Άγιον Όρος, διχασμός εν όψει

Του κ. Ιωάννου Κορναράκη, Ομοτίμου Καθηγητού του Πνεπιστιμίου Αθηνών

Ο μοναχικός σύλλογος των «αμαθών» και «ασόφων», γνωρίζει αυτά, τα οποία και οι σοφοί ηγούμενοι γνωρίζουν αλλά τα αποσιωπούν, δηλ. την εμπλοκή του Πατριάρχου στην παναίρεση του οικουμενισμού και τις παραχωρήσεις στους αιρετικούς, οι οποίες ακυρώνουν την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας. Γράφουν λοιπόν στους ηγουμένους. «Γνωρίζετε, σεβαστοί πατέρες, καλύτερα από εμάς τις αντορθόδοξες και βλάσφημες ενέργειες, δηλώσεις και αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου...που συνιστούν κραυγαλέα και εμφανή - γυμνή τη κεφαλή - αποδοχή και διδαχή της παναιρέσεως όλων των εποχών, που αθετεί τη μοναδικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και την ταυτίζει με τις αιρέσεις, των οποίων δέχεται τα μυστήρια ως έχοντα και μεταδίδοντα αγιαστική και σώζουσα χάρη. Εκτός της αναγνωρίσεως του Βαπτίσματος των Παπικών και των Λουθηρανών έχουμε και μετοχή στο κοινό ποτήριο με τους Μονοφυσίτες και σε πολλές περιπτώσεις με τους Παπικούς στις Κυκλάδες και στη Διασπορά»!
Τέλος, οι αγιορείτες ηγούμενοι προβλέπουν ενδεχόμενη δημιουργία σχισμάτων στην Εκκλησία, «...φιλόφρονες εκδηλώσεις, όπως αυτές των επισκέψεων του Πάπα στο Φανάρι και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στο Βατικανό, χωρίς την προϋπόθεση της ενότητας στην πίστη, επιτυγχάνουν αφ' ενός...και αφ' ετέρου να αμβλύνουν το δογματικό αισθητήριο πολλών Ορθοδόξων ˙ επί πλέον δε να εξωθήσουν μερικούς από τους πιστούς και ευλαβείς Ορθοδόξους, που ανησυχούν για όσα ακαίρως και παρά τους Ιερούς Κανόνες γίνονται, σε αποκοπή τους από το σώμα της Εκκλησίας και την δημιουργία νέων σχισμάτων»!
Το ερώτημα, όμως, που προκύπτει από το τελευταίο αυτό μέρος του κειμένου των ηγουμένων είναι:
- Ποιος φωτισμός τους πληροφορεί ότι «οι μερικοί (έστω) πιστοί και ευλαβείς Ορθόδοξοι», υπερασπιστές των Ιερών Κανόνων και της πατερικής παραδόσεως, στην περίπτωση, που, ό μη γένοιτο, δημιουργηθεί σχίσμα, αυτοί θα πρέπει να αποκοπούν από το σώμα της Εκκλησίας;
- Γιατί θέλουμε κάποιους και ευλαβείς και Ορθόδοξους, αλλά έξω από το σώμα της Εκκλησίας; Αν η Διοικούσα Εκκλησία εμμένει στις αιρέσεις, που καταδικάζουν οι Πατέρες και οι Ιεροί Κανόνες, και άρα, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι πλέον Εκκλησία αλλά «εκκλησία», δεν θα πρέπει να αποκοπεί η αίρεση από την Εκκλησία; -Πως εννοούν άραγε την Εκκλησία οι κ.κ. Ηγούμενοι; Και αιρετική και Εκκλησία; Ποιος πρέπει να αποκοπεί; από ποιόν;


Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)

Επειδή εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ο Θεάνθρωπος είναι τα πάντα εν πάσι, είναι εντελώς φυσικόν να κυριαρχή εν αυτή ο Θεανθρώπινος τρόπος ζωής, σύμφωνα με τον οποίον ο άνθρωπος και πάντα τα του ανθρώπου ρυθμίζονται και καθοδηγούνται υπό του Θεού και των του Θεού. Ο τρόπος ζωής του ανθρώπου είναι η ενώπιον του Θεού στάσις του της προσευχής και λατρείας. Δια τούτο η Εκκλησία ως θεανθρώπινος οργανισμός και ως ναός είναι οίκος της προσευχής, και κάθε μέλος της είναι ένα θεοειδές κύτταρον εν τω θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας. Η σωτηρία εις την πραγματικότητα είναι η συνεχής βίωσις της όλης προσευχητικής και λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας, όπου το κάθε μέλος ζη την όλην θεανθρωπίνην ζωήν της Εκκλησίας κατά το μέτρον της πίστεώς του και το μέτρον των μυστηρίων της και αρετών. Κάθε πιστός είναι Εκκλησία εν σμικρώ.  Όλη η θεανθρωπίνη ζωή της Εκκλησίας και όλαι αι θεανθρώπιναι αλήθειαι της Εκκλησίας εκδηλούν εαυτάς κατά τον πλέον τέλειον και πιστόν τρόπον εις την λατρείαν. Εις αυτήν ιερουργείται εν προσευχή και γίνεται βίωμα κάθε θεανθρωπίνη πραγματικότης και ούτω αρχιτεκτονείται και γεννάται η μόνη ένθεος και αληθινή θεολογία.   

Μια εξωτερική πολιτική πιο διεκδικητική κι ενεργητική.


Οταν έχεις συγκεντρωμένους σε μια αίθουσα 300 πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, διπλωμάτες και επιχειρηματίες και αυτοί ψηφίζουν κατά 76% την ανάγκη να ακολουθήσει η Ελλάς μια πιο διεκδικητική και ενεργητική εξωτερική πολιτική, τότε υπάρχουν σοβαροί λόγοι αισιοδοξίας στη σημερινή δύσκολη κατάσταση. Η ψηφοφορία έγινε στις 20 Ιουνίου κατά τη διάρκεια δημόσιας συζήτησης, την οποία διοργάνωσε το βρετανικό περιοδικό «Economist» σε ξενοδοχείο της Αττικής. Το θέμα του διαλόγου ήταν: «Θα έπρεπε η Ελλάδα να προχωρήσει σε μια μονομερή οριοθέτηση της ΑΟΖ;» Κύριοι συζητητές ήσαν ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Μέριλαντ, οικονομολόγος Θεόδωρος Καρυώτης, και ο καθηγητής Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου και πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης Χρήστος Ροζάκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Θ. Καρυώτης υπήρξε εκπρόσωπος της χώρας μας στη Διεθνή Διάσκεψη του 1982 για το Δίκαιο της Θαλάσσης, όταν θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά η έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.

 Επί νομικής βάσεως ουσιαστικά και οι δύο εισηγητές συμφώνησαν ότι απαιτείται συμφωνία και της άλλης πλευράς για να οριοθετηθεί η ΑΟΖ μεταξύ δύο χωρών. Ομως ο Θ. Καρυώτης, που ανέλαβε να στηρίξει την απάντηση «ναι», έδωσε περισσότερη έμφαση στην πολιτική βούληση. Επιτέλους, να ανακηρύξουμε την πρόθεσή μας για ΑΟΖ και να αρχίσουμε να οριοθετούμε πρώτα με τις χώρες με τις οποίες υπάρχουν ελάχιστα ή μηδενικά εμπόδια, όπως η Κύπρος, η Ιταλία, πιθανόν η Αλβανία. Το μήνυμα του Θ. Καρυώτη, το οποίο υπερψηφίστηκε κατά την ηλεκτρονική ψηφοφορία, ήταν ότι πρέπει να σταματήσουμε τη φοβισμένη και αναβλητική τακτική, να δείξουμε προς φίλους και αντιπάλους ότι είμαστε κυρίαρχο κράτος που διεκδικεί τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του και να μη βαπτίζουμε «νομιμότητα» και «λογική» την υποχωρητικότητά μας.
 Ο κ. Ροζάκης δεν αρνήθηκε το δικαίωμα της Ελλάδας να ανακηρύξει ΑΟΖ, αλλά προειδοποίησε ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των γειτόνων και κυρίως της Τουρκίας, σε μια εποχή με σοβαρά οικονομικά προβλήματα για την Ελλάδα. Και αναρωτήθηκε: Αφού μέχρι τώρα συζητούμε σε 53 συνεχείς συναντήσεις με τους Τούρκους για την υφαλοκρηπίδα και δεν συμφωνούμε, ποιος μας εγγυάται ότι θα προχωρήσει η ΑΟΖ; Φοβούμαι ότι το ερώτημα αυτό με το οποίο έκλεισε τις παρεμβάσεις του ο εκλεκτός νομικός αποτελεί σόφισμα. Πρώτον, διότι την υφαλοκρηπίδα τη συζητούμε μόνο με την Τουρκία, η οποία δεν έχει υπογράψει τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θαλάσσης, ενώ την ΑΟΖ θα την οριοθετήσουμε και με άλλες χώρες, οι οποίες αποδέχονται αυτή τη Διεθνή Σύμβαση. Δεύτερον, διότι από το 1976 που συζητούμε για την υφαλοκρηπίδα μέχρι σήμερα έχει προκύψει ένα νέο σπουδαιότατο εύρημα, που αλλάζει τα δεδομένα: Οι υδρογονάνθρακες στη ΝΑ Μεσόγειο, τους οποίους θέλουν όλοι να εκμεταλλευθούν. Και Ιταλοί και Αλβανοί και Λίβυοι και Αιγύπτιοι και Ισραηλινοί και άλλοι.
 Από τις προτάσεις του καθηγητή Καρυώτη σταχυολογώ και τις ακόλουθες: «Το 2004 ο Πρόεδρος της Κύπρου Τάσσος Παπαδόπουλος με τέσσερα τανκς και δύο ελικόπτερα τόλμησε και ανακήρυξε ΑΟΖ και επέτυχε συμφωνίες με το Ισραήλ και η Τουρκία δεν αντέδρασε δυναμικά, παρά τη λεκτική διαφωνία της». «Από το 1982 μέχρι προσφάτως οι πολιτικές ηγεσίες απέφευγαν να συζητούν δημοσίως για την ΑΟΖ. Ο Αντώνης Σαμαράς είναι ο πρώτος που θέτει το ζήτημα θαρραλέα και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Ως προς την άποψη του κ. Καρυώτη ότι και η Ευρ. Ενωση έχει ΑΟΖ διαφώνησε ριζικά κ. Ροζάκης, αλλά πιστεύω ότι η σχετική πρόταση του πρωθυπουργού είναι περισσότερο πολιτική παρά νομική.
 Επισημαίνω τα ενδιαφέροντα σχόλια των καθηγητών Ι. Μάζη και Π. Λιάκουρα και την έκφραση αντιρρήσεων από Τούρκο διπλωμάτη, που ήταν παρών. Καιρός να προχωρήσουμε!

 "Δημοκρατία"