Αισθάνεσθε ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την κυρίαν γραμμήν της θεανθρωπίνης
φιλοσοφίας της παιδείας. Προσέξατε με σοβαρότητα και αντικειμενικότητα την
εσωτερικήν αρχιτεκτονικήν αυτής της παιδείας: και το σχέδιον και το υλικόν και
το πρόγραμμα και η ψυχή και το πνεύμα, όλα είναι ευαγγελικά, όλα θεανθρώπινα.
Όλαι αι αξίαι της είναι θείαι, όλαι αι μέθοδοί της ευαγγελικαί. Και εις αυτήν ο
Θεός κατέχει πάντοτε την πρώτην, ο δε άνθρωπος την δευτέραν θέσιν. Ο άνθρωπος
ζη και σκέπτεται, αισθάνεται και εργάζεται δια του Θεού. Τούτο σημαίνει ότι ο
άνθρωπος φωτίζεται δια του Θεού. Και μάλιστα εδώ δεν πρόκειται περί κάποιου
αφηρημένου, υπερκειμένου, υπερουρανίου Θεού του Πλάτωνος ή του Καντ, αλλά περί
του Θεού της συγκεκριμένης επιγείου πραγματικότητος, δηλαδή ανθρωπίνως
συγκεκριμένου, Θεού ο οποίος έγινεν άνθρωπος και μέσα εις την κατηγορίαν του
ανθρωπίνου έδωσε παν ό,τι είναι θείον, αθάνατον, αιώνιον. Δια τούτο μόνον Αυτός
εις το ανθρώπινον γένος, δηλαδή ο Θεάνθρωπος Χριστός, είχε δικαίωμα να ζητή από
τους ανθρώπους την θείαν τελειότητα:
«Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός
εστιν» (Ματθ. 5, 48), και να θέση αυτήν την θείαν τελειότητα και ως σκοπόν της
ζωής και ως σκοπόν ολοκλήρου του έργου του ανθρώπου. Πράττων δε τούτο, δίδει
ούτος ταυτοχρόνως εις τους ανθρώπους όλα τα αναγκαία μέσα και όλας τας
αναγκαίας δυνάμεις, με τας οποίας αυτοί δύνανται να πραγματοποιήσουν τον σκοπόν
τούτον, δηλαδή να αποκτήσουν την θείαν τελειότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου