Όταν ζώμεν εν πίστει,
δεν περιοριζόμεθα εις αυτήν, διότι ζώμεν και εις τον αισθητόν τούτον κόσμον και
διότι έχομεν όργανα γνώσεως τούτου του κόσμου. Δεν τα απορρίπτομεν. Δεν
ματαιούμεν την χρήσιν των, «επεί άρα οφείλομεν εκ του κόσμου εξελθείν».
Κάμνομεν όμως κάτι άλλο. Περιορίζομεν την ενέργειαν του νου εις τα οικεία όρια,
ούτω δε κάμνομεν καταμερισμόν αρμοδιοτήτων. Δίδομεν εις τον λόγον το προβάδισμα
δια το επιστητόν, εις δε την καρδίαν την αποκλειστικότητα εις την περιοχήν των
θείων πραγμάτων. Πραγματοποιούμεν ούτω ασύγχυτον ένωσιν. Και προχωρούμεν
επέκεινα του σχήματος τούτου, εις υψηλοτέρας συνθέσεις. Τα εγκόσμια πράγματα,
δια τον χριστιανόν, ευρίσκονται εις δευτέραν μοίραν. Δεν μας έλκουν. Τα
μανθάνομεν, διότι ζώμεν εν αυτοίς. Ό,τι αποτελεί τον διαπρύσιον έρωτά μας είναι
τα πέραν πάσης νοήσεως, τα κείμενα εν τω χώρω της πίστεως και της αγάπης του
Θεού. ζώμεν εις την γην, «χρώμεθα τω κόσμω, αλλ’ ου καταχρώμεθα», κατά την
τελειοτάτην διατύπωσιν του Αποστόλου Παύλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου