γονείς μας, ως είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος (Λόγος εις το
Βάπτισμα), και κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν. Ερανίσθη δε το ανωτέρω ρητόν από
τον Προφήτην Ιεζεκιήλ λέγοντα· «Και ρανώ εφ΄ υμάς καθαρόν ύδωρ, και
καθαρισθήσεσθε από πασών των ακαθαρσιών υμών» (Ιεζ. λστ: 25). Ραντισμός δε του
ύδατος τούτου είναι η κάθαρσις η δια του Βαπτίσματος γινομένη.
Τροπάριον.
Συντηρώμεθα χάριτι,
πιστοί και σφραγίδι· ως γαρ όλεθρον έφυγον, φλιάς Εβραίοι πάλαι αιμαχθείσης,
ούτω και ημίν εξόδιον το θείον τούτο, της παλιγγενεσίας λουτήριον έσται· ένθεν
και της Τριάδος, οψόμεθα φως το άδυτον.
Ερμηνεία.
Το Τροπάριον
τούτο είναι ως επίλογος και σφραγίς όλου του Κανόνος· όθεν με αυτό παρακινεί ο
Μελωδός τους Χριστιανούς όπου εβαπτίσθησαν, να φυλάττουν την χάριν του
Βαπτίσματος καθαράν και αμόλυντον. Λέγει δε ούτω· ω αδελφοί μου Χριστιανοί, ας
φυλαττώμεθα καθαροί από αμαρτίας με την χάριν και σφραγίδα όπου ελάβομεν του
αγίου Βαπτίσματος· διότι καθώς το παλαιόν οι Έβραίοι έφυγον και εγλύτωσαν από
τον Άγγελον τον ολοθρευτήν των πρωτοτόκων, επειδή εσημειώθη με το αίμα του
αμνού (του εικονίζοντος τον Χριστόν) το ανώφλιον της θύρας του οίκου αυτών, και
ούτω διαπεράσαντες αβλαβείς την ερυθράν θάλασσαν, ηλευθερώθησαν από την
σκλαβίαν των Αιγυπτίων, και επήγαν εις την γην της επαγγελίας· τοιουτοτρόπως
και εις ημάς τους βεβαπτισμένους Χριστιανούς το θείον τούτο λουτρόν της
αναγεννήσεως (το άγιον Βάπτισμα) θέλει γένη εξόδιον: τουτέστιν έξοδος και
διάβασις από την σκοτεινήν ταύτην ζωήν και Αίγυπτον της αμαρτίας, και από την
αλμυράν θάλασσαν της ασεβείας εις την φωτεινήν ζωήν, εις την γλυκύτητα της
αρετής και χάριτος, και εις την άνω Ιερουσαλήμ, όπου θέλομεν αξιωθή να βλέπωμεν
το ανέσπερον φως της ζωαρχικής και υπερουσίου Τριάδος, εις της οποίας το όνομα
(το οποίον είναι η μία θεότης, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον) εβαπτίσθημεν.
Εκείνοι γαρ όπου φεύγουσιν από την Αίγυπτον (ήτις ερμηνεύεται σκοτία),
ακολούθως οικείον έχουσι το να φωτίζωνται εκ Θεού. Επαρωμοίασε δε ο Μελωδός το
Βάπτισμα με το αίμα του αμνού του προτυπούντος τον Χριστόν· διότι το Βάπτισμα
περιέχει και το αίμα του Χριστού: ήτοι τον Σταυρόν και τον θάνατον· λέγει γαρ:
«Όσοι εβαπτίσθημεν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν» (Ρωμ. στ: 3). Και όρα
περί τούτου την ερμηνείαν του Ειρμού του παρόντος Κανόνος, του οποίου η αρχή
Ιησούς ο ζωής αρχηγός. Ο δε ανώνυμος εξηγητής το «εξόδιον» ενόησεν αντί του «εν
ώρα θανάτου» λέγων, το άγιον Βάπτισμα θέλει γένη εις ημάς λουτήριον εν τω καιρώ
της εξόδου (του θανάτου) σφραγίζον την ψυχήν και το σώμα μας, αν φυλάξωμεν αυτό
καθαρόν και αμόλυντον δια χριστιανικής πολιτείας, και δια της εργασίας των
ζωοποιών εντολών του Κυρίου. Το Παράδειγμα δε τούτο έλαβεν ο Μελωδός από το βιβλίον
της Εξόδου, όπου γράφεται «Και λήψονται από του αίματος (του αμνού), και
θήσουσιν επί των δύο σταθμών, και επί την φλιάν εν τοις οίκοις, εν οις αν
φάγωσιν αυτό εν αυτοίς» (Έξ. ιβ: 7). Και πάλιν: «Και έσται το αίμα υμίν εν
σημείω επί των οικιών, εν αις υμείς εστέ εκεί, και όψομαι το αίμα και σκεπάσω
υμάς· και ουκ έσται εν υμίν πληγή του εκτριβήναι, όταν παίω εν γη Αιγύπτω»
(αυτόθι 13). Άμποτε δε και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες
τον παρόντα Κανόνα να φυλάξωμεν καθαρόν και αμόλυντον το άγιον Βάπτισμα δια της
αποχής μεν και αποστροφής και μίσους κάθε αμαρτίας, δια της φυλακής δε των του
Χριστού εντολών και εναγκαλίσεως και αγάπης όλων των αρετών. Καθώς γαρ, αφ΄ ου
ο Χριστός ανέστη εκ των νεκρών, θάνατος αυτού δεν κυριεύει· ούτω και ημείς,
ύστερον αφ΄ ου εβαπτίσθημεν και από την αμαρτίαν ηλευθερώθημεν, ήτις είναι
θάνατος της ψυχής, πρέπει να σπουδάζωμεν, ίνα μη πάλιν κυριευθώμεν από αυτήν.
Όθεν είπεν ο της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «Καθάπερ ο Κύριος, όπερ απέθανε τη
αμαρτία, απέθανεν εφάπαξ, ο δε ζη, ζη διηνεκώς τω Θεώ· και ώσπερ αυτός είπεν,
ότι έρχεται ο άρχων του Κόσμου τούτου, και εν εμοί ευρήσει ουδέν· ούτω και ημίν
τοις εις τον αυτού θάνατον βεβαπτισμένοις οφείλεται ίνα ο άρχων του σκότους
ερχόμενος και ζητών ουδέν εν ημίν ευρίσκη των αρεσκόντων αυτώ. Και καθάπερ
Χριστού εκ των νεκρών αναστάντος, θάνατος αυτού ουκ έτι κυριεύει· ούτω δει και
ημάς μετά την δια του θείου Βαπτίσματος εκ του πτώματος της αμαρτίας ανάστασιν,
σπεύδειν μηκέτι κρατηθήναι τη αμαρτία· όσοι γαρ, φησίν, εβαπτίσθημεν εις
Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν ουν αυτώ δια
του Βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της
δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Λόγος περί
των κατά το Βάπτισμα λελουμένων). Επειδή κατά αλήθειαν λύπης πολλής είναι
άξιον, ημείς όπου ηξιώθημεν να λάβωμεν το κατά Χριστόν Βάπτισμα, το οποίον
είναι ασυγκρίτως ανώτερον του κατά τον Πρόδρομον Ιωάννην Βαπτίσματος, να μη
φυλάττωμεν ουδέ εκείνας τας παραγγελίας όπου έδιδεν ο Πρόδρομος εις τους
ερχομένους να βαπτισθούν το ιδικόν του βάπτισμα, αι οποίαι, ήσαν το να μη
κάμνουν τι παρά το διατεταγμένον, ο δηλοί το δίκαιον· το να μη διασείουν τινά,
μηδέ να συκοφαντούν, ο δηλοί την αγάπην· το να δίδουν οι έχοντες δύο χιτώνας
τον ένα από αυτούς εις τους μη έχοντας· ομοίως και οι έχοντες φαγητά και πιοτά
να δίδουν εις εκείνους όπου δεν έχουν, το οποίον δηλοί την ελεημοσύνην. Όθεν ο
αυτός θείος Γρηγόριος δεινοπαθών περί τούτου έλεγεν: «Εγώ δε ταύτα προς υμάς
λέγων, αδελφοί, ου μετρίως οδυνώμαι την ψυχήν, αναλογιζόμενος, πως ημείς οι
καταξιωθέντες εκ πολλού του κατά Χριστόν Βαπτίσματος ουδέ εκείνα κατωρθώσαμεν,
άπερ απήτει ο Ιωάννης τους προσιόντας τω ιδίω Βαπτίσματι· καίτι τοσούτον
διαφέρει του διδομένου τότε παρά του Ιωάννου το του Κυρίου Βάπτισμα, ου ημείς
κατηξιώθημεν, όσον του ύδατος η χάρις του θείου Πνεύματος» (αυτόθι). Εάν όμως
συμβή να αμαρτήσωμεν και να μολύνωμεν το άγιον Βάπτισμα από συνεργίαν του
πονηρού και αμέλειαν ιδικήν μας, έχομεν έτοιμον το πέμπτον Βάπτισμα* το της
μετανοίας δηλαδή, το οποίον τελειούται δια δακρύων, δι΄ εξομολογήσεως και δι΄
ατιμοτέρας αγωγής: ήτοι κακοπαθείας και ταπεινωμένης ζωής, κατά τον Θεολόγον
Γρηγόριον. Όθεν δια του Βαπτίσματος τούτου και δια των δακρύων ας αποπλύνωμεν,
αδελφοί, ας αποπλύνωμεν τας ακαθαρσίας και τουθς μολυσμούς όπου ελάβομεν εκ της
αμαρτίας, και ας ανακαλέσωμεν πάλιν την χάριν του αγίου Βαπτίσματος. Όθεν είπεν
Ιωσήφ ο Βρυέννιος: «Καθάπερ υετού καταρρυέντος σφοδρού, αιθρία γίνεται καθαρά,
ούτω και δακρύων καταφερομένων, γαλήνη γίνεται και ευδία, και το εκ των
αμαρτημάτων αφανίζεται σκότος· και ώσπερ εξ ύδατος και Πνεύματος αναγεννώμεθα
την πνευματικήν γέννησιν, ούτως από δακρύων και εξομολογήσεως καθαιρόμεθα
πάλιν» (Λόγω εις τα Θεοφάνεια). Και ο μεν Θηκαράς εν τοις ύμνοις ελεεινολογεί
τον εαυτόν του, πότε θέλει αξιωθή να χύση τόσα πολλά δάκρυα, ώστε να
ισομετρηθούν με το ύδωρ του Βαπτίσματος δια να λουσθή εις αυτά· ο δε θείος
Γρηγόριος ο Νύσσης λέγει, ότι το δάκρυον δεν ισομετρείται με το πλήθος του
ύδατος του Βαπτίσματος, αλλ΄ έχει την ίσην δύναμιν με το Βάπτισμα· ούτω γαρ
φησί: «Και δάκρυον στάξαν ισοδυναμοί τω λουτρώ (τω βαπτίσματι), και στεναγμός
επίμοχθος επανάγει την χάριν προς ολίγον αναχωρήσασαν» (Λόγος περί μετανοίας).
Ας σπουδάσωμεν δε να καθαρίσωμεν την καρδίαν μας από τα πάθη, τα οποία
κατέχωσαν την χάριν του αγίου Βαπτίσματος, καθώς και η στάκτη καταχώνει τον
αναμμένον σπινθήρα· ίνα ευρόντες εν τη καρδία μας τον της χάριτος θησαυρόν όπου
απωλέσαμεν, χαρώμεν χαράν πνευματικήν τε και ανεκλάλητον εν Χριστώ Ιησού τω
Κυρίω ημών τω εν Ιορδάνη βαπτισθέντι· ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και
τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.
*Πέμπτον Βάπτισμα
ονομάζεται το της μετανοίας από τον Θεολόγον Γρηγόριον· επειδή κατά τον ίδιον,
πρώτον Βάπτισμα είναι το του Μωϋσέως, το οποίον είχε πρόσκαιρον κάθαρσιν·
δεύτερον το του Προδρόμου, το εις μετάνοιαν γινόμενον· τρίτον το του Κυρίου, το
εν Πνεύματι Αγίω γινόμενον, όπερ είναι η τελειότης· τέταρτον το δια μαρτυρίου
και αίματος, όπερ εστί των άλλων αιδεσιμώτερον, όσω δευτέροις ρύποις ου
μολύνεται· και πέμπτον το της μετανοίας, ως είρηται (Λόγος εις τα Φώτα). Ο δε
θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσθέτει και άλλα τρία, το του κατακλυσμού εις
εκκοπήν της αμαρτίας γενόμενον, ο και πρώτον τω χρόνω· το δια της ερυθράς
θαλάσσης και της νεφέλης· σύμβολον γαρ ήτον η θάλασσα του ύδατος, και η νεφέλη,
του Πνεύματος, ο και δεύτερον τω χρόνω· και το του μέλλοντος πυρός της γεέννης,
το οποίον σωτήριον ουκ έστιν, αλλά της μεν κακίας αναιρετικόν, κολάζον δε
ατελεύτητα (Βιβλίο Δ΄ κεφάλαιον πστ΄ της Θεολογίας).
Ακροστιχίς
Σήμερον αχράντοιο
βαλών, θεοφεγγέϊ πυρσώ, Πνεύματος, ενθάπτει νάμασιν, αμπλακίην, Φλέξας
Παμμεδέοντος εϋς Πάϊς· ηπιόων δε, Υμνηταίς μελέων των δε δίδωσι χάριν.
Ερμηνεία.
Τους μεγαλωτάτους
και ολεθριωτάτους δράκοντας ούτε χέρι ανθρώπινον, αλλ΄ ούτε σπαθί κοπτερόν
εμπορεί ευκόλως να θανατώση· επειδή οι τοιούτοι δράκοντες όχι μόνον είναι
φοβεροί εις το να αντιπολεμούν, αλλά και εις το να θεωρηθούν μόνον. Με τούτον
δε τον τρόπον αυτοί θανατώνονται, αν πέση επάνω των κανέν αστροπελέκυ από τους
Ουρανούς, ή αν καμμία θεϊκή δύναμις αφανίση αυτούς μέσα εις κανέν χάσμα της
γης, ή εις κανένα βυθόν της θαλάσσης. Επειδή δε η αμαρτία είναι οφιώδης και
δρακοντώδης, όχι μόνον διότι δαγκάνει και θανατώνει με το φαρμάκι της εκείνους
όπου την κάμνουσιν, αλλά διότι εξ αρχής δια μέσου του αρχεκάκου όφεως
επροχώρησεν εις τον Αδάμ και εις όλον το γένος του· δια τούτο καθ΄ ομοίωσιν των
όφεων και δρακόντων δικαίως εξολοθρεύεται σήμερον αύτη παρά του Σωτήρος
Χριστού, καταφλεγομένη μεν με το θεϊκόν αστροπελέκυ του Αγίου Πνεύματος,
καταβυθιζομένη δε μέσα εις τα νερά του Ιορδάνου. Τούτου χάριν λέγει εδώ ο
Μελωδός, ότι Σήμερον ο του παμβασιλέως Θεού και Πατρός Υιός ο αγαθός και
μέγιστος (πως γαρ δεν είναι αγαθός ο αυτόχρημα αγαθότης ων, και μέγιστος ο
πάσιν υπάρχων αχώρητος;) κτυπήσας την αμαρτίαν με τον θεοφεγγή πυρσόν του
αχράντου Πνεύματος, και καύσας αυτήν με το πυρ και τον κεραυνόν της αυτού
Θεότητος, «Κύριος, φησίν, ο Θεός σου πυρ καταναλίσκων εστί» (Δευτ. δ: 24)
(καταναλίσκει δε την μοχθηρίαν, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον) ούτω, λέγω, καύσας
την αμαρτίαν, θάπτει αυτήν μέσα εις τα ύδατα του Ιορδάνου. Και την μεν αμαρτίαν
ούτως οργίλως και ιταμώς επαίδευσεν ο Υιός του Θεού και αφάνισεν· εις ημάς δε
τους υμνητάς των μελών τούτων ιλαρός ων και ευμενής δίδει την χάριν του την
ημάς χαριτούσαν. Υμνητάς δε είπεν ο Μελωδός τούτων των μελών, όχι μόνον τον
εαυτόν του τον Ποιητήν αυτών, αλλά και όλους τους άδοντας και ψάλλοντας τα μέλη
ταύτα, και δια τούτων υμνούντας φιλεόρτως τον βαπτιζόμενον Κύριον.
Ωδή α΄.
Ο Ειρμός.
Στείβει θαλάσσης,
κυματούμενον σάλον, Ήπειρον αύθις, Ισραήλ δεδειγμένον. Μέλας δε πόντος,
τριστάτας Αιγυπτίων, Έκρυψεν άρδην, υδατόστρωτος τάφος, Ρώμη κραταιά, δεξιάς
του Δεσπότου.
Ερμηνεία.
Ο Ειρμός ούτος
της πρώτης Ωδής γυμνήν αναφέρει την θαυματουργίαν αυτήν, η οποία έγινεν εις την
ερυθράν θάλασσαν· όθεν ο Ιερός τούτου Μελωδός ούτω λέγει: ο Ισραηλιτικός λαός
δεν διαπερνά με καϊκι τα κυματούμενα ύδατα της ερυθράς θαλάσσης, επειδή τούτο
δεν είναι κανέν καινόν και παράδοξον, αλλά με τα ίδια του ποδάρια διαπερνά την
θάλασσαν δια ξηράς, σχισθείσης της θαλάσσης δια της ράβδου του Μωϋσέως· δεν
διέβη την θάλασσαν, καθώς ο Κύριος, περιπατών επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης,
ή καθώς ο Κορυφαίος Πέτρος και άλλοι πολλοί Άγιοι· εκείνοι γαρ μένουσαν την
θάλασσαν εις την φυσικήν της κατάστασιν διέβαινον άνωθεν με βάρος ποδών, χωρίς
να καταβυθίζωνται· αλλ΄ ο Ισραηλιτικός λαός διεπέρασε την ερυθράν θάλασσαν
ξηρανθείσαν και αποδειχθείσαν πάλιν ήπειρον και στερεάν. Τίνος χάριν έγινε
τούτο; Δια τον Ισραηλιτικόν λαόν. Διατί δε είπεν ο Μελωδός το «αύθις»; Δια να
φανερώση, ότι η θάλασσα εδείχθη στερεά και κατά την δημιουργίαν του Κόσμου,
όταν εσυνάχθησαν τα νερά εις τους κοιλωτούς τόπους της γης, και εφάνη η ξηρά:
«Συναχθήτω, φησί, το ύδωρ το υποκάτω του Ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω
η ξηρά» (Γέν. α: 9) ούτω το «αύθις» ερμήνευσαν και οι δύο εξηγηταί ο Θεόδωρος
και ο ανώνυμος. Οι μεν ουν Ισραηλίται διεπέρασαν την ερυθράν θάλασσαν
ξηρανθείσαν με τους πόδας των, τους δε τριστάτας των Αιγυπτίων η αυτή θάλασσα,
ήτις δια το βάθος εφαίνετο μαύρη, εσκέπασεν όλους ομού ως ένας τάφος
υδατόστρωτος με την κραταιάν δύναμιν της δεξιάς του Δεσπότου· την οποίαν ο
Μωϋσής θαυμάζων έλεγεν: «Η δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύϊ· η δεξιά σου
χειρ, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς·» (Έξοδ. ιε: 6). Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί ο
Μελωδός ωνόμασε μαύρον τον κόλπον της ερυθράς θαλάσσης, ενώ πολλά διαφέρουσιν
αναμεταξύ των το κόκκινον και το μαύρον; Εις λύσιν της απορίας λέγομεν, ότι το
νερόν κατά την ιδικήν του φύσιν αχρωμάτιστον είναι, καθώς ο αήρ, και
ασχημάτιστον· όταν δε τύχη να χυθή μέσα εις αγγείον, τότε χρωματίζεται και
σχηματίζεται· και εάν τυχόν είναι το αγγείον κόκκινον ή τετράγωνον, και το
νερόν φαίνεται κόκκινον ή τετράγωνον. Η ερυθρά λοιπόν θάλασσα κατά μεν το έξω
μέρος και κατ΄ αυτάς τας παραθαλασσίας κοκκινοειδής εφαίνετο, επειδή ήτον εις
τους αιγιαλούς πέτραι τινές κόκκιναι υποκάτω εις το νερόν, κατά δε το βάθος της
θαλάσσης εφαίνετο μαύρη, διότι το πολύ βάθος της θαλάσσης δεν άφινε την ακτίνα
του Ηλίου να διαπεράση μέσα, και να συγχρωματίση το επάνω νερόν της θαλάσσης με
τας υποκειμένας ερυθράς πέτρας· όθεν η αορασία του βάθους μαύρον έδειχνε το της
ερυθράς πέλαγος. Δια τούτο και κάθε βυθός της θαλάσσης κοινώς μαύρος
ονομάζεται, αν και υποκάτω τούτου ευρίσκεται ύλη διαφόρων χρωμάτων. Όθεν Όμηρος
κρήνην μελάνυδρον είπε την έχουσαν ύδωρ πολύ, και οίνοπα πόντον, το πέλαγος.
Σημείωσαι ότι, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν, το «θαλάσσης κυματούμενον σάλον»
περίφρασις είναι αντί του «θάλασσαν», ομοίως και το «ρώμη κραταιά δεξιάς του
Δεσπότου», αντί του «δυνάμει Θεού».
Τροπάριον.
Όρθρου φανέντος
τοις βροτοίς σελασφόρου, νυν εξ ερήμου, προς ροάς Ιορδάνου Άναξ υπέσχες, Ηλίου
σον αυχένα, Χώρου ζοφώδους, τον γενάρχην αρπάσαι, Ρύπου δε παντός, εκκαθάραι
την Κτίσιν.
Ερμηνεία.
Με πολλά και
διάφορα ονόματα ονομάζεται ο Βαπτιστής Ιωάννης δια το αξίωμα της Προδρομικής
του μεγαλειότητος· φωνή του Λόγου, λύχνος του Φωτός, φίλος του Νυμφίου,
στρατιώτης του Βασιλέως· καθώς και εδώ όρθρος Ηλίου και ημέρας από τον Μελωδόν
ονομάζεται, και τούτο πολλά οικείως και προσφυώς· καθώς γαρ ο όρθρος είναι
μέσον νυκτός και ημέρας, της μεν νυκτός παυομένης, της δε ημέρας αρχομένης ήδη
και υπολαμπούσης· ούτω και ο Πρόδρομος είναι μέσον των δύο Διαθηκών της Παλαιάς
της νυκτερινής και εν γράμματι, και της Νέας της ημεροφαούς και εν Πνεύματι.
Και η μεν Παλαιά παύει ήδη και λύεται, η δε Νέα άρχεται να αυξάνη. Δια τούτο
λοιπόν δικαίως ο Βαπτιστής συγκρίνεται με τον όρθρον, διότι είναι μέσος του
Νόμου και της Χάριτος. Και επειδή τρία είναι τα Βαπτίσματα, πρώτον, κατά την
τάξιν, το νομικόν και τυπικόν και ατελέστατον, το οποίον ο Μωϋσής εβάπτισε
πρότερον εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση, και ύστερον εν τω ύδατι τω μεμιγμένω
με την στάκτην της δαμάλεως· δεύτερον, το του Ιωάννου το μεσαίον· τρίτον το
Βάπτισμα του Χριστού το τελειώτερον και εν Πνεύματι· δια τούτο το μεν νομικόν
συγκρίνεται με την νύκτα, ως σκιώδες και σωματικήν έχον την κάθαρσιν, το δε του
Χριστού συγκρίνεται με την ημέραν την καθαράν· καθότι κάμνει ημάς τους
βαπτιζομένους να περιπατούμεν ως εν ημέρα ευσχημόνως, κατά τον Απ. Παύλον, το
δε του Ιωάννου Βάπτισμα συγκρίνεται με τον όρθρον· καθότι του μεν Βαπτίσματος
του Χριστού είναι σκοτεινότερον, του δε νομικού φωτεινότερον. Δια τούτο ο
Μελωδός παρομοιάζων τον Βαπτιστήν με τον όρθρον λέγει· τώρα όταν εφάνη εις τους
ανθρώπους ο σελασφόρος όρθρος (ο Πρόδρομος) εξελθών από την έρημον εις τα
ρείθρα του Ιορδάνου· τότε συ, Χριστέ Βασιλεύ του Ηλίου και πάντων των ορατών
και αοράτων κτισμάτων, υπέκλινας τον άχραντον αυχένα σου εις τον Πρόδρομον
Ιωάννην και εβαπτίσθης. Δια ποίον τέλος; Ίνα δια μεν του φωτός της θεότητός σου
τραβίξης τον Αδάμ από τον σκοτεινόν τόπον του Άδου, εις τον οποίον ευρίσκετο·
δια δε των ρείθρων του Ιορδάνου, καθαρίσης την κτίσιν: ήτοι την φύσιν των
ανθρώπων, από κάθε μολυσμόν αμαρτίας.
Τροπάριον.
Άναρχε ρείθροις,
συνταφέντα σοι Λόγε, Νέον περαίνεις, τον φθαρέντα τη πλάνη, Ταύτην αφράστως, πατρόθεν
δεδεγμένος, Όπα κρατίστην· ούτος ηγαπημένος, Ίσος τε μοι Παις, χρηματίζει την
φύσιν.
Ερμηνεία.
Ω Λόγε, φησίν ο
Μελωδός, ω Λόγε άναρχε του Πατρός· άναρχε δε ονομάζει Αυτόν κατά χρονικήν
αρχήν, άμα γαρ Πατήρ και άμα Υιός, και ουχί κατά φυσικήν αρχήν· κατ΄ αυτήν γαρ
ουκ άναρχος εστιν ο Υιός και Λόγος, ως εκ του Πατρός την αρχήν και την ύπαρξιν
έχων· επειδή ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Πατήρ ο Πατήρ και άναρχος· ου γαρ εκ
τινος· Υιός ο Υιός και ουκ άναρχος· εκ του Πατρός γαρ· ει δε την από χρόνου
λαμβάνεις αρχήν, και άναρχος· Ποιητής γαρ χρόνων, ουχ υπό χρόνον» (Λόγος εις τα
Επιφάνια). Ομοίως και Νικηφόρος ο Βλεμμίδης εν τω περί Πίστεως: «Πατήρ ην ο
Πατήρ αεί· δήλον ουν ότι και Υιόν είχεν αεί· διο κατά την χρονικήν αρχήν, ώσπερ
ο Πατήρ άναρχος, ούτω και ο Υιός άναρχος· αεί γαρ ην ο Πατήρ, και αεί Πατήρ·
αεί ην ο Υιός, και αεί Υιός· το γαρ Θείον τροπήν ου προσίεται». Συ λοιπόν,
λέγει, ο άναρχος Υιός και Λόγος του Πατρός περαίνεις νέον: ήτοι νεοποιείς και
αναγεννάς τον υπό της πλάνης καταφθαρέντα πρωτόπλαστον Αδάμ, όστις συνετάφη
μαζί με εσέ εις τα ρείθρα του Ιορδάνου, και συνανέστη· φησί γαρ ο Απ. Παύλος:
«Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν
ουν αυτώ δια του Βαπτίσματος εις τον θάνατον» (Ρωμ. στ: 3-4)· και πάλιν: «Ει
γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως
εσόμεθα» (αυτόθι 5). Εκ του Απ. Παύλου δε το νόημα τούτο ερανισθείς και ο
Θεολόγος Γρηγόριος, λέγει: «Συνταφώμεν Χριστώ δια του Βαπτίσματος, ίνα και
συνανιστώμεν». Συ λοιπόν, λέγει, νεοποιών τον φθαρέντα Αδάμ εν τω Ιορδάνη,
εδέχθης αφράστως από τον Πατέρα ταύτην την δυνατήν και βροντώσαν φωνήν, την
λέγουσαν· ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, ο οποίος υπάρχει ίσος και αυτός με
εμέ κατά την φύσιν: ήτοι είναι εμοί ομοούσιος. Ταύτην την φωνήν ερμηνεύων ο
μέγας Βασίλειος εν τη επιγραφή του ΜΔ΄ ψαλμού, ούτω λέγει: «Άρα σοι διηγήσωμαι
τον αγαπητόν, ον τινα ο λόγος είναί φησιν, ή και προ των εμών λόγων επίσταμαι
μεμνημένος της εν τω Ευαγγελίω φωνής, Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός;
Αγαπητός γαρ, τω Πατρί μεν ως Μονογενής· τη κτίσει δε πάση, ως Πατήρ
φιλάνθρωπος και αγαθός προστάτης· το αυτό δε εστί τη φύσει και αγαπητόν και
αγαθόν· διο και καλώς ωρίσαντο ήδη τινές (ο Αριστοτέλης) αγαθόν είναι, ου πάντα
εφίεται. Ου του τυχόντος δε εστίν εις το τέλειον χωρήσαι της αγάπης και το
όντως αγαπητόν επιγνώναι, αλλά του εκδυσαμένου ήδη τον παλαιόν άνθρωπον, τον
φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης, και ενδυσαμένου τον νέον, τον
ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ΄ εικόνα του κτίσαντος· επεί ο γε χρήματα
αγαπών, και περί το φθαρτόν των σωμάτων κάλλος επτοημένος, και το δοξάριον
τούτο υπερτιμών, την του αγαπητού δύναμιν εφ΄ α μη προσήκεν αναλώσας, προς την
του αγαπητού θέαν απετυφλώθη».
Ωδή γ΄.
Ο Ειρμός.
Όσοι παλαιών,
εκλελύμεθα βρόχων, Βορών λεόντων, συντεθλασμένων μύλας, Αγαλλιώμεν, και
πλατύνωμεν στόμα, Λόγω πλέκοντες, εκ λόγων μελωδίαν, Ω των προς ημάς, ήδεται
δωρημάτων.
Ερμηνεία.
Με το παρόν
Τροπάριον παρακινεί ο Μελωδός εις ευχαριστίαν και ύμνον Θεού εκείνους, οι
οποίοι ελυτρώθησαν δια του αγίου Βαπτίσματος από τας παγίδας του διαβόλου, ή
από τας σειράς των ιδικών των αμαρτιών: «Σειραίς, φησί, των εαυτού αμαρτιών
έκαστος σφίγγεται» (Παρ. ε: 22)· και λέγει, «Όσοι ελυτρώθημεν από τα παλαιά
δίκτυα και σχοινία του πονηρού εχθρού, επειδή τώρα κατά την σημερινήν ημέραν
ετσακίσθησαν αι μύλαι: ήτοι τα οδόντια των παμφάγων λεόντων (των Δαιμόνων),
όπου εδάγκανον ημάς και κατεσπάραττον, περί ων επροφήτευσεν ο Δαβίδ ειπών «Τας
μύλας των λεόντων συνέθλασεν ο Κύριος» (Ψαλμ. νζ: 7), όσοι, λέγω, ελυτρώθημεν
από αυτούς, ας χαίρωμεν και σκιρτώμεν και πλατύνωμεν το στόμα μας, όχι μόνον
εναντίον των εχθρών μας, καθώς η προφήτις Άννα η της παρούσης Ωδής Ποιήτρια
πρότερον έλεγεν «Επλατύνθη επ΄ εχθρούς μου το στόμα μου» (α΄ Βασ. β: 1), αλλά
ας πλατύνωμεν το στόμα μας και εις ύμνον του ευεργέτου Θεού ημών, «Πλάτυνον,
φησί, το στόμα σου, και πληρώσω αυτό» (Ψαλμ π: 11), πλέκοντες και προσφέροντες
μελωδίαν λόγων εμμέτρων εις τον ενυπόστατον Λόγον του Θεού· διότι από όλα τα
δώρα όπου εχάρισεν εις ημάς ο Θεός Λόγος, περισσότερον εις τούτο το δώρον
χαίρει, το των λόγων δηλαδή, όταν τούτο αυτώ προσφέρωμεν· δια τούτο και
περισσότερον από τα άλλα του ονόματα χαίρει να ονομάζεται Λόγος, κατά τον εν
Θεολόγοις μέγαν Γρηγόριον.
Τροπάριον.
Νέκρωσιν ο πριν,
εμφυτεύσας τη Κτίσει, Θηρός κακούργου, σχηματισθείς εις φύσιν, Επισκοτείται
σαρκική παρουσία Όρθρω φάναντι, προσβαλών τω Δεσπότη, Φλαν την εαυτού,
δυσμενεστάτην κάραν.
Ερμηνεία.
Από τούτο το
Τροπάριον δύναται να μάθη τινάς· το ευμήχανον και εύπορον της του Θεού σοφίας,
πως κατεσοφίσατο και εδελέασε τον πονηρόν διάβολον με εκείνον τον ίδιον τρόπον,
με τον οποίον εκείνος εδελέασε τον πρωτόπλαστον· καθώς γαρ ο διάβολος ενεδύθη
τον όφιν, και δόλωμα τούτον ποιήσας, δια μέσου αυτού ενίκησε τους πρωτοπλάστους
εν τω Παραδείσω· ούτω και ο ημέτερος Σωτήρ, ενδυθείς την ιδικήν μας φύσιν ως
ένα πρόβλημα και δόλωμα, δια μέσου αυτής νικά και καταβάλλει τον πονηρόν, όστις
επολέμει μεν από αδιαντροπίαν του το φαινόμενον δόλωμα της ανθρωπότητος,
ενικάτο δε και κατετροπώνετο από το κρυπτόμενον έσωθεν άγκιστρον: ήτοι από την
Θεότητα. Τούτο δε το νόημα ο Μελωδός παραστήσαι βουλόμενος λέγει, ότι ο
διάβολος, όστις πάλαι σχηματισθείς εις φύσιν θηρός κακούργου και θανατηφόρου
ενεφύτευσεν εις την Κτίσιν τον θάνατον, αυτός σήμερον επισκοτείται και
δελεάζεται με την δια σαρκός παρουσίαν του Θεού Λόγου. Διότι προσέβαλεν: ήτοι
επολέμησεν ο διάβολος τον Δεσπότην και Κύριον, αλλ΄ ενικήθη υπ΄ αυτού· διότι ο
Κύριος εφάνη εις τον Κόσμον, όχι ως Ήλιος λαμπρός με γυμνήν την Θεότητα, αλλά
ως όρθρος υποσκότεινος, έχων το φως της Θεότητος εσκεπασμένον υπό το κάλυμμα
της προσληφθείσης σαρκός, καθώς λέγει ο Δαβίδ: «Έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού»,
δηλών με τούτο όχι μόνον το ακατάληπτον της θείας φύσεως, αλλά και την σάρκα
του Χριστού η οποία έκρυπτε την Θεότητα, και τρόπον τινά έγινε δόλωμα κατά του
διαβόλου. Ο μεν Σωτήρ λοιπόν με τοιούτον σχήμα επεδήμησεν εν Κόσμω, ίνα τον
διάβολον μεν αφανίση, τον δε άνθρωπον σώση· ο δε διάβολος πεσών εναντίον εις
αυτόν ως εις ψιλόν άνθρωπον, και πολεμήσας, επολεμήθη και ενικήθη υπ΄ αυτού
τόσον, ώστε εσύντριψε την ιδίαν του εχθρικοτάτην κεφαλήν, τουτέστι ηφανίσθη
κατά κράτος.
Τροπάριον.
Έλκει προς αυτόν
την Θεόδμητον φύσιν, Γαστρός τυράννου, συγκεχωσμένην όροις· Γεννάτε αύθις,
γηγενών αναπλάσει, Έργον φέριστον, εκτελών ο Δεσπότης· Ίκται γαρ αυτήν,
εξαλεξήσαι θέλων.
Ερμηνεία.
Τούτο το
Τροπάριον εδανείσθη ο Μελωδός από την παραβολήν την γεγραμμένην εν κεφ. ιε΄ του
Ευαγγελιστού Λουκά, όπου η γυνή η απολέσασα μίαν δραχμήν από τας δέκα όπου
είχεν, άναψε λύχνον, και σαρώσασα την οικίαν της, ευρήκε χωσμένην την χαϊμένην
δραχμήν της. Εκ της παραβολής λοιπόν ταύτης λαβών ο Μελωδός αφορμήν λέγει, ότι
ο Δεσπότης των απάντων ευρών την θεοκατασκεύαστον φύσιν ημών, ήτις είναι η
βασιλική δραχμή, ως φέρουσα εν εαυτή την εικόνα του Βασιλέως Θεού, «Εποίησε,
φησίν, ο Θεός τον άνθρωπον, κατ΄ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν» (Γεν. α: 27),
ταύτην, λέγω, ευρών χωσμένην μέσα εις τους όρους της γαστρός του τυράννου: ήτοι
μέσα εις τα κατώτατα του Άδου, τραβίζει αυτήν και προσλαμβάνει εις τον εαυτόν
του. Ακολούθως δε επιφέρει τον τρόπον, με τον οποίον τραβίζει την ανθρωπίνην
φύσιν προς εαυτόν, λέγων «Γηγενών αναπλάσει», ήγουν με την αναγέννησιν των
ανθρώπων, η οποία είναι το άγιον Βάπτισμα. Αναγεννά λοιπόν αυτήν και αναπλάττει
ο Θεός Λόγος δια του Βαπτίσματος, εκτελών έργον ένδοξον αληθώς και θαυμάσιον,
και μόνης της ιδικής του Θεότητος ίδιον· δια τούτο γαρ και ήλθεν εις τον
Κόσμον, δια να βοηθήση και σώση αυτήν εκ της τυραννίδος του διαβόλου.
Ωδή δ΄.
Ο Ειρμός.
Πυρσώ καθαρθείς
μυστικής θεωρίας, Υμνών Προφήτης την βροντών καινουργίαν, Ρήγνυσι γήριν,
Πνεύματι κροτουμένην· Σάρκωσιν εμφαίνουσαν αρρήτου Λόγου, Ω των δυναστών τα
κράτη συνετρίβη.
Ερμηνεία.
Το πυρ της
Θεότητος εις μεν τους αναξίους και έχοντας πολύ άχυρον και καλάμην πονηρών
έργων γίνεται καυστικόν και φθαρτικόν· εις δε τους αξίους και έχοντας χρυσόν,
άργυρον, λίθους τιμίους: ήτοι αγαθά έργα, γίνεται καθαρτικόν και φωτιστικόν.
Ούτως ο Προφήτης Ησαϊας, τοιαύτα αγαθά έργα έχων, εδέχθη τον πεπυρακτωμένον
άνθρακα υπό του Σεραφείμ και δεν κατεκάη, αλλά εκαθαρίσθη κατά τον νουν, και τα
μέλλοντα επροφήτευσεν· ούτω και ο Προφήτης ούτος Αββακούμ καθαρθείς την
διάνοιαν με το πυρ της μυστικής θεωρίας, υμνεί την ανακαίνισιν των ανθρώπων την
δια του αγίου Βαπτίσματος σήμερον εκτελουμένην, και υψώνει φωνήν μεγάλην
βροντουμένην από το Πνεύμα το Άγιον, η οποία φανερώνει την σάρκωσιν του αρρήτου
και ενυποστάτου Λόγου του Θεού. Ποία δε είναι η φωνή αύτη του Αββακούμ; Είναι η
λέγουσα «Ο Θεός από Θαιμάν ήξει, και ο Άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος» (Αββ.
γ: 3). Θαιμάν δε δηλοί Νότον ή Λίβα, κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον Θεοφύλακτόν
τε και Θεοδώριτον. Ο δε Χρυσόστομος λέγει· «Τι εστί Θαιμάν; Κατά την των Σύρων
γλώσσαν και Εβραϊδα, η Μεσημβρία το Νότιον μέρος» (Λόγω εις τον τίμιον Σταυρόν
τόμω ε΄). Προφητεύει δε ο Αββακούμ με το όνομα τούτο, ότι εκ της Βηθλεέμ θέλει
έλθη ο Χριστός, η οποία ευρίσκεται κατά το Νότιον και Λιβυκόν μέρος της
Ιερουσαλήμ, ως και άλλοτε είπομεν. Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός, ότι από τον
σαρκωθέντα Λόγον του Θεού εσυντρίφθη το κράτος και η δύναμις των Δυναστών: ήτοι
των πονηρών Δαιμόνων· καθώς λέγει ο αυτός Αββακούμ προς τον Χριστόν
αποτεινόμενος· «Διέκοψας εν εκστάσει κεφαλάς Δυναστών» (Αββ. γ: 14). Παρά δε τω
Αλεξανδρείας Κυρίλλω τόμω Γ΄ ούτω κείται το ρητόν: «Ο Θεός από Θαιμάν ήξει και
ο Άγιος εξ όρους Φαράν κατασκίου δασέος. Ήξει, φησίν, ο Θεός εκ Θαιμάν εξ όρους
Φαράν: ήτοι Χωρίβ, τουτέστιν ο πάλαι κατά την νοτιωτάτην έρημον εν τω όρει
Χωρίβ οφθείς τοις πατράσιν εν είδει πυρός, αυτός ο πάλαι λαλήσας τον Νόμον ήξει
και μετά σαρκός οφθήσεται. Ουκούν ο Θεός εκ Θαιμάν ήξει, τουτέστιν εκ Βηθλεέμ
της προς Νότον της Ιουδαίας κειμένης».
Τροπάριον.
Πεμφθείς προς
Πατρός παμφαέστατος λόγος, Νυκτός διώσαι την καχέσπερον σχέσιν, Έκριζον ήκεις,
και βροτών αμαρτίαν, Υίας συνελκύσαι τε τη ση Βαπτίσει, Μάκαρ φαεινούς, εκ ροών
Ιορδάνου.
Ερμηνεία.
Συ, λέγει ο Μελωδός,
παμφαέστατε και ενυπόστατε Λόγε, πεμφθείς από τον συνάναρχόν σου Πατέρα ήλθες
επί της γης ίνα αφανίσης από την ρίζαν την κακοέσπερον σχέσιν της νυκτός: ήτοι
την κακήν και σκοτεινήν κλίσιν, την οποίαν είχον οι άνθρωποι εις την ασέβειαν,
και ίνα εξαλείψης την αμαρτίαν, εις την οποίαν οι άνθρωποι ήτον όλοι διόλου
εκδεδομένοι. Ου μόνον δε τούτο ήλθες να κατορθώσης, ω Μακάριε και μόνε Δυνάστα,
αλλά και ίνα ελκύσης δια του σου Βαπτίσματος μαζί σου φαεινούς και λαμπρούς
Υιούς του Πατρός σου και ιδικούς σου αδελφούς κατά χάριν. Λέγει δε τπύτο
αρμοδιώτατα ο Μελωδός· επειδή κατά τον Απόστολον ο Χριστός ονομάζεται
πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς (Ρωμ. η: 29), οίτινες παρ΄ αυτού Υιοθετήθησαν
χάριτι του αγίου Βαπτίσματος εις τον άναρχον αυτού Πατέρα.
Τροπάριον.
Αυτόν προσιδών
τον περίκλυτον Λόγον, Τρανώς ο κήρυξ εκβοάται τη Κτίσει· Ούτος προών μου,
δεύτερος τω σαρκίω, Σύμμορφος εξέλαμψεν ενθέω σθένει, Έχθιστον ημών εξελείν
αμαρτίαν.
Ερμηνεία.
Βλέπων, λέγει, ο
Κήρυξ και Πρόδρομος αυτόν τον περιδοξότατον Λόγον του Θεού και Πατρός ελθόντα
προς αυτόν εις τον Ιορδάνην, φωνάζει εις την Κτίσιν: ήτοι εις τους όχλους όπου
παρεστέκοντο εις το Βάπτισμα, και λέγει· ούτος ο μεθ΄ ημών παριστάμενος και
ζητών να βαπτισθή υπ΄ εμού, είναι πρώτος από εμέ κατά την Θεότητα. Και τι λέγω
πρώτος εμού; Αυτός είναι πρώτος πάντων των αιώνων και πάσης νοητής και αισθητής
Κτίσεως, και δημιουργός εμού και πάντων των όντων. Αυτός λοιπόν πρώτος μου ων
κατά την Θεότητα, δεύτερος από εμέ κατά την σάρκα έλαμψεν εκ της Παρθένου,
σύμμορφος χρηματίσας με ημάς τους ανθρώπους, γενόμενος άνθρωπος με θείαν και
άρρητον δύναμιν. Δια ποίον τέλος; Ίνα αφανίση και διώξη από ημάς την
εχθρικοτάτην και μισητήν αμαρτίαν. Εδανείσθη δε τα ανωτέρω λόγια ο Μελωδός από
τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην λέγοντα: «Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού, και κέκραγε
λέγων, ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ην» (Ιω. α:
15). Το δε «οπίσω μου ερχόμενος» δηλοί, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν, ότι
ύστερον από τον Πρόδρομον εγεννήθη ο Χριστός και έπαθε και απέθανε και κατέβη
εις τον Άδην· ο δε Πρόδρομος
προέδραμε του Χριστού εις όλα ταύτα· όθεν και δικαίως Πρόδρομος και
είναι και λέγεται. Δια τούτο είπε και ο σοφός Διδάσκαλος Ιωσήφ ο Βρυέννιος εν
τω εις τα Θεοφάνεια λόγω αυτού περί του Προδρόμου: «Διόπερ μεσίτης καλείται Παλαιάς
και Καινής και Πρόδρομος του Κυρίου, επεί προέδραμε τούτου εν τε τη Συλλήψει
και τη Γεννήσει και εν τω κηρύγματι και τη τελευτή και τη εις Άδου καθόδω και
εν πάση σχεδόν τη ενσάρκω του Λόγου Οικονομία».
Τροπάριον.
Νομήν προς αυτήν
την φερέσβιον φέρων, Θηρά δρακόντων φωλεοίς επιτρέχων· Άπλητα κύκλα καββαλών
Θεός Λόγος, Πτέρνη τε τον πλήττοντα παμπήδην γένος, Τούτον καθειργνύς, εκσαώζει
την Κτίσιν.
Ερμηνεία.
Ο νοητός δράκων
διάβολος αφ΄ ου εξέβαλεν ημάς από την ζωογόνον και ψυχοτρόφον βοσκήν του Παραδείσου
με απάτην και δολιότητα, μας έκλεισε μέσα εις τας νοητάς φωλεάς του: ήτοι μέσα
εις τα σκοτεινά της κακίας και του Άδου βάραθρα. Και όχι μόνον τούτο εποίησεν,
αλλά και έξω των φωλεών του έστησε κύκλους δικτύων απείρους, και παγίδας και
βρόχους με σκοπόν ίνα, εάν καμμίαν φοράν επιχειρήσωμεν να εκβώμεν από τας
φωλεάς του, πιανώμεθα από τα δίκτυα, και μη εμπορώμεν να λυτρωθώμεν. Αλλ΄ όμως
ο Θεός Λόγος φέρων πάλιν ημάς εις την αρχαίαν εκείνην βοσκήν του Παραδείσου την
φερέσβιον: ήτοι την φέρουσαν βίον και ζωήν, ταυτόν ειπείν, την ζωηφόρον, κάμνει
ως ένας άριστος και επιδεξιώτατος κυνηγός· επιτρέχων γαρ εις τας ανωτέρω φωλεάς
των νοητών δρακόντων θηρεύει πανσόφως ημάς εκεί μέσα, και μας εκβάλλει έξω. Πως
δε μας θηρεύει; Πρώτον μεν καταβαλών και αφανίσας τους έξω ευρισκομένους
παμπόλλους εκείνους κύκλους των δικτύων, έπειτα δε καθειργνύς: ήτοι
εναποκλείσας μέσα εις το εσώτατον τόπον του ταρτάρου αυτόν τον όφιν και
δράκοντα, όστις από την αρχήν κτυπά και δαγκάνει παμπήδην: ήτοι ολοτελώς, το
δυστυχές γένος των ανθρώπων· έπρεπε γαρ και κάθε δίκαιον ήτον να πάθη ο
Διάβολος εκείνα όπου ενήργησεν εις τους ανθρώπους· και καθώς εκείνος έδεσεν
ημάς και απέκλεισε μέσα εις τον Άδην· ούτως αντιστρόφως να δεθή και αυτός με
τας σειράς του ζόφου, και να αποκλεισθή μέσα εις τον τάρταρον, καθώς
αποφαίνεται ο μακάριος Πέτρος: «Ο Θεός Αγγέλων (του Εωσφόρου) αμαρτησάντων ουκ
εφείσατο, αλλά σειραίς ζόφου ταρταρώσας, παρέδωκεν εις κρίσιν τετηρημένους» (β΄
Πέτρ. β: 4). Αφ΄ ου δε τον διάβολον εταρτάρωσεν ο Δεσπότης Χριστός, έσωσεν όλην
την Κτίσιν θεοπρεπώς· καθότι όχι μόνον τους ανθρώπους, αλλά και όλην την
αισθητήν Κτίσιν ηλευθέρωσεν από την φθοράν· επειδή και αυτή έχει να αφθερτισθή
ομού με τον αφθαρτισθησόμενον άνθρωπον κατά τον Απ. Παύλον λέγοντα: «Επ΄ ελπίδι
ότι και αυτή η Κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την
ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. η: 21). Το δε «πτέρνη τε τον
πλήττοντα παμπήδην γένος» εδανείσθη ο Μελωδός από την Γένεσιν, όπου εκαταράσθη
ο Θεός τον όφιν και είπεν: «Αυτός σου (ο άνθρωπος) τηρήσει κεφαλήν, και συ
τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γέν. γ: 15)· το οποίον ερμηνεύων ο Άγιος Χρυσόστομος
λέγει: «Τοσαύτην μεν εκείνω (τω ανθρώπω) παρέξω την ισχύν, ως διηνεκώς τη ση
επικείσθαι κεφαλή, σε δε τοις εκείνου ποσίν υποκείσθαι».
Ωδή ε΄. Ο Ειρμός.
Εχθρού ζοφώδους
και βεβορρβορωμένου, Ιόν καθάρσει Πνεύματος λελουμένοι, Νέαν προσωρμίσθημεν
απλανή τρίβον, Άγουσαν απρόσιτον εις θυμηδίαν, Μόνοις προσιτήν, οις Θεός
κατηλλάγη.
Ερμηνεία.
Ημείς, λέγει, οι
Χριστιανοί, οίτινες ελούσθημεν με την κάθαρσιν του Αγίου Πνεύματος, ήτις είναι
το άγιον Βάπτισμα, από το φαρμάκι του σκοτεινού και βορβορώδους δράκοντος
Διαβόλου, (πως γαρ δεν είναι σκοτεινός και όλος βορβορώδης και ακάθαρτος ο
Διάβολος, όστις σκοτισθείς από την βρωμεράν υπερηφάνειάν του εξεβλήθη και
εκρημνίσθη φευ! εις την ανυπόφορον δυσωδίαν του σκοτεινού Άδου από την ευωδίαν
του θεϊκού μύρου και των του Θεού μυριπνόων χαρίτων;) φυγόντες από την στράταν
της πλάνης της ασεβείας και κακίας, κατεφύγομεν εις τον δρόμον τον νέον και
απλανή της ευσεβείας και αρετής, ο οποίος είναι ο Δεσπότης Χριστός, καθώς αυτός
είπε τούτο: «Εγώ ειμι η οδός» (Ιω. ιδ:
6). Ο δρόμος δε ούτος δεν μας φέρει εις την απώλειαν και αθυμίαν, καθώς μας
έφερεν εκείνος ο παλαιός, αλλ΄ εκ του εναντίου μας φέρει εις ευφροσύνην πνευματικήν,
η οποία είναι απλησίαστος μεν εις τους Δαίμονας και απίστους, ευκολοπλησίαστος
δε εις τους ευσεβείς και πιστούς Χριστιανούς, με τους οποίους ο Θεός και Πατήρ
εφιλιώθη δια μέσου του Υιού αυτού Ιησού Χριστού, όστις έλυσε την έχθραν εν τη
σαρκί Αυτού, κατά τον μέγαν Παύλον λέγοντα: «Εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ
δια του θανάτου του Υιού αυτού» (Ρωμ. β: 15). Διατί δε είπε τον Διάβολον
βεβορβορωμένον; Διότι ηδύνεται ως χοίρος να κυλίεται πάντοτε μέσα εις τον
βόρβορον των ακαθαρσιών της σαρκός, και ότι φονεύων καθ΄ εκάστην ανθρώπους,
εβάφη από το αίμα αυτών, και πλέον δεν είναι δυνατόν να καθαρισθή από την βαφήν
τούτου· όθεν περί αυτού λέγει ο Θεός: «Ον τρόπον ιμάτιον εν αίματι πεφυρμένον
ουκ έσται καθαρόν· ούτως ουδέ συ έση καθαρός· διότι την γην μου απώλεσας, και
τον λαόν μου απέκτεινας» (Ησ. ιδ: 19-20), το οποίον ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος
ούτω λέγει: «Τις τρόπος υπολείπεται μετανοίας τω τον πρωτόπλαστον αποκτείναντι
(Διαβόλω) άνθρωπον και δι΄ εκείνου τον θάνατον εισαγαγόντι;» «Φασί δε και τον
εκ του λύθρου του ανθρωπίνου εγγινόμενον σπίλον τω ιματίω μηδενί τρόπω δύνασθαι
αποπλύνασθαι, αλλά συγγηράν αυτώ την άπαξ εγγινομένην εκ της εν τω αίματι βαφής
αλλοίωσιν. Ούτε ουν εκείνω δυνατόν αποθεμένω τον εκ του αίματος σπίλον γενέσθαι
καθαρώ».
Τροπάριον.
Αθρών ο Πλάστης
εν ζόφω των πταισμάτων, Σειραίς αφύκτοις, ον διαρθροί δακτύλοις, Ίστησιν αμφ΄
ώμοισιν εξάρας άνω, Νυν εν πολυρρύτοισι δίναις εκπλύνων, Αίσχους παλαιού της
Αδάμ καχεξίας.
Ερμηνεία.
Βλέπων, λέγει, ο
της ανθρωπίνης φύσεως Πλάστης Θεός τον άνθρωπον, τον οποίον διήρθρωσε και
διέπλασε με τα ιδικά του δάκτυλα, ότι ευρίσκετο μέσα εις το σκότος των αμαρτιών
δεδεμένος με σχοινία άφυκτα και αδιάλυτα, δεν απετράφη αυτόν, ουδέ τον
επαράβλεψεν, αλλά έλυσε τούτον εκ των δεσμών και τον έκβαλεν εις το φως, καθώς
ο ίδιος ενομοθέτησεν ειπών· όταν ιδή τινάς κτήνος να πέση μέσα εις λάκκον, να
μη το παραβλέπη, αλλά να το εκβάλη από εκεί: «Τις έσται άνθρωπος εξ υμών, ος
έξει πρόβατον εν, και, εάν εμπέση τούτο τοις Σάββασιν εις βόθυνον, ουχί
κρατήσει αυτό και εγερεί;» (Ματθ. ιβ: 11). Δια ταύτην την άλογον πτώσιν του
ανθρώπου εις την αμαρτίαν, παραβάλλει ο Δαβίδ τον άνθρωπον με τα άλογα ζώα,
λέγων: «Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε· παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις
και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη: 13). Αφ΄ ου δε πρώτον έπλυνεν αυτόν μέσα εις τας
πολυρρόους συστροφάς και κύματα του Ιορδάνου ποταμού, και εκαθάρισεν αυτόν ως
ιατρός άριστος από την παλαιάν αισχρότητα και ασχημίαν, (ουδέν γαρ της αμαρτίας
αισχρότερον) την οποίαν έλαβεν από την ασθένειαν της παραβάσεως, τότε εσήκωσεν
αυτόν επάνω εις τους ώμους του, εις τους οποίους επάνω εβάστασε και το ξύλον
του Σταυρού, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Και τα δύο ταύτα παραδείγματα, το του
κτήνους, λέγω, και το του ιατρού εκ του Γρηγορίου ερανίσθησαν· λέγει γαρ
εκείνος εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω αυτού: «Ει μη και τον Ιατρόν αιτιώ
το τις, ότι συγκύπτει επί τα πάθη και δυσωδίας ανέχεται, ίνα δω την υγιείαν
τοις κάμνουσι, και τον επικλινόμενον βόθρω δια φιλανθρωπίαν ίνα το εμπεπτωκός
κτήνος κατά τον νόμον ανασώσηται»· όθεν και ο Μελωδός, ίνα αινιγματωδώς
δηλοποιήση τα δύο ταύτα, δια μεν του «Ίστησιν αμφ΄ ώμοισιν εξάρας άνω εφανέρωσε
τον επικλινόμενον τω βόθρω και το κτήνος εξάγοντα, δια δε του καχεξίας αίσχους
παλαιού» εδηλοποίησε τον ιατρόν· ίδιον γαρ ιατρού είναι το να λυτρώση τινά από
την καχεξίαν.
Τροπάριον.
Μετ΄ ευσεβείας
προσδράμωμεν ευτόνως, Πηγαίς αχράντοις ρεύσεως σωτηρίου, Λόγον κατοπτεύοντες εξ
ακηράτου, Άντλημα προσφέροντα δίψης ενθέου, Κόσμου προσηρώς εξακεύμενον νόσον.
Ερμηνεία.
Το Τροπάριον
τούτο ερανίσθη ο Ιερός Μελωδός από τα λόγια του Προφήτου Ησαϊου τα λέγοντα:
«Αντλήσατε ύδωρ μετ΄ ευφροσύνης εκ των πηγών του σωτηρίου» (Ησ. ιβ: 3) και
αλλαχού, «Οι διψώντες πορεύεσθε εφ΄ ύδωρ» (Ησ. νε: 1). Ερανίζεται δε και τα
λόγια της Σαμαρείτιδος γυναικός, ήτις είπε προς τον Κύριον: «Κύριε, άντλημα ουκ
έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ. Πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων;» (Ιω. δ: 11).
Όθεν λέγει· ας προσδράμωμεν, ω άνθρωποι, και ημείς με ευσέβειαν και συντονίαν:
ήτοι προθυμίαν ψυχής εις τας καθαράς πηγάς του σωτηρίου ρεύματος: ήτοι εις τας
κολυμβήθρας του αγίου Βαπτίσματος· και ας μη λυπηθώμεν ότι δεν έχομεν άντλημα
δια να τραβίξωμεν το νερόν τούτο· βλέπομεν γαρ τον εκ του ακηράτου και αθανάτου
Πατρός γεννηθέντα Λόγον, ότι προσφέρει εις ημάς ιλαρώς και με την συνειθισμένην
χρηστότητά Του άντλημα, το οποίον εμπορεί να ιατρεύση (τούτο γαρ δηλοί το,
εξακεύμενον) την νόσον της ενθέου δίψης του Κόσμου. Νόσος δε κατά τον ανώνυμον
είναι η εξ αγνοίας Θεού προερχομένη ξηρασία και δίψα, την οποίαν έχουσιν οι
αβάπτιστοι και αδίδακτοι· ου μόνον δε νόσος αύτη εστίν, αλλά και θάνατος· όθεν
είπεν ο μέγας Βασίλειος: «Θεού άγνοια, θάνατός εστι ψυχής». Ποίον δε εστί το
άντλημα τούτο; Είναι η Πίστις, δια μέσου της οποίας εμπορούμεν να αντλήσωμεν
την σωτηρίαν των ψυχών μας. Ποία δε είναι η δίψα; Η επιθυμία της σωτηρίας μας·
δια τούτο και ο Μελωδός ένθεον αυτήν ωνόμασε· ποίον γαρ άλλο είναι ενθεώτερον
από το να διψά τινάς την σωτηρίαν του και τα θεία και πνευματικά πράγματα;
Βέβαια ουδέν. Όθεν και ο Προφήτης Δαβίδ υπό της τοιαύτης δίψης καταφλεγόμενος,
ενθουσιαστικώς έλεγεν: «Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ισχυρόν τον
ζώντα» (Ψαλμ. μα: 3).
Ωδή στ΄.
Ο Ειρμός.
Ιμερτόν εξέφηνε
συν πανολβίω, Ήχω Πατήρ, ον γαστρός εξηρεύξατο. Ναι, φησίν, Ούτος συμφυής γόνος
πέλων, Φώταυγος εξώρουσεν ανθρώπων γένους, Λόγος τε μου ζων, και βροτός
προμηθεία.
Ερμηνεία.
Ο Προάναρχος,
λέγει, Πατήρ εφανέρωσεν εις τους λαούς εν τω Ιορδάνη ποταμώ, και εκήρυξε δια
του πανολβίου ήχου της βροντώδους εκείνης και εξ Ουρανών κατελθούσης φωνής της
λεγούσης: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός» (Ματθ. γ: 17). Τι δε εκήρυξεν η
φωνή αύτη; Ότι είναι αγαπητός εις αυτόν ο κατά φύσιν αυτού Υιός, τον οποίον εκ
της γαστρός του ηρεύξατο: ήτοι απαθώς και αρρήτως εκ της ουσίας αυτού εγέννησε
προ πάντων των αιώνων. Εδανείσθη δε τούτο ο Μελωδός από τον Προφητάνακτα
λέγοντα: «Εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον αγαθόν» (Ψαλμ. μδ: 1)· όπερ
ερμηνεύοντες οι θείοι διδάσκαλοι, ο Βασίλειος, ο Χρυσόστομος και ο Ευσέβιος
είπον, ότι ταύτα λέγει ο Δαβίδ εκ μέρους του προς τον Χριστόν· ο δε μέγας
Αθανάσιος και ο Κύριλλος νοούσιν, ότι λέγονται ταύτα εκ μέρους του Πατρός προς
τον Υιόν, όστις εγεννήθη εξ αυτού ως λόγος εκ νου, ως αγαθός εξ αγαθού, και ως
Θεός εκ Θεού. Ναι, έλεγεν ο Πατήρ άνωθεν, ναι, ούτος ο βαπτιζόμενος, υπάρχων Υιός
ομοφυής με εμέ και ομοούσιος, και απαύγασμα του εμού φωτός (τούτο δηλοί το
φώταυγος) επ΄ εσχάτων των χρόνων δια φιλανθρωπίαν εξώρμησεν: ήτοι εγεννήθη από
το γένος των ανθρώπων· όθεν ο αυτός υπάρχει και Λόγος ιδικός μου ζων και
ενυπόστατος, και άνθρωπος τέλειος δια την προσληφθείσαν ανθρωπίνην σάρκα· εις
γαρ εστίν ο Χριστός κατά την υπόστασιν, δύο έχων τας φύσεις Θεότητα και
ανθρωπότητα, και σώζων ατρέπτους και ασυγχύτους τας τούτων φυσικάς ιδιότητας.
Τροπάριον.
Εκ ποντίου
λέοντος ο τριέσπερος, Ξένως Προφήτης εγκάτοις φλοιδούμενος, Αύθις προήλθε, της
παλιγγενεσίας, Σωτηρίαν δράκοντος εκ βροτοκτόνου, Πάσι προφαίνων, των χρόνων
επ΄ εσχάτων.
Ερμηνεία.
Μυθολογούσιν οι
Έλληνες, ότι η Αλκμήνη σμιχθείσα με τον ψευδόθεον Δία τρεις εσπέρας, συνέλαβε
τον Ηρακλήν· όθεν και τριέσπερος αυτός ωνομάσθη. Μυθολογούσι δε και άλλο ακόμη,
ότι ο αυτός Ηρακλής κοντά εις τους πολλούς αγώνας και άθλους όπου έκαμεν,
εμβήκε και μέσα εις ένα κήτος σκύλον ονομαζόμενον, βαστών το σπαθί εις τας
χείρας, με το οποίον κατέκοψε τα σπλάγχνα του κήτους, και έπειτα εκβήκεν από
εκεί αβλαβής, μόνη δε η κεφαλή του έμεινε γυμνή από τρίχας. Ταύτην λοιπόν την
περί του Ηρακλέους μυθολογίαν μεταφέρει ο Ιερός Μελωδός εις την ιστορίαν του
Ιωνά, διανεισάμενος τας ιδίας λέξεις του Ποιητού Λυκόφρονος όστις γράφει περί
του Ηρακλέους ταύτα δια στίχων Ιαμβικών.
Τριεσπέρου Λέοντος, ον ποτε γνάθοις, Τρίτωνος
(του Ποσειδώνος Θεού της θαλάσσης) η μάλα λάψεν (κατέπιε) κάρχαρος κύων (το
κήτος το καλούμενον σκύλος).
Όθεν λέγει ο Μελωδός· ο τριέσπερος Προφήτης του Θεού Ιωνάς, βεβυθισμένος
μέσα εις τα σπλάγχνα του θαλασσίου Λέοντος ήτοι (του κήτους) ξένως και
παραδόξως χωρίς να χωνευθή, πάλιν εκβήκεν από εκείνο αβλαβής με όλα τα μέλη του
σώματός του. προεζωγράφισε δε με τούτο την παγκόσμιον ανάστασιν των νεκρών, η
οποία μέλλει να γένη εις τους εσχάτους καιρούς, δια της οποίας όλη η φύσις των
ανθρώπων θέλει λυτρωθή από τον θάνατον, τον οποίον εισήγαγεν ο ανθρωποκτόνος
Διάβολος εις αυτήν και την κατέπιεν ελεεινώς· τότε θέλουν ανασταθή απάντων και
πιστών και απίστων τα σώματα και θέλουν μένει αθάνατα. Κατά δε τον ανώνυμον
ερμηνευτήν, προεικόνισεν εις όλους ο Ιωνάς με την εκ του κήτους αβλαβή του
εξέλευσιν την σωτηρίαν και λύτρωσιν, των ανθρώπων από τον ανθρωποκτόνον
δράκοντα δια της αναγεννήσεως του θείου Βαπτίσματος, το οποίον επ΄ εσχάτων των
χρόνων έμελλε να γένη από τον Ιησούν Χριστόν εις σωτηρίαν των ανθρώπων.
Τροπάριον.
Ανειμένων Πόλοιο
παμφαών πτυχών, Μύστης ορά προς Πατρός εξικνούμενον, Μένοντε Πνεύμα τω
παναχράντω Λόγω, Επελθόν ως πέλειαν αφράστω τρόπω, Δήμοις τε φαίνει,
προσδραμείν τω Δεσπότη.
Ερμηνεία.
Εν τω παρόντι
Τροπαρίω αναφέρει ο Μελωδός την ρήσιν του Ευαγγελιστού Ματθαίου την λέγουσαν: «Και
ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι Ουρανοί, και είδεν (ο Ιωάννης) το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον
ωσεί περιστεράν και ερχόμενον επ΄ αυτόν» (Ματθ. γ: 16) και την του Ιωάννου·
«Καγώ δε ουκ ήδειν αυτόν, αλλ΄ ο πέμψας με βαπτίζειν εν ύδατι, εκείνός μοι
είπεν· εφ΄ ον αν ίδης το Πνεύμα καταβαίνον, και μένον επ΄ αυτόν, ούτός εστιν ο
βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω» (Ιω. α: 33). Ταύτα λοιπόν τα ρητά μελουργήσας ο
χαριτώνυμος Ιωάννης, λέγει ότι, όταν ανοίχθησαν αι λαμπρόταται θύραι του
Ουρανού, τότε ο Μύστης των τηλικούτων θεαμάτων Πρόδρομος Ιωάννης βλέπει το
Πνεύμα το Άγιον το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, ότι κατήλθεν εν είδει
περιστεράς με τρόπον άρρητον, και έμεινεν εις τον πανάχραντον Λόγον. Και δεν
είδε μόνον αυτό, αλλά και εφανέρωσεν εις τους λαούς, ότι επρόσδραμεν εις τον
Δεσπότην Χριστόν· «Και εμαρτύρησε, φησίν, ο Ιωάννης λέγων, ότι τεθέαμαι το
Πνεύμα καταβαίνον ωσεί περιστεράν εξ Ουρανού, και μένον επ΄ αυτόν» (Ιω. α: 32)·
και πάλιν, «Καγώ ουκ ήδειν αυτόν, αλλ΄ ο πέμψας με βαπτίζειν εν ύδατι, εκείνός
μοι είπεν· εφ΄ ον αν ίδης το Πνεύμα καταβαίνον και μένον επ΄ αυτόν, ούτός εστιν
ο βαπτίζων εν Πνεύματι Αγίω» (αυτόθι 33). Το δε «μένον» ούτως ερμηνεύει ο
Χρυσορρήμων: «Ουκ είπε χαριζόμενον αυτώ δώρον εν, αλλά μένον όλον. Είχεν ουν η
σάρξ Πνεύμα Άγιον, ου μέρος χαρισμάτων ως ημείς, αλλά πάντα έσχε τα χαρίσματα»·
και πάλιν, «Πάντα ηδύνατο, και είχε των χαρισμάτων το πλήρωμα. Αφ΄ ου επληρώθη
η σαρξ η δεσποτική πάντων των χαρισμάτων, χρεία ην πάντας ημάς εκείθεν
λαμβάνειν εκ μέρους· όθεν ως από δεξαμενής από του Κυριακού σώματος χορηγείται
(η χάρις) και Αποστόλοις και Προφήταις. Και ο Παύλος λέγει: εν ω κατώκησε παν
το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς (εν τη σαρκί αυτού), παν το πλήρωμα σοφίας,
συνέσεως, δυνάμεως, σημείων, πάσης ενεργείας. Λοιπόν από του πληρώματος
δανειζόμεθα πάντες» (Λόγος περί του Αγίου Πνεύματος τόμ. στ΄). Σημείωσαι ότι εκ
των ανωτέρω λόγων των Ευαγγελιστών, και εκ του Τροπαρίου τούτου του Μελωδού
δείκνυται, ότι μόνος ο Ιωάννης είδε το Πνεύμα το Άγιον, όταν κατήλθεν εν είδει
περιστεράς, και ουχί όλος ο λαός. Ο Χρυσορρήμων όμως με τον Θεοφύλακτον
λέγουσιν, ότι όλοι το είδον, ή οι ευλαβέστεροι· καθώς και οι Προφήται, ο Δανιήλ
και ο Ιεζεκιήλ πολλά εν αισθητώ είδει είδον, αλλ΄ όμως ουδείς άλλος εθεώρει
αυτά.
Ωδή ζ΄. Ο
Ειρμός.
Έφλεξε ρείθρω των
δρακόντων τας κάρας, Ο της καμίνου την μετάρσιον φλόγα, Νέους φέρουσαν ευσεβείς
κατευνάσας, Την δυσκάθεκτον αχλύν εξ αμαρτίας, Όλην πλύνει δε, τη δρόσω του
Πνεύματος.
Ερμηνεία.
Εν τω Τροπαρίω
τούτω θαυμάζει ο Μελωδός τας μεταβολάς των στοιχείων, τας οποίας η δύναμις του
Θεού θαυματουργεί δια ημάς· μάλλον δε προς τους θαυμάζοντας και απορούντας, πως
ο Διάβολος κατεφλέχθη εις τον ποταμόν Ιορδάνην, αποκρίνεται λέγων: δεν είναι, ω
άνθρωποι, κανένα καινούργιον πράγμα, αν το κατά φύσιν ψυχρόν ρείθρον του
Ιορδάνου έλαβε την κατά φύσιν ξηράν και θερμήν ενέργειαν του πυρός, και έκαυσε
τας κεφαλάς των Δαιμόνων· διότι και το παλαιόν εις την Ασσύριον και Βαβυλωνίαν
κάμινον το εναντίον τούτου ηκολούθησε· καθότι το φύσει ξηρόν και θερμόν πυρ της
καμίνου εδρόσισε τους ευσεβείς εκείνους τρεις Παίδας, ως εάν ήτον φύσει ψυχρόν
και υγρόν. Πλην και τα δύο ταύτα παράδοξα θαύματα, και το παλαιόν της καμίνου
και το νέον του Ιορδάνου, ένας και ο αυτός Θεός εθαυματούργησε. Διότι ο ίδιος
Θεός, ο οποίος κατεύνασε τότε και εμάρανε την μετέωρον εκείνην και υψηλήν φλόγα
της καμίνου της εχούσης εν τω μέσω τους τρεις Παίδας, και μετέβαλεν αυτήν εις
φύσιν δρόσου, αυτός και τώρα μετέβαλεν εις πυρ το υγρόν και δροσώδες ύδωρ του
Ιορδάνου, και δια τούτου κατέκαυσε των νοητών δρακόντων τας κεφαλάς κατά το
ψαλμικόν: «Συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος» (Ψαλμ. ογ:
13). Και τας μεν κεφαλάς τούτων κατέκαυσεν ο Κύριος με το καυστικόν νερόν του
Ιορδάνου· ημάς δε τους εις Αυτόν πιστεύοντας με το αυτό νερόν έλουσεν εκ του
εναντίου και εβάπτισε, και με το Βάπτισμα απέπλυνε και εκαθάρισε τον
δυσκολοδιάλυτον μολυσμόν της προπατορικής αμαρτίας. Ώστε εν και το αυτό ύδωρ
του Ιορδάνου έγινεν ομού και καυστικόν και δροσιστικόν· καυστικόν μεν εις τους
Δαίμονας, δροσιστικόν δε και καθαρτικόν εις ημάς τους βαπτιζομένους
Χριστιανούς.
Τροπάριον.
Σε ζωγραφούσαν
την Ασσύριον φλόγα, Εκστώσαν ίστης, εις δρόσον μετηγμένην. Ύδωρ όθεν νυν
αμφιέσσαο φλέγον, Σίντην κάκιστον Χριστέ προσκεκευθμένον, Προς την όλισθον
εκκαλούμενον τρίβον.
Ερμηνεία.
Και τούτο το
Τροπάριον είναι ακόλουθον με την υπόθεσιν του ανωτέρω Ειρμού· επιστρέφων γαρ
τον λόγον ο Μελωδός προς τον Σωτήρα Χριστόν, λέγει: ω θεάνθρωπε Χριστέ, συ την
φλόγα της Χαλδαϊκής εκείνης και Ασσυρίου καμίνου, η οποία προεζωγράφει εσέ το
άϋλον πυρ, ο οποίος εκατοίκησες εις την κοιλίαν της Αειπαρθένου Μητρός σου και
δεν κατέφλεξες αυτήν, αλλά μάλλον εδρόσισες, συ, λέγω, την φλόγα εκείνην την
εξιστώσαν πάντας και εις θαυμασμόν φέρουσαν δια την υπερβολήν της έστησας από
την καυστικήν της δύναμιν, και εις δρόσον ταύτην μετέφερες. Αλλά και τώρα εν τω
Ιορδάνη ποταμώ παράδοξον θαυματουργίαν εποίησας· διότι ενεδύθης μεν το ύδωρ του
Ιορδάνου δια του Βαπτίσματος· έκαμες δε αυτό να κατακαύση ως φλογερά κάμινος
τον κάκιστον και βλαπτικώτατον εχθρόν μας Διάβολον τον κεκρυμμένον και
εμφωλεύοντα μέσα εις τα ύδατα, όστις επαρακίνει τους ανθρώπους εις την
ολισθηράν και κρημνώδη στράταν της αμαρτίας.
Τροπάριον.
Απορραγέντος του
Ιορδάνου πάλαι, Ισθμώ περάται λαός Ισραηλίτης, Σε τον κράτιστον εκφορούντα την
κτίσιν, Ηπειγμένως νυν εν ροαίς διαγράφων, Προς την άρρευστον και ανείνονα
τρίβον.
Ερμηνεία.
Καθώς η της
ερυθράς θαλάσσης διαίρεσις, την οποίαν ο Θεός δια Μωϋσέως ενήργησε, και δι΄
αυτής τον Ισραηλίτην λαόν διεπέρασεν από την Αίγυπτον εις την έρημον, εστάθη
παράδοξος· ούτω και η του Ιορδάνου ποταμού διαίρεσις και διάβασις των Ισραηλιτών,
την οποίαν ο αυτός Θεός δια του Ιησού του Ναυή ενήργησεν. Όθεν περί αυτής
διηγούμενος εν τω παρόντι Τροπαρίω ο Μελωδός, λέγει· όταν το παλαιόν ο Ιορδάνης
ποταμός εδιαιρέθη, τότε ο Ισραηλίτης λαός διεπέρασεν αυτόν δια Ισθμού. Τι δε
προεικόνιζεν ο λαός του Ισραήλ δια ξηράς περνών τον Ιορδάνην; Εσέ τον Δεσπότην
και κραταιόν Βασιλέα των βασιλευόντων, όστις εκφορείς: ήτοι διαβιβάζεις τους
ανθρώπους ταχέως με το θείον σου Βάπτισμα εν τω Ιορδάνη από την σκοτεινήν
έρημον της αμαρτίας εις το αιώνιον φως της σης Θεότητος, από τα επίγεια εις τα
ουράνια· καθώς τότε ο Ιησούς του Ναυή δια μέσου του αυτού Ιορδάνου διεβίβασε
τον λαόν του Ισραήλ από την αισθητήν έρημον εις την γην της επαγγελίας. Διατί
δε λέγει ο Μελωδός, ότι ο Δεσπότης Χριστός ηπειγμένως (με ταχύτητα) διεβίβασε
τους ανθρώπους μέσα εις τας ροάς του Ιορδάνου; Ίσως παρακινούμενος από τα ρητά
των δύο Ευαγγελιστών Ματθαίου και Μάρκου, οίτινες συμφώνως λέγουν, ότι ο Ιησούς
βαπτιζόμενος, ανέβη ευθέως από του ύδατος. Τι δε δηλοί το «Ευθέως ανέβη»;
Άκουσον πως ερμηνεύει αυτό Ευθύμιος ο Ζυγαδηνός: «Φασί τινες ότι έκαστον των
βαπτιζομένων χαλών (βουτών) ο Βαπτιστής άχρι τραχήλου, κατείχεν αυτόν έως αν
εξομολογήσαιτο τας αμαρτίας αυτού, και τότε αφεθείς ανέδυεν από του ύδατος· ο
δε Χριστός μη έχων αμαρτίαν, ουκ ενεβράδυνε τω ύδατι· και τούτου χάριν ειπείν
(φασί) τον Ευαγγελιστήν, ότι ευθύς ανέβη από του ύδατος» (Τόμος α΄ εις το κατά
Ματθαίον). Αυτό το ίδιον αναφέρει και ο Νικήτας εν τη κατά Ματθαίον σειρά,
επιγράφων ότι είναι του Χρυσοστόμου.