ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Ε΄)


Έμεινα εκεί. Θα πρέπει να με μπέρδεψαν με τις πέτρες έτσι όπως ήμουν κουλουριασμένη γιατί κανένας δε με ενόχλησε.
 
Ήμουν εκεί όταν ζήτησε μονολεκτικά κάτι να δροσίσει τα χείλη του. Η ξινή μυρωδιά του ξιδιού έφτασε ως τα ρουθούνια μου.
 

Ήμουν εκεί όταν έδωσε στη μάνα Του έναν καινούργιο γιο για να χει να αγαπάει.
 

Ήμουν εκεί σαν φώναξε το τρομερό εκείνο “Τετέλεσται”.
 

Ήταν λυγμικό και θριαμβικό μαζί.
 

Είχε κάτι από ρωμαϊκό θρίαμβο και από την ήσυχη καληνύχτα ενός ανθρώπου που κουράστηκε και κλείνει τα βλέφαρα.
 
Ήμουν εκεί, ακίνητη, να ρουφώ κάθε λόγο του, να αποτυπώνω κάθε κίνηση του προσώπου Του να ρουφώ την ανάσα Του μέχρι τέλους.
 
Ίσως γαντζωμένη στην ελπίδα ότι κάτι μπορεί να συμβεί ως την έσχατη ώρα.
 
Ήμουν εκεί σαν παρέδωσε στον Πατέρα Του το πνεύμα και γέρνοντας το κεφάλι ανεχώρησε.
 
Ήμουν εκεί όταν άνοιξε ο ουρανός και μ΄ αστραπές σκοτάδι και βροντές Τον υποδέχτηκε.
 
Ένιωσα τη γη να συγκλονίζεται κάτω από τα πόδια μου κι άκουσα τη φωνή του φόβου ν' ανεβαίνει από την πόλη.
 
Είδα το Σταυρό Του να ταλαντώνεται κι άκουσα το ρωμαίο εκατόνταρχο να μουρμουρίζει λέξεις μεταμέλειας.
 
Μα εμένα δε με ένοιαζε τίποτε από όλα αυτά.
 
Το βλέμμα μου, το είναι μου είχε καρφωθεί στα παγωμένα μάτια του.
 
Στο σώμα Του που άλλαζε σιγά-σιγά χρώμα παίρνοντας το χρώμα του κεριού. Είχε φύγει. Τότε μόνο πήρα το βλέμμα από πάνω Του.
 

Κοίταζα δίπλα Του τους δυό ληστές να προσπαθούν απεγνωσμένα να πάρουν ανάσες.
 
Τον ένα τον λυπόμουν.
 
Τον άλλο τον ζήλευα. Του 'χε πει πως σήμερα κιόλας θα τον έπαιρνε μαζί του στον Παράδεισο. Δε με ένοιαζε πού.
 
Δεν ξέρω τι ήταν ο Παράδεισος. Ήξερα πως τίποτα δεν ήταν ωραιότερο από το να είσαι μαζί Του.
 
Αυτό ήταν Παράδεισος!
 

Σε λίγο ένας στρατιώτης έφτασε βιαστικός. Μουρμούρισε κάτι στον εκατόνταρχο κι έπειτα πήρε μια λόγχη και προχώρησε προς το σταυρό Του. Κάρφωσε τη λόγχη στην πλευρά.
 
Το σημείο απ' όπου σε έναν ζωντανό θα τιναζόταν πίδακας το αίμα αντέδρασε με την ηρεμία των νεκρών.
 
Κάμποσο διάφανο υγρό κι ένα πήγμα βγήκαν από την πλευρά Του.
 
Έπειτα ο βιαστικός στρατιώτης ανεχώρησε.
 
Ήθελε να μεταφέρει το νέο του θανάτου.
 
Δυο τρεις στρατιώτες στην άκρη συζητούσαν το περίεργο γεγονός του να πεθάνει κανείς τόσο γρήγορα. Μου φάνηκαν αστείοι. Εκτός αν μόλις είχαν φτάσει από τη Ρώμη δεν υπηρχε κανείς στην πόλη που να μην ήξερε τα τόσα περίεργα που είχε η ζωή αυτού του ανθρώπου. Ιστορίες διέτρεχαν τους δρόμους, άνθρωποι θεραπευμένοι που τους έδειχναν οι άλλοι αναφέροντας πλήθος αρρώστιες από τις οποίες ο Ιησούς τους θεράπευσε, κι ακόμα κομμάτια ψωμί που τα κράτησαν κάποιοι σα φυλαχτό αφού διηγούνταν πώς με πέντε ή εφτά ψωμιά σαν αυτά είχε θρέψει χιλιάδες κόσμου.
 

Είχε τη δύναμη να θρέφει τους ανθρώπους, να τους θεραπεύει, να τους ανασταίνει.
 

Γιατί να διαλέξει το θάνατο;
 

Δεν κατάλαβα πότε έφτασε η νύχτα. Το σκοτάδι που είχε απλωθεί στην ψυχή μου ήταν σαφώς βαθύτερο από κείνο που κάλυπτε σιγά-σιγά τα πάντα. Δυό σκοτεινές φιγούρες ανέβηκαν στο λόφο. Από το βάδισμα κατάλαβα πως δεν ήταν πια νέοι. Τους ακολουθούσαν υπηρέτες.
 
Ένας από αυτούς κρατούσε ένα βάζο. Τα ήξερα αυτά τα βάζα. Τα είχα δει στο μυρεψό. Ήταν τεράστιο. Ήταν προφανές ότι τον ετοίμαζαν για κηδεία. Ένας από τους υπηρέτες στερέωσε μια σκάλα. Έβαλε το κεφάλι του κάτω από τη μιά του αμασχάλη και ξεκάρφωσε το ένα καρφί. Έπειτα έβγαλε το άλλο. Τον πήρε στην πλάτη και Τον κατέβασε.
 
Στο κάτω μέρος περίμεναν τέσσεροι άνθρωποι: οι δυο άρχοντες, η μάνα κι ο νέος Της γιος.
 
Ένα ήσυχο κλάμα Τον τύλιγε μαζί με το μεθυστικό άρωμα του ανοιγμένου δοχείου.
 
Τα άσπρα λουρίδια, τα οθώνια έλαμπαν το φως της σελήνης που έλαμπε ήδη στον ουρανό.
 
Όση ανθρώπινη φροντίδα είχε αρνηθεί στη ζωή Του, Εκείνος που δεν απέχτησε ούτε σπίτι ούτε κρεββάτι δικό Του, την απελάμβανε τώρα το νεκρό σώμα Του.
 

Στοργικά Τον τύλιγαν οι λευκές ταινίες παστωμένες στο κολλητικό μίγμα της αλόης και της σμύρνας.
 

Σαν κουκούλι που ετοιμάζεται αργά και συστηματικά άλλο να κλείσει κι άλλο να γεννήσει.
 

Έπειτα οι δυο άνδρες Τον πήραν αγκαλιά.
 

Τον κουβάλησαν λίγα μέτρα πιο κάτω.
 

Οι υπηρέτες είχαν ανοίξει έναν τάφο τραβώντας μια τεράστια πέτρα από το στόμιο. Τον έβαλαν μέσα. Λίγο αργότερα βγήκαν αφήνοντας Τον μόνο.
 
Μετά το θάνατο, σαν να μην έφτανε αυτός, κύλησαν και το βράχο ανάμεσα σε μένα κι Εκείνον.
 
Φεύγουν.
 
Σε αφήνουν μόνο.
 
Μήπως μόνος δεν ήσουν πάντα; Κοιμήσου.
 
Εγώ θα μείνω εδώ.
 




Αλεξανδρεύς 
Αναρτήθηκε από Αναστάσιος στις 6:17 π.μ.
 
Ετικέτες Αλεξανδρεύς
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου