ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Ζ΄)


 - Αλεξανδρεύς 
(Αναδημοσίευση από το http:// anastasiosk.blogspot.com
Ευχαριστούμε π ά ν τ α  θερμά τον Αναστάσιο και τον Αλεξανδρέα) 

Ένα σκονισμένο σανδάλι με έσπρωξε για να με ξυπνήσει. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και όσο κι αν είχα μαζευτεί δεν με έκρυβε πια τίποτε. Σήκωσα το βλέμμα και είδα έναν στρατιώτη να με κοιτάζει άγρια. Πιο πέρα ένας άλλος έψαχνε τον τόπο για παρουσίες σαν τη δική μου.
 
Οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι με το βράχο στο άνοιγμα του τάφου. Του περνούσαν κορδέλες και σφράγιζαν με κερί την ένωσή τους.
 
Τι φοβόντουσαν άραγε;
 

 - Αλεξανδρεύς 
(Αναδημοσίευση από το http:// anastasiosk.blogspot.com
Ευχαριστούμε π ά ν τ α  θερμά τον Αναστάσιο και τον Αλεξανδρέα) 

Ένα σκονισμένο σανδάλι με έσπρωξε για να με ξυπνήσει. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά και όσο κι αν είχα μαζευτεί δεν με έκρυβε πια τίποτε. Σήκωσα το βλέμμα και είδα έναν στρατιώτη να με κοιτάζει άγρια. Πιο πέρα ένας άλλος έψαχνε τον τόπο για παρουσίες σαν τη δική μου.
 
Οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι με το βράχο στο άνοιγμα του τάφου. Του περνούσαν κορδέλες και σφράγιζαν με κερί την ένωσή τους.
 
Τι φοβόντουσαν άραγε;
 

H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Μοναδικότητα τῆς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας

(Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν)


Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια.

Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».
Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.


H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

Σταύρωση και ανάσταση των Ελλήνων της Δωδεκανήσου


Κωνσταντίνος Χολέβας

Η Μεγάλη Εβδομάδα φέρνει ακόμη περισσότερο στον νου μας τη σύνδεση του Ελληνισμού με την Ορθόδοξη Εκκλησία και την παράδοση. Η ψυχή του Ελληνα, ο πολιτισμός μας, η γλώσσα μας, η εθνική μας ταυτότητα, όλα είναι ζυμωμένα με την Ορθοδοξία. Αλλά και η ιστορική μας πορεία είναι σταυροαναστάσιμη. Το γένος των ορθόδοξων Ελλήνων σταυρώνεται κατά καιρούς και τελικά κατορθώνει να αναστηθεί, να ορθοποδήσει, να απελευθερωθεί από δεινά, εισβολές και περιπέτειες.


H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)


Εν τη Εκκλησία είναι το παν καθολικόν αλλά και το παν προσωπικόν.

Όντως «μέγα μυστήριον» ο Χριστός και η Εκκλησία (Εφ. 5, 32), το μεγαλύτερον απ΄ όλα τα υπάρχοντα μυστήρια εις όλους τους κόσμους. Το ανθρώπινον γένος στερείται του απαιτουμένου νου και λόγου δια να εκφράση, έστω και κατά προσέγγισιν, αυτό το πανάγιον και υπέρμετρον μυστήριον. Ο Χριστός είναι ταυτοχρόνως και ο Θεός Λόγος, και ο άνθρωπος, και ο Θεός Λόγος και η Εκκλησία, και ο Θεός Λόγος με το σώμα εις τους ουρανούς και μέσα εις το σώμα του, την Εκκλησίαν, επί της γης. Δεν είναι αυτό «μέγα μυστήριον»; Τα μέλη της Εκκλησίας αποτελούν εν οργανισμόν, εν σώμα και όμως έκαστον παραμένει ξεχωριστόν πρόσωπον. Και αυτό δεν είναι «μέγα μυστήριον»; Τα πάντα εις την Εκκλησίαν είναι καθολικά και πάλιν τα πάντα είναι προσωπικά, έκαστος κατοικεί και ζη μέσα εις όλους, και όλοι μέσα εις ένα έκαστον, και όμως η ζωή εκάστου είναι ιδική του προσωπική ζωή, και το πρόσωπον εκάστου ιδικόν του πρόσωπον. Αυτό δεν είναι «μέγα μυστήριον»; Εις την Εκκλησίαν ζουν τόσοι και τόσοι αμαρτωλοί άνθρωποι και παρά ταύτα αυτή είναι «αγία και άμωμος», χωρίς ουδένα «σπίλον ή ρυτίδα» (Εφ. 5, 27). Δεν είναι και αυτό «μέγα μυστήριον»; Και ούτω καθ΄ εξής, από το μικρότερον έως το μεγαλύτερον τα πάντα εν τη Εκκλησία είναι «μέγα μυστήριον», διότι εις εν έκαστον απ΄ αυτά είναι παρών όλος ο θαυμαστός Κύριος Ιησούς Χριστός με όλα τα άπειρα θεανθρώπινα μυστήριά Του. 

ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (ΣΤ΄)


Αλεξανδρεύς 

http://anastasiosk.blogspot.ca/

Εκείνο το βράδυ άρχισα να σου μιλώ. 
Θυμάσαι; Στην πρώτη ως τότε συνάντησή μας -εκείνη που ξέρει όλος ο κόσμος- εγώ παρέμεινα σιωπηλή. Τι κι αν βοούσε το είναι μου; Τα χείλη είχαν μείνει σφραγισμένα.
 
Μόνο η καρδιά μου είχε ανοίξει διάπλατα.
 
Αλλά κι Ε
σύ είχες  μείνει σιωπηλός απέναντί μου. Όσα είπες για μένα, τα είπες σε άλλους. 
Εμείς οι δυο είχαμε συνεννοηθεί αμίλητοι.
 
Έτσι όπως πρέπει να συνεννοούνται οι άνθρωποι όταν έχουν κάτι πολύ σπουδαίο να μοιραστούν.
 
Όμως ετούτο 
το βράδυ, ένιωθα την ανάγκη να Σου μιλήσω. 
Ίσως να ήταν η εκκωφαντική σιωπή που απλώθηκε όταν
 και οι τελευταίοι επισκέπτες Σου έφυγαν. Όταν πήραν κουβαλητή σχεδόν τη Μάνα Σου φεύγοντας για την πόλη. 
Σε είχαν αφήσει μόνο να πας εκ
εί που δεν μπορούσε κανένας να Σε ακολουθήσει. 

Κι εγώ, απέναντι του τάφου, ζαρωμένη κάτω από το λαμπερό φως της σελήν
ης άρχισα δειλά δειλά να Σου μιλώ για μένα. 
Είναι, λένε, ο ασφαλέστερος τρόπος να γνωρίσεις τον άλλο.
 
Να του πεις την ιστορία σου.
 
Να τον αφήσεις να αγγίξει εκείνα που ως τώρα φύλαγες για σένα.
 
Ήθελα να Σ
ε μάθω. 
Και
 δεν είχα άλλο τρόπο από το να Σου πω τη ζωή μου. 
Ήμουν σίγουρη πως με άκουγες.
 
Κι ήμουν σίγουρη πως ήθελες να με ακούσεις.
 
Δεν είναι που δέχτηκες το μύρο στα πόδια σου.
 
Μεγαλύτερη σιγουριά μού
δινε ο φοβερός εκείνος λόγος που ξεστόμισες πριν κάποιες ώρες. 
Λόγος φοβερότερος από την πιο τρομακτική διαταγή του πιο αδίστακτο βασιλιά.
 
Λόγος που έσβηνε μια για πάντα όλες τις εξυπναδίστι
κες κουταμάρες των ανόητων που Σε περικύκλωναν. 
Λόγος που μ αγκάλιαζε τόσο τρυφερά όσο κανείς δε με αγκάλιασε στη ζωή μου:
 

-Πατέρα μη τους μετρήσεις το έγκλημα. Δεν ξέρουνε τι κάνουν
 
Σε αγαπούσα , Σε αγαπώ και νομίζω πως θα Σ
ε αγαπώ για πάντα, όμως για ένα περίεργο λόγο ένιωθα πως ήμουν ανάμεσα σε εκείνους. 
Σε κείνους που σε κάρφωναν στο φοβερό ξύλο.
 
Σε εκείνους που τώρα -ειδικά τώρα- αλλά και πάντα έχουν ανάγκη το λόγο αυτό, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν.
 
Σου είπα, λοιπόν, την ιστορία μου.
 
Πώς ξεκίνησα μικρό κορίτσι στην βόρεια Παλαιστίνη, σε μια από τις ελληνίζουσες πόλεις, πώς μεγάλωσα σε μια οικογένεια μισοδιαλυμένη, πώς πείνασα, πώς διάλεξα τον εύκολο δρόμο για να κερδίζω το ψωμί μου.
 
Πάλευα συνέχεια νά
μαι δίκαιη στην ιστορία που σου λέω. 
Να μη δικαιολογώ τα πάντα, να αφήνω χώρο για τη δική μου προσωπική ευθύνη, για τα λάθη μου και ταυτόχρονα να μην κρύβω όσα με σπρώξανε με τον τρόπο τους στο δρόμο που πήρα.
 
Ήθελα να ξέρεις την αλήθεια.
 
Ήθελα να με αγαπάς γι αυτό πού είμαι όχι για μια καλοζωγραφισμένη, ψεύτικη είκον
α. Ταυτόχρονα δεν άντεχα να μη Σου πω κι όσα δικαιολογούσαν κάποιες από τις αμαρτίες μου. 
Σου είπα πώς έφτασα στα Ιεροσόλυμα, πώς έζησα χρόνια σε μια ηδονή που άλλοτε πέθαινε από την σκληρότητα του άλλου και άλλοτε άφηνε να αναβλύζει μια οδύνη για την κατάντια μου.
 
Είναι -εσύ το ξέρεις καλύτερα από μένα- περίεργο 
 ον τούτος ο άνθρωπος. 

Διψάει για χαρά με τρόπο τόσο βαθύ και άγριο, που είναι ικανός τα πάντα να κάνει γι αυτό.
 
Θέλει τον άλλο, εικόνα του εαυτού του αληθινή -όχι την ψεύτικη που δίνουν τα κάτοπτρα.
 
Έτσι τους ήθελα κι εγώ τους άλλους. Όχι όλους. Μα μερικούς.
 
Τους έβλεπα όπως μπαίναν στο δωμάτιό μου και τους ξεχώριζα. Δεν ήταν ο τρόπος, τα ίδια σταθερά σημάδια που σε έκαναν να τους ξεχωρίσεις. Ήταν .... δεν ξέρω τι ήταν.
 
Μαζί τους ένιωθα ξανά άνθρωπος.
 
Με συγχωρείς 
που στα λέω όλα αυτά. Η εικόνα Σου, η αψεγάδιαστη θα πρεπε νάναι εμπόδιο για να Σου μιλήσω για τις ερωτικές μου συνευρέσεις. Μα Σε νιώθω δικό μου. Σε νιώθω ότι Είσαι εγώ. Στον εαυτό μας πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Κάθομαι τώρα εδώ και σκέφτομαι. 
Έχω μια ε
ρώτηση, μια ερώτηση τρομερή να Σου κάνω. 
Μια ερώτηση που είμαι εγώ η ίδια.
 
Πώς γίνεται δύο τόσο αντίθετα πράγματα να είναι τόσο κοντινά; Τόσο διπλανά;
 
Πώς γίνεται να ακουμπούν η αγάπη, ο έρωτας κι η αμαρτία; Από τη μια εκείνο που σε κάνεις να νιώθεις άνθρωπος, εκείνη η ασυγκράτητη δύναμη που σε κάνει να σβήνεις τα πάντα για χάρη της κι απ' την άλλη η αμαρτία που μας κάνει δακτυλοδεικτούμενους.
 
Ετούτο το μυστήριο είναι η ζωή μου, είμαι εγώ.
 
Λες πως Ε
ίσαι, και το πιστεύω, ο Γιος του Θεού. 
Μα τον φοβάμαι τον Πατέρα Σ
ου. 
Είναι Εκείνος που συχνά πυκνά δίνει εντολή να λιθοβολούν ανθρώπους. Είναι τρομερός ξέρεις ο θάνατος από λιθοβολισμό.
 
Αν είσαι τυχερός και σε βρει καμμιά πέτρα κατακέφαλα έχει καλώς.
 
Αλλιώς υποφέρεις πολύ.
 
Εσένα όμως Σ
ε αγαπώ. 
Και τούτη η αγάπη νικάει το φόβο μου.
 
Όμως δεν καταλαβαίνω πολλά.
 
Μου φαίνεται ούτε οι μαθητές Σου Σ
ε καταλαβαίνουν. 
Νιώθω όμως πως γίνεται να Σ
ε αγαπώ χωρίς να καταλαβαίνω. 
Και πως Ε
σύ μ'αγαπάς και καταλαβαίνεις. 
Ξημερώ
νει! Τι φωτίζει τη γη τώρα που Είσαι στο χώμα; 


Συνεχίζεται.

Greek Church fights "organ theft"

Where there is money to be made from the body parts of people, there will be people who ignore morality for the sake of money. We've seen it all over the world not only as regards organ harvesting, but also surrogate mothers, children born so that they can supply material for ailing older siblings, and the poor selling their organs on the black market. We run the risk of making ourselves a commodity with few safeguards to protect ourselves.

Μ. Βασίλειος :

«Πρέπει οι ακροαταί να είναι εκπαιδευμένοι στις Γραφές και να κρίνουν αν τα λεγόμενα των διδασκάλων είναι σύμφωνα με τις Γραφές. Κι όσα είναι ξένα να τα αποβάλλουν και εκείνους που επιμένουν σ’ αυτά να τους αποστρέφωνται δυνατά»

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης :


Αν ο προεστώς σου είναι σφαλερός εις την πολιτείαν και τα έργα του, μη περιεργάζεσαι. Αν όμως είναι σφαλερός κατά την πίστιν, φεύγε και παραίτησέ τον, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά κάν άγγελος είναι από τον ουρανόν» 

(Άγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Περί συνεχούς Μεταλήψεως, σ. 175).

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)


Το σώμα του σαρκωθέντος Θεού Λόγου είναι η υψίστη παναξία δια το ανθρώπινον είναι εις όλους τους κόσμους. Μέσα του υπάρχουν όλαι αι αιώνιοι θείαι, ανθρώπιναι και θεανθρώπιναι αξίαι και πραγματικότητες. Το δεύτερον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, ο Θεός Λόγος, εσαρκώθη και έγινε Θεάνθρωπος δια να γίνη Εκκλησία, και να τελέση μέσα της και εν συνεχεία να τελή πάντοτε το έργον της σωτηρίας του κόσμου και του ανθρώπου. Ο Θεός έγινεν άνθρωπος, έγινε «σαρξ» δια να γίνη ο άνθρωπος Θεός μόνον δια του Θεανθρώπου, και πάντοτε μέσα εις το Θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας. Εις τούτο περικλείεται όλον το χαρμόσυνον μήνυμα του Θεανθρώπου και της Εκκλησίας Του, ο Θεός και όλα τα του Θεού, ο άνθρωπος και όλα τα αληθώς ανθρώπινα είναι παρόντα εις την Εκκλησίαν οργανικώς και πραγματικώς ως σώμα. Εις την Εκκλησίαν «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9), και ημείς δεχόμεθα, εκ του πληρώματος αυτού «χάριν αντί χάριτος» και όλην την θείαν Αλήθειαν με όλας τας ασαλεύτους αξίας, τα πλούτη και τας χαράς της (Κολ. 2, 9-10. Εφ. 3, 19. Ιω. 1, 17).                                                                                                                                                                                               

Τα ομιλούντα γυμνά κρανία




«Σχολιάζοντας τη δράση της Χρυσής Αυγής ο κ. Δένδιας ανέφερε ότι "είναι προϊόν της κρίσης. Είναι μια απαράδεκτη κατάσταση, ένα μόρφωμα που είναι εκτός πραγματικότητας σήμερα. Ανήκει σε άθλιους, παλιούς καιρούς"».



Και το Σχόλιο :

Το φαλακρό κρανίο με όνομα "Δένδιας" μας είπε ότι τα άλλα φαλακρά κρανία, όλα ανήκοντα στην κατηγορία "Χρυσή Αυγή", είναι ένα μόρφωμα εκτός πραγματικότητας.

Φαλακρός ο μεν, φαλακροί οι δε, "καὶ εἶπε Κύριος ... Ἀκούσατε δὴ ταῦτα οἱ ἐκτρίβοντες εἰς τὸ πρωΐ πένητα καὶ καταδυναστεύοντες πτωχοὺς ἀπὸ τῆς γῆς (...) μεταστρέψω τὰς ἑορτὰς ὑμῶν εἰς πένθος καὶ πάσας τὰς ᾠδὰς ὑμῶν εἰς θρῆνον καὶ ἀναβιβῶ ἐπὶ πᾶσαν ὀσφὺν σάκκον καὶ ἐπὶ πᾶσαν κεφαλὴν φαλάκρωμα"
 (Αμώς η΄ 8-10).

Κρανίο νεκρού ο Δένδιας, κρανία νεκρών και οι χρυσαυγίτες. Κάποιος θα τα κάνει κύπελλο για να ξεδιψά ή να πίνει κρασί ... στην υγεία τους.

Ο ψευδοεπίσκοπος δεν αποτελεί το κέντρον της Ευχαριστιακής Συνάξεως.


Δεν θα πρέπει να αγνοηθή η θεμελιώδης εκκλησιολογική αρχή, ότι τα θεμέλια της ενότητος της Εκκλησίας δεν είναι διοικητικά/θεσμικά, αλλά ευχαριστιακά και χαρισματικά· δεν είναι δυνατόν ο κηρύττων αίρεσιν επίσκοπος, χαρακτηριζόμενος πλέον ως «ψευδοεπίσκοπος» και «ψευδοδιδάσκαλος»(IE Kανών  της  AB Αγίας Συνόδου), να αποτελή ούτε το κέντρον της Ευχαριστιακής Συνάξεως, ούτε να επιτελή χρέη Ποιμένος, εφ΄ όσον ήδη είναι «λύκος». Μόνον υπό τοιαύτας προϋποθέσεις ήτο δυνατόν ο Άγιος Κύριλος Αλεξανδρείας προ ακόμη της Γ΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, να προτρέπη το Ορθόδοξο Ποίμνιο της Κωνσταντινουπόλεως: «Ασπίλους και αμώμους εαυτούς τηρήσατε, μήτε κοινωνούντες τω μνημονευθέντι (Νεστορίω), μήτε μην ως διδασκάλω προσέχοντες, ει μένει λύκος αντί ποιμένος» 

(Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, PG τ. 99 στλ. 1645D)

ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ ( Ε΄)

Αλεξανδρεύς 

http://anastasiosk.blogspot.ca/

Έμεινα εκεί. Θα πρέπει να με μπέρδεψαν με τις πέτρες έτσι όπως ήμουν κουλουριασμένη γιατί κανένας δε με ενόχλησε.
 
Ήμουν εκεί όταν ζήτησε μονολεκτικά κάτι να δροσίσει τα χείλη του. Η ξινή μυρωδιά του ξιδιού έφτασε ως τα ρουθούνια μου.
 

Ήμουν εκεί όταν έδωσε στη μάνα του έναν καινούργιο γιο για να χει να αγαπάει.
 

Ήμουν εκεί σαν φώναξε το τρομερό εκείνο “Τετέλεσται”.
 

Ήταν λυγμικό και θριαμβικό μαζί.
 

Είχε κάτι από ρωμαϊκό θρίαμβο και από την ήσυχη καληνύχτα ενός ανθρώπου που κουράστηκε και κλείνει τα βλέφαρα.
 
Ήμουν εκεί, ακίνητη, να ρουφώ κάθε λόγο του, να αποτυπώνω κάθε κίνηση του προσώπου Του να ρουφώ την ανάσα Του μέχρι τέλους.
 
Ίσως γαντζωμένη στην ελπίδα ότι κάτι μπορεί να συμβεί ως την έσχατη ώρα.
 
Ήμουν εκεί σαν παρέδωσε στον Πατέρα του το πνεύμα και γέρνοντας το κεφάλι ανεχώρησε.
 
Ήμουν εκεί όταν άνοιξε ο ουρανός και μ΄ αστραπές σκοτάδι και βροντές τον υποδέχτηκε.
 
Ένιωσα τη γη να συγκλονίζεται κάτω από τα πόδια μου κι άκουσα τη φωνή του φόβου ν' ανεβαίνει από την πόλη.
 
Είδα το σταυρό του να ταλαντώνεται κι άκουσα το ρωμαίο εκατόνταρχο να μουρμουρίζει λέξεις μεταμέλειας.
 
Μα εμένα δε με ένοιαζε τίποτε από όλα αυτά.
 
Το βλέμμα μου, το είναι μου είχε καρφωθεί στα παγωμένα μάτια του.
 
Στο σώμα του που άλλαζε σιγά-σιγά χρώμα παίρνοντας το χρώμα του κεριού. Είχε φύγει. Τότε μόνο πήρα το βλέμμα από πάνω του.
 

Κοίταζα δίπλα του τους δυό ληστές να προσπαθούν απεγνωσμένα να πάρουν ανάσες.
 
Τον ένα τον λυπόμουν.
 
Τον άλλο τον ζήλευα. Του 'χε πει πως σήμερα κιόλας θα τον έπαιρνε μαζί του στον Παράδεισο. Δε με ένοιαζε πού.
 
Δεν ξέρω τι ήταν ο Παράδεισος. Ήξερα πως τίποτα δεν ήταν ωραιότερο από το να είσαι μαζί του.
 
Αυτό ήταν Παράδεισος!
 

Σε λίγο ένας στρατιώτης έφτασε βιαστικός. Μουρμούρισε κάτι στον εκατόνταρχο κι έπειτα πήρε μια λόγχη και προχώρησε προς το σταυρό του. Κάρφωσε τη λόγχη στην πλευρά.
 
Το σημείο απ' όπου σε έναν ζωντανό θα τιναζόταν πίδακας το αίμα αντέδρασε με την ηρεμία των νεκρών.
 
Κάμποσο διάφανο υγρό κι ένα πήγμα βγήκαν από την πλευρά του.
 
Έπειτα ο βιαστικός στρατιώτης ανεχώρησε.
 
Ήθελε να μεταφέρει το νέο του θανάτου.
 
Δυο τρεις στρατιώτες στην άκρη συζητούσαν το περίεργο γεγονός του να πεθάνει κανείς τόσο γρήγορα. Μου φάνηκαν αστείοι. Εκτός αν μόλις είχαν φτάσει από τη Ρώμη δεν υπηρχε κανείς στην πόλη που να μην ήξερε τα τόσα περίεργα που είχε η ζωή αυτού του ανθρώπου. Ιστορίες διέτρεχαν τους δρόμους, άνθρωποι θεραπευμένοι που τους έδειχναν οι άλλοι αναφέροντας πλήθος αρρώστιες από τις οποίες ο Ιησούς τους θεράπευσε, κι ακόμα κομμάτια ψωμί που τα κράτησαν κάποιοι σα φυλαχτό αφού διηγούνταν πώς με πέντε ή εφτά ψωμιά σαν αυτά είχε θρέψει χιλιάδες κόσμου.
 

Είχε τη δύναμη να θρέφει τους ανθρώπους, να τους θεραπεύει, να τους ανασταίνει.
 

Γιατί να διαλέξει το θάνατο;
 

Δεν κατάλαβα πότε έφτασε η νύχτα. Το σκοτάδι που είχε απλωθεί στην ψυχή μου ήταν σαφώς βαθύτερο από κείνο που κάλυπτε σιγά-σιγά τα πάντα. Δυό σκοτεινές φιγούρες ανέβηκαν στο λόφο. Από το βάδισμα κατάλαβα πως δεν ήταν πια νέοι. Τους ακολουθούσαν υπηρέτες.
 
Ένας από αυτούς κρατούσε ένα βάζο. Τα ήξερα αυτά τα βάζα. Τα είχα δει στο μυρεψό. Ήταν τεράστιο. Ήταν προφανές ότι τον ετοίμαζαν για κηδεία. Ένας από τους υπηρέτες στερέωσε μια σκάλα. Έβαλε το κεφάλι του κάτω από τη μιά του αμασχάλη και ξεκάρφωσε το ένα καρφί. Έπειτα έβγαλε το άλλο. Τον πήρε στην πλάτη και τον κατέβασε.
 
Στο κάτω μέρος περίμεναν τέσσεροι άνθρωποι:οι δυο άρχοντες, η μάνα κι ο νέος της γιος.
 
Ένα ήσυχο κλάμα τον τύλιγε μαζί με το μεθυστικό άρωμα του ανοιγμένου δοχείου.
 
Τα άσπρα λουρίδια, τα οθώνια έλαμπαν το φως της σελήνης που έλαμπε ήδη στον ουρανό.
 
Όση ανθρώπινη φροντίδα είχε αρνηθεί στη ζωή του, εκείνος που δεν απέχτησε ούτε σπίτι ούτε κρεββάτι δικό του, την απελάμβανε τώρα το νεκρό σώμα του.
 

Στοργικά τον τύλιγαν οι λευκές ταινίες παστωμένες στο κολλητικό μίγμα της αλόης και της σμύρνας.
 

Σαν κουκούλι που ετοιμάζεται αργά και συστηματικά άλλο να κλείσει κι άλλο να γεννήσει.
 

Έπειτα οι δυο άνδρες τον πήραν αγκαλιά.
 

Τον κουβάλησαν λίγα μέτρα πιο κάτω.
 

Οι υπηρέτες είχαν ανοίξει έναν τάφο τραβώντας μια τεράστια πέτρα από το στόμιο. Τον έβαλαν μέσα. Λίγο αργότερα βγήκαν αφήνοντας τον μόνο.
 
Μετά το θάνατο, σαν να μην έφτανε αυτός, κύλησαν και το βράχο ανάμεσα σε μένα κι εκείνον.
 
Φεύγουν.
 
Σε αφήνουν μόνο.
 
Μήπως μόνος δεν ήσουν πάντα; Κοιμήσου.
 
Εγώ θα μείνω εδώ.
 


Συνεχίζεται.

Αντί για καληνύκτα :


The bishop of Rome, successor of St. Peter,
chief of the whole Church, and the Vicar of Christ on earth.


Επίσκοπος Ρώμης, διάδοχος του Αγ. Πέτρου, 
Αρχηγός όλης της Εκκλησίας και Αντί του Χριστού στη Γη!!!
 

Έτι δεόμεθα υπέρ του Αγιωτάτου Επισκόπου
 
και Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου !!!
 

Τοιούτος γαρ υμίν έπρεπεν "αρχιερεύς",
προδόται οικουμενισταί....... 

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)

Το σώμα του σαρκωθέντος Κυρίου Ιησού, το οποίον Αυτός έλαβεν από την Υπεραγίαν Θεοτόκον και από το Πνεύμα το Άγιον, και το σώμα Του εν τη θεία Ευχαριστία, όπως και το σώμα Του ως Εκκλησία, όλα αυτά είναι εν σώμα, μοναδικόν και πανσωστικόν. Διότι, όπως ελέχθη, ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13, 8). Τούτο μαρτυρεί χερουβικώς ο Χρυσόστομος ευαγγελιστής:  «Όσοι μετέχομεν του σώματος, όσοι του αίματος απογευόμεθα τούτου, εννοείται ότι του μηδέν εκείνου διαφέροντος ουδέ διεστώτος μετέχομεν προς μετοχήν, ότι εκείνου του άνω καθημένου, του προσκυνουμένου παρά αγγέλων, του της ακηράτου δυνάμεως εγγύς, τούτου απογευόμεθα. Οίμοι, πόσαι προς σωτηρίαν ημίν οδοί! Σώμα ημάς εαυτού εποίησε, σώμα ημίν το εαυτού μετέδωκε…»  Και αλλού προσθέτει:  «Ουδέ γαρ ήρκεσεν αυτώ το γενέσθαι άνθρωπον, το ραπισθήναι και σφαγήναι, αλλά και αναφύρει εαυτόν ημίν, και ου τη πίστει μόνον, αλλά και αυτώ τω πράγματι σώμα ημάς αυτού κατασκευάζει» (Ι. Χρυσοστόμου, Ομ. 3, 3 PG. 62, c 27. Oμ. 82, 5, PG, 58 c, 743).                                                                                                                                                                                                

ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Δ΄)


Αλεξανδρεύς 

http://anastasiosk.blogspot.ca/

Οι λίγες εκατοντάδες μέτρα από το πραιτώριο ως το Γολγοθά μου φάνηκαν ότι κράτησαν αιώνες. Τώρα πια συνειδητοποιούσα τι εννοούσε όταν μίλαγε για ενταφιασμό.
 
Ήξερε! Ήξερε τι Τον περίμενε!
 
Αλλά αν ήξερε, τότε και μπορούσε...
 
Μπορούσε να τα αποφύγει όλα αυτά.
 
Ένας που ξέρει το μέλλον, ένας που ανασταίνει νεκρούς ...
 
( Νεκρούς είχε αναστήσει τρεις... όχι είχε αναστήσει τέσσερις. Είχε αναστήσει κι εμένα. Με είχε βγάλει μέσα από τη ζωή μου με ένα τρόπο όχι λιγότερο θαυμαστό από εκείνον που έβγαλε το Λάζαρο από τον τάφο!)
 
Τότε γιατί; Απ' όλα τα “γιατί” της ζωής μου εκείνο με βασάνιζε περισσότερο.
 
Γιατί αφού μπορούσε, άφησε να συμβούν τα πράγματα έτσι; Μέσα σε εκείνο το “γιατί” ζήταγε να εισχωρήσει κι ο άλλος.
 
Περπατούσα ανάμεσα στο πλήθος που τον συνόδευε στο Γολγοθά και πιο δυνατά από τις φωνές τους άκουγα εκείνη μέσα στο μυαλό μου.
 
-Αν Εκείνος δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του τότε ούτε για σένα μπορεί να κάνει τίποτε.
 
-Έχεις χάσει τα πάντα.
 
-Δεν σώζει αφού δεν σώζεται.
 
-Δε βλέπεις τους μαθητές του πώς Τον εγκατέλειψαν; Μόνο εκείνος ο νεαρός έμεινε πλάι του. Μάλλον δε θα καταλαβαίνει τον κίνδυνο.
 

-Και το κυριότερο: με εσένα δε γίνεται τίποτε.
 
Μια στιγμή, όσο σπουδαία κι αν είναι, δε φτάνει για να σου χαρίσει τη σωτηρία!
 

Τι μπορούσε κανείς να απαντήσει σε τόσο λογικές ερωτήσεις;
 

Νιώθει τη λογική τους κι όμως θέλει να τις απορρίψει. Θέλει να πιστέψει πως τα πράγματα είναι διαφορετικά από ότι φαίνονται.

Τότε κατάλαβα πώς σε τέτοιες στιγμές πρέπει απλά να συνεχίζεις.
 

Δε χρειάζεται να απαντάς.
 
Δεν έχεις τι να απαντήσεις.
 
Χρειάζεται απλά να συνεχίζεις.
 
Κι εγώ συνέχιζα. Περπατούσα αμίλητη στην άκρη της πομπής με το κεφάλι σκυφτό.
 
Σε μια στιγμή σταμάτησαν. Σε τέτοιες στιγμές το μυαλό κάνει τις πιο τρελές σκέψεις:
 
-Γιατί σταμάτησαν; Τι συμβαίνει; Μήπως κάτι άλλαξε; Μην ήρθε η ώρα του θαύματος;
 
Τεντωνόμουνα να δω, μα δεν έβλεπα. Άκουσα όμως μια φωνή. Την ίδια λέξη από πολλά στόματα: Έπεσε!
 
Άλλος το έλεγε με λύπηση άλλος με αδιαφορία, κάποιοι με κακία.
 
Έπεσε!
 
Δεν μπορεί να μιλούσαν για κανένα άλλον παρά για εκείνον. Ώστε δεν άντεξε; Ώστε η πορεία θα σταματούσε εδώ; Δεν είχε έρθει λοιπόν η ώρα του θαύματος;
 
Μια φωνή έδινε τώρα συνέχεια σε όσα δεν έβλεπα.
 
-Εμπρός!
 
-Ποιος είναι αυτός;
 
-Ο Σίμωνας, ο πατέρας το Αλεξάνδρου και του Ρούφου. Του ζήτησαν φαίνεται να κουβαλήσει το σταυρό.
 
-Αν σκύβει τόσο ο Σίμωνας, σκέψου τι βάρος έχει. Φυσικό ήταν να λυγίσει.
 
Ένα μικρότερο δράμα μέσα στο μεγάλο δράμα παιζόταν εκεί λίγα μέτρα μπροστά μου αλλά εγώ δεν μπορούσα να το δω. Ήθελα να τρέξω και να πέσω στα πόδια του. Ήθελα να ικετέψω, να του δοθεί χάρη. Ήθελα να χω όλο τον πλούτο του κόσμου όχι για να αγοράσω μύρο αλλά για να τον εξαγοράσω Εκείνον.
 
Αλλά ένιωθα πως η δική μου ώρα είχε περάσει.
 
Ένιωθα πως εκείνη την ώρα, Εκείνος ήταν μόνος του. Ότι έπρεπε να είναι μόνος. Αφού οι άνθρωποι του έκαναν ό,τι του έκαναν πώς μπορούσα εγώ, ένας άνθρωπος, να τον πλησιάσω;
 
Όταν εκείνη την εκκωφαντική έλλειψη λέξεων συμπάθειας δε διέκοπτε ούτε η φωνή της μάνας του πώς μπορούσα εγώ να μιλήσω;
 
Μου φαινόταν πως τα άκουγα κι εγώ, τόσο σίγουρη ήμουν για εκείνα που θα του κραύγαζε ο Πειραστής εκείνη την ώρα στο κεφάλι:
 
-Βλέπεις όλοι σε εγκατέλειψαν! Κανείς δε σε υπερασπίζεται!
 
Ούτε η μάνα που σε γέννησε δε φωνάζει!
 
Όλοι, όλοι σε εγκατέλειψαν!!! Κι ο Θεός σε εγκατέλειψε!!!!
 
-Μπορούσες να χεις γίνει Βασιλιάς τους!
 
Δεν θέλησες. Θέλησες να τους κερδίσεις ελεύθερους!!!
 
Ποτέ κανείς δε τους κέρδισε όταν ήταν ελεύθεροι.
 
Ούτε ο Θεός στον παράδεισο!
 
Κι από κει του τους άρπαξα. Οι άνθρωποι δε θέλουν λευτεριά.
 
Θέλουν ψωμί και καμουτσίκι! Παραδέξου την ήττα σου!
 
Ήταν τόσο δυνατές οι φωνές μέσα μου που λιποθύμησα. Ποτέ δε θα συχωρέσω τον εαυτό μου που λιποθύμησα. Όταν συνήρθα, έτρεξα με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει προς την κορφή του φοβερού λόφου.
 
Τον είχαν σταυρώσει. Βρισκόταν εκεί κρεμασμένος πάνω σε κείνο το σατανικό μηχάνημα που είχε εφεύρει η ανθρώπινη κακία. Με δυο τεράστια καρφιά να χουν τρυπήσει τα χέρια του. Στον καρπό. Και άλλα δυο στα πόδια του. Σε εκείνα τα πόδια που δυο μέρες πριν είχα λούσει με τα μύρα και τα δάκρυά μου. Κρεμόταν από τα χέρια και τα πλευρά του έκλειναν από το βάρος του κορμιού.
 
Πίεζε τα πόδια του πάνω στα καρφιά για να ανασηκώσει το κορμί για να δώσει λίγο χώρο στο στήθος του να ανοίξει και να πάρει αέρα.
 
Μα αυτό του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
 
Πόνο που δεν τον καταλάβαινες από μορφασμούς αλλά από τον ιδρώτα που ανέβλυζε εντονώτερα εκείνες τις στιγμές. Έπειτα αφηνόταν πάλι να πέσει μα σε λίγο η ανάγκη για ανάσα ήταν τόσο μεγάλη που πίεζε ξανά να ανασηκωθεί.
 
Ήθελα να φωνάξω, να κραυγάσω και να τα βάλω με όλους: με τους ανθρώπους που τον κατεδίκασαν σε εκείνο το φοβερό μαρτύριο, με τους ανθρώπους που ανακάλυψαν το μαρτύριο αυτό.
 
Τέλος ... ναι, τέλος με το Θεό που τους επέτρεπε να φέρονται έτσι.
 
Ήξερα για ένα Θεό δίκαιο και τιμωρό.
 
Ένα Θεό που επέτρεπε να λιθοβολιστεί ένας άνθρωπος μόνο και μόνο αν παρέβαινε το Μωσαϊκό νόμο. Πού ήταν λοιπόν αυτός ο Θεός;
 
Φοβόμουν να ξεστομίσω το λόγο, τον έδιωχνα από τη σκέψη μου όταν άκουσα τη φοβερή κουβέντα από το στόμα του.
 
Βγήκε σαν παράπονο, σα λυγμός και σαν αίνιγμα: Ελωΐ, ελωΐ λαμά σαβαχθανί;
 
Ώστε ένιωθε εγκαταλελειμμένος;
 
Δεν είχε λοιπόν ένα μυστικό τρόπο να επικοινωνεί με εκείνον που θεωρούσε Πατέρα του; Δεν ήταν λοιπόν μόνο του μυαλού μου κείνοι οι Πειρασμοί;
 
Άκουσα κάτι ανόητους να μιλάνε για τον Ηλία μα δεν απάντησα.
 
Εκείνον που βρίσκεται στον πόνο συχνά τον περιγελούν οι άνθρωποι.
 
Ίσως έτσι να θεωρούν ότι ξορκίζουν το κακό από κοντά τους.
 
Μαζί με τους άλλους άκουσα και τον ένα ληστή να μιλά. Βαριανάσαινε, αφού δεν μπορούσε να πάρει αέρα. Τούτο δεν τον εμπόδισε να περιγελά.
 
Είχε ένα ύφος άγριο και μοχθηρό. Ένιωθε πως επιτέλους εκείνος κι ο Ραββί ήταν το ίδιο.
 
“Τι διαφορά κι αν έζησα καλά ή όχι;
 
Ληστής εγώ, δάσκαλος εκείνος, σε διπλανούς σταυρούς καταντήσαμε.
 
Τίποτε δεν υπάρχει. Η ζωή είναι παράλογη”.
 
Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω πόσα άκουγα έξω και πόσα μέσα στο κεφάλι μου.
 
Σα σφυριά με χτυπούσαν οι λέξεις.
 
Τότε άκουσα τον άλλο ληστή να του απαντάει. Είχε κρατήσει λίγη από την ανθρωπιά του.
 
Λίγες σταγόνες δικαιοσύνης και αυτοσυνειδησίας.
 
-Δεν φοβάσαι το Θεό που βρίσκεσαι στην ίδια τιμωρία. Εμείς καλά να πάθουμε αλλά τούτος εδώ; Ετούτος τίποτα κακό δεν έχει κάνει.
 
Ύστερα μάζεψε όσες δυνάμεις του δινε ο λιγοστός αέρας στα πνευμόνια του και γύρισε το βλέμμα στο Ραββί.
 
Το βλέμμα του είχε γίνει παιδικό.
 
Πώς μπορεί να κρυφτεί τόσα χρόνια στο πρόσωπο ενός ληστή ένα παιδί;
 
Μα τώρα εκείνος ο φοβερός ληστής είχε γίνει ξανά ένα παιδί.
 
Ένα παιδί που νιώθει πως έκανε λάθος, πως δεν αντέχει να στενοχωρεί άλλο τον πατέρα.
 
Ένα παιδί που θυμάται και συνειδητοποιεί πως τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα.
 

Και που ελπίζει, με μια παράλογη ελπίδα, πως μπορούν να πάνε καλύτερα.
 

-Κύριε, θυμήσου με στη Βασιλεία σου!
 

Ήταν ο λόγος που βγήκε από το στόμα του.
 
Ένιωσα κάτι να με σκίζει εκείνη τη στιγμή.
 
Ό,τι έλεγε ο ληστής ήθελα να το πω κι εγώ.
 
Ό,τι ένιωθε εκείνος ήταν και δική μου σκέψη. Όπως πονούσε εκείνος, πονούσα κι εγώ.
 

Όσο έλπιζε εκείνος έλπιζα κι εγώ.
 
Κράτησα την ανάσα μου καθώς ο Ραββί ετοιμάστηκε με κόπο να απαντήσει.
 

-Αλήθεια σου λέω, σήμερα κιόλας θα σαι μαζί μου στον Παράδεισο.
 

Και χαμογέλασε.
 
Χαμογέλασε με κείνο το θλιμμένο του πρόσωπο κι ένιωσα για πρώτη φορά πως μας χαμογελούσε ο Θεός.
 
Εκείνος ο αυστηρός Θεός που μας είχε δείξει την έξοδο του Παραδείσου ήταν εκεί και για πρώτη φορά χαμογελούσε.
 
Είχε τα χέρια του ανοιχτά σαν αγκαλιά. Σαν τη μεγαλύτερη αγκαλιά του κόσμου έτοιμη να μας δεχτεί πάλι πίσω, όχι γιατί τα καταφέραμε, όχι γιατί γίναμε αυτό που έπρεπε αλλά γιατί με πάθος, με πάθος μεγαλύτερο από αυτό που κυνηγούσα εγώ το Ραββί, μας αγαπούσε.
 

Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλές φορές, με ζήλεια, το ληστή τον θυμήθηκα...
 


Συνεχίζεται.