Καλό και Ευλογημένο το 2013!


Χρόνια Πολλά Καλά και Ευλογημένα!!! 

Σήμερα, την πρώτη του νέου έτους,
 
καλούμεθα όλοι μας, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να κάνουμε, με θάρρος και εντιμότητα,
  τον πνευματικό μας απολογισμό, να θεραπεύσουμε τα μικρότερα ή μεγαλύτερα ελλείμματά μας,  διά της ειλικρινούς μετανοίας και, με τον Θείον φωτισμόν, να ιεραρχήσουμε προς το πραγματικό μας  συμφέρον τις προτεραιότητές μας σ' αυτή τη ζωή, επιζητούντες, με λόγους καρδιακής πίστεως και έργα μετανοίας, πρώτον «την Βασιλείαν το Θεού και την Δικαιοσύνην Του», με την βεβαίαν ελπίδα ότι  και όλα τα άλλα, τα οποία ως άνθρωποι έχουμε ανάγκη, θα μάς προσφερθούν με αυτάρκειαν από τη φιλόστοργη πρόνοια του Θεού. 

Φώτης Κόντογλου - Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!


O Ἅγιος Βασίλης, σὰν περάσανε τὰ Χριστούγεννα, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ γύρισε σ᾿ ὅλα τὰ χωριά, νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τόνε γιορτάσει μὲ καθαρὴ καρδιά. Πέρασε ἀπὸ λογιῶν-λογιῶν πολιτεῖες κι ἀπὸ κεφαλοχώρια, μὰ σ᾿ ὅποια πόρτα κι ἂν χτύπησε δὲν τ᾿ ἀνοίξανε, ἐπειδὴ τὸν πήρανε γιὰ διακονιάρη. Κ᾿ ἔφευγε πικραμένος, γιατὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ ἔνοιωθε τὸ πόσο θὰ πονοῦσε ἡ καρδιὰ κανενὸς φτωχοῦ ἀπὸ τὴν ἀπονιὰ ποὺ τοῦ δείξανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.
Μιὰ μέρα ἔφευγε ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἄσπλαχνο χωριό, καὶ πέρασε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, κ᾿ εἶδε τὰ κιβούρια πὼς ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες,καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια. Σὰν ἅγιος ποὺ εἴτανε ἄκουσε πὼς μιλούσανε οἱ πεθαμένοι καὶ λέγανε: «Τὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε στὸν ἀπάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι ἀφήσαμε πίσω μας παιδιὰ κ᾿ ἐγγόνια νὰ μᾶς ἀνάβουνε κανένα κερί, νὰ μᾶς καίγουνε λίγο λιβάνι μὰ δὲν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπᾶ στὸ κεφάλι μας νὰ μᾶς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρὰ σὰν νὰ μὴν ἀφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.
*
* *
Παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Ὁ παγωμένος ἀγέρας βογκοῦσε ἀνάμεσα στὰ χαμόδεντρα καὶ στὰ βράχια, ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εἶδε μπροστά του μιὰ ραχούλα, κι ἀπὸ κάτω της εἴτανε μιὰ στρούγκα τρυπωμένη. Ὁ ἅγιος Βασίλης μπῆκε στὴ στάνη καὶ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του τὴν πόρτα τῆς καλύβας καὶ φώναξε: «Ἐλεῆστε με, τὸν φτωχό, γιὰ τὴν ψυχὴ τῶν ἀποθαμένων σας κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!». Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ χυθήκανε ἀπάνω του, μὰ σὰν πήγανε κοντά του καὶ τὸν μυριστήκανε, πιάσανε καὶ κουνούσανε τὶς οὐρές τους καὶ πλαγιάζανε στὰ ποδάρια του καὶ γρούζανε παρακαλεστικὰ καὶ χαρούμενα. Ἀπάνω σ᾿ αὐτά, ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ βγῆκε ἕνας τσοπάνης, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν παλληκάρι, μὲ μαῦρα στριφτὰ γένεια, ὁ Γιάννης ὁ Μπαρμπάκος, ἄνθρωπος ἀθῶος κι ἀπελέκητος, προβατάνθρωπος, καὶ πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε, εἶπε: «Ἔλα, ἔλα μέσα. Καλὴ μέρα, καλὴ χρονιά!».
Μέσα στὸ καλύβι ἔφεγγε ἕνα λυχνάρι, κρεμασμένο ἀπὸ πάνω ἀπὸ μία κούνια, ποὺ εἴτανε δεμένη σὲ δυὸ παλούκια. Δίπλα στὸ τζάκι εἴτανε τὰ στρωσίδια τους καὶ κοιμότανε ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη. αὐτός, σὰν ἐμπῆκε μέσα ὁ ἅγιος Βασίλης, κ᾿ εἶδε πὼς εἴτανε γέρος σεβάσμιος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνεσπάσθηκε κ᾿ εἶπε: «Νά ῾χω τὴν εὐχή σου, γέροντα», καὶ τό ῾λεγε σὰν νὰ τὸν γνώριζε κι ἀπὸ πρωτύτερα, σὰ νά ῾τανε πατέρας του. Καὶ κεῖνος τοῦ εἶπε: «Βλογημένος νά ῾σαι, ἐσὺ κι ὅλο τὸ σπιτικό σου, καὶ τὰ πρόβατά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νά ῾ναι ἀπάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ ἡ γυναίκα καὶ πῆγε καὶ προσκύνησε καὶ κείνη τὸν γέροντα καὶ φίλησε τὸ χέρι του καὶ τὴ βλόγησε. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἴτανε σὰν καλόγερος ζητιάνος, μὲ μιὰ σκούφια παλιὰ στὸ κεφάλί του, καὶ τὰ ράσα του εἴτανε τριμμένα καὶ μπαλωμένα καὶ τὰ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εἶχε κ᾿ ἕνα παλιοτάγαρο ἀδειανό. Ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι. Καὶ παρευθύς, φεγγοβόλησε τὸ καλύβι καὶ φάνηκε σὰν παλάτι. Καὶ φανήκανε τὰ δοκάρια, σὰ νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ οἱ πητιὲς ποὺ εἴτανε κρεμασμένες φανήκανε σὰν καντήλια, κ᾿ οἱ καρδάρες καὶ τὰ τυροβόλια καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, γινήκανε σὰν ἀσημένια, καὶ σὰν πλουμισμένα μὲ διαμαντόπετρες φανήκανε, καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ φτωχὰ τὰ πράγματα πού ῾χε μέσα στὸ καλύβι του ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὸ τζάκι τρίζανε καὶ λαλούσανε σὰν τὰ πουλιὰ ποὺ λαλοῦνε στὸν παράδεισο, καὶ βγάζανε κάποια εὐωδιὰ πάντερπνη. Τὸν ἅγιο Βασίλη τὸν βάλανε κ᾿ ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιὰ κ᾿ ἡ γυναίκα τοῦ ῾θεσε μαξιλάρια νὰ ἀκουμπήσει. Κι ὁ γέροντας ξεπέρασε τὸ ταγάρι του ἀπὸ τὸ λαιμό του καὶ τό ῾βαλε κοντά του, κ᾿ ἔβγαλε καὶ τὸ παλιόρασό του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του.
Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε κι ἄρμεξε τὰ πρόβατα μαζὶ μὲ τὸν παραγυιό του, κ᾿ ἔβαλε μέσα στὴν κοφινέδα τὰ νιογέννητα τ᾿ ἀρνιά, κι ὕστερα χώρισε τὶς ἑτοιμόγεννες προβατίνες καὶ τὶς κράτησε στὸ μαντρί, κι ὁ παραγυιὸς τά ῾βγαλε τ᾿ ἄλλα στὴ βοσκή. Λιγοστὰ εἴτανε τὰ ζωντανά του, φτωχὸς εἴτανε ὁ Γιάννης, μὰ εἴτανε Βλογημένος. Κ᾿ εἶχε μία χαρὰ μεγάλη, σὲ κάθε ὥρα, μέρα καὶ νύχτα, γιατὶ εἴτανε καλὸς ἄνθρωπος κ᾿ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα, κι ὅποιος λάχαινε νὰ περάσει ἀπὸ τὴν καλύβα τους, σὰν νά ῾τανε ἀδελφός τους, τὸν περιποιόντανε. Γιὰ τοῦτο κι ὁ ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ σπίτι τους, καὶ κάθησε μέσα, σὰ νά ῾τανε δικό του σπίτι, καὶ βλογηθήκανε τὰ θεμέλιά του. Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς Οἰκουμένης, οἱ ἀρχόντοι, οἱ δεσποτάδες κ᾿ οἱ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι μὰ ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν, παρὰ πῆγε καὶ κόνεψε στὸ καλύβι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
*
* *
Τὸ λοιπόν, σὰν σκαρίσανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸν ἅγιο: «Γέροντα, ἔχω χαρὰ μεγάλη. Θέλω νὰ μᾶς διαβάσεις τὰ γράμματα τ᾿ Ἅη-Βασίλη. Ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ἀγράμματος, μὰ ἀγαπῶ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας. Ἔχω καὶ μία φυλλάδα ἀπὸ ἕναν γούμενο ἁγιονορίτη, κι ὅποτε τύχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τὸν βάζω καὶ μοῦ διαβάζει ἀπὸ μέσα τὴν φυλλάδα, γιατὶ δὲν ἔχουμε κοντά μας ἐκκλησία».
Ἔπιασε καὶ θαμπόφεγγε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς. Ὁ ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε καὶ στάθηκε κατὰ τὴν ἀνατολὴ κ᾿ ἔκανε τὸ σταυρό του, ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε μία φυλλάδα ἀπὸ τὸ ταγάρι του, κ᾿ εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε,νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του, κ᾿ ἡ γυναίκα βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε καὶ κείνη καὶ στάθηκε κοντά του, μὲ σταυρωμένα χέρια. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τὸ ἀπολυτίκιο ποὺ λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἡ φωνή του εἴτανε γλυκειὰ καὶ ταπεινή, κι ὁ Γιάννης κ᾿ ἡ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ἂς μὴν καταλαβαίνανε τὰ γράμματα. Κ᾿ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλης ὅλον τὸν Ὄρθρο καὶ τὸν Κανόνα τῆς Ἑορτῆς: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῷ, χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του τὸν Κανόνα, ποὺ λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾿ ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κ᾿ ἔκανε ἀπόλυση καὶ τοὺς βλόγησε.
Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...

Από το Γεροντικό του Σινά :


Δύο ξένοι Μοναχοί επεσκέφθηκαν κάποιο Γέροντα, μια νηστήσιμη μέρα, Εκείνος τους υποδέχτηκε πρόθυμα και τηρώντας τον κανόνα της φιλοξενίας, έφαγε μαζί τους στο τραπέζι. Κατόπιν τους εξήγησε πως η νηστεία έχει μεν το μισθό της, αλλ' εκείνος που καταλύει χάριν των φιλοξενουμένων του,  λαμβάνει δυο μισθούς. Ένα, γιατί κόβει το θέλημα του και άλλον, γιατί αναπαύοντας τους αδερφούς του,  τηρεί την εντολή της αγάπης.

Η Πρωτοχρονιά


Η Εκκλησία μας τιμά αύριο μια μεγάλη μορφή. Εκείνη του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος με τη ζωή και το έργο του ακτινοβολούσε στη χάρη του Κυρίου μας, εκπέμποντας ουράνια μηνύματα χαράς.  Ταυτόχρονα εορτάζει και τη Δεσποτική εορτή της Περιτομής του Ιησού Χριστού.Ειδικότερα, η Ευαγγελική περικοπή αναφέρεται στο γεγονός της Περιτομής του Κυρίου και στην αύξηση και στην πνευματική ενδυνάμωσή του δια της σοφίας και της χάριτος του Θεού. Ακόμα προβάλλεται η πρώτη Μεσσιανική αποκάλυψη του Κυρίου μας, ο οποίος σε ηλικία δώδεκα ετών ανέβηκε με τους γονείς του στον ναό των Ιεροσολύμων για την πρώτη εορτή του Πάσχα. Εκεί σε ένα καταπληκτικό διάλογο με τους νομοδιδασκάλους των Ισραηλιτών αλλά και με τη Μητέρα Του, υπέδειξε ότι ο χώρος της παρουσίας και των ενεργειών Του είναι ο Ναός. Αποκαλύπτει τη σχέση του με τον Θεό Πατέρα και μέσα από αυτή φανερώνεται ως ο πραγματικός Σωτήρας του κόσμου.

Η αχειροποίητος περιτομή
Η περιτομή του Κυρίου μας που θέλει να μας δείξει ότι προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα, μας παραπέμπει σαφώς στην αχειροποίητο περιτομή της καρδιάς, με την οποία προβάλλεται η νέα πραγματικότητα που βιώνει ο χριστιανός μέσα στην Εκκλησία.  Με το Βάπτισμα εισάγεται ο πιστός στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία δηλαδή και αποκτά όλα τα πνευματικά εφόδια για να βαδίσει το δρόμο που οδηγεί στη θέωση. Αυτό συνεπάγεται την ανταπόκρισή του στην κλήση που του απευθύνει ο Κύριος για μια ζωντανή σχέση μαζί Tου, η οποία εκφράζεται με την ανταπόδωση της δικής του αγάπης με τρόπο ευχαριστιακό. Στη σωτήρια αυτή προοπτική φτερούγισε και η προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου, του οποίου “εις   πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος του”.  Μέλος αγίας οικογένειας, βάδισε το δρόμο τον καλό και έδειξε με το ιερό παράδειγμά του πώς μπορεί ο άνθρωπος να αξιοποιήσει με τον πιο αποδοτικό τρόπο την κάθε στιγμή του χρόνου για να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού. Είχε την ευλογία να παράξει τόσο μεγάλο έργο στο σύντομο χρόνο της ζωής του που πραγματικά προκαλεί το θαυμασμό αλλά και τον ευγενή πόθο κάθε πιστού να ακολουθήσει τα αχνάρια του.
Αγαπητοί αδελφοί, η αυριανή μέρα μπορεί να μας γεμίζει χαρά γιατί μας υπενθυμίζει ότι μπορούμε να ανεβούμε πολύ ψηλά ανταποκρινόμενοι στην αγάπη του Κυρίου μας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μας εγκαταλείπει στα αδιέξοδα που εμείς οι ίδιοι βάζουμε τον εαυτό μας. Αυτό μαρτυρούν τα γεγονότα της ημέρας από τα οποία καλούμαστε να αντλήσουμε τα πνευματικά εκείνα μηνύματα που θα μας καταξιώσουν σε ανεβάσματα απ΄ όπου θα ατενίζουμε το χρόνο όχι ως κάτι που αφήνει στο πέρασμά του τη φθορά αλλά ως την ευκαιρία για να εισέλθουμε στην αιώνια χαρά του Κυρίου μας.

Πηγή: http://www.churchofcyprus.org.cy/

Φώτης Κόντογλου : Οι πειρασμοί.


 «Ὅπως τὰ βλέφαρα ἀγγίζουνε τόνα τ᾿ ἄλλο, ἔτσι κι οἱ πειρασμοὶ εἶνε κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς μὲ σοφία, γιὰ τὴ δική σου ὠφέλεια, γιὰ νὰ χτυπᾶς μὲ ὑπομονὴ τὴν πόρτα Του, καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῶν λυπηρῶν νὰ Τὸν θυμᾶται ὁ λογισμός σου, καὶ νὰ Τὸν σιμώσεις μὲ τὴν προσευχή, καὶ ν᾿ ἁγιαστεῖ ἡ καρδιά σου μὲ τὸ νὰ Τὸν συλλογίζεσαι. Καὶ σὰν Τὸν ἐπικαλεστεῖς θὰ σ᾿ ἀκούσει, καὶ θὰ μάθεις πῶς ὁ Θεὸς εἶνε Κεῖνος ποὺ θὰ σὲ γλυτώσει. Καὶ θὰ νοιώσεις Κεῖνον ποὺ σ᾿ ἔπλασε καὶ ποὺ νοιάζεται γιὰ σένα καὶ ποὺ σὲ φυλάγει καὶ πώπλασε διπλὸ τὸν κόσμο γιὰ σένα, τὸν ἕνα σὰν δάσκαλο καὶ πρόσκαιρο παιδευτή, τὸν ἄλλο σὰν πατρογονικὸ σπίτι σου καὶ αἰώνια κληρονομιά σου. Δὲν σ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς ἀπαλλαγμένο ἀπ᾿ τὰ λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στὴν Θεότητα, κληρονομήσεις ὅ,τι κληρονόμησε κεῖνος, ποὺ πρῶτα λεγότανε Ἑωσφόρος, κι ὕστερα γίνηκε Σατανᾶς καὶ πάλι δὲν σ᾿ ἔκανε ἀλύγιστον καὶ ἀσάλευτον, γιὰ νὰ μὴ γίνεις σὰν τ᾿ ἄψυχα τὰ κτίσματα καὶ σοῦ δοθοῦνε τὰ ἀγαθὰ δίχως κέρδος καὶ δίχως μισθό, ὅπως στὰ ἄλογα εἶνε τὰ φυσικὰ χαρίσματα τὰ χτηνώδικα. Γιατὶ εἶνε εὔκολο σ᾿ ὅλους νὰ καταλάβουνε πόση ὠφέλεια καὶ πόση φχαρίστηση καὶ ταπείνωση κερδίζει ὁ ἄνθρωπος περνώντας τοῦτα τὰ μπόδια».

Κωνσταντίνος Χολέβας : Η κραυγή των Πομάκων της Θράκης


Στις 17 Δεκεμβρίου η Μεταφραστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οργάνωσε στη Στοά του Βιβλίου μία ενδιαφέρουσα συζήτηση με θέμα τους Πομάκους. Ομιλητές ήσαν ο Πομάκος δικηγόρος Σαμπαεδήν Καραχότζα και οι Πανεπιστημιακοί Άγγελος Συρίγος και Γ. Μαυρομάτης. Χωρίς να υποτιμώ τους άλλους ομιλητές κρατώ στη μνήμη μου περισσότερο την κραυγή αγωνίας και το παράπονο του Πομάκου δικηγόρου, ο οποίος εξέπληξε με την ευγλωττία του, την άριστη χρήση της ελληνικής και με τις θαρραλέες διαπιστώσεις του.

Ο Σαμπαεδήν Καραχότζα, Μουσουλμάνος που αισθάνεται Έλληνας, θέλει να πηγαίνουν τα παιδιά του και όλα τα Πομακόπουλα σε ελληνικό δημόσιο σχολείο και να μαθαίνουν τη γλώσσα της πατρίδας τους, τα ελληνικά.
 Αντιθέτως από λάθη της Ελληνικής Πολιτείας τα Πομακοχώρια της ορεινής Θράκης έχουν πολλά μειονοτικά σχολεία, όπως ονομάζονται, και δεν έχουν κανονικά ελληνικά Δημοτικά. Στα «μειονοτικά» σχολεία τα παιδιά των Πομάκων, που δεν είναι τουρκικής καταγωγής, αναγκάζονται να μαθαίνουν κυρίως τα τουρκικά, παράλληλα με τα αραβικά λόγω Κορανίου, ελάχιστα ελληνικά και τα αγγλικά (ως Ξένη Γλώσσα). Στο σπίτι μιλούν την Πομακική διάλεκτο που έχει σλαβικές και ελληνικές ρίζες, και τελικά το μυαλό τους παθαίνει σύγχυση και αγανακτούν με το σχολείο.

H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

Η ταπείνωσις του Οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος


 Ακούοντας ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίση απο κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ερώτησαν να τους δείξη την καλύβα του Αββά Μωϋσέως. 
- Τί γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.
 
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
 
- Κάτω στην πόλι λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
 
- Τί άνθρωπος ήταν αυτός; Ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήση έτσι για τον Άγιο.
 
- Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
 
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
 
- Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
 
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλι ωφελημένος.
 

Είμεθα πλάσματα Θεού με υιοθεσίαν.


Οι άνθρωποι, δεν είναι μοιραία όντα επί της γης. Δεν είναι ακατανόητον συνονθύλευμα σκοτεινών δυνάμεων. Δεν είναι αποίμαντος αγέλη περιέργων ζώων. Ούτε είδος μικράς αξίας. Είμεθα πλάσματα Θεού με υιοθεσίαν. Είμεθα λογικά ζώα με ηθικότητα. Ερχόμεθα ως χιόνες από τα υψηλά όρη της θείας επικρατείας. Καταβαίνομεν από την άϋλον Βασιλείαν του Θεού και σαρκούμεθα εις την γην. Είμεθα αντικείμενον της αγάπης Εκείνου, Όστις αγρυπνεί εφ’ ημών και θάλπει την ψυχήν μας, που είναι άϋλος. Είμεθα τα απλούστερα λογικά όντα, εφ’ όσον παραμένομεν εις την ηθικήν τάξιν μας. Αποτελούμεν μίαν θαυμασίαν πνευματικήν αρμονίαν. Με λογικότητα και ελευθερίαν μας κατεκόσμησεν. Μας προώρισεν εις ομοίωσίν Του. Άρρητος η τιμή. Απερίληπτος η δόξα. Αλλά βαρεία η ευθύνη.

μ.θ.δ.

Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) : Άνθρωπος και Θεάνθρωπος.


32. Δια τι ήλθεν ο Χριστός εις τον κόσμον;  Δια την Εκκλησίαν, δια να την θεμελιώση εν Εαυτώ και επί Εαυτού, την Εκκλησίαν η οποία είναι το θεανθρώπινον σώμα Του, όπου Αυτός ζη με όλον το πλήρωμα των θείων τελειοτήτων Του, αγιάζων αυτήν και όλους τους «συσσώμους» της, σώζων τοιουτοτρόπως αυτούς από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον (πρβλ. Κολ. 1, 12-29)… Η σωτηρία είναι έργον διπλούν: αγιασμός και κάθαρσις. Αυτό το οποίον έκαμεν ο Χριστός δια την Εκκλησίαν και με την Εκκλησίαν («ίνα αυτήν αγιάση καθαρίσας τω λουτρώ»), το κάνει η Εκκλησία εις έκαστον και με έκαστον μέλος της. Διότι έκαστον μέλος της ζη όλην την ζωήν της ως ιδικήν του, επαναλαμβάνει όλην την ζωήν της, εμφανίζεται ως εν σμικρώ Εκκλησία.

Συνεχίζεται.  

Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:


“Ποιο καλό πράγμα υπάρχει, για να το κάνω και να βρω ζωή μέσα σ΄αυτό;” 

Και είπε ο Γέροντας:
 

“Ο Θεός γνωρίζει το καλό. Όμως άκουσα ότι κάποιος από τους πατέρες ρώτησε τον αββά Νισθερώο τον μεγάλο, τον φίλο του αββά Αντωνίου:”
 

“Ποιο θεωρείται έργο καλό για να το κάνω;”
 

Κι εκείνος του είπε:
 

“Όλες οι αρετές δεν είναι ισοδύναμες; Η αγία Γραφή λέει ότι ο Αβραάμ υπήρξε φιλόξενος και είχε τον Θεό μαζί του. Ο Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του. Ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του. Ό,τι λοιπόν καταλαβαίνεις
 
να θέλει η ψυχή σου που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, αυτό κάνε και κράτα άγρυπνη την καρδιά σου”.
 

Που βρίσκονται τα Δώρα των Μάγων;


Στον αγιασμένο τόπο του Αγίου Όρους, στο Περιβόλι της Παναγίας μας, βρίσκονται πραγματικοί θησαυροί: Τίμια Λείψανα, ιερές εικόνες, πολύτιμα κειμήλια, μοναδικοί κώδικες κ.ά.

Σε μια από τις πρώτες θέσεις βρίσκονται τα Δώρα των Μάγων, στην
 
Ιερά Μονή Αγίου Παύλου.

Ο χρυσός, ο λίβανος, η σμύρνα. Ο χρυσός βρίσκεται στη μορφή 28 επιπέδων πλακιδίων με καλλιτεχνική μικροεπεξεργασία. Ο λίβανος και η σμύρνα βρίσκονται ως μίγμα σε 62 περίπου σφαιρικές χάντρες μικρού μεγέθους.

Αλλά πώς βρέθηκαν εκεί αυτά τα πολύτιμα δώρα;

Η παράδοση και η ιστορία μας λένε ότι η Παναγία μας, πριν την Κοίμησή της, τα παρέδωσε μαζί με την Τιμία Εσθήτα, την Αγία Ζώνη της και τα σπάργανα του Χριστού μας στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Εκεί έμειναν ως το 400 μ.Χ.

Μετά ο αυτοκράτορας Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη και έμειναν εκεί μέχρι την άλωσή της, το 1024 μ.Χ., από τους Φράγκους.

Στη συνέχεια φυλάχτηκαν στη Νίκαια της Βιθυνίας ως το 1453 μ.Χ., που την κατέλαβαν οι Τούρκοι.

Μετά την Άλωση, η ευλαβής Μάρω, σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β’ και μητριά του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή, που ήταν κόρη του Δεσπότη της Σερβίας Γεωργίου Βράγκοβιτς, του κτίτορα της Μονής του Αγίου Παύλου, τα μετέφερε αυτοπροσώπως στο Άγιο Όρος.

Κατά την αγιορείτικη παράδοση, η Μάρω, για να μην παραβιαστεί το άβατο του Αγίου Όρους, εμποδίστηκε από την ίδια τη Θεοτόκο να πλησιάσει στη Μονή. Αυτή ταπεινά υπάκουσε και παρέδωσε τα Τίμια Δώρα στους μοναχούς σ’ένα σημείο που μέχρι σήμερα λέγεται «Σταυρός της Βασιλίσσης». Στο αρχείο της Ι. Μονής φυλάσσεται και το σχετικό σουλτανικό έγγραφο παράδοσης των Δώρων.

Τα Δώρα των Μάγων ευωδιάζουν κατά διαστήματα και θαυματουργούν με τη χάρη του Θεού.

Μητρ. Πειραιώς κ. Σεραφείμ : Ὁ καινούργιος χρόνος εἶναι....

Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ὁ καινούργιος χρόνος εἶναι μιά περιοδική πρόκληση πού μᾶς ἀναγκάζει νά βγοῦμε γιά λίγο ἀπό τόν καθημερινό λήθαργο καί νά σκεφθοῦμε τήν παροδικότητά μας. Παροδικότητα σημαίνει, πολύ ἁπλά, τό ὅτι βρισκόμαστε σέ μιά τεράστια «αἴθουσα ἀναμονῆς», περιμένοντας τό τραῖνο νά περάσει. Κι ἐνῶ οὔτε τό ἴδιο τραῖνο παίρνουμε   οὔτε συγχρόνως φεύγουμε, ἐν τούτοις αὐτό τό γεγονός μᾶς ἑνώνει βαθύτερα ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη συγγένεια.


H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ, Η ΔΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ


      + π. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης

      Ο δοξασμός δεν είναι θαύμα. Είναι το τελικόν φυσικόν στάδιον της μεταμορφώσεως της ιδιοτελούς αγάπης εις ανιδιοτελή αγάπην και η άφιξις του ανθρώπου εις την κατάστασιν δια την οποίαν εδημιουργήθη. Και ο Παύλος και ο Ιωάννης σαφώς θεωρούν την εν τη ζωή ταύτη θέαν του Χριστού εν δόξη αναγκαίαν δια την τελείωσιν της αγάπης και της διακονίας προς την κοινωνίαν (Ιω. 14:21-24, 16:22, 17:24; Α' Κορ. 13:10-13; Εφ. 3:3-6). Αι εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού εν δόξη δεν ήσαν και δεν είναι θαύματα, δια να εκθαμβώσουν τους θεατάς και να τους πείσουν να πιστεύσουν εις την θεότητά Του. Θαύμα δεν ήτο η ανάστασις του Κυρίου της δόξης. Θαύμα ήτο η σταύρωσις και ο θάνατός Του. Ο αναστάς Χριστός εμφανίζεται μόνον δια την τελείωσιν της αγάπης, ακόμη και εις την περίπτωσιν του Παύλου, ο οποίος είχε φθάσει το κατώφλι του δοξασμού (Γαλ. 1:14 εξ.), μη γνωρίζων, ότι ο Κύριος της δόξης, τον οποίον επρόκειτο να ίδη, είχε γεννηθεί, σταυρωθεί και αναστηθεί. Αι εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου της δόξης εις το Α' Κορ. 15: 1-11 είναι οι δοξασμοί με τους οποίους ο Παύλος ολοκληρώνει την περί χαρισμάτων ανάπτυξιν που είχεν αρχίσει εις το 12:1.
*    http://www.romanity.org/htm/im/w.gifΌλοι οι μετέπειτα θεωθέντες αποτελούν με τους αποστόλους το θεμέλιον της Εκκλησίας, διότι "...τήν ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν," λέγει ο Πέτρος (Πράξ. 11:17, 10:47). Δηλαδή οδηγήθησαν, ως οι απόστολοι κατά την Πεντηκοστήν, εις "πάσαν την αλήθειαν," η οποία είναι ο αναστάς και αναληφθείς εν δόξη Χριστός, επιστρέψας σαρκί εν ταις ακτίστοις πυρίναις γλώσσαις του Πνεύματός Του, δια να κατοικήση ως άνθρωπος μετά του Πατρός Του εν τοις γενομένοις ναοίς του Αγίου Πνεύματος πιστοίς ως ακριβώς υπεσχέθη (Ιω. 14-17). Ούτως, η Εκκλησία των ναών του Αγίου Πνεύματος προφητών έγινε το Σώμα του Χριστού, κατά του Οποίου "πύλαι άδου (θανάτου) ου κατισχύσουσιν."

          Συνεχίζεται.