«αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου…και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»


ΚΥΡΙΑΚΗ 3 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2013
ΙΕ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. κβ΄35-46)                                                                   (Β΄Κορ. δ΄6-15)


Αγάπης ανάβαση
Η σταυρόσχημη μορφή της αγάπης, δηλαδή η εκδήλωσή της προς τον Θεό και προς το συνάνθρωπο, αποκαλύπτει το κατ’ εξοχήν στοιχείο της αυθεντικότητάς της. Μια τέτοια αγάπη θεμελιώνεται ακριβώς στη σταυρωμένη αγάπη του Χριστού και γι’ αυτό αποκτά βάθος και ποιότητα. Άλλωστε, είναι αυτή η αγάπη που νίκησε και το θάνατο, τον έσχατο εχθρό του ανθρώπου, και άνοιξε τις διόδους της ζωής. Αυτή, λοιπόν, την αγάπη, στην πιο γνήσια μορφή της καλείται να εγκολπωθεί ο άνθρωπος  στην καθημερινή του ζωή και να την αναγάγει σε βίωμα και εμπειρία. Στους ορίζοντές της, ο άνθρωπος σε καμιά περίπτωση δεν θα αισθάνεται στη ζωή του ότι κάτι του λείπει. Αντίθετα, θα νιώθει ότι τα έχει όλα γιατί αφήνει τον εαυτό του να είναι δεκτικός στη χάρη του Θεού που καταυγάζει όλο το είναι του.
Ο νομικός που πλησίασε τον Ιησού, σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση, ήθελε να φέρει σε δύσκολη θέση τον Ιησού και γι’ αυτό του υπέβαλε το ερώτημα ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή. Ο Χριστός δεν απάντησε με περιστροφές αλλά ευθέως και σαφώς: «Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία όμως, είναι ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Διευκρινίζεται μάλιστα ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζεται όλος ο νόμος.

H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ...

Την μακροχρόνια ξενιτεία του από τον κόσμο διέκοψε δύο φορές, προκειμένου να αγωνισθεί και να συμβάλει στη διάσωση της Ορθοδοξίας, που όπως τώρα, έτσι και τότε, κινδύνευε από εξωτερικούς και πιο πολύ από εσωτερικούς εχθρούς. Ο Χριστιανισμός δεν παρουσιάσθηκε συνδιαλεγόμενος και συναλλασόμενος «επί ίσοις όροις» με τις άλλες θρησκείες, διεκδικώντας μέρος της αλήθειας, που υπάρχει δήθεν σε όλες τις θρησκείες, όπως βλάσφημα ισχυρίζονται σημερινοί δήθεν χριστιανοί ηγέτες των διαθρησκειακών συναντήσεων του Αντιχρίστου, αλλά ως μοναδική αλήθεια, η μοναδική οδός σωτηρίας, ως το αληθινό φως που αντικατέστησε όχι ισχνότερα φώτα, αλλά το σκότος της αγνωσίας του Θεού και της πλάνης: «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς». Δεν είπε ο Χριστός ότι εγώ είμαι ένας δρόμος, μία αλήθεια, ένα φως ανάμεσα σε άλλους δρόμους, σε άλλες αλήθειες, σε άλλα φώτα, αλλά εγώ είμαι η μοναδική αλήθεια, ο μοναδικός δρόμος, το μοναδικό φως: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή». «Εγώ ειμί το φως του κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ΄έξει το φως της ζωής».

Αυτήν την αποκλειστικότητα του Ευαγγελίου, την οποία ορισμένοι χαρακτηρίζουν και σήμερα ως ακραία και φουνταμενταλιστική, συκοφαντούντες και διώκοντες όσους με συνέπεια και πιστότητα την προβάλουν ως κήρυγμα και ως ζωή, επλήρωσαν ακριβά οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες, προτιμήσαντες να βασανισθούν και να χύσουν το αίμα τους παρά να συμβιβασθούν με τις άλλες «αλήθειες», να συνυπάρξουν στο πολυπολιτισμικό μοντέλο των διαθρησκειακών σχέσεων και συναντήσεων, από αγάπη δήθεν για τους άλλους. 

Οι οικουμενισταί είναι ψευδοχριστιανοί, «πλανώντες και πλανώμενοι»

Ο δαίμων της υπερηφανείας έχη φθείρει τα νοήματα  των «ορθοδόξων» Οικουμενιστών, και ούτε γνωρίζουν τι λέγουν ή «περί τίνων διαβεβαιούνται», τούτο δεν σημαίνει ότι η Αγία Εκκλησία μας οφείλει να παρακολουθήση την έξαλλον και πεπλανημένην πορείαν των. Aλλοίμονον, αν η δογματική, ηθική και πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν έχει αιώνιον κύρος. Τότε δεν θα είχομεν Εκκλησίαν με τον αιώνιον Χριστόν ως Κεφαλήν, αλλά ομάδας παρανοϊκάς. Οι οικουμενισταί που νομίζουν ότι οι καιροί μας επιβάλλουν αλλαγήν εις την δογματικήν, ηθικήν και πνευματικήν διδασκαλίαν των αγίων Πατέρων, είναι ψευδοχριστιανοί, «πλανώντες και πλανώμενοι», αξιολύπητα όντα, δουλεύοντα εις τον δαίμονα της οιήσεως. Εστερημένοι της αισθήσεως, της «νικησάσης τον κόσμον πίστεως», έχουν θορυβηθή από τα εκπληκτικά έργα των υιών των ανθρώπων και αρχίζουν να εντρέπωνται δια τα «παλαιά», που διδάσκουν οι Πατέρες. Εντεύθεν, εμφανίζονται ελευθερίως σκεπτόμενοι και ζώντες και προσαρμοζόμενοι εις τας αμαρτωλάς ιδιοτροπίας του κόσμου, που ζητεί «αγάπην» και «ένωσιν» των ανθρώπων και κάμνει το ευαγγέλιον του αιωνίου Θεού υπόθεσιν λογοτεχνίας και προσωπικών μωριών.

Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος :


Χωρίς νερό είναι αδύνατο να πλυθεί το λερωμένο ρούχο,
 και χωρίς δάκρυα μετανοίας είναι πολύ πιο αδύνατο να πλυθεί 
και να καθαριστεί από τις κηλίδες και τους μολυσμούς η ψυχή.

Παναγία η Προυσιώτισσα


Ψηλά, στις ελατόφυτες βουνοκορφές της νοτιοδυτικής Ευρυτανίας, και σφηνωμένη ανάμεσα σε κάθετους γκριζωπούς βράχους με άγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει η ιερά μονή του Προύσου. 
Είναι σταυροπηγιακό και ιστορικό μοναστήρι, με μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ανάμεσα τους υπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, που φιλοξενεί στο εσωτερικό του τον πρώτο και παλαιό ναό της μονής. Μέσα σ' αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που επονομάζεται Προυσιώτισσα.
 
Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα αυτή ήταν τοποθετημένη σ' ένα ναό της Προύσας. Στα χρόνια της εικονομαχίας (829) την παρέλαβε κάποιος άρχοντας, που σκόπευε να τη μεταφέρει στην Ελλάδα για ασφάλεια. Όταν όμως έφθασε στην Καλλίπολη, έχασε την εικόνα, η οποία κατευθύνθηκε θαυματουργικά στο σημείο πού βρίσκεται σήμερα η μονή του Προύσου. Το γεγονός σύντομα διαδόθηκε. Δεν άργησε να φθάσει και στ' αυτιά του άρχοντα που τη μετέφερε. Έτρεξε, την αναγνώρισε συγκινημένος, εκάρη εκεί μοναχός και θεωρείται ο πρώτος κτίτωρ της μονής.
 

Η τιμωρία του γερμανού. 

Στο ιστορικό της μονής αναφέρεται ότι επί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Η τελευταία όμως καταστροφή, πού μετέβαλε τα κτίρια σε σωρούς ερειπίων, έγινε το 1944 από τους γερμανούς.
 
Μετά την καταστροφή των κτισμάτων, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία. Προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ λοιπόν στεκόταν άπ' έξω κι έδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από το χέρι της Παναγίας. Μία αόρατη δύναμη τον έριξε με ορμή πάνω στο πλακόστρωτο. Το χτύπημα ήταν δυνατό, και ο γερμανός ανίκανος να σηκωθεί. Τον σήκωσαν οι στρατιώτες και τον έβαλαν πάνω σε ζώο για να τον μεταφέρουν στο Αγρίνιο.
 
Έτσι ο ναός παρέμεινε αβλαβής, όπως διαφυλάχθηκε ακέραιος δια μέσου των αιώνων.
 

Η άγνωστη «καλόγρια».
 

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο συμμοριτοπόλεμος τώρα μαίνεται στην ελληνική ύπαιθρο. Οι κάτοικοι της Ευρυτανίας και ορεινής Ναυπακτίας εγκαταλείπουν τα χωριά τους καί προσφεύγουν για ασφάλεια σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Μαζί τους προσφεύγει και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Ακολουθεί κι αυτή την τύχη των παιδιών Της και μεταφέρεται από τους μοναχούς του Προύσου στην ακρόπολη της Ναυπάκτου. Το μοναστήρι παραμένει τελείως έρημο.
 
Ύστερα από καιρό αρχίζουν οι επιχειρήσεις του στρατού. Η ενάτη μεραρχία αναλαμβάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ευρυτανία. Μερικά τμήματα περνούν από τον Προυσό. Ορισμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες πλησιάζουν στη σκοτεινή εκκλησούλα της σπηλιάς και μπαίνουν για να προσκυνήσουν.
 
Εκεί μέσα αντικρίζουν ένα παράδοξο θέαμα: Μπροστά στο τέμπλο, στ' αριστερά της ωραίας πύλης, να είναι αναμμένο καντήλι καί μια καλόγρια γονατιστή.
 
Οι στρατιώτες απορούν. Πώς ζει αυτή η μοναχή εδώ, τι στιγμή που η Ευρυτανία είναι τελείως έρημη από κατοίκους; Πώς συντηρείται, τι τρώει, που βρίσκει λάδι για το καντήλι; Την ερωτούν λοιπόν, κι εκείνη σεμνά και πονεμένα τους απαντά:
 
- Παιδιά μου, ζω εδώ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Για τη δική μου ζωή δεν χρειάζονται φαγητό καί ψωμί. Μου αρκεί ότι έχω το καντήλι μου αναμμένο.
 
Οι στρατιώτες, κουρασμένοι από τίς επιχειρήσεις και βιαστικοί να φύγουν, δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια Της. Την επομένη όμως, όταν τα έφεραν πάλι στη μνήμη τους, κατάλαβαν πως επρόκειτο για κάτι θαυμαστό. Κι όταν αργότερα περνούσαν από τη Ναύπακτο, ζήτησαν με επιμονή άδεια από τον διοικητή τους για να επισκεφθούν τον μητροπολίτη.
 
Ο επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορος τους υποδέχθηκε με αγάπη, κι αφού τους άκουσε συγκινημένος, έριξε φως στο μυστήριο.
 
- Ο ναός, τους είπε, που επισκεφθήκατε, ανήκει στην έρημη τώρα ιερά μονή Προυσιώτισσας, της οποίας η θαυματουργή εικόνα βρίσκεται πάνω από δύο χρόνια εδώ, στο παρεκκλήσι της μητροπόλεως μας, στον άγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε να την προσκυνήσετε, και θα καταλάβετε...
 
Πήγαν πράγματι και προσκύνησαν. Τότε αυθόρμητα στον καθένα δόθηκε η εξήγηση στην απορία του: Στην εικόνα της Θεομήτορος αναγνώρισαν τη μοναχή εκείνη που συνάντησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς, ψηλά στον Προυσό!

Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) : Άνθρωπος και Θεάνθρωπος.


58. Η Τριαδικότης είναι το μέτρον της εκκλησιαστικότητος, η σφραγίς και ο χαρακτήρ αυτής. Ό,τι δεν έχει αυτόν τον χαρακτήρα και αυτήν την σφραγίδα, δεν είναι ούτε εκκλησιαστικόν, ούτε χριστιανικόν, ούτε ευαγγελικόν. Διότι χριστιανικόν και ευαγγελικόν και εκκλησιαστικόν είναι εκείνο μόνον, το οποίον προέρχεται από την Αγίαν Τριάδα και υπάρχει εν τη Αγία Τριάδι και βασίζεται επί της Αγίας Τριάδος. Η πρωταρχική τριαδικότης ευρίσκεται εις την ιδίαν την φύσιν μας, διότι εδόθη εις την ψυχήν μας όταν αυτή εδημιουργήθη κατ΄ εικόνα του Θεού, της Αγίας Τριάδος. Μετά δε εις την Εκκλησίαν εδόθη εις τους ανθρώπους όλη η Αγία Τριάς, ώστε να δύναται η Εκκλησία να τριαδοποιήση αυτούς, όσον τούτο είναι δυνατόν εις την τριαδοειδή ανθρωπίνην φύσιν. Αυτή η κατά χάριν τριαδοποίησις, η οποία είναι ο σκοπός κάθε ανθρωπίνης υπάρξεως εν τη Εκκλησία, δεν είναι κάτι το εξωτερικόν δια το ανθρώπινον ον, αλλ΄ η εσωτάτη απαίτησις και ανάγκη της τριαδοειδούς ανθρωπίνης ψυχής, το πλέον φυσικόν νόημά της, η μεγίστη αξία της. Η τριαδοποίησις είναι η όλη αθανασία της, η όλη αιωνιότης της, η όλη καταξίωσίς της. Ναι, εις αυτήν ταύτην την ουσίαν του ο άνθρωπος είναι Εκκλησία εν σμικρώ και εδημιουργήθη ως Εκκλησία εν σμικρώ δια να γίνη όλος Εκκλησία δια της σαρκώσεως του Χριστού, εν τω σώματί Του, δηλ. εν τη Εκκλησία. Να γίνη με άλλας λέξεις δια του Χριστού όλος με όλον το είναι του, Εκκλησία εν μεγάλω, Εκκλησία καθ΄ όλα όσα συνιστούν την θεοειδή, την χριστοειδή, την πνευματοειδή φύσιν του. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και ολόκληρος η κτίσις με όλα τα εν αυτή κτίσματα, από τα Χερουβείμ μέχρι τους σκώληκας, εδημιουργήθη από τον Θεόν Λόγον ως Εκκλησία (κόσμος-Εκκλησία), («Κόσμου κτίσις εστίν η της Εκκλησίας κατασκευή» Γρηγορίου Νύσσης, PG 44,  1049), ως ένα σώμα, του οποίου κεφαλή είναι ο Χριστός (πρβλ. Κολ. 1, 13-22). Ούτω δια της σαρκώσεως του Θεού Λόγου έχομεν την μικράν εκκλησίαν εν τη μεγάλη Εκκλησία. Και εις αυτό ακριβώς έγκειται το αιώνιον θείον νόημα όλης της κτίσεως του Θεού και εκάστου κτίσματος επί μέρους.

Συνεχίζεται.