Τη στιγμή που σας γράφω την παρούσα επιστολή, ευρίσκομαι μόνος στο γραφείο μου και με χέρι τρεμάμενο, καρδία δε θλιμμένη και αλγούσα, σημειώνω τις λέξεις στο χαρτί, τις λέξεις που τις νοιώθω να τρέχουν όπως το πύον από μια πληγή παλιά, με αίσθημα δηλαδή απεράντου ανακουφίσεως και ψυχικής αναπαύσεως.
Έχουν περάσει 9 σχεδόν χρόνια από τότε που έλαβα την αρχιερωσύνη χωρίς να παύσω όλο αυτό το διάστημα να παλεύω με τον εαυτό μου, με φόβο να καταντήσω τελικά άρρωστος ή υποκριτής, αφού τόσο καιρό, πράττω ό,τι αποστρέφομαι, και δικαιολογώ, ό,τι είναι άξιο καταδίκης και αφορισμού. Θεέ μου, που κατήντησα, γιατί δεν θέλησα ν’ ακούσω την φωνή της συνειδήσεώς μου που μου φώναξε δυνατά ότι υποκρίνομαι. Παρηγορούμαι όμως στη σκέψη ότι έχω και κάποια «δικαιολογητικά», τα οποία παρ’ όλη την αδυναμία τους, μου χαρίζουν μια μικρή ανακούφιση, διαφορετικά η θλίψη θα με οδηγούσε στη συνέχεια σε έργα που μόνο «οι μη έχοντες ελπίδα και άθεοι εν τω κόσμω» είναι δυνατόν να πράξουν. Αλήθεια, πόσο αδύνατος είναι ο άνθρωπος, έστω κι αν κοροϊδεύη τον εαυτόν του με ποικίλες περγαμηνές και έργα αγάπης, όταν τον εγκαταλείψη η χάρις του Θεού. Ήταν άνοιξη του .... όταν ελάμβανα την αρχιερωσύνη και ...... Καλά λέει ο λαός ότι η καλή μέρα φαίνεται από την αρχή. Έτσι και εγώ και προ της χειροτονίας ακόμα είχα μια ταραχή γι’ αυτό που πήγαινα να πράξω, να λάβω δηλαδή αρχιερωσύνη από επισκόπους που κοινωνούσαν αδιαμαρτύρητα με τον κακόδοξο πατριάρχη, με τον άνθρωπο που έπρεπε από χρόνια να έχη καταδικασθεί στην εσχάτη των εκκλησιαστικών ποινών. Με έκαμψαν όμως, αφ’ ενός οι υποσχέσεις των γνωστών μου ιεραρχών, ότι θ’ αντιδράσουμε συντόμως όλοι μαζί, αφ’ ετέρου δε η κρυφή φιλοδοξία μου που μου ψιθύριζε απατηλά, ότι τώρα σαν επίσκοπος θ’ αγωνισθώ πιο αποτελεσματικά κατά του κακού. Τέλος πήρα την χειροτονία και άρχισα τις συναλλαγές με την συνείδησή μου! Ας περάσουν ένα-δυο μήνες και τότε θ’ αντιδράσω έστω και μόνος, είχα υποσχεθεί στον εαυτόν μου, όταν είδα ότι οι συνάδελφοί μου ήταν μόνο λόγια, και αυτά ιδιωτικά, στο γραφείο δηλαδή λεγόμενα........