Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΠΑΨΕ ΠΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ

Ἕνας µικρός φόρος τιµῆς στό ἐτήσιο µνηµόσυνο τῆς γιαγιᾶς µας Στυ­λι­ανῆς, πού ἔνοιωθε γιαγιά ὅλου τοῦ Γένους µας.
Πρίν ἐνάµιση περίπου χρόνο, ἔγραφα λίγες σκέψεις γιά τά 90 χρόνια ἀπό τόν διωγµό τῆς Σµύρνης. Τώρα παραθέτω αὐτά πού ἡ γιαγιά µας –99 ἐτῶν τότε– µᾶς ἔλεγε καί µᾶς ξανάλεγε γιά τήν εὐλογηµένη γῆ τῆς Ἰωνίας.
Μᾶς περιέγραφε τό µεγάλο σπίτι – ἀρχοντικό στό ὁποῖο ἔµεναν, µέ τούς µεγάλους κήπους καί τήν ὄµορφη πέτρινη µάντρα γύρω ἀπό αὐτό. Μᾶς ἔλεγε γιά τήν ὄµορφη, σεµνή καί ἑλληνορθόδοξη ζωή τους στό Κουκλουτζά τῆς Σµύρνης, ὅπου ἦταν τιµή γιά τά κορίτσια νά διδάσκονται τήν µοναδική τέχνη τῆς νοικοκυρᾶς, ἀλλά καί νά µεγαλώνουν µέ τήν ὑπερηφάνεια τῆς µέλλουσας Ρωµηᾶς συζύγου καί µητέρας. Μᾶς µιλοῦσε γιά τά κεντητά πού στόλιζαν τά ὄµορφα ἔπιπλά τους καί γενικά γιά τό ἐκλεκτό γοῦστο πού συναντοῦσε κανείς σέ κάθε λεπτοµέρεια τοῦ σπιτιοῦ. Ἀναφερόταν στά κιούπια µέ τίς λίρες στό κελάρι καί στά πλούτη πού εἶχαν, τά ὁποῖα ὅµως, δέν τούς εἶχαν µετατρέψει σέ ἄπληστους νεόπλουτους.
Εἶχαν µάθει νά βοηθοῦν κάθε ἕναν πού εἶχε τήν ἀνάγκη τους καί νά δίνουν χωρίς ἰδιοτέλεια,  εἰδικά ὅταν ἐπρόκειτο γιά τήν ἀνέγερση ἤ συντήρηση κάποιου κοινωφελοῦς ἱδρύµατος (ὀρφανοτροφεῖο, νοσοκοµεῖο, σχολεῖο κ.ἄ.). Παρόλα τά χρόνια της, τήν βλέπαµε νά κοκκινίζει ὅταν µᾶς µιλοῦσε γιά τόν µεγάλο πλακόστρωτο δρόµο τῆς πλατείας τοῦ Κουκλουτζᾶ, τό νυφοπάζαρο τῆς ἐποχῆς, ὅπου οἱ νεαροί ἀντάλλαζαν τίς πρῶτες κλεφτές µατιές µέ τίς κοπέλες, οἱ ὁποῖες βέβαια πάντα συνοδεύονταν ἀπό τούς γονεῖς τους στίς ἀπογευµατινές τους βόλτες! Μᾶς ἔλεγε γιά τήν πλούσια σοδειά πού περίµεναν µέ χαρά νά τήν µαζέψουν στίς ἀρχές τοῦ Φθινοπώρου καί γιά τά κοπάδια πού εἶχαν καί ἐξέτρεφαν. Τήν ἀκούγαµε νά τά λέει ὅλα αὐτά καί τό πρόσωπό της ἦταν ὅλο χαρά. Μέχρι τί στιγµή πού θυµόταν τό διωγµό. Ἐκεῖ ἄλλαζε.
Μιά θλίψη πάντα κυρίευε τήν µατιά της, καί τό πρόσωπό της γινόταν σκυθρωπό. Οἱ ὄµορφες καί γαλήνιες περιγραφές σταµατοῦσαν καί ἄρχιζαν φοβερές καί φρικτές θύµισες νά παρουσιάζονται µπροστά µας. Ἄγρια φονικά καί ἀπάνθρωπα βασανιστήρια σέ κάθε Ἕλληνα Ὀρθόδοξο ἀνεξαρτήτου ἡλικίας. Καί ὅλα αὐτά σε δηµόσια θέα. Εἶναι πιά γνωστά σέ ὅλους µας τά ἔκτροπα καί οἱ θηριωδίες γι’ αὐτό καί δέν θά ἐπεκταθῶ σέ αὐτά. Ἄλλωστε εἶναι τόσο φρικιαστικά αὐτά πού ἔκαναν στούς Ἕλληνες, ὥστε ἐάν δέν ὑπῆρχαν οἱ φωτογραφίες στίς ὁποῖες εἰκονίζονται ὑπερήφανοι Τοῦρκοι ἀνάµεσά σε πτώµατα, ἀνθρώπινα µέλη ἤ κεφάλια (καί δυστυχῶς γιά τούς προδότες ἀνθέλληνες, ὑπάρχουν πάρα πολλές) καί οἱ ἐν ζωῇ µάρτυρες, θά νόµιζε κανείς ὅτι πρόκειται γιά ψέµατα κάποιας νοσηρῆς καί ψυχασθενοῦς φαντασίας.
Καί πάντα ὅταν ἄκουγα τούς γνωστούς ταγούς παραποίησης τῆς ἱστορίας µας νά µιλοῦν γιά συνωστισµό καί παρεξηγήσεις, κοιτοῦσα τή γιαγιά µας καί ἦταν γιά µένα ἡ ζωντανή ἀπόδειξη πού βροντοφώναζε σέ ὅλους αὐτούς τούς ἀνόητους ἀνθέλληνες τό πόσο ψεῦτες εἶναι. Ἦταν στιγµές πού µοῦ ἐρχόταν νά τήν πάω µπροστά τους καί νά τούς πῶ: «ὁρῖστε, πεῖτε καί σέ αὐτήν ὅτι αὐτό πού ἔγινε στήν προκυµαία δέν ἦταν παρά ἕνας µεγάλος συνωστισµός µέ κάποια µικροατυχήµατα. Πεῖτε της πώς ὁ βίαιος κι ἀνηλεής ξεριζωµός ἦταν µόνο ἕνα ταξίδι τῶν Ἑλλήνων πρός τήν Ἑλλάδα, τήν ὁποία εἶχαν ἁπλᾶ πεθυµήσει. Ἐξηγῆστε καί λῦστε τήν µόνιµη ἀπορία της, γιατί ἀπό πλούσια κι εὐτυχισµένη βρέθηκε µέσα σέ µία νύχτα µιά δυστυχισµένη πεινασµένη ζητιάνα;» Τί ἀνόητοι καί πόσο προδοτικά ἀνιστόρητοι…! Ἴσως θά πρέπει νά περάσουν τά ἴδια γιά νά καταλάβουν τόν πόνο τῆς ἀλήθειας.
Ὅπως εἶπα λοιπόν, οἱ διηγήσεις τῆς γιαγιᾶς ἦταν ὁλοζώντανες, γεµάτες θλίψη καί πίκρα. Στό πρόσωπό της ἔβλεπα ὅλους τούς Μικρασιάτες καί ὅταν µᾶς µιλοῦσε ἦταν σά νά ἄκουγα ὅλους ἐκείνους τούς δύστυχους Ρωµιούς νά µοῦ λένε  τόν πόνο τους καί τό παράπονό τους. Ἦταν σάν νά ἔδιναν ὅλοι τήν µαρτυρία τους.
Δυστυχῶς ὅµως, ἡ γιαγιά µας δέν θά ξαναµιλήσει πιά γιά τήν ἀγαπηµένη της πατρίδα. Οὔτε γιά τά ἀγαπηµένα της πρόσωπα πού ἄφησε πίσω πρίν ἀπό 91 χρόνια. Στίς 19 Μαΐου 2013, ἀνήµερα τῆς µνήµης τῆς γενοκτονίας τῶν Ποντίων, ἔφυγε γιά τόν οὐρανό. Ἡ ἑκατόχρονη καί γεµάτη βάσανα πορεία τῆς ζωῆς της τελείωσε, δίνοντάς της πιά τήν ἀνακούφιση τῆς ξεκούρασης ἀλλά καί τήν χαρά τῆς συνάντησής της µέ τά ἀγαπηµένα της πρόσωπα, πού τόσο ἄδικα κι ἀπάνθρωπα εἶχαν χαθεῖ! Καί ποιός µπορεῖ νά φανταστεῖ τό πόσο πολύ τῆς εἶχαν λείψει.
Ἔφυγε καί ὁ τελευταῖος µάρτυρας τοῦ διωγµοῦ τῆς οἰκογενείας µας, ὅπως ἔχουν φύγει τόσοι καί τόσοι ἄλλοι. Καί ἡ θέση τους µένει ἄδεια, κενή, χωρίς ἄξιο ἀντικαταστάτη. Χωρίς κάποιον νά φωνάζει καί νά µαρτυρεῖ µέ παρρησία τήν ἀλήθεια. Χωρίς κάποιον νά ἐµπνέει Ἑλλάδα, ἦθος, τιµή, ὑποµονή καί πάνω ἀπ’ ὅλα πίστη στό θέληµα τοῦ Θεοῦ, ὄχι µοιρολατρικά ἀλλά µέ ἀγάπη κι ἐµπιστοσύνη.
Στό τάφο της ὑπάρχει ἡ φωτογραφία τῆς ἀγαπηµένης της πατρίδας καί δύο λέξεις γιά νά µαρτυροῦν, σέ ὅποιον περνάει ἀπό ἐκεῖ, ὅτι ἦταν ἀπό τό Κουκλουτζά! Ὅτι αὐτή ἡ γυναῖκα ἦταν ἐκεῖ καί ἔζησε τήν φρικτή ἀλήθεια! Τόν ἀπάνθρωπο ξεριζωµό.
Τήν εὐχή της νά ἔχουµε.

                                                                                    Ἀναστάσιος Μυρίλλας
        «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 141

        Μάϊος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου