ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (ΣΤ΄)

Εκείνο το βράδυ άρχισα να σου μιλώ. 

Θυμάσαι; Στην πρώτη ως τότε συνάντησή μας -εκείνη που ξέρει όλος ο κόσμος- εγώ παρέμεινα σιωπηλή. Τι κι αν βοούσε το είναι μου; Τα χείλη είχαν μείνει σφραγισμένα. 
Μόνο η καρδιά μου είχε ανοίξει διάπλατα.
 
Αλλά κι Εσύ είχες  μείνει σιωπηλός απέναντί μου. Όσα είπες για μένα, τα είπες σε άλλους.
 
Εμείς οι δυο είχαμε συνεννοηθεί αμίλητοι.
 
Έτσι όπως πρέπει να συνεννοούνται οι άνθρωποι όταν έχουν κάτι πολύ σπουδαίο να μοιραστούν.
 
Όμως ετούτο το βράδυ, ένιωθα την ανάγκη να Σου μιλήσω.
 
Ίσως να ήταν η εκκωφαντική σιωπή που απλώθηκε όταν και οι τελευταίοι επισκέπτες Σου έφυγαν. Όταν πήραν κουβαλητή σχεδόν τη Μάνα Σου φεύγοντας για την πόλη.
 
Σε είχαν αφήσει μόνο να πας εκεί που δεν μπορούσε κανένας να Σε ακολουθήσει.
 

Κι εγώ, απέναντι του τάφου, ζαρωμένη κάτω από το λαμπερό φως της σελήνης άρχισα δειλά δειλά να Σου μιλώ για μένα.
 
Είναι, λένε, ο ασφαλέστερος τρόπος να γνωρίσεις τον άλλο.
 
Να του πεις την ιστορία σου.
 
Να τον αφήσεις να αγγίξει εκείνα που ως τώρα φύλαγες για σένα.
 
Ήθελα να Σε μάθω.
 
Και δεν είχα άλλο τρόπο από το να Σου πω τη ζωή μου.
 
Ήμουν σίγουρη πως με άκουγες.
 
Κι ήμουν σίγουρη πως ήθελες να με ακούσεις.
 
Δεν είναι που δέχτηκες το μύρο στα πόδια σου.
 
Μεγαλύτερη σιγουριά μούδινε ο φοβερός εκείνος λόγος που ξεστόμισες πριν κάποιες ώρες.
 
Λόγος φοβερότερος από την πιο τρομακτική διαταγή του πιο αδίστακτο
υ βασιλιά. 
Λόγος που έσβηνε μια για πάντα όλες τις εξυπναδίστικες κουταμάρες των ανόητων που Σε περικύκλωναν.
 
Λόγος που μ αγκάλιαζε τόσο τρυφερά όσο κανείς δε με αγκάλιασε στη ζωή μου:
 

-Πατέρα μη τους μετρήσεις το έγκλημα. Δεν ξέρουνε τι κάνουν
 
Σε αγαπούσα , Σε αγαπώ και νομίζω πως θα Σε αγαπώ για πάντα, όμως για ένα περίεργο λόγο ένιωθα πως ήμουν ανάμεσα σε εκείνους.
 
Σε κείνους που σε κάρφωναν στο φοβερό ξύλο.
 
Σε εκείνους που τώρα -ειδικά τώρα- αλλά και πάντα έχουν ανάγκη το λόγο αυτό, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν.
 
Σου είπα, λοιπόν, την ιστορία μου.
 
Πώς ξεκίνησα μικρό κορίτσι στην βόρεια Παλαιστίνη, σε μια από τις ελληνίζουσες πόλεις, πώς μεγάλωσα σε μια οικογένεια μισοδιαλυμένη, πώς πείνασα, πώς διάλεξα τον εύκολο δρόμο για να κερδίζω το ψωμί μου.
 
Πάλευα συνέχεια νάμαι δίκαιη στην ιστορία που σου λέω.
 
Να μη δικαιολογώ τα πάντα, να αφήνω χώρο για τη δική μου προσωπική ευθύνη, για τα λάθη μου και ταυτόχρονα να μην κρύβω όσα με σπρώξανε με τον τρόπο τους στο δρόμο που πήρα.
 
Ήθελα να ξέρεις την αλήθεια.
 
Ήθελα να με αγαπάς γι αυτό πού είμαι όχι για μια καλοζωγραφισμένη, ψεύτικη είκονα. Ταυτόχρονα δεν άντεχα να μη Σου πω κι όσα δικαιολογούσαν κάποιες από τις αμαρτίες μου.
 
Σου είπα πώς έφτασα στα Ιεροσόλυμα, πώς έζησα χρόνια σε μια ηδονή που άλλοτε πέθαινε από την σκληρότητα του άλλου και άλλοτε άφηνε να αναβλύζει μια οδύνη για την κατάντια μου.
 
Είναι -εσύ το ξέρεις καλύτερα από μένα- περίεργο  ον τούτος ο άνθρωπος.
 

Διψάει για χαρά με τρόπο τόσο βαθύ και άγριο, που είναι ικανός τα πάντα να κάνει γι αυτό.
 
Θέλει τον άλλο, εικόνα του εαυτού του αληθινή -όχι την ψεύτικη που δίνουν τα κάτοπτρα.
 
Έτσι τους ήθελα κι εγώ τους άλλους. Όχι όλους. Μα μερικούς.
 
Τους έβλεπα όπως μπαίναν στο δωμάτιό μου και τους ξεχώριζα. Δεν ήταν ο τρόπος, τα ίδια σταθερά σημάδια που σε έκαναν να τους ξεχωρίσεις. Ήταν .... δεν ξέρω τι ήταν.
 
Μαζί τους ένιωθα ξανά άνθρωπος.
 
Με συγχωρείς που στα λέω όλα αυτά. Η εικόνα Σου, η αψεγάδιαστη θα πρεπε νάναι εμπόδιο για να Σου μιλήσω για τις ερωτικές μου συνευρέσεις. Μα Σε νιώθω δικό μου. Σε νιώθω ότι Είσαι εγώ. Στον εαυτό μας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Κάθομαι τώρα εδώ και σκέφτομαι.
 
Έχω μια ερώτηση, μια ερώτηση τρομερή να Σου κάνω.
 
Μια ερώτηση που είμαι εγώ η ίδια.
 
Πώς γίνεται δύο τόσο αντίθετα πράγματα να είναι τόσο κοντινά; Τόσο διπλανά;
 
Πώς γίνεται να ακουμπούν η αγάπη, ο έρωτας κι η αμαρτία; Από τη μια εκείνο που σε κάνεις να νιώθεις άνθρωπος, εκείνη η ασυγκράτητη δύναμη που σε κάνει να σβήνεις τα πάντα για χάρη της κι απ' την άλλη η αμαρτία που μας κάνει δακτυλοδεικτούμενους.
 
Ετούτο το μυστήριο είναι η ζωή μου, είμαι εγώ.
 
Λες πως Είσαι, και το πιστεύω, ο Γιος του Θεού.
 
Μα τον φοβάμαι τον Πατέρα Σου.
 
Είναι Εκείνος που συχνά πυκνά δίνει εντολή να λιθοβολούν ανθρώπους. Είναι τρομερός ξέρεις ο θάνατος από λιθοβολισμό.
 
Αν είσαι τυχερός και σε βρει καμμιά πέτρα κατακέφαλα έχει καλώς.
 
Αλλιώς υποφέρεις πολύ.
 
Εσένα όμως Σε αγαπώ.
 
Και τούτη η αγάπη νικάει το φόβο μου.
 
Όμως δεν καταλαβαίνω πολλά.
 
Μου φαίνεται ούτε οι μαθητές Σου Σε καταλαβαίνουν.
 
Νιώθω όμως πως γίνεται να Σε αγαπώ χωρίς να καταλαβαίνω.
 
Και πως Εσύ μ'αγαπάς και καταλαβαίνεις.
 
Ξημερώνει! Τι φωτίζει τη γη τώρα που Είσαι στο χώμα;
 



Αλεξανδρεύς 
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 6:17 π.μ.
 
Ετικέτες Αλεξανδρεύς
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου