ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ. ΤΑ ΣΑΘΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ.

Ήτοι
Απαντήσεις εις όσα λέγουν, διαδίδουν και γράφουν οι Φιλοοικουμενισταί εναντίον των σημερινών Ομολογητών, κληρικών και λαϊκών, της Ορθοδόξου Πίστεως.

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Καψάλα   Αγίου  Όρους    1995.

Πρόλογος.
Ο μισόκαλος διάβολος, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί μας, ο άσπονδος αυτός εχθρός του ανθρωπίνου γένους, αφού από την υπερηφάνειά του εξέπεσεν και εχωρίσθη από τον Θεόν, προσπαθεί πάντοτε και ποικιλοτρόπως, φθόνω κινούμενος, να απομακρύνη και τον άνθρωπο. Ιδιαίτερα εις την εποχήν μας επεστράτευσε όλες του τις δυνάμεις, και κάμνει μάλλον την τελικήν επίθεσιν εναντίον του ανθρωπίνου γένους και ειδικότερα κατά της Αγίας μας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ίσως αυτό που αναφέρεται εις την ιεράν Αποκάλυψιν, το «ουαί εις την γην και την θάλασσαν, ότι κατέβη ο διάβολος προς υμάς έχων θυμόν μέγαν, ειδώς ότι ολίγον καιρόν έχει» (Αποκ. κεφ. ιβ: 12), να εκπληρώνεται τώρα.                                                                                                                               
Με την μεγάλην τεχνολογικήν πρόοδον και υλικήν ευημερίαν, επέτυχεν την αποστασίαν του ανθρώπου από τον Θεόν και τον οδηγεί εις την καταστροφήν. Πρωτοφανής αποστασία! Έφθασαν οι άνθρωποι να γυρίζουν γυμνοί εις τους δρόμους και να θεωρούν αυτό το κατάντημά τους ως εξέλιξιν! Να διαπράττουν με αναισχυντίαν παν είδος ακολασίας και αμαρτίας και να το θεωρούν αυτό ελευθερίαν, ή ως εκδήλωσιν ολοκληρωμένης αγάπης, ως θα έλεγον οι Νεορθόδοξοι! Εκεί όμως που κάνει την μεγάλην θραύσιν, είναι ο χώρος της Εκκλησίας μας. Με διάφορες σκοτεινές οργανώσεις, νέες αιρέσεις, νέες θρησκείες και πλάνες, προσπαθεί να την διαλύση. «Εν υστέροις καιροίς αποστήσονταί τινες της πίστεως—έγραφεν ο Απόστολος Παύλος—προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις και διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α΄ Τιμ. δ,1). Μία τέτοια αίρεσις ή μάλλον νέα θρησκεία, είναι και ο επάρατος Οικουμενισμός, η θρησκεία της «Νέας Εποχής», ή Εποχής του Υδροχόου, ως την ονομάζουν οι αφελείς αστρολόγοι. Οπαδοί της νέας αυτής θρησκείας, δυστυχώς, είναι άνθρωποι που βρίσκονται εις τα ανώτερα και ανώτατα κλιμάκια της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, με αποτέλεσμα να παρασύρουν πολλούς κληρικούς και λαϊκούς εις την πλάνην τους. Η αντίστασις κατά της μεγάλης και καταστροφικής πνευματικής αυτής νόσου είναι ελαχίστη. Υπάρχουν βέβαια πολλοί που γράφουν, κηρύττουν και διαμαρτύρονται εναντίον του Οικουμενισμού, αλλά πρακτικά μέτρα, όπως, διακοπή μνημοσύνου και επικοινωνίας, ως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες μας, δεν λαμβάνουν. Επί πλέον δε, στρέφονται και εναντίον εκείνων που ακολουθούντες το παράδειγμα και την διδασκαλίαν των αγίων μας, διακόπτουν κάθε επικοινωνίαν Εκκλησιαστικήν με τους δεδηλωμένους Οικουμενιστάς. Αυτούς τους ανθρώπους ημείς τους ονομάζομεν Φιλοοικουμενιστάς, τους δε ολίγους που φυλάττουν την Εκκλησιαστικήν παράδοσιν και διδασκαλίαν, Ομολογητάς. Και δεν είναι καθόλου υπερβολική η τιμητική αυτή προσωνυμία, αν σκεφθή κανείς την μεγάλην ψυχολογικήν και κοινωνικήν πίεσιν που υφίστανται. Εις την παρούσαν μελέτην θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε εν συντομία εις όλα όσα λέγουν, γράφουν και διαδίδουν οι Φιλοοικουμενισταί, κατά των σημερινών Ομολογητών της Ορθοδόξου ημών Πίστεως.


H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more




ΜΕΡΟΣ  ΠΡΩΤΟΝ

(Γενικά περί οικουμενιστών και φιλοοικουμενιστών)
Ο Άγιος Βασίλειος, ο Μέγας αυτός Πατήρ και διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, απευθυνόμενος μαζί με άλλους ορθοδόξους επισκόπους της εποχής του, προς τους εν Ιταλία και Γαλλία οσιωτάτους αδελφούς και συλλειτουργούς επισκόπους, και αναφερόμενος εις την θλιβεράν κατάστασιν που επικρατούσε τότε στις εκκλησίες της Ανατολής, λόγω της Αρειανικής αιρέσεως, μεταξύ άλλων έγραφεν: «Ημίν δε, προς τω φανερώ πολέμω των αιρετικών, έτι και ο παρά των δοκούντων ορθοδοξείν επαναστάς εις έσχατον ασθενείας τας Εκκλησίας κατήγαγεν» (Μεγ. Βασιλείου επιστολή 92)· ήτοι, «εις ημάς δε, μαζί με τον φανερόν πόλεμον των αιρετικών εξηγέρθη ακόμη και ο πόλεμος των όσων εφαίνοντο ότι ομοδοξούν, ο οποίος ωδήγησεν τας εκκλησίας εις την εσχάτην αδυναμίαν»(μετάφρ. Νικοδήμου Μπιλάλη). Το ίδιο δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα, λες και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μαζί με τον πόλεμον των Οικουμενιστών, αντιμετωπίζουμε και τον πόλεμον των Φιλοοικουμενιστών, οι οποίοι με υποκριτικήν αληθοφάνειαν νοθεύουν τον λόγον του Θεού, και προξενούν μεγάλην ζημίαν εις την Εκκλησίαν Του. Αυτοί οι άνθρωποι, κληρικοί και λαϊκοί, ενώ δια του προφορικού και γραπτού λόγου τάσσονται εναντίον του Οικουμενισμού, πρακτικά δεν λαμβάνουν μέτρα εναντίον του. Η όλη αντίστασίς των σταματά σε καμμιά προσωπική ή συλλογική διαμαρτυρία και τίποτε περισσότερο. Περί διακοπής μνημοσύνου και Εκκλησιαστικής κοινωνίας, εκ των δεδηλωμένων πλέον Οικουμενιστών, ούτε λόγος να γίνεται· το θεωρούν πλάνη! Και αν βρεθούν μερικοί, οι οποίοι ακολουθούντες το παράδειγμα των αγίων πατέρων μας και υπακούοντες εις τους Εκκλησιαστικούς θεσμούς, διακόψουν την επικοινωνίαν και το μνημόσυνον των αιρετικών, γίνονται άμεσος στόχος των. Προσπαθούν με κάθε τρόπο να δυσφημίσουν αυτούς τους σημερινούς Ομολογητάς της Ορθοδόξου πίστεως ως πεπλανημένους και σχισματικούς, ως φανατικούς και αμαθείς, ως εστερημένους αγάπης και εκκλησιαστικής παιδείας, ως ελαχίστους και ταραχοποιούς, ως ανυποτάκτους και υπερηφάνους, ως διαστροφείς της αληθείας, κ.λ.π. Συνάμα δε προβάλλουν την ιδικήν των στάσιν ως σωστήν και ενδεδειγμένην. Μη έχοντες δε Κανονικές και Πατερικές μαρτυρίες, ή παραδείγματα από την πράξιν της Εκκλησίας μας, καταφεύγουν σε σοφιστικές θεωρίες και επιχειρηματολογίες, οι οποίες λίαν επιεικώς θα μπορούσαν να ονομαστούν αφελείς σκέψεις και σαθρά επιχειρήματα, δια να καλύψουν με τον τρόπον αυτόν την αντιπαραδοσιακήν των στάσιν έναντι της νέας θρησκείας των ημερών μας που λέγεται Οικουμενισμός. Ημείς, με την χάριν του Θεού και δι΄ ευχών των αγίων Πατέρων μας, θα απαντήσουμε σε όλες αυτές τις σοφιστικές ενστάσεις και επιχειρηματολογίες των Φιλοοικουμενιστών, αφού πρώτα παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα, από όσα έγραψαν διάφοροι αξιόλογοι άνθρωποι, για το τι είναι και τι επιδιώκει ο Οικουμενισμός.                                                                                                                                     «Ο Οικουμενισμός είναι αίρεσις των αιρέσεων, διότι μέχρι τώρα εκάστη αίρεσις, εν τη ιστορία της Εκκλησίας προσεπάθησε να τεθή εν τη θέσει της αληθούς Εκκλησίας, ενώ η Οικουμενική κίνησις ενώσασα απάσας τας αιρέσεις προσκαλεί όλας ομού να τιμήσουν εαυτάς ως την Μίαν, Αληθή Εκκλησίαν! Ενταύθα ο αρχαίος Αρειανισμός, Μονοφυσιτισμός, Πελαγιανισμός, Εικονομαχία, και απλώς κάθε δυνατή δεισιδαιμονία των συγχρόνων αιρέσεων υπό τελείως διαφορετικά ονόματα έχουν ενωθή και ετοιμάζονται να επιτεθούν κατά της Εκκλησίας. Αυτό το φαινόμενο είναι αναμφιβόλως αποκαλυπτικού χαρακτήρος… Ο Οικουμενισμός προσπαθών να καταστρέψη τα όρια της Εκκλησίας του Χριστού, δεν έχει όρια ο ίδιος. Ήδη συζητείται, όχι μόνον περί ενώσεως με όλους τους Χριστιανούς, ακόμη και με τους Ιουδαίους, αλλά και πας ζων επί της γης είναι μέλος της εκκλησίας. Εν τω Π.Σ. των Εκκλησιών, ως δια ταχυδακτυλουργίας έχουν συνδεθή και ενωθή όλαι αι βλασφημίαι, πλάναι και αντιθέσεις ολοκλήρου της πνευματικής ιστορίας της ανθρωπίνης φυλής, από του Κάϊν και Χαμ μέχρι του Ιούδα του προδότου, Καρλ Μαρξ, του διαφθορέως Φρόϋδ και γενικώς όλων των μικροτέρων και μεγαλυτέρων συγχρόνων βλασφήμων… (Μητροπολίτου Βιταλίου, της εν Διασπορά Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας. «Ορθόδοξος Τύπος» της 10ης Φεβρουαρίου—20ης Μαϊου 1970»).                                                                                                                                                     «Ο Οικουμενισμός προφανώς δεν είναι απλώς ένας νεωτερισμός, αλλά είναι συνονθύλευμα όλων των νεωτερισμών, είναι μία προσπάθεια να γκρεμίση ολόκληρο το θείο οικοδόμημα που ονομάζεται Ορθόδοξος Χριστιανική Εκκλησία, και ν΄ ανεγείρη εις την θέσιν του τον νέον πύργον της Βαβέλ. Ο Οικουμενισμός στεγάζει όλα ανεξαιρέτως τα είδη των αιρέσεων, ακόμη και τους προτεστάντας, οι οποίοι κηρύττουν την θεολογίαν του «θανάτου του Θεού», (καθηγητής Κων/νος Καβαρνός, «Ορθόδοξος Τύπος» 10ης  Ιουνίου 1970)».                                                       
«Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας δια της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, αποτελεί την πλέον θανάσιμον απειλήν δια την Ορθοδοξίαν…» (Αρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, ¨Ορθοδοξία και Παπισμός¨ τόμος Α σελ. 377, Αθήναι 1969).     
«Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο Οικουμενισμός-συγκρητισμός δεν είναι απλώς μία αίρεσις, αλλά παναίρεσις, διότι κατ΄ ουσίαν οδηγεί εις την άρνησιν του Χριστιανισμού ως μοναδικής και αποκλειστικής απολύτου αληθείας εξ αποκαλύψεως και εις τον υποβιβασμόν αυτού εις μίαν μεταξύ των πολλών θρησκειών ή την πνευματικωτέραν και σπουδαιοτέραν αλλά όχι την μοναδικήν. Ο Οικουμενισμός, άρα συγκρητισμός είναι η μεγαλυτέρα απειλή κατά της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, διότι δι΄ αυτής δεν πλήσσεται απλώς εν δόγμα ή μία θεμελιώδης αλήθεια, αλλά σύμπασα συλλήβδην η δογματική και κανονική τάξις της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας» (Καθηγητού Θεολ. Σχολής Αθηνών κ. Κων/νου Μουρατίδου, ¨Ορθόδοξος Τύπος¨ 20ης Μαϊου 1970).                                           
«Ο Οικουμενισμός, κατασκεύασμα μασωνικό, ζητεί να ισωπεδώση όλες τις θρησκείες, να τις ζυμώση μέσα στο ίδιο ζυμωτήρι, για να ετοιμάση σιγά-σιγά την πάστα της θρησκευτικής αδιαφορίας-πρόδρομο σύμπτωμα του Αντιχρίστου. (Ορθοδόξου χριστιανού του πρώην σιδηρού Παραπετάσματος, «Ορθόδ. Τύπος Ιούνιος 1966). Και δι΄ ημάς ο Οικουμενισμός είναι εν είδος νέας θρησκείας, Πανθρησκείας θα λέγαμς, που ενώνοντας όλες τις υπάρχουσες θρησκείες του κόσμου θα καταστή η θρησκεία της «Νέας Εποχής» ή της «Εποχής του Υδροχόου», ως την ονομάζουν οι μωρολόγοι αστρολόγοι. Δηλαδή της εποχής που θα παύση—κατ΄ αυτούς βέβαια—να λατρεύεται ο Αληθινός Θεός ημών και αντ΄ Αυτού θα λατρεύεται ο Διάβολος! Αυτός είναι ο Οικουμενισμός και αυτόν τον σκοπόν εξυπηρετούν όλοι οι οπαδοί του, κληρικοί και λαϊκοί. Δια να μη θεωρηθή ότι τους αδικούμε, θα παραθέσουμε δύο-τρεις δηλώσεις διαπρεπών Οικουμενιστών: «Απατώμεθα και αμαρτάνουμε, εάν νομίζωμεν ότι η Ορθόδοξος Πίστης κατήλθεν εξ ουρανού και ότι τα άλλα δόγματα είναι ανάξια. Τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων εξέλεξαν τον Μουσουλμανισμόν δια να φθάσουν εις τον Θεόν των και άλλαι εκατοντάδες εκατομμύρια είναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας είναι να βελτιώση τον άνθρωπον» (Πατρ. Αθηναγόρας, «Ορθόδοξος Τύπος» Δεκ. 1968).                                                                     «Η Οικουμενική κίνησις, φρονούμεν, αν και χριστιανικής προελεύσεως, οφείλει να γίνη κίνησις όλων των θρησκειών της μιας προς την άλλην, όπως γίνη διάλογος, αν τυγχάνη αληθές, ότι όλαι αι θρησκείαι υπηρετούν τον Θεόν και τον άνθρωπον» (Ιακώβου Αρχιεπ. Αμερικής, «Ορθ. Τύπος» Αύγ-Σεπτ. 1968).                                                                                                                     «Και ο Μωάμεθ είναι ένας απόστολος ο οποίος πολλούς ωδήγησε εις την Βασιλείαν των Ουρανών» (Αλεξανδρείας Παρθένιος).                                                                           
Ας δούμε τώρα και μίαν προσευχήν των Οικουμενιστών: «Ω Θεέ, Πάτερ, Συ δύνασαι να ποιήσης καινά τα πάντα. Εμπιστευόμεθα εαυτούς εις Σε· βοήθησον ημάς να ζώμεν δια τους άλλους, διότι και η αγάπη Σου απλούται προς πάντας τους ανθρώπους · να ερευνώμεν δια την αλήθειαν, την οποίαν δεν έχομεν γνωρίσει» (Ορθ. Τύπος 10 Φεβ.-20 Μαϊου 1970).                                                                                 
 Ας ερευνούν λοιπόν οι σκοτεινοί αυτοί άνθρωποι δια την αλήθειαν που δεν έχουν γνωρίσει· ας ψάχνουν εις τους σκοτεινούς θαλάμους των Μασωνικών στοών να την βρουν. Δι΄ ημάς, «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή» (Ιωάν. ιβ,6), είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ο Αληθινός Θεός ημών. Το λυπηρόν εν προκειμένω είναι ότι, οι άνθρωποι αυτοί έχουν καταλάβει τις ανώτερες και ανώτατες θέσεις εις την Εκκλησίαν του Χριστού, με αποτέλεσμα να οδηγούν πολλούς Ορθοδόξους χριστιανούς εις την Θρησκείαν της «Νέας Εποχής», τον Οικουμενισμόν. Από αυτούς τους ανθρώπους δεν θέλουν να χωρισθούν οι Φιλοοικουμενισταί, διότι πιστεύουν πως κάνοντας κάτι τέτοιο χωρίζονται από την Εκκλησίαν του Χριστού!!! Εμποδίζουν δε με κάθε τρόπον να χωρισθή κάθε καλοπροαίρετος, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον ψυχικόν κίνδυνον που επιφέρει ο Οικουμενισμός. Ο Κύριός μας ελέγχοντας τους Φαρισαίους και γραμματείς της εποχής Του είπεν: «Ουαί υμίν τοις νομικοίς ότι ήρατε την κλείδα της γνώσεως· αυτοί ουκ εισήλθετε, και τους εισερχομένους εκωλύσατε»(Λουκά ια,52), δηλαδή «Αλοίμονό σας, διότι αφαιρέσατε από τους ανθρώπους το κλειδί της γνώσεως, τους εσκοτίσατε δηλαδή τον νουν με τας ψευδείς διδασκαλίας σας και τους επήρατε το μέσον, με το οποίον θα εγνώριζαν την αλήθειαν και θα επροχωρούσαν τον δρόμον της σωτηρίας. Έτσι, και εσείς δεν εισήλθατε εις την Βασιλείαν του Χριστού, και εκείνους που ήθελαν να εισέλθουν τους εμποδίσατε» (Μετάφρ. Ιωάν. Θ. Κολιτσάρα). Καλόν είναι να προσέξουν οι Φιλοοικουμενισταί, μήπως εμποδίζοντας τους ευσεβείς χριστιανούς να διακόψουν κάθε επικοινωνίαν με τους Οικουμενιστάς, κληρονομήσουν το ουαί του Κυρίου μας…                                                                       Ας απαντήσουμε τώρα εις τις ενστάσεις τους, όχι βέβαια με δικά μας σοφιστικά επιχειρήματα, αλλά με Πατερικές μαρτυρίες και κανονικές αποδείξεις.
 
 
ΜΕΡΟΣ  ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΕΝΣΤΑΣΙΣ  Α΄
 
Δεν επιτρέπεται, λέγουν, η διακοπή του μνημοσύνου του οικείου Πατριάρχου, Αρχιεπισκόπου, Μητροπολίτου και Επισκόπου πριν αυτός καταδικασθή υπό του συνόλου των επισκόπων της Εκκλησίας.                                                                                         Αν και τούτο το επιχείρημα το αναίρεσαν με την πράξιν τους το 1972, διακόπτοντας το μνημόσυνον του Πατριάρχου Αθηναγόρα, τόσον μερικοί επίσκοποι της Βορείου Ελλάδος, όσον και το σύνολον σχεδόν των Αγιορειτών, ας ίδωμεν όμως και τι λέγουν οι ιεροί Κανόνες, οι άγιοι Πατέρες και η πράξις της Εκκλησίας μας. Υπάρχουν δύο ιεροί Κανόνες, ο ΛΑ΄ Αποστολικός και ο ΙΕ΄ Πρωτοδευτέρας Συνόδου που επιτρέπουν εις τους κατωτέρους κληρικούς να διακόπτουν το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν προς τους ανωτέρους των, όταν αυτοί κηρύττουν φανερά κάποια αίρεση και κακοδοξία. Βέβαια οι δύο αυτοί ιεροί Κανόνες, και αρκετοί άλλοι όπως, ο ΙΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οι ΙΓ΄, ΙΔ΄ της Πρωτοδευτέρας κ.λ.π. έχουν ως κεντρικόν σκοπόν ν΄ αποτρέψουν τους κατωτέρους κληρικούς να διακόπτουν σχέσεις με τους ανωτέρους των, και μόνον ως παρένθεσιν, θα έλεγε κανείς, παρέχουν αυτό το δικαίωμα, δηλαδή την διακοπήν της επικοινωνίας.                                                                                             
Θα ερωτούσε κανείς διατί σε ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν εκδόθηκαν ιδιαίτεροι Κανόνες; Η απάντησις είναι πολύ απλή. Δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο, διότι από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, η διακοπή κάθε πνευματικής σχέσεως με οιονδήποτε εκήρυσσε αίρεσιν ήτο δεδομένη. Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, αυτός ο μεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας, εις ένα θαυμάσιον χωρίον του αναφέρει σχετικά: «Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι σύνοδοι, και πάσαι αι θείαι γραφαί, φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσιν και της αυτών κοινωνίας διϊστασθαι». Ναι, αυτό είναι το γενικόν φρόνημα της Εκκλησίας μας, και δια τούτο επαναλαμβάνομεν δεν ασχολήθηκαν ειδικότερα οι ιεροί Κανόνες.  Θα παραθέσουμε τώρα τους δύο αυτούς ιερούς Κανόνας που αναφέραμε και την ερμηνείαν των υπό του αγίου Νικοδήμου.                                                                      
Κανών ΛΑ΄ των αγίων Αποστόλων:                                                                                       
«Ει τις πρεσβύτερος καταφρονήσας του ιδίου επισκόπου, χωρίς συναγάγει, και θυσιαστήριον έτερον πήξει, μηδέν κατεγνωκώς του Επισκόπου εν ευσεβεία και δικαιοσύνη, καθαιρείσθω ως φίλαρχος. Τύραννος γαρ εστίν, ωσαύτως δε και οι λοιποί και όσοι αυτώ προσθώνται, οι δε λαϊκοί αφοριζέσθωσαν. Ταύτα δε μετά μίαν, και δευτέραν και τρίτην παράκλησιν του Επισκόπου γινέσθω».                                     Ερμηνεία: «Όποιος πρεσβύτερος ήθελε καταφρονήση τον ιδικόν του επίσκοπον, και να γνωρίση, αυτόν πως σφάλλει φανερά ή εις την ευσέβειαν ή εις την δικαιοσύνην: ταυτόν ειπείν, χωρίς να γνωρίση αυτόν πως είναι φανερά ή αιρετικός ή άδικος, ήθελε συμμαζώνη κατ΄ ιδίαν τους χριστιανούς, και κτίσας άλλην εκκλησίαν ήθελε λειτουργεί εις αυτήν ξεχωριστά, χωρίς την άδειαν και γνώμην του επισκόπου του, ο τοιούτος, ως φίλαρχος ας καθαίρηται, επειδή ως τύραννος με βίαν και τυραννίαν, ζητεί να σφετερίση την ανήκουσαν εξουσίαν τω Επισκόπω του. Αλλά και όσοι μεν άλλοι κληρικοί συμφωνήσουν με αυτόν εις την τοιαύτην αποστασίαν, ας καθαίρωνται παρομοίως και αυτοί· όσοι δε λαϊκοί ας αφορίζωνται. Ταύτα όμως να γίνονται αφού ο Επίσκοπος παρακινήση με γλυκάδα και ημερότητα, τρεις φορές τους απ΄ αυτού χωρισθέντας, να λείψουν από τοιούτον κίνημα, και αυτοί σταθούν εις το πείσμα των».                                                             Εδώ τελειώνει η ερμηνεία του παρόντος Αποστολικού Κανόνος, αλλά ο άγιος Νικόδημος εθεώρησε καλόν να προσθέση και κάτι από τον ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, το οποίον και παραθέτουμε: «Όσοι δε χωρίζονται από τον Επίσκοπόν τους προ συνοδικής εξετάσεως, διατί αυτός κηρύττει δημοσία καμμίαν κακοδοξίαν και αίρεσιν, οι τοιούτοι όχι μόνον εις τα ανωτέρω επιτίμια δεν υπόκεινται, αλλά και την πρέπουσαν εις τους ορθοδόξους τιμήν αξιώνονται κατά τον ΙΕ΄ της Α΄ και Β΄».                                                                                                                     Εκείνο που θα είχε να παρατηρήση κανείς εις τον ιερόν τούτον Κανόνα των αγίων Αποστόλων είναι ότι επιτρέπει εις τους πρεσβυτέρους να διακόπτουν επικοινωνίαν από τον Επίσκοπόν των όχι μόνον δια κακοδοξίαν και αίρεσιν, αλλά και αν ακόμη είναι άδικος. Κανών ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας. (Επειδή ο παρών Κανών είναι αρκετά μεγάλος θα παραθέσουμε μόνον το δεύτερον μέρος αυτού).                                                                           «…Οι γαρ δι΄ αίρεσιν τινά παρά των αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένην της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ΄ εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι».                                                                                              Ερμηνεία : «…Εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι είναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία, και δια τούτο χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προ του να γένη ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον δια τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά και τιμής της πρεπούσης, ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ηλευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών». Σκόπιμον κρίνομεν ν΄ αναφέρουμε εδώ τα όσα ο γνωστός Σέρβος κανονολόγος Επίσκοπος Μίλας, δι΄ ειδικής μελέτης του εις τον ανωτέρω Κανόνα και επί του σημείου αυτού, τονίζει: «Εάν ο Επίσκοπος ή Μητροπολίτης ή Πατριάρχης άρξητε να διακηρύττη δημοσία επ΄ εκκλησίας αιρετικήν τινά διδαχήν, αντικειμένην προς την Ορθοδοξίαν, τότε οι υποτασσόμενοι αυτώ κέκτηνται δικαίωμα άμα και χρέος να αποσχοινισθώσι πάραυτα εκείνων, διο ου μόνον εις ουδεμίαν θέλουσι υποβληθή κανονικήν ποινήν, αλλά θέλουσι και επαινεθή εισέτι, καθ΄ όσον δια τούτου, δεν κατέκριναν και δεν επανεστάτησαν εναντίον των νομίμων Επισκόπων, αλλ΄ εναντίον ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων, ούτε εδημιούργησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα εν τη Εκκλησία, αλλ΄ αντιθέτως απήλλαξαν την Εκκλησίαν, εν όσω ηδυνήθησαν μέτρω, του σχίσματος και της διαιρέσεως» (εν : PRAVILA PRAVOSLAVNE CZORYES TUMACENJIMA, II, NOVI SAD 189, 66, 290, 291).                                                                                                                  Mε την ανωτέρω ερμηνείαν των δύο αυτών ιερών Κανόνων, οι οποίοι αποτυπώνουν την δεδομένην Εκκλησιαστικήν παράδοσιν και πράξιν της Εκκλησίας μας, συμφωνούν απόλυτα και οι άγιοι Πατέρες μας. Ο άγιος Αθανάσιος ο μέγας γράφει σχετικώς: «Πας άνθρωπος το διακρίνειν παρά του Θεού ειληφώς, κολασθήσεται απείρω ποιμένι και ψευδή δόξαν ως αληθή δεξάμενος». (Β.Ε.Π.Ε.Σ. 33, 214). Εις άλλο δε σημείον γράφει: «Εάν ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας, κακώς αναστρέφωνται και σκανδαλίζουσι τον λαόν, χρη αυτούς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γαρ άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον, ή μετ΄ αυτών εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊάφα, εις την γέενναν του πυρός». (Β.Ε.Π.Ε.Σ. 33, 199).                                                                                 
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφερόμενος εις το γνωστόν χωρίον της προς Εβραίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου, «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε», γράφει: «Πως ουν ο Παύλος φησίν, πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Ανωτέρω ειπών, ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, τότε είπε πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε. Τι ουν, φησίν, όταν πονηρός η και μη μόνον πειθώμεθα; Πονηρός πως λέγεις; Ει μεν περί πίστεως φεύγε και παραίτησαι, μη μόνον αν άνθρωπος η, αλλά καν άγγελος εξ ουρανού κατιών» (PG 34, 231A).                                                                                                                                                O άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης εις επιστολήν του προς τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων γράφει: «Οι μεν τέλεον περί την πίστιν εναυάγησαν· οι δε ει και τοις λογισμοίς ου κατεποντίσθησαν, όμως τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλλυνται» (PG 99, 1164). Και εις άλλο σημείο: «Ουδ΄ αν όλα τα χρήματα του κόσμου παρέξει τις και κοινωνών είη τη αιρέσει, φίλος Θεού ου καθίσταται αλλ΄ εχθρός. (PG 99, 1205A).                                                                                                                                                                     Ο δε μέγας Φώτιος παραγγέλει σαφώς: «Αιρετικός εστίν ο ποιμήν; Λύκος εστίν· φυγείν εξ αυτού και αποπηδάν δεήσει, μηδ΄ απατηθήναι· προσελθείν καν ήμερον περισαίνειν δοκεί· φύγε την κοινωνίαν αυτού και την προς αυτόν κοινωνίαν ως ιόν όφεως».                                                                                                                                           Τα ίδια λέγει και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Φεύγετε και υμείς αδελφοί την προς τους ακοινωνήτους κοινωνίαν και το μνημόσυνον των αμνημονεύτων» (PG 160, 1097D-1100A). Σε άλλο σημείο αναφέρει δια τους λατινόφρονας της εποχής του: «Περιωρίσθην παρά του Βασιλέως. Αλλ΄ ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμις ου δέδεται, τρέχει δε και μάλλον ευιδούται και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως και των πατρικών θεσμών και ελαύνουσι πανταχόθεν αυτούς ως καθάρματα, μήτε συλλειτουργείν αυτοίς ανεχόμενοι μήτε μνημονεύοντες όλως αυτών ως χριστιανών».                                                                                                                       Και τώρα ας ίδωμεν και ποίαν στάσιν ετήρουν οι ομολογηταί κληρικοί και λαϊκοί, έναντι αυτών που εκήρυττον αίρεσιν χωρίς να έχουν ακόμη καταδικασθεί υπό επισκοπικής συνόδου.                                                                                                                             Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είχε εκ παραδόσεως δεχθή να ονομάζεται η Παναγία μας Θεοτόκος. Αυτήν την παράδοσιν ηθέτησε ο Νεστόριος, όστις προερχόμενος εξ Αντιοχείας εγένετο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το έτος 428. Υπήρξε μαθητής του Θεοδώρου Μοψουεστίας και δυστυχώς παρέλαβε και τας αιρετικάς αυτού δοξασίας επί του Χριστολογικού δόγματος (δύο φύσεις, δύο πρόσωπα). Γενόμενος Πατριάρχης άρχισε σιγά-σιγά δια των αντιπροσώπων του—κληρικών εξ Αντιοχείας συν αυτώ αχθέντων—να αποκαλή την Παναγία μας «άνθρωπο τόκον ή Χριστό τόκον». Αυτή η διδασκαλία ως ήτο επόμενον επέφερε μεγάλην αναστάτωσιν και σύγχυσιν εις τον κλήρον και τον λαόν της Κωνσταντινουπόλεως. Πολλοί διέκοψαν την εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν καθώς και το μνημόσυνόν του ακολουθώντας την παράδοσιν της Εκκλησίας μας. Ο Νεστόριος δε εξασκώντας την Πατριαρχικήν του εξουσίαν καθήρησε και αφώρισε αυτούς ως σχισματικούς. Ίσως να ισχυρισθή κάποιος, ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν φανατικοί ζηλωταί μη έχοντες εκκλησιολογικήν γνώσιν και άλλα πολλά που λέγουν και εις ημάς οι σημερινοί φιλοοικουμενισταί. Αλλ΄ έρχεται ο μέγας Κύριλλος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο και πρόεδρος της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου χρηματίσας—δια τον οποίον δεν πιστεύουμε πως θα τολμούσε κανείς να διανοηθή πως δεν εγνώριζε εκκλησιολογίαν—και γράφει προς την μερίδα του κλήρου και του λαού της Κωνσταντινουπόλεως η οποία είχεν αποκηρύξει τον Νεστόριον άμα τη γνώσει της κακοδοξίας του: «Ταύτην εν εαυτοίς αναζωπυρούντες τω μνημονευθέντι Νεστορίω, μήτε μην ως διδασκάλω προσέχοντες, ει μένει λύκος αντί ποιμένος… Τοις δε γε κληρικών, είτε λαϊκών δια την ορθήν πίστιν κεχωρισμένοις ή καθαιρεθείσι παρ΄ αυτού, κοινωνούμεν ημείς, ου την εκείνου κυρούντες άδικον ψήφον, επαινούντες δε μάλλον τους πεπονθότας, κακείνο λέγοντες αυτοίς· ει ονειδίζεσθε εν Κυρίω μακάριοι· ότι της δυνάμεως και το του Θεού πνεύμα εις υμάς αναπέπαυται…» (MANSI, IV, 1096).                
Ένας από αυτούς που διέκοψαν το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν του Νεστορίου μόλις αυτός άρχισε να διακηρύττη την αίρεσίν του, ήταν και ο όσιος πατήρ ημών Υπάτιος που εορτάζει την 17ην Ιουνίου. Αναφέρει η βιογραφία του: «Όταν πληροφορήθηκε ο όσιος τα αιρετικά φρονήματα του Νεστορίου, αμέσως έσβησε το όνομά του από τα δίπτυχα δια να μη μνημονεύεται εις τις Λειτουργίες. Ο ευλαβέστατος επίσκοπος Ευλάλιος είπε προς τον Υπάτιον: Γιατί έσβεσες το όνομά του πριν να ιδής τι θα γίνη; Ο όσιος απάντησε: Εγώ αφού έμαθα ότι μιλά άσχημα για τον Κύριόν μου, παύω την κοινωνίαν μαζί του και ούτε αναφέρω το όνομά του· δεν είναι πια επίσκοπος». Τότε ο Ευλάλιος του είπε με οργή: «Πήγαινε και διόρθωσε αυτό που έκανες, διότι μπορώ και να σε τιμωρήσω». Και ο Υπάτιος αποκρίθηκε: «Ό,τι θέλεις κάμε, διότι εγώ απεφάσισα τα πάντα να πάθω και με αυτήν την απόφασιν το έκανα αυτό».                                                                           
Εφάμιλλος των αρχαίων ομολογητών Πατέρων μας υπήρξεν και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, επίσκοπος Εφέσου. Ο άγιος μετά την άρνησιν εν Φλωρεντία να υπογράψη τα της ενώσεως επιστρέψας εις την Βασιλεύουσαν ουδόλως εδέχθη την εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά του Λατινόφρονος Πατριάρχου και των οπαδών του. Σύνθημά του ήτο το : «Ου χωρεί συγκατάβασις εις τα της πίστεως». Ιδού τι αναφέρει ο ίδιος δια την στάσιν του αυτήν: «Ου βούλομαι, ούτε δέχομαι την αυτού ή την μετ΄ αυτού κοινωνίαν, το παράπαν, ουδαμώς… ώσπερ ούτε γεγονυίαν ένωσιν και τα δόγματα τα Λατινικά, άπερ εδέξατο αυτός και οι μετ΄ αυτού… Πέπεισμαι γαρ ακριβώς, ότι όσον αποδι ΐσταμαι τούτου και των τοιούτων, εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις πιστοίς και αγίοις Πατράσι· και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις αγίοις Πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας».                                                                                         Ποικίλως επιέσθη ο ιερός Πατήρ, ως και άλλοι ορθόδοξοι αρχιερείς και ιερείς προκειμένου να δεχθούν το μνημόσυνον του Πατριάρχου. Ας παρακολουθήσωμεν ένα μικρόν διάλογον μεταξύ αυτού και των Πατριαρχικών ακολούθων, οίτινες δια «ρημάτων κολακείας» προσεπάθουν να υποσκελίσουν τους αθλητάς.                                                                                                     Αντιπρόσωποι: «ούτε ημείς λέγομεν ότι έγιναν καλώς τα εν τη Φλωρεντία… αλλ΄ όμως δι΄ οικονομίαν και το συμφέρον της Πατρίδος… δεχθήτε το μνημόσυνον… όπερ εστίν λόγος ψιλός…»                                                                                             
Οι δε περί τον άγιον Μάρκον απήντησαν: «… Όχι! Ότι πολύς εστίν ο του μνημοσύνου λόγος και ουχί μικρός, διότι εκείνοι μνημονεύονται επ΄ εκκλησίαις, όσοι εισί Ορθόδοξοι και κοινωνικοί προς την αυτήν Εκκλησίαν. Οι δε ακοινώνητοι ουδέ μνημονεύονται, ουδέ γαρ έχει άδειαν τις των ιερωμένων εύχεσθαι επ΄ εκκλησίαις (υπέρ των ακοινωνήτων)· πως ουν μνημονεύσωμεν αυτόν Λατινόφρονα όντα;…» (Δοσιθέου Δωδεκάβιβλος, σελ.907).                                                                                                                                                       Από όσα μέχρι τώρα παραθέσαμε, ιερούς Κανόνας, διδασκαλίας και παραδείγματα αγίων, ένα και μοναδικόν συμπέρασμα εξάγεται: Ότι επαίνου άξιον είναι το να διακόπτη κάθε πιστός κληρικός, μοναχός και λαϊκός την εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν και το μνημόσυνον του επισκόπου του, όταν αυτός δημοσίως κηρύττη κάποιαν αίρεσιν ή κάποιο είδος νέας θρησκείας, ως γίνεται δυστυχώς σήμερον· και όχι να περιμένη ως διατείνονται οι φιλοοικουμενισταί την καταδίκην του «υπό του συνόλου των επισκόπων της Εκκλησίας».                                                                   
 Ίσως διερωτηθή κάποιος· ούτως εχόντων των πραγμάτων τι νόημα έχουν αι σύνοδοι εν τη Εκκλησία; Απαντούμεν. Ημείς ως πιστά τέκνα της εκκλησίας μας, με όλα αυτά που γράψαμε ουδόλως προτιθέμεθα ν΄ αμφισβητήσουμε τον Συνοδικόν θεσμόν Αυτής. Σκοπός μας ήτο να καταδείξουμε το δικαίωμα άμα και το χρέος των κληρικών και λαϊκών να διακόπτουν το μνημόσυνον και επικοινωνίαν των επισκόπων ή Μητροπολιτών ή των Πατριαρχών που κηρύττουν δημοσίως διδαχήν, αντικειμένην προς την Ορθοδοξίαν, και όχι επαναλαμβάνομεν, να αμφισβητήσουμε τον Συνοδικόν θεσμόν, μη γένοιτο.                                                           
Εις τους κατωτέρους κληρικούς και λαϊκούς, μόνον αυτό το δικαίωμα παρέχεται και ουδέν περισσότερον. Εναπόκειται πλέον εις το επισκοπικόν σώμα, συνερχόμενον εν Συνόδω να λάβη τα ενδεικνυόμενα μέτρα κατά του λαλούντος διεστραμμένα. Να τον καλέση δηλαδή εις απολογίαν, να τον νουθετήση, να του παράσχη χρόνον μετανοίας, να τον καταστήση αργόν, να τον καθαιρέση και να τον αναθεματίση, αν δεν μετανοήση και δεν αποκηρύξη τις πεπλανημένες δοξασίες του. Συνάμα δε και να ενημερώση όλον το πλήρωμα της Εκκλησίας να αποφεύγη αυτόν ως «εθνικόν και τελώνην», κατά την του Κυρίου εντολήν, ως φορέα θανατικής πνευματικής λοιμικής νόσου. Όλα αυτά είναι αρμοδιότητες των επισκοπικών συνόδων και όχι των κατωτέρων κληρικών και λαϊκών. Το λυπηρόν εν προκειμένω είναι ότι εις τις παλαιότερες εποχές, μόλις κάποιος εδημοσιοποιούσε τις αιρετικές του δοξασίες, αμέσως άλλοι επίσκοποι, Μητροπολίται και Πατριάρχαι διεμαρτύροντο. Του έγραφον επιστολές με τις οποίες του επεδείκνυον τις πλάνες του, και τον καλούσαν εις μετάνοιαν· διεφώτιζον τους πιστούς και προέτρεπον αυτούς να απομακρύνωνται εξ αυτού. Κατόπιν συγκαλούσαν τοπικάς συνόδους εις τις οποίες κατεδίκαζον την κηρυττομένην αίρεσιν, συνάμα δε ενεργούσαν να συγκληθή μεγάλη ή Οικουμενική Σύνοδος δια να επιληφθή του θέματος. Εις τις ημέρες μας δυστυχώς ουδέν τοιούτον γίνεται! Οι πάντες καθεύδουν! Παρήλθον πλέον των εβδομήκοντα ετών από την Οικουμενιστικήν εγκύκλιον του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που εσήμαινε και την έναρξη της θρησκείας της «Νέας Εποχής» του Οικουμενισμού, έγιναν τόσες και τόσες προδοσίες κατά της πίστεώς μας, και ουδείς εκ των Πατριαρχών ή Αρχιεπισκόπων έλαβε τα πρακτικά εκείνα μέτρα εναντίον της νέας αυτής θρησκείας, με αποτέλεσμα οι φορείς της να έχουν καταλάβη όλες τις καίριες θέσεις εν τη Εκκλησία, και να διαβρώνουν τους πάντας. Τώρα ποίος να εγκαλέση ποίον; Ποίος να δικάση ποίον; «Οι πάντες εξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν» θα έλεγε κανείς. Και αν κάποιος επίσκοπος τολμήση να ψελλίση κάτι εναντίον αυτής της μεγάλης προδοσίας, χαρακτηρίζεται ως υπερορθόδοξος, επαρχιώτης κ.λ.π.                                         
Εξαίρεσις εις τις ημέρες μας υπήρξε η Σύνοδος των επισκόπων της εν διασπορά Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία αφού πρώτον διεμαρτυρήθη εντόνως κατ΄ επανάληψιν δια την προδοτικήν πορείαν των ηγετών της Ορθοδοξίας και δεν εισηκούσθη, διέκοψε σχέσεις με όλας τας «Ορθοδόξους» Εκκλησίας, συνάμα δε εξέδωκεν και το κάτωθι συνοδικόν ανάθεμα κατά του Οικουμενισμού: «Τοις βάλλουσι κατά της Εκκλησίας του Χριστού και διδάσκουσιν ότι η του Χριστού Εκκλησία μεμέρισται εν ούτω καλουμένοις «κλάδοις», οίτινες διαφέρουσιν αλλήλων εν διδασκαλία και τρόπω ζωής, ή ότι η Εκκλησία ούχ υφίσταται ορατώς, αλλ' απαρτισθήσεται εν τω μέλλοντι, όταν άπαντες οι «κλάδοι» ή τμήματα ή όμολογίαι ή προσέτι και θρησκείαι ενωθώσιν εν ενί σώματι• και οίτινες ου διακρίνουσι την ιερωσύνην και τα μυστήρια της Εκκλησίας από την ιερωσύνην και τα μυστήρια των αιρετικών, αλλά λέγουσιν ότι το βάπτισμα και η ευχαριστία των αιρετικών εισίν ικανά προς σωτηρίαν• ωσαύτως, τοις κοινωνούσιν εν γνώσει τοις προμνημονευθείσιν αιρετικοίς ή συνηγορούσι, διαδίδουσι, ή υπεραμυνομένοις της καινοφανούς αυτών αιρέσεως του οικουμενισμού εν προσχήματι αδελφικής αγάπης, ή υποτιθεμένης ενώσεως των διαχωρισθένων Χριστιανών, ΑΝΑΘΕΜΑ!». Οι Ρώσοι αυτοί Επίσκοποι μη δεχθέντες να συνεργασθούν με το άθεον Κομμουνιστικόν καθεστώς της εποχής εκείνης, έφυγον από την Σοβιετικήν ένωσιν μαζί με χιλιάδας λαού, εις τις ελεύθερες χώρες της Δύσεως και συνέστησαν την εν Διασπορά Ρωσικήν Εκκλησίαν. Έτσι φαίνεται οικονόμησε τα πράγματα ο Θεός, να υπάρχη αυτή η Ορθόδοξος Σύνοδος δια να στηρίζονται οι απανταχού ορθόδοξοι, και να μεταδίδουν την Ιερωσύνη και εις άλλες τοπικές εκκλησίες, που θα ήθελαν να αγωνισθούν κατά της αιρέσεως.

ΕΝΣΤΑΣΙΣ  Β΄
Λέγουν οι φιλοοικουμενισταί : Ο αγών κατά του Οικουμενισμού πρέπει να γίνεται εκ των ένδον, και όχι εκτός της Εκκλησίας, διακόπτοντας δηλαδή την επικοινωνίαν και το μνημόσυνον των Οικουμενιστών Επισκόπων. Το τραγικόν λάθος όλων αυτών των ανθρώπων που λέγουν αυτά είναι, ότι πιστεύουν πως όποιος διακόψη την επικοινωνίαν και το μνημόσυνον του αιρετικά κηρύττοντος επισκόπου, τίθεται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού. Όχι, αγαπητοί μας! εκτός της Εκκλησίας μας τίθεται αυτός που δημοσίως κηρύττει νέες θρησκείες και αιρέσεις και οι ακολουθούντες αυτόν, και όχι αυτός που παραμένει εις την εκκλησιαστικήν παράδοσιν και διδασκαλίαν Της. Πρέπει να γίνη κατανοητό από όλους μας, ότι η Εκκλησία του Χριστού ταυτίζεται απόλυτα με την αλήθειαν· και αυτοί που παραμένουν εις την Αποκαλυφθείσαν Αλήθειαν, «την άπαξ παραδοθείσαν τοις αγίοις» κατά τον απόστολον Ιούδαν, αυτοί παραμένουν και εντός της Εκκλησίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει σχετικά: «Οι της του Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί· και οι μη της αληθείας όντες, ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισί». Το ίδιο έλεγε και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής όταν τον ερώτησαν σε ποία εκκλησία ανήκει. Ας ίδωμεν τι ο ίδιος έγραφε εις μίαν προς τον μαθητήν του Αναστάσιον επιστολήν του: «Χθες…ο πατριάρχης εδήλωσέ μοι λέγων· Ποίας εκκλησίας ει; Βυζαντίου; Ρώμης; Αντιοχείας; Αλεξανδρείας; Ιεροσολύμων; Ιδού πάσαι μετά των υπ΄ αυτάς επαρχειών ηνώθησαν. Ει τοίνυν ει της καθολικής Εκκλησίας, ενώθητι, μήπως ξένην οδόν τω βίω πάθης όπερ ου προσδoκάς. Προς ους είπον: Καθολικήν Εκκλησίαν, την ορθήν και σωτήριον της εις Αυτόν πίστεως ομολογίαν Πέτρον μακαρίσας εφ΄ οις Αυτόν καλώς ωμολόγησεν, ο των όλων είναι Θεός απεφήνατο. Ουκούν άκουσον, έφησαν· έδοξε τω δεσπότη και τω Πατριάρχη, δια πρεκαίπτου του Πάπα Ρώμης, αναθεματισθήναι σε μη πειθόμενον, και τον οριζόμενον αυτοίς απενέγκασθαι θάνατον». Και ο άγιος απεκρίθη: «Το τω Θεώ προ παντός αιώνος ορισθέν εν εμοί δέξοιτο πέρας, φέρον αυτώ δόξαν προ παντός εγνωσμένην αιώνος..» (PG 132AC). O απόστολος των εθνών Παύλος, εις την θαυμασίαν ομιλίαν του εν Μιλήτω, απευθυνόμενος προς τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Εφέσου, μεταξύ των άλλων είπεν: «Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα, του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών»(Πράξεις κ, 30). Δηλαδή, και από σας τους ιδίους θα εγερθούν άνδρες, οι οποίοι θα διδάσκουν διεστραμμένας και ψευδείς διδασκαλίας, δια να αποσπούν τους μαθητάς από τον ορθόν δρόμον της σωτηρίας και να τους παρασύρουν με το μέρος των ως ιδικούς των οπαδούς (μετάφραση, Ιωάν. Θ. Κολιτσάρα). Εδώ παρατηρούμε πως οι ίδιοι οι ποιμένες θα διδάσκουν διεστραμμένα και θα αποχωρίζουν τους μαθητάς. Εάν κατά τους φιλοοικουμενιστάς, αυτοί οι πρεσβύτεροι παρ΄ ότι θα διαστρέφουν την αλήθειαν της Εκκλησίας, θα παραμένουν εντός Αυτής, από πού θα αποχωρίζουν τους μαθητάς αυτούς;από την Εκκλησίαν; Μα αφού και οι ίδιοι θα είναι εντός Αυτής! Από την Αλήθειαν; Υπάρχει Αλήθεια εκτός Εκκλησίας και Εκκλησία εκτός Αληθείας; Ασφαλώς όχι! Δια τον απόστολον των εθνών Παύλον και δι΄ ημάς, από την ώραν που οι πρεσβύτεροι αυτοί θα ήρχιζον να λαλούν διεστραμμένα θα έπαυον ν΄ ανήκουν εις την Εκκλησίαν και επόμενον ήτο ν΄ αποχωρίζουν τους μαθητάς των εξ Αυτής δια να τους κάνουν οπαδούς των. Αυτή είναι η πραγματική αλήθεια, και ας παύσουν οι άνθρωποι αυτοί να ομιλούν περί «εντός» και «εκτός» της Εκκλησίας.

ΕΝΣΤΑΣΙΣ  Γ΄

Μπορούμε λέγουν οι φιλοοικουμενισταί, να έχουμε διαφορετικά φρονήματα με τους επισκόπους μας, ακόμη και σε θέματα πίστεως, αλλά δεν επιτρέπεται η διακοπή του μνημοσύνου των, διότι διαφορετικά τα μυστήρια μένουν άκυρα (άνευ αγιαστικής χάριτος). Το επιχείρημα αυτό το επισείουν ως φόβητρον οι άνθρωποι αυτοί, δια να δειλιάζουν τους απλούς και καλοπροαιρέτους κληρικούς και λαϊκούς που θέλουν να απομακρυνθούν από τους Οικουμενιστάς. Που άραγε αγαπητοί μας εις την αγίαν Γραφήν και παράδοσιν της Εκκλησίας μας υπάρχουν αυτά που λέγετε; Ημείς εμάθαμε παρά του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, που εκφράζει το γενικόν πνεύμα της Εκκλησίας μας, ότι: «Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι Σύνοδοι, και πάσαι αι θείαι γραφαί φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διϊστασθαι». Όταν ο πιστός κλήρος και λαός της Κωνσταντινουπόλεως διέκοψε, κάθε εκκλησιαστικήν κοινωνίαν και το μνημόσυνον του αιρετικού Πατριάρχου Νεστορίου, προ συνοδικής καταδίκης, τα μυστήριά των ήταν άκυρα; Και πως τότε ο άγιος Κύριλλος Πατριάρχης Αλεξανδρείας τους επαινεί και τους δέχεται εις πλήρη κοινωνίαν, ως ίδωμεν ανωτέρω; Ήταν άκυρα τα μυστήρια του αγίου Μάρκου του Ευγενικού που δεν εδέχετο κοινωνίαν και μνημόσυνον του Λατινόφρονος Πατριάρχου της εποχής του; Πολλές Αγιορείτικες Μονές, Σκήτες και Ησυχαστήρια, κατά την περίοδον 1971-1972, είχαν διακόψει το μνημόσυνον του μεγάλου Οικουμενιστού Πατριάρχου Αθηναγόρου· ήσαν τότε τα μυστήριά των άκυρα; Κάθε άλλο! Δια τους σημερινούς ομολογητάς, θέμα εγκυρότητος τίθεται εις τα μυστήρια των μνομονευόντων τους αιρετικούς, και όχι αυτών που διακόπτουν κάθε πνευματικήν σχέσιν μαζί των.

ΕΝΣΤΑΝΣΙΣ  Δ΄
Μερικοί Πνευματικοί και γέροντες Φιλοοικουμενισταί, εισηγούμενοι μίαν μέσην κατ΄ αυτούς λύσιν εις το θέμα του μνημοσύνου, λέγουν: Να μνημονεύωμεν μεν εκφώνως τον επίσκοπόν μας ή τον Πατριάρχην, αλλά μυστικά εις την προσκομιδήν να μην τον μνημονεύωμεν· και επί Τουρκοκρατίας εμνημόνευον τον Σουλτάνον και έψελναν και το πολυχρόνιόν του. Θαυμάσιος τρόπος ομολογίας!!! Θαυμάσια μέση λύσις! Εάν την είχον ανακαλύψη οι άγιοι Μάρτυρες και Ομολογηταί της πίστεώς μας, θα είχαν αποφύγη τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις, τις εξορίες και τον θάνατον! Αγαπητοί μας μην κοροϊδεύετε τους εαυτούς σας και αυτούς που σας ακούνε. Μην «παίζετε εν ου παικτοίς». Ή πιστεύετε ότι είναι αιρετικός ο Πατριάρχης και δεν πρέπει να τον μνημονεύετε, ή ότι δεν είναι και οφείλετε να τον μνημονεύετε κανονικά. Τα άλλα είναι εκ του πονηρού. Μην προσπαθείτε με πλάγιον τρόπον να κάνετε δήθεν και ομολογίαν και ν΄ αποφεύγετε τας συνεπείας της ομολογίας· «Μη πλανάσθε· Θεός ου μυκτηρίζεται». Δια το ότι επί Τουρκοκρατίας εμνημόνευον τον Σουλτάνον και έψαλναν και το πολυχρόνιόν του, αυτό δεν έχει καμμίαν σχέσιν με το μνημόσυνον του Πατριάρχου. Διότι ο μεν Σουλτάνος ήτο εις πολιτικός άρχων, μη έχων ουδεμίαν πνευματικήν σχέσιν με την Εκκλησίαν του Χριστού και τους πιστούς, ο δε Πατριάρχης, εάν είναι Ορθόδοξος, είναι πνευματικός πατήρ των πιστών και εκπρόσωπος της Εκκλησίας. Εάν βέβαια αυτοί που λέγουν αυτά τον θεωρούν ως Σουλτάνον, ας τον μνημονεύουν και ας ψάλλουν το πολυχρόνιόν του, με τον τρόπον και εις την θέσιν της Εκκλησιαστικής ακολουθίας, που επί Τουρκοκρατίας εμνημόνευον τον Σουλτάνον!


ΕΝΣΤΑΣΙΣ  Ε΄
Μερικοί άλλοι, πιο αφελείς Φιλοοικουμενισταί, θέλοντες να προβάλλουν ως παράδειγμα εκκλησιαστικής ευταξίας τους εαυτούς των, λέγουν: Ημείς εις το Ησυχαστήριόν μας δεν μνημονεύομεν τον Πατριάρχην, αλλά όταν βρισκόμεθα σε ναό που τον μνημονεύουν, ημείς λέγομεν εσωτερικά «μνήσθητι Κύριε πάσης Επισκοπής Ορθοδόξων, των ορθοτομούντων τον λόγον της Σης αληθείας». Αυτοί που λέγουν αυτά ομοιάζουν με τους προηγουμένους που προβάλλουν κάποιαν μέσην λύσιν. Τα όσα αναφέραμε δι΄ εκείνους αρμόζουν και δι΄ αυτούς. Πιθανόν οι ταύτα λέγοντες να καταφεύγουν εις την παλαιάν Ιησουϊτικήν μέθοδον της RESERVATIO MENTALIS (η εν τω νω επιφύλαξις!). Αφελή επιχειρήματα που χρησιμεύουν να εξαπατούν τους εαυτούς των και όσους τους δίδουν προσοχή. Δυστυχώς εκεί καταλήγουν όσοι δεν θέλουν να ίδουν την πραγματικήν αλήθειαν και να την ακολουθήσουν. Ο μέγας Ομολογητής Θεόδωρος ο Στουδίτης, κάτι τέτοιους τους αποκαλούσε «Νυκτερινούς θεοσεβείς μη δυναμένους εν φωτί παρρησιασθήναι» (Επιστολή ΛΑ΄ PG 99, 1009).


ΕΝΣΤΑΣΙΣ   ΣΤ΄

Δεν πρέπει, λέγουν να αποκαλούμε τους Οικουμενιστάς αιρετικούς, αλλά φιλοαιρετικούς, και ότι αυτά που κάνουν δεν τα πιστεύουν, αλλά κάνουν διαφόρους πολιτικούς ελιγμούς που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Εκκλησίας και του Έθνους. Οι Οικουμενισταί, αγαπητοί μας, δεν είναι απλώς αιρετικοί ή φιλοαιρετικοί, αλλά αλλόθρησκοι. Είναι όπως αναφέραμε συνιδρυταί της θρησκείας της «Νέας Εποχής», δια της οποίας λατρεύεται ο διάβολος. Είναι φορείς της φοβεράς αυτής πνευματικής νόσου, και σε μερικές περιπτώσεις ξεπερνούν εις τις εκδηλώσεις των και αυτούς τους προτεστάντας. Οι ίδιοι άλλωστε δυστυχείς αυτοί άνθρωποι, καυχώνται, ότι είναι ιδρυτικά μέλη του Π.Σ.Εκκλησιών. Ο καταστατικός χάρτης της Οικουμενικής κινήσεως είναι η εγκύκλιος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1920 της οποίας η εκκλησιολογική βάσις είναι η Προτεσταντική κακοδοξία «της θεωρίας των κλάδων», που σημαίνει ότι όλες οι χριστιανικές «εκκλησίες», κατέχουν μερικήν αλήθειαν, και μόνον αν ενωθούν όλες μαζί μπορούν να έχουν την αλήθειαν. Από το έτος 1971 και μετά, μέσα εις την «θεωρίαν των κλάδων» εισήλθον και οι αλλόθρησκοι, ως έχοντες αξιοσέβαστες πνευματικές παραδόσεις (!) και άρχισαν συμπροσευχές, διαλόγους και συνεργασίες. Την ίδιαν πανθρησκευτικήν πορείαν ακολουθεί και ο Παπισμός, ο οποίος αν και δεν είναι μέλος του Π.Σ. Ε. συνεργάζεται στενά και διοργανώνει πανθρησκειακές συναντήσεις τύπου Ασσίζης (επτά μέχρι τώρα από το 1981) με την συμμετοχήν βέβαια πάντοτε των «Ορθοδόξων Οικουμενιστών». Δια το ότι όλα αυτά που κάνουν είναι πολιτικές σκοπιμότητες και δεν τα πιστεύουν, ημείς δεν συμφωνούμεν. Πρώτα απ΄ όλα τι σχέσι μπορεί να έχουν οι ποιμένες της εκκλησίας μας με πολιτικές σκοπιμότητες; Και δεύτερον μέχρι που τέλος πάντων μπορούν να φθάσουν αυτές; Πότε η Εκκλησία μας ανεμίχθη με την πολιτικήν και βγήκε κερδισμένη;Δι΄ ημάς οι Οικουμενισταί είναι συνειδητά μέλη της νέας θρησκείας και προσπαθούν με κάθε τρόπο να διαδώσουν και να την επιβάλουν. Οι ίδιοι δεν το κρύβουν· όπου βρεθούν το διακηρύσσουν με τα λόγια τους και με τα έργα τους. Εξυπηρετούν βέβαια πολιτικές σκοπιμότητες, όχι όμως δια το καλόν της Εκκλησίας μας, αλλά δια την συντομώτερη επικράτηση του αντιχρίστου. Είναι διαβρωμένα άτομα, τα οποία συνειδητά ενεργούν δια την καταστροφήν της Εκκλησίας του Χριστού! Άρα όλα αυτά που λέγουν οι Φιλοοικουμενισταί είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις»!


ΕΝΣΤΑΣΙΣ   Ζ΄

Άλλο ένα επιχείρημα που προβάλλουν οι Φιλοοικουμενισταί είναι το πλήθος των ανθρώπων που ακολουθούν την δική τους γραμμήν λέγοντας: «Τόσοι Αρχιερείς, τόσοι Ιερείς, τόσοι Μοναχοί και λαϊκοί πεπαιδευμένοι και μη, δεν διακόπτουν πνευματικήν επικοινωνίαν με τους Οικουμενιστάς, όλοι αυτοί επλανήθησαν και μόνον εσείς οι ολίγοι είσθε με την αλήθεια;». Παλαιόν το σόφισμα, ανασκευασμένον και απογεγυμνωμένον υφ΄ όλων σχεδόν των αγίων Πατέρων μας και της Αγίας Γραφής. Το δυστύχημα δι΄ αυτούς που λέγουν όλα αυτά είναι ότι η αλήθεια δεν συμβαδίζει πάντοτε με τους πολλούς, αλλά πολλές φορές με τους ολίγους. Ο ίδιος ο Κύριός μας είπεν: «ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι δι΄ αυτής. Ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. ζ, 13-14). Και εις άλλο σημείον: «Πολλοί γαρ εισί κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί». Οι άγιοι πατέρες μας απαντούσαν ως εξής, όταν οι αιρετικοί προέβαλλον ως επιχείρημα το πλήθος που τους ακολουθούσε: «Πλήθει το ψεύδος κρατύνεις; Έδειξας του δεινού την επίτασιν(έντασιν, δυνάμωμα)· όσω γαρ πλείους εν τω κακώ τοσούτω μείζων η συμφωρά». «Εμοί πλήθος αιδέσιμον ου το χαίρον καινοτομία, αλλά το φυλάσσον πατρώαν κληρονομίαν»(άγ. Θεόδωρος  ο Στουδίτης PG 99, επιστολή 45). Σε άλλο σημείο λέγει: «Μη θώμεν σκάνδαλον της Εκκλησίας του Θεού, ήτις εστί και εν τρισίν Ορθοδόξοις οριζομένη κατά τους αγίους»(άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης PG  99, 1049B). Ο άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής έγραφε: «Ει και πάνυ ολίγοι εν τη Ορθοδοξία και ευσεβεία διαμένουσιν ούτοι εισίν Εκκλησία και το κύρος και η προστασία των εκκλησιαστικών θεσμών εν αυτοίς κείται». Ο καθηγητής Γ. Φλωρόφσκυ έγραφε: «Πολύ συχνά το μέτρον της αληθείας είναι η μαρτυρία της μειοψηφίας, είναι δυνατόν να είναι καθολική Εκκλησία το μικρόν ποίμνιον. Είναι δυνατόν να εξαπλωθούν οι αιρετικοί παντού και να καταλήξη η Εκκλησία στο περιθώριον της Ιστορίας, ή να αποσυρθή εις την έρημον. Αυτό συνέβη κατ΄ επανάληψιν εις την ιστορίαν και είναι πολύ πιθανόν να συμβή και πάλιν». Δεν αποτελούν λοιπόν οι πολλοί την Εκκλησίαν του Χριστού, αλλά οι την ορθήν και σωτήριον της πίστεως ομολογία φυλάσσοντες, όσοι ολίγοι και αν είναι.



ΕΝΣΤΑΣΙΣ   Η΄

Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, λέγουν, διέκοψε το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν του Πατριάρχου και του Βασιλέως, επειδή η γυναίκα που έλαβε ως σύζυγον ο βασιλεύς, μετά την αποπομπήν της πρώτης νομίμου γυναικός, ήτο εξαδέλφη του, και το εθεώρησε ως προσωπική προσβολή, διαφορετικά δεν θα το έκανε. Λυπηρόν το κατάντημα! Μέχρις εκεί έφθασαν οι Φιλοοικουμενισταί, να αμφιβάλλουν δια τα αγνά και ανιδιοτελή κίνητρα των αγίων Πατέρων μας. Αυτό βέβαια γίνεται επειδή ελέγχονται από την ζωήν και στάσιν των αγίων μας, δι΄ όσα αυτοί σήμερα πράττουν. Ειδικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, τους είναι πολύ αντιπαθείς, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους μειώσουν. Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, αγαπητοί μας, αυτός ο μέγας Ομολογητής και διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο πιστός τηρητής όλων των Πατρικών παραδόσεων δεν έκανε τίποτε νικώμενος από ανθρώπινες αδυναμίες. Μελετείστε με προσοχήν τις διάφορες επιστολές του και απολογίες και θα ιδήτε πως δικαιολογεί απόλυτα την στάσιν του εναντίον του Βασιλέως και του Πατριάρχου, δι΄ αυτόν τον παράνομον γάμον. Γράφει σχετικά ο βιογράφος του Μιχαήλ μοναχός: «Ταύτα ουν τα παράνομα διαγνούς… ηνιάτο, εδυσφόρει καθ΄ εαυτόν, την απάντων ομού επωδύρετο απώλειαν των τε νυν και των μετά ταύτα· εδεδίει γαρ εικότως μήπως εις νόμον τοις ανοήτοις η του κρατούντος αλογιστία παραδεχθείσα, ανίατον παραπέμψη ταις ύστερον γενεαίς το πρακτέον· δια τοι τούτο ου παρασιωπά του μη ελέγξαι το πήμα(συμφορά), αλλ΄ απορρήγνυσιν εαυτόν συν τω ιδίω Πατρί της εκείνων κοινωνίας»(PG  99, 253A). Με απλά λόγια ο άγιος εφοβείτο μήπως η παρανομία αυτή του Βασιλέως γίνη κακόν παράδειγμα και εις άλλους, δι΄ αυτό και δεν εσιώπησεν, αλλά ήλεγξε και τον Πατριάρχην που δεν ετιμώρησε τον Ιερέα που ετέλεσε τον παράνομον αυτόν γάμον, και τον Βασιλέα, διακόπτοντας κάθε επικοινωνία μαζί τους. Αυτοί ήταν οι άγιοί μας· έργω τε και λόγω εστηλίτευον την κάθε παρανομίαν και δεν έμενον μόνο σε απλές διαμαρτυρίες, ως κάνουν οι σημερινοί Φιλοοικουμενισταί.                                                            Εις την γενικήν κατάπτωσιν που ευρισκόμεθα σήμερον, μας φαίνεται αδιανόητον, πως, δια ένα παράνομον γάμον ό άγιος έφθασε εις το σημείον να διακόψη κάθε εκκλησιαστικήν κοινωνίαν με τον Πατριάρχην και Βασιλέαν. Που είναι αυτοί που ισχυρίζονται πως πρέπει να γίνη πρώτα σύνοδος να δικάση κάποιον παρανομούντα και μετά να διακόψωμεν το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν; Βέβαια αυτό που έκανε ο άγιος είχεν συνέπειες· φυλακίσεις, βασανιστήρια και εξορίες, τις οποίες ημείς δυστυχώς σήμερον δεν είμεθα διατιθεμένοι να υποστούμε, δι΄ αυτό και «ησυχάζουμε»!!! Ας ησυχάζομεν τουλάχιστον και ας μη συκοφαντούμε τους αγίους μας.



ΕΝΣΤΑΣΙΣ   Θ΄

Ερωτούν οι Φιλοοικουμενισταί και λέγουν: «Είμεθα ημείς ωσάν τον άγιον Μάξιμον τον Ομολογητήν ή τον άγ. Θεόδωρον τον Στουδίτην και τους άλλους αγίους δια να κάνουμε ό,τι έκαναν αυτοί;» Ναι αγαπητοί μας δεν είμεθα ημείς οι ευτελείς ωσάν τους αγίους μας και ποτέ δεν ισχυριστήκαμε κάτι τέτοιο, αλλά δεν πρέπει να κάνουμε υπακοή σε αυτούς; Σε ποίους τέλος πάντων θα υπακούωμεν;Εις τους Οικουμενιστάς που προσπαθούν με κάθε τρόπον να μας πείσουν πως η Ορθοδοξία είναι μία εκ των πολλών θρησκειών που σκοπόν έχει την βελτίωσιν του ανθρώπου; Ή εις τους αγίους μας που λέγουν να φεύγουμε μακρυά από τους αιρετικούς; Ημείς αν και ελάχιστοι, την επιλογήν μας την κάναμε. Υπακοή εις τους αγίους Πατέρας μας και απόλυτο σεβασμό εις την εκκλησιαστικήν μας παράδοσιν, και όχι σε σημερινούς ανθρώπους που διαστρέφουν την αλήθειαν. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει σχετικά με την περίπτωσιν αυτήν: «Αλλ΄ ουν τον λόγον του Θεού ουδείς οφείλει νοθεύειν δια την ιδίαν αμέλειαν, αλλ΄ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μη υπόδικοι γενόμενοι μετά της των εντολών παραβάσεως και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως». Ο δε άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέγει: «Ου μόνον ει βαθμώ τις και γνώσει προέχων έστω, οφείλει διαγωνίζεσθαι λαλών και διδάσκων τον της Ορθοδοξίας λόγον, αλλά και ει μαθητού τάξιν επέχων είη, χρεωστεί παρησιάζεσθαι και την αλήθειαν ελευθεροστομείν»(PG 99 1120G). Όπως κάνουμε προσπάθεια γενικά, να φυλάττουμε τις εντολές του Κυρίου μας και δεν λέγομεν ποίοι είμεθα ημείς να κάνουμε αυτά που μας προστάζει, έτσι και πολύ περισσότερον μάλιστα δια τα θέματα της πίστεώς μας πρέπει να κάνουμε υπακοή εις τους αγίους μας και να τους μιμούμεθα όσο το δυνατόν.



ΕΝΣΤΑΣΙΣ   Ι΄

Λέγουν οι Φιλοοικουμενισταί: «Ο Πατριάρχης ό,τι και αν λέγη και πράττη, δεν παύει να είναι σύμβολον ενότητος της Εκκλησίας, δι΄ αυτό δεν πρέπει να χωριζόμεθα από αυτόν, αλλά μόνον να διαμαρτυρώμεθα». Άλλα απατηλά επιχειρήματα και ταύτα, γεννήματα της νοσηράς διανοίας των. Σύμβολον ενότητος της Εκκλησίας του Θεού αγαπητοί μας, είναι ο κάθε Επίσκοπος ή Πατριάρχης όταν παραμένη πιστός τηρητής των Αποστολικών Παραδόσεων και δογμάτων, και ορθοτομή τον λόγον της Εκκλησίας, διαφορετικά γίνεται σύμβολον διαιρέσεως και σχισμάτων! Ως σύμβολον ενότητος της ψευδοεκκλησίας των έχουν και οι Παπικοί τον Πάπαν, αλλά όλοι οι αιρετικοί και αλλόθρησκοι έχουν κάποιον «Πατριάρχην» ως σύμβολον ενότητος. Τι βγαίνει με αυτό; απολύτως τίποτα! Δια δε το ότι δεν πρέπει να χωριζώμεθα, αλλά μόνον να διαμαρτυρώμεθα, επαναλαμβάνομεν ότι, χωρίς πρακτικήν αντίδρασιν διακοπής μνημοσύνου και επικοινωνίας τίποτε δεν γίνεται. Όπως η «πίστις άνευ έργων είναι νεκρά» κατά τον απόστολον Ιάκωβον (Ιάκ. Β΄ 17), έτσι και διαμαρτυρίες χωρίς πρακτικά μέτρα είναι νεκρές. Πόσες και πόσες διαμαρτυρίες δεν έγιναν μέχρι τώρα, αλλά ποιο το αποτέλεσμα; «Ούτε που ιδρώνει το αυτί τους», κατά την λαϊκήν έκφρασιν. Συνειδητώς οι Οικουμενισταί προχωρούν, με πρόγραμμα και συντονισμό, εις το καταστροφικόν έργον τους, που είναι η διάλυσις της Εκκλησίας του Χριστού και η δημιουργία της «εκκλησίας» του αντιχρίστου. Μην συμπράττετε και εσείς, ω Φιλοοικουμενισταί, με την στάσιν σας, εις την δημιουργίαν αυτής.


ΕΝΣΤΑΣΙΣ   ΙΑ΄

Αυτοί που διακόπτουν την επικοινωνίαν και το μνημόσυνον του κάθε Επισκόπου και Πατριάρχου, λέγουν, είναι αμόρφωτοι, εστερημένοι εκκλησιολογικής παιδείας και φανατικοί. Μπορεί, αγαπητοί μας, ημείς που διακόψαμε κάθε εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά των Οικουμενιστών να είμεθα οι περισσότεροι αμόρφωτοι και αμαθείς, αλλά δεν είμεθα προδόται της Ορθοδόξου πίστεώς μας. Μένουμε πιστοί εις όλα όσα παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρας μας, και δεν ακολουθούμε τον αλλότριον ποιμένα, καθ΄ ότι ουκ οίδαμε του αλλοτρίου την φωνήν, ως λέγει και ο Κύριός μας. Δεν γνωρίζουμε την φωνή του· μας είναι ξένη. Δεν χρειάζεται δε να έχη κανείς πολλήν κατά κόσμον μόρφωσιν δια να ιδή και να καταλάβη τι είναι οι Οικουμενισταί και που οδηγούν αυτούς που τους ακολουθούν. Η Ασσίζη, η Καμπέρα, η Ουψάλα, η Ρώμη, η Γενεύη, ο Λίβανος και άλλες πόλεις εις τις οποίες έγιναν τα συνέδριά των, καθώς και τα έργα και οι δηλώσεις των, καταμαρτυρούν τους σκοπούς και τις προθέσεις των. Φανατικοί δεν είμεθα, μάλιστα θα λέγαμε ότι είμεθα και πάρα πολύ χλιαροί. Που είναι εις ημάς οι αγώνες των αγίων Πατέρων μας υπέρ της κοινής παρακαταθήκης και κληρονομίας της Ορθοδόξου πίστεώς μας; Ημείς απλώς προσπαθούμε να κάνουμε μικράν υπακοήν εις τας Αποστολικάς παραγγελίας: «Παραγγέλλομεν δε υμίν αδελφοί—γράφει ο απόστολος Παύλος—εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παράδοσιν ην παρέλαβον παρ΄ ημών» (Θεσσ. Β΄ : γ,6). Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης ο Οεολόγος ταύτα λέγει: «Ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει (δηλαδή δεν διδάσκει την Ορθόδοξον πίστιν), μη λαμβάνητε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε· ο γαρ λέγων αυτώ χαίρειν κοινωνεί τοις έργοις αυτού τοις πονηροίς»(Ιωάν. Β΄ 10-11). Τίποτε περισσότερο δεν κάνουμε ημείς, από του να αποφεύγουμε όλους αυτούς που περιπατούν ατάκτως.                                                                                             Ας μη ξεχνούν δε και τούτο οι Φιλοοικουμενισταί, ότι, και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, οι απλοί και αμόρφωτοι άνθρωποι κατά πλειοψηφίαν το εδέχθησαν, ελάχιστοι δε οι κατά κόσμον σοφοί. Ιδού τι γράφει ο απόστολος Παύλος: «Βλέπετε αδελφοί την κλήσιν υμών, ότι ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί δυνατοί, ου πολλοί ευγενείς, αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά, και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση, όπως μη καυχήσητε πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού»(Α΄ Κορ. α:26-29).                                                                                                       Όσον δε δια την εκκλησιαστικήν παιδείαν, όση μας χρειάζεται, έχουμε. Ξέρουμε να σεβώμεθα, να αγαπούμε και να υπακούωμεν εις τους πνευματικούς μας ποιμένας και διδασκάλους, όταν φυλάττουν την άπαξ τοις αγίοις παραδοθείσαν πίστιν, και ξέρουμε πότε πρέπει ν΄ αποχωριζώμεθα εξ αυτών μετ΄ αλγούσης καρδίας, όταν αυτοί αθετώντας την αποκεκαλυμμένην αλήθειαν της πίστεώς μας, «λαλούν διεστραμμένα» κατά τον Απόστολον. Αι, τότε δεν τους ακολουθούμε, διότι δεν επιθυμούμε να γίνουμε οπαδοί τους και συνοδοιπόροι προς την αιωνίαν απώλειαν. Παραμένουμε εντός της Εκκλησίας μας, ως πιστά μέλη, η οποία ως «στύλος και εδραίωμα της αληθείας», παρέχει εις ημάς όλα τα μέσα δια την σωτηρίαν μας.




ΕΝΣΤΑΣΙΣ   ΙΒ΄
Πολλοί Φιλοοικουμενισταί λέγουν ότι, «ημείς δεν πρέπει να εξετάζωμεν τους Αρχιερείς, διδασκάλους γέροντας και πνευματικούς δι΄ όσα μας λέγουν, αλλά μόνον να υπακούωμεν εις πάντας με απλότητα», προτείνοντας το αποστολικόν εκείνο ρητόν «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε». Δυστυχώς το επιχείρημα αυτό, πολλούς ευαισθήτους εις τα θέματα της πίστεώς μας κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς τους καθησυχάζει, με την σκέψιν ότι κάνοντας υπακοήν εις τους πνευματικούς των πατέρας, δεν ευθύνονται δια την σημερινήν προδοσίαν. Μεγάλη όντως και θαυμαστή η αρετή της υπακοής, η οποία είναι έμπρακτος εφαρμογή της ταπεινώσεως, όταν βέβαια γίνεται με γνώσιν και διάκρισιν, εις Αρχιερείς γέροντας και πνευματικούς, που γνωρίζουν και σέβονται και φυλάττουν την όλην Εκκλησιαστικήν παράδοσιν και διδασκαλίαν της Εκκλησίας μας. Διαφορετικά δεν έχει κανένα νόημα η υπακοή. Γέροντες και πνευματικοί, υποτακτικοί και πνευματικά τέκνα, πορεύονται εις την απώλειαν! «Μήτι δύναται τυφλός τυφλόν οδηγείν; Ουχί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται;» λέγει ο Κύριός μας (Λουκ. 6, 39). Ας δούμε όμως τι έγραψαν και παρέδωσαν εις ημάς οι άγιοι Πατέρες μας. Μεταφέρουμε χωρία των αγίων, Βασιλείου, Χρυσοστόμου και Μελετίου του Ομολογητού, μεταφρασμένα από τον άγιον Νικόδημον.                                                                                    Μέγας Βασίλειος: «Πρέπει ο κήρυξ του λόγου, είτε διδάσκαλος είναι είτε Αρχιερεύς, με πολλήν σκέψιν και δοκιμήν πολλήν, και με σκοπόν ευάρεστον τω Θεώ να λέγη πάντα λόγον και να πράττη παν έργον, και καθόσον πρέπει να δοκιμάζεται δια τον λόγον ή δια το έργον και από τους υποτασσομένους». Και πάλιν: «Πρέπει οι ακροαταί, όσοι είναι πεπαιδευμένοι εις τας γραφάς, να δοκιμάζωσι με κρίσιν ορθήν όσα λέγουν οι Διδάσκαλοι· και όσα μεν είναι σύμφωνα με τας Γραφάς να τα δέχωνται, όσα δε είναι ασύμφωνα, να τα αποβάλλωσι· τους δε μένοντας εις τα τοιαύτα διδάγματα, να αποστρέφωνται περισσότερον». Και πάλιν: «Πρέπει πας λόγος και παν έργον να βεβαιώνεται με την μαρτυρίαν της Θεοπνεύστου Γραφής, δια να πληροφορούνται μεν οι καλοί, να εντρέπωνται δε οι πονηροί» (Όροι Ηθικοί).                                                                                Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το αποστολικόν ρητόν, «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε», γράφει σχετικά: «Κακόν μεν η αναρχία πανταχού, και πολλών υπόθεσις συμφορών και αρχή αταξίας και συγχύσεως· κακόν δε ουχ ήττον και η απείθεια των αρχομένων. Αλλ΄ ίσως ερεί τις ημίν, ότι έστι και τρίτον κακόν, όταν ο άρχων η κακός· Και εγώ γνωρίζω, ότι τούτο δεν είναι ολίγον κακόν αλλά, και πολύ χειρότερον, από του να μην έχη τις καθόλου άρχοντας· διότι καλλίτερον είναι να μη εξουσιάζεταί τις από κανένα, παρά να εξουσιάζεται από κακόν άρχοντα. Επειδή, όστις μεν δεν έχει άρχοντα εις την κεφαλήν, πολλές φορές σώζεται και πολλές φορές κινδυνεύει· όστις όμως έχει κακόν προεστώτα, εξ άπαντος θέλει κινδυνεύει, πίπτων εις βάραθρα και κρημνούς». Πως λοιπόν ο Παύλος λέγει, πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Η αιτία δια την οποίαν είπεν ο Παύλος τούτο είναι αυτή. Επειδή και παραπάνω είπε δια τους ηγουμένους ταύτα τα εγκώμια. Ήγουν, αυτών των ηγουμένων βλέποντες τα καλά αποτελέσματα της εναρέτου πολιτείας και συναναστροφής, μιμηθήτε τους εις την πίστιν· μετά τούτο, αφ΄ ου τους εσύστησεν ότι είναι ορθοί κατά πάντα, τότε είπε· πείθεσθε εις τους ηγουμένους και προεστώτας σας και υποτάσσεσθε εις αυτούς. Αλλά μου αποκρίνεσθε· αν είναι κακός και δεν πειθώμεθα, τι έχομεν να γίνωμεν; Κατά τι λέγεις ότι είναι κακός ο προεστώς σου; Ει μεν είναι σφαλερός περί την πίστιν, φύγε και παραίτησαί τον, όχι μόνον αν είναι άνθρωπος, αλλά καν άγγελος είναι από τον ουρανόν· ει δε και είναι σφαλερός εις την πολιτείαν και τα έργα του, μη περιεργάζεσαι… διότι από την πολιτείαν των και τα ήθη των κανένας δεν βλάπτεται· επειδή είναι φανερά εις όλους και επειδή ούτε αυτός ούτε ο διδάσκων, όσο πονηρός και αμαρτωλός αν είναι δεν ημπορεί ποτέ να διδάξη να κάμνουν οι άνθρωποι κακά. Αλλά η πίστις και τα πονηρά δόγματα όσα έχει, ούτε φανερά είναι εις όλους, αλλά ούτε και αυτός θέλει παύσει να διδάσκει· όθεν και η εντολή ην παρήγγειλεν ο Κύριος, δηλαδή, «το μη κρίνετε δια να μην κριθήτε, εις την ζωήν αποβλέπει και όχι εις τα της πίστεως δόγματα» (Λόγος 34).                                                                                                                                                           Ο δε μέγας Μελέτιος ο Ομολογητής λέγει σχετικά· «Μη υπακούετε ούτε εις μοναχούς, ούτε εις ιερείς, εις όσα κακώς σας συμβουλεύουσι· και τι λέγω εις μοναχούς και ιερείς; Ούτε εις τους επισκόπους να πείθεσθε, όταν σας συμβουλεύουν να κάμνετε και να λέγετε και να φρονήτε όσα δεν είναι ωφέλιμα εις την ψυχήν σας».                                                                                                                                 Αυτά και άλλα πολλά λέγουν οι άγιοι Πατέρες μας σχετικά με την υπακοήν· ας προσπαθήσουμε και ημείς να τους υπακούωμεν, αν θέλουμε να έχουμε μέρος μετ΄ αυτών.


ΕΝΣΤΑΣΙΣ   ΙΓ΄

Ημείς συνεχίζουν να λέγουν οι Φιλοοικουμενισταί ακολουθούμε τους μεγάλους Γέροντας της εποχής μας, που δεν διέκοψαν πνευματικήν σχέσιν με τους Οικουμενιστάς, αλλά εργάσθηκαν εντός της Εκκλησίας και εχαριτώθησαν από τον Κύριόν μας, ώστε να διενεργούνται δι΄ αυτών διάφορα θαύματα. Δι΄ ημάς αγαπητοί μας, κριτήριον αγιότητος κάθε ανθρώπου είναι ο ορθός βίος, συνοδευόμενος όμως μετά της ορθής πίστεως. Όσα θαύματα και αν κάνη κανείς, όταν δεν υπάρχη η ανωτέρω προϋπόθεσις, δεν δυνάμευα να τον δεχθούμε ως πρότυπον μιμήσεώς μας. «Πρέπει—γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος—εάν θέλουμε να ελευθερωθούμε από την γέενναν (του πυρός) και επιτύχουμε της βασιλείας (των Ουρανών), να στολιζώμεθα με τα ορθά δόγματα και με επιμέλειαν της ζωής μας». (Ομιλ. ιγ΄ εις την Γεν.). Ο δε Κύριός μας, λέγει εις το ιερόν Ευαγγέλιον: «Πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα· Κύριε Κύριε, ου τω Σω ονόματι επροφητεύσαμεν, και τω Σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω Σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; Και τότε ομολογήσω αυτοίς, ότι ουδέποτε έγνων υμάς. Αποχωρείτε απ΄ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν»(Ματθ. ζ, 22-23). Από τα λόγια αυτά του Κυρίου μας βλέπουμε πως θα υπάρξουν άνθρωποι, που εις το Όνομά Του θα κάνουν διάφορα θαύματα, αλλά θα εργάζονται την ανομίαν! Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος θέλοντας να προφυλάξη τους πιστούς της εποχής του από τους ψευδοδιδασκάλους έγραφε: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν προφητεύη, καν σημεία ποιή, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά, φθοράν προβάτων κατεργαζόμενος». Ακόμη και μετά θάνατον είναι δυνατόν, εις τάφους αμαρτωλών ανθρώπων να ενεργούνται θαύματα, ή δια την πίστιν των προσερχομένων ή και από διαβολικήν ενέργειαν, δια παραπλάνησιν των πιστών. Ο άγιος Μελέτιος ο Ομολογητής, γράφει σχετικά δια στίχων:                                                                                                                                            «Άλλη δε πάλιν άσωτος του βίου μεταστάσα,                                                                                   τον τάφον είχεν αυτουργόν τεράτων και σημείων·                                                                             και τούτο τέχνη του Σατάν ίνα νομοθετήση                                                                                     τους απλουστέρους απατών, μη βλάπτειν την πορνείαν…                                                                                      Αλλ΄ ουδ΄ εκείνον αγνοείς τον μοναχόν, ως οίμαι,                                                                                                            ος εν τω πάθει κοιμηθείς και παρά μοναζούσης,                                                                                  η τότε συνεφθείρετο παραδοθείς τω τάφω,                                                                                                              ως ύστερον εξήγγειλεν αυτή τω Πατριάρχη,                                                                                                 καινά μετά τον θάνατον ετέλεσε σημεία                                                                                                            δεικνύς τον τάφον αυτουργόν τεράτων και σημείων».                                                                                  

Διατί επιτρέπει ο Θεός, να γίνονται θαύματα πολλές φορές από αιρετικούς και αμαρτωλούς ανθρώπους, ακόμη και μετά θάνατον, δι΄ ημάς είναι άδηλον. Ημείς δεν πρέπει να παρασυρώμεθα από τέτοια φαινόμενα, χωρίς πρώτα να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά την χωήν και διδασκαλίαν των ανθρώπων αυτών. Ο αντίχριστος θα κάνη τέρατα και σημεία και θα προσπαθήση να πλανήση και τους εκλεκτούς. Δια τους φημιζόμενους «μεγάλους γέροντας» της εποχής μας, μπορούμε να ειπούμε, χωρίς καθόλου να τους αδικούμε, ότι δεν επήραν και δεν παίρνουν σαφήν και κατηγορηματικήν θέσιν εναντίον της Οικουμενιστικής κινήσεως. Βέβαια δεν ημπορεί κανείς να τους κατηγορήση ως Οικουμενιστάς, αλλά ημπορεί άνετα να τους κατηγορήση ως Φιλοοικουμενιστάς. Μιλούσαν και μιλούν πολλές φορές κατά του Οικουμενισμού, αλλά πρακτικά δεν έκαναν και δεν κάνουν τίποτα. Πολλές φορές μάλιστα που συνήντησαν υψηλά ισταμένους Οικουμενιστάς, έβαλον εδαφιαίες μετάνοιες ζητώντας την ευχήν των. Εις τα εκκλησιολογικά είχαν και έχουν και αυτοί την τελείως εσφαλμένην άποψιν, την εντός της Εκκλησίας των Οικουμενιστών παραμονήν όλων. Το μόνον ελαφρυντικόν που ίσως θα μπορούσε κανείς να δεχθή δι΄ αυτούς, είναι ότι ασχολούμενοι πολύ με την βελτίωσιν της προσωπικής των ζωής, και με τον πολύ κόσμον δεν είχαν και δεν έχουν χρόνον ν΄ ασχοληθούν προσωπικά και σοβαρά με την μεγάλην προδοσίαν της Εκκλησίας, που γίνεται επί των ημερών μας. Την άγνοιαν συγκαταβατικά την κρίνει και ο Κύριός μας. Ημείς τα μεν καλά τους έργα ας μιμούμεθα, την δε στάσιν τους απέναντι του Οικουμενισμού να την απορρίπτωμεν, ως απάδουσα εις την όλην Εκκλησιαστικήν Παράδοσιν. Έτσι και ημείς δεν κινδυνεύουμε να απωλεσθούμε ακολουθώντας τους αιρετικούς και την θέσιν αυτών δεν επιβαρύνουμε περισσότερο, με το να υιοθετούμε κάποια λάθη τους. Ως γνωστόν μερικοί άγιοι της Εκκλησίας μας έπεσαν έξω σε μερικά θέματα, και είπον κάτι διαφορετικό από ό,τι η Εκκλησία μας πρεσβεύει. Ποτέ όμως κανείς εχέφρων δεν διενοήθη να υποστηρίξη αυτές τις θέσεις και να λέγη ότι αυτό είπεν ο τάδε άγιος κ.λ.π. Όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και οι σοφώτεροι και αγιώτεροι πολλές φορές κάνουν λάθη. Το χάρισμα της αληθείας έχει μόνον η εν αγίω Πνεύματι αποφαινομένη Οικουμενική Σύνοδος.



ΕΝΣΤΑΣΙΣ   ΙΔ΄

Πολλοί κληρικοί και λαϊκοί Φιλοοικουμενισταί, μη έχοντες Πατερικές μαρτυρίες δια να στηρίξουν την στάσιν των, καταφεύγουν σε προσωπικές «πληροφορίες» λέγοντας: Κάναμε προσευχή και δεν πληροφορηθήκαμε ότι πρέπει να διακόψουμε την επικοινωνία και το μνημόσυνον των Οικουμενιστών. Άλλο και τούτο αφελές επιχείρημα· λες και τώρα αποκαλύφθηκε η πίστις μας και μας χρειάζεται ειδική πληροφορία εις το τι πρέπει να κάνουμε όταν αυτή προδίδεται. Και αν ημείς που διεκόψαμε κάθε πνευματική σχέσιν μετά των Οικουμενιστών, είπωμεν ότι μετά προσευχής λάβαμε πληροφορία, ότι είναι σωστόν και αρεστόν εις τον Κύριόν μας αυτό που κάνουμε, τι έχουν να είπουν; Διατί η δική τους πληροφορία να είναι αληθής και όχι η δική μας; Ποίον είναι το κριτήριον των πληροφοριών; Δεν αντιλαμβάνονται πως η προσωπική πληροφορία είναι κάτι το υποκειμενικό και δεν δύναται να σταθή ως επιχείρημα; Τι το επικαλούνται;                                                                                                     Ημείς μελετώντες τα πρακτικά των Οικουμενικών συνόδων, δεν ευρήκαμε κανένα από τους αγίους Πατέρας που ομιλούσαν να επικαλείται ιδίαν πληροφορίαν και να λέγη ότι, κατά την εμήν πληροφορίαν αυτό το θέμα που συζητούμε είναι έτσι και έτσι. Κανείς δεν είπε κάτι τέτοιο, αλλά όλοι τους επεκαλούντο Γραφικές και Πατερικές μαρτυρίες δια να αποδείξουν την αλήθειαν. Αλοίμονον, αν η Εκκλησία  μας δια τα θέματα της πίστεως, εστηρίζετο εις τις προσωπικές πληροφορίες του Α ή του Β πιστού. Ας μελετήσουμε την Αγίαν Γραφήν, τους ιερούς Κανόνας και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων μας και από εκεί θα μάθουμε ποία πρέπει να είναι η στάσις μας έναντι των αιρετικών και αλλοθρήσκων.



ΕΝΣΤΑΣΙΣ   ΙΕ΄

Οι Φιλοοικουμενισταί, αποτρέπουν τους υποτακτικούς και τα πνευματικά των τέκνα να διαβάζουν το ιερόν Πηδάλιον, λέγοντας ότι, το βιβλίον αυτό είναι μόνον δια τους Επισκόπους και πνευματικούς και όχι δια τους μοναχούς και λαϊκούς. Το τονίζουν αυτό κατά κόρον, δυστυχώς, οι άνθρωποι αυτοί, με αποτέλεσμα να υστερούν από πολλούς ανθρώπους την γνώσιν των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας. Την απάντησιν, αν πρέπει να διαβάζουν το ιερόν Πηδάλιον ή όχι, όλοι ανεξαιρέτως οι χριστιανοί κληρικοί και λαϊκοί, μας την δίδει ο ίδιος ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, που με πολλούς κόπους έγραψε αυτό το βιβλίον. Ας τον ακούσωμεν: «Επιστράφου λοιπόν Ιακώβ, και επιλαβού αυτής». Επιστράφητε Πατριάρχαι, Αρχιερείς, Ιερείς Κληρικοί και Μοναχοί, και λοιποί άπαντες πνευματικοί πατέρες και εν Χριστώ αδελφοί, και επιλάβεσθε της Βίβλου ταύτης με τα δύο χέρια σας. «Πορεύεσθε προς την λάμψιν του φωτός αυτής ίνα φωτισθήτε φωτισμόν γνώσεως αιώνιον» …Προθήτω δε και τα εξής του Βαρούχ· «Μακάριοι εσμέν Ισραήλ, ότι τα αρεστά τω Θεώ ημίν γνωστά εστί» Μακάριοι εστέ χριστιανοί αδελφοί, ότι δια της βίβλου ταύτης ηξιώθητε να γνωρίσητε τα ευάρεστα τω Θεώ Πατρικά και συνοδικά παραγγέλματα  …Δέξασθε λοιπόν υπτίαις χερσί την πολυωφελή και μεγαλοφελή ταύτην Βίβλον, και την ευθύς μετά τας αγίας Γραφάς, αναγκαίαν ταύτην γραφήν, άπασαι αι του Χριστού Εκκλησίαι δέξασθε. Ο λαός ο αμαθής και νήπιος, ο πριν εν σκότει της αγνωσίας των Ιερών Κανόνων καθήμενος, ίδε το μέγα τούτο της επιγνώσεως και φωτίσθητι…»(Πρόλογος Ιερού Πηδαλίου).   Και ο μακαρίας μνήμης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος Ζ΄, με το σκεπτικόν της κοινής ωφελείας όλων των πιστών χριστιανών ενέκρινε δια της πατριαρχικής του υπογραφής και εσύστησε την υπέροχον ταύτην Βίβλον. Βλέπουμε λοιπόν πως και ο συγγραφεύς του Ιερού Πηδαλίου και ο Πατριάρχης Νεόφυτος ο Ζ΄ όστις συνοδικώς ενέκρινε αυτό, ένα και μοναδικόν σκοπόν είχον· το πώς θα γίνουν γνωστοί οι ιεροί Κανόνες εις τους απλούς χριστιανούς, κληρικούς και λαϊκούς. Διατί άραγε οι Φιλοοικουμενισταί δεν επιτρέπουν εις τα πνευματικά των τέκνα να μελετούν την ιεράν ταύτην Βίβλον, ενώ θα έπρεπε να τους το επιβάλλουν; Διότι, όπως πρέπει να μελετούμε την αγίαν μας Γραφήν «ημέραν και νύκτα», έτσι να μελετούμε και τους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, που είναι η γνησία Ιερά Παράδοσις Αυτής. Διατί, λοιπόν, θέλουν να κρατούν τους υποτασσομένους εις αυτούς, εις το σκότος της αγνωσίας; Δι΄ ημάς μία απάντησις υπάρχει· δια να μην τους ελέγχουν, όταν αυτοί τους παραβαίνουν. Ένας πνευματικός Πατήρ που προσπαθεί όσον το δυνατόν να τηρή τους ιερούς Κανόνας, ασφαλώς δεν έχει κανέναν λόγον να εμποδίζη κάποιον που θέλει να τους διαβάζη. Ημείς φρονούμεν πως σήμερα που υπάρχει τόση μεγάλη πνευματική κατάπτωσις είναι απαραίτητον και επιβεβλημένον να διαβάζεται καθημερινώς και το ιερόν Πηδάλιον της Εκκλησίας μας.



ΕΝΣΤΑΣΙΣ   ΙΣΤ΄

Το Πατριαρχείον, διατείνονται οι Φιλοοικουμενισταί, βρίσκεται σήμερα σε πολύ δύσκολη θέση, δι΄ αυτό δεν πρέπει ημείς να καταφερώμεθα εναντίον του και ν΄ αποκοπτώμεθα εξ αυτού. «Κάλαμον τεθλασμένον ου συντρίψει και λίνον καπνιζόμενον ου σβέσει», λέγει η Γραφή. Να λοιπόν που οι Φιλοοικουμενισταί, βρήκαν και αγιογραφικόν χωρίον, δια να στηρίξουν την πλάνην τους! Ας εξετάσουμε όμως να ιδούμε αν το χωρίον αυτό έχη σχέσι με αυτά που θέλουν να υποστηρίξουν. Το χωρίον αυτό είναι του προφήτου Ησαϊου (μβ, 3), και αναφέρεται εις τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Το παρέθεσεν ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (Ματθ. ιβ : 16,20), μετά από περιγραφήν πολλών θαυμάτων του Κυρίου μας. «Και ηκολούθησαν αυτώ όχλοι πολλοί, γράφει ο Ευαγγελιστής, και εθεράπευσεν αυτούς πάντας, και επετίμησεν αυτοίς ίνα μη φανερόν ποιήσωσιν αυτόν, όπως πληρωθή το ρηθέν δια Ησαϊου του προφήτου λέγοντος: Ιδού ο παις μου, ον ηρέτισα ο αγαπητός μου, εις ον ευδόκησεν η ψυχή μου· θήσω το πνεύμα μου επ΄ αυτόν και κρίσιν τοις έθνεσι απαγγελεί· ουκ ερίσει ουδέ κραυγάσει, ουδέ ακούσει τις εν ταις πλατείαις την φωνήν αυτού. Κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει, και λίνον τυφόμενον, ου σβέσει, έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν και τω ονόματι αυτού έθνη ελπιούσι». Δηλαδή με λίγα λόγια ο Προφήτης λέγει, ότι ο Χριστός, ανθρώπους τσακισμένους από τας πικρίας της ζωής και το βάρος της αμαρτίας, που κινδυνεύουν να χάσουν κάθε ελπίδα σωτηρίας των, όχι μόνον δεν θα τους απογοητεύση, αλλά θα τους ενθαρρύνη να δεχθούν τον νόμον και την σωτηρίαν που τους δίδει και θα εξέλθουν νικηταί. Βλέπουμε λοιπόν ότι το χωρίον αυτό, και ο προφήτης Ησαϊας και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, το επεκαλέσθηκαν δια να μας φανερώσουν πόσον «πράος και ταπεινός τη καρδία» και συγκαταβατικός ήταν—και είναι—ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, εις ανθρώπους που υποφέρουν από διάφορες ασθένειες σωματικές, και όχι εις αυτούς που διαστρέφουν την Ορθόδοξον πίστιν, αυτήν την αλήθεια του Ευαγγελίου! Αυτός ο πράος και γλυκύς μας Ιησούς, όταν ωμιλούσε δια το μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, και μερικοί αντιδρώντες στους λόγους Του έφυγαν λέγοντες: «σκληρός εστίν ο λόγος· τις δύναται αυτού ακούειν», δεν έκανε καμμίαν συγκατάβασιν. Λαβών δε αφορμήν από την αποχώρησιν εκείνων είπεν εις τους δώδεκα μαθητάς Του, «μη και ημείς θέλετε υπάγειν;» (Ιωαν. Στ,67). Εις άλλην περίπτωσιν ο Κύριός μας εχρησιμοποίησε φραγγέλιον, «και εξέβαλεν πάντας εκ του ιερού, και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέτρεψε» (Ιωαν. Β,15). Την ιδίαν στάσιν έναντι των αιρετικών ετήρησαν οι άγιοι απόστολοι και όλοι οι Πατέρες μας. Θα πρέπει να καταλάβετε, αγαπητοί μας, ότι άλλο πράγμα είναι οι προσωπικές αδυναμίες και τα πάθη του κάθε ανθρώπου, εις τα οποία πρέπει να δεικνύωμεν συγκατάβασιν και κατανόησιν, και άλλο η αιρετική διδασκαλία. Εις τους αιρετικούς δεν δύναται να υπάρξη καμμία επιείκεια, εφ΄ όσον παραμένουν εις την πλάνην τους. «αιρετικόν άνθρωπο μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού», παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος εις τον μαθητήν του απόστολον Τίτον (γ, 10). Ο δε μαθητής της αγάπης Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει εις την δευτέραν καθολικήν του επιστολήν: «ει τις έρχεται προς υμάς και ταύτην την διδαχήν (ορθήν διδασκαλίαν) ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν, και χαίρειν αυτώ μη λέγετε». Οι άγιοι Πατέρες μας δια των Οικουμενικών Συνόδων αναθεμάτισαν όλους τους αιρετικούς. Ούτε μέσα εις τον Ναόν Ορθοδόξων δεν επιτρέπουν να εισέρχωνται οι αιρετικοί, εάν επιμένουν εις την αίρεσίν των (ΣΤ΄ Κανών Λαοδικείας). Αυτήν την στάσιν ας τηρήσουμε και ημείς, αν θέλουμε να είμεθα τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των αγίων μας.





ΕΝΣΤΑΣΙΣ    ΙΖ΄


Όλοι αυτοί, λέγουν οι Φιλοοικουμενισταί, που διέκοψαν το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν με τους οικουμενιστάς, είναι άνθρωποι ταραχοποιοί, εστερημένοι αγάπης και ταπεινώσεως. Αυτά και άλλα περισσότερα λέγουν οι άνθρωποι, δια να δυσφημίσουν αυτούς που σηκώνουν τον Σταυρόν της Ομολογίας. Και τι να είπουν; Αφού δεν έχουν Γραφικές και Πατερικές μαρτυρίες δια να στηρίξουν την θέσιν των, καταφεύγουν σε ύβρεις, και συκοφαντίες. Βέβαια αυτό δεν είναι κάτι νέον. Όλοι οι αιρετικοί με παρομοίας μεθόδους προσπαθούσαν να πλήξουν τους Ορθοδόξους. Πολλές φορές, όταν είχαν τα μέσα, χρησιμοποιούσαν και την βίαν. Αλλά και σήμερα, όταν υπάρχει συνδρομή της κρατικής εξουσίας, αυτό γίνεται. Παράδειγμα, ο βάναυσος τρόπος που εξεδίωξαν από την Σκήτην του Προφήτου Ηλιού εις το Άγιον Όρος, τους εκεί μοναχούς (6 Μαϊου 1992). Μας κατηγορούν, λοιπόν, ως εστερημένους αγάπης, υπερηφάνους και ταραχοποιούς. Ναι, δεν αρνούμεθα αγαπητοί μας, ότι υστερούμεν κατά πολύ, και δεν έχουμε φθάσει εις τα μέτρα των μεγάλων αυτών αρετών, αλλά προσπαθούμε με την χάριν του Θεού, αναλογιζόμενοι την ευτέλειάν μας να αγαπήσωμεν πρώτον τον Δημιουργόν και Πλάστην μας και κατόπιν όλους τους ανθρώπους ως εικόνας του Θεού. Διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι άνευ ταπεινώσεως και αγάπης δεν δυνάμεθα να έχουμε ουδεμίαν σχέσιν με τον Κύριόν μας. Ποίος δεν γνωρίζει τον υπέροχον ύμνον προς την αγάπην του αποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. ιγ: 1-13); Καθώς και όσα δι΄ αυτήν έγραψεν ο μαθητής της αγάπης Ιωάννης ο Θεολόγος, αλλά και όλοι οι άγιοί μας; Ή ποίος δεν γνωρίζει τα όσα έχουν γραφεί δια την υψοποιόν ταπείνωσιν, η οποία κατά τους αγίους Πατέρας μας είναι ο θρόνος της αγάπης και όλων των άλλων αρετών; Εις την προκειμένην περίπτωσιν τα πράγματα αλλάζουν. Αυτοί οι ίδιοι οι άγιοί μας που εξύμνησαν τόσον την αγάπην και ταπείνωσιν και ησυχίαν, μας εδίδαξαν «να φεύγωμεν τους αιρετικούς ως φεύγει τις από όφεως». Μετεχειρίσθησαν δε και γλώσσαν πολύ βαρείαν εναντίον των, αποκαλέσαντες αυτούς : ληστάς, δολίους, πανούργους, λυσσώντας και μαινομένους, όφεις δηλητηριώδεις, εναγείς και αλάστορας, κύνας, λύκους βαρείς, αναιδείς, αντιχρίστους κ.λ.π. Επίσης μας εδίδαξαν να μην υπακούωμεν εις αυτούς «όταν τι εναντίον τη του Χριστού εντολή παραφθείρον ή μολύνον αυτήν εταχθώμεν παρά τινος, καιρός ειπείν τότε πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Μέγας Βασίλειος, Λογ. Ασκητ. Α΄ Πατερ. Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσ. 1973 τομ. 8, σελ 125). Ακόμη δε μας εδίδαξαν να μην σιωπώμεν και ησυχάζωμεν όταν η πίστις κινδυνεύει· «εντολή Κυρίου μη σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως» (άγ. Θεόδωρος Στουδίτης, PG  99  1321), διότι κατά τον ίδιον: «έργον μοναχού (εστίν) μηδέ το τυχόν ανέχεσθαι καινοτομείσθαι το Ευαγγέλιον». Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε δια τους μοναχούς της εποχής του: «τούτο ου φέρουσιν επιεικείς είναι, Θεόν προδιδόναι δια της ησυχίας, αλλά και λίαν εισιν ενταύθα πολεμικοί τε και δύσμαχοι (ακαταμάχητοι), τοιούτον γαρ η του ζήλου θερμότης…». Ο δε άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει: «εάν όμως ο λόγος και η υπόθεσις είναι περί πίστεως και παραδόσεων της Εκκλησίας μας τότε και ο πλέον ειρηνικός και ήσυχος πρέπει να πολεμή υπέρ αυτών» (Αόρατος Πόλεμος, μέρος Β΄ κεφ. Ιθ σημ. Ι). Είναι τόσες οι αγιογραφικές και Πατερικές μαρτυρίες, που αναφέρουν ότι δεν πρέπει να υπακούωμεν εις όσους μας προστάσσουν κάτι που είναι εναντίον της εντολής του Θεού, καθώς και να μη σιωπούμεν και ησυχάζωμεν όταν η πίστις κινδυνεύει, που θα εχρειάζετο ολόκληρος τόμος να τις παραθέση κανείς όλες. Δεν ιστερείται λοιπόν αγάπης και ταπεινώσεως, ως και ησυχαστικής και ειρηνικής διαθέσεως, αυτός ο οποίος διακόπτει το μνημόσυνον και την επικοινωνίαν του κηρύττοντος αίρεσιν ή κακοδοξίαν Επισκόπου, Μητροπολίτου και Πατριάρχου, και με Θείον ζήλον αναλαμβάνει την υπεράσπισιν της Ορθοδοξίας. Όλοι οι απ΄ αιώνος άγιοί μας αυτό έκαναν και όσοι θέλουν να λέγωνται Ορθόδοξοι χριστιανοί αυτό πρέπει να κάνουν. Ξέρουν οι ευσεβείς χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί πότε πρέπει να αγαπούν και πότε να «μισούν», κατά το ψαλμικόν, «εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων και μετά ασεβών ου μη καθίσω» (Ψαλμ. κε,5) και «ουχί τους μισούντας σε Κύριε εμίσησα; Τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς και εις εχθρούς εγένοντό μοι»(Ψαλμ. ρθλ: 21). Ξέρουν πότε να ταπεινώνωνται και να καυχώνται κατά τον απόστολον, «ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω» και ξέρουν πότε να υπακούουν και πότε να παρακούουν. «Προσέχετε από των ψευδοπροφητών» λέγει ο Κύριός μας. Ξέρουν ότι πρώτα από όλα, και πάνω από όλα, πρέπει να αγαπούν, τον Θεόν και να υπακούουν εις Αυτόν φυλάττοντες τας θείας Αυτού εντολάς, δεικνύοντες έτσι την πραγματικήν αγάπην εις Αυτόν: «εάν αγαπάτε με τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε»(Ιωάν. ιδ, 15). Ξέρουν φυλάττοντες την εντολήν του Κυρίου μας, να αγαπούν ως τους εαυτούς των και τους πλησίον τους, και εμπράκτως να βοηθούν αυτούς όταν έχουν ανάγκην, ανεξαρτήτως φυλής, εθνότητος, χρώματος και θρησκείας, προσπαθώντας συνάμα με την βοήθειαν του Θεού, και με το χριστιανικόν τους παράδειγμα να τους κάμουν να γνωρίσουν τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν τον μόνον αληθινόν Θεόν και την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του. Ξέρουν ακόμη και πάλιν φυλάττοντες τις θείες εντολές να σέβωνται και να τιμούν τους πολιτικούς άρχοντας, πειθαρχούντες εις τους νόμους της πολιτείας, που δεν είναι εναντίον των εντολών του Θεού, καθώς και εις όλους τους πνευματικούς πατέρας και ποιμένας της Εκκλησίας μας, όταν και αυτοί παραμένουν πιστοί εις την παραδεδομένην αλήθειαν. Γνωρίζουν να διακρίνουν το καλόν από το κακόν, το φως από το σκότος, την αλήθειαν από το ψεύδος, την Ορθοδοξίαν από την αίρεσιν, την απάτην, και την πλάνην, τους αληθείς ποιμένας και διδασκάλους από τους λαλούντας διεστραμμένα. Γνωρίζουν να ξεχωρίζουν τις προσωπικές και ανθρώπινες αδυναμίες των πνευματικών τους Πατέρων και δεν χωρίζονται εξ αιτίας αυτών, όπως κάνουν ένεκα των αιρετικών δοξασιών και πλανών τους, που υποχρεωτικά και με πόνο ψυχής διακόπτουν κάθε εκκλησιαστικήν επικοινωνία μαζί των, προφυλάσσοντας εαυτούς και όλην την Εκκλησίαν από τον όλεθρον των αιρέσεων και σχισμάτων. Δεν υστερούνται, λοιπόν αγάπης και ταπεινώσεως ως κατηγορούνται, αλλά αγαπούν τους ανθρώπους και ταπεινά προσεύχονται ίνα πάντες γνωρίσουν τον αληθινόν Θεόν, διότι η αγάπη δεν επιθυμεί να κολασθή κανείς αιωνίως. Μείζων πάντων των αρετών εστίν η διάκρισις, είπον οι άγιοι Πατέρες μας. Αυτήν την μεγάλην αρετήν της διακρίσεως, που είναι χάρισμα του Παναγίου Πνεύματος, αποκτούν όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί κληρικοί και λαϊκοί, που αγαπούν πραγματικά τον Θεόν και με ταπεινήν καρδίαν δέχονται όλες τις Θείες εντολές Του άνευ εξετάσεως και επικρίσεως, καθώς και όλα όσα μας παρέδωσεν η αγία μας Εκκλησία η οποία είναι : «στύλος και εδραίωμα της αληθείας». Με ιδικόν μας θέλημα και φρόνημα, δεν είναι ποτέ δυνατόν να αποκτήσουμε αυτήν την μεγάλην αρετήν.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Προσπαθήσαμε χάριτι Θεού να απαντήσουμε σε μερικές ενστάσεις των Φιλοοικουμενιστών, κατά των σημερινών Ομολογητών της Ορθοδόξου πίστεως. Αυτό δεν έγινε από κάποια διάθεση εριστικότητος, ή δια να διαφωτίσουμε αυτούς που λέγουν αυτά, διότι λίγο πολύ γνωρίζουν την αλήθειαν· αλλά δι΄ αυτούς που ενώ έχουν μέσα κάποιον ζήλον εις τα της πίστεώς μας, παρασύρονται από τα αφελή ταύτα επιχειρήματα, και παραμένουν μέσα εις τον πνευματικόν αυτόν όλεθρον του Οικουμενισμού. Είναι λυπηρόν αυτό που γίνεται από τους Φιλοοικουμενιστάς, που προσπαθούν με κάθε τρόπον να εμποδίσουν κάθε καλοπροαίρετον να εξέλθη εκ μέσου αυτών και να ενταχθή εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Αληθείας. Δεν τους επιτρέπουν να διαβάζουν διάφορα αντιοικουμενιστικά περιοδικά και να συνομιλούν με σημερινούς Ομολογητάς, δια να μη μαθαίνουν τα κατορθώματα και τις αθλιότητες των Οικουμενιστών και αντιδρούν. Επιθυμούν πάση θυσία να κρατούν τους ακολουθούντας αυτούς, εις το σκότος της αγνοίας, και να τους κατευθύνουν όπως θέλουν. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που προβάλλουν και διαδίδουν τόσα και τόσα ασυνάρτητα ψεύδη, και αφελή επιχειρήματα. Έτσι εξηγείται και το ερώτημα που αυθόρμητα γεννάται: Μα είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι, που πολλοί εξ αυτών και κατά κόσμον μόρφωσιν έχουν και φήμη μεγάλων γεροντάδων, να λένε τέτοια πράγματα; Και όμως είναι δυνατόν! Αφού υπάρχει η σκοπιμότης όλα γίνονται…                                                         Αλλά, ω σεις Οικουμενισταί και Φιλοοικουμενισταί, ό,τι και αν κάνετε, ό,τι και αν γράψετε, ό,τι και αν ειπήτε, δεν θα μπορέσετε ποτέ να καταλύσετε το έργον του Θεού που είναι η Εκκλησία Του. Πέρασαν τόσοι και τόσοι αιμοσταγείς αυτοκράτορες και τύραννοι, οι οποίοι με κάθε τρόπον την επολέμησαν, αλλά δεν ημπόρεσαν να την εξαφανίσουν. Πέρασαν τόσοι και τόσοι αιρετικοί που με μανίαν προσπάθησαν να διαστρέψουν την αποκεκαλυμμένην αλήθειαν του Ευαγγελίου, αλλά δεν κατάφεραν, αι πύλαι αυταί του Άδου να κατισχύσουσιν Αυτής. Το ίδιο θα συμβή και με εσάς. Μην ματαιοπονείτε λοιπόν διότι, «σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν». Πάντοτε θα υπάρχουν οι «αληθινοί προσκυνηταί» οι οποίοι «εν οσιότητι και δικαιοσύνη», και «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν. δ, 23-24) θα προσκυνούν τον Θεόν. Το μόνον που σας μένει είναι να επανέλθετε με ταπείνωσιν εις την σώζουσαν αλήθειαν της Εκκλησίας, από την οποίαν δυστυχώς εξήλθατε.
Αμήν.

Ιερομόναχος  Χρύσανθος
Καψάλα    Τ.Θ. 54
63086  Καρυαί
Άγιον Όρος.

Πηγή :  http://krufo-sxoleio.blogspot.ca/

Δεν υπάρχουν σχόλια: