Στη συνάντησή Του στο
Βατικανό με τον αιρεσιάρχη «Πάπα» τον προσφωνεί ωσάν να ήτο κανονικός Ορθόδοξος
επίσκοπος και ωσάν η «Εκκλησία» της Ρώμης σήμερον να είναι Ορθόδοξος!: «Οι δύο Εκκλησίες,
η Αλεξανδρινή και η Ρωμαϊκή, ανήκουμε, ιστορικώς και παραδοσιακώς, στις αρχαίες
Εκκλησίες». Είναι απορίας άξιον, πώς ο Αλεξανδρινός Προκαθήμενος φαίνεται να
αγνοεί στοιχειώδεις γνώσεις εκκλησιαστικής ιστορίας. Η Εκκλησία της Ρώμης ανήκε
επί χίλια έτη στις ιστορικώς και παραδοσιακώς αρχαίες Εκκλησίες, επειδή ανήκε
στον κορμό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας ως ένα από τα πέντε Ορθόδοξα
Πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Επειδή όμως στη συνέχεια οι αιρετικοί Φράγκοι κατέλαβαν
το σεβάσμιο Πατριαρχείο της Δύσεως και το οδήγησαν σε σειρά φρικτών αιρετικών
διδασκαλιών, εξέπεσε πλέον στην κατάσταση της αιρέσεως και απεκόπη οριστικά από
την Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία το 1054. Στην κατάσταση δε αυτή δυστυχώς
παραμένει μέχρι σήμερα.
« Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν· ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου…καὶ οὐκ ἠθελήσατε» (Ματθ. κγ΄, 37)
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Β΄πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ προφητεύει μὲ ἐκπληκτικὴ ἀκρίβεια ὅτι θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἀνέχονται τὴν ὑγιῆ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ θὰ ἐκτρέπονται καὶ θὰ πορεύονται ὀπίσω πλάνης καὶ δαιμονιωδῶν καταστάσεων· «ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατά τὰς ἐπιθυμίας
τὰς ἰδίας
ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι
διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται.» (Β΄Τιμ. δ΄, 3-4)
O Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης :
Ποιός θὰ προφυλάξει ὅμως τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὰς κληρικοὺς καὶ θεολόγους, οἱ ὁποῖοι ἐκ τῶν ἔσω ἀφανῶς καὶ βραδέως διαβρώνουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ οὐσιαστικῶς καταλήγουν στὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ στόχο, ἀλλὰ μὲ πιὸ ἐπικίνδυνη μέθοδο, ἀφοῦ κρύβονται κάτω ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ὀρθοδόξου θεολόγου; Σὲ τί διαφέρει ὁ ψευδομάρτυς τοῦ Ἰεχωβᾶ ποὺ ἀρνεῖται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἰουδαῖο καὶ Μουσουλμάνο, ποὺ ἐπίσης ἀρνοῦνται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὶς θρησκεῖες τῶν ὁποίων ὅμως οἱ Οἰκουμενισταὶ θεωροῦν ὡς παράλληλους μὲ τὸν Χριστιανισμὸ δρόμους σωτηρίας, ἀρνούμενοι ἔτσι τὴν μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ὅπως καὶ οἱ Ἰεχωβάδες;
Ἡ Οὐνία, λοιπόν, ὄχι μόνο δὲν καταργήθηκε, ἀλλὰ ἀναβαθμίστηκε καὶ συμμετέχει μὲ ἰσότιμο(!) ἐκπρόσωπό της στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους!
Γιὰ νὰ καταλάβει
κανεὶς τὸ μέγεθος τῆς ἐξαπάτησης τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀπὸ τοὺς πατριάρχες καὶ
ἐπισκόπους, σημειώνουμε ὅτι, παρὰ τὴν ὡς ἄνω ἀπαγόρευση συμμετοχῆς μας στοὺς
θεολογικοὺς διαλόγους, οἱ «ὀρθόδοξοι» ἐκπρόσωποί μας, ὄχι μόνο ἐξακολουθοῦν νὰ
διεξάγουν τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ ἀνέχονται νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτοὺς οἱ Οὐνίτες,
παρὰ τὴν ρητὴ ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως τῆς Ρόδου (1963), ὅτι
προϋπόθεση ἐνάρξεως τοῦ Διαλόγου ἦταν ἡ κατάργηση τῆς Οὐνίας. Ἡ Οὐνία, λοιπόν, ὄχι μόνο δὲν καταργήθηκε, ἀλλὰ ἀναβαθμίστηκε καὶ
συμμετέχει μὲ ἰσότιμο(!) ἐκπρόσωπό της στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους!
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)
Άνευ του Θεανθρώπου και εκτός του Θεανθρώπου ο άνθρωπος πάντοτε διατρέχει
τον κίνδυνον να καταστή διαβολοειδής, διότι η αμαρτία είναι ταυτοχρόνως και
δύναμις και εικών του διαβόλου, και δουλεύων εκτός του Θεανθρώπου εις την
αμαρτίαν ο άνθρωπος εκουσίως καταντά διαβολοειδής, γίνεται οικείος του
διαβόλου: «Ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστί» (1 Ιωάνν. 3, 8). Δεν
πρέπει να μας διαφεύγη ότι ο κύριος σκοπός του διαβόλου είναι να στερήση τον
άνθρωπον του θεοειδούς, να τον από-θεανθρωποποιήση, να τον α-θεώση και ούτω να
τον μεταβάλη εις ένα ον όμοιον προς τον εαυτόν του. Ο ουμανιστικός
ανθρωποκεντρισμός είναι κατ΄ ουσίαν διαβολοκεντρισμός, διότι και οι δύο θέλουν
ένα πράγμα: να ανήκουν μόνον εις τον εαυτόν των, να είναι μόνον εις τον εαυτόν
των, δια τον εαυτόν των. Τοιουτοτρόπως όμως εις την πραγματικότητα μεταφέρουν
εαυτούς εις το βασίλειον του «δευτέρου θανάτου», όπου ουκ έστι Θεός ούτε τι του
Θεού (Αποκ. 21, 8. 20, 14). Ό,τι ελέχθη μέχρις εδώ δεν είναι άλλο τι παρά ο
ευαγγελικός, ο αποστολικός, ο αγιοπατερικός, ο ορθόδοξος θεανθρωπισμός (θεοουμανισμός,
θεοχομινισμός).