Τι λόγο θα δώσουμε
στον Θεό, αν αφήσουμε ανενόχλητους τους διαφθορείς της Δογματικής διδασκαλίας
της Εκκλησίας οικουμενιστάς, να ουνιτίζουν τα τέκνα της Ορθοδoξίας,
«δι’ α Χριστός απέθανε»;
Abba Serapion
A brother once visited Abba Serapion. The Elder invited him to offer a prayer, according to custom; but he did not obey, calling himself a sinner and unworthy of the monastic schema. The Elder also wanted to wash his feet, but the brother did not consent to it, using the same words (that is, "I am a sinner and unworthy of the monastic schema").
Ο βλάσφημος ψαράς
Στο πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων ,που ψάρευαν τις νύχτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου και Νάξου .
Εκείνη τη νύχτα η μια ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι . Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό , το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις και βαρειές κουβέντες. Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ο λιμενοφύλακας και ο μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους συγκρατήσουν.
Απότομα ο ουρανός βάρυνε. Η θάλασσα άρχισε να μουγγρίζει. Σε μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό , παρασύροντας το ψαροκάικο και τις βάρκες με τις λάμπες, μέχρι που τις πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν η θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ο καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.
- Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!
- Ήταν θαύμα της Παναγίας , εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρι-γρι.
Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Δυο-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:
- Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά που δεν μας σήκωσε στον ουρανό τις βάρκες! Όρεξη δεν είχε η Παναγιά – να μην τη στολίσω και τώρα – να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.
Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά που είχε πάθει η δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία και αποσύρθηκε να κοιμηθεί.
Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, - σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο- να τον πλησιάζει και να τον ερωτά:
- Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;
- Τι είναι αυτά που μου λες, κυρά μου; Θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;
- Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;
Στα λόγια αυτά τινάχθηκε όρθιος. Έκανε να φωνάζει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του . Και τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία και την άκουσε να του λέει:
- Έλα στο σπίτι μου, στην Εκατονταπυλιανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.
Ο Λιάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Εκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ηλίου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στη θεία Της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματός του. Γονάτισε και προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούριο θαύμα : Οι βάρκες και το ψαροκάικο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμμία ζημία!
Εκείνη τη νύχτα η μια ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι . Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό , το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις και βαρειές κουβέντες. Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ο λιμενοφύλακας και ο μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους συγκρατήσουν.
Απότομα ο ουρανός βάρυνε. Η θάλασσα άρχισε να μουγγρίζει. Σε μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό , παρασύροντας το ψαροκάικο και τις βάρκες με τις λάμπες, μέχρι που τις πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν η θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ο καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.
- Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!
- Ήταν θαύμα της Παναγίας , εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρι-γρι.
Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Δυο-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:
- Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά που δεν μας σήκωσε στον ουρανό τις βάρκες! Όρεξη δεν είχε η Παναγιά – να μην τη στολίσω και τώρα – να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.
Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά που είχε πάθει η δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία και αποσύρθηκε να κοιμηθεί.
Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, - σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο- να τον πλησιάζει και να τον ερωτά:
- Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;
- Τι είναι αυτά που μου λες, κυρά μου; Θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;
- Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;
Στα λόγια αυτά τινάχθηκε όρθιος. Έκανε να φωνάζει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του . Και τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία και την άκουσε να του λέει:
- Έλα στο σπίτι μου, στην Εκατονταπυλιανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.
Ο Λιάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Εκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ηλίου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στη θεία Της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματός του. Γονάτισε και προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούριο θαύμα : Οι βάρκες και το ψαροκάικο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμμία ζημία!
Οι λατινόφρονες είναι εχθροί της Κυρίας Θεοτόκου και του Υιού Της!!!
Τότε:
Οι λατινόφρονες με τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως
Ιωάννην Βέκκον ήλθον εις το Άγιον Όρος μετά στρατιωτικής δυνάμεως, και αφού
έπραξαν εκείνα τα οποία έπραξαν εις τας άλλας Μονάς, ήλθον τελευταίον και εις
την Ιεράν Μονήν του Ζωγράφου, πυρ και μανίαν πνέοντες κατά των οικούντων αυτήν
Μοναχών. Κατ’ εκείνον δε τον φρικτόν και φοβερόν δια το Άγιον Όρος
καιρόν,πλησίον της Μονής Ζωγράφου ηγωνίζετο κατά μόνας εις Μοναχός, έχων
συνήθειαν ιεράν να αναγινώσκη πολλάκις καθ΄ εκάστην τον Ακάθιστον Ύμνον της
Θεοτόκου ενώπιον της θείας Εικόνος Αυτής. Εν μια λοιπόν των ημερών, ότε εις τα
χείλη του Γέροντος αντηχούσεν ο Αρχαγγελικός ασπασμός της Υπεραγίας Παρθένου
Μαρίας, το«Χαίρε», ακούει αίφνης ο Γέρων εκ της αγίας Αυτής Εικόνος τους εξής
λόγους:«Χαίρε και συ, Γέρων του Θεού!», ο δε Γέρων εγένετο έντρομος. «Μη
φοβού»,εξηκολούθησεν ησύχως η εκ της Εικόνος θεομητορική φωνή, «αλλ’ απελθών
ταχέως εις την Μονήν, ανάγγειλον εις τους αδελφούς και εις τον Καθηγούμενον ότι
οι εχθροί εμού τε και του Υιού μου επλησίασαν. Όστις λοιπόν υπάρχει ασθενής τω
πνεύματι, εν υπομονή ας κρυφθή, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός, οι δε
επιθυμούντες μαρτυρικούς στεφάνους ας παραμείνωσιν εν τη Μονή, άπελθε λοιπόν
ταχέως».
….είκοσι δε και εξ
Μοναχοί, oι μη μνημονεύοντες τον λατινόφρονα Τζιοβάνι
Βέκκο, μετά των οποίων και ο Καθηγούμενος, έμειναν εις την Μονήν και εισήλθον
εντός του Πύργου, αναμένοντες τους εχθρούς αυτών και προσδοκώντες τους
μαρτυρικούς στεφάνους. Το αποτέλεσμα: εικοσιέξ Οσιομάρτυρες Ζωγραφίται, οι
ελέγξαντες τους λατινόφρονας, τον τε βασιλέα Μιχαήλ και τον Πατριάρχην Τζιοβάνι
Βέκκον,επάνωθεν του Πύργου πυρί τελειούνται.
Τώρα :
Και οι δέκα εννέα Ηγούμενοι του Αγίου Όρους υποδέχονται στο Άγιον Όρος,
συλλειτουργούν και μνημονεύουν τον λατινόφρονα αρχιαιρεσιάρχην Πατριάρχην
Κων/πόλεως κ.Βαρθολομαίον, την ιδίαν ώρα που ο νέος Τζιοβάνι Βέκκος εκδιώκει
απανθρώπως τους αδελφούς των Εσφιγμενίτας!...