Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)

                                                                                                                                                      
Άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πράγματι άνευ κεφαλής και επί πλέον άνευ του εαυτού του, άνευ του αιωνίου εαυτού του, άνευ του αθανάτου, του θεοειδούς εαυτού του. Εκτός του Θεανθρώπου δεν υπάρχει άνθρωπος, αλλά πάντοτε υπάνθρωπος ή ημιάνθρωπος ή μη άνθρωπος. Εδώ πρέπει να προστεθή και η εξής αλήθεια: άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πάντοτε δούλος του θανάτου, δούλος της αμαρτίας, δούλος του διαβόλου. Μόνον δια του Θεανθρώπου φθάνει ο άνθρωπος εις τον υπό του Θεού τεθέντα προορισμόν του: γίνεται «Θεός κατά χάριν» και ούτω φθάνει εις την τελείαν πληρότητα της υπάρξεώς του και της προσωπικότητός του. Φθάνει εις την θείαν του αιωνιότητα δια της Θεανθρωπότητος. Ζων εν τω θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» ο άνθρωπος θεανθρωποποιείται βαθμηδόν δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Και τον γεμίζει η χαρά εκείνου του αγίου μηνύματος και της ουρανίου εντολής του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου: «Θεού τε κτίσμα τυγχάνων και Θεός είναι κεκελευσμένος» (Παρά Γρηγορίω Θεολόγω, PG 36, 506). Δημιουργηθείς  ως δυνάμει θεάνθρωπος, ο άνθρωπος προσπαθεί μέσα εις το θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας να ομοιώση τον νουν του προς τον Θεόν, να τον μεταμορφώση εις Θεόν-νουν («ημείς νουν Χριστού έχομεν» Α΄ Κορ. 2, 16), προσπαθεί να ομοιώση ακόμη την συνείδησίν του προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-συνείδησιν, την θέλησίν του να την ομοιώση προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-θέλησιν, να ομοιώση και το σώμα του προς το σώμα του Θεανθρώπου, να το μεταμορφώση εις Θεό-σωμα («το σώμα τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι» Α’ Κορ. 6, 13). Θεανθρωποποιούμενος δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία, ο άνθρωπος επαναφέρει τον εαυτόν του εις το προπτωτικόν θεοειδές (βλ. Νεκρώσιμον Ακολουθίαν «… εις το καθ΄ ομοίωσιν επανάγαγε»), συμπληρών αυτό υπερεκπερισσού με το θείον κάλλος της εξαισίας χριστοειδείας (Γαλ. 4, 19. 3, 27. Ρωμ. 8, 29). 

Αφοῦ δῆθεν «ὅλοι στὸν ἴδιο Χριστὸ / Θεὸ πιστεύουμε...»

Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὁ Οἰκουμενισμὸς προσέλαβε καὶ «διαθρησκειακὸ» χαρακτῆρα τονίζοντας τὴν δῆθεν κοινὴ πίστη ὅλων τῶν μονοθεϊστικῶν (καὶ λοιπῶν) θρησκειῶν στὸν ἴδιο Θεό, κατὰ κατάφωρη ἀθέτηση τοῦ Εὐαγγελίου («πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν Υἱὸν οὐδὲ τὸν Πατέρα ἔχει».

Ἡ ἐκλαΐκευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προωθεῖται μὲ τὶς πυκνὲς λειτουργικές, ἀκαδημαϊκὲς-θεολογικὲς, ποιμαντικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπαφές μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, κυρίως μὲ τὶς συμπροσευχὲς σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, μὲ τοὺς μεικτοὺς γάμους καὶ τὸν ἤδη προαναγγελμένο σχεδιασμὸ τῶν ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Λατρεία ὅσα σημεῖα προσβάλλουν αἱρέσεις ἢ ἄλλες θρησκεῖες, ὥστε νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἑτεροδοξία καὶ τὸ ἁπλὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα (ἀφοῦ δῆθεν «ὅλοι στὸν ἴδιο Χριστὸ / Θεὸ πιστεύουμε...»).

Τὸ ράσο καὶ τὰ γένεια. Του Φώτη Κόντογλου.

http://agiooros.org/viewtopic.php?f=43&t=8523

Πολλὰ ἔχουν γραφῇ γιὰ τὰ ράσα καὶ τὰ γένια τῶν κληρικῶν. Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν τὰ χωνεύουνε, εἶναι κάποιοι ποὺ θέλουνε νὰ φαίνουνται ἐλεύθεροι καὶ νεωτεριστικὰ πνεύματα. Αὐτοὶ ὅλοι εἶναι πάντα «πρακτικοὶ» ἄθρωποι, ποὺ κρίνουνε τὰ τῆς θρησκείας μὲ τὸ πρακτικὸ καὶ πεζὸ μυαλό τους, ἐνῷ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὰ πρακτικὰ μυαλά, γιατὶ εἶναι ἡ βαθύτερη ποίηση, ἡ ἄβυσσο τῆς ποίησης. Ἡ κακοδαιμονία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει τὴν αἰτία της, κατὰ τὴν γνώμη μου, στὸ ὅτι λείψανε ἀπ᾿ αὐτὴν οἱ ποιητικὲς ψυχές, μὲ τὴν πραγματικὴ σημασία τῆς ποίησης, καὶ γέμισε ἀπὸ «πρακτικούς ἀνθρώπους", ἤγουν ἀπὸ ξεραΐλα καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Ἡ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ νόθευση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας

Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκκινώντας ἀπὸ προσπάθειες προσεγγίσεως τῶν «χριστιανῶν» σὲ πρακτικὰ θέματα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ἐξελίχθηκε σὲ προσπάθεια ἐξωτερικῆς συγκολλήσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς λοιπὲς «ὁμολογίες», χωρὶς τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ ἐκεῖνες τῆς μόνης ἀναλλοίωτης καὶ παραδοσιακῆς, τῆς ὀρθόδοξης, διδασκαλίας, ἀλλὰ μέσῳ ἐλαχιστοποιήσεως τῆς σημασίας («μινιμαλισμοῦ»), τῆς ἀποσιωπήσεως καὶ παρερμηνείας τῶν ἱ. δογμάτων ἀπὸ ὅλες τὶς διαλεγόμενες πλευρές. Ἐκκινώντας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ οἱ αἱρετικοὶ (ἑτερόδοξοι ) ὀνομάστηκαν σὲ ἐπίσημα ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα «Ἐκκλησίες» (τὸ 1903 καὶ κυρίως τὸ 1920), ἡ δογματικὴ παρέκκλιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μεταξὺ ἄλλων φοβερῶν πτώσεων ὁδήγησε σταδιακῶς στὴν ἀπὸ μέρους ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ θεολόγων (α) ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας μὲ τοὺς παπικούς («ἄρση τῶν ἀναθεμάτων») τὸ 1965, (β) μερικὴ ἀποδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων τελετῶν βαπτίσματος, εὐχαριστίας καὶ ἱερωσύνης («Κείμενον Β.Ε.Μ.», Λίμα τοῦ Περοῦ 1982, (γ) διαπίστωση δῆθεν χριστολογικῆς συμφωνίας μὲ τοὺς μονοφυσίτες-μονοθελῆτες (Β΄Κοινή Δήλωση, Chambésy 1990) - ἡ ὁποία σημαίνει τὴν ἀπόρριψη τῆς συμπαγοῦς ὀρθοδόξου χριστολογίας 15 αἰώνων, Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ πληθύος Ἁγίων Πατέρων, (ε) διαπίστωση ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι ὄχι αἵρεση, ἀλλὰ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» μὲ ἔγκυρα μυστήρια (Κείμενον Balamand 1993) κ.ἄ. Χειρότερο ὅλων εἶναι (στ) τὸ ἐκκλησιολογικὸ κείμενο τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (Βραζιλία, 2006) · ἐκεῖ ἡ πλειονότης τῶν ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων ἀρνήθηκε ἰδιότητες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὶς ὁποῖες ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐκεῖνες τῆς «Μιᾶς» (δηλ. σὲ ἑνότητα πίστεως) καὶ τῆς «Καθολικῆς», ἐπειδὴ συμφώνησαν ὅτι κανένα μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποτελεῖ καθ’ ἑαυτὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία (§6) καὶ ὅτι εἶναι θεμιτὴ ἡ ὕπαρξη ποικιλίας δογμάτων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας (§5). Αὐτὸ εἶναι ποὺ λίγο ἀργότερα οἱ οἰκουμενιστὲς ὀνόμασαν «ἑνότητα μέσα στὴ (δογματικὴ) διαφορετικότητα» , “unity in diversity”, ἔνα σύνθημα παρμένο ἀπὸ τὰ βουδιστικὰ κινήματα τῆς New Age, δηλαδὴ μιὰ «περιεκτικότητα» (“comprehensiveness”) ἀντίθετη μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ «ἀποκλειστικότητα» (“exclusiveness”).
Στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστὲς ἔχουν ἐγγράφως δεσμευθεῖ νὰ μὴ καλοῦν τοὺς ἑτεροδόξους στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔτσι διαψεύδεται ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ συμμετοχή μας ἐκεῖ ἀποσκοπεῖ στὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας· ἀντιθέτως δέ, μὲ τὴν ἐπίσημη ἀποδοχὴ ἑτεροδόξων θέσεων, ἀποπροσανατολίζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς πρὸς τὸ ἀληθινὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 

Ο Θεὸς δὲν ἐπευλογεῖ τὸ ψεῦδος οὔτε ἑνώνεται μὲ αὐτό.

Ἡ ἑτεροδοξία-αἵρεση, ὡς εἰσαγωγὴ νεωτερισμῶν στὴ δογματικὴ πίστη, ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, διότι καταστρέφει τὴ θεραπευτικὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας (θεολογία καὶ ἄσκηση) καὶ διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπευλογεῖ τὸ ψεῦδος οὔτε ἑνώνεται μὲ αὐτό. Κατὰ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «ὅποιος δὲν πιστεύει ὅπως πιστεύει ἡ Παράδοση τῆς Καθολικῆς [δηλ. τῆς Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος», καθὼς δὲ διαπιστώνει ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὸν ζ΄ ἱ. Κανόνα της, μόνον ὅσοι αἱρετικοὶ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν αἵρεση «προστίθενται στὴ μερίδα τῶν σῳζομένων». Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση κανεὶς ἑτερόδοξος (ρωμαιοκαθολικός, προτεστάντης, μονοθελήτης κ.λπ.) δὲν εἶναι οὔτε δύναται νὰ ὀνομάζεται κυριολεκτικῶς «χριστιανός» οὔτε ἡ αἱρετικὴ κοινότητα «ἐκκλησία».

Τα αυτονόητα και τα αδιανόητα

Κωνσταντίνος Χολέβας

Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αλβανία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας είπε το αυτονόητο. Οτι δηλαδή η ενταξιακή πορεία της γείτονος χώρας προς την Ευρ. Ενωση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον σεβασμό των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής κοινότητος. Οι Αλβανοί πάλι έθεσαν το τσάμικο ζήτημα, το οποίο είναι για την ελληνική πλευρά αδιανόητο.
Στα Τίρανα ο Πρόεδρος Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός της γείτονος ζήτησαν από την ελληνική αντιπροσωπία να περάσει και από τη Βουλή η άρση του εμπολέμου. Το εμπόλεμο αναφέρεται στη συμμετοχή αλβανικών τμημάτων στον ιταλικό στρατό τον Οκτώβριο του 1940. Το «ΟΧΙ» δεν το είπαμε μόνο στους Ιταλούς, αλλά και στους Αλβανούς εισβολείς, συμμάχους του Μουσολίνι. Τον Αύγουστο του 1987 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ήρε το εμπόλεμο, αλλά η απόφαση δεν ενεκρίθη από τη Βουλή των Ελλήνων ούτε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι Αλβανοί ζητούν να ολοκληρωθεί και τυπικά η διαδικασία, για να προωθήσουν πλέον με κάθε ένδικο και πολιτικό μέσο το ζήτημα των περιουσιών των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας. Η δημοκρατική Αλβανία υποστηρίζει τους απογόνους των εγκληματιών πολέμου, συνεργατών του φασισμού και του ναζισμού. Και τα δύο μεγάλα κόμματα στα Τίρανα ενθαρρύνουν τους Τσάμηδες να διεκδικήσουν τα χωράφια τους, που δημεύθηκαν με απόφαση του Δικαστηρίου Δοσιλόγων Ιωαννίνων το 1945!
Επιπλέον, τα Τίρανα απαιτούν την εξαρχής διαπραγμάτευση της συμφωνίας για ΑΟΖ και χωρικά ύδατα. Η προηγούμενη, που υπεγράφη επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή και Μπερίσα προ ολίγων ετών, ανετράπη από το Συνταγματικό Δικαστήριο κατόπιν πρωτοβουλίας του νυν πρωθυπουργού Εντι Ράμα. Το μόνο θετικό στις ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι η υπόσχεση του Ράμα να επιτρέψει τη δημιουργία και άλλων ελληνικών στρατιωτικών κοιμητηρίων, ώστε να αναπαυθούν εν ειρήνη οι ψυχές των στρατιωτών μας που έγραψαν το Επος των βορειοηπειρωτικών βουνών το 1940-41. Ισως και η προοπτική του αγωγού ΤΑΡ να μας φέρει κάπως πιο κοντά.
Στην αλβανική προκλητικότητα απαιτείται άμεση απάντηση. Οταν εκείνοι μιλούν για Τσάμηδες, εμείς να προβάλλουμε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας του Μαΐου του 1914, το οποίο προβλέπει την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου εντός αλβανικών συνόρων και υπεγράφη από την Αλβανία και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Εκείνοι χορεύουν τσάμικο, εμείς κερκυραϊκό!

http://www.dimokratianews.gr/

Αυτή είναι η Ορθόδοξος οδός «γνώσεως» και επιστροφής εις το «καθ’ ομοίωσιν».

Ο Θεός είναι επάνω παντός συλλογισμού. Δια της κτίσεως μανθάνομεν σχετικώς περί της σοφίας του Θεού, της δυνάμεως, της απειρίας, της ωραιότητος, αλλ’ αυτά είναι απλαί καταφάσεις, αι οποίαι δεν εξαντλούν την γνωστικήν ικανότητα της ψυχής και τας θείας εφέσεις της. Αλλά πέραν της καταφατικής ταύτης γνώσεως, αισθανόμεθα την ανάγκην της αποφατικής αγνωσίας, η οποία θα μας υψώση ύπερθεν της φύσεως, θα μας προσεγγίση δι’ «αγνώστου» τρόπου εις τον Θεόν και θα μας κορέση θαυμασμού και εκστατικού θείου έρωτος και αγίας γνώσεως. Και θα έλθη ο Χριστός – «της Ερήμου ο φίλος» -- εντός της ερήμου εγκοσμίων εφέσεων και παθών καρδίας μας, να «ποιήση μονήν», κατά την «φίλην φωνήν» Του. Και εις της μυστικής μας ενώσεως το όργιον, θα μας αποκαλύψει τον Πατέρα και το Πνεύμα. Και εντεύθεν θα ακούσωμεν ρήματα άρρητα, «α ουκ εξόν λαλήσαι ανθρώπω», Αυτή είναι η Ορθόδοξος οδός «γνώσεως» και επιστροφής εις το «καθ’ ομοίωσιν».

Τούτο μου το Βρέφος όπου αγιάζει και θεοποιεί

… τούτο μου το Βρέφος, όπου το σφάζουσιν εκουσίως και δεν νεκρούται, αλλά ζωοποιεί τους θυσιάζοντας αυτό. Τούτο μου το Βρέφος, όπου το κόπτουσι και μένει αχώριστον, όπου το σφάζουσι και μένει αθάνατον, όπου το μερίζουσι και δεν διαιρείται, όπου το τρώγουσι και ουδέποτε δαπανάται, όπου κάθεται εις τας αγκάλας μου και είναι εις τους κόλπους του ουρανίου Πατρός, όπου χωρείται εις τας αγκάλας μου και είναι αχώρητον εις όλον τον κόσμον, όπου θεωρείτε αυτό και είναι αόρατον, όπου πιάνετε αυτό και είναι άϋλον, τούτο μου το Βρέφος όπου αγιάζει και θεοποιεί τους τρώγοντας αυτό…

Η χάρις του Αγίου Πνεύματος έχει πολλάς μορφάς και πολλάς αισθήσεις.

Οι νηπτικοί πατέρες μας λέγουν ότι οι προσευχόμενοι ούτως αποκτούν μεγάλα χαρίσματα. Η νηστεία, η προσευχή, η εγκράτεια, η αγρυπνία, χαρίζουν την χάριν,την ποικίλην χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος έχει πολλάς μορφάς και πολλάς αισθήσεις. Το Άγιον Πνεύμα δια της προχωρημένης προσευχής και της νηπτικής εργασίας χαρίζει την χάριν των δακρύων, την χάριν της χαράς, την χάριν του προοράν, την χάριν της διδασκαλίας, την χάριν του αποστολικού χαρίσματος, την δύναμιν της μακροθυμίας, της υπομονής, της θείας παρακλήσεως, της μεγάλης ελπίδος, την χάριν του θείου έρωτος, της θεωρίας, της αρπαγής.